Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Οι 22 ημέρες πριν από την κάλπη



            Αν δεν ήταν τόσο εξοργιστικά ενοχλητικό, θα μπορούσε να είναι απολαυστικά διασκεδαστικό να ακούει κανείς την «επιχειρηματολογία» με την οποία ξορκίζουν τις εκλογές οι φίλα διακείμενοι προς την κυβερνητική εξουσία αναλυτές.
            Διαχρονικοί θιασώτες απόψεων περί δυσαρμονίας της κοινοβουλευτικής σύνθεσης και της βούλησης του εκλογικού σώματος, οι οποίοι ζητούσαν κάθε τρεις και λίγο επιτακτικά «να μιλήσει ο λαός», έχουν αίφνης μεταμορφωθεί σε διαπρύσιους κήρυκες της πολιτικής σταθερότητας η οποία «δεν επιτρέπεται να διαταραχθεί επ΄ ουδενί…».
            Αλλά δεν είναι μόνον αυτός ο ισχυρισμός που προβάλλεται από τους απαρτίζοντες τη σημερινή κυρίαρχη πολιτική τάξη, καθώς και από τους διασυνδεμένους μαζί της σχολιαστές, που προκαλεί καγχασμό σε όσους όλοι δεν πάσχουν από έλλειψη μνήμης.
Γίνονται χειρότερα τα πράγματα όταν προτάσσονται οι, τάχατες, χρονοβόρες διαδικασίες για το στήσιμο της κάλπης. Και πολύ χειρότερα όταν συνοδεύονται από εκτιμήσεις του τύπου «κανείς δεν θέλει εκλογές, ούτε η αντιπολίτευση, ούτε οι πιστωτές, ούτε κανείς άλλος». Λες και όσοι τα ισχυρίζονται αυτά, ανάμεσα τους και εκφράζοντες επ΄ αμοιβή τη γνώμη τους στα δημόσια μέσα ενημέρωσης, ρώτησαν έναν προς έναν τους πιστωτές ή διαθέτουν το κληρονομικό χάρισμα να «διαβάζουν» τους μύχιους πόθους των στελεχών της αντιπολίτευσης που άλλα διακηρύσσουν δημοσίως.
Τίποτε, ωστόσο, εξ αυτών δεν ισχύει. Και το μόνο σαφές που προκύπτει είναι ότι οι συγκεκριμένες εικασίες δεν εκφράζουν παρά προσπάθεια να μετατραπούν σε πραγματικότητα… ανομολόγητες επιθυμίες.
Για όποιον, άλλωστε, δεν εθελοτυφλεί και δεν εννοεί να καθυποτάξει τη λογική του στην ανάγκη για προπαγανδιστική υπεράσπιση της προσπάθειας που καταβάλλει η κυβέρνηση, για να παρατείνει τον βίο της, τα πράγματα είναι πολύ απλά: Αρκούν είκοσι δύο (22) ημερολογιακές ημέρες από τη λήψη της απόφασης για προσφυγή στις κάλπες μέχρι να εκφραστεί η βούληση των Ελλήνων πολιτών για την επόμενη διακυβέρνηση που επιθυμούν να έχουν.
Ούτε περισσότερες, ούτε λιγότερες. Είκοσι δύο είναι οι ημέρες που, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Συντάγματος και των προθεσμιών που ορίζονται στην εκλογική νομοθεσία, είναι υποχρεωτικό να μεσολαβήσουν ανάμεσα στην πρόταση του πρωθυπουργού προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να εκδώσει το Διάταγμα διάλυσης της Βουλής και στην προσέλευση των ψηφοφόρων στα εκλογικά τμήματα.
Ας μην θεωρηθεί, πάντως, ως πρόβλεψη για τα μελλούμενα η υπόμνηση της συγκεκριμένης χρονικής  ρήτρας για τη διενέργεια των εκλογών. Διότι, κακά τα ψέματα, όσο μακριά από την πραγματικότητα βρίσκονται όσοι προσπαθούν να πείσουν πως θα χαθεί χρόνος για το στήσιμο της κάλπης, όταν γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες της προσχηματικής δήθεν διαπραγμάτευσης, που ισοδυναμεί με ροκάνισμα του χρόνου, άλλο τόσο αυταπατώνται όσοι «διαβάζοντας» τους κυβερνητικούς τακτικισμούς άγονται στο συμπέρασμα ότι η προκήρυξη των εκλογών είναι ζήτημα ολίγων ημερών.
Οι προπαρασκευασκευαστικές ενέργειες που «βλέπουν» πολλοί πίσω από τους έκτακτους μποναμάδες που μοιράζει ο Αλέξης Τσίπρας και τις εκτός Αθηνών περιοδείες που πραγματοποιεί, δεν είναι παρά παραπλανητικές κινήσεις με τις οποίες ο πρωθυπουργός και ο κύκλος του επιχειρούν το ακριβώς αντίθετο που είναι η αποφυγή των εκλογών, μέσω της καλλιέργειας στην κοινή γνώμη της εντύπωσης πως δήθεν δεν φοβούνται τη λαϊκή ετυμηγορία και, τάχατες, προετοιμάζονται για την έκφρασή της.
Ουσιαστικά, όμως, δεν κάνουν τίποτε άλλο από να προετοιμάζονται για ακόμη μεγαλύτερο γάντζωμα στις καρέκλες της εξουσίας και στα ωφελήματα που αυτές αποφέρουν. Γι΄ αυτό και δεν πρέπει να καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις. Ενδεχόμενο να προκηρύξει οικεία βουλήσει ο κ. Τσίπρας εκλογές δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Συγκλίνουσες πληροφορίες και εκτιμήσεις από γνωρίζοντες πρόσωπα και καταστάσεις στον πρωθυπουργικό περίγυρο, επιμένουν ότι, σε πείσμα των περί του αντιθέτου εικασιών, ούτε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας ούτε ο κύκλος που τον περιβάλει έχουν στα πλάνα τους εκλογικά σενάρια.
Είτε επειδή έχουν επίγνωση ότι οι κάλπες, ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, ισοδυναμούν με πανωλεθρία, είτε διότι δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν ότι η εξουσία την οποία διαθέτουν δεν θα είναι αιώνια, πολύ, μα πάρα πολύ, δύσκολα θα αναλάβουν το ρίσκο μιας εκλογικής δοκιμασίας που μπορεί να διακυβεύσει τόσα μοναδικά για εκείνους προνόμια που απολαμβάνουν…
Μόνον η χρήση την οποία κάνουν στα κυβερνητικά αεροσκάφη, που τα χρησιμοποιούν ως προσωπικά lear jet, είναι ικανός λόγος για να συμπεράνει κανείς ότι δεν πρόκειται να ρισκάρουν. Και, όσο περνάει από το χέρι τους, θα κάνουν το παν για να διατηρήσουν αυτά τα «κεκτημένα». Πόσω μάλλον που οι κάλπες θα φέρουν αντιμέτωπη με το φάσμα της ανεργίας την πλειονότητα των σημερινών κυβερνητικών αξιωματούχων.
Έτσι, μάλλον δεν αναμένεται να αρχίσει σύντομα να μετρά αντίστροφα ο χρόνος των 22 προεκλογικών ημερών που απαιτείται να μεσολαβήσει από την προκήρυξη των εκλογών έως το στήσιμο της κάλπης. Αν και το πλέον πιθανό είναι ότι δεν θα φθάσουν στο 2019, όπως διατείνονται, εξίσου πιθανό πρέπει να θεωρείται ότι ο κύκλος του Μαξίμου και όσοι για ωφελιμιστικούς λόγους τους υποστηρίζουν δεν πρόκειται να πετάξουν «λευκή πετσέτα» για μια, δυό ή και περισσότερες εξευτελιστικές κωλοτούμπες που μπορεί να υποχρεωθούν να κάνουν.
Άλλωστε, οι κωλοτούμπες αποτελούν, πλέον, «παλιά τους τέχνη κόσκινο»...

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Σχέδιο «πορτοκαλόπιτα»



Είτε πιστεύει κανείς είτε όχι τον Γιάν(ν)η Βαρουφάκη, ο οποίος, εδώ που τα λέμε, δεν είναι και από τους πλέον αξιόπιστους ανθρώπους σε αυτόν τον πλανήτη, πολύ δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει ότι από όλους όσοι διαδραματίζουν ρόλο στο υπερεπταετές ελληνικό δράμα ο μόνος που έχει αποδειχθεί ότι διαθέτει στρατηγικό σχέδιο είναι ο γερμανός υπουργός των Οικονομικών.
Μπορεί, λοιπόν, να έχει τους δικούς του λόγους ο γνωστός και μη εξαιρετέος Βαρουφάκης όταν δηλώνει ότι «ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε συμπεριφέρθηκε με σκαιό τρόπο απέναντι στον Σαμαρά», αποτελεί, ωστόσο, γεγονός πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το Βερολίνο όταν αντιλήφθηκε πως η προηγούμενη κυβέρνηση υπό τον Αντώνη Σαμαρά είχε ουσιαστικά εκμετρήσει το πολιτικό ζην, τόσο με τις επιδόσεις που είχε στις ευρωεκλογές της άνοιξης του 2014 όσο και με τον τρόπο που αντέδρασε εν συνεχεία, δεν κούνησε ούτε το μικρό του δακτυλάκι για να αλλάξει την προδιαγεγραμμένη πορεία των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων.
Αρκετοί είχαν διαβλέψει τότε ότι δεν ήταν διόλου τυχαία η παγωμένη υποδοχή της οποίας έτυχε από την καγκελάριο Μέρκελ στις 23 Σεπτεμβρίου εκείνης της μοιραίας χρονιάς ο έλληνας πρωθυπουργός που πήγε στη γερμανική πρωτεύουσα για να ζητήσει μια ελάχιστη χείρα βοηθείας προκειμένου να καταφέρει να κλείσει το μνημονιακό πρόγραμμα και να αποπειραθεί να βγει στο οικονομικό ξέφωτο με το δεκανίκι της περιώνυμης προληπτικής πιστωτικής γραμμής.
Όμως, ούτε η υποτιθέμενη ιδεολογική συνάφεια των δύο κυβερνήσεων, ούτε η επίκληση του «επαπειλούμενου κινδύνου» από την επελαύνουσα ελληνική αριστερά, έκαμψαν τις πεποιθήσεις του Βερολίνου και πιο συγκεκριμένα του κ. Σόιμπλε, ο οποίος απαίτησε την απαρέγκλιτη εφαρμογή του προγράμματος, αδιαφορώντας αν αυτό θα λειτουργούσε ως «πιστοποιητικό θανάτου» για την κυβέρνηση Σαμαρά.
Και, παρότι κανείς δεν το έχει παραδεχθεί, είναι σαφές -και από τις εκ των υστέρων ομολογίες του Γ. Βαρουφάκη- ότι ο βασικός λόγος που τους έκανε να αδιαφορούν για την τύχη της κυβέρνησης Σαμαρά ήταν ότι ουδόλως έπαιρναν τοις μετρητοίς τις παραφροσύνες οι οποίες ακούγονταν από τα ελληνικά προεκλογικά μπαλκόνια –«Go back madam Merkel». Ενώ, αντιθέτως, προεξοφλούσαν ότι οι τύποι που ανέλαβαν τις τύχες της Ελλάδος, ακόμη και αν εννοούσαν όσα έλεγαν, ήταν έτοιμοι να κάνουν κάθε συμβιβασμό και να επιδοθούν σε κάθε πιθανή και απίθανη κωλοτούμπα.
Με αυτά και με πολλά άλλα, το σχέδιο Σόιμπλε, το οποίο όπως κάθε σοβαρό σχέδιο είχε και το «plan b» του, το οποίο εκδηλώθηκε με τις (τάχατες) εναλλακτικές ιδέες που «έριχνε» ο γερμανός υπουργός αρχικώς προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο και κατόπιν προς τον Βαρουφάκη, προτείνοντας «να σας χρηματοδοτήσουμε για να μείνετε κάποια χρόνια έξω από το ευρώ και, όταν εξυγιανθείτε οικονομικά, επιστρέφετε», είναι, δυστυχώς, εκείνο που έδινε και εξακολουθεί να δίνει τον τόνο των (δυσμενών, για μας) εξελίξεων και των (ακόμη δυσμενέστερων) προοπτικών.
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, ωστόσο, δεν είναι ούτε οι συμβιβασμοί ούτε οι κωλοτούμπες. Είναι το πόσο αστόχαστα εξακολουθούν να λειτουργούν και πόσο ανεπίδεκτοι μαθήσεως αποδεικνύονται όσοι απαρτίζουν τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση. Ενώ στην πραγματικότητα είναι έτοιμοι να υποστούν κάθε ταπείνωση, αποδεχόμενοι πράγματα που καμία άλλη κυβέρνηση δεν θα αποδεχόταν (από το αιωνόβιο Υπερταμείο για τη δημόσια περιουσία έως τους αυτόματους «κόφτες» που διαιωνίζουν την επιτροπεία), προσπαθούν με διάφορα προσχηματικά τερτίπια να παραστήσουν πως δήθεν αντιστέκονται.
Βρίζουν, από τη μια, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τα στελέχη τους, αποκαλώντας τους «ανόητους τεχνοκράτες», και, από την άλλη, τους καλούν να… δείξουν χαρακτήρα και να υποστηρίξουν την ελληνική θέση για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Ομνύουν πίστη στις συμφωνίες που υπέγραψαν, αλλά την ίδια ώρα καταφεύγουν σε αχρείαστους λεονταρισμούς μοιράζοντας, χωρίς προσυνεννόηση, ψηφοθηρικούς «μποναμάδες» με την προσδοκία να πείσουν το… «πόπολο» ότι τηρούν κάποιες από τις υποσχέσεις τους.
Καταφεύγουν απερίσκεπτα στην εκτόξευση απειλών για προκήρυξη εκλογών, αγνοώντας ότι η απειλή τους μπορεί να λειτουργήσει ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αποκαλούν από την Κούβα «δυνάστες» τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές, αλλά σπεύδουν στο Βερολίνο για να ικετέψουν την καγκελάριο Μέρκελ να αγνοήσει τις δικές της κάλπες και να ανατρέψει το μόνο συνεκτικό σχέδιο για την ελληνική κρίση, που, κακά τα ψέματα, δεν είναι άλλο από το σχέδιο Σόιμπλε.
Όποιος αμφιβάλει για τη… μοναδικότητα του σχεδίου Σόιμπλε δεν έχει παρά να ανατρέξει στην πρωτοφανή για τα ελληνικά κοινοβουλευτικά χρονικά ομιλία με την οποία έκλεισε το περασμένο Σάββατο τη συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό ο έλληνας ομόλογός του, Ευκλείδης Τσακαλώτος. Υπό τα «χάχανα» των κυβερνητικών βουλευτών, που λίγο αργότερα είπαν «ναι σε όλα», ο υπουργός Οικονομικών της καθημαγμένης Ελλάδας διηγούνταν από το βήμα της Βουλής ανέκδοτα για… πορτοκαλόπιτες τις οποίες του χαρίζουν γιαγιάδες, εκφράζοντας τον θαυμασμό τους επειδή… κατατροπώνει τους πολιτικούς του αντιπάλους στην Αθήνα.
Λέτε αν επαναλάβουν στο Βερολίνο όλα όσα είπαν στην ελληνική Βουλή τόσο ο ίδιος ο χιουμορίστας υπουργός μας, που ταξιδεύει αυτές τις ημέρες στη γερμανική πρωτεύουσα, όσο και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, να καμφθούν η Μέρκελ με τον Σόιμπλε; Καλού - κακού, ας τους πάνε πεσκέσι μερικές πορτοκαλόπιτες για να καταλάβουν ότι υπάρχουν τομείς στην Ελλάδα που έχουν εκτοξευθεί επί των ημερών του Ευκλείδη. Ο οποίος ήρθε η ώρα να αποδείξει ότι, παρόλο που δυσκολεύεται ακόμη λίγο στα ελληνικά, στα ανέκδοτα τα πάει καλά και κερδίζει αφειδώς πορτοκαλόπιτες.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Οιωνοί μιας επερχόμενης πτώσης



Τί ενώνει τον Μίκη Θεοδωράκη με τον Δημήτρη Κοντομηνά; Ποιό κοινό στοιχείο μπορεί να είχαν ο Μανώλης Γλέζος με τον Σταύρο Ψυχάρη; Και τί είναι εκείνο που συνέδεσε κάποια στιγμή τον Παναγιώτη Λαφαζάνη με τον Τάκη Μπαλτάκο; Ή τον Αριστείδη Μπαλτά με τον Γιάννη Λούλη, τον Αλέκο Αλαβάνο με τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο και τη Γιάννα Αγγελοπούλου με τον Στέφανο Τζουμάκα;
Πρόκειται για ένα μικρό δείγμα πολύπειρων, κατά τεκμήριο, προσώπων από τον χώρο της πολιτικής και των επιχειρήσεων που τα προηγούμενα χρόνια γοητεύθηκαν από τις μεγαλοστομίες του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα. Με τον ένα ή τον άλλο, ο καθένας εξ αυτών συνέβαλε στην αναρρίχηση και στη διατήρησή του νεαρού πολιτικού στην πρωθυπουργία, την οποία κατέλαβε σχεδόν δια περιπάτου. Και, στην πραγματικότητα, το πέτυχε χωρίς να διαθέτει κανένα ιδιαίτερο ταλέντο, αλλά, όπως περίτρανα πλέον αποδεικνύεται, με μοναδικό προσόν το θράσος το οποίο τροφοδοτούσε τον αμοραλισμό που του επέτρεπε να επιδίδεται σε κάθε είδους απίθανους ισχυρισμούς και υπερφίαλες διακηρύξεις, του τύπου «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν».
Είναι οι ίδιοι που ένας προς έναν, άλλος νωρίτερα και άλλος αργότερα, άρχισαν να αντιλαμβάνονται το μέγεθος της ασύγγνωστης πλάνης με την οποία αντιμετώπισαν τον κ. Τσίπρα. Θα αρκούσε να επισημάνει κανείς τα όσα με ύστερη γνώση πρεσβεύουν για εκείνον οι δύο προκάτοχοί του στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ: ο Αλέκος Αλαβάνος, ο οποίος τον έχρισε διάδοχό του, και ο Νίκος Κωνσταντόπουλος ο οποίος τον στήριξε σθεναρά στα πρώτα αρχηγικά βήματα. Παρότι βγαλμένοι και οι δύο από το καμίνι της προδικτατορικής και μεταδικτατορικής πολιτικής διαπάλης, βρέθηκαν χωρίς να το καταλάβουν στο περιθώριο από ένα μειράκιο της πολιτικής που απέδειξε πως για να κερδίσει όσα διεκδικούσε ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα.
Δεν ήταν, πάντως, μόνον από την αριστερή όχθη όσοι –με πιο πρόσφατο, αλλά πιθανότατα όχι τελευταίο, τον Αριστείδη Μπαλτά, ο οποίος απομακρύνθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού, χωρίς, όπως δήλωσε, να καταλάβει γιατί- βίωσαν την ψυχρολουσία ότι «χρησιμοποιήθηκαν» για τη δόξα του εκκολαπτόμενου ηγέτη και κατόπιν τους επιφυλάχθηκε η τύχη της στημένης λεμονόκουπας. Αφήνοντας κατά μέρος τους επιχειρηματίες, οι οποίοι πιθανότατα είχαν ως μοναδικό κίνητρο την υπεράσπιση των επιχειρηματικών τους συμφερόντων, δεν μπορεί να μην εκπλήσσεται κανείς με όσους από τον χώρο της συντηρητικής παράταξης έπεσαν τόσο εύκολα θύματα της τσιπρικής γοητείας: «ο Τσίπρας ιδρώνει τη φανέλα» ισχυριζόταν στις αρχές του 2015 ο κ. Μπαλτάκος, πάλαι ποτέ στενός συνεργάτης του Αντώνη Σαμαρά. Ενώ την ίδια ώρα διάφοροι σμπίροι απέδιδαν στον έτερο «γαλάζιο» πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή φράσεις του τύπου «τον πάω τον “μικρό”» ή «ο ”μικρός” έχει δίκιο» στην εποχή της βαρουφάκειας δήθεν διαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους εταίρους.
Σε πείσμα, ωστόσο, των βαθυστόχαστων αναλύσεων του κ. Λούλη, ο οποίος υποστήριζε το καλοκαίρι του 2015 ότι «η σύνεση είναι η πιο καθοριστική πυξίδα στον δρόμο που μοιάζει να διαλέγει ο Aλέξης Tσίπρας» και προεξοφλούσε την κυριαρχία του στον λεγόμενο «μεσαίο χώρο», χαρακτηρίζοντάς την «ευπρόσδεκτο δώρο», όποιος διάβασε την τελευταία δήλωση του Μίκη Θεοδωράκη για τον…. «μάγκα Τσίπρα», ο οποίος, ενώ «το παίζει επαναστάτης» στην Αβάνα, επιστρέφοντας στην Αθήνα «ξαναγίνεται «το παιδί που κάνει τα θελήματα της Μέρκελ», εύκολα αντιλαμβάνεται πόσο η πραγματικότητα διέψευσε τις προσδοκίες όλων όσοι είχαν επενδύσει στον πολιτικό που αυτοεπαιρόταν δημοσίως επειδή «κατάφερε στα σαράντα του να γίνει πρωθυπουργός».
Ανεξαρτήτως αν συμφωνεί ή όχι κανείς με την εμβρίθεια της πολιτικής ανάλυσης του διάσημου μουσικοσυνθέτη, τα όσα έγραψε ο Μίκης σχολιάζοντας το πρωθυπουργικό ταξίδι στην Κούβα, αποτελούν έναν σαφή οιωνό για το ξεκίνημα της αντίστροφης μέτρησης προς την πτώση της εξουσίας του κ. Τσίπρα. Μιας εξουσίας που οικοδομήθηκε στα σαθρά θεμέλια θεολογικού τύπου πεποιθήσεων όπως εκείνη που ήθελε τους δανειστές να μας διαγράφουν το μεγαλύτερο μέρος τους χρέους, χάρις στη γοητεία που θα ασκούσε πάνω τους ο έλληνας πρωθυπουργός, κατά το προηγούμενο της εγχώριας επιχειρηματικής ελίτ που του είχε παραδοθεί αμαχητί.
Άλλωστε, μόνον όποιος εθελοτυφλεί δεν βλέπει πλέον τη μεγάλη μεταστροφή της κοινής γνώμης, όπως καταγράφεται και στις έρευνες που δημοσιεύουν και φιλικά προς την κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης. Πέρασε, για παράδειγμα, σχετικά απαρατήρητη μια μέτρηση – καταπέλτης που είδε τις προηγούμενες ημέρες το φως από τις στήλες της «Εφημερίδας των Συντακτών». Η εταιρία Prorata που τη διεξήγαγε βρήκε ότι μόλις το 8% του εκλογικού σώματος δηλώνει, με βεβαιότητα ανώτερη του 80%, πρόθεση να ξαναψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για τη ΝΔ είναι 21%, καθώς επίσης και ότι είναι πολύ λιγότεροι εκείνοι που χαρακτηρίζουν «έντιμο» και «αποτελεσματικό» τον Αλέξη Τσίπρα σε σχέση με όσους πιστεύουν το ίδιο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ακόμη πιο σημαντικά, όμως, είναι τα ευρήματα της ίδιας έρευνας που καταδεικνύουν ότι πλέον όλα όσα υπερασπίζεται ο κ. Τσίπρας είναι μειοψηφικές απόψεις για την ελληνική κοινωνία, η οποία διαφωνεί, πλειοψηφικά, με τον χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, τάσσεται υπέρ της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, συμφωνεί να απολύονται οι δημόσιοι υπάλληλοι που αξιολογούνται αρνητικά και επιθυμεί  χαμηλότερη φορολογία για τις επιχειρήσεις.
Ο πιο αξιόπιστος οιωνός, όμως, για τα μελλούμενα μοιάζει να είναι η απάντηση στο ερώτημα – άλλοθι των κυβερνώντων: «και γιατί οι άλλοι καλύτεροι ήταν;». Όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας απαντούν θετικά και αυτό δεν μπορεί να το αρνηθούν ούτε οι πιο ακραίοι αρνητές της δημοσκοπικής αξιοπιστίας.

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Η Αβάνα, η γαλοπούλα και ο οβελίας



Αν, όπως έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, ισχύει το «ουδέν κακόν αμιγές καλού», μάλλον πρέπει να δούμε και τις… θετικές πλευρές από το μακρινό ταξίδι που έκανε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ως την Αβάνα για να αποχαιρετίσει τον Φιντέλ Κάστρο.
Άθελά του προφανώς, ο κ. Τσίπρας απομυθοποίησε την υποτιθέμενη κρισιμότητα των στιγμών, την οποία -εν μέσω άνοστων αστεϊσμών, όπως οι παραλληλισμοί με τους γάμους της Γκρέις Κέλι και της Νταϊάνα- επικαλούνταν ο αλλοπρόσαλλος υπουργός του επί των Οικονομικών που αποδεικνύεται επικίνδυνα ανίκανος ακόμη και να μάθει να μιλάει σωστά ελληνικά. 
Διότι αν «ο Δεκέμβρης είναι ο πιο κρίσιμος μήνας, από το καλοκαίρι του 2015», όπως ισχυρίστηκε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος από το βήμα της Βουλής, με ποιο θράσος ο πρωθυπουργός πήρε το αεροπλάνο και πέταξε ως την Καραϊβική για να εκφωνήσει επικήδειο στον εκλιπόντα Κουβανό ηγέτη; Μπορεί να είναι δικαιολογία ότι άδραξε την ευκαιρία για να επιτεθεί σε εκείνους με τους οποίους υποτίθεται ότι διαπραγματεύεται;
Πολύ περισσότερο που λίγο πριν ξεκινήσει η πτήση του εκλιπαρούσε τον Επίτροπο Π. Μοσκοβισί και τον τραπεζίτη Μ. Κερέ να δείξουν λίγη γενναιοδωρία για το δημόσιο χρέος, ώστε να μην κινδυνεύσει η καρέκλα του, αλλά και να έχει… καύσιμα το πρωθυπουργό αεροπλάνο για να πετάξει πάνω από τον Ατλαντικό. Χωρίς καμία ιδιαίτερη δυσκολία, όμως, φθάνοντας στον προορισμό του αποκάλεσε «δυνάστες» τους εταίρους – δανειστές της χώρας μόλις βρέθηκε μπροστά σε ένα διαφορετικό κοινό, όπως ήταν οι ηγέτες χωρών του τρίτου κόσμου που τον πλαισίωναν στον αποχαιρετισμό του Κάστρο και άκουγαν μάλλον ευχάριστα τον έμμεσο εξάψαλμο κατά της… άκαρδης Ευρώπης που έβγαινε από τα χείλη του.
Γι΄ αυτό και τόσο το ταξίδι του στην Αβάνα όσο και τα όσα περιείχε ο επικήδειος στον Φιντέλ που εκφώνησε, πέρα από ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να ισχυριστεί ο καθένας που συμπαθούσε ή όχι τον εκλιπόντα Κουβανό, το μόνο βέβαιο είναι ότι λειτούργησαν απομυθοποιητικά για την –υποτιθέμενη- υπερήφανη –δήθεν- διαπραγμάτευση την οποία κάνουν ο Τσίπρας και οι συνεργάτες του και που η κατάληξή της μοιάζει προδιαγεγραμμένη.
Δεν χρειάζεται να έχει κάποιος μαντικές ικανότητες για να προδικάσει ότι, με μεγαλύτερη ή μικρότερη καθυστέρηση, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θα δεχθεί στο τέλος όλα όσα θα θελήσουν να της επιβάλουν οι αποκληθέντες «δυνάστες», συνεχίζοντας τη γνωστή τακτική των συνεχών υποχωρήσεων που, κατά την προσφιλή τους συνήθεια, συνοδεύονται από πολεμικές ιαχές με τις οποίες επιχειρείται να καλλιεργηθούν ψευδαισθήσεις περί επικράτησης.
Το έργο, άλλωστε, είναι γνωστό και πολυπαιγμένο: μπαίνουν γονυπετείς στο Χίλτον και αφού αποθέσουν τα πάντα στα πόδια της Ντέλιας Βελκουλέσκου, με πρώτη και καλύτερη την προσωπική τους αξιοπρέπεια, βγαίνουν έξω επιδιδόμενοι πότε σε αστείους λεονταρισμούς και πότε σε γελοίους πανηγυρισμούς. Ποιός, για παράδειγμα, ξεχνά τον περιλάλητο Κατρούγκαλο που τρόλαρε αδίστακτα τους συνταξιούχους υποσχόμενος επερχόμενες αυξήσεις τις μέρες που οι απόμαχοι της δουλειάς έρχονταν αντιμέτωποι με την κατακρεούργηση του εισοδήματός τους; 
Επειδή, πάντως, οι κυβερνητικοί ιθύνοντες βρίσκουν παραλληλισμούς με το καλοκαίρι του 2015, θα είχε ενδιαφέρον να προχωρούσαν και σε ανάλογες κινήσεις με τις οποίες θα ενέπλεκαν τους πολίτες στο ζήτημα της υποτιθέμενης διαπραγμάτευσης, όπως έγινε αρχικά με το διαβόητο δημοψήφισμα του περυσινού Ιουλίου και κατόπιν με τις κάλπες «εξπρές» του Σεπτεμβρίου.
Τώρα, βεβαίως, το… τροπάρι με τις εκλογές φαίνεται να έχει αλλάξει, αφού, για την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, «το σενάριο των εκλογών είναι επικίνδυνο για την χώρα», όπως υποστήριξε ο εκπρόσωπος της Δ. Τζανακόπουλος. Διότι, λέει, «διακόπτει την 2η αξιολόγηση, διακόπτει τη συζήτηση και το momentum για τη ρύθμιση του χρέους, διακόπτει και τη μεγάλη προσπάθεια που γίνεται έτσι ώστε να ενταχθεί η χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης».
Αν, όμως, έχουν έτσι τα πράγματα και πλέον οι άνθρωποι, οι οποίοι αποθέωναν σε κάθε ευκαιρία την προσφυγή στις κάλπες, πιστεύουν ότι «οι εκλογές είναι επικίνδυνες», γιατί δεν δοκιμάζουν την εναλλακτική ενός δημοψηφίσματος; Θα είχε ενδιαφέρον, επιστρέφοντας από την Αβάνα, ο Αλέξης Τσίπρας να έμπαινε στον… πειρασμό να ρωτούσε πόσοι από τους Έλληνες επιθυμούν να κλείσει εκείνος την αξιολόγηση, υπογράφοντας στην πραγματικότητα ένα ακόμη Μνημόνιο και πόσοι θέλουν να τον δουν να αφήνει το Μαξίμου. Και ας έκανε μετά το αντίθετο, όπως εκείνος ξέρει…
Ας μην τρέφονται, ωστόσο, αυταπάτες. Το πιθανότερο είναι ότι ο Τσίπρας δεν θα κάνει ούτε εκλογές ούτε δημοψήφισμα. Και δεν θα κάνει τίποτε από τα δυο, διότι όλο και κάποιος θα του έχει θέσει υπόψη του τη ρήση του Αμερικανού Προέδρου Αβραάμ Λίνκολν σύμφωνα με την οποία «μπορείς να κοροϊδεύεις πολλούς για λίγο καιρό ή λίγους για πολύ καιρό, αλλά δεν μπορείς να τους κοροϊδεύεις όλους για πάντα». Αλλά και αν δεν του είπαν για τον Λίνκολν, μπορεί ευρισκόμενος στην Κούβα να αναρωτήθηκε ο ίδιος τους λόγους για τους οποίους οι Κάστρο αποφεύγουν επί τόσες δεκαετίες να προκηρύξουν εκλογές στη χώρα τους.
Συμπέρασμα; Οι πολυπληθείς εν Ελλάδι μετακλητοί υπάλληλοι που «τρούπωσαν» τους τελευταίους 22 μήνες σε θέσεις του Δημοσίου, ας μην αγωνιούν. Χριστουγεννιάτικη «γαλοπούλα» θα φάνε στις καρέκλες τους. Για τον πασχαλινό «οβελία» βλέπουμε...

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

Ασκήσεις θάρρους για την… έξοδο από το Μαξίμου




Με τις ασκήσεις θάρρους στις οποίες επιδιδόταν ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς τύπους που υποδυόταν ο αγαπημένος του Λάκης Λαζόπουλος, όταν το πάλαι ποτέ έκανε πραγματική σάτιρα με τους «Μικρούς Μήτσους», προσιδίαζαν οι νουθεσίες και οι προτροπές που απηύθυνε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προς τα κοινοβουλευτικά στελέχη του κόμματός του.
Δεν εξηγείται αλλιώς ότι συγκάλεσε συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ για να ζητήσει –από ποιον άραγε;- να πάψει να… κλείνεται στο Μαξίμου και να αντιμετωπίσει τη δυσμενή πραγματικότητα που έχει δημιουργήσει στην ελληνική κοινωνία η κραυγαλέα διάψευση όλων των ψευδών προσδοκιών που καλλιέργησαν στους πολίτες οι νυν κυβερνώντες  για να τους υφαρπάξουν την ψήφο τους και να καταλάβουν την εξουσία.   
«Έχουμε σήμερα ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά να βγούμε από τα γραφεία μας, από τη Βουλή, από το Μέγαρο Μαξίμου, από τα υπουργικά γραφεία, από τα βουλευτικά γραφεία, από τα κομματικά γραφεία και να σταθούμε δίπλα στους ανθρώπους, που θα έχουν να μας πουν και τα παράπονά τους, που θα έχουν να μας πουν και την κριτική τους», ήταν τα ακριβή λόγια που χρησιμοποίησε ο κ. Τσίπρας, ο οποίος προετοιμάζεται για την πρώτη εδώ και πάνω από ένα χρόνο έξοδο του από το περίκλειστο πρωθυπουργικό γραφείο.  
Χωρίς να είναι βέβαιο αν ήθελε να πάρει ο ίδιος κουράγιο ή αν προσπαθούσε να ενθαρρύνει τους βουλευτές του, οι οποίοι είναι γνωστό ότι αποφεύγουν να κυκλοφορήσουν δημοσίως, συμπλήρωσε: «Πρέπει, λοιπόν, η Κοινοβουλευτική Ομάδα, το κόμμα να μπει σε διάταξη κινητοποίησης, σε διάταξη μάχης, προκειμένου να σταθούμε δίπλα στην ελληνική κοινωνία. Και αυτό, νομίζω, ότι αφορά όλες και όλους, όσοι βρισκόμαστε σε αυτήν εδώ την αίθουσα. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να παρακολουθούμε τις εξελίξεις. Πρέπει να τις συνδιαμορφώσουμε».
Το μόνο σίγουρο είναι ότι την Παρασκευή και το Σάββατο ο πρωθυπουργός σχεδιάζει να βρεθεί στη Θράκη για να περιοδεύσει στην περιοχή με ένα πρόγραμμα που θυμίζει έντονα προεκλογικές εξορμήσεις, καθώς περιλαμβάνει επιθεωρήσεις έργων, ανεξαρτήτως του αν άλλοι ήταν εκείνοι που τα σχεδίασαν και τα δρομολόγησαν (π.χ. ο αγωγός TAP), όπως και εγκαίνια εκθέσεων, επειδή, προφανώς, δεν βρέθηκε κάτι άλλο πιο χειροπιαστό για να κοπούν κορδέλες.
Τόσο αυτή καθεαυτή η επίσκεψη στη Θράκη -όπου, ειρήσθω εν παρόδω, προγραμμάτιζε να μεταβεί και ο πρόεδρος της ΝΔ, αλλά ανέβαλε το ταξίδι του για να μην συμπέσουν με τον πρωθυπουργό- όσο και το επίμαχο περιεχόμενο της ομιλίας με τις παραινέσεις προς τους βουλευτές του, προκάλεσαν σε πολιτικούς από όλους τους χώρους ζωηρές υποψίες ότι ο κ. Τσίπρας μπορεί και να έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του τον πειρασμό να δοκιμάσει έναν εκλογικό αιφνιδιασμό, σε τρόπον ώστε να περισώσει ό,τι περισώζεται από το αποδεκατισμένο πολιτικό του κεφάλαιο.
Ο ίδιος, πάντως, είχε επιχειρήσει να διασκεδάσει όλα τα συναφή σενάρια, καταφεύγοντας, ωστόσο, σε παραλληλισμούς που, παρά τις ιαχές για επερχόμενες νίκες, προδίδουν μάλλον ηττοπάθεια και χαμηλό ηθικό. Δήλωσε, για παράδειγμα, πως αισθάνεται ότι βρίσκεται στη μέση του ποταμού και πως κάθε πισωγύρισμα θα ήταν αποτυχία. Για να επιστρατεύσει μια ακόμη ένεση ηθικού, σύμφωνα με την οποία «θα κολυμπήσουμε για να βγούμε στην άλλη μεριά της όχθης, για να βγάλουμε τη χώρα από την κρίση».
Την ίδια ώρα, εξάλλου, φρόντιζε να παρουσιάσει τον αρχηγό της ΝΔ Κυριάκο Μητσοτάκη ως… «μπαμπούλα», ο οποίος, κατά την πρωθυπουργική περιγραφή, «ονειρεύεται 4ο Μνημόνιο», με «άγρια λιτότητα και περικοπές, μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, απολύσεις στο Δημόσιο, πλήρης απελευθέρωση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα και κατεδάφιση (από ό,τι έχει απομείνει, ό,τι με νύχια και με δόντια περισώσαμε) της δημόσιας Υγείας και της δημόσιας Παιδείας».
Εκτός, όμως, από τον πρόεδρο της ΝΔ, τα όνειρα του κ. Τσίπρα φαίνεται ότι  ταράζει και ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος, τον οποίο μόνον αυτόν –γιατί άραγε;- από την υπόλοιπη αντιπολίτευση, έβαλε στο στόχαστρό του. «Αλλά δεν θα του κάνουμε το χατίρι. Δεν πρόκειται να τον αφήσουμε», είπε αναφερόμενος στον κ. Μητσοτάκη. Και κάνοντας μάλλον μια ακόμη άσκηση θάρρους (που θύμιζε το εμβληματικό «άι χάσου μυρμηγκάκι…» του λαζοπουλικού «Μήτσου»), συμπλήρωσε: «Δεν θα αφήσουμε τη χώρα και την κοινωνία να καταστραφεί για να έρθει αυτός να τη λεηλατήσει, μαζί με τον φίλο του τον κ. Βενιζέλο και τους ίδιους συνεργάτες και συνεργούς, που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ελληνικός λαός αυτό δεν θα το επιτρέψουν».
Εντάξει ο ΣΥΡΙΖΑ, δικό του δημιούργημα είναι, μπορεί και να τον εκφράζει. Αλλά τον ελληνικό λαό, αλήθεια, γιατί δεν τον ρωτάει;