Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μιτεράν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μιτεράν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Ο πληθωρισμός αποδεικνύεται τελικά πολύ… ξεροκέφαλος

 

Το λάδι, το τυρί και τα φρούτα, είναι τρία είδη βασικής διατροφής τα οποία, σε αντίθεση με άλλα αγαθά που είναι κατά βάση εισαγόμενα, όπως, για παράδειγμα, το κρέας, είναι, κατά κύριο λόγο, παραγόμενα στην εγχώρια αγορά. Και, όμως, ενώ για πάνω από δύο χρόνια τώρα ακούμε για τον «παροδικό» και «εισαγόμενο» πληθωρισμό, η Ελλάδα τον περασμένο μήνα αποδείχθηκε ευρωπαϊκή πρωταθλήτρια στις ανατιμήσεις που καταγράφηκαν στα συγκεκριμένα είδη.

Για να δούμε ολόκληρη την εικόνα, πάντως, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι αυξήσεις ρεκόρ του Δεκεμβρίου 2023 αφορούσαν εν γένει τον δείκτη με τις τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα που, με βάση τα στοιχεία της Eurostat, ανέβηκε κατά 8,9% έναντι 6% που ήταν ο μέσος όρος στην ευρωζώνη. Και για να μη σπεύσει κανείς να πει ότι ήταν κάτι εξαιρετικό και πρόσκαιρο, αρκεί να παρατηρήσουμε ότι ανάλογα ήταν τα πράγματα και τον αμέσως προηγούμενο μήνα.

Από το καλοκαίρι του 2021, οπότε, με αφορμή το γεγονός ότι ο πλανήτης άφησε πίσω του τα lockdown της πανδημίας του κορωνοϊού και άρχισαν να αναδύονται οι πρώτες έπειτα από δύο δεκαετίες έντονες πληθωριστικές πιέσεις, που ήταν απότοκες της δυσαρμονίας ανάμεσα στην περιορισμένη προσφορά αγαθών και στην αυξημένη ζήτηση, οι ανατιμήσεις στις αγορές προϊόντων και κυρίως στα βασικά καταναλωτικά αγαθά, ήρθαν για να μείνουν.

Τον πρώτο καιρό οι αυξήσεις στη χώρα μας δεν ήταν πολύ μεγάλες. Γι΄ αυτό και οι αρμόδιοι αυτάρεσκα προέβλεπαν σύντομη αποκλιμάκωση της ακρίβειας. Παρόλο που μήνα με το μήνα οι ανατιμήσεις έδειχναν τα δόντια τους με τα οποία κατέτρωγε όλο και μεγαλύτερο μέρος από τα εισοδήματα των νοικοκυριών, το επίσημο «αφήγημα» δεν άλλαζε.

Την ίδια ώρα οι τιμές συνέχιζαν να παίρνουν την ανιούσα, σε πείσμα των κυβερνητικών μέτρων, με τα πολυποίκιλα «καλάθια» («του νοικοκυριού», «του Αη Βασίλη», κ.λπ.), το περιβόητο «market pass», την υποτιθέμενη «μόνιμη μείωση τιμής» ή τα πρόστιμα που αποδείχθηκαν «χάδια» συγκρινόμενα με τις προκλητικά κερδοσκοπικές παραπλανήσεις των καταναλωτών.

Αυτές τις μέρες κατατέθηκε στη Βουλή μια ακόμη δέσμη μέτρων που τίποτε δεν μαρτυρά ότι θα αντιστρέψει την δυσμενή τροπή που έχουν λάβει τα πράγματα. Ας τα δούμε αναλυτικά, χρησιμοποιώντας αυτολεξεί τα λόγια του κυβερνητικού εκπρόσωπου Παύλου Μαρινάκη, όπως διατυπώθηκαν στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών:

«1. Μειώνουμε παροχές προς τα super market και εξασφαλίζουμε χαμηλότερες τιμές για τον καταναλωτή. Το μέτρο αυτό αφορά απορρυπαντικά, καθαριστικά σπιτιού, οδοντόκρεμες, αφρόλουτρα, σαμπουάν και βρεφικές πάνες.

2. Αποτροπή αδικαιολόγητων ανατιμήσεων. Σε περίπτωση που κάποιος προμηθευτής έχει αυξήσει τις τιμές των προϊόντων του δεν θα επιτρέπεται για τρεις μήνες να υλοποιήσει προωθητικές ενέργειες για τα προϊόντα που έχει ανατιμήσει.

3. “Καθαρές” τιμές από το χωράφι στο ράφι.

4. Πλαφόν στο μικτό περιθώριο κέρδους για το βρεφικό γάλα».

Σύμφωνα με τον κ. Μαρινάκη, «η κρίσιμη και δραστική παρέμβαση αυτή επιτυγχάνει:

- άμεση μείωση της τιμής σε βασικά αγαθά.

- επιπλέον όφελος για τον καταναλωτή καθώς οι εκπτώσεις και προσφορές θα γίνονται πάνω στις νέες μειωμένες τιμές.

- αποτρέπουμε την παραπλάνηση των καταναλωτών με πλασματικές εκπτώσεις.

- αυστηροποιούμε, διευρύνουμε και αξιοποιούμε τις νέες τεχνολογίες για τη διενέργεια ελέγχων και την αποτροπή φαινομένων αισχροκέρδειας».

Κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, ο οποίος στην πραγματικότητα μετέφερε αυτούσιους τους ισχυρισμούς της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης, που έχει το πρόσταγμα στην εποπτεία της αγοράς, «όσο η ακρίβεια συνεχίζεται, θα συνεχίζουμε να στηρίζουμε τους πολίτες και να αντιμετωπίζουμε δυναμικά ένα δυναμικό φαινόμενο».

Είναι αλήθεια ότι η σημερινή κυβέρνηση, σε αντίθεση με το κλασσικό φαινόμενο της άρνησης της πραγματικότητας, έχει αλλάξει επικοινωνιακή στρατηγική και ξεκινά την προσέγγιση του θέματος αναγνωρίζοντας το αυτονόητο: ότι, δηλαδή, «η ακρίβεια είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που ταλανίζει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία».

Στα επιμέρους, ωστόσο, όποιος ακούσει τον αρμόδιο υπουργό Κώστα Σκρέκα βρίσκει ότι δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να επιχειρεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Για παράδειγμα:

*Γιατί πρέπει να περιμένουμε έως τις αρχές Μαρτίου για να αποδώσουν τα μέτρα, όπως διατείνεται ο ίδιος στις δημόσιες παρεμβάσεις του; Ως τότε, θα είναι όλα καλά και οι παραγωγοί και οι έμποροι θα μπορούν να αυξήσουν όσο τους παίρνει τις τιμές των προϊόντων, προτού να τις μειώσουν προσχηματικά;

*Εφόσον, εξάλλου, έχουμε, κατά γενική ομολογία, να κάνουμε με «πληθωρισμό της απληστίας», ποιος εγγυάται ότι το φαινόμενο μπορεί να κατασταλεί αν δεν υπάρξουν αυστηρές ποινές για τους κερδοσκόπους που θα «πονέσουν» και θα υποχρεωθούν να μην επαναλάβουν τις ανατιμήσεις τις οποίες έκαναν, όταν με αυτόν τον τρόπο αποκομίζουν περισσότερα κέρδη και μετά την καταβολή του προστίμου;

Όσο για τις αστείες δικαιολογίες του τύπου ότι τάχατες δυσφημούνται οι εταιρίες που τους επιβάλλονται πρόστιμα επειδή οι ανατιμήσεις τους ξεπερνούν τα εσκαμμένα, η απάντηση είναι απλή: οι απλοί καταναλωτές δεν ξέρουν τα προϊόντα που παράγει η κάθε πολυεθνική που πληρώνει πρόστιμο για να μπορέσει να την «τιμωρήσει» και να πάψει να προμηθεύεται τα προϊόντα της.

Είναι, άραγε, τυχαίο που σχεδόν ποτέ οι κυβερνητικές ανακοινώσεις δεν περιλαμβάνουν τις εμπορικές ονομασίες των συγκεκριμένων προϊόντων τα οποία γίνονται αντικείμενο κερδοσκοπίας; Μάλλον όχι!  «Τα γεγονότα είναι ξεροκέφαλα», λέει μια πολύ δημοφιλής πολιτική ρήση που άλλοι αποδίδουν στον Βλαντιμίρ Λένιν και άλλοι στον Φρανσουά Μιτεράν.

Όποιος και από τους δύο και αν την είπε, λίγη σημασία έχει. Στην προκειμένη περίπτωση εκείνο που προέχει είναι ότι όλο αυτό που ζούμε στις μέρες μας μπορεί να συνοψιστεί σε μια και μόνη έκφραση: Ο πληθωρισμός αποδεικνύεται… ξεροκέφαλος. Και, αναμφισβήτητα, δεν υπακούει σε κανενός είδους πολιτικά κελεύσματα.

Ιδίως όταν αυτά δεν βασίζονται σε διάθεση για ουσιαστική σύγκρουση με, κακά τα ψέματα, ισχυρά (εγχώρια και διεθνή) συμφέροντα.

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

Στους φοιτητές της, αν τη ρωτήσουν, τι θα πει;

 

Οι μετακινήσεις από ένα κόμμα σε άλλο γνωστών -ή και λιγότερο γνωστών- πολιτικών στελεχών δεν είναι ασυνήθιστο γεγονός. Το συναντάμε δεκαετίες τώρα, τόσο, κατά κόρον, στην εγχώρια όσο και στη διεθνή σκηνή. 

Για παράδειγμα, πριν από μερικά χρόνια ο Ζακ Λανγκ, εμβληματικός υπουργός Πολιτισμού στις κυβερνήσεις του Γάλλου σοσιαλιστή Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν, δεν δυσκολεύτηκε να αναλάβει κρατικό αξίωμα που του ανατέθηκε από τη δεξιά διακυβέρνηση του Νικολά Σαρκοζί. Στις αντιδράσεις, που ευλόγως ξεσηκώθηκαν, ο ίδιος υπερασπίστηκε το δικαίωμα και το καθήκον που είχε να… προσφέρει στην πατρίδα.

Η επωδός της «προσφοράς» είναι η μόνιμη δικαιολογία που προβάλλεται και στα καθ΄ ημάς κάθε φορά που κάποιος -και είναι πολλοί τα τελευταία χρόνια- μεταπηδά από μια κομματική παράταξη σε άλλη. Την περίοδο, μάλιστα, που κορυφώθηκε η μνημονιακή κατάρρευση ίσως να έφθαναν και στο ήμισυ του συνόλου οι απαρτίζοντες το πολιτικό προσωπικό που είχαν «δει το φως το αληθινό» και έσπευσαν να αλλάξουν κομματική στέγη για να αναβαπτιστούν σε κάθε είδους «κολυμβήθρες του Σιλωάμ».

Κάποιες φορές αυτό έγινε με τήρηση των στοιχειωδών προσχημάτων. Προηγούνταν υπόγειες συνεννοήσεις που διαρκούσαν κάποιο διάστημα ώστε να προλειανθεί το επικοινωνιακό έδαφος για τη «μεταγραφή». Συχνά, όμως, όλα κυλούσαν με απροκάλυπτα αμοραλιστική σπουδή. Ουδείς, ούτε ο μεταγραφόμενος, ούτε οι ιθύνοντες του χώρου υποδοχής του, υπολόγιζαν το δικαιολογημένο σοκ που προκαλείται στην κοινή γνώμη από την απότομη μεταμόρφωση ενός πολιτικού στελέχους το οποίο υποστηρίζει σήμερα τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που στεντορείως διατυμπάνιζε την προηγούμενη ημέρα.

Η κυρία Ζέφη Δημαδάμα, η οποία διορίστηκε Γενική Γραμματέας Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο νεοσύστατο υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, ήταν μέχρι την ώρα που ανακοινώθηκε από το Μέγαρο Μαξίμου η τοποθέτησή της στην κυβερνητική αυτή θέση δραστήριο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και επί σειρά ετών μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του. Στις τελευταίες εκλογές δεν έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής επειδή, όπως δήλωσε, στερείτο των οικονομικών πόρων που απαιτούνταν να ξοδευτούν στον προεκλογικό αγώνα.

Στρατεύθηκε, παρά ταύτα, στον αγώνα της παράταξής της και με συνεχείς παρουσίες στα μέσα ενημέρωσης δεν περιορίστηκε στην υποστήριξη του κόμματός της. Ξιφουλκούσε με πάθος κατά της κυβερνητικής παράταξης και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Επέμενε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν πρέπει να συνεργαστεί με τη Δεξιά που παρακολουθούσε τον αρχηγό της. Και, ενόψει των δεύτερων εκλογών, ζητούσε από τους ψηφοφόρους να καταψηφίσουν τη ΝΔ για να μην είναι παντοδύναμη κυβέρνηση.

Οι πολίτες δεν εισάκουσαν την προτροπή της κυρίας Δημαδάμα, πλην, όμως, η τελευταία φαίνεται ότι δεν δίστασε να κάνει αυτό που δεν ήθελε να κάνει το κόμμα της. Όχι μόνον ανέλαβε ασμένως το κυβερνητικό πόστο που προφανώς της προσφέρθηκε, αλλά δεν είχε καν την πρόνοια να απεκδυθεί νωρίτερα τα κομματικά αξιώματα που κατείχε στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες, καθώς με το «διαβατήριο» του ΠΑΣΟΚ μετείχε ως αντιπρόεδρος στο PES WOMΕN, τη γυναικεία οργάνωση του κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών.

Προηγήθηκε η διαγραφή της από τη Χαριλάου Τρικούπη και κατόπιν η ίδια αισθάνθηκε την ανάγκη να πληροφορήσει το διαδικτυακό κοινό της ότι θεωρεί «αυτονόητη την υποβολή παραίτησης από κάθε ιδιότητα με κομματικό πρόσημο για λόγους δεοντολογίας και με την πεποίθηση ότι αναλαμβάνει μια αποστολή εθνικού ενδιαφέροντος, η ευόδωση της οποίας προϋποθέτει τη συνεννόηση όλων των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων». 

Καταλαβαίνει κανείς πόσο παράταιρα φάνταζαν όλα αυτά όταν άρχισαν να παρατίθενται οι πολύ πρόσφατες φαρμακερές ατάκες κατά της κυβέρνησης που περιείχαν οι τηλεοπτικές συνεντεύξεις και οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της κυρίας Δημαδάμα. Η οποία την παραμονή των τελευταίων εκλογών μάς διαβεβαίωνε ότι «στις 25 Ιουνίου ψηφίζουμε για το καλό της χώρας, όχι για να βολευτούμε σε κομματικές ή κυβερνητικές θέσεις».

Δεν γνωρίζω προσωπικά τη νέα Γενική Γραμματέα Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Και, ως εκ τούτου, δεν έχω άποψη για τις ικανότητές της και ειδικώς αν είναι τέτοιες που να καθιστούν την επιλογή της ως την καλύτερη για το συγκεκριμένο αξίωμα. Θυμάμαι ότι πριν από μερικούς μήνες, στο πλαίσιο του #metoo, προκάλεσε μεγάλο θόρυβο γύρω από το όνομά της, αφήνοντας να εννοηθεί ότι κάποιο στέλεχος που είχε φύγει πλέον από το ΠΑΣΟΚ την είχε παρενοχλήσει παλαιότερα. Δεν είπε, όμως, ποτέ το όνομά του. Και ούτε ξεδιαλύθηκε η βασιμότητα των ισχυρισμών της. 

Αρκετοί από τους ανθρώπους που τη γνωρίζουν υποστηρίζουν ότι πρόκειται για «πολύ φιλόδοξο, πλην, όμως, σοβαρό πρόσωπο». Κάτι που μένει να αποδειχθεί τώρα που -στο μέτρο του αξιώματός της- θα ασκεί εξουσία. Επειδή, ωστόσο, πληροφορούμαι ότι είναι και διδάσκουσα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, προσωπικά θα έχω πάντα την απορία για τον τρόπο με τον οποίο θα απαντήσει στους φοιτητές της όταν τη ρωτήσουν στο αμφιθέατρο αν είναι περήφανη για όσα έλεγε πριν διοριστεί.

Ξέρω, ξέρω, δεν είναι η πρώτη. Και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία. Αλλά η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας δεν μπορεί να αποτελεί αέναο άλλοθι. Και ούτε οι κωλοτούμπες μπορεί να πολιτογραφηθούν ως κανονικότητα!

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Η Δούρου και η… ξεροκεφαλιά των γεγονότων



            Ο αφορισμός ότι «πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού» βρίσκει, νομίζω, την απόλυτη δικαίωσή του στα όσα ήρθαν τις τελευταίες ημέρες στη δημοσιότητα για τα πρώτα δείγματα γραφής της νέας διοίκησης, υπό την κυρία Ρένα Δούρου, στην Περιφέρεια Αττικής.
            Δεν είναι μόνο το ζήτημα με τον διαγωνισμό για το συνεργείο καθαριότητας που είναι αλήθεια ότι είχε ξεκινήσει από την προηγούμενη διοίκηση Σγουρού, πλην, όμως, προχώρησε κανονικότατα επί των ημερών της νέας περιφερειάρχη, παρά τους συνειρμούς που μοιραία δημιουργούνται με τις καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών και την εκ των υστέρων προσπάθεια να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα.
Είναι κυρίως το ευρύτερο θέμα του προϋπολογισμού της Περιφέρειας Αττικής που εισηγήθηκαν οι συνεργάτες της κυρίας Δούρου και ψήφισε την περασμένη εβδομάδα το Περιφερειακό Συμβούλιο, υιοθετώντας, ουσιαστικά, με κάποιες μικροδιευθετήσεις κονδυλίων αμφίβολης αποτελεσματικότητας, το σχέδιο που είχε ετοιμάσει ο προκάτοχός της Γιάννης Σγουρός.
            «Ο άθλος της αναμόρφωσης μέρους του προϋπολογισμού πραγματοποιήθηκε μέσα σε 15 ημέρες και το σύνολο του κειμένου τους επόμενους τρεις μήνες θα ελεγχθεί γραμμή προς γραμμή», δικαιολογήθηκε, όπως διαβάζει κανείς στο σχετικό ρεπορτάζ που δημοσίευσε η «Αυγή», ο αρμόδιος αντιπεριφερειάρχης.
            Γιατί, αλήθεια, μόνον 15 μέρες; Οι περιφερειακές εκλογές που ανέδειξαν την κυρία Δούρου στο αξίωμά της έγιναν τον περασμένο Μάιο και οι πολίτες της Αττικής πείστηκαν από τις προεκλογικές εξαγγελίες της ότι η νέα περιφερειάρχης είχε έτοιμο πρόγραμμα που θα έφερνε από την πρώτη κιόλας μέρα τη μεγάλη ανατροπή στη μεγαλύτερη Περιφέρεια της χώρας.
            Η νέα περιφερειακή αρχή είχε όλο το καλοκαίρι μπροστά της για να προετοιμάσει τον δικό της προϋπολογισμό και επί σχεδόν δύο μήνες που είναι στα πράγματα, από το τέλος Αυγούστου που ορκίστηκε σε εκείνη την ιδιαίτερη τελετή στα Άνω Λιόσια, θα μπορούσε κάλλιστα να είχε φέρει τα πάνω κάτω, δρομολογώντας τις δικές της προτεραιότητες που περιείχε το πρόγραμμα που παρουσίασε στους πολίτες.
Οι δικαιολογίες ότι «ο προϋπολογισμός είναι μεταβατικός και θα αλλάξει στην πορεία» δείχνουν, αν μη τι άλλο, ένδεια επιχειρημάτων ικανών να δικαιολογήσουν τις προεκλογικές μεγαλοστομίες που τις παρέσυραν τα νερά που έπνιξαν τις προηγούμενες μέρες τις δυτικές συνοικίες της Αττικής και για τις οποίες ο προϋπολογισμός της κυρίας Δούρου, όπως άλλωστε και των ανθυποψηφίων της για να μην την αδικήσουμε ως προς αυτό, δεν είχε καμία ιδιαίτερη πρόνοια, κάτι που ίσως θα περίμενε ο ψηφοφόρος που έστειλε πριν από πέντε μήνες στην αντιπολίτευση τον κ. Σγουρό.
Αν η νέα περιφερειάρχης και οι συνεργάτες της δεν ήξεραν τα μεγάλα προβλήματα της έλλειψης αντιπλημμυρικής προστασίας οι γειτονιές που πνίγηκαν και γι΄ αυτό δεν ενέγραψαν αντίστοιχα κονδύλια για την αντιμετώπισή τους στον «αναμορφωμένο» προϋπολογισμό που κατήρτισαν, τόσο το χειρότερο γι΄ αυτούς.
Όπως και να έχει, όμως, αν, όπως μας πληροφόρησε, με άρθρο του στην «Αυγή», ο αρμόδιος αντιπεριφερειάρχης χρειάστηκαν δύο ολόκληροι μήνες για να ανακατανεμηθεί το… 10% των κονδυλίων μιας Περιφέρειας, της οποίας ο προϋπολογισμός είναι στην πραγματικότητα ένας μικρός «τυφλοσούρτης», εύκολα αναρωτιέται κανείς πόσα χρόνια χρειάζονται για να αλλάξει ο κρατικός προϋπολογισμός.
Και αυτή, αν θέλετε, είναι –πέρα από επικοινωνιακά αλυσοδέματα με τις καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών- η μεγάλη εικόνα που αναδεικνύεται από την όλη υπόθεση με τα δείγματα γραφής της νέας περιφερειάρχη Αττικής. Είναι η απόσταση που χωρίζει τα εύκολα προεκλογικά λόγια με τα μετεκλογικά έργα. Και που τα κάνει να συγκρούονται μεταξύ τους επειδή μεσολαβεί η αδυσώπητη πραγματικότητα.
Σύμφωνα, άλλωστε, με τη ρήση ενός παλαιού προέδρου των ΗΠΑ, που αργότερα αποδόθηκε και στον Γάλλο Φρανσουά Μιτεράν, «τα γεγονότα είναι ξεροκέφαλα…».

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Καλοί οι Φρανσουά, αλλά, πρωτίστως, για τη Γαλλία

Δεν είχα κλείσει τα είκοσι,  τον Μάιο του 1981, που έγινε η κυβερνητική αλλαγή στη Γαλλία. Με την νεανική ορμή, αλλά και με το κλίμα της περιόδου εκείνης, πανηγύρισα δεόντως, όπως, άλλωστε, και πολλοί άλλοι  Έλληνες, την εκλογή του σοσιαλιστή –θρύλου, για μας τους νέους της εποχής- Φρανσουά Μιτεράν στη γαλλική προεδρία, την οποία –δικαίως- θεωρήσαμε ως προπομπό της επερχόμενης ιστορικής αλλαγής στη χώρα μας.
Τριάντα ένα χρόνια μετά, χαίρομαι που ένας άλλος σοσιαλιστής, ο Φρανσουά -και αυτός- Ολάντ, πήρε προβάδισμα στον προχθεσινό πρώτο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών και είναι πολύ πιθανόν ότι θα καταφέρει να εκθρονίσει τον Νικολά Σαρκοζί από τα Ηλύσια Πεδία στον δεύτερο γύρο που θα γίνει στις 6 Μαΐου, την μέρα που και εμείς εδώ θα ψηφίζουμε για τη δική μας διακυβέρνηση.
Χωρίς διάθεση να υποτιμήσω την αυταπόδεικτη σημασία μιας ενδεχόμενης κυβερνητικής αλλαγής στην Γαλλία, που όλοι αναγνωρίζουν ότι μπορεί να επηρεάσει τους υφισταμένους συντηρητικούς συσχετισμούς που επικρατούν στην Ευρώπη, θέλω να εξομολογηθώ ότι δεν νιώθω να με διακατέχει ο ενθουσιασμός που με είχε συνεπάρει όταν εξελέγη ο Μιτεράν.
Δεν ξέρω αν είναι τα (δικά μου) χρόνια που πέρασαν ή η εποχή που διανύουμε, αλλά αισθάνομαι πολύ συγκρατημένος απέναντι στις προσδοκίες που μπορεί -δικαιολογημένα, ως έναν βαθμό- να προκαλεί, ακόμη και σε συντηρητικά στρώματα του εγχώριου πολιτικού δυναμικού, η πιθανολογούμενη μετατροπή του σημερινού ευρωπαϊκού διδύμου κορυφής από «Μερκοζί» σε «Μερκολάντ».
Είναι γνωστό ότι ο σοσιαλιστής υποψήφιος υποσχέθηκε προεκλογικά ότι θα θέσει βέτο στην επικύρωση του περίφημου συμφώνου δημοσιονομικής πειθαρχίας, που καθιερώνει τον λεγόμενο «χρυσό κανόνα», ο οποίος απαγορεύει το έλλειμμα στους εθνικούς προϋπολογισμούς, και  με περισσή επιμονή επέβαλε σε όλη την Ευρώπη η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ.
«Αν το Σύμφωνο δεν περιέχει μέτρα για την ανάπτυξη , δεν θα υποστηρίξω την επικύρωσή του από την Εθνοσυνέλευση. Αυτή την υπόσχεση έχω δώσει στους Γάλλους και θα την τηρήσω», δήλωσε ο κ. Ολάντ, ο οποίος πρόσθεσε ότι δεν αισθάνεται ότι θα βρεθεί «απομονωμένος στην Ευρώπη», στην οποία, ως γνωστόν, τον τόνο δίνει η κ. Μέρκελ και η πλειοψηφία των συντηρητικών κυβερνήσεων.
Υπό άλλες, βεβαίως, συνθήκες, ο Φρανσουά Μιτεράν πριν από τρεις δεκαετίες επεχείρησε στην αρχή της προεδρικής θητείας του να εφαρμόσει στη Γαλλία «κεϊνσιανές» πολιτικές. Γρήγορα, όμως, υποχρεώθηκε να τις εγκαταλείψει, καθώς οι αδυσώπητες –ακόμη και τότε που δεν υπήρχε το σημερινό επίπεδο παγκοσμιοποίησης- αγορές, αντέδρασαν με βίαιο τρόπο, προκαλώντας υποχώρηση του φράγκου, φυγή κεφαλαίων, επενδυτική άπνοια και εκτίναξη της ανεργίας.
Στον σημερινό, απείρως πιο πολύπλοκο, κόσμο, τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα και τα περιθώρια για τον Φρανσουά Ολάντ πολύ πιο στενά. Η παγκοσμιοποίηση των αγορών, η κρίση δημοσίου χρέους που βαρύνει το σύνολο, σχεδόν, της Ευρώπης και το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, περιορίζουν τη μονομερή εφαρμογή μέτρων οικονομικής πολιτικής. Σε βαθμό τέτοιο που διακηρύξεις, όπως αυτές του πολιτικού του προπάτορα Φρανσουά Μιτεράν για «σοσιαλισμό σε μια χώρα», να μοιάζουν ως απόλυτη ουτοπία.
Επιπλέον, θέλω να υπενθυμίσω, για να μην τρέφουμε αυταπάτες, ότι ο γαλλογερμανικός άξονας βρίσκει δεκαετίες τώρα πεδίο συνεννόησης και συμβιβασμού, ανεξαρτήτως της ιδεολογικής κατεύθυνσης που έχουν οι ένοικοι των Ηλυσίων Πεδίων  και της καγκελαρίας. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω από κοντά, το 1995, μια από τις τελευταίες ομιλίες του Φρανσουά Μιτεράν, έμπλεη με τα ευρωπαϊκά του οράματα, αλλά εκείνο που κυριάρχησε τα επόμενα χρόνια ήταν οι επιταγές του Μάαστριχτ που είχαν συνυπογράψει με τον Χέλμουτ Κολ. 
Όπως, επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα πολεμικά αεροσκάφη Μιράζ που παραγγείλαμε στη δεκαετία του ΄80, στη, σωστή, προσπάθεια που κατέβαλε η τότε ελληνική κυβέρνηση, να μην εξαρτώμεθα μόνον από τις ΗΠΑ στην προμήθεια αμυντικού υλικού, τα πληρώσαμε κανονικά και δεν μας έγινε καμία ειδική έκπτωση, επειδή οι κυβερνήσεις των δύο χωρών είχαν τους ίδιους θεωρητικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς. 
Έτσι, σε κάθε περίπτωση, όπως η εκλογή του Φ. Μιτεράν ήταν, πρωτίστως, καλή –ή, ίσως κατ΄ άλλους, κακή- για την Γαλλία και, δευτερευόντως, για την υπόλοιπη Ευρώπη, το ίδιο, πιστεύω, ότι ισχύει και για το νέο πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας. Εφόσον θα είναι ο Φρανσουά Ολάντ, δημιουργούνται, αναμφισβήτητα, ελπίδες για ένα καλύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον απέναντι στη χώρα μας. Αλλά, όπως επανειλημμένα έχω επισημάνει από αυτή τη στήλη, τα βασικά προβλήματα της Ελλάδας η εγχώρια πολιτική τάξη θα κληθεί να τα αντιμετωπίσει.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.