Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Δέκα λόγοι για να κριθούν από τα πεπραγμένα



Γράφηκαν πολλά και ειπώθηκαν περισσότερα για τη δεύτερη επέτειο από την άνοδο στην εξουσία της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ. Στις απολογιστικές αναλύσεις που έγιναν με αυτή την αφορμή, ήταν αρκετοί εκείνοι που εστίασαν την κριτική τους στις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις των κυβερνώντων, οι οποίοι δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι πριν να ανέλθουν στην εξουσία είχαν υποσχεθεί τα πάντα στους πάντες.
Παρόλο, όμως, που διεκδικούν παγκόσμιο ρεκόρ αθέτησης, αφού δύσκολα μπορεί να βρεθεί άλλη κυβέρνηση που να έχει διαψεύσει τόσες φρούδες ελπίδες που καλλιέργησαν  ο Αλέξης Τσίπρας και οι συνεργάτες του, έχω την εντύπωση ότι πλέον δεν είναι τα υπεσχημένα με βάση τα οποία πρέπει να τοποθετείται κανείς απέναντι σε αυτό το μάλλον μοναδικό φαινόμενο που συνιστά το πολιτικό συνονθύλευμα που έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας τους τελευταίους 24 μήνες.
Είναι πάμπολλοι οι λόγοι για τους οποίους τα κυβερνητικά πεπραγμένα αποκτούν αυξημένη σημασία έναντι των υπεσχημένων. Ο κατάλογος που ο καθένας –είτε τους πίστεψε, είτε όχι- θα μπορούσε να συμπληρώσει, με βάση τις προσωπικές του εμπειρίες, είναι μάλλον ατελείωτος. Γι΄ αυτό, ενδεικτικά και μόνον ο δεκάλογος που ακολουθεί δίνει ίσως ένα συγκριτικό μέτρο των πραγμάτων:
*Κρίνονται, πρώτα από όλα, οι σημερινοί κυβερνώντες για την εκτός ορίων διαστροφή της πραγματικότητας στην οποία διακρίνονται, χρησιμοποιώντας μεθόδους προπαγάνδας που οποιοσδήποτε άνθρωπος με στοιχειώδη αυτοσεβασμό θα απέφευγε μπροστά στον κίνδυνο ότι γίνεται καταγέλαστος. Πως αλλιώς μπορεί μπορεί, για παράδειγμα, να αντιμετωπιστούν τα όσα ισχυρίζεται ο τέως υπουργός Εργασίας ότι δεν περικόπηκαν οι συντάξεις επί των ημερών του ή ότι οι φτωχότεροι συνταξιούχοι έχασαν το ΕΚΑΣ επειδή το είχαν συμφωνήσει οι προηγούμενοι;
*Αξιολογούνται, κατά δεύτερον, για τις ασταμάτητες αυταπάτες που εξακολουθούν να καλλιεργούν, επιχειρώντας να πείσουν –ποιόν άραγε;- πως τάχατες επί των ημερών τους «άλλαξε η Ευρώπη και η υφήλιος όλη». Η αλήθεια είναι όντως ότι η Ευρώπη και ο κόσμος άλλαξαν αυτά τα δύο χρόνια. Μόνον, όμως, που οι αλλαγές οι οποίες επήλθαν είναι στον αντίποδα όσων διακηρύσσουν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, εξαιρουμένης ίσως της ταύτισης του προέδρου των ΑΝΕΛ με τον νέο Αμερικανό Πρόεδρο. Εκτός και αν στους σχεδιασμούς τους ήταν να προκληθεί η επέλαση της ξενοφοβικής Ακροδεξιάς που βλέπουμε να εκτυλίσσεται αυτή την περίοδο ενδεδυμένη τον μανδύα της δήθεν αντισυστημικότητας.
*Ελέγχονται, τρίτον, για την αναξιοκρατία την οποία εγκαθιδρύουν σε όλο το εύρος της δημόσιας ζωής. Η δικαιολογία ότι δεν είναι αυτοί που εφηύραν την οικογενειοκρατία, τον νεποτισμό και την κομματοκρατία, δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για το βόλεμα σε παχυλά αμειβόμενες θέσεις τόσο πολλών ανεπάγγελτων που μέχρι πρότινος κουνούσαν το δάκτυλο σε όσους πάσχιζαν για να στήσουν μια επιχείρηση ή να βγάλουν ένα αξιοπρεπές μεροκάματο καταφεύγοντας σε ιδεοληπτικού τύπου στερεότυπα ότι «η καριέρα είναι χολέρα».
*Εγκαλούνται, τέταρτον, για την χωρίς προηγούμενο σε περίοδο δημοκρατικής ομαλότητας στοχοποίηση όλων όσοι δεν υποτάσσονται στην εξουσία και δεν λιβανίζουν τους κατόχους της. Το ιδιότυπο καθεστώς ομηρίας υπό το οποίο έχουν θέσει ορισμένους ομίλους ενημέρωσης, όπως και τα άθλια non paper που αφειδώς εκδίδουν οι πολυποίκιλοι σκοτεινοί μηχανισμοί προπαγάνδας κάθε φορά που δεν τους βολεύει κάτι που δημοσιεύεται, θα μείνουν στην Ιστορία ως ανεξίτηλη κηλίδα στο πρόσωπο όσων τα εμπνεύστηκαν και όσων τα εφαρμόζουν.  
*Απαιτείται, πέμπτον, να δώσουν λόγο για την ασυγχώρητη υποτακτικότητα που επιδεικνύουν προκειμένου να διατηρήσουν τις καρέκλες της εξουσίας. Ενώ παριστάνουν τους δήθεν ανένδοτους υπερασπιστές των εθνικών συμφερόντων, στην πράξη αποδέχονται όχι μόνον όλα τις απαιτήσεις που είχαν οι δανειστές από τους προηγούμενους (περικοπές εισοδημάτων, ιδιωτικοποιήσεις, κ.ο.κ.) αλλά και πολύ περισσότερα: από τους «κόφτες» έως το ελεγχόμενο από το εξωτερικό Υπερταμείο για τη δημόσια περιουσία που καμία άλλη κυβέρνηση δεν θα τολμούσε να συνομολογήσει.
 *Ομοίως, χρειάζεται, έκτον, να λογοδοτήσουν  για την με κάθε μέσο κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος για να υπηρετηθούν  κομματικές σκοπιμότητες. Είτε αφορούν «μικρά» ζητήματα, όπως η μονιμοποίηση συμβασιούχων στο Δημόσιο που διακηρύσσεται παρόλο που απαγορεύεται ρητά και κατηγορηματικά, είτε πρόκειται για τα μείζονα, όπως η δρομολόγηση –με μορφή κομματικής φιέστας- των διαδικασιών αναθεώρησης του ίδιου του καταστατικού της Ελληνικής Πολιτείας, οι κομματικές σκοπιμότητες τίθενται υπεράνω του γράμματος και του πνεύματος του Συντάγματος.        
 *Είναι, έβδομον, καιρός να απολογηθούν για την καταρράκωση των θεσμών με τις απροσχημάτιστες παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, ώστε να είναι ελεγχόμενη, να κινείται επιλεκτικά και να απονέμεται κατά τη βούληση των κυβερνώντων. Οι απόπειρες παράκαμψης ή ποδηγέτησης των ανεξάρτητων αρχών, μέσω κομματικών εγκάθετων, όπως και η προαναγγελία διώξεων από κυβερνητικούς αξιωματούχους ή κυβερνητικά «παπαγαλάκια» κατά όσων ενοχλούν την εξουσία είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου.
*Δεν δικαιολογούνται, όγδοον, η αλαζονεία και η έπαρση της εξουσίας που έχει καταλάβει πρόσωπα τα οποία επί δεκαετίες ήταν στο περιθώριο της πολιτικής ζωής και στο οποίο είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επιστρέψουν. Όχι μόνον διότι, ούτως ή άλλως, καμία εξουσία δεν απεδείχθη αιώνια. Αλλά, πολύ περισσότερο, επειδή αυτό προοιωνίζεται η ταχεία φθορά την οποία υφίσταται η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ που είναι η πρώτη ιστορικά που υπολείπεται δημοσκοπικά σε τόσο ευρεία κλίμακα.    
*Εξίσου αδικαιολόγητη είναι, ένατον, η εμφυλιοπολεμικού τύπου εχθροπάθεια κατά των πολιτικών αντιπάλων τους που συστηματικά προωθούν. Με κατασκευασμένες αντιπαραθέσεις, ανοίκειους χαρακτηρισμούς και συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα. Το μισαλλόδοξο σύνθημα «ο μη ων μεθ΄ ημών καθ΄ ημών έστι», που αποπνέει σχεδόν κάθε κυβερνητική ενέργεια, αποτελεί τη βασική τροχοπέδη που εμποδίζει όχι μόνον την αναγκαία συναίνεση, αλλά ακόμη και τη στοιχειώδη συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων.     
*Δεν θα μπορέσουν, δέκατον, για όλα αυτά να αποφύγουν τη Νέμεση που αργά ή γρήγορα θα αποδοθεί για την Ύβρη που συνιστά η πολυεπίπεδη κατάπτωσης των πολιτικών ηθών που βιώνουμε τα δύο τελευταία χρόνια. Ο κυνισμός, ο απροσμέτρητος αμοραλισμός και η παντελής έλλειψη πολιτικής ευθιξίας, που χαρακτηρίζει σχεδόν το σύνολο όσων στελεχώνουν την τωρινή εξουσία, δεν μπορεί παρά να βρουν απέναντί τους τη λαϊκή ετυμηγορία.
Ο καιρός γαρ εγγύς…

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Η… σωτηρία του «εγώ από αυτόν δεν χάνω…»


«Εγώ από αυτόν δεν χάνω…», είναι η φράση που, σύμφωνα με συνομιλητές του, χρησιμοποιεί πολύ συχνά ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κάθε φορά που αναφέρεται στον βασικό αντίπαλό του, τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη, σε βάρος του οποίου καταμαρτυρεί τα μύρια όσα.
Δεν είναι, όμως, μόνον οι κατ΄ ιδίαν συζητήσεις του πρωθυπουργού που αποπνέουν την αλαζονική αμετροέπεια με την οποία συνηθίζει να εκφράζεται τόσο για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο και για τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς, όπως για τη Φώφη Γεννηματά και τον Σταύρο Θεοδωράκη. 
Λίγο ως πολύ, στο ίδιο μήκος κινείται και ο δημόσιος λόγος του, στον οποίο κυριαρχούν οι μισαλλόδοξες συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις, η δίκη προθέσεων και η δαιμονοποίηση των πολιτικών αντιπάλων του. Ένα μικρό απάνθισμα από την τελευταία ομιλία του στη Βουλή είναι άκρως χαρακτηριστικό. 
«Εσείς τα δίνετε όλα στον κ. Μητσοτάκη», έψεξε την επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης που λίγο νωρίτερα είχε αποκαλύψει το κάλπη-κο σχέδιό του για την εκ νέου αλλαγή του εκλογικού νόμου που ήταν έτοιμος να δρομολογήσει, με σαφή πρόθεση να διαιωνίσει την παραμονή του στο Μαξίμου και να κόψει τον δρόμο του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας προς την πρωθυπουργία.
Έβαλε ακόμη εναντίον της κυρίας Γεννηματά, υποστηρίζοντας ότι δεν συμφωνούν με την κριτική της προς τον ΣΥΡΙΖΑ «η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία», αλλά και «ο κόσμος που ακολουθεί ιστορικά την παράταξή σας», εμφανιζόμενος ως αυθεντικός εκφραστής τόσο των ευρωσοσιαλιστών όσο και των οπαδών του ΠΑΣΟΚ.
Αλλά εκεί που έδειξε όλο το μένος του ήταν κατά του προέδρου της ΝΔ. «Είναι βαθιά η ταξική αντιπαλότητα που βγάζετε μέσα από τις πολιτικές σας αναφορές», του είπε, υπερασπιζόμενος τον διάσημο συνεργάτη του Νίκο Καρανίκα, ο οποίος μέχρι να στρογγυλοκαθίσει στην παχυλά αμειβόμενη θέση του πρωθυπουργικού συμβούλου υποστήριζε ότι «η καριέρα είναι χολέρα». 
«Το μοναδικό σας σχέδιο είναι: “Βάστα Σόιμπλε και βάστα ΔΝΤ”», ισχυρίστηκε ακόμη απευθυνόμενος στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Για να καταλήξει στην ομιλία του λέγοντας: «Οι διαχωριστικές γραμμές, όμως, έχουν ήδη χαραχθεί. Εμείς με τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας, εσείς με την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και μ’ αυτή την αλαζονική, αντιαισθητική ελίτ να παλεύετε για την παλινόρθωσή σας, αλλά ο τροχός της ιστορίας έχει ήδη γυρίσει».
Αναγνωρίζοντας και «του στραβού το δίκιο», πάντως, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο κ. Τσίπρας δεν είναι ο πρώτος πρωθυπουργός που εμφανίζεται πεπεισμένος για το μόνιμο γύρισμα του τροχού της ιστορίας υπέρ της δικής του εξουσίας. Τα ίδια, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, πίστευαν οι περισσότεροι προκάτοχοί του. Οι οποίοι επίσης διακατέχονταν από την αυτάρεσκη βεβαιότητα του «εγώ από αυτόν δεν χάνω…» όταν αναφέρονταν στους αντιπάλους τους.
Ποιον να πρωτοθυμηθούμε; Τον Κώστα Καραμανλή που πίστευε ότι ήταν άτρωτος απέναντι στον Γιώργο Παπανδρέου μέχρι που ηττήθηκε με διαφορά δέκα μονάδων; Ή τον Αντώνη Σαμαρά που δεν συμφιλιώθηκε ποτέ με την ιδέα της επικράτησης του Αλέξη Τσίπρα; Για να μην πάμε πίσω στην… αιώνια αντιπαλότητα Παπανδρέου-Μητσοτάκη που δεν επέτρεπε σε κανέναν από τους δύο να πιστέψει ότι θα έχανε από τον άλλο.
Παρά ταύτα και χωρίς να έχουν πει τόσα μαζεμένα ψέματα ή να  έχουν διαψεύσει τόσες προσδοκίες, όπως ο νυν πρωθυπουργός, ουδείς τους ξέφυγε από το μοιραίο γύρισμα του τροχού της ιστορίας που έφερε τους αντιπάλους τους στην εξουσία και εκείνους στην αντιπολίτευση. Γι΄ αυτό και είναι πλέον ή βέβαιο ότι το ίδιο θα συμβεί και με τον κ. Τσίπρα.
Πόσω μάλλον που, σύμφωνα με όλες ανεξαιρέτως τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, είναι ο μόνος εν ενεργεία πρωθυπουργός που υπολείπεται τόσο πολύ σε όλα τα δημοσκοπικά ευρήματα –πρόθεση ψήφου, δημοφιλία, παράσταση νίκης, κλπ- από τον βασικό αντίπαλο του. 
Υπό αυτές τις συνθήκες, η οίηση, η οποία είναι εμφανές πλέον ότι έχει καταλάβει τον Αλέξη Τσίπρα, όπως εύκολα διαπίστωνε όποιος παρακολούθησε την τελευταία κόντρα που είχε με τους άλλους αρχηγούς στη Βουλή, μπορεί, εν τέλει, να αποδειχθεί η… σωτηρία της ταλαιπωρημένης από την αέναη στασιμοχρεοκοπία χώρας.
Αν πράγματι ο σημερινός ένοικος του Μεγάρου Μαξίμου έχει όντως πιστέψει στο «εγώ από αυτόν δεν χάνω…», υπάρχει μια ελπίδα να αποτολμήσει την προσφυγή στις κάλπες το επόμενο διάστημα καθώς θα πληθαίνουν τα αδιέξοδα στον ορίζοντα. Αλλιώς, η λύση στο ελληνικό δράμα θα αργήσει. Και οι συνέπειες της αργοπορίας θα είναι, αναμφίβολα, πολύ οδυνηρές.

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

«Αδιανόητο ανοσιούργημα»



Παρά τη θετική τροπή που φαίνεται να παίρνει στον Άρειο Πάγο η υπόθεση με την έκδοση των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών οι οποίοι ζήτησαν άσυλο στη χώρα μας μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, τα μηνύματα για την τελική έκβαση δεν είναι τόσο καθησυχαστικά.
Μετ΄ επιτάσεως τις τελευταίες ημέρες κυκλοφορεί σε «πολιτικούς κύκλους» –ας υπογραμμιστούν οι εντός εισαγωγικών δύο αυτές λέξεις σε τρόπο ώστε να αποσαφηνίζεται ότι οι πληροφορίες που ακολουθούν δεν προεξοφλούν τη δικαστική κρίση- «σενάριο» που θέλει να μεθοδεύεται ένα «αδιανόητο ανοσιούργημα».
Ποιο είναι αυτό το «ανοσιούργημα»; Η «σαλαμοποίηση» της υπόθεσης με την έκδοση διαφορετικών αποφάσεων για τους οκτώ αιτούντες άσυλο, προκειμένου να εκδοθούν τελικώς στην Τουρκία οι έξι  που υπήρξαν αξιωματικοί και να παρασχεθεί άσυλο μόνον στους δύο άλλους που ήταν υπαξιωματικοί.
Με τον τρόπο αυτό, όπως τουλάχιστον διατείνονται οι διακινητές του εν λόγω αδιανόητου σεναρίου, οι εμπνευστές της συγκεκριμένης μεθόδευσης πιστεύουν ότι μπορεί να συμβούν δύο τινά:
*αφενός, «να… κατευναστεί ο απειλητικός Ερντογάν» που «κοιμάται και ξυπνά» με την απαίτηση να του στείλει πίσω η Ελλάδα τους «οκτώ», και 
*αφετέρου, να απαλλαγούν η ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ από την ευθύνη να πουν το τελικό «όχι» στο αίτημα έκδοσης, υπακούοντας στην παράδοση που κληροδότησαν στον δυτικό κόσμο τα αρχαιοελληνικά ήθη.
Ο διαχωρισμός των υποθέσεων, λένε οι ίδιοι «σεναριολόγοι», θα δώσει το απαραίτητο πρόσχημα στην κυβερνητική ηγεσία να ισχυριστεί ότι «λόγοι σεβασμού προς τη λειτουργία της Δικαιοσύνης δεν μας επιτρέπουν να ακυρώσουμε την ετυμηγορία των ανώτατων δικαστών που ανεπηρέαστοι έκριναν ότι πρέπει να δοθεί άσυλο στους δύο και να εκδοθούν οι υπόλοιποι έξι». Και όποιος το πιστέψει, το πίστεψε…
Υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσε κανείς να παρακάμψει όλα τα πιο πάνω, αποδίδοντάς τα είτε σε ανεφάρμοστες «ασκήσεις επί χάρτου» είτε σε ευφάνταστες «θεωρίες συνωμοσίες». Δυστυχώς, όμως, δεν είναι τίποτε από τα δύο, αφού οι σχετικές συζητήσεις είναι δεδομένες. Και, κατά ασφαλείς πληροφορίες, έχουν γίνει σε υψηλά κλιμάκια.
Στις ανησυχητικές αυτές πληροφορίες έρχεται να προστεθεί και ο εύλογος προβληματισμός που πηγάζει από το γεγονός ότι για κάποιον ανεξήγητο λόγο οκτώ άνθρωποι που έφθασαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στη χώρα μας και «βαρύνονται» -όσο βαρύνονται…- με τα ίδια ακριβώς αδικήματα, βρέθηκαν να δικάζονται από τρεις διαφορετικές δικαστικές συνθέσεις. Ενώ για την τύχη τους, μέχρι τώρα τουλάχιστον, έχουν εκδοθεί αντικρουόμενες αποφάσεις που κρίνονται πλέον στον ανώτατο βαθμό, αλλά και πάλι σε χωριστές δίκες.
Γι΄ αυτό και αν επιβεβαιωθούν όσα διακινούνται στα πολιτικά παρασκήνια και εξελιχθεί κατ΄  αυτόν τον τρόπο το «σενάριο» της «σαλαμοποίησης» που κυκλοφορεί, θα πρόκειται για μια χωρίς προηγούμενο απροσχημάτιστη μεθόδευση που θα εκθέσει ανεπανόρθωτα ηθικά και πολιτικά εκείνους που την εμπνεύστηκαν και, πολύ περισσότερο, εκείνους οι οποίοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα συνηγορήσουν στην εφαρμογή της.
Με όλα τα γνωστά προβλήματά της, κυριότερο από τα οποία μοιάζει να είναι στις μέρες μας η μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή της, η ελληνική Δικαιοσύνη έχει αποδείξει ότι μπορεί να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων και οι λειτουργοί της –πλειοψηφικά, τουλάχιστον- έχουν δώσει δείγματα γραφής ότι μπορεί να καταλήγουν σε ετυμηγορίες που αντιτίθενται με τις υστερόβουλες επιθυμίες της εκτελεστικής εξουσίας.
Το απέδειξαν παλαιότερα όταν θαρραλέοι δικαστές αντιστάθηκαν στις πολιτικές πιέσεις και αρνήθηκαν έκδοση στη Γερμανία προσώπου που κατηγορούνταν για τρομοκρατία. Το απέδειξαν, επίσης, πρόσφατα οι δικαστές του ΣτΕ που, σε πείσμα της βεβαιότητας περί του αντιθέτου την οποία εξέφραζαν δημοσίως υψηλοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι, έκριναν αντισυνταγματικό τον νόμο για τις τηλεοπτικές άδειες.
Πέρα, λοιπόν, από τις όποιες σκοπιμότητες που μπορεί να εδράζονται σε δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί σε υψηλό πολιτικό επίπεδο ή να οφείλονται σε ψοφοδεή αντιμετώπιση των απειλών ότι «θα μας πνίξουν με τα στίφη των μεταναστών που θα μας στείλουν», η επιχειρηματολογία υπέρ της παροχής ασύλου στους Τούρκους στρατιωτικούς βρίσκει ισχυρά ερείσματα τόσο σε ιστορικούς όσο και σε νομικούς λόγους: 
*Στην ιστορική διάσταση της υπόθεσης, είναι γνωστή η αντιμετώπιση την οποία είχαν από ευρωπαϊκές χώρες συμπατριώτες μας που αντιστάθηκαν στη Χούντα –το πολιτικό άσυλο που εξασφάλισαν στην Ιταλία όπου κατέφυγαν οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί του αντιτορπιλικού «Βέλος» μετά το Κίνημα του Ναυτικού το 1973 έχει πολλές αναλογίες με τους «οκτώ», ενώ
*Σε στενά νομικό επίπεδο, δεν είναι καθόλου εύκολο να απορρίψει κανείς τη βασιμότητα της υπερασπιστικής τους γραμμής, σύμφωνα με την οποία, εφόσον εκδοθούν, κινδυνεύει η ζωή τους και δεν θα τύχουν δίκαιης τύχης από το ιδιότυπο καθεστώς που έχει εγκαθιδρυθεί στη γειτονική χώρα.
Υ.Γ.: Είναι μάλλον η πρώτη φορά που γράφω ένα κείμενο με την ελπίδα και τη διακαή επιθυμία να διαψευστεί…

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Κυβέρνηση για όσους «τρώνε, πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν»



            Η πολιτική ευθιξία δεν ήταν ποτέ ψηλά στον κώδικα αξιών του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Γι΄ αυτό και είναι μάλλον σπάνιες οι περιπτώσεις ανάληψης πολιτικής ευθύνης και συνακόλουθα οι παραιτήσεις πολιτικών αξιωματούχων για λάθη, παραλείψεις, αστοχίες, διαψεύσεις ή αδυναμία τήρησης των υπεσχημένων και στοιχειώδους εκπλήρωσης των προσδοκιών με τις οποίες κάποιος αναρριχήθηκε στο αξίωμα που κατέχει.
Όπως εύκολα, ωστόσο, μπορεί ο καθένας από μας να θυμηθεί, είτε επειδή έχει προσωπικές μνήμες από παλαιότερες περιόδους, είτε επειδή το διάβασε στην Ιστορία, όσο και αν σπάνιζε και κατά το παρελθόν το φαινόμενο της υποβολής παραιτήσεων για λόγους ευθιξίας, ενέργειες αυτού του είδους, ποτέ δεν εξέλιπαν, έστω και ως εξαιρέσεις στον κανόνα, από τα πολιτικά θέσμια οι παραιτήσεις.
Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις η ίδια η παραίτηση ή και η αποδοχή της θεωρούνταν τιμητικές πράξεις είτε για τους παραιτούμενους είτε για εκείνους, τους πολιτικούς προϊσταμένους, οι οποίοι ζητούσαν τις παραιτήσεις ανταποκρινόμενοι σε απαίτηση της κοινωνίας ή εκφράζοντας ελάχιστο σεβασμό σε αυτό που αποκαλούμε «κοινό περί δικαίου αίσθημα».   
 Ο αείμνηστος Αναστάσης Πεπονής, ο Σταύρος Δήμας και ο Κώστας Σημίτης είναι μόνον τρία από τα πρόσωπα τα οποία, χωρίς ιδιαίτερη έρευνα, μπορώ να ανασύρω στη μνήμη μου για να επισημάνω ότι ενίσχυσαν κατακόρυφα το προσωπικό τους κύρος εγκαταλείποντας τις υπουργικές καρέκλες. Και ας μην ξεχνούμε πόσο ισχυρότεροι ήταν οι πρωθυπουργοί που απέπεμπαν που και που κάποιον από τους υπουργούς τους.
Τέτοιες πρωτοβουλίες, όμως, μοιάζουν πλέον να αποτελούν πολύ μακρινό παρελθόν. Στη μίζερη, αντιθέτως, πραγματικότητα που βιώνουμε την τελευταία διετία με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, κανείς από τους κατέχοντες μικρότερα ή μεγαλύτερα αξιώματα δεν αισθάνεται να θίγεται με όσα πρωτοφανή συμβαίνουν γύρω μας και για τα οποία δεν μπορεί να μην έχουν κάποιοι τη λεγόμενη «αντικειμενική πολιτική ευθύνη». Ούτε, βεβαίως, κανείς από τους υψηλότερα ιστάμενους δεν τους ζητάει να παραιτηθούν όσο και αν υποπίπτουν σε –πολιτικά και όχι μόνον- «παραπτώματα».
Από το καλοκαίρι του 2015, οπότε συντελέστηκε η μαζική έξοδος από τον ΣΥΡΙΖΑ των στελεχών που ακολούθησαν τον Παναγιώτη Λαφαζάνη στην ίδρυση της Λαϊκής Ενότητας, θα έλεγε κανείς ότι οι εναπομείναντες στον κυβερνητικό μηχανισμό δείχνουν να θεωρούν τους εαυτούς τους τόσο… σπουδαία πολιτικά μεγέθη που ό,τι και να συμβεί αυτοί δεν πρόκειται ποτέ τους να εγκαταλείψουν την εξουσία.
Μπορεί να λένε και να κάνουν τα πάντα, αλλά και τα ακριβώς αντίθετά τους. Χωρίς να δίνουν ή να τους ζητούνται εξηγήσεις. Πόσω μάλλον να υφίστανται την παραμικρή  κύρωση. Σε όποιον τους ασκεί κριτική, εντός ή εκτός Ελλάδος, του κολλούν τη ρετσινιά ότι είναι «κατευθυνόμενος» ή «διαπλεκόμενος» και... καθαρίζουν.
Όχι μόνον δεν απολογούνται για την άνευ προηγουμένου εξαπάτηση των πολιτών με τις υποσχέσεις για σκίσιμο των Μνημονίων και «σεισάχθεια», ενώ εφαρμόζουν την πιο ακραία μνημονιακή λιτότητα, αλλά συμπεριφέρονται σαν να μην τρέχει απολύτως τίποτε. Και δεν δίνουν σε κανένα λόγο ούτε τα… χαμένα εκατομμύρια από τα «πόθεν έσχες» τους ούτε για τις καταθέσεις τους που εξακολουθούν να τις έχουν στο εξωτερικό όταν η πλειονότητα των Ελλήνων στενάζει από τα capital controls που εκείνοι επέβαλαν.
Αρνούνται, φυσικά, να δώσουν λογαριασμό για τα αλισβερίσια που είχαν στο παρελθόν με το δημόσιο χρήμα ή για τους διορισμούς που τώρα κάνουν. Και δεν… συγκινούνται ούτε για το «Βατερλό» στο οποίο κατέληξε η υποτιθέμενη μάχη κατά της διαπλοκής, ούτε, πολύ περισσότερο, από το διεθνές κάζο με τις αμέτρητες κωλοτούμπες και τις επιστολές υποτέλειας που ακολουθούν  τους ψευτοτσαμπουκάδες της δήθεν σύγκρουσης με τους δανειστές.
Μοιάζει ειρωνεία, αλλά από τον εκλογικό Σεπτέμβριο του 2015, το μόνο στέλεχος που αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση ήταν ο Παναγιώτης Σγουρίδης, ο προερχόμενος από τους ΑΝΕΛ και απώτερα από το παλαιό ΠΑΣΟΚ πρώην υφυπουργός Υποδομών, ο οποίος έχασε τη θέση του επειδή σε μια κρίση ειλικρίνειας είχε την… αφέλεια να παραδεχθεί δημοσίως αυτό που είναι παγκοίνως γνωστό: ότι δηλαδή «οι πολιτικοί δυστυχώς δεν κρίνονται από αυτά που κάνουν αλλά από αυτά που έλεγαν…»
«Αν δεν τάξεις, δεν σε ψηφίζουν», είχε ομολογήσει σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό της Αλεξανδρούπολης «Maximum 93,6», προσθέτοντας μάλλον αφοπλιστικά: «Όταν σου μιλάει κάποιος ορθολογιστικά δεν είναι καλός. Επειδή είμαι παλιά καραβάνα και επειδή δεν φείδομαι των λόγων μου, πρέπει κάποια στιγμή να πούμε την αλήθεια. Αυτή είναι η αλήθεια».
Δεν απέφυγε, μάλιστα, καθώς στην επικαιρότητα ήταν τότε οι κινητοποιήσεις των αγροτών που ζητούσαν τήρηση των υπεσχημένων από τον Αλέξη Τσίπρα, να κάνει το… μοιραίο λάθος που ήταν η αναγνώριση ότι (και) οι άνθρωποι της υπαίθρου ήταν μεταξύ αυτών που παραπλάνησε ο σημερινός πρωθυπουργός. «Όπως και ο προηγούμενος. “Ζάππειο 1”, “Ζάππειο 2”, “Ζάππειο 3”. Όπως τα “λεφτά υπάρχουν”...», απάντησε ο Παναγιώτης Σγουρίδης όταν ρωτήθηκε σχετικώς.
Αντί, όμως, η απάντηση του άμοιρου πολιτικού από την Ξάνθη να γίνει το όχημα για να προσγειωθούν στο γήπεδο της ειλικρίνειας οι εξωφρενικές κυβερνητικές (αυτ)απάτες, ο ίδιος εξωπετάχθηκε κακήν κακώς από την κυβέρνηση. «Δικαίως», ίσως, αφού πρόκειται για μια κυβέρνηση στην οποία φαίνεται πως υπάρχουν θέσεις μόνον για όσους, κατά τη δημώδη φράση που βρίσκει ισχυρό έρεισμα στην επικαιρότητα των ημερών, «τρώνε, πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν…».