Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οικονομία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οικονομία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

Προσφορά και ζήτηση και στις αμοιβές, κύριοι του τουρισμού

Σεμνύνομαι να λέω ότι τα πρώτα ένσημα που έχω «κολλήσει» είναι από την εποχή που ως σπουδαστής εργάστηκα στη διάρκεια της τουριστικής σεζόν σε ένα από τα λίγα νησιά που ζούσαν από τότε χάρις στον τουρισμό.

Και πρέπει νομίζω, να απονείμω εκ των υστέρων εύσημα στον τότε εργοδότη μου ο οποίος, σε μια εποχή που βασίλευε η «μαύρη» εργασία, με ασφάλισε κανονικά, κάτι που τότε -μιλάμε για σαράντα χρόνια πριν- δεν ήταν και το πλέον σύνηθες, ιδίως για νέους που κύριο μέλημα είχαν να συγκεντρώσουν κάποια χρήματα για τα ανάγκες του… φοιτητικού χειμώνα.

Κατέφυγα σε αυτόν τον εξομολογητικό πρόλογο για να μπορέσω να σχολιάσω με την πραότητα της βιωματικής γνώσης τη μίζερη γκρίνια των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στον χώρο του τουρισμού επειδή δεν βρίσκουν το απαραίτητο προσωπικό για να στελεχώσουν τις μονάδες τους στη νέα τουριστική σεζόν που άρχισε και προοιωνίζεται να είναι καλύτερη από εκείνες των προηγούμενων χρόνων. 

Διαμαρτύρονται, λέει, διότι στην τουριστική αγορά υπάρχουν περίπου 50 χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας που δεν καλύπτονται επειδή, σε πείσμα της υψηλής ανεργίας που έχουμε ακόμη στη χώρα, δεν προσέρχονται ενδιαφερόμενοι για να πιάσουν δουλειά και να εξυπηρετήσουν ξενοδοχεία και εστιατόρια στις τουριστικές περιοχές. 

Για να είμαι ειλικρινής, δεν κατάλαβα ποιο είναι ακριβώς το αίτημα των εν λόγω επιχειρηματιών ούτε ποιος είναι ο αποδέκτης στον οποίο το απευθύνουν. Η πολιτεία; Η κυβέρνηση; Η κοινωνία; Οι εργαζόμενοι που δεν θέλουν να δουλέψουν; Όλοι αυτοί μαζί; Και τι, άραγε, θα μπορούσε να γίνει για να ικανοποιηθούν; Μήπως να… συλλαμβάνονται όσοι αρνούνται να εργαστούν στις επιχειρήσεις τους όπως γινόταν την περίοδο των φεουδαρχών του Μεσαίωνα ή στα υφαντουργεία του Γιόρκσαϊρ κατά την πρώιμη περίοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης; 

Μου δημιουργείται, ωστόσο, ότι η αίσθηση ότι η περίοδος της πανδημίας, κατά την οποία έκλεισαν με κρατική εντολή οι περισσότερες επιχειρήσεις, κάποιοι από τους ιδιοκτήτες τους κακόμαθαν εξαιτίας των ενισχύσεων από τον κρατικό κορβανά που αφειδώς τους χορηγήθηκαν. Κακόμαθαν μάλιστα τόσο πολύ ώστε από «πούροι» αντικρατιστές που ήταν ως τότε και δεν έχαναν ευκαιρία να ζητούν από το Κράτος να μένει μακριά από τις επιχειρήσεις τους, τουτέστιν να μην τους επιβάλει φόρους και ούτε να τους ελέγχει αν τηρούν τους νόμους, φαίνεται να μεταμορφώθηκαν σε φανατικούς κρατιστές που τα θέλουν όλα από το Κράτος.

Έτσι, δεν αρκούνται πλέον στην εξεύρεση πελατών από το Κράτος, αφού οι περισσότερες καμπάνιες προσέλκυσης επισκεπτών στη χώρα γίνεται με χρήματα του Δημοσίου, δηλαδή όλων ημών των φορολογουμένων, αλλά απαιτούν να τους βρουν άλλοι φθηνό εργατικό δυναμικό, το οποίο να είναι ταυτόχρονα καλά καταρτισμένο και με δεξιότητες αλλά χωρίς απαιτήσεις για κάλυψη των αναγκών του για αξιοπρεπή σίτιση και στέγαση όταν βρίσκεται μακριά από τον μόνιμο τόπο διαμονής του. Οι εικόνες με εργαζομένους σε νησιά με ακριβό τουριστικό προϊόν να μένουν σε τρώγλες δεν τιμούν κανέναν σε αυτή τη χώρα.

Φαίνεται ότι… εθίστηκαν τόσο πολύ στον κρατισμό που αγνοούν τον βασικό μηχανισμό λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος που είναι οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης. Ή για την ακρίβεια θέλουν η προσφορά και η ζήτηση να λειτουργεί υπέρ της αύξησης των τιμών στις οποίες χρεώνουν οι ίδιοι τους πελάτες τους για τις υπηρεσίες που παρέχουν, αλλά να μην ισχύει το ίδιο για τις αμοιβές του προσωπικού τους. Να πληρώνουν δηλαδή περισσότερο εκείνους τους υπαλλήλους που είναι περιζήτητοι και με τη δουλειά τους δίνουν προστιθέμενη αξία στις επιχειρήσεις που τους απασχολούν.

Πριν από μερικά χρόνια όταν άρχισαν να εγκαθίστανται στην περίφημη Σίλικον Βάλεϊ της Καλιφόρνιας οι εταιρίες τεχνολογίας, θέλοντας να προσελκύσουν εργαζόμενους δεν τους πρόσφεραν μόνον ανταγωνιστικούς μισθούς αλλά τους εξασφάλιζαν και μια γκάμα παροχών σε είδος που έφθανε μέχρι την υποχρέωση της εταιρίας να τους πληρώνει το καθαριστήριο των ρούχων τους επειδή μετακόμιζαν μακριά από τις οικογένειες τους. Αλλά και πρόσφατα όταν στη διάρκεια της πανδημίας παρατηρήθηκε στις ΗΠΑ ότι μεγάλος αριθμός εργαζομένων προτιμούσε να μένουν σπίτι τους από το να πάνε για δουλειά με τις αμοιβές που τους προσφέρονταν, η λύση που βρέθηκε δεν ήταν άλλη από την αύξηση της ωρομίσθιας απασχόλησης.

Οι θεωρίες περί τεμπέληδων υπαλλήλων, οι οποίοι έμαθαν να ζουν με τα επιδόματα και γι΄ αυτό απορρίπτουν τις θέσεις εργασίας που τους προτείνονται, είναι εύκολο να λανσάρονται στα (κανονικά, αλλά και τα σύγχρονα διαδικτυακά) καφενεία, αλλά δεν μπορούν να αποτελούν άλλοθι για να παραμείνουν καθηλωμένοι οι μισθοί στους εργαζόμενους – γενικώς, αλλά και ειδικώς στον τουριστικό κλάδο που διάγει εποχή άνθησης. 

Είναι πλέον ώρα να αντιστραφεί η τεράστια συμπίεση των μισθών τους, χωρίς ταυτόχρονη μείωση των τιμών στα βασικά είδη, που υπέστησαν οι εργαζόμενοι κατά τη μνημονιακή δεκαετία. Η κυβέρνηση έδειξε τον δρόμο με την πρόσφατη σχετικά φειδωλή αύξηση του κατώτατου μισθού. Οι επιχειρήσεις και κυρίως αυτές οι οποίες βγήκαν ενισχυμένες από τις συνεχείς κρίσεις των τελευταίων χρόνων είναι ώρα να επιστρέψουν ένα μέρος από τα κέρδη τους στους εργαζομένους που συνέβαλλαν στην αύξησή τους.

Πρωτίστως αυτό ισχύει για τον τουριστικό κλάδο που χωρίς στοιχειωδώς ικανοποιημένο προσωπικό, που να ζει σε συνθήκες αξιοπρέπειας, δεν μπορούν να προσδοκούν ποιοτικό προϊόν που θα τους φέρει αύξηση των πελατών τους.

Καλή Ανάσταση σε όλους!

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

Όποιος στοιχηματίζει σε lockdown, το πιθανότερο είναι να… πάει κουβά!

 Ένα από τα πολλά παράδοξα που ζούμε στη χώρα μας κατά τους πάνω από 20 μήνες που διαρκεί η πανδημία του κορωνοϊού είναι η σπουδή να αναζητούμε τα επόμενα περιοριστικά μέτρα πριν καν αρχίσει η εφαρμογή των προηγουμένων.

Στην αρχή έμοιαζε με επαγγελματική διαστροφή των δημοσιογράφων, οι οποίοι αναζητούσαν ανυπόμονα το «plan b», ακόμη και όταν δεν είχε ξεκινήσει να εφαρμόζεται το «plan a». Η πορεία, ωστόσο, έδειξε ότι κατ΄ αυτόν τον τρόπο σκέπτονται πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, συμπατριώτες μας. Μια ανεξήγητη αδημονία για την επόμενη κίνηση ακολουθεί σχεδόν κάθε νέα αναγγελία περιορισμού.

Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι το πιο συχνό ερώτημα που τίθεται αυτή την περίοδο είναι: «Πότε λες θα μας κλείσουν;». Προσέξτε τη διατύπωση: όχι «πότε λες να κλείσουμε;», αλλά «πότε θα μας κλείσουν;». Διότι, ως γνωστόν, για κάθε τι άσχημο το οποίο συμβαίνει γύρω μας είναι πάντα κάποιοι… άλλοι που ευθύνονται. Αυτοί που, εν προκειμένω, θα αποφασίσουν το «κλείσιμο». Και όχι όσοι εξ ημών το προκαλούμε με τις συμπεριφορές μας.

Δεν είναι εύκολο να αποτιμήσει κανείς την επίπτωση που έχει στη βούληση των ανθρώπων, πλην, όμως, αδιαμφισβήτητη αλήθεια αποτελεί ότι τα lockdown που εφαρμόστηκαν τον τελευταίο ενάμισι χρόνο είχαν μάλλον… ευεργετικές οικονομικές συνέπειες για τις τσέπες μιας πολύ μεγάλης μερίδας των συνελλήνων. Το μαρτυρούν η τεράστια αύξηση στις καταθέσεις τόσο των νοικοκυριών όσο των επιχειρήσεων που καταγράφηκε το προηγούμενο διάστημα και προήλθαν από τις κάθε είδους αποζημιώσεις που πληρώθηκαν από τον κρατικό κορβανά.

Το συνολικό ποσό που συνέβαλε αποφασιστικά στη στήριξη του εισοδήματος ενός μεγάλου τμήματος του ιδιωτικού τομέα ξεπέρασε τα 40 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί σχεδόν στο ένα τέταρτο του ετήσιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και αύξησε κατά περισσότερο από 10% το ήδη πολύ υψηλό ελληνικό δημόσιο χρέος.

Υπό άλλες συνθήκες, τα στοιχεία αυτά θα μας είχαν θέσει προ πολλού εκτός αγορών και όχι μόνον δεν θα συνεχίζαμε να δανειζόμαστε με τα ιστορικά χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού αλλά δεν θα μας… δάνειζε ούτε το ΔΝΤ όσο σκληρά μνημόνια και αν είμαστε διατεθειμένοι να συνομολογήσουμε.

Η πανδημία, όμως, έχει αλλάξει άρδην τα διεθνή δεδομένα, οπότε όπως όλες σχεδόν οι χώρες του πλανήτη, έτσι και το ελληνικό δημόσιο μπόρεσε και έκανε δαπάνες που σε άλλες εποχές θα ήταν αδιανόητες και θα οδηγούσαν σε κατάρρευση, χειρότερη ίσως και από αυτή με την οποία φαίνεται να είναι αντιμέτωποι αυτό το διάστημα οι εξ Ανατολών γείτονες μας.

Τα περιθώρια για έντονα ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, όπως και για υψηλό δανεισμό του δημοσίου, δεν είναι απεριόριστα. Έχουν όρια, τα οποία, καλώς ή κακώς, είναι πεπερασμένα. Και όποιος επιμείνει να τα υπερβεί, αργά ή γρήγορα, θα κληθεί να πληρώσει βαρύ τίμημα. Ήδη με τον σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης ο χρόνος έχει αρχίσει να μετρά αντίστροφα για την επαναφορά του στενού κορσέ που λέγεται ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας.

Η ανάληψη του χαρτοφυλακίου του υπουργείου Οικονομικών από τον Φιλελεύθερο Κρίστιαν Λίντνερ είναι το πρώτο σήμα για το επερχόμενο συμμάζεμα. Ακόμη και αν ο νέος επικεφαλής του γερμανικού θησαυροφυλακίου δεν δικαιώσει τη φήμη του που τον θέλει να γίνεται ο «νέος Σόιμπλε», όλοι γνωρίζουν ότι από το μέσον του 2022 και αφού μεσολαβήσουν και οι γαλλικές προεδρικές εκλογές, τα πράγματα θα αλλάξουν.

Μπορεί να μην πάμε πίσω στο 2010, όπως δήλωσε πρόσφατα ο ίδιος ο Λίντνερ, πλην όμως κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι θα μπορέσουν, από άποψης δημοσίων δαπανών, να επαναληφθούν ξανά στο ορατό μέλλον τα όσα έγιναν τα δύο τελευταία χρόνια. Κακά τα ψέματα, η «νεκρανάσταση» του ιδεών του Κέινς για τη δυνατότητα αύξησης των δημοσίων δαπανών σε έκτακτες συνθήκες κρίσης, όπως αυτές που δημιούργησε η πανδημία, έχουν ημερομηνία λήξης.

Ο στόχος, άλλωστε, της τόνωσης της ζήτησης, που είχαν οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες, φαίνεται ότι επετεύχθη, αν κρίνουμε και από τις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις που πυροδότησε η ανεπαρκής προσφορά ορισμένων κρίσιμων αγαθών εξαιτίας της μειωμένης παραγωγής στην οποία οδήγησαν τα εκτεταμένα lockdown που ίσχυσαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη.

Με λίγα λόγια και για να επανέλθουμε στα δικά μας, εκείνο που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε άπαντες είναι ότι έχουν εξαντληθεί προ πολλού τα περιθώρια για να επιβληθεί ένα νέο lockdown. Μπορεί ορισμένοι να το ελπίζουν ή να το εύχονται, επειδή μια χαρά βολεύτηκαν όταν δεν λειτουργούσαν τις επιχειρήσεις τους και είχαν έσοδα ή δεν πήγαιναν στις δουλειές τους και είχαν εισόδημα, όμως το ελληνικό δημόσιο δεν έχει τη δυνατότητα να «χρηματοδοτήσει» τυχόν νέους περιορισμούς στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα.

Γι΄ αυτό και είναι ώρα να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας: η κυβέρνηση να δείξει ευθύνη και αποφασιστικότητα στην απαρέγκλιτη εφαρμογή των μέτρων για την αναχαίτιση της πανδημίας που εισηγούνται οι ειδικοί επιστήμονες, η αντιπολίτευση να πάψει να επενδύει πολιτικά στην καταστροφή που μπορεί να φέρει μια νέα έξαρση στην κυκλοφορία του ιού και όλοι εμείς οι πολίτες να τηρούμε τα μέτρα και, πρωτίστως, να εμβολιαζόμαστε.

Αυτά, διότι, κατά τα λοιπά, όποιος στοιχηματίζει στην επιβολή νέου lockdown, το πιθανότερο είναι «να… πάει κουβά», όπως λένε στην αργκό τους οι «ειδικοί» των στοιχημάτων.

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Όσο παραμένει ανοιχτός ο… μπεζαχτάς*

 

«Πρωτοφανής αστυνομική βία εις βάρος των πολιτών με πρόσχημα την τήρηση υγειονομικών μέτρων που ο πρωθυπουργός και στελέχη της κυβέρνησης διαρκώς παραβιάζουν», ήταν ο τίτλος της ερώτησης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα που συζητήθηκε την Παρασκευή στη Βουλή στο πλαίσιο της «Ώρας του Πρωθυπουργού».

Μιλώντας σε ιδιαίτερα οξείς τόνους, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε την αγόρευσή του απευθύνοντας ούτε ένα, ούτε δύο, συνολικά δεκατέσσερα «κατηγορώ» στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Το πρώτο εξ αυτών, μάλιστα, ήταν ότι «επιχειρείτε να ξεφύγετε από τις ευθύνες σας επιλέγοντας ως βασική σας στρατηγική την ένταση και τον διχασμό».

Ήταν, κατά γενική ομολογία όσων είχαν την υπομονή να ακούσουν ολόκληρη τη συζήτηση, «ένας Τσίπρας από τα… παλιά». Ο οποίος δεν δίστασε να παρουσιάσει ως «αστυνομοκρατούμενη» τη χώρα που στο κέντρο της πρωτεύουσάς της γίνονται κατά μέσο όρο δύο συλλαλητήρια τη ημέρα. Τα μελανά χρώματα της «επιχειρηματολογίας» του ήταν λες και είχαν αντληθεί από τις… πύρινες ομιλίες που εκφωνούσε τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, τότε που αποκαλούσε «Πινοσέτ» τον εκλεγμένο πρωθυπουργό της χώρας.

Όπως τότε, έτσι και τώρα το λεξιλόγιό του ήταν τραχύ: «φόβος», «ανασφάλεια», «απογοήτευση», «τραγωδία», «κατασκευασμένοι αριθμοί», «εξαγορές», «εκβιασμοί» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.

«Αυτό που προκαλέσατε τον τελευταίο χρόνο –και ιδίως αυτές τις μέρες- είναι να ζούμε σε αυτή τη χώρα ένα ζοφερό καθεστώς ανασφάλειας που απλώνεται σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής, αλλά και προσωπικής ζωής, στην εργασία, στην προστασία της υγείας, στον φόβο για το αύριο και τώρα τελευταία στον φόβο να βγουν οι πολίτες έξω από τα σπίτια τους στις πλατείες, στις γειτονιές τους», είπε.

Και συνέχισε στο ίδιο μοτίβο: «Σας κατηγορώ, κύριε Μητσοτάκη, γιατί ενώ αποτύχατε στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που χτυπάει εκατομμύρια νοικοκυριά και οδηγεί σε μια κοινωνία απογοήτευσης εσείς επιμένετε να κρύβεστε πίσω από κατασκευασμένους αριθμούς και να μοιράζετε χάντρες στη μεσαία τάξη και στους εργαζόμενους την ίδια στιγμή που με όσα κάνετε και κυρίως με όσα δεν κάνετε προετοιμάζετε ένα νέο μεγάλο κύκλο οικονομικής και κοινωνικής τραγωδίας στον τόπο».

Ίσως, όμως, επειδή αντελήφθη ότι θα μπορούσε να του αντιτείνει κανείς πως η εικόνα που παρουσιάζει δεν ανταποκρίνεται σε αυτά που όλες οι μετρήσεις της κοινής γνώμης καταγράφουν ως πραγματικότητα, φρόντισε να υποδείξει τον… προσφιλή «εχθρό» του. Που φυσικά δεν είναι άλλος από τα μέσα ενημέρωσης. «Σας κατηγορώ», είπε στον Κυριάκο Μητσοτάκη, «διότι διαβρώσατε συνειδητά έναν από τους πυλώνες της δημοκρατίας που είναι η ενημέρωση του πολίτη με μια πρωτοφανή επιχείρηση εξαγοράς, εκβιασμών και πιέσεων με σημαία σας τις γνωστές λίστες της κρατικής διαφήμισης μετατρέπετε το αγαθό της ενημέρωσης του πολίτη σε προπαγάνδα κυβερνητική».

Η αλήθεια είναι ότι τη συγκεκριμένη συνταγή ο κ. Τσίπρας τη γνωρίζει καλά. Δεν είναι υπερβολή να παραδεχθούμε ότι την παίζει στα δάκτυλα. Στο παρελθόν, εξάλλου, την εφάρμοσε πολύ επιτυχημένα. Με σχεδόν πανομοιότυπη ρητορική κατάφερε μεταξύ του 2011 και του 2014 να απογειώσει το κόμμα του και να το μετατρέψει σε παράταξη εξουσίας από περιθωριακή πολιτική δύναμη που ήταν ως τότε. Αυτό δεν μπορεί να του το αρνηθεί κανείς. Εκείνο, όμως, που επίσης ουδείς μπορεί να αρνηθεί είναι ότι, όσες δυσκολίες και εάν έχει για τους Έλληνες, το 2021 δεν μπορεί να συγκριθεί με το 2011.

Ανεξαρτήτως με το ποια άποψη μπορεί να έχει ο καθένας για τους λόγους για τους οποίους οδηγηθήκαμε στη μνημονιακή κρίση –και κυρίως αν το Μνημόνιο έφερε την κρίση ή η κρίση το Μνημόνιο, που δυστυχώς παραμένει άλυτο δίλημμα για τον μέσο Έλληνα-, το τότε με το τώρα έχουν τεράστιες διαφορές. Η χρεωκοπημένη Ελλάδα του 2011 ήταν μόνη και έρημη σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και κυρίως δακτυλοδεικτούμενη. Οι δε Έλληνες, που αισθάνονταν σαν να τους είχε πέσει ο ουρανός στο κεφάλι τους, ήταν απελπισμένοι. Έβλεπαν τις ζωές τους να ανατρέπονται, τους μισθούς και τις συντάξεις τους να καταβυθίζονται, τις καταθέσεις και την περιουσία τους να εξαϋλώνονται, την ανεργία να τους απειλεί και τα παιδιά τους να μεταναστεύουν.

Όσα προβλήματα και αν έφερε η πανδημία, η οποία αναμφισβήτητα δυσκόλεψε τις ζωές μας, δοκίμασε και δοκιμάζει ακόμη τις αντοχές όλων μας, το 2021 δεν δημιουργεί για τους Έλληνες πολίτες συνθήκες απελπισίας, όπως εκείνες που, καλώς ή κακώς, είχαν δημιουργηθεί τα πρώτα μνημονιακά χρόνια που αναδείχτηκε το πολιτικό ταλέντο του κ. Τσίπρα. Η μεγάλη και ουσιώδης διαφορά είναι ότι, σε πλήρη αντίθεση με τότε, τώρα ο «μπεζαχτάς» -το δημόσιο ταμείο, εν άλλοις λόγοις- είναι ανοικτός. Και η κυβέρνηση έχει μοιράσει –«από αυτά που εμείς μαζεύαμε», μπορεί να ισχυριστεί ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και να μην έχει άδικο- περισσότερα από 35 δισ. ευρώ.

Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, για να πετύχει εκ νέου η συνταγή του κ. Τσίπρα είναι να κλείσει ο «μπεζαχτάς» προτού να ελεγχθεί η πανδημία. Διότι δεν χρειάζεται μεγάλη πολιτική ευφυΐα για να αντιληφθούμε όλοι ότι αν σηματοδοτηθεί το τέλος της υγειονομικής κρίσης και αρχίσει η οικονομική ανάκαμψη, στην οποία αναμφίβολα προσβλέπει η πλειονότητα των Ελλήνων, τότε η γνωστή παράσταση υπό τον στερεότυπο αντιπολιτευτικό τίτλο «ένας νέος μεγάλος κύκλος οικονομικής και κοινωνικής τραγωδίας στον τόπο» δύσκολα θα κόψει εισιτήρια.

*λέξη τουρκικής προέλευσης που σημαίνει: «το ταμείο», «το συρτάρι με τα λεφτά».

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2021

Υγεία ή οικονομία; Υπάρχει δίλημμα;

 

Το νέο αυστηρό lockdown που επιβλήθηκε στην Αττική μετά την τελευταία έξαρση του αριθμού των κρουσμάτων του κορωνοϊού στην πολυανθρωπότερη περιφέρεια της χώρας επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για το κατά πόσο στις αποφάσεις για τη διαχείριση της πανδημίας τον βαρύνοντα λόγο θα πρέπει να τον έχουν οι οικονομικές ή υγειονομικές επιπτώσεις.

«Με το συνεχές άνοιξε – κλείσε την οικονομική δραστηριότητα, ακόμη και αν γλυτώσουμε από την πανδημία, κινδυνεύουμε στο τέλος να… πεθάνουμε όλοι από την πείνα», ισχυρίζονται ορισμένοι επιχειρηματίες από τους κλάδους των υπηρεσιών, όπως είναι η εστίαση, που πληρώνουν βαρύτατο τίμημα από την απαγόρευση της λειτουργίας των επιχειρήσεων τους. Τίμημα το οποίο είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να αναπληρωθεί από την κρατική βοήθεια όσο γενναιόδωρη και αν αποδειχθεί.

Αρκετοί είναι, εξάλλου, εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το λεγόμενο «σύστημα ακορντεόν» που εφαρμόζει τους τελευταίους μήνες η ελληνική κυβέρνηση συνιστά ημίμετρο, υπό την έννοια ότι ούτε η έξαρση της πανδημίας τιθασεύεται ούτε η οικονομική δραστηριότητα διασώζεται.

Όπως, άλλωστε, μαρτυρούν τα πιο πρόσφατα στοιχεία, η ύφεση της ελληνικής οικονομίας ήταν τόσο πολύ βαθιά τη χρονιά που πέρασε που είναι αμφίβολο αν το χαμένο έδαφος θα έχει καλυφθεί μέχρι το τέλος του επόμενου έτους. Υπό τις καλύτερες συνθήκες, στο ΑΕΠ του 2019 θα επιστρέψουμε το 2022.

Είναι προφανές ότι επισημάνσεις και προβληματισμοί αυτού του είδους βρίσκουν έρεισμα στην πρωτοφανή πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι μας. Πλην, όμως, όποιος δεν εθελοτυφλεί, θεωρώντας ότι το –μικρό ή μεγαλύτερο- «μαγαζί» του αποτελεί τον ομφαλό της γης, αναγνωρίζει ότι κανείς σε αυτόν τον πλανήτη δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια για το δέον γενέσθαι.

Ούτε, βεβαίως, υπάρχει στη διεθνή σκηνή κάποιος επιστήμονας ή ηγέτης που να έχει βρει τη χρυσή συνταγή η οποία να επιτρέπει την αποτελεσματική προστασία της δημόσιας υγείας χωρίς να πληγεί η οικονομία.

Ακόμη και χώρες που θεωρούνται οικονομικοί κολοσσοί και διαθέτουν στιβαρές υγειονομικές δομές, όπως είναι η Γερμανία, δεν δίστασαν να καταφύγουν στην άμυνα ενός παρατεταμένου lockdown μόλις ήρθαν αντιμέτωπες με τον κίνδυνο να χάσουν τον έλεγχο της πανδημίας.

Λίγο ως πολύ, λοιπόν, κατά τη διάρκεια του ενός χρόνου που διαρκεί ο εφιάλτης του κορωνοϊού, όλες οι χώρες εφαρμόζουν τα ίδια ακριβώς μέτρα: αυξάνουν τους περιορισμούς στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα κάθε φορά που αυξάνεται το επιδημιολογικό φορτίο και τους χαλαρώνουν όποτε επέρχεται ύφεση.

Η αποτελεσματικότητα των μέτρων ποικίλλει, βεβαίως, αλλά κι εδώ είναι δύσκολο να ισχυριστεί κάποιος ότι υπάρχει άλλος χρυσός κανόνας πέραν της έγκαιρης και αποφασιστικής δράσης μόλις εμφανιστούν στον ορίζοντα πρόδρομες τάσεις επιδείνωσης των δεικτών της πανδημίας.

Υπό αυτό το πρίσμα, δίλημμα επιλογής ανάμεσα στην υγεία και στην οικονομία δεν μπορεί να τίθεται. Οι κυβερνήσεις σε όλη την υφήλιο καλούνται από τη μια να προστατεύσουν την υγεία των πολιτών τους και από την άλλη να κρατήσουν όρθιες τις οικονομίες τους για να μπορέσουν να απαντήσουν αποτελεσματικά στις προκλήσεις που αναπόφευκτα θα φέρει το τέλος της πανδημίας που αρχίζει σιγά σιγά να προβάλει στον ορίζοντα, καθώς προχωρούν τα εμβολιαστικά προγράμματα.

Με δεδομένη, όμως, την μεγάλη κόπωση που αισθάνονται οι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο εξαιτίας της παρατεινόμενης δοκιμασίας, η άσκηση ισορροπίας που απαιτείται να κάνουν οι ηγεσίες σε κάθε χώρα εξακολουθεί να έχει πολύ μεγάλο βαθμό δυσκολίας.

Από τη μια, χρειάζεται να κρατήσουν ανοικτά τα κρατικά θησαυροφυλάκια για να στηρίξουν τα πληττόμενα νοικοκυριά και τις χειμαζόμενες επιχειρήσεις. Και από την άλλη είναι υποχρεωμένες να διατηρήσουν τα απαραίτητα (πολεμ)εφόδια που θα χρειαστεί να ρίξουν στη μάχη για την οικονομική ανάκαμψη που δεν αργήσει να δοθεί.

Κακά τα ψέματα, λοιπόν, οι κυβερνήσεις και οι λαοί που θα πετύχουν την καλύτερη ισορροπία θα είναι εκείνοι που θα βγουν νικητές και τροπαιούχοι από τον αδυσώπητο πόλεμο κατά της πανδημίας που μαίνεται τον τελευταίο χρόνο.

Τι λέτε; Η ελληνική κυβέρνηση και οι Έλληνες πολίτες σε ποια πλευρά θα βρεθούμε; Στους κερδισμένους ή στους χαμένους αυτού του πολέμου;

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

Οι δημοσκοπήσεις και τα πέντε στάδια του πένθους

 Παρότι η κυβέρνηση έδειξε διάθεση να… κοιμηθεί στις δάφνες που αποκόμισε από την έγκαιρη κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού όταν ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού στις αρχές της περασμένης άνοιξης, οι πολίτες φαίνεται να της δίνουν ακόμη μεγάλη ανοχή.

Σε δύο νέες δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας αυτές τις μέρες, επιβεβαιώνεται ότι οι επιδόσεις του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης παραμένουν συγκριτικά πολύ καλύτερες από τις αντίστοιχες του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του κόμματός του.

Ο ήπιος πολιτικός λόγος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε όλες τις τελευταίες παρεμβάσεις του φαίνεται να του αποφέρει κέρδη, τα οποία υπερκαλύπτουν τις ζημιές από το γεγονός ότι στους έξι και πλέον μήνες που παρήλθαν από την εμφάνιση του πρώτου κύματος της πανδημίας δεν έγιναν όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν γίνει για να προετοιμαστούν η χώρα και η κοινωνία για το δεύτερο κύμα που τώρα ενσκήπτει εντονότερο.

Στον αντίποδα, ο Αλέξης Τσίπρας όχι μόνον δεν αποκομίζει οφέλη από τον οξύτατο λόγο στον οποίο καταφεύγει για να αντιπολιτευθεί την κυβέρνηση –με αποκορύφωμα την επιμονή του να επιβάλει στο κόμμα του τον όρο «πολιτικός απατεώνας» που προσδίδει στον νυν πρωθυπουργό-, αλλά μάλλον καταγράφει απώλειες με τη στρατηγική της μετωπικής αντιπαράθεσης που έχει χαράξει, αμφισβητώντας προθέσεις και επιτεύγματα των αντιπάλων του που οι πολίτες τους τα πιστώνουν.

Τόσο στην προ δεκαπενθημέρου δίδυμη παρέμβαση του από την Θεσσαλονίκη όσο και στο τελευταίο μήνυμα του προς τους πολίτες ο πρωθυπουργός επέλεξε να παρουσιάσει τις θέσεις και τις απόψεις τους, αποφεύγοντας επιμελώς να ανταποδώσει τα πυρά που εξακοντίζουν εναντίον του οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε δεν έκανε σχεδόν καμία προσωπική αναφορά στον προκάτοχό του. Καλώς ή καλώς επέλεξε σε όλα τα θέματα –πανδημία, οικονομία, ελληνοτουρκικά, κ.ά.- να περιγράψει το δικό του αφήγημα.

Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις που δέχθηκε στο τετράωρο που διήρκησε η δική του συνέντευξη απάντησε με ονομαστικές αναφορές στον διάδοχό του και με σταθερά επικριτική διάθεση. Δεν περιορίστηκε να ασκήσει κριτική εκεί που όντως η κυβέρνηση δεν τα έχει πάει καλά, αλλά της επιτέθηκε ακόμη και εκεί που ήταν σαφές ότι τα περιθώρια κριτικής μέσα στα οποία μπορούσε να κινηθεί ήταν πολύ στενά. Μοιραία, λοιπόν, δεν κατάφερε να αποφύγει τις αντιφάσεις από τις οποίες χαρακτηρίζεται τον τελευταίο χρόνο η πολιτική του, γεγονός που αντανακλάται και στις διαρκείς εσωκομματικές αναταραχές.

Ο ισχυρισμός, για παράδειγμα, ότι η επιτυχία της Ελλάδας στην πρώτη φάση της πανδημίας οφείλεται αποκλειστικά στην υπευθυνότητα των πολιτών, αλλά όχι στην ενεργοποίηση της κυβέρνησης, είναι τουλάχιστον αντιφατικός όταν συνοδεύεται με έντονη κριτική προς την κυβέρνηση που επικαλείται την ατομική ευθύνη για να αυτοπροστατευθούν οι πολίτες από την εξάπλωση της πανδημίας. Είναι, άλλωστε, ζήτημα κοινής λογικής να αναγνωρίσει κανείς ότι χωρίς την ατομική ευθύνη του καθενός μας, καμία κυβέρνηση και κανένα κράτος δεν μπορεί να φρενάρει τη διάδοση της πανδημίας.

Από την άλλη, μια παράταξη που διεκδικεί την εξουσία, από την οποία αποχώρησε μόλις πριν από δεκατέσσερις μήνες, δεν μπορεί να ενστερνίζεται πρωτοβουλίες για καταλήψεις σχολείων που βρίσκουν σύμφωνες μόνον κοινωνικές μειοψηφίες που αρέσκονται στην ακραία ρητορική.

Οι μετριοπαθείς πολίτες που εκλέγουν τις κυβερνήσεις και στην παρούσα φάση ανησυχούν σφόδρα για τις βαριές συνέπειες που έχει στις ζωές τους η πανδημία είναι βέβαιο ότι δεν συγκινούνται από τις καταλήψεις. Είναι, μάλιστα, πολύ πιθανό το ενδεχόμενο να έτειναν ευήκοον ους σε μια στοιχειοθετημένη κριτική για τα πραγματικά προβλήματα και τις αδυναμίες που διαπιστωμένα υπάρχουν στην εκπαίδευση, όπως και σε άλλους τομείς ης δημόσιας ζωής.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η πλειονότητα των Ελλήνων επιβραβεύει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του επειδή προφανώς τους συγκρίνει με την πολιτική ομάδα που αποδοκιμάστηκε για τον διχαστικό τρόπο με τον οποίο διακυβέρνησε τη χώρα την προηγούμενη πενταετία και, πάρα ταύτα, επιμένει πεισματικά στο ίδιο ακριβώς μοτίβο της μισαλλόδοξης δαιμονοποίησης όποιου δεν συμφωνεί και δεν συντάσσεται μαζί τους.

Είναι προφανές ότι, με ψυχαναλυτικούς όρους, η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται στα πολύ πρώιμα στάδια του πένθους που αισθάνονται από την απώλεια της εξουσίας. Οι πιο πολλοί, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τον Παύλο Πολάκη και τη Θεοδώρα Τζάκρη, κινούνται ακόμη ανάμεσα στην άρνηση και στον θυμό.

Κάποιοι λίγοι, όπως ίσως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, έχουν περάσει στο τρίτο στάδιο που είναι η διαπραγμάτευση. Όλοι τους, όμως, δείχνουν να θέλουν πολύ χρόνο για να φτάσουν στο τέταρτο στάδιο που είναι η κατάθλιψη. Πόσω μάλλον στο πέμπτο στάδιο που είναι η αποδοχή της πραγματικότητας.

Όσο γρηγορότερα, πάντως, το κάνουν τόσο το καλύτερο για τους ίδιους, το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και την ποιότητα της διακυβέρνησης στη χώρα.