Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάντειο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάντειο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

Στους φοιτητές της, αν τη ρωτήσουν, τι θα πει;

 

Οι μετακινήσεις από ένα κόμμα σε άλλο γνωστών -ή και λιγότερο γνωστών- πολιτικών στελεχών δεν είναι ασυνήθιστο γεγονός. Το συναντάμε δεκαετίες τώρα, τόσο, κατά κόρον, στην εγχώρια όσο και στη διεθνή σκηνή. 

Για παράδειγμα, πριν από μερικά χρόνια ο Ζακ Λανγκ, εμβληματικός υπουργός Πολιτισμού στις κυβερνήσεις του Γάλλου σοσιαλιστή Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν, δεν δυσκολεύτηκε να αναλάβει κρατικό αξίωμα που του ανατέθηκε από τη δεξιά διακυβέρνηση του Νικολά Σαρκοζί. Στις αντιδράσεις, που ευλόγως ξεσηκώθηκαν, ο ίδιος υπερασπίστηκε το δικαίωμα και το καθήκον που είχε να… προσφέρει στην πατρίδα.

Η επωδός της «προσφοράς» είναι η μόνιμη δικαιολογία που προβάλλεται και στα καθ΄ ημάς κάθε φορά που κάποιος -και είναι πολλοί τα τελευταία χρόνια- μεταπηδά από μια κομματική παράταξη σε άλλη. Την περίοδο, μάλιστα, που κορυφώθηκε η μνημονιακή κατάρρευση ίσως να έφθαναν και στο ήμισυ του συνόλου οι απαρτίζοντες το πολιτικό προσωπικό που είχαν «δει το φως το αληθινό» και έσπευσαν να αλλάξουν κομματική στέγη για να αναβαπτιστούν σε κάθε είδους «κολυμβήθρες του Σιλωάμ».

Κάποιες φορές αυτό έγινε με τήρηση των στοιχειωδών προσχημάτων. Προηγούνταν υπόγειες συνεννοήσεις που διαρκούσαν κάποιο διάστημα ώστε να προλειανθεί το επικοινωνιακό έδαφος για τη «μεταγραφή». Συχνά, όμως, όλα κυλούσαν με απροκάλυπτα αμοραλιστική σπουδή. Ουδείς, ούτε ο μεταγραφόμενος, ούτε οι ιθύνοντες του χώρου υποδοχής του, υπολόγιζαν το δικαιολογημένο σοκ που προκαλείται στην κοινή γνώμη από την απότομη μεταμόρφωση ενός πολιτικού στελέχους το οποίο υποστηρίζει σήμερα τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που στεντορείως διατυμπάνιζε την προηγούμενη ημέρα.

Η κυρία Ζέφη Δημαδάμα, η οποία διορίστηκε Γενική Γραμματέας Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο νεοσύστατο υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, ήταν μέχρι την ώρα που ανακοινώθηκε από το Μέγαρο Μαξίμου η τοποθέτησή της στην κυβερνητική αυτή θέση δραστήριο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και επί σειρά ετών μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του. Στις τελευταίες εκλογές δεν έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής επειδή, όπως δήλωσε, στερείτο των οικονομικών πόρων που απαιτούνταν να ξοδευτούν στον προεκλογικό αγώνα.

Στρατεύθηκε, παρά ταύτα, στον αγώνα της παράταξής της και με συνεχείς παρουσίες στα μέσα ενημέρωσης δεν περιορίστηκε στην υποστήριξη του κόμματός της. Ξιφουλκούσε με πάθος κατά της κυβερνητικής παράταξης και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Επέμενε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν πρέπει να συνεργαστεί με τη Δεξιά που παρακολουθούσε τον αρχηγό της. Και, ενόψει των δεύτερων εκλογών, ζητούσε από τους ψηφοφόρους να καταψηφίσουν τη ΝΔ για να μην είναι παντοδύναμη κυβέρνηση.

Οι πολίτες δεν εισάκουσαν την προτροπή της κυρίας Δημαδάμα, πλην, όμως, η τελευταία φαίνεται ότι δεν δίστασε να κάνει αυτό που δεν ήθελε να κάνει το κόμμα της. Όχι μόνον ανέλαβε ασμένως το κυβερνητικό πόστο που προφανώς της προσφέρθηκε, αλλά δεν είχε καν την πρόνοια να απεκδυθεί νωρίτερα τα κομματικά αξιώματα που κατείχε στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες, καθώς με το «διαβατήριο» του ΠΑΣΟΚ μετείχε ως αντιπρόεδρος στο PES WOMΕN, τη γυναικεία οργάνωση του κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών.

Προηγήθηκε η διαγραφή της από τη Χαριλάου Τρικούπη και κατόπιν η ίδια αισθάνθηκε την ανάγκη να πληροφορήσει το διαδικτυακό κοινό της ότι θεωρεί «αυτονόητη την υποβολή παραίτησης από κάθε ιδιότητα με κομματικό πρόσημο για λόγους δεοντολογίας και με την πεποίθηση ότι αναλαμβάνει μια αποστολή εθνικού ενδιαφέροντος, η ευόδωση της οποίας προϋποθέτει τη συνεννόηση όλων των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων». 

Καταλαβαίνει κανείς πόσο παράταιρα φάνταζαν όλα αυτά όταν άρχισαν να παρατίθενται οι πολύ πρόσφατες φαρμακερές ατάκες κατά της κυβέρνησης που περιείχαν οι τηλεοπτικές συνεντεύξεις και οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της κυρίας Δημαδάμα. Η οποία την παραμονή των τελευταίων εκλογών μάς διαβεβαίωνε ότι «στις 25 Ιουνίου ψηφίζουμε για το καλό της χώρας, όχι για να βολευτούμε σε κομματικές ή κυβερνητικές θέσεις».

Δεν γνωρίζω προσωπικά τη νέα Γενική Γραμματέα Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Και, ως εκ τούτου, δεν έχω άποψη για τις ικανότητές της και ειδικώς αν είναι τέτοιες που να καθιστούν την επιλογή της ως την καλύτερη για το συγκεκριμένο αξίωμα. Θυμάμαι ότι πριν από μερικούς μήνες, στο πλαίσιο του #metoo, προκάλεσε μεγάλο θόρυβο γύρω από το όνομά της, αφήνοντας να εννοηθεί ότι κάποιο στέλεχος που είχε φύγει πλέον από το ΠΑΣΟΚ την είχε παρενοχλήσει παλαιότερα. Δεν είπε, όμως, ποτέ το όνομά του. Και ούτε ξεδιαλύθηκε η βασιμότητα των ισχυρισμών της. 

Αρκετοί από τους ανθρώπους που τη γνωρίζουν υποστηρίζουν ότι πρόκειται για «πολύ φιλόδοξο, πλην, όμως, σοβαρό πρόσωπο». Κάτι που μένει να αποδειχθεί τώρα που -στο μέτρο του αξιώματός της- θα ασκεί εξουσία. Επειδή, ωστόσο, πληροφορούμαι ότι είναι και διδάσκουσα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, προσωπικά θα έχω πάντα την απορία για τον τρόπο με τον οποίο θα απαντήσει στους φοιτητές της όταν τη ρωτήσουν στο αμφιθέατρο αν είναι περήφανη για όσα έλεγε πριν διοριστεί.

Ξέρω, ξέρω, δεν είναι η πρώτη. Και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία. Αλλά η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας δεν μπορεί να αποτελεί αέναο άλλοθι. Και ούτε οι κωλοτούμπες μπορεί να πολιτογραφηθούν ως κανονικότητα!

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

«Μπλοκάκι» ή εκδρομικός σάκος;



Η πρόσφατη τηλεοπτική εμφάνιση του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη ήρθε να υπογραμμίσει με τον πλέον εμφαντικό τρόπο την αέναη διαπάλη ανάμεσα στις δύο Ελλάδες: την Ελλάδα της σοβαρότητας, των τεκμηριωμένων θέσεων και της εστίασης στο αποτέλεσμα, που  αντιπαλεύει με την Ελλάδα της μπουρδολογίας, των μεγαλόστομων διακηρύξεων και της επιδίωξης των πρόσκαιρων επικοινωνιακών εντυπώσεων. 
Η εικόνα του πρώην πρωθυπουργού (στον Σκάι) να επιχειρηματολογεί, παραθέτοντας πίνακες με στοιχεία σχεδόν για κάθε τι το οποίο έλεγε, υπήρξε εντυπωσιακή, κυρίως αν επιχειρήσει να την αντιπαραβάλει κανείς με το θέαμα που εμφανίζουν αρκετοί από εκείνους οι οποίοι στελέχωσαν τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν την οκταετία Σημίτη με τα γνωστά αποτελέσματα και της μιας και της άλλης περιόδου.
Τι να πρωτοθυμηθεί κάποιος; Τον υπουργό Οικονομικών της διάδοχης κυβέρνησης ο οποίος άφησε άναυδη τη νυν γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ όταν, κατά τον ισχυρισμό της τελευταίας, κάνοντας λογαριασμούς πάνω στη… χαρτοπετσέτα από το τραπέζι που της παρέθετε, προσπάθησε να την πείσει ότι είχε καταφέρει να σώσει από την παγκόσμια κρίση την ελληνική οικονομία που μερικούς μήνες αργότερα χρεοκόπησε;
Αλλά δεν είναι μόνο η… σημειολογία των λογαριασμών της χαρτοπετσέτας που μπορεί να θεωρηθεί και μεμονωμένο περιστατικό. Είναι, πολύ περισσότερο, το «σύνδρομο του… εκδρομικού σάκου» που φαίνεται να βαρύνει τους περισσότερους ιθύνοντες της ελληνικής οικονομίας κατά την μνημονιακή περίοδο. Το θέαμα της προσέλευσης στις συνεδριάσεις του Ecofin ή του Eurogroup με εκδρομικό σάκο πλάτης αντί για χαρτοφύλακα είναι αποκλειστικά ελληνική πατέντα. Και αποτελεί μάλλον δηλωτικό της νοοτροπίας που διακατέχει όσους ακολουθούν τον συγκεκριμένο ενδυματολογικό κώδικα. 
Με αποκορύφωμα την περίοδο Βαρουφάκη, που η προσέλευση της ελληνικής αντιπροσωπείας περιλάμβανε και την μοναδικότητα των εμφανίσεων στις επίσημες συνεδριάσεις με… τα πουκάμισα έξω από το παντελόνι, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κάποιος για τη σκοπιμότητα τέτοιων επιλογών. Όποια εξήγηση, ωστόσο, και αν δοθεί, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι… εκδρομικοί τύποι που μας εκπροσωπούν στις Βρυξέλλες και αλλού αντιπροσωπεύουν την Ελλάδα που δεν αρέσκεται στα στοιχεία, απορρίπτει την αντιπαράθεση που βασίζεται σε αυτά και προτιμά την καταφυγή στην ευκολία αστείων επιχειρημάτων του τύπου «οι άνθρωποι είναι πάνω από τους αριθμούς».
Όλοι αυτοί, όπως και όσοι συμπορεύονται μαζί τους, αντιπροσωπεύουν την Ελλάδα που θεωρούσε και θεωρεί τον Κώστα Σημίτη «λογιστάκο». Την Ελλάδα που λοιδορούσε το περιβόητο «μπλοκάκι» στο οποίο ο πρώην πρωθυπουργός κατέγραφε όλα όσα αφορούσαν τη δουλειά τη δική του και των συνεργατών του: σχεδιασμούς, προτεραιότητες, εκκρεμότητες, εξαγγελίες και ό,τι άλλο έπρεπε να υλοποιηθεί εντός ορισμένου χρονικού ορίου.  
Κακά τα ψέματα, η Ελλάδα του Σημίτη δεν ήταν… επίγειος παράδεισος. Χάρις, όμως, και στο πολυσυζητημένο «μπλοκάκι», υπήρξε, από πολλές απόψεις και κυρίως από τη σκοπιά της γενικής ευημερίας των Ελλήνων, η καλύτερη περίοδος από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους, όπως καταδεικνύουν οι… επάρατοι αριθμοί. Γι’ αυτό, μάλλον μόνον όποιος φοράει παραμορφωτικούς φακούς μπορεί να αρνηθεί ότι η Ελλάδα της περιόδου 1996-2004 ήταν μια χώρα που προσέγγιζε την ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Ήταν, αναμφισβήτητα, η πλέον αισιόδοξη εποχή που βίωσε η χώρα, η οποία, με τα καλά της και τα στραβά της, έβαζε υψηλούς στόχους, πάσχιζε γι΄ αυτούς και τις περισσότερες φορές τούς πετύχαινε. Όση, για παράδειγμα, προπαγανδιστική διαστρέβλωση και αν ασκηθεί από τους αρνητές των αριθμών, η Ολυμπιάδα του 2004 δεν πρόκειται να πάψει να είναι το πιο περίπλοκο εγχείρημα που έφερε εις πέρας η μικρή Ελλάδα. Αν μάλιστα είχαν αξιοποιηθεί καταλλήλως από τους επόμενους τα έργα, τα οποία μαζί με τις συνοδευτικές υποδομές κόστισαν, σύμφωνα με επίσημη μελέτη, περίπου 10 δισ. ευρώ, οι Αγώνες όχι μόνον δεν θα συνέβαλαν στην χρεοκοπία, που εξελίχθηκε πέντε χρόνια μετά, αλλά θα μπορούσαν να την είχαν αποτρέψει.
Σε αντίθεση με τους μάλλον μετριοπαθείς τόνους που χαρακτήρισαν την κριτική την οποία άσκησε ο πρώην πρωθυπουργός στη συνέντευξή του, οι αντιδράσεις από τους επικριτές του υπήρξαν οξύτατες. Δεν προκαλεί, πάντως, εντύπωση ότι οι περισσότεροι από όσους αντέδρασαν στα λεγόμενά του –τωρινοί αλλά και παλαιότεροι κυβερνώντες, κατά βάση- δεν βρήκαν σοβαρά στοιχεία για να τον αντικρούσουν.
Προτίμησαν, έτσι, να οχυρωθούν πίσω από γενικότητες για τα κρούσματα διαφθοράς και διαπλοκής που σημειώθηκαν επί των ημερών του. Λες και η Ελλάδα πριν ή μετά τη δική του εποχή ήταν το απαύγασμα της διαφάνειας ή ότι μετέπειτα τα έργα δεν τα έπαιρναν και τα παίρνουν οι ίδιοι ακριβώς εργολάβοι. Πόσω μάλλον που ο ίδιος όχι μόνον δεν ενεπλάκη προσωπικά σε σκοτεινές υποθέσεις –παρόλο που κάποιοι αετονύχηδες ενθυλάκωσαν μέχρι τη σύνταξη του καθηγητή που είχε παραχωρήσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο- αλλά, οπότε υπέπεσαν στην αντίληψή του καταγγελίες ή στοιχεία, υπήρξε άτεγκτος με τον περίγυρό του.
Για να έχουμε, πάντως, ένα μέτρο των πραγμάτων, αρκεί να δει κανείς τη σύνθεση των επικριτών του: η μεγάλη πλειονότητά τους προέρχεται είτε από την κατηγορία εκείνων που επικρότησαν το άρον – άρον κλείσιμο της Βουλής για να παραγραφούν τυχόν αδικήματα που θα μπορούσαν να βαρύνουν πολιτικούς της επόμενης περιόδου είτε από τις τάξεις όσων τους είχαν συνεπάρει… πρωτότυπες ιδέες όπως το «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» και αποκαλούσαν στην αρχή «asset της κυβέρνησης» και εν συνεχεία «ανόητο» τον «διαπραγματευτή με τα πουκάμισα έξω».
Κατά τα φαινόμενα, δεν είναι τυχαία η συμπόρευση των δύο αυτών κατηγοριών. Τους ενώνει η απέχθεια προς τα στοιχεία που μπορεί να είναι καταγεγραμμένα σε «μπλοκάκια» και να εκθέτουν όσους προσέρχονται σε διαπραγματεύσεις με εκδρομικούς σάκους στην πλάτη.