Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Κατώτεροι των περιστάσεων

Έχοντας θητεύσει στο κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ επί εικοσιπέντε συναπτά έτη και έχοντας «καλύψει» δημοσιογραφικά τη λειτουργία όλων των εξεταστικών επιτροπών της μεταπολιτευτικής περιόδου – «χρίστηκα» κοινοβουλευτικός συντάκτης το καλοκαίρι του 1986 με αφορμή το ξεκίνημα της έρευνας της Εξεταστικής Επιτροπής για τον λεγόμενο «Φάκελο της Κύπρου»- δεν εκπλήσσομαι ιδιαίτερα από την… άδοξη κατάληξη της διερεύνησης του σκανδάλου της Siemens.
Ως πολίτης, ωστόσο, και παρόλο που αρνούμαι να ενστερνιστώ ισοπεδωτικούς αφορισμούς του τύπου «όλοι ίδιοι είναι, τι άλλο περίμενες;», δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με όσους υποστηρίζουν ότι συνολικά το πολιτικό σύστημα αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά κατώτερο των ειδικών περιστάσεων που διέρχεται η χώρα, όπως και της ανάγκης να εμπεδωθεί στους πληττόμενους από την οικονομική κρίση πολίτες το αίσθημα δικαιοσύνης.
Οι διακηρύξεις του Πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου «να ματώσουμε, προκειμένου να παταχθεί η διαφθορά» δεν βρήκαν, δυστυχώς, την αναμενόμενη ανταπόκριση, καθώς αποδείχθηκε ότι η «πεπατημένη» του παρελθόντος διαθέτει ακόμη πολύ ισχυρά ερείσματα, τόσο ισχυρά που να ξεπερνούν και αυτή την πρωθυπουργική βούληση που φαίνεται να είναι ανυπόκριτη και την οποία έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι είναι ειλικρινής.
Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αμφισβητήσει κανείς με βάσιμη επιχειρηματολογία ότι η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ έκανε βήματα υπέρβασης του παρελθόντος, όχι μόνον με αυτές καθεαυτές τις πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση των Εξεταστικών που η προηγούμενη κυβέρνηση αρνιόταν πεισματικά να συστήσει, αλλά και με το «δια ταύτα» του πορίσματός της, στο οποίο περιέλαβε πρόσωπα και από τους δύο πολιτικούς χώρους που κυβέρνησαν τη χώρα.
Δεν μπορεί, επίσης, να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι για πρώτη φορά στα κοινοβουλευτικά χρονικά η Επιτροπή Ελέγχου των οικονομικών των βουλευτών και των κομμάτων -που προεδρεύεται από τον αντιπρόεδρο της Βουλής Βαγγέλη Αργύρη- κίνησε τις διαδικασίες για το άνοιγμα λογαριασμών εμπλεκόμενων στο σκάνδαλα πολιτικών, για τους οποίους διεξάγεται έλεγχος, ώστε να αποδειχθεί εάν δικαιολογείται η περιουσιακή κατάσταση που εμφανίζουν στις δηλώσεις «πόθεν έσχες».
Στα –έστω δειλά αυτά- βήματα που έγιναν από την κυβερνητική πλειοψηφία, πάντως, δεν ακολούθησαν τα άλλα κόμματα και κυρίως η αξιωματική αντιπολίτευση, η ηγεσία της οποίας φαίνεται ότι εξαντλεί την «νεωτερικότητα» σε ανώδυνες αλλαγές, όπως αυτή του λογότυπου με τον πυρσό.
Την ίδια ώρα αρνείται να ανταποκριθεί στα αιτήματα των καιρών και επί της ουσίας παραμένει εγκλωβισμένη στο παρελθόν, όταν –μην ξεχνάμε- η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή εμπόδιζε στο Κοινοβούλιο τη συγκρότηση Εξεταστικών και έκλεινε νύχτα τη Βουλή για να διευκολύνει την παραγραφή των ενδεχόμενων ευθυνών συνεργατών του υπουργών για τη Siemens, το Βατοπαίδι και τα δομημένα ομολόγα.
Υπό αυτή την έννοια δεν γίνεται και δεν μπορεί να γίνει πιστευτός ο ισχυρισμός ότι το σκάνδαλο της Siemens «ήταν μόνο πράσινο» με τον οποίο επιχειρείται να καλυφθεί ο δισταγμός να προταθεί η περαιτέρω έρευνα για «γαλάζια» στελέχη. Αν ήταν έτσι, τότε γιατί αρνιόταν να συσταθεί όταν είχε την πλειοψηφία;
Ομοίως, η δικαστική απόφαση με την οποία κρίνονται ως παραγεγραμμένα τα υπουργικά αδικήματα για το Βατοπαίδι, όχι μόνον δεν δικαιώνει τη στάση της ΝΔ, αλλά, αντιθέτως, την εκθέτει, αφού η κυβέρνησή της ήταν εκείνη που άνοιξε το δρόμο της παραγραφής, καταπατώντας το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής και επιτρέποντας απαράδεκτες παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη που οδήγησαν εκτός του Σώματος αδέκαστους λειτουργούς της Θέμιδος, όπως το Θεσπρωτό εισαγγελέα Ηλία Κολιούση.
Μαζί, βεβαίως, με τη ΝΔ εκτίθεται ολόκληρο το πολιτικό σύστημα –των κομμάτων που δεν κυβέρνησαν μη εξαιρουμένων- που ανέχθηκε όλα αυτά τα χρόνια τη νομοθεσία περί ευθύνης υπουργών που διευκολύνει τη συγκάλυψη τα σκάνδαλα, τις απαράδεκτες ρυθμίσεις για τη βουλευτική ασυλία που διευκολύνουν την ατιμωρησία των πολιτικών, καθώς και το διάτρητο θεσμό του «πόθεν έσχες» που εξομοιώνει εκείνους για τους οποίους η πολιτική αποτελεί χώρο πλουτισμού με τους έντιμους που τη βλέπουν ως πεδίο προσφοράς.
Όσο παραμένει αυτή η κατάσταση –και δυστυχώς, με ευθύνη πάλι της ΝΔ, δεν μπορεί να αλλάξει δραστικά πριν από το 2013, οπότε είναι δυνατόν να ξεκινήσει η επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος- μαζί με τα ξερά θα καίγονται και τα χλωρά. Και οι πολίτες, με πρώτους τους νέους, θα αποστρέφουν το πρόσωπό τους από την πολιτική.        

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.

(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 25.1.2011)

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

«Εμπρηστές» σε ρόλο «πυροσβέστη»

Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν απολαυστικά διασκεδαστικές οι «κασσάνδρειες» προβλέψεις επώνυμων συντηρητικών κύκλων (και του τόπου μας) για επερχόμενη… «κοινωνική ανάφλεξη». Η λαϊκή ρήση περί του «πεινασμένου» (για εξουσία, εννοείται) που «καρβέλια ονειρεύεται» θα αρκούσε ίσως για να προσπεράσει κανείς τέτοιες είδους ανιστόρητες προφητείες. 
Ο καγχασμός, εξάλλου, του «κοίτα ποιος μιλάει» θα ήταν μάλλον αρκετός για να χαρακτηρίσει τις –αριστερού ύφους ή μήπως και αριστερίστικου;- όψιμες δήθεν ευαισθησίες χθεσινών επιβητόρων της εξουσίας για την «άδικη κατανομή των θυσιών» που, κατά τους ισχυρισμούς τους, «απονομιμοποιεί την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική»!
Στην όντως δύσκολη, ωστόσο, οικονομική, κοινωνική και πολιτική συγκυρία, τέτοιου είδους παρεμβάσεις δεν μπορούν να μένουν ασχολίαστες. Γιατί όσο άχαρο κι αν είναι να ασχολείται κανείς με το παρελθόν και τους εκφραστές του, άλλο τόσο -και ακόμη περισσότερο- δύσκολο είναι να ανέχεται την απροκάλυπτη πρόκληση στις νωπές μνήμες όλων μας για το τι συνέβη στη χώρα τα προηγούμενα χρόνια και με ποιων την ευθύνη φθάσαμε εδώ που φθάσαμε.
Προλαβαίνω την ένσταση του καλοπροαίρετου αναγνώστη, παραθέτοντας ευθύς εξαρχής την άποψή μου ότι βεβαίως και οι ευθύνες δεν είναι μονοδιάστατες και δεν περιορίζονται αποκλειστικά στα στελέχη μιας και μόνο παράταξης. Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι μέσω της –σκόπιμης σε αρκετές περιπτώσεις- διάχυσης των ευθυνών προς όλους, θα επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να μετατραπούμε σε κατοίκους της χώρας των Λωτοφάγων. Και, πολύ περισσότερο, ότι θα αποδεχθούμε σε ρόλους «κήνσορα» τους πραγματικούς υπαίτιους για το σημερινό κατάντημα.
Ένας από τους λόγους, άλλωστε, για τη δυσμενή κατάσταση που βιώνουμε είναι ακριβώς η –ενδεχομένως όχι συλλογική, αλλά σίγουρα πλειοψηφική- ανοχή που επιδεικνύαμε όλα αυτά τα χρόνια στην επιλογή πολιτικού δυναμικού με κριτήρια την επίδοση στο λαϊκίστικο βερμπαλισμό, την ικανότητα στην τοπική ίντριγκα ως προαπαιτούμενο της προσωπικής ανέλιξης και, πάνω από όλα, την αποτελεσματικότητα στις πελατειακές σχέσεις.
Τα φαινόμενα αυτά, εξάλλου, αποτελούν, σχεδόν κατά γενική ομολογία, τις βασικές αιτίες που προκαλούν στις μέρες μας την «απονομιμοποίηση» της ευρύτερης πολιτικής και που μπορεί να οδηγήσουν –ίσως ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, στην περίπτωσή μας- σε «κοινωνική ανάφλεξη». Η οποία, βεβαίως, αν και όταν συμβεί, πλέον ή βέβαιον είναι ότι δεν θα έχει ως αίτημα την παλινόρθωση του αμετανόητου παρελθόντος, αλλά, αντιθέτως, θα απαιτήσει την οριστική παραπομπή του στο «χρονοντούλαπο της Ιστορίας».    
Έτσι κι αλλιώς δεν φαίνεται να είναι πολλοί εκείνοι που πείθονται ότι τη λύση στο ελληνικό «δράμα» μπορεί να τη δώσουν οι «εμπρηστές» που εμφανίζονται έξω από το παραδόμενο στις φλόγες κτίριο και δίκην αυτόκλητων «πυροσβεστών» σχολιάζουν και επικρίνουν όσους πασχίζουν –με περισσότερη ή λιγότερη αποτελεσματικότητα- να ελέγξουν την πυρκαγιά και να αποτρέπουν την επέκτασή της.
Γι΄ αυτό, κατά την ταπεινή μου άποψη, εκείνοι που άσκησαν εξουσία τα προηγούμενα χρόνια, καλό θα ήταν να μην προκαλούν τη νοημοσύνη μας, μιλώντας -τάχαμ΄ ανήσυχοι- για τους κινδύνους μιας κοινωνικής ανάφλεξης. Διότι αν πράγματι συμβεί, σίγουρα οι φλόγες της θα απειλήσουν πρώτα απ΄ όλους αυτούς που δυσκολεύονται ακόμη να αναγνωρίσουν ότι με τον τρόπο που πολιτεύτηκαν προλείαναν το έδαφος για την επαπειλούμενη ανάφλεξη.    
Έχουν, αναμφίβολα, το αναφαίρετο δικαίωμα να ελέγχουν την κυβερνητική πολιτική και να ασκούν αντιπολίτευση, όπως οι ίδιοι νομίζουν. Όταν, όμως, αδυνατούν να παραδεχθούν οφθαλμοφανή εγκληματικά λάθη και παραλείψεις που εκτυλίχθηκαν μπροστά στα μάτια όλων μας, πάει πολύ να κουνάνε το δάκτυλο και να κατηγορούν άλλους ότι δεν κάνουν αυτοκριτική.
Η πρόκληση, μάλιστα, γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν η συμπεριφορά αυτή εδράζεται στον ισχυρισμό ότι οι εξεταστικές επιτροπές, τις οποίες συγκρότησε ή εξήγγειλε ότι θα συγκροτήσει η τωρινή κυβέρνηση, δεν απέδωσαν. Ισχυρισμός που μπορεί να γίνει δεκτός μόνον από όποιους αγνοούν το υπάρχον -και, δυστυχώς διαιωνιζόμενο- θεσμικό καθεστώς της ατιμωρησίας των πολιτικών, μέσω της σύντομης  παραγραφής ή και της σκοπίμως πολύπλοκης διαδικασίας για την ενεργοποίηση των διατάξεων της νομοθεσίας περί ποινικής ευθύνης υπουργών.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, όλοι κρινόμαστε και από το παρελθόν μας, αλλά πρωτίστως για το τι πράττουμε σήμερα για να προετοιμάσουμε ένα διαφορετικό και πιο ευοίωνο μέλλον.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 18.1.2011)

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Ο «φράκτης» και τα βαρύγδουπα «τσιτάτα»

            Η μετανάστευση, για όσους δεν διακατέχονται από ιδεολογικές παρωπίδες, υπήρξε ανέκαθεν αναζωογονητικός παράγων για τις κοινωνίες και τις οικονομίες των χωρών υποδοχής.  Από τους αποικισμούς της αρχαίας Ελλάδας ως τα μεταμεσαιωνικά ευρωπαϊκά μεταναστευτικά ρεύματα με κατεύθυνση το λεγόμενο Νέο Κόσμο ή τις πιο σύγχρονες μαζικές μετακινήσεις εργατικού δυναμικού στις φάμπρικες της μεταπολεμικής Ευρώπης, οι μετανάστες, ακόμη και στις περιπτώσεις που ξεριζώνονταν βίαια από τους τόπους γέννησης τους, συνέβαλαν καθοριστικά στην οικονομική άνοδο των τόπων εγκατάστασής τους.
Τα παραδείγματα είναι πολλά και σίγουρα δυσκολεύεται κανείς να φανταστεί την εξέλιξη της Αμερικής χωρίς τα αλλεπάλληλα κύματα μεταναστών που έφτασαν εκεί τους προηγούμενους αιώνες ή ακόμη και τη σημερινή Ελλάδα χωρίς τους ξεριζωμένους πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι στη Γερμανία, η οποία στήριξε το μεταπολεμικό οικονομικό της «θαύμα» στους εργάτες από την Ελλάδα, την Γιουγκοσλαβία, την Πορτογαλία και την Τουρκία, η συμμαχική κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Γκέρχαντ Σρέντερ με τους Πράσινους ψήφισε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας ειδικό νόμο για να προσελκύσει νέους επιστήμονες από την Ινδία και άλλες  ασιατικές χώρες για να καλύψει τις ανάγκες των επιχειρήσεων της σε εξειδικευμένο προσωπικό στις νέες τεχνολογίες.
Στο ίδιο συμπέρασμα της θετικής οικονομικής αλλά και κοινωνικής επίδρασης καταλήγουν όλες οι ψύχραιμες αποτιμήσεις του φαινομένου της μαζικής εισόδου μεταναστών στην Ελλάδα που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 και έκτοτε, δυστυχώς, συνεχίζεται με αμείωτους, αν όχι και αυξανόμενους, ρυθμούς. Παρά τον άναρχο τρόπο με τον οποίο εισήλθαν στη χώρα μας εκατοντάδες χιλιάδες Βαλκάνιοι, Ασιάτες και Αφρικανοί μετανάστες, η παρουσία τους εδώ υπήρξε αναμφίβολα τονωτική τόσο σε μακροοικονομικό επίπεδο, αφού συνέβαλε στο αυξημένο ΑΕΠ που επέτρεψε την είσοδό μας στην ευρωζώνη, όσο και σε μικροοικονομικό επίπεδο, καθώς πάμπολλες μικρές επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αλλά και μεμονωμένοι μοναχικοί συνάνθρωποι μας σε πόλεις και απομακρυσμένα χωριά, βρήκαν στα πρόσωπα των μεταναστών πολύτιμους αρωγούς.    
Έτσι, μπορούν να εξηγηθούν και οι απαράμιλλες αντοχές που πλειοψηφικά επέδειξε η ελληνική κοινωνία στην «ενσωμάτωση» ενός, κατά γενική ομολογία, πληθυσμιακά δυσανάλογα μεγάλου αριθμού μεταναστών που βρήκαν δουλειά, στέγη και σχολείο για τα παιδιά τους, έστω και αν όλα αυτά ήταν σε πολλές περιπτώσεις υπό συνθήκες υποδεέστερες από εκείνες που είχαμε εξασφαλίσει για εμάς τους ίδιους. Επειδή, όμως, σε όλες τις καταστάσεις υπάρχουν και όρια, μόνον όσοι εθελοτυφλούν  δεν αναγνωρίζουν ότι τα όρια αντοχής της ελληνικής κοινωνίας έχουν προ πολλού εξαντληθεί εξαιτίας του εγκλωβισμού μέσα στα ελληνικά σύνορα χιλιάδων –ή μήπως πλέον ή σε λίγο εκατομμυρίων;- λαθρομεταναστών που δεν θέλουν πια να μείνουν ή να δουλέψουν εδώ, αλλά χρησιμοποιούν τη χώρα μας ως σταθμό για να βρεθούν στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Οι εικόνες με τους «φτωχοδιάβολους» που πολιορκούν το λιμάνι της Ηγουμενίτσας μπορεί να αφήνουν ασυγκίνητους μόνον εκείνους που από την ασφάλεια της αυτάρεσκης βολής τους αρκούνται να εκστομίζουν βαρύγδουπα, δήθεν προοδευτικά, «τσιτάτα», όπως οι περί «αυγού του φιδιού»  χαρακτηρισμοί για την πρόθεση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Χρήστου Παπουτσή να τοποθετηθεί φράκτης στην ελληνοτουρκική μεθόριο του Έβρου για τον περιορισμό της εισόδου λαθρομεταναστών. Απόψεις αυτού του είδους είναι εξίσου ανεδαφικές με τους λαϊκίστικους ισχυρισμούς ότι μπορούμε να κάνουμε τα «στραβά μάτια» και να επιτρέψουμε σε όσους συνωστίζονται στα ελληνικά λιμάνια την επιβίβαση στα πλοία, διευκολύνοντας, κατ΄ αυτόν τον τρόπο,  την αναχώρησή τους.       
Είναι αυτονόητη βεβαιότητα  ότι η προάσπιση ενός περίκλειστου ευρωπαϊκού κάστρου αποτελεί μια κοντόθωρη πολιτική. Και, βεβαίως, έχουν απόλυτο δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι το παγκόσμιο μεταναστευτικό πρόβλημα θα επιλυθεί μόνον όταν δημιουργηθούν συνθήκες μεγαλύτερης ασφάλειας και ευημερίας για τους λαούς του Τρίτου Κόσμου. Ως τότε, όμως, η Ελλάδα, η οποία δέχεται τη μεγαλύτερη πίεση, δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι το μόνο ξέφραγο αμπέλι που θα υποδέχεται όλους όσοι θέλουν να εκπορθήσουν το ευρωπαϊκό κάστρο.
Μια κυβέρνηση που σέβεται την αποστολή της έχει καθήκον και υποχρέωση να πάψει να είναι θεατής των προβλημάτων που απειλούν την κοινωνική συνοχή και να λαμβάνει μέτρα.

           *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 11.1.2011)

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Οι ευθύνες για την αισιοδοξία


Οι γιορτινές αυτές μέρες, με την  αλλαγή του χρόνου και τη συνήθη ραστώνη που τη συνοδεύει, δίνουν μια καλή αφορμή για εσωτερική ενδοσκόπηση και απολογισμό που σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο όλοι, λίγο ως πολύ, νοιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε.  Είναι, όμως, συνάμα και μια –ακόμη πιο σημαντική, πιστεύω- ευκαιρία για ενατένιση στα μελλούμενα, όχι, προφανώς με διάθεση μεταφυσικής πρόβλεψης, αλλά για τον καθορισμό στόχων και προοπτικών, την επισήμανση προτεραιοτήτων.
Αφήνοντας κατά μέρος τα προσωπικά που είναι ατομική υπόθεση του καθενός, μπορούμε, νομίζω, μιλώντας για το ευρύτερο πεδίο της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, να συμφωνήσουμε όλοι μας ότι η ατμόσφαιρα που μας περιβάλλει είναι ζοφερή και την κάνει ακόμη ζοφερότερη η σχεδόν γενικευμένη εθνική απαισιοδοξία που μας έχει καταλάβει.. 
Οι οριζόντιες περικοπές των μισθών, η εκτίναξη των τιμών σε είδη πρώτης ανάγκης, όπως η ενέργεια και τα καύσιμα, η κατακόρυφη πτώση του τζίρου των περισσότερων επιχειρήσεων, αλλά, πολύ περισσότερο, η ανεργία, αυτή η σύγχρονη κοινωνική γάγγραινα που επιτείνεται από τα απανωτά «λουκέτα» στην αγορά, συνιστούν το μέτρο της αποτυχίας του σαθρού οικονομικού μοντέλου που στήθηκε στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες.
Είναι, πλέον, πασιφανές, τουλάχιστον για όσους θέλουν να έχουν μια συνολική εικόνα της κατάστασης, ότι η περιώνυμη κρίση, που έχει μπει στο καθημερινό μας λεξιλόγιο, είναι γενικευμένη και δεν περιορίζεται μόνον σε ένα τομέα και δη στο δημόσιο, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, επειδή ίσως μια τόσο απλοϊκή εξήγηση βολεύει κάποιους ιδεολογικά ή απλώς δίνει σε άλλους το απαραίτητο άλλοθι για να ισχυρίζονται, κατά το γνωστό απόφθεγμα του Ζαν Πωλ Σαρτρ, «η κόλαση είναι οι άλλοι».
Μια συγκριτική ματιά στα οικονομικά στοιχεία των θεωρούμενων ως επιχειρηματικών κολοσσών της χώρας (εργοληπτικών, τραπεζικών, μιντιακών, κ.ά.) αρκεί για να διαπιστώσει κανείς τον κρατικοδίαιτο χαρακτήρα αυτών των «γιγάντων με τα γυάλινα πόδια» που στη θέα τους το παιδί του γνωστού παραμυθιού του Άντερσεν είναι βέβαιο ότι θα  αναφωνούσε αυτό που όλοι έβλεπαν, αλλά δίσταζαν να πουν: «ο βασιλιάς ήταν γυμνός».
Οι επισημάνσεις αυτές δεν στοχεύουν στην υιοθέτηση λογικών διάχυσης της ευθύνης προς όλους, ώστε να χαθούν από το πλάνο οι πραγματικοί υπεύθυνοι, παλαιότεροι και σημερινοί, ούτε συνηγορούν σε γενικόλογους αφορισμούς  του τύπου «μαζί τα φάγαμε» που «καίνε μαζί με τα χλωρά και τα ξερά».
Κατατείνουν, αντιθέτως, στην υπογράμμιση της αναγκαιότητας να υπάρξει συλλογική συνειδητοποίηση, κυρίως από τις γενιές των μεσηλίκων, στις οποίες ανήκει κι ο γράφων, ότι το καθεστώς της πολύχρονης ευημερίας που, κατά πλειοψηφία, απολαύσαμε, δεν μπορεί να συνεχιστεί.
 Ή, για να το πούμε αλλιώς, δεν μπορεί να συνεχιστεί αν δεν αλλάξουν πολλές από τις παραδοχές του. Kαι κυρίως η ανοχή στην αργομισθία, στην ατιμωρησία και στην ισοπέδωση, ο “ωχαδερφισμός” και η παραίτηση που καλλιεργήθηκαν και αναπτύχθηκαν στο γόνιμο έδαφος των πελατειακών σχέσεων που διαμορφώθηκαν τόσο σε εθνικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο.
Η συλλογική αυτή συνειδητοποίηση αποτελεί, αναμφίβολα,  την αναγκαία συνθήκη για να γίνει η απαιτούμενη “επανεκκίνηση” της χώρας για την οποία μιλούν πολλοί τελευταία, έστω κι αν τη βλέπουν διαφορετικά. Σε καμιά, ωστόσο, περίπτωση αυτή η αναγκαία συνθήκη δεν είναι από μόνη της ικανή να αλλάξει τη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα.
Και μπορεί στους «αντιπολιτικούς» καιρούς μας να μην ηχεί και τόσο ευχάριστα, ιδίως από όσους δεν έχουν βαθιά και ουσιαστική  της ελληνικής και της παγκόσμιας Ιστορίας, αλλά εμείς θα επιμείνουμε ότι το κύριο βάρος πέφτει στις πλάτες της  πολιτικής ηγεσίας: τοπικής, περιφερειακής και εθνικής.
Δική τους ευθύνη είναι να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την έξοδο από την κρίση που θα έρθει μόνον όταν ανθίσουν ξανά στην ελληνική κοινωνία η αισιοδοξία, η πίστη στις ατομικές και συλλογικές δυνάμεις μας. Αρκεί οι πολιτικοί ταγοί να έχουν όραμα και σχέδιο. Μα, πάνω από όλα, αίσθηση καθήκοντος και όρεξη για δουλειά.
Καλή χρονιά!   
   
        *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 4.1.2011)