Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

«Αρχή άνδρα δείκνυσι»


Μια γυναίκα με περασμένη την πρώτη νεότητα πάσχιζε το περασμένο Σάββατο να διασπάσει τον κλοιό που είχαν δημιουργήσει στο Παγκράτι οι εκπρόσωποι των εγχώριων και των ξένων μέσων ενημέρωσης -κυρίως οι δεύτεροι που ήθελαν να αποτυπώσουν στα κινητά τους τη στιγμή- για να καταφέρει να βγάλει μια selfie με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος είχε καλέσει εκεί τους δημοσιογράφους για ένα χαλαρό φινάλε της προεκλογικής εκστρατείας.
Η προσπάθειά της συγκεκριμένης κυρίας να βρεθεί δίπλα στον άνθρωπο που όλη η –εχέφρων- Ελλάδα ήξερε ότι την επόμενη μέρα θα εκλεγόταν πρωθυπουργός, ήταν επίμονη. Παρά ταύτα οι αμφιβολίες που, όπως φάνηκε, είχε για τις προθέσεις του, δεν την εγκατέλειπαν. «Λες να με απολύσει;», αναρωτιόνταν, μονολογώντας ουσιαστικά και εξωτερικεύοντας, προφανώς, τη σκέψη που τη βάρυνε μέσα της.
Και όταν ο διπλανός της την κοίταξε ερευνητικά, προσπαθώντας να καταλάβει το ερώτημα - μονόλογο που είχε μόλις ακούσει, εκείνη έσπευσε να διευκρινίσει: «Είμαι αναπληρώτρια εκπαιδευτικός…». Αποδεικνύοντας έτσι πόσο είχε «πιάσει» σε ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας η προπαγάνδα της απελθούσας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει «κρυφό πρόγραμμα» και έρχεται στην εξουσία για «να απολύσει δημόσιους υπαλλήλους» και να μας βάλει όλους «να δουλεύουμε επτά ημέρες την εβδομάδα…».
Πρωθύστερα, μάλλον, το συγκεκριμένο περιστατικό αποτελεί ίσως και την καλύτερη ερμηνεία για το εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης Ιουλίου. Αποτέλεσμα που ήταν μια αποτύπωση της Ελλάδας που, από τη μια, θέλει να αλλάξει σελίδα και γι΄ αυτό έδωσε σαφή αυτοδύναμη πλειοψηφία στον Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά, από την άλλη, έχει τις αμφιβολίες της και γι΄ αυτό «κράτησε ζωντανό» και μέσα στο πολιτικό παιχνίδι τον ΣΥΡΙΖΑ που κινδυνολόγησε για τις ανατροπές και τα δεινά που θα φέρει ο αντίπαλός του.     
Τέσσερις, μόλις, μέρες μετά τις εκλογές είναι πολύ δύσκολο να πει κανείς ποια Ελλάδα έχει περισσότερες πιθανότητες να δικαιωθεί: η Ελλάδα της πίστης ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν με τη νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη ή η Ελλάδα της πεποίθησης ότι οι εξελίξεις θα είναι αρνητικές γιατί η νέα κυβέρνηση δεν προτίθεται να εφαρμόσει το Πρόγραμμα που δημοσιοποίησε αλλά κάποιο άλλο που δεν μας το λέει;
Παρά ταύτα, στο μικρό αυτό διάστημα που μεσολάβησε από την κάλπη της Κυριακή δεν έλειψε η σπουδή των φανατικών της μιας ή της άλλης πλευράς που από την πρώτη στιγμή έσπευσαν στα χαρακώματα ανταλλάσσοντας πυρά: οι μεν για να πείσουν πόσο αναπάντεχα καλά ξεκίνησαν να δουλεύουν οι κυβερνητικές μηχανές, οι δε για το πόσο άσχημη ήταν η εκκίνηση. Είχαμε, μάλιστα, και παραλληλισμούς με άλλες χώρες όπως η Βόρεια Κορέα, που μόνον με καγχασμό μπορεί να αντιμετωπιστούν αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτοί που επιχειρηματολογούν κατ΄ αυτόν τον τρόπο δηλώνουν… κομμουνιστές και άρα ομοϊδεάτες του Κιμ Γιονγκ Ουν.
Κακά τα ψέματα, ο νέος πρωθυπουργός και οι συνεργάτες που ο ίδιος επέλεξε για να στελεχώσουν την κυβέρνησή του δεν πρόκειται να κριθούν ούτε από ανούσια ζητήματα, όπως η ανάληψη της ευθύνης για την ΕΥΠ, την ΕΡΤ και το ΑΠΕ από τον ίδιο πρωθυπουργό, ούτε από πανηγυρικές διακηρύξεις για μείωση του αριθμού των γενικών γραμματέων και των μετακλητών υπαλλήλων, που έχουν ακουστεί και στο παρελθόν.
Υπάρχουν άλλα πολύ πιο ουσιώδη πράγματα που θα μετρήσουν στην αξιολόγηση που θα κάνουν οι πολίτες όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Και σίγουρα δεν είναι ούτε οι πρόσκαιρες εντυπώσεις, ούτε από μόνες τους οι προθέσεις –άλλωστε, «ο δρόμος προς την Κόλαση είναι στρωμένος καλές προθέσεις»…- που θα μετρήσουν στην ετυμηγορία. Είναι, αντιθέτως, η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα με την οποία θα ριχθούν οι κυβερνώντες στη μάχη για την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία.
Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην τελευταία προεκλογική ομιλία που έκανε στο Θησείο έδειξε να έχει συνείδηση των πραγμάτων. «Μου έρχονται στο μυαλό, σε αυτόν τον ιερό τόπο, τα λόγια του Αγάθωνα», είπε, συμπληρώνοντας: «Τρία πράγματα πρέπει να θυμούνται όσοι άρχουν, όσοι δηλαδή κυβερνούν. Πρώτον ότι άρχουν επί ανθρώπων. Δεύτερον ότι άρχουν σύμφωνα με τους νόμους. Και τρίτον -και κυριότερο- ότι δεν άρχουν για πάντα».
Όπως και να έχει, όμως, το μόνο βέβαιο είναι ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου αποκαλύπτεται κατά την άσκηση της εξουσίας. Δηλαδή όχι από αυτά που λέει πριν την αναλάβει, αλλά από αυτά που κάνει όταν την αποκτά. Με άλλα λόγια, «αρχή άνδρα δείκνυσι», όπως θα λέγαμε επιμένοντας στις αποφθεγματικές ρήσεις της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Οπότε και όλοι εμείς και μαζί η εκπαιδευτικός που ήθελε να φωτογραφηθεί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, παρά το φόβο της ότι μπορεί να την απολύσει, δεν έχουμε παρά να περιμένουμε τα επερχόμενα δείγματα γραφής για τον τρόπο που εννοεί ο κ. Μητσοτάκης να κυβερνήσει μια χώρα που έχει ταλαιπωρηθεί πολύ  τα τελευταία χρόνια από τις λαϊκίστικες ανακολουθίες και «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα».     

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Ο φανταστικός εξηντάρης φίλος του Αλέξη από την Τρίπολη


«Ενός κακού μύρια έπονται», έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Και το ίδιο φαίνεται να ισχύει και με τα ψέματα του Αλέξη Τσίπρα. Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, όπως θα πρέπει να αρχίσουμε να τον αποκαλούμε πλέον, αποφάσισε να κάνει ακόμη μία κωλοτούμπα, πηγαίνοντας να δώσει συνέντευξη στον Σκάι, στον οποίο είχε ο ίδιος κηρύξει εμπάργκο. Για να δικαιολογήσει, όμως, τη –χιλιοστή;- μεταστροφή του, δεν μπορούσε παρά να καταφύγει στην προσφιλή τακτική του που δεν είναι άλλη από την κατασκευή γεγονότων.
«Προχθές, στην Τρίπολη, με πλησίασε ένας άντρας γύρω στα εξήντα», έγραψε ο κ. Τσίπρας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θέλοντας να δείξει ότι επικοινωνεί με τους πολίτες. «Μου είπε, “θέλω να σου πω κάτι. Αφού ο Μητσοτάκης αρνείται το debate, πήγαινε εσύ στο γήπεδό του και άστον αν θέλει να μην έρθει να αγωνιστεί”», συμπλήρωσε. Λες και οι εξηντάρηδες που κυκλοφορούν στην Τρίπολη, ή οπουδήποτε αλλού στην Ελλάδα, κοιμούνται και ξυπνούν με τον καημό αν θα γίνει ή δεν θα γίνει ντιμπέιτ.
Ο συγκεκριμένος εξηντάρης, όμως, δεν έμεινε μόνον σε αυτό. Συμβούλεψε τον Αλέξη Τσίπρα και πως θα αντιμετώπιζε τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αφού, πάντα κατά την αφήγηση του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, οι δυο τους είχαν και την ακόλουθη συνέχεια στον «διάλογο» τους: «Του λέω τι εννοείς; Μου λέει, “πήγαινε στον ΣΚΑΙ και άστους να σε ρωτήσουν ό,τι θέλουν ανοιχτά και να απαντήσεις ανοιχτά. Και άστον να μην έρθει, αφού δεν τολμά. Εσύ τολμάς.... Του είπα δεν έχεις άδικο. Αποφάσισα λοιπόν την Τρίτη το βράδυ να πάω στη τηλεόραση του ΣΚΑΙ…».
Καταλάβετε; Πρωθυπουργός ευρωπαϊκής χώρας κήρυξε εμπάργκο σε τηλεοπτικό σταθμό επειδή ένα στέλεχος του καναλιού είχε μεταδώσει μια πληροφορία –ότι το Μέγαρο Μαξίμου σχεδίαζε να καρατομήσει τους υπευθύνους για το Μάτι- η οποία, μάλιστα, επιβεβαιώθηκε. Ο ίδιος με απειλές για διαγραφή των βουλευτών του οι οποίοι θα μιλούσαν στο κανάλι, διατήρησε τον αποκλεισμό επί σχεδόν ένα χρόνο ακόμη. Χωρίς να συγκινηθεί ούτε όταν ο σταθμός δέχθηκε ισχυρό τρομοκρατικό χτύπημα.
Το ήρε, εν τέλει, επειδή απλώς βρέθηκε στον δρόμο του ένας –προφανώς «φανταστικός»- εξηντάρης από την Τρίπολη για να του υποδείξει ότι με αυτή τη μεγαλεπήβολη κίνηση θα κατατροπώσει τον βασικό του αντίπαλο, ο οποίος πριν από λίγο καιρό του έριξε σχεδόν δέκα μονάδες στο κεφάλι, παρότι ο ίδιος νόμιζε ότι «τον είχε» και κομπορρημονούσε από τηλεοράσεως ότι «δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο» περίπτωση να χάσει τις εκλογές.
Όπως και με το εμπάργκο στον Σκάι, όμως, δεν ευθύνεται ο ίδιος για το εκλογικό αποτέλεσμα. Κάποιοι άλλοι -πραγματικοί ή… «φανταστικοί»- φίλοι και συνεργάτες τον είχαν πείσει ότι είναι «άχαστος». Του παρουσίαζαν, όπως εκ των υστέρων προέκυψε, ανύπαρκτες δημοσκοπήσεις από εταιρίες – «φαντάσματα» που υποτίθεται ότι έδειχναν μειώσεις στην ψαλίδα της διαφοράς που τον χώριζε από την αξιωματική αντιπολίτευση.
Αν, ωστόσο, οι φίλοι και οι συνεργάτες του κ. Τσίπρα τον έριξαν στα βράχια με τις προβλέψεις τους για τις εκλογές ή επειδή δεν τον συμβούλευαν να πάει στον Σκάι για να εξολοθρεύσει τους αντιπάλους του, το κακό θα ήταν πολύ μικρό. Στην επίμαχη τηλεοπτική συνέντευξή του, δικαιολογώντας τις μεγάλες αστοχίες της κυβερνητικής θητείας του, υποχρεώθηκε να παραδεχθεί ότι πορεύτηκε με σωρεία από αυταπάτες και λειτούργησε με ασυγχώρητες αφέλειες.  
«Καταλογίστε μου όσες ευθύνες θέλετε για άγνοια συσχετισμών στην Ευρώπη», υποστηρίζει τώρα ο πολιτικός που ισχυριζόταν ότι «άλλαζε την Ευρώπη» και ότι αν κάποιος μετέφερε στους εταίρους και δανειστές τις θέσεις του για κατάργηση του Μνημονίου με έναν νόμο και ένα άρθρο, εκείνοι «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν».
«Είχαμε την αφέλεια ότι οι εταίροι μας θα σέβονταν τη λαϊκή ετυμηγορία», ισχυρίζεται, πλέον, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρει δικαιολογίες επειδή έκανε «Ναι», το «Όχι» του άφρονος δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015 που είχε ζητήσει και του έδωσε η πλειονότητα των Ελλήνων. Το ακόμη πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι όταν του επισημαίνεται ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του πήγαν στη διαπραγμάτευση με τα πουκάμισα έξω και με διάθεση που θύμιζε όσους νομίζουν ότι μπορούν να περπατούν ξυπόλυτοι στα αγκάθια, ο Αλέξης Τσίπρας απαντά με το εκπληκτικό «επιχείρημα»: «Ήμασταν προετοιμασμένοι αλλά οι άλλοι ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι από εμάς…».
Αντίστοιχης βαρύτητας είναι οι ισχυρισμοί που επιστράτευσε για να δικαιολογήσει την απίστευτη σκηνοθεσία της 23ης Ιουλίου 2018 που στήθηκε στο Συντονιστικό Κέντρο της Πυροσβεστικής με στόχο τον επικοινωνιακό χειρισμό της τραγωδίας στο Μάτι. «Εκείνη την ώρα το μόνο που είχα ως φήμη, είναι ότι υπήρχε πιθανότητα για έναν ή δύο ανθρώπους που από αναθυμιάσεις είχαν χάσει τη ζωή τους. Σήμερα μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι αυτοί που βρίσκονταν στο τραπέζι, ακριβώς επειδή αιφνιδιάστηκαν με την ύπαρξη της κάμερας και της ζωντανής σύνδεσης, πάγωσαν και δεν μου είπαν τίποτα, εκείνη την ώρα. Μόλις έφυγαν οι κάμερες μου είπαν ότι υπάρχει πιθανότητα να είναι περισσότεροι οι νεκροί», υποστήριξε.
Και έπειτα από αυτό έστειλε τους φωστήρες της κυβέρνησής του να στήσουν μια συνέντευξη – φιάσκο, παρουσιάζοντας ανύπαρκτους δορυφόρους να κυνηγούν ανύπαρκτους εμπρηστές και ρίχνοντας στάχτη στα μάτια των πολιτών ότι για την τραγωδία ευθύνονταν αποκλειστικά και μόνον η αυθαίρετη δόμηση, για την αντιμετώπιση της οποίας, όπως γνωρίζει ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας, δεν έκαναν απολύτως τίποτε ούτε πριν, ούτε μετά το Μάτι.
Ίσως γιατί δεν βρέθηκε κάποιος φανταστικός φίλος –σαν τον εξηντάρη από την Τρίπολη που τον έστειλε στον Σκάι- για να του θυμίσει τη ρήση του Αβραάμ Λίνκολ ότι «μπορεί να κοροϊδεύεις όλον τον κόσμο για κάποιο διάστημα ή μια μερίδα του κόσμου για πάντα, αλλά δεν μπορεί να τους κοροϊδεύεις όλους για πάντα».
Ή, σε απλά ελληνικά, ας του πει κάποιος ότι «το ψέμα έχει κοντά ποδάρια». Πολύ περισσότερο όταν, όπως συνομολογούν πολλοί ειδικοί, «το φαινόμενο του φανταστικού φίλου είναι χαρακτηριστικό των παιδιών προσχολικής ηλικίας»…

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

«Λευκή πετσέτα» ή ξεκίνημα νέας εποχής;


Αν εξαιρέσει κανείς κάποιες λίγες φραστικές υπερβολές, όπως οι κινδυνολογικές αποστροφές ενός περιορισμένου αριθμού κυβερνητικών στελεχών για τον επερχόμενο Αρμαγεδδώνα μαζί με την κυβερνητική αλλαγή ή οι ισχυρισμοί του Αλέξη Τσίπρα ότι «δεν θα ξεμπερδέψουν έτσι εύκολα με την Αριστερά», σχεδόν τίποτε άλλο δεν θυμίζει ότι βρισκόμαστε δέκα μέρες πριν από την κορύφωση μιας κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης.
Αντιθέτως, ζούμε την πιο ήπια προεκλογική περίοδο, αν όχι από συστάσεως ελληνικού κράτους, σίγουρα της τελευταίας μεταπολιτευτικής 45ετίας. Ελάχιστες αφίσες στους δρόμους. Καθόλου ηχορύπανση στις πλατείες. Πουθενά δεν ηχούν εμβατήρια. Ούτε ακούγονται ντουντούκες που να καλούν τον κόσμο να συμμετάσχει σε ανοικτές συγκεντρώσεις για να κουνήσει πλαστικές σημαίες, συμβάλλοντας σε ένα στημένο τηλεοπτικό σόου με στόχο αποκλειστικά και μόνον τις εντυπώσεις.
Είναι, χωρίς αμφιβολία, απορίας άξιο πως ξαφνικά οι συνήθως φασαριόζοι Έλληνες μεταμορφωθήκαμε σε ψύχραιμους Ευρωπαίους που δεν θεωρούν ότι στην επερχόμενη κάλπη συγκρούονται δύο κόσμοι και ούτε αναμετρώνται το φως με το σκότος. Ακόμη και στα παραδοσιακά καφενεία, που το πάλαι ποτέ ήταν χωρισμένα ανάλογα με τα φρονήματα των θαμώνων τους, δεν συναντά κανείς ανθρώπους να λογομαχούν, πολύ περισσότερο να τσακώνονται για τη διαφορετική ψήφο που προτίθενται να ρίξουν.
Τα πρώτα δείγματα ότι κάτι αλλάζει στην πολιτική ατμόσφαιρα τα είχαμε ήδη από την παραμονή των πρόσφατων ταυτόχρονων αναμετρήσεων για την Ευρωβουλή και την Αυτοδιοίκηση. Τότε πολλοί απέδωσαν το φαινόμενο στην παραδοσιακή χαλαρότητα της ευρωψήφου και στο ότι δεν διακυβεύονταν η διακυβέρνηση της χώρας και άρα τα προνόμια που μεταφέρονται από μια ομάδα σε μια άλλη όποτε αλλάζουν νομέα τα κυβερνητικά οφίτσια.
Η άμεση, ωστόσο, προκήρυξη βουλευτικών εκλογών που ακολούθησε, όχι μόνον δεν αντέστρεψε την εικόνα, τροφοδοτώντας με πόλωση το πολιτικό σκηνικό, αλλά καταλάγιασε έτσι περαιτέρω τα πάθη, σε βαθμό τέτοιο που όποιος επισκέπτεται τη χώρα αυτή την περίοδο δεν βρίσκει κανένα σημάδι που να του δείχνει ότι πάμε σε εκλογές. Και μάλιστα σε εκλογές που σχεδόν μετά βεβαιότητας θα οδηγήσουν σε πολιτική αλλαγή.  
Τι συνέβη, λοιπόν; Να οφείλεται αυτή η απροσδόκητη εικόνα στο γεγονός ότι όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί που διεκδικούν την εξουσία έχουν ψηφίσει Μνημόνια, παρά τις περί του αντιθέτου προγενέστερες διακηρύξεις τους; Ή να έχει επιδράσει καθοριστικά στη συμπεριφορά των Ελλήνων η πολύχρονη κρίση η οποία κατέδειξε ότι σε πολύπλοκα προβλήματα δεν υπάρχουν απλές λύσεις;
Όπως ακριβώς οι λύσεις στα πολύπλοκα προβλήματα δεν είναι απλές, το ίδιο συμβαίνει και με τις εξηγήσεις σύνθετων κοινωνικών μεταβολών, όπως προφανώς είναι το εντελώς διαφορετικό κλίμα υπό το οποίο οδεύουμε προς τις κάλπες. Με άλλα λόγια, είναι βέβαιο ότι οι παράγοντες που διαδραμάτισαν ρόλο σε αυτή τη διαφοροποίηση είναι περισσότεροι του ενός.
Η απομυθοποίηση, για παράδειγμα, των λαϊκίστικων βερμπαλισμών που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια είναι σίγουρα ένας από τους λόγους που οι πολίτες δεν παθιάζονται και δεν παραληρούν στο άκουσμα μεγαλόστομων υποσχέσεων. Η «λευκή πετσέτα», επίσης, που πέταξαν στο τερέν οι οπαδοί, οι φίλοι και τα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης μετά την ψυχρολουσία που δοκίμασαν από την αναπάντεχη γι΄ αυτούς ήττα των ευρωεκλογών, είναι σίγουρα ένας ακόμη λόγος που συνέβαλε για να πέσουν οι τόνοι.
Από την άλλη, δεν μπορεί να παραβλεφθεί και το νέο ύφος με το οποίο πολιτεύθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τη μέρα που αναδείχθηκε στην ηγεσία του κόμματός του. Είτε επειδή, όπως λένε οι φίλοι του, έτσι είναι ο χαρακτήρας του, είτε διότι, όπως αντιτείνουν οι αντίπαλοί του, έτσι τον συμβούλεψαν οι επικοινωνιολόγοι του, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας χάραξε μια στρατηγική ήπιας πολιτικής αντιπαράθεσης που, κακά τα ψέματα, δεν άρεσε σε πολλούς ακόμα και μέσα στο κόμμα του.
Αντιμετώπισε αμυντικά σκληρές επιθέσεις που δέχθηκαν ο ίδιος, η σύζυγός του και συνεργάτες του. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να αποφασίσει να απαντήσει στις βολές που δεχόταν, αλλά και πάλι το έκανε τηρώντας προσχήματα και χωρίς τα υπερβαίνει τα εσκαμμένα, όπως τον συμβούλευαν ορισμένοι. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, τον δικαίωσε. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ο Αλέξης Τσίπρας κατέρρευσε όταν διαπίστωσε ότι «δεν τον έχει», όπως νόμιζε ο ίδιος επειδή έτσι τον είχαν πείσει οι κλασσικοί αυλοκόλακες που δεν λείπουν από καμία πολιτική αυλή.     
 Όπως και να έχει, το ενδιαφέρον γι΄ αυτό το φαινόμενο της νέας προεκλογικής συμπεριφοράς που επιδεικνύουν, ενόψει της 7ης Ιουλίου, τα κόμματα, οι υποψήφιοι, αλλά και οι ψηφοφόροι επικεντρώνεται στο ερώτημα: Πρόκειται για κάτι πρόσκαιρο που οφείλεται στη «λευκή πετσέτα» που πέταξαν οι απογοητευμένοι κυβερνητικοί ή βρισκόμαστε μπροστά στο ξεκίνημα μιας νέας εποχής που οι πολίτες θα κάνουν τις επιλογές τους χωρίς πάθος και –γιατί όχι- χωρίς φόβο;
Ο καιρός θα δείξει…