Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπανδρέου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπανδρέου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Υπουργικά χειροκροτήματα σε μια ηλιόλουστη Αθήνα



            Πριν από μερικά χρόνια είχα εντυπωσιαστεί όταν, σε ένα ταξίδι στη Βιέννη πίνοντας με την παρέα μου τον καφέ μας απέναντι από τα κυβερνητικά κτίρια, είδαμε τον τότε καγκελάριο της Αυστρίας Βόλφγκανγκ Σούσελ να προσέρχεται με φακέλους ανά χείρας και να πιάνει ένα λίγο απόμερο τραπέζι.
            Τον ακολουθούσε μια ομάδα προσώπων, η οποία, εξαιτίας της αναγνωρίσιμης φιγούρας της πανύψηλης υπουργού Εξωτερικών Ούρσουλα Πλάσνικ, που ήταν τότε πανευρωπαϊκά γνωστή, αντιληφθήκαμε ότι επρόκειτο για μέλη του αυστριακού υπουργικού συμβουλίου που είχαν προσέλθει με τους χαρτοφύλακες τους για να συνεδριάσουν.
Ήταν μια συνεδρίαση, η οποία χωρίς καμία επισημότητα, παρατρεχάμενους, κάμερες, δημοσιογράφους και τα συμπαρομαρτούντα, ούτε κάποιο –εμφανές τουλάχιστον- ιδιαίτερο μέτρο ασφαλείας, είχε απλώς συγκληθεί έξω από το κυβερνητικό μέγαρο. Ίσως και επειδή –όχι και τόσο συνηθισμένο στην Αυστρία- η μέρα ήταν αρκετά ηλιόλουστη.
            Ανέσυρα τη συγκεκριμένη εικόνα στη μνήμη μου καθώς παρακολουθούσα την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου του Αλέξη Τσίπρα.Καθώς ο σκηνοθέτης ήθελε να αλλάζει πλάνα, μετακινούσε συχνά την κάμερα και έβλεπε κανείς ζωγραφισμένη την αφόρητη βαρεμάρα στα πρόσωπα της πλειονότητας των μελών της κυβέρνησης.
Οι περισσότεροι, άλλωστε, είχαν προσέλθει στην αίθουσα κρατώντας στο ένα χέρι το κινητό τηλέφωνο και έχοντας το άλλο στην τσέπη,γνωρίζοντας ότι βρέθηκαν εκεί μόνον και μόνον για να αποτελέσουν το ντεκόρ στην εκφώνηση μιας ακόμη απολύτως προβλέψιμης ομιλίας που κανείς δεν ήξερε σε ποιους και γιατί απευθυνόταν.
            Δεν πρέπει, ωστόσο, να τους αδικούμε. Δεν είναι εύκολο να είσαι υποχρεωμένος να ακούς επί 27 ολόκληρα λεπτά της ώρας χιλιοειπωμένες πομφόλυγες του τύπου «η χώρα αποτελεί σήμερα ένα ευρωπαϊκό παράδειγμα επιτυχίας, στο οποίο αναφέρονται όλοι οι εταίροι μας με κολακευτικά σχόλια σχεδόν σε όλα τα ευρωπαϊκά φόρα».
Ούτε, ακόμη και αν είσαι ο… Θάνος Μωραΐτης, μπορείς να δείξεις ότι σου κεντρίζουν το ενδιαφέρον ισχυρισμοί του τύπου «όλα αυτά ίσως να μην τα διαβάσουμε στα πρωτοσέλιδα ορισμένων κυριακάτικων εφημερίδων, πολλών εξ αυτών κρατικοδίαιτων, υπό την έννοια ότι ζουν από θαλασσοδάνεια που ποτέ δεν ελέγχθηκαν από τους ιθύνοντες του τραπεζικού μας συστήματος».
Μόνον… λωτοφάγοι, εξάλλου, θα είχαν απωθήσει από τη μνήμη τους ότι η κυβέρνηση Τσίπρα έστησε πολύμηνα σόου στην αποκαλούμενη «Εξεταστική Επιτροπή για τα δάνεια κομμάτων και μέσων ενημέρωσης», στην οποία έσυρε σχεδόν μόνον όσους της ασκούν κριτική –και πάντως εξαίρεσε προκλητικά τους καταχρεωμένους φίλους της- προτού να καταλήξει το όλο καθαρτήριο εγχείρημα σε ένα μεγαλοπρεπές φιάσκο. 
Γι΄  αυτό και το -μάλλον ασυνήθιστο για τα ήθη που επικρατούν στις δυτικού τύπου κοινοβουλευτικές δημοκρατίες- χειροκρότημα, με το οποίο… αντέδρασαν οι υπουργοί και οι υφυπουργοί στο κλείσιμο της πρωθυπουργικής αγόρευσης, απέπνεε περισσότερο ανακούφιση και λιγότερο ικανοποίηση. Ήταν, πιθανότατα, η ανακούφιση που αισθάνεται ο καθένας όταν νοιώθει να χάνει ασκόπως τον χρόνο του.
Μπορεί να μην είναι όλοι τους πολυάσχολοι, αλλά, όπως και να έχει, κάτι καλύτερο θα είχαν να κάνουν από το να βλέπουν την απέλπιδα προσπάθεια του κ. Τσίπρα να αμφισβητήσει τις δημοσκοπήσεις και να πείσει –ποιους άραγε;- ότι «η χώρα μας μέσα στα τελευταία χρόνια έχει καταφέρει όσα λίγοι πίστευαν ότι θα μπορέσει να καταφέρει. Και τα πέτυχε αυτά, βεβαίως με τις δικές μας προσπάθειες, αλλά κυρίως με τη στήριξη του ελληνικού λαού».
Ο αθηναϊκός ήλιος, άλλωστε, έξω από τη μουντή αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου ήταν αναμφισβήτητα μεθυστικός. Και χωρίς αμφιβολία δεν θα μπορούσε κατά κανένα τρόπο να συγκριθεί με τη Βιέννη του Βόλφγκανγκ Σούσελ…
            Για να είμαστε ειλικρινείς, πάντως, το υπουργικό συμβούλιο στη χώρα μας έχει εδώ και πάρα πολλά χρόνια πάψει να επιτελεί τον ρόλο που επιτάσσει το Σύνταγμα. Με εξαίρεση κάποιες συνεδριάσεις μαμούθ επί της πρωθυπουργίας του Γιώργου Παπανδρέου, σχεδόν ποτέ δεν ελήφθησαν ουσιαστικές αποφάσεις στο θεσμικό αυτό όργανο της ελληνικής Πολιτείας.
Λίγο το πολυπρόσωπο του οργάνου, ακόμη περισσότερο η ανάληψη όλων των εξουσιών από τον πρωθυπουργικό περίγυρο, η παρουσία των υπουργών και των υφυπουργών στις σπανιότατες συνεδριάσεις της ολομέλειας των κυβερνητικών στελεχών είναι, κατά τα ψέματα, διακοσμητική.
Εκείνο, ωστόσο, το οποίο, μέσα σε αυτή τη γενική επισήμανση, δεν μπορεί και δεν πρέπει να περνά απαρατήρητο είναι ότι η θεσμική κατάπτωση των τελευταίων χρόνων δεν έχει το προηγούμενό της.
Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν έχουν καταγγελθεί υπουργοί ότι εκβιάστηκαν από άλλους υπουργούς, καταφεύγοντας στη Δικαιοσύνη για να λύσουν τις διαφορές τους. Ούτε έχει διανοηθεί ποτέ κυβερνητικό στέλεχος να κάνει απειλητικά τηλεφωνήματα στον κεντρικό τραπεζίτη της χώρας με σκοπό να δημοσιοποιήσει το περιεχόμενο της συνομιλίας.
Και ο λόγος που δεν πρέπει να περνά απαρατήρητη αυτή η πρωτοφανής κατάπτωση των πολιτικών ηθών είναι διότι όλα αυτά –μην γελιόμαστε- τυγχάνουν της απολύτου προσωπικής εγκρίσεως του πρωθυπουργού. Του πρωθυπουργού ο οποίος, όταν δεν καθοδηγεί, καλύπτει τους παρεκτρεπόμενους υπουργούς του.
Μιλάμε, άλλωστε, για τον πρωθυπουργό ο οποίος για να περιγράψει το απερίγραπτο συνονθύλευμα των προσώπων που συναπαρτίζουν την κυβέρνησή του χρησιμοποιεί τα εξής απίθανα λόγια:
«Γύρω της συσπειρώθηκαν και συνεχίζουν να συσπειρώνονται δυνάμεις από όλο το φάσμα το δημοκρατικό. Δυνάμεις και πρόσωπα που δεν ανήκουν αποκλειστικά στον χώρο της Αριστεράς, αλλά προέρχονται και από τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, τον χώρο της οικολογίας, αλλά και της λαϊκής κεντροδεξιάς».
Τόμπολα!

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

Η προεκλογική… τούρλα και οι τερατογενέσεις



            Οι προεκλογικές περίοδοι κρύβουν συχνά μεγάλες παγίδες, κυρίως για τους πολιτευόμενους με τα κόμματα εξουσίας, τα οποία, όταν δεν έχουν σαφείς και προσδιορισμένες προγραμματικές θέσεις, αφήνουν ελεύθερο το πεδίο σε κάθε υποψήφιο που κυνηγάει τον σταυρό να διατυπώνει -είτε από άγνοια ή από διάθεση να μη δυσαρεστήσει κανέναν- τη δική του προσωπική άποψη επί παντός του επιστητού.
            Με αφορμή μια σειρά από απίθανες εξαγγελίες γύρω από τις οποίες περιστρέφεται τις τελευταίες ημέρες ο δημόσιος διάλογος, θυμήθηκα τον απίστευτο ανταγωνισμό που είχε ξεσπάσει πριν από τις κάλπες του 2004 για τη μονιμοποίηση των χιλιάδων συμβασιούχων που υπηρετούσαν τότε στο Δημόσιο.
Το ζήτημα είχε ανακινηθεί από την ηγεσία της τότε ελάσσονος αντιπολίτευσης, δηλαδή του Συνασπισμού, που, επικαλούμενη το ευρωπαϊκό δίκαιο, ισχυριζόταν ότι έπρεπε να υπογράψουν συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και εργαζόμενοι με ελάχιστη προϋπηρεσία που είχαν προσληφθεί για συγκεκριμένο έργο που στο μεταξύ είχε εκλείψει.
            Αρχικά, μάλιστα, τα δύο, τότε, κόμματα εξουσίας, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, που κυβερνούσε, και η Νέα Δημοκρατία, που ήταν εν αναμονή κυβέρνηση, εμφανίζονταν κάπως διστακτικά στην υιοθέτηση του αιτήματος. Όχι από πολιτική συστολή, αλλά γιατί μόλις έναν χρόνο νωρίτερα είχαν ψηφίσει από κοινού την αναθεώρηση της σχετικής συνταγματικής διάταξης, που προέβλεπε, πλέον, ρητά την απαγόρευση των μονιμοποιήσεων υπαλλήλων που είχαν προσληφθεί χωρίς τα κριτήρια που καθόριζε το ΑΣΕΠ.
            Το Σύνταγμα και οι περιορισμοί του, όμως, αποδείχθηκαν… λεπτομέρειες μόλις τη σκυτάλη πήραν τα τηλεοπτικά πρωινάδικα. Ο ένας μετά τον άλλο οι υποψήφιοι των δύο κομμάτων εξουσίας αναγνώριζαν το «δίκαιο» των συμβασιούχων στη μονιμότητα, παρότι στη συντριπτική τους πλειονότητα είχαν προσληφθεί από το «παράθυρο» και χωρίς αντικειμενικά κριτήρια.
Στο παιχνίδι μπήκαν και οι ίδιοι οι αρχηγοί των μεγαλύτερων κομμάτων, Γιώργος Παπανδρέου και Κώστας Καραμανλής, που διαγκωνίστηκαν επίσης ποιος θα υποσχεθεί τις περισσότερες μονιμοποιήσεις. Το ότι ήταν άγνωστο πόσοι ακριβώς ήταν οι προς μονιμοποίηση συμβασιούχοι, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να υπολογιστεί το οικονομικό κόστος με το οποίο επιφορτιζόταν το δημόσιο από το συλλήβδην «βόλεμα», ούτε που απασχόλησε κανέναν.
Η κυβέρνηση της ΝΔ που ανέλαβε μετά τις εκλογές, προσπάθησε με διάφορα προσκόμματα να περιορίσει τον αριθμό των μονιμοποιήσεων, αλλά η βεντάλια των προεκλογικών υποσχέσεων είχε ανοίξει τόσο πολύ, που ήταν, πλέον, αδύνατον να μπει φρένο ακόμη και σε κραυγαλέες περιπτώσεις προσώπων που είχαν διοριστεί στην αρχή συμβασιούχοι και κατόπιν μόνιμοι με πλαστά δικαιολογητικά.
Η συνέχεια είναι, λίγο ως πολύ, γνωστή. Χρειάστηκε να χρεοκοπήσει η χώρα, να επιμείνουν πεισματικά οι τροϊκανοί στην ανάγκη μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων για να αναζητηθούν οι φάκελοι όσων μονιμοποιήθηκαν και να ελεγχθούν τα στοιχεία που είχαν υποβάλει, ώστε να απολυθούν κάποιοι λίγοι ως «επίορκοι» για να πάψουν να πιέζουν οι… άκαρδοι δανειστές.
Ο λογαριασμός από τον ψηφοθηρικό ανταγωνισμό της προεκλογικής περιόδου του 2004 ήταν ιδιαίτερα βαρύς και επέπεσε επί των κεφαλών μας με ό,τι ακολούθησε πέντε χρόνια μετά. Εκείνο, όμως, το σκληρό πάθημα, που δεν ήταν ούτε το πρώτο, ούτε, δυστυχώς, το τελευταίο, δεν φαίνεται να έγινε μάθημα αφού τα ίδια φαινόμενα τα βλέπουμε να επαναλαμβάνονται…
Πάρτε το παράδειγμα με τον ΕΝΦΙΑ και τη σύγχυση που προκαλούν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που για να γίνουν φιλολαϊκότεροι από τους κυβερνητικούς υπόσχονται την κατάργησή του φόρου, χωρίς, όμως, κανείς τους να είναι σε θέση να πει πότε και πως θα πάψουμε να τον πληρώνουμε. Η έλλειψη, από τη μια, σαφούς εναλλακτικού σχεδίου και η άγνοια, από την άλλη, που γίνεται προφανής από το γεγονός ότι λίγοι δείχνουν να ξέρουν ότι οι εναπομείνασες δύο δόσεις του συγκεκριμένου φόρου αφορούν υποχρέωση του 2013, ενώ από την άνοιξη θα αρχίσουμε να πληρώνουμε για το 2014, οδηγεί τραγελαφικές δηλώσεις.
Ανάλογα με τη διάθεση από την οποία διακατέχεται ή την «πίεση» που δέχεται από τους συνομιλητές του, το κάθε στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που συνεντευξιάζεται λέει «το κοντό του και το μακρύ του». Κάποιοι κρύβονται πίσω από βαρύγδουπες εξαγγελίες για «Σεισάχθεια». Άλλοι «κλείνουν το μάτι» σε όσους, αν και έχουν, δεν πληρώνουν, αδιαφορώντας ότι αυτό τινάζει στον αέρα τον προϋπολογισμό που οι ίδιοι θα κληθούν να διαχειριστούν. Οι πιο «γαλαντόμοι» τάζουν την άμεση κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και την υποκατάστασή του από νέο φόρο επί της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, το ύψος της οποίας, όμως, το προσδιορίζει ο καθένας κατά βούληση.
Αν ήταν μόνον ο ΕΝΦΙΑ, ίσως να ήταν μικρό και το συνολικό κακό. Η γενική πλειοδοσία σε ό,τι ακούγεται ευχάριστα κα το προεκλογικό «στρογγύλεμα» των θέσεων ώστε να ικανοποιούνται… όλοι ή, τέλος πάντων, όσο γίνεται περισσότεροι, επεκτείνεται, δυστυχώς, σχεδόν παντού. Και, φυσικά, δεν αφορά μόνον τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι ένα στρογγύλεμα και μια πλειοδοσία που τη συναντάμε  από την ευρυχωρία των διαβεβαιώσεων ότι δεν θα περιοριστεί το κυνήγι, ή, πολύ περισσότερο, τα συνεχή μπρος - πίσω για την παράταση του Μνημονίου, έως, ακόμη χειρότερα, τη… νέα «Κυριακή της Ορθοδοξίας» που κήρυξε, αιφνιδίως, ο Αντώνης Σαμαράς αναστηλώνοντας τις εικόνες στο δημαρχείο Φιλιατών, που, από ό,τι ξέρω, -γιατί είναι η γενέτειρά μου- κανείς («εικονομάχος» ή άλλος) δεν τις είχε κατεβάσει…
Υπομονή και κουράγιο για τις δέκα μέρες της προεκλογικής τούρλας που απομένουν. Και ελπίδα να αποφύγουμε τις επαπειλούμενες τερατογενέσεις.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Καραμανλής – Παπανδρέου: Σιωπή ή ρεβάνς;



            Όταν ερωτάται για την κρίση και τους υπαιτίους που οδήγησαν σε αυτή, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων, αν και παραμένει βαθειά διχασμένη, σε δύο ονόματα πολιτικών επικεντρώνεται: σε εκείνο του Κώστα Καραμανλή, που κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του κορυφώθηκε ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός και ξεκίνησε η ύφεση, καθώς και σε εκείνο του Γιώργου Παπανδρέου, επί των ημερών της διακυβέρνησης του οποίου η χώρα αποκλείστηκε από τις αγορές και εκούσα-άκουσα οδηγήθηκε στο Μνημόνιο.
            Ανεξάρτητα από την άποψη που μπορεί ο καθένας να έχει για το ποιος από τους δύο συνεχιστές των δύο ισχυρότερων πολιτικών «δυναστειών» της μεταπολεμικής Ελλάδας φταίει περισσότερο ή λιγότερο για την κρίση, σε μια διαπίστωση δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει: ότι ακολούθησαν και ακολουθούν εντελώς διαφορετικούς δρόμους για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, όπως και για να προασπίσουν την υστεροφημία τους και την ενδεχόμενη μύχια βούληση για να επανακάμψουν στο προσκήνιο, όπως λογικά συμπεραίνεται από το γεγονός ότι διατηρούν τις βουλευτικές έδρες τους.
            Ο Κώστας Καραμανλής έχει επιλέξει την απόλυτη σιωπή. Επί πέντε χρόνια ούτε στη Βουλή, ούτε πουθενά αλλού δεν έχει ανοίξει το στόμα του για να υπερασπιστεί τη διακυβέρνησή του, παρά τις κατά καιρούς βολές που δέχεται. Στήριξε και στηρίζει την παράταξή του, συμμετέχει στις επετειακές και άλλες εκδηλώσεις της και αποφεύγει να δημιουργεί προβλήματα στον διάδοχό του Αντώνη Σαμαρά, ακόμη και όταν ο τελευταίος είχε ανοιχτά στραφεί κατά παλαιών συνεργατών του.
Ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος επηρεάζει μεγάλο αριθμό βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, υπερψήφισε, αν και θα μπορούσε να τα ανατρέψει με ένα νεύμα, όλα ανεξαιρέτως τα νομοθετήματα της κυβέρνησης που συμμετέχει το κόμμα του, φθάνοντας μέχρι του σημείου να πει –και ο ίδιος- «ναι» ακόμη και στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2013 που κατατέθηκε επί υπουργίας Γιάννη Στουρνάρα και συνιστούσε έναν ηχηρά επιβεβαιωτικό κόλαφο για τα τρομακτικά ελλείμματα που παρέδωσε η κυβέρνησή του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, από την άλλη, δείχνει να ακολουθεί μια εντελώς διαφορετική τακτική, παρότι κι αυτός τα τρία χρόνια που παρήλθαν από την παράδοση της πρωθυπουργίας στον Λουκά Παπαδήμο, δεν έχει μιλήσει ούτε μια φορά στο ελληνικό Κοινοβούλιο, του οποίου παραμένει μέλος. Μιλάει, ωστόσο, αλλού, σε ξένα πανεπιστήμια, σε παρουσιάσεις βιβλίων και μέσω ανακοινώσεων που εκδίδονται επ΄ ονόματί του, όπως οι τελευταίες που ακολούθησαν τη συνάντηση με τον διάδοχό του Ευάγγελο Βενιζέλο με τις οποίες ζητεί έκτακτο συνέδριο και αλλαγή ηγεσίας στο κόμμα του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν συμμετέχει στις εκδηλώσεις του κόμματός του, το οποίο, εξάλλου, κατηγορεί ότι δεν προωθεί τη… «συμμετοχή», δικαιολογούμενος, συνήθως, ότι έχει σοβαρές απασχολήσεις στο εξωτερικό. Οργανώνει δικές του εκδηλώσεις, στις οποίες οι άνθρωποί του γιουχάρουν τον διάδοχό του κι ο ίδιος επικαλείται «τα γυρίσματα του καιρού». Καταψηφίζει, χωρίς να εξηγήσει το «γιατί», κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, παρόλο που όταν ήταν εν τη «βασιλεία» του δεν ανεχόταν διαφοροποιήσεις και έφθασε ως τη διαγραφή, για ελάσσονος σημασίας διαφωνία, του προκατόχου του Κώστα Σημίτη.
Όπως για τον βαθμό ευθύνης ενός εκάστου εκ των δύο βασικών πρωταγωνιστών της κρίσης, που τα «νωπά» ακόμη γεγονότα της περιόδου 2004-2010, δεν επιτρέπουν τελεσίδικες ετυμηγορίες, σε όσους τουλάχιστον δεν αναζητούν έναν και μόνον «αποδιοπομπαίο τράγο», έτσι, αν ακόμη όχι περισσότερο, δεν είναι εύκολο να καταλήξει κανείς ποιος από τους δύο πρωθυπουργούς δικαιώνεται για τα μετέπειτα: εκείνος που απλώς σιωπά ή ο άλλος που θέλει να πάρει την… εκδικητική ρεβάνς;        
Έχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι είναι προφανείς κάποιες διαπιστώσεις για τα αποτελέσματα που έχουν η πορεία που ο καθένας από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς χάραξε και ακολουθεί, είτε η πορεία αυτή αποτελεί προϊόν προσωπικής ιδιοσυγκρασίας και μόνον, είτε οφείλεται στην «ποιότητα» των ανθρώπων που τους περιτριγυρίζουν και τους επηρεάζουν.  
Το βέβαιο είναι ότι ο «σιωπηλός» Κώστας Καραμανλής εξακολουθεί να απολαμβάνει τον σεβασμό και την εκτίμηση όχι μόνον των πολυπληθών οπαδών, μελών και στελεχών που έχουν παραμείνει στο κόμμα που ίδρυσε ο θείος του και ηγήθηκε ο ίδιος, αλλά και ευρύτερων δυνάμεων της Κεντροδεξιάς –και όχι μόνον- παράταξης, σε βαθμό που να συζητείται -στα σοβαρά!- ακόμη και ως ένας από τους επικρατέστερους που πριν ή μετά τις εκλογές θα αναρριχηθούν στην Προεδρία της Δημοκρατίας.
Το ακριβώς αντίθετο μάλλον συμβαίνει με τον «θορυβώδη» Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος, κακά τα ψέματα, ακόμη και αν ξανάπαιρνε το «δαχτυλίδι» για να επιστρέψει στο αποδεκατισμένο κόμμα που ίδρυσε ο πατέρας του, μάλλον δεν θα εύρισκε οπαδούς, μέλη ή στελέχη για να ηγηθεί. Οι περισσότεροι φίλοι του, άλλωστε, έχουν, ακολουθώντας, ίσως, το δικό του παράδειγμα, εγκαταλείψει το σκάφος και έχουν ανοίξει πλώρη για άλλες πολιτείες. Ενώ οι λίγοι που έχουν απομείνει πίσω για να… «μαζέψουν τα ασυμμάζευτα», μάλλον δεν έχουν διάθεση να ακούν αδιαμαρτύρητα εγκλήσεις για (ψευδεπίγραφη) «συμμετοχή», με τις οποίες επιχειρείται να αποκρυβεί το αίσθημα της εκδικητικής όσο και (αυτο)καταστροφικής ρεβάνς.

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Η πολιτική ως παρεοκρατία

Τον καθηγητή  Γιάννη Πανάρετο, παρότι δεν τον γνωρίζω προσωπικά, τον σέβομαι και τον υπολήπτομαι, καθώς τον συνοδεύσει επί χρόνια η φήμη ενός καλού επιστήμονα στον τομέα της Στατιστικής, ενώ και τις τρεις φορές που θήτευσε στο υπουργείο Παιδείας, τις δύο ως γενικός γραμματέας και την τρίτη ως υφυπουργός, άφησε καλές εντυπώσεις και δούλεψε, όπως λένε όσοι έχουν γνώση του χώρου, αθόρυβα και αποτελεσματικά.
Το ίδιο αθόρυβη είναι και η εικοσιπενταετής θητεία του ως (ισόβιο) μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής. Και ίσως να μη γινόταν ευρύτερα γνωστός σε κύκλους πέραν των φοιτητών του αν δεν είχε οριστεί το 2009 από τον τότε πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, του οποίου είναι στενός φίλος εδώ και δεκαετίες, πολιτικός υπεύθυνος για την ανοικτή διακυβέρνηση και τη διαβούλευση της κυβέρνησης.
Αν και κατασυκοφαντημένο από τους θιασώτες της κομματοκρατίας, το αποκαλούμενο «opengov» υπήρξε μια πρωτοποριακή πρωτοβουλία για τα ελληνικά δεδομένα που, αν είχε οργανωθεί καλύτερα και δεν υπονομευόταν εκ των έσω, θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στη βελτίωση της κατάστασης που επικρατεί στον πολύπαθο δημόσιο τομέα, στον οποίο, όπως έδειξαν και οι πρόσφατες τοποθετήσεις διευθυντικών στελεχών σε νοσοκομεία και άλλους οργανισμούς, οι διευθυντικές θέσεις εξακολουθούν να διανέμονται ως «λάφυρο» στους αποτυχημένους πολιτευτές που «αγωνίσθηκαν» για το κόμμα που είναι στην εξουσία.
Έκανα αυτόν τον σχετικά μακρύ πρόλογο για να δικαιολογήσω τη μεγάλη έκπληξη που ένοιωσα διαβάζοντας το περασμένο Σάββατο την άκρως εντυπωσιακή –για μένα- παρέμβαση του κ. Πανάρετου, ο οποίος σε ανάρτηση στο tweeter έγραψε: «Αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να κυβερνήσει προοδευτικά πρέπει να πείσει για τις προθέσεις του τους παπανδρεϊκούς και όχι να φλερτάρει με την (sic!) ΑΝΕΛ».
Η έκπληξή μου δεν προήλθε από την γενικότερη θεώρηση της πολιτικής προσέγγισης του κ. Πανάρετου, ο οποίος ως πολίτης έχει προφανώς αναφαίρετο και απεριόριστο δικαίωμα να τρέφει συμπάθεια προς έναν πολιτικό χώρο και να εκδηλώνει αντιπάθεια προς έναν άλλο. Εκείνο που με ξένισε ήταν ότι προσδιοριζόταν και μιλούσε στο όνομα των «παπανδρεϊκών».
Τι είναι, αλήθεια, οι «παπανδρεϊκοί»; Και τι τους ορίζει ως ξεχωριστή οντότητα, ώστε ένας ακαδημαϊκός δάσκαλος, μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής και πρώην υφυπουργός να νιώσει την ανάγκη να καλέσει ένα κόμμα να εκθέσει τις προθέσεις του απέναντι τους για να κριθεί αν μπορεί να κυβερνήσει προοδευτικά;
Πρόκειται, άραγε, για μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα που χρήζει ειδικής αντιμετώπισης;  Όπως, για παράδειγμα, οι Ρομά, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, οι τρίτεκνοι, οι ανέστιοι ή οι υπερχρεωμένοι από τη μνημονιακή λαίλαπα;  Και σε ποιους ακριβώς αναφέρεται ο κ. Πανάρετος; Στους ψηφοφόρους του κ. Παπανδρέου ή σε όσους εκείνος έδωσε θέσεις και οφίτσια όταν είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας;   
Καταλαβαίνω τι σημαίνει να δηλώνει κανείς –ειλικρινώς ή όχι, είναι ζήτημα προς κρίση- αριστερός, δεξιός, συντηρητικός, προοδευτικός, κεντρώος, σοσιαλδημοκράτης, σοσιαλιστής, αναρχικός, μαρξιστής, κομμουνιστής, φιλελεύθερος, φασίστας ή να χρησιμοποιεί έναν από τους τόσους άλλους προσδιορισμούς που έχουν καθιερωθεί από την Πολιτική Επιστήμη και την –εγχώρια ή διεθνή- πολιτική πρακτική.  
Δεν αντιλαμβάνομαι, όμως, τι σημαίνει να είναι κάποιος σήμερα «παπανδρεϊκός». Όπως φυσικά δεν μπορώ να αντιληφθώ τι σήμαινε στο παρελθόν να είναι κάποιος «ζαχαριαδικός», «καραμανλικός», «μητσοτακικός», «αβερωφικός» «γεννηματικός», «σημιτικός» ή τώρα να προσδιορίζεται ως «σαμαρικός», «βενιζελικός», «τσιπρικός», και ούτω καθεξής.
Όχι, δεν αιθεροβατώ. Ξέρω ότι υπήρχαν και υπάρχουν -ελπίζω λιγότεροι- πολίτες που προσδιορίζονται πολιτικά με τέτοιους όρους, δίνοντας, έτσι, την ευκαιρία σε ορισμένους να κάνουν μεγάλες καριέρες (και –γιατί όχι;- και πλούτη) ως αρχηγοί και αρχηγίσκοι που με τη σειρά τους δίνουν οντότητα πολιτικού στελέχους και απονέμουν αξιώματα σε πρόσωπα που αναλαμβάνουν στο πλευρό τους ρόλους ακόλουθων και ετερόφωτων δορυφόρων.
Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση και γι’   αυτό δυσανασχετώ ότι οι διαχωρισμοί αυτού του είδους υπήρξαν ανέκαθεν μια από τις μεγάλες παθογένειες του αμοραλιστικού ελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο, υπό αυτές τις συνθήκες, συγκροτείται στη λογική της παρεοκρατίας.
Και η παρεοκρατία δεν αποτελεί παρά την άλλη όψη του νομίσματος της πελατειακής σχέσης με τους πολίτες και του εκμαυλισμού των συνειδήσεων, που όσο αναπτύσσεται και υπάρχει, μοιραία, θέτει εκ ποδών κάθε απόπειρα για άσκηση της πολιτική με αρχές και αξίες.
 (Δημοσιεύθηκε στο www.prototema.gr στις 21.11.2013)

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Ποιος θυμάται τα «παπαγαλάκια» της ευρωκάλπης;

          Με το «κλείσιμο» του κρατικού προϋπολογισμού για το 2014, ο οποίος κατατίθεται εντός της εβδομάδας στη Βουλή για να ψηφιστεί ως τις αρχές Δεκεμβρίου, «ανοίγει» ουσιαστικά η προεκλογική περίοδος για τις ευρωεκλογές του Μαΐου, στις οποίες, θεωρητικώς, καλούμαστε να εκλέξουμε όσους θα μας εκπροσωπήσουν στο Ευρωκοινοβούλιο την επόμενη πενταετία.
          Στην πραγματικότητα, όμως, όπως συνέβη αρκετές φορές στο παρελθόν και πάντως κάθε φορά που οι ευρωεκλογές απείχαν ικανό χρονικό διάστημα από τις βουλευτικές εκλογές, η ψήφος που θα ρίξουμε στην ευρωκάλπη, ελάχιστα θα αφορά τα πρόσωπα που θα είναι υποψήφιοι ευρωβουλευτές.
Η επερχόμενη πολιτική αντιπαράθεση, όπως και η μακρά προεκλογική περίοδος που θα τη συνοδεύει, θα έχει, σχεδόν ακραιφνή, χαρακτηριστικά «εσωτερικής» αναμέτρησης και το διακύβευμα της, σχεδόν αναπότρεπτα, θα είναι η διακυβέρνηση της χώρας και οι δυνάμεις που θα την ασκήσουν.
Το «έργο», άλλωστε, όπως προείπαμε, το έχουμε ξαναδεί. Στο μακρινό 1984 ο τότε αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Ευάγγελος Αβέρωφ τέθηκε επικεφαλής του «γαλάζιου» ευρωψηφοδελτίου για να σηματοδοτήσει τη σκληρή προσπάθεια που κατέβαλε το κόμμα του για την «απαλλαγή», όπως διεκήρυσσε, της χώρας από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά, στο πολύ πιο κοντινό μας 2009 ο Γιώργος Παπανδρέου έδωσε αντίστοιχα χαρακτηριστικά σε εκείνη την ευρωαναμέτρηση, ζητώντας να αποτελέσει η κάλπη των ευρωεκλογών το έναυσμα για να τερματιστεί η διακυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή και να αναλάβει ο ίδιος την εξουσία.
Στην περίπτωση του Αβέρωφ η καμπάνια της «απαλλαγής» απέτυχε και ο ίδιος ο εμπνευστής της υποχρεώθηκε πολύ σύντομα να παραδώσει τα ηνία της κομματικής αρχηγίας, αφού ηττήθηκε στις ευρωεκλογές, ενώ το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, κερδίζοντας και τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, συνέχισε να κυβερνά για μια ακόμη πενταετία.
Αντιθέτως, ο αγώνας του Γιώργου Παπανδρέου ευοδώθηκε και η επικράτηση του κόμματος του στις προ πενταετίας ευρωεκλογές, αποτέλεσε το προοίμιο για τη νίκη του στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές που υποχρεώθηκε να προκηρύξει ο Κώστας Καραμανλής τον Οκτώβριο του 2009, από τον οποίο μας χωρίζουν μόλις τέσσερα χρόνια, παρόλο που, λόγω των γεγονότων που έχουν μεσολαβήσει, δημιουργείται η αίσθηση ότι απέχουμε… αιώνες.
Ποιο από τα δύο προηγούμενα θα επαναληφθεί σε αυτές τις ευρωεκλογές είναι μάλλον αρκετά πρόωρο για να το προδικάσει κανείς, όχι μόνο γιατί έχουμε μπροστά μας ένα ολόκληρο προεκλογικό εξάμηνο, αλλά, πολύ περισσότερο, επειδή στη δοκιμαζόμενη από τη βαθειά οικονομική κρίση ελληνική κοινωνία επικρατεί μεγάλη σύγχυση και οι πολίτες εμφανίζονται να είναι πιο δύσπιστοι από κάθε άλλη φορά απέναντι στο πολιτικό σύστημα.
Υπό αυτή την έννοια, εκτιμώ και (μάλλον θέλω να) ελπίζω ότι στο ούτως ή άλλως μεγάλο διάστημα που μας χωρίζει από τις κάλπες του Μαΐου, τα κόμματα που θα διεκδικήσουν την τόσο κρίσιμη ευρωψήφο μας θα κάνουν τις απαραίτητες επεξεργασίες και θα μας παρουσιάσουν ρεαλιστικά προγράμματα για την αξιόπιστη παρουσία της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και τη σηματοδότηση μιας νέας πορείας για την έξοδο από την κρίση.
Εύκολες προσεγγίσεις της πραγματικότητας με καμπάνιες του τύπου «λεφτά υπάρχουν» ή με «παπαγαλάκια», όπως εκείνα που επιστράτευσε πριν από πέντε χρόνια η τότε κυβέρνηση στο τόσο… προφητικό προεκλογικό σποτ, με το οποίο «ξόρκιζε», υποτίθεται, την οικονομική καταστροφή, που, όμως, είχε επέλθει, δε νομίζω ότι μπορεί να είναι πειστικές και να επιβραβευτούν από τους πολίτες.
Οι καιροί έχουν αλλάξει. Μένει να δούμε αν μπορεί να αλλάξει και το πολιτικό μας σύστημα.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 17.11.2013).

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Το «έγκλημα» δεν ήταν στιγμιαίο, το ίδιο και η ανάκαμψη

Η ζωή, αρκετές φορές, ξεπερνάει και την πιο οργιώδη φαντασία. Γιατί, αλήθεια, ποιος θα φανταζόταν πριν από τρία ή πέντε χρόνια ότι θα ερχόταν  η ώρα που θα περνούσαν την πόρτα του Κορυδαλλού ή θα απειλούνταν με αυτήν, τόσοι μεγαλόσχημοι που μέχρι πρότινος, κατέκλυζαν τις σελίδες του lifestyle, παριστάνοντας τους μεγάλους «χορηγούς» με χρήματα που, προφανώς, δεν ήταν δικά τους;
Το πάθημα του Γιώργου Κοσκωτά, ο οποίος με τα κλεμμένα της Τράπεζας Κρήτης, αγόραζε, στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 «ό,τι πετούσε και ό,τι κολυμπούσε», για να βρεθεί σε λιγότερο από μια δεκαετία πίσω από της φυλακής τα σίδερα, όχι μόνον δεν φαίνεται να έγινε μάθημα, αλλά, μάλλον, λειτούργησε ως πρότυπο για το «επιχειρείν» στην Ελλάδα από πλειάδα ασφαλιστών, κατασκευών, τραπεζιτών, ακόμη και… μόδιστρων!    
Τις ίδιες παραδοξότητες παρατηρεί κανείς και στον τρόπο που διαμορφώθηκε η πολιτική ζωή, ιδίως μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Γιατί, πόσο υψηλές, άραγε, μαντικές ικανότητες θα έπρεπε να διέθετε κανείς για να προβλέψει πριν από δυο τρία χρόνια ότι ένας μικρομεσαίος βουλευτής, χωρίς καμία προηγούμενη θετική διάκριση στη ζωή του, θα πετύχαινε, μέσα από τα social media, να πείσει το 10% των Ελλήνων ότι έχει στο τσεπάκι του όλες τις μαγικές λύσεις και μεταξύ αυτών να απαλλάξει, εν μια νυκτί, τη χώρα από το «επονείδιστο» χρέος;
Εκεί, που, κατά το παρελθόν, απέτυχαν προσωπικότητες με οντότητα, οι οποίοι, σε ορισμένες, τουλάχιστον, περιπτώσεις, είχαν τη δυνατότητα να αρθρώσουν έναν λόγο διαφορετικό από τον κυρίαρχο δικομματισμό, εμφανίστηκαν από το… πουθενά σχήματα, όπως οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» του κ. Πάνου Καμμένου, που τσαλαβουτώντας στα θολά νερά της κρίσης, αλίευσαν τόσες ψήφους που ούτε στα όνειρά τους δεν είχαν πολιτικοί όπως ο Κωστής Στεφανόπουλος, ο νυν πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο Δημήτρης Τσοβόλας, ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου, ο Αντώνης Τρίτσης, ο Γεράσιμος Αρσένης και –γιατί όχι;- ο Λεωνίδας Κύρκος και άλλοι που αποτόλμησαν να ιδρύσουν τα δικά τους κόμματα.
Η φάση αποσύνθεσης, στην οποία υπεισέρχεται, πλέον, το κόμμα Καμμένου, καθώς οι… δράκοι των συνωμοσιολογικών παραμυθιών φαίνεται να καταπίνουν και τον ίδιο τον εμπνευστή τους, όπως και οι χειροπέδες που φορούν ο ένας μετά τον άλλο οι νεόκοποι ολιγάρχες που πρωταγωνίστησαν στην οικονομική ζωή των τελευταίων δεκαετιών, είναι, κατά την άποψή μου, δύο άκρως διδακτικές ιστορίες. Που βοηθούν να ερμηνεύσει κανείς τη βαθιά και γενικευμένη κρίση που διαπερνά την ελληνική κοινωνία. Και, ταυτόχρονα, να ανιχνεύσει τις προοπτικές που δημιουργούνται για την έξοδο από το μακρύ τούνελ της ύφεσης.
            Μαζί με την οικονομική χρεοκοπία της χώρας, χρεοκόπησαν και πολλά άλλα. Χρεοκόπησε, πρωτίστως, το παρασιτικό μοντέλο του κρατικοδίαιτου επιχειρηματία, ο οποίος δεν αναλάμβανε κανένα επενδυτικό ρίσκο, αλλά βολευόταν με τις μεθόδους της διαπλοκής που συνοψίζονται στο τρίπτυχο: κρατικές επιχορηγήσεις και στραβά μάτια για τη στρέβλωση του υγιούς ανταγωνισμού, τραπεζικά θαλασσοδάνεια, ανεξάντλητη ρευστότητα από τα άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος «χαρτιά» που «μοσχοπουλούσε» στο χρηματιστηριακό καζίνο της Σοφοκλέους. Χρεοκόπησε, επίσης, το πελατειακό κράτος, αλλά και ο λαϊκισμός που το συνόδευε και καθήλωνε τη χώρα στην ακινησία.
Όλα αυτά, βεβαίως, δεν έγιναν ούτε σε μια μέρα, ούτε σε έναν μήνα, ούτε καν σε μια τετραετία. Είναι παθογένειες δεκαετιών, στις οποίες δεν συνέβαλε ένας και μόνον παράγων, ούτε μια παράταξη, αλλά ένα ολόκληρο «σύστημα». Τα αίτια του προβλήματος είναι βαθιά και αποτελεί τεράστια αυταπάτη και πελώρια κοροϊδία να θέλει να πείσει κάποιος ότι η απάντηση μπορεί να βρει τη λύση στον απλοϊκό διαχωρισμό: μνημόνιο και αντιμνημόνιο.
Το δίπολο, άλλωστε, «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» ή όποιο άλλο απλουστευμένο ερμηνευτικό σχήμα, που θέλει όλα να ξεκίνησαν για έναν λόγο και κάποια συγκεκριμένη στιγμή, π.χ. τον Μάιο του 2010, όταν, από το Καστελόριζο, ο τότε πρωθυπουργός ανακοίνωσε την ένταξη στο μηχανισμό στήριξης Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΔΝΤ, απαλλάσσει των ευθυνών της την κρατικοδίαιτη επιχειρηματική διαπλοκή και τους ταγούς που την υπέθαλψαν. Δίνει συγχωροχάρτι στο πολύχρονο πάρτι των μεσαζόντων στους εξοπλισμούς και τις άλλες κρατικές προμήθειες. Παραβλέπει τον σχεδόν μόνιμο δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Κλείνει τα μάτια στην κραιπάλη του υπερδανεισμού για να βολευτούν «δικά μας παιδιά», να πληρωθούν «μαϊμού» συντάξεις, να επιδοτηθούν συνδικαλιστικές ηγεσίες, να εξαγοραστούν μέσα ενημέρωσης. 
Αν έχουν κάποια αξία τούτες οι σκέψεις, δεν είναι για να επαναλάβουμε τις, εν πολλοίς, γνωστές διαπιστώσεις για τη δυσμενή πραγματικότητα που βιώνουμε. Είναι, κυρίως, για να συνειδητοποιήσουμε ότι το «έγκλημα» που συντελέστηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν ήταν στιγμιαίο. Ήταν διαρκές, αλλά χρειάστηκε χρόνο για να αποκαλυφθεί σε όλη την έκταση που τώρα βλέπουμε να φανερώνεται μπροστά μας.
Έχει, επίσης, σημασία να συνειδητοποιήσουμε ότι καμία κρίση, ποτέ δεν ήταν αιώνια. Οι κοινωνίες που τις αντιμετώπισαν, ακόμη και η νεοελληνική που βίωσε άλλες τρεις μεγάλες χρεοκοπίες, τις ξεπέρασαν όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο οποίος για να επιταχυνθεί απαιτεί σχέδιο, αλλά, πάνω από όλα, δημιουργική προσπάθεια.  Από τη χρεοκοπία επί των ημερών του Χαριλάου Τρικούπη, η χώρα λίγα χρόνια μπήκε δυνατή στους Βαλκανικούς Πολέμους. Και από την χρεοκοπία των αρχών της δεκαετίας του 30, όταν έφθασαν στα μέρη μας οι επιπτώσεις του Μεγάλου Κραχ του 1929, οδηγηθήκαμε στο έπος του 40.
 Χωρίς, λοιπόν,  να παριστάνω τον… μάγο, έχω εδραία την πεποίθηση ότι η ανάκαμψη δεν μπορεί παρά να έρθει. Μόνον, όμως, που, όπως το «έγκλημα» δεν ήταν στιγμιαίο, έτσι και η ανάκαμψη δεν θα είναι στιγμιαία. Ή, με τα λόγια του ποιητή, «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή…».  
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.