Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέξης Τσίπρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέξης Τσίπρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Τα παράλληλα σύμπαντα του κ. Τσίπρα



            Ειπώθηκαν και γράφηκαν πολλά αυτές τις μέρες για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, που αν για κάτι έκαναν αίσθηση ήταν η απαράμιλλη φλυαρία και η μοναδική αοριστία που τις διέκρινε.
Και δεν ήταν φλύαρες και αόριστες οι συγκεκριμένες δηλώσεις επειδή, όπως σχολίασαν ορισμένοι, ο Αλέξης Τσίπρας και οι υπουργοί του ξέμειναν από καλούς λογογράφους. Αλλά αυτό οφείλεται μάλλον στο ότι ήταν, αφενός, τόσο νωπές οι μνήμες από τις προ οκταμήνου ανάλογες δηλώσεις και, αφετέρου, τόσο παρωχημένα όλα εκείνα που είχαν υποστηρίξει την προηγούμενη φορά ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ και οι υπουργοί του.
Γιατί μπορεί να είναι μεγάλη η απόσταση από τις προηγούμενες αυτάρεσκα κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις «λέω να πρωτοτυπήσω και να τηρήσω τις προεκλογικές υποσχέσεις» ή «αυτή η Βουλή δεν ψηφίζει Μνημόνια» ως τις τωρινές πιο «μετρημένες» υποσχέσεις ότι «στο τέλος της τετραετίας θα έχουμε δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για μια νέα Ελλάδα που θα έχει αφήσει πίσω της την κρίση και τα μνημόνια», πλην, όμως, οι βερμπαλισμοί  και οι μεγαλοστομίες φαίνεται πως έχουν γίνει δευτέρα φύσις για την αλλοπρόσαλλο συνονθύλευμα που κυβερνά τους τελευταίους μήνες.
Ανάμεσα στις πολλές κραυγαλέες αντιφάσεις των ομιλιών που εκφώνησε ο κ. Τσίπρας στην αρχή και στο τέλος της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, θέλω να σταθώ στις αναφορές του στη δημόσια διοίκηση, στην οποία έδωσε και ο ίδιος μεγάλη έμφαση. Εκείνο που μου έκανε ξεχωριστή εντύπωση ήταν ότι, ενώ περιέγραψε με αρκετή ακρίβεια τα φαινόμενα που αντιμετωπίζει το ελληνικό δημόσιο, ήταν αδύνατο να απαλλαγεί από τις ιδεοληπτικές εμμονές του αντιπολιτευτικού παρελθόντος που εξακολουθούν να καθοδηγούν τον τρόπο σκέψης του.
Ξεκίνησε, λοιπόν, με την διαπίστωση πως «δεν υπάρχει αμφιβολία –και είναι κάτι στο οποίο πιστεύω ότι θα συμφωνήσουμε όλοι- ότι η Δημόσια Διοίκηση είναι ο μεγάλος ασθενής». Υποστήριξε, μάλλον σωστά, ότι η κατάσταση του ασθενούς «επιδεινώθηκε την τελευταία πενταετία με τις οριζόντιες περικοπές, τις μαζικές συνταξιοδοτήσεις, την ανυπαρξία οποιουδήποτε οργανωτικού σχεδιασμού, την εκτεταμένη μικρή και μεγάλη διαφθορά, το θεσμικό χάος, την επικάλυψη αρμοδιοτήτων, τις δαιδαλώδεις διαδικασίες, τη γραφειοκρατία, την υστέρηση στον τομέα της ψηφιακής πολιτικής».
Είπε στη συνέχεια ότι για την κυβέρνησή του αποτελεί «τεράστιο στοίχημα» η «εκ βάθρων μεταρρύθμιση της Δημόσιας Διοίκησης, ώστε να μπορέσει να επιτελέσει τον οργανωτικό και αναπτυξιακό της ρόλο», συμπληρώνοντας: «Θέλουμε μια Δημόσια Διοίκηση δημοκρατική, διαφανή, αδιάβλητη, τεχνολογικά εκσυγχρονισμένη, αντιγραφειοκρατική και στο τέλος της ημέρας κοινωνικά ανταποδοτική, δίπλα στον πολίτη».
Πολύ προσγειωμένα, μάλιστα, αναγνώρισε ότι «βάζει τον πήχη πολύ ψηλά», επειδή, όπως παραδέχτηκε, «όλα αυτά είναι εύκολο να τα λες, αλλά πολύ δύσκολο να τα υλοποιήσεις, καθώς η υλοποίηση κάθε μεταρρυθμιστικού μέτρου στη Δημόσια Διοίκηση προϋποθέτει συγκρούσεις με κατεστημένες νοοτροπίες, με βαθιές πελατειακές δομές και με δίκτυα μικρών και μεγάλων εξουσιών, συγκρούσεις με ριζωμένες ιδιοτελείς πρακτικές».
Και εκεί που ετοιμάζεσαι να χειροκροτήσεις τη διάθεση να βάλει το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων που αποπνέει η διαβεβαίωσή του ότι «δεν μας επιτρέπεται να κλείσουμε τα μάτια και να βαδίσουμε στην πεπατημένη», έρχεται η πρώτη ψυχρολουσία, με τον ισχυρισμό ότι «το προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης έχει αδίκως λοιδορηθεί και περιθωριοποιηθεί στο πλαίσιο μίας προπαγάνδας για τη νομιμοποίηση σκληρών μέτρων λιτότητας»…
Και ακολουθεί και δεύτερη ακόμη μεγαλύτερη ψυχρολουσία: «Δεν είναι το προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης που ευθύνεται για την κρίση, αλλά ένα ολόκληρο πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο που οικοδόμησε, εξέθρεψε και ανέχτηκε –επιτρέψτε μου την έκφραση- αυτή τη θεσμική αναπηρία και δυσλειτουργία», ισχυρίστηκε, εν συνεχεία, ο κ. Τσίπρας, δίνοντας ένα μέτρο του πόσο ειλικρινά πίστευε όλα όσα έλεγε νωρίτερα για «πελατειακές δομές και δίκτυα» και «ιδιοτελείς πρακτικές».
Μόνον όποιος «ζει» ταυτοχρόνως σε δύο παράλληλα σύμπαντα -ένα αντιμνημονιακό κι ένα μνημονιακό- μπορεί να ισχυρίζεται ότι λοιδορείται –από ποιόν άραγε, όταν ο ίδιος μόλις πριν είχε εκστομίσει τόσο βαριές καταγγελίες;- το προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης για να περάσουν οι περικοπές και –αν είναι δυνατόν…- να νομιμοποιηθούν τα σκληρά μέτρα λιτότητας!
Και όλα αυτά από τον ίδιο πολιτικό ηγέτη που, ενώ επιβάλει τα σκληρά μέτρα λιτότητας με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και με επείγοντα νομοσχέδια, ανερυθρίαστα ισχυρίζεται, κλείνοντας την ομιλία του, ότι φιλοδοξία της κυβέρνησης, την οποία έφτιαξε με τον Πάνο Καμμένο, είναι «να επιστρέψουμε την εξουσία σ’ αυτούς που μας τη δίνουν, να επιστρέψουμε την εξουσία εκεί που ανήκει, να δώσουμε τη δυνατότητα στις ενεργές λαϊκές δυνάμεις να πάρουν την πρωτοβουλία για τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις, για τις μεγάλες τομές, για τις απαραίτητες αλλαγές σ’ αυτόν τον τόπο» (Yolo!).
Α, και μην τολμήσει κανείς να του πει το παραμικρό για το πόσο αστεία ακούγονται όλα αυτά. Γιατί θα τον… αποστομώσει με το ανεπανάληπτα μοναδικό επιχείρημα: «Κέρδισα τις εκλογές με επτάμιση μονάδες»...

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Ένας νταουλιέρης στο… Αμέρικα



Δεν ξέρει κανείς τι να… πρωτοθαυμάσει με το «American dream» που έζησε τις προηγούμενες ημέρες ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και επισφραγίστηκε με το… όνειρο εξόδου στις αγορές που φαίνεται να είδε εκεί στη Νέα Υόρκη, σύμφωνα τουλάχιστον με τα όσα ο ίδιος δήλωσε στη διάρκεια του υπερατλαντικού ταξιδιού που φαίνεται να απόλαυσε δεόντως.
Μετά το φιάσκο της εμφάνισης στο Ίδρυμα Κλίντον και τα χάχανα που συνόδευσαν την αμηχανία του να κατανοήσει τη συζήτηση που του άνοιξε ο Αμερικανός πρώην πρόεδρος και την αδυναμία του να βρει επιχειρήματα υπέρ των επενδύσεων στην Ελλάδα, πρέπει να έχει είτε απόλυτη ιδεοληπτική εμμονή είτε άγνοια βασικών γνώσεων για να υποστηρίζει ότι την επομένη που θα αναδιαρθρωθεί το ελληνικό δημόσιο χρέος, η χώρα θα βγει στις αγορές.
Οι αμερικανοί συνομιλητές του κ. Τσίπρα προφανώς και δεν θυμούνταν τις αστειότητες που στο παρελθόν έχει ο ίδιος εκστομίσει για τον… χορό των αγορών. Και γι΄ αυτό πιθανότατα δεν τον ρώτησαν ποιος θα παίζει τα νταούλια. Αλλά ο… αθεόφοβος πώς μπόρεσε να διατυπώσει τέτοιους ισχυρισμούς μια μέρα μετά τα όσα δυσφημιστικά είχε επισημάνει αναφερόμενος σε «συναλλαγές κάτω από το τραπέζι» που χρειάζεται να γίνουν για να υλοποιηθούν επενδυτικές πρωτοβουλίες στην Ελλάδα;
Ακόμη και αν –«παλιά του τέχνη κόσκινο»- φορτώσει όλη την ευθύνη για τη «διεφθαρμένη Ελλάδα» στους προηγούμενους, στο περίφημο «παλιό», που πήρε εντολή να… ξεμπερδέψει μαζί του, πώς, αλήθεια. θα απαντούσε αυτός ο άσπιλος και αμόλυντος εκπρόσωπος του «νέου» αν τον ρωτούσαν οι συνομιλητές του για τη μαζική επιστροφή όλων των επίορκων –μιζαδόρων, φακελλάκηδων, παιδεραστών και πάει λέγοντας- υπαλλήλων στο ελληνικό δημόσιο που έγινε με νόμο της δικής του διακυβέρνησης;  
Είναι, πάντως, απορίας άξιο τι είναι εκείνο που έκανε τον κ. Τσίπρα στο πρώτο μετεκλογικό του ταξίδι να επιδεικνύει τόση… αμερικανολαγνεία. Να είναι μήπως επίδειξη έμπρακτης μεταμέλειας για όσα –«φονιάδες των λαών Αμερικάνοι» και άλλα ηχηρά παρόμοια- εκστόμιζε από νέος; Ή να γοητεύτηκε τώρα στα σαράντα του από τις κακές συνήθειες του καπιταλισμού και καθώς βρέθηκε στη «Μέκκα» του να είπε και δυο κουβέντες παραπάνω;
Όπως και να έχει, το απροκάλυπτο «γλείψιμο» στους Αμερικανούς στο οποίο επιδόθηκε και η επιθετική διάθεση απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας, που είναι οι μόνοι που συμβάλουν στην οικονομική στήριξη της Ελλάδας, από πουθενά δεν προκύπτει ότι μπορεί να προσπορίσουν οφέλη στη χώρα μας. Η κρυάδα, άλλωστε, που πήρε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας με το όνομα της FYROM είναι τόσο νωπή και τόσο διδακτική.
Η ανέξοδη συνηγορία των υπερατλαντικών συμμάχων υπέρ της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, δεν επιτρέπει στον κ. Τσίπρα να παραβλέπει ότι οι αποφάσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα θα ληφθούν στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, που θα επωμιστούν το όποιο βάρος από τη δική μας ελάφρυνση, και όχι στην Ουάσιγκτον και στη Νέα Υόρκη.
Από τη στιγμή που οι Αμερικανοί και όποιοι άλλοι πέραν των μελών της ευρωζώνης, δεν συμβάλουν οικονομικά στην υπόθεση αυτή, δεν τους πέφτει και λόγος. Όπως προσφυώς τους είχε θυμίσει στο παρελθόν ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Και είναι βέβαιο ότι θα τους το ξαναθυμίσει με την πρώτη ευκαιρία.
Εκτός πια και αν η δεύτερη φορά Αριστερά διακυβέρνηση της χώρας, που συμπεριφέρεται σαν να… ανακάλυψε την Αμερική, αποφάσισε να αναγορεύσει τις ΗΠΑ ως κηδεμόνα της Ελλάδας που θα διαπραγματεύεται για λογαριασμό της. Οπότε, σε μια τέτοια εκδοχή, ας μην εκπλαγούμε βλέποντας τον κ. Τσίπρα σε ρόλο νταουλιέρη που εκτελεί τον σκοπό που άλλοι παίζουν.
Μόνον, όμως, που το πιθανότερο είναι ότι και πάλι θα τον αναγκάζουν το δισκάκι της επαιτείας να το στρέφει προς την μεριά της Ευρώπης.

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Θεσσαλονίκη – Ζάππειο: ο δρόμος της διαπραγματευτικής λήθης



            Παρακολουθώ με ενδιαφέρον τον φανατισμό που επιδεικνύουν, κυρίως μέσα από τα social media, αλλά και από τα συμβατικά μέσα ενημέρωσης, ορισμένοι νεοφώτιστοι οπαδοί των ευρωπαϊκών -και όχι μόνον- «θεσμών».
Αλήθεια, τι ωραία λέξη που είναι οι «θεσμοί». Και, κυρίως, πόσο εύηχη. Και για τους υποστηρικτές τους. Αλλά και για τους… επικριτές τους, οψέποτε υπάρξουν τέτοιοι… «προδότες». Για παράδειγμα, θα συμφωνήσετε ότι δεν ακούγεται το ίδιο βαρύ να θέλεις να επιτεθείς σε κάποιον, αποκαλώντας τον… «θεσμικό», όπως, ενδεχομένως, έκανε εκείνος τα τεσσεράμισι χρόνια απέναντι στους… επάρατους «μνημονιακούς».
Δεν θα αρνηθείτε επίσης το πλεονέκτημα που έχει όποιος θέλει να την… πέσει σε κάποιον που δεν συμφωνεί μαζί του, χαρακτηρίζοντας τον «αντιθεσμικό». Όπως και να έχει, ακούγεται βαρύτερο και εκπέμπει πολύ υψηλότερους τόνους απαξίας, αντιστρόφως ανάλογους με την περηφάνεια –και τα συνακόλουθα ωφελήματα- που απολάμβανε όποιος αυτοπροσδιοριζόταν ως «αντιμνημονιακός». 
            Βλέπετε, στις λίγες βδομάδες που μεσολάβησαν από τις εκλογές, άλλαξαν πολλά γύρω μας. Παρά ταύτα, προσωπικά δεν εκπλήσσομαι για την εξέλιξη. Ίσως γιατί πάντα πίστευα ότι η απόσταση που χωρίζει τα «Ζάππεια» από τις «Θεσσαλονίκες» (την παλαιότερη και την πρόσφατη) δεν είναι παρά ο δρόμος της λήθης που μπορεί να χαραχθεί για τις διαπραγματευτικές ανάγκες που ορίζουν οι δυσμενείς συνθήκες της προεκλογικής πεπατημένης. 
Άλλωστε, ήμουν εξ εκείνων που πριν, αλλά και μετά τις εκλογές επέμενα να πιστεύω ότι η λογική θα επικρατούσε της φανφάρας, παρόλο που γνωστοί και φίλοι, οι οποίοι είχαν αντίθετη εκτίμηση από τη δική μου, με έψεγαν υποστηρίζοντας –με εκκίνηση από διαφορετικές αφετηρίες- ότι έκανα την επιθυμία μου πραγματικότητα.
Δεν μπορώ να ξεχάσω την… πανταχόθεν επίθεση που δέχθηκα το βράδυ της ανάγνωσης των προγραμματικών δηλώσεων από τον Αλέξη Τσίπρα, όταν στους διαδρόμους της Βουλής τόλμησα να εκτιμήσω ότι ο νέος πρωθυπουργός, με τις «εύπλαστες» διατυπώσεις που είχε επιλέξει στην ομιλία του, προετοίμαζε τον επερχόμενο συμβιβασμό με τους εταίρους της χώρας.
Οι φιλοκυβερνητικοί με αντιμετώπιζαν καχύποπτα αποδίδοντας μου, άλλοτε εμμέσως και άλλοτε αμέσως, πρόθεση… υπονόμευσης της υποτιθέμενης δεσμευτικότητας περί τήρησης των υπεσχημένων που, κατ΄ εκείνους, περιείχε ο πρωθυπουργικός λόγος.
Οι της αντίπερα όχθης με έβλεπαν ως… «αβανταδόρο του Τσίπρα», επειδή υποστήριζα –παραπέμποντας τους δύσπιστους σε μια δεύτερη ανάγνωση της πρωθυπουργικής ομιλίας- ότι τα σκληρά λόγια που συνόδευαν την απλή παράθεση των προεκλογικών επαγγελιών, χωρίς σχεδόν κανένα σαφές χρονοδιάγραμμα υλοποίησης, ήταν επιμελώς επιλεγμένα για να περάσει καλύτερα η συμβιβαστική διάθεση, η οποία εξ υπαρχής κυριαρχούσε στον στενό κυβερνητικό πυρήνα.
Τα όσα ακολούθησαν είναι λίγο ως πολύ γνωστά. Αν και θα χρειαστεί καιρός για να τα «χωνέψουν» όσοι ανυστερόβουλα είχαν ειλικρινά πιστέψει στις προεκλογικές μεγαλοστομίες.
Οι υπόλοιποι, είτε προέρχονται από την κατηγορία των… νεοφώτιστων «θεσμικών», είτε είναι οπαδοί της θεωρίας του λεγόμενου «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» ή απλά θα βρουν τη βολή τους στη νέα κυβερνητική τάξη, που εξίσου πλουσιοπάροχα με τους προκατόχους της διανέμει προνόμια και εξουσιαστικά λάφυρα, δεν φαίνεται να έχουν προβλήματα. Τους τα καλύπτουν οι «ευφημισμοί», η «εποικοδομητική ασάφεια» και τα τόσα άλλα επικοινωνιακά στρατηγήματα που ανέλαβαν να φέρει εις πέρας ο υπουργός των Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης και πάμπολλοι εκλεκτοί επικοινωνιολόγοι.
Δεν χρειάζονται, ωστόσο, μεμψιμοιρίες, όπως αυτές τις οποίες εκφράζει –μάλλον πρόωρα…- ένα τμήμα της αντιπολίτευσης που βιάζεται να βρει «δικαίωση» της πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης μέσα από τη συνεχή επισήμανση των αντιφάσεων των τωρινών κυβερνώντων, που αποδεικνύονται πολύ πιο ευέλικτοι από όσο τους περίμεναν οι προκάτοχοί τους όταν τους εμφάνιζαν ως επερχόμενους «ολετήρες».
Γι΄αυτό και στην παρούσα φάση ματαιοπονούν όσοι βιάζονται να προεξοφλήσουν την ανάλωση του πολιτικού κεφαλαίου της σημερινής κυβέρνησης. Στον λίγο χρόνο, άλλωστε, που έχει μεσολαβήσει από τις εκλογές, το νέο κυβερνητικό σχήμα δείχνει να προσφέρει τεράστιες υπηρεσίες στη χώρα. Υπηρεσίες, οι οποίες μάλλον δεν είναι ακριβώς εκείνες που μπορεί να περίμεναν οι περισσότεροι από όσους, κυρίως αντιευρωπαϊστές, συμμετείχαν στις επονομαζόμενες «ανάσες αξιοπρέπειας» ή όσους από την άκρα δεξιά πτέρυγα του πολιτικού φάσματος έσπευσαν να «βαρέσουν προσοχή» στους «καραμπουζουκλήδες» κυβερνητικούς διαπραγματευτές. Είναι, όμως, άλλες, πολύ σημαντικότερες υπηρεσίες.
Πείθει, για παράδειγμα, η νέα κυβέρνηση ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, που είχε αντίθετες εντυπώσεις (και αυταπάτες τις λες!), ότι οι Ευρωπαίοι είναι εταίροι της Ελλάδας και όχι κατακτητές. Όπως και ότι οι εκπρόσωποι της χώρα μας που συνομιλούν με Γερμανούς αξιωματούχους –ακόμη και όταν δεν τους… επαινούν τόσο πολύ όσο ο κ. Βαρουφάκης- δεν είναι υποχρεωτικά «γερμανοτσολιάδες», «μερκελιστές» και «τσολάκογλου».
Μεγάλη υπηρεσία, επίσης, προσφέρει η συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝ.ΕΛ. κάνοντας αρκετούς συνέλληνες να συνειδητοποιούν ότι το δυσβάστακτο δημόσιο χρέος που συσσωρεύτηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια ούτε «επονείδιστο» είναι, ούτε μπορεί να διαγραφεί διαμιάς. Όπως ότι οι τετρακόσιοι τόσοι «μνημονιακοί» νόμοι δεν μπορούν να καταργηθούν με ένα νομοσχέδιο. Ή ότι η πληρωμή των φόρων είναι «πατριωτική πράξη». Και ακόμη-ακόμη ότι τα ΜΑΤ, αν δεν είναι «φρουροί της Δημοκρατίας», σίγουρα δεν μπορεί να αφοπλιστούν ούτε να απαγορευτούν τα χημικά που χρησιμοποιούν όταν καλούνται να αντιμετωπίσουν εγκληματικά στοιχεία στα γήπεδα ή όπου αλλού απειλούνται αγαθά όπως η ζωή και η ελευθερία των πολιτών.
Ο κατάλογος με τις υπηρεσίες προς την ίδια κατεύθυνση που μπορεί ακόμη να προσφερθούν από την παρούσα κυβέρνηση είναι δυνατόν να μακρύνει πολύ. Και να περιλάβει ίσως και το ενδεχόμενο να  ανατραπεί η βαθιά πεποίθηση που, σύμφωνα με δημοσιευμένη δημοσκόπηση, έχει το ένα τρίτο των συμπατριωτών ότι τα προηγούμενα χρόνια μας… ψέκαζαν με σκοπό να μας… δίνουν δάνεια και εμείς να ψηφίζουμε «μνημονιακά».
Υ.Γ.: Αλήθεια, τώρα που θα εξαφανίσουμε το «Μνημόνιο» και θα εμφανίσουμε το «Συμβόλαιο», «Πρόγραμμα» ή όπως αλλιώς το ονομάσουν, δεν θα (έχουν λόγους να) μας… ψεκάζουν; Ή μήπως όχι; Λέτε να αντικαταστήσουν την Τρόικα και στους ψεκασμούς οι… «Θεσμοί»;

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Δίχως άλλοθι



Με αρκετή απλοχεριά οι Έλληνες ψηφοφόροι έδωσαν στον Αλέξη Τσίπρα σχεδόν ό,τι τους ζήτησε.
Μπορεί το κόμμα του να μην κατέκτησε την αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που επιζητούσε στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, η ετυμηγορία, όμως, της κυριακάτικης κάλπης είναι τέτοια που ισοδυναμεί με αυτοδυναμία για τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα εκλογικό αποτέλεσμα που αναδεικνύει τον 40χρονο πολιτικό σε πανίσχυρο πρωθυπουργό, ο οποίος, εφόσον πραγματικά το θελήσει, θα έχει λυμένα τα χέρια του για να προχωρήσει σε όλες εκείνες τις μεγάλες αλλαγές τις οποίες για διαφόρους λόγους δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να κάνουν οι προκάτοχοί του.
«Και ελάχιστα να κάνει από όσα υποσχέθηκε, πάλι καλά θα είναι…», ήταν η σχεδόν στερεότυπη επωδός για ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων που με διαφορετική πολιτική προέλευση προσέτρεξαν και ψήφισαν -μάλλον τον κ. Τσίπρα και όχι το κόμμα του- για να «απαλλαγούν» από όσους κυβέρνησαν τα προηγούμενα χρόνια και η παραμονή τους στην εξουσία ταυτίστηκε στη συνείδηση των πολλών με τα αποτελέσματα της ανυπόφορης ύφεσης.   
Η εκ πρώτης όψεως οριακή πλειοψηφία που διαθέτει το πλειοψηφούν κόμμα στη νέα Βουλή, από μειονέκτημα που φαντάζει κατ΄ αρχήν, μπορεί άνετα να μετατραπεί σε απόλυτο πλεονέκτημα που θα του δώσει την ευκαιρία και τη δύναμη στο νέο πρωθυπουργό να μην υποκύψει σε καμία εσωκομματική ή άλλη πίεση και να προχωρήσει αταλάντευτα προς τα μπρος, υπερνικώντας τα όποια εμπόδια ορθωθούν στον δρόμο του.
Η ποικιλία των επιλογών, άλλωστε, που έχει για να συνάψει τις απαραίτητες κάθε φορά πολιτικές συμμαχίες ώστε να προχωρήσει τις προγραμματικές προτεραιότητες και τους υπόλοιπους σχεδιασμούς του, του δίνει μεγάλη ελευθερία κινήσεων που, αν την χρησιμοποιήσει με σύνεση, μόνον οφέλη μπορεί να προσδοκά.
Είναι στην απόλυτη ευχέρεια του κ. Τσίπρα να επιδιώξει τη διακομματική συνεννόηση για τα μείζονα ζητήματα, επιλέγοντας συναινετικές διαδικασίες και πρωτοβουλίες διακομματικού διαλόγου με όλες τις πολιτικές δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου.
Μπορεί, για παράδειγμα, να επιχειρήσει να συνομιλήσει με τη Νέα Δημοκρατία, τερματίζοντας το ιδιότυπο εμφυλιοπολεμικό κλίμα της τελευταίας μνημονιακής πενταετίας που σκιάζει την ελληνική πολιτική ζωή και εμποδίζει τον πρωθυπουργό να συνομιλεί με τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Έχει, επίσης, τη δυνατότητα να συγκροτήσει ένα κυβερνητικό σχήμα με ευρύτερη στήριξη, όπως δήλωνε προεκλογικά ότι ήταν στις προθέσεις του να κάνει, ανεξαρτήτως του αν είχε ή όχι αυτοδυναμία. Μπορεί, λοιπόν, να επιλέξει συμμαχία τόσο με τους ΑΝ.ΕΛ., όσο και με το Ποτάμι ή το ΠΑΣΟΚ, χωρίς κατ΄ ανάγκη να μοιραστεί μαζί τους τα «οφίτσια» που αναλογούν στη νέα εξουσία.
Οι επιλογές που θα κάνει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ τόσο στο μοντέλο διακυβέρνησης όσο και στα πρόσωπα που θα χρησιμοποιήσει –κομματικά στελέχη ή επιστήμονες με γνώση και πολιτική βούληση για αλλαγές;- θα αποτελέσουν ένα καθοριστικό πρώτο δείγμα γραφής το οποίο θα αξιολογηθεί τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και διεθνώς.
Γιατί, κακά τα ψέματα, άλλο πράγμα είναι η επιμονή στα μονοδιάστατα διχαστικά σχήματα του παρελθόντος –«αντιμνημονιακοί» ενάντια στους «μνημονιακούς»- και εντελώς διαφορετικά μηνύματα μπορεί να εκπέμψει ο προσανατολισμός της νέας εξουσίας στην αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων που προβάλουν ενόψει της σκληρής διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και δανειστές που είναι υποχρεωμένη να ξεκινήσει άμεσα η κυβέρνηση.
Μετά τη θριαμβική νίκη της Κυριακής, οι λεπτές εσωκομματικές ισορροπίες που διαμορφώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να είναι το μόνο εμπόδιο που προβάλει στην πορεία που έχει χαράξει ο κ. Τσίπρας για να γίνει, εκτός από ικανός και, ένας αποτελεσματικός ηγέτης.
Όντας στην αντιπολίτευση τα προηγούμενα χρόνια, επέδειξε ταλέντο στην υπέρβαση των ενδοκομματικών αντιθέσεων, επιτυγχάνοντας σε μεγάλο βαθμό την ομογενοποίηση του  κόμματός του, το οποίο -ως εκ της φύσεως του, καθότι αποτελεί δημιούργημα πολλών συνιστωσών- είχε προβλήματα ενιαίας έκφρασης.
Αν το ταλέντο του κ. Τσίπρα, ο οποίος δεκαπλασίασε τη δύναμη του κόμματός του μέσα σε μια εξαετία, μπορεί να λειτουργήσει εξίσου αποτελεσματικά και τώρα που καλείται να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, μένει να αποδειχθεί το αμέσως επόμενο διάστημα που θα αρχίσουν να… ηχούν τα εσωκομματικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ.
Εκείνο που είναι βέβαιο -και μάλλον δεν χρειάζεται να περιμένει κανείς να αποδειχθεί- είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν έχει τον χρόνο με το μέρος του και πρέπει να κινηθεί άμεσα για τον σχηματισμό κυβέρνησης και την έναρξη των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας. Όπως είναι βέβαιο ότι ο νέος πρωθυπουργός δεν διαθέτει κανένα απολύτως άλλοθι για τυχόν παλινωδίες στην ξεκάθαρη εντολή να προχωρήσει δυναμικά που του έδωσε τόσο απλόχερα η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.
Θα τολμήσει;

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Η τέχνη του να βγάζεις «από τη μύγα ξίγκι»



            Δεν είναι ασύνηθες στις προεκλογικές περιόδους να λέγονται από όσους πολιτεύονται και διεκδικούν την εξουσία και… «μερικές κουβέντες παραπάνω». Θα περίμενε, ωστόσο, κανείς ότι μετά τις τόσες διαψεύσεις που βιώσαμε την τελευταία πενταετία, οι πολιτικοί μας ταγοί να ήταν πιο μετρημένοι, κυρίως σε μείζονα και επείγοντα ζητήματα τα οποία θα τα βρουν μπροστά τους την επομένη των εκλογών.
            Διάβαζα, για παράδειγμα, την Κυριακή τις θέσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα για το χρέος, όπως τις διατύπωνε στην «Καθημερινή» και, ειλικρινά, αναρωτιόμουν τι είναι προτιμότερο: να τα πιστεύει όλα αυτά ο εν δυνάμει επόμενος πρωθυπουργός της Ελλάδας ή απλά να καλλιεργεί προσδοκίες, που ξέρει ότι δεν θα εκπληρωθούν, αλλά μέχρι να έρθει η ώρα των κρίσιμων αποφάσεων, θα έχει τον χρόνο για να προσγειώσει στην πραγματικότητα τις βαρύγδουπες εξαγγελίες;
            Έχει ενδιαφέρον, άλλωστε, ότι οι πιο πρόσφατες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη διευθέτηση του χρέους απέχουν αρκετά από τις προηγούμενες που μιλούσαν για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους και άλλα ηχηρά παρόμοια, τα οποία πλέον δεν λέγονται ρητά αλλά υπονοούνται, επειδή ενδεχομένως ακόμη και έτσι λειτουργούν ψηφοθηρικά, αφού υπαινίσσονται… ηρωική διάθεση για σύγκρουση με τους δανειστές.
            Ας δούμε, όμως, ασχολίαστα, κατ΄ αρχήν, ποιες είναι οι τωρινές θέσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. «Όσο το δημόσιο χρέος της χώρας παραμένει δυσθεώρητο, μη βιώσιμο και η εξυπηρέτησή του δυσβάστακτη, τότε ούτε αξιόπιστη και βιώσιμη δημοσιονομική εξυγίανση μπορεί να υπάρξει, ούτε βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά ούτε και η δυνατότητα για συστηματική χρηματοδότηση από τις αγορές με λογικούς όρους», αναφέρει αυτολεξεί ο κ. Τσίπρας.
            Και συμπληρώνει: «Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη βιωσιμότητα του χρέους και την υπερχρέωση της Ευρωζώνης με “Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για το Χρέος”, με βάση τη Διάσκεψη του Λονδίνου το 1953, γίνονται αντικείμενο διαλόγου στην Ευρώπη και δημόσιας αποδοχής, όχι μόνον από προοδευτικούς οικονομολόγους και την ευρωπαϊκή Αριστερά, αλλά από συντηρητικές κυβερνήσεις, όπως της Ιρλανδίας, διά στόματος του υπουργού Οικονομικών».
            Ακόμη και αν καλόπιστα συμφωνούσε κανείς με την πρώτη επισήμανση του κ. Τσίπρα, ότι δηλαδή το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο (ζήτημα, ωστόσο, για το οποίο υπάρχει ισχυρός αντίλογος), πώς θα μπορούσε να δεχθεί τη δεύτερη; Από πού, άραγε, προκύπτει ότι γίνεται αντικείμενο διαλόγου και δημόσιας αποδοχής η -πολύ ωραία, κατά τα άλλα- ιδέα του κόμματός του για την Ευρωπαϊκή Διάσκεψη;
Πόσοι και ποιοι είναι αυτοί οι περίφημοι «προοδευτικοί οικονομολόγοι»; Τι εκπροσωπεί η Αριστερά στην Ευρώπη και σε ποια θεσμικά όργανα λήψης αποφάσεων έχει βαρύνοντα λόγο; Πόσο μετράει η γνώμη του Ιρλανδού υπουργού Οικονομικών, ο οποίος (χωρίς να είναι βέβαιο ότι τα έχει πει ακριβώς έτσι, αλλά και αν τα είπε –και μακάρι) δεν είναι παρά ένας από τους 18 του Eurogroup; Και γιατί επικαλούμαστε τον Ιρλανδό και όχι τον Ισπανό ομόλογό του που μας θύμισε προ ημερών ότι η –επίσης «φαλιρισμένη»- χώρα του μας έχει δανείσει 26 δισ. ευρώ και τα θέλει πίσω;
            Έχω την αίσθηση ότι και σε αυτό το ζήτημα, όπως σε αρκετά άλλα, οι επιτελείς της Κουμουνδούρου επιχειρούν να βγάλουν «από τη μύγα ξίγκι». Είναι μια ωραία και αποδοτική μέθοδος όταν είσαι στη βολή που σου εξασφαλίζει η αντιπολίτευση, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ισχύει το ίδιο όταν βρίσκεσαι με το ένα πόδι στην εξουσία. Πόσω μάλλον όταν επίκειται να βρεθείς και με τα δύο.
Γιατί είναι εύκολο, π.χ., να συγκεντρώνεις ανέξοδες υποσχέσεις στήριξης, όπως τις παραμονές των τελευταίων ευρωεκλογών που κάθε τρεις και λίγο ακούγαμε για… στρατιές διανοούμενων –τύπου Ζίζεκ- που στήριζαν τον κ. Τσίπρα, χωρίς αυτό να έχει κάποιο σπουδαίο αντίκρισμα στην πανευρωπαϊκή κάλπη.
Και, πάντως, είναι εντελώς διαφορετικό να βρεθείς αντιμέτωπος με τους δανειστές σε ένα διεθνές όργανο και την ώρα που μπαίνει στο τραπέζι η αναδιάρθρωση του χρέους, με πιθανή επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και μείωση του ήδη χαμηλού επιτοκίου, εσύ να πρέπει νωρίτερα να εξηγήσεις στους συνομιλητές σου τις –ας ελπίσουμε μόνον προεκλογικές- θεωρίες για τον ζουρνά και τον πεντοζάλη…
Μέχρι τότε, η απορία που προσωπικά θα με τρώει -για το χρέος και όχι μόνον- είναι: Πρόκειται για (σκόπιμη) προεκλογική παραπλάνηση ή διακατέχονται από (άδολη) άγνοια κινδύνου που τους κάνει να πιστεύουν ότι μπορεί να κυβερνήσουν βγάζοντας «από τη μύγα ξίγκι»;