Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανδρέας Παπανδρέου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανδρέας Παπανδρέου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Αν τους ένοιαζε η συναίνεση…



Ακόμη και όσοι έχουν προεξοφλήσει το διαζύγιο το οποίο έχει πάρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με την αλήθεια, δεν μπορεί να μην εκπλήσσονται με τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς περί καθιέρωσης για πρώτη φορά εκλογικού συστήματος απλής αναλογικής.
Την άνοιξη του 1989, η ελληνική Βουλή είχε ψηφίσει εκλογικό νόμο με τον οποίο η κατανομή των εδρών γινόταν με ακόμη πιο «δίκαιο» τρόπο από αυτόν που καθιερώνεται τώρα, αφού τότε δεν ίσχυε το πλαφόν του 3% για την εκλογή βουλευτή από τους συνδυασμούς που μετείχαν στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις οι οποίες έγιναν με το συγκεκριμένο σύστημα.
Δεν είναι, όμως, αυτός ο μόνος λόγος για τον οποίο εντυπωσιάζεται κανείς με το εύρος της ιστορικής άγνοιας που αποπνέει η επιχειρηματολογία πολλών από τους ΣΥΡΙΖΑίους βουλευτές που ανεβαίνουν αυτές τις μέρες στο βήμα της Βουλής για να στηρίξουν το κυβερνητικό νομοσχέδιο. Με έτοιμες ομιλίες, που είναι προφανές ότι γράφηκαν από άλλο χέρι, οι περισσότεροι σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν λένε όσα λένε επειδή απουσίαζαν από τη χώρα τα προηγούμενα χρόνια ή απλώς επειδή τελούν υπό καθεστώς πλήρους σύγχυσης.
Όπως και να έχει, ωστόσο, εκείνο που όντως ισχύει για πρώτη φορά στην προκειμένη περίπτωση αλλαγής του εκλογικού νόμου είναι το διχαστικό κλίμα υπό το οποίο επιχειρείται να καθιερωθεί η λεγόμενη «απλή αναλογική». Διότι, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, όποιος μπει στον κόπο να ανατρέξει στα πρακτικά των συζητήσεων που προηγήθηκαν στο ελληνικό Κοινοβούλιο κατά την αμέσως προηγούμενη ψήφιση αναλογικού εκλογικού συστήματος, θα διαπιστώσει ότι οι αλλαγές που προωθήθηκαν από την τότε κυβέρνηση υιοθετήθηκαν από ευρύτατη πλειοψηφία και πάντως συνάντησαν τη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όσο και αν ηχεί παράδοξο, με την εκ των υστέρων γνώση των όσων επακολούθησαν, αλλά και το γεγονός ότι η συμφωνία της αντιπολίτευσης δεν είχε τη σημασία που έχει τώρα, καθώς είναι μεταγενέστερη η συνταγματική πρόβλεψη για άμεση εφαρμογή των αλλαγών μόνον αν ψηφιστούν από πλειοψηφία 200 βουλευτών, ο τότε ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συναίνεσε με τις προωθούμενες ρυθμίσεις, είτε από υπερβολική σιγουριά για την επερχόμενη νίκη του είτε επειδή έκανε την ανάγκη φιλοτιμία αφού δεν μπορούσε να αποτρέψει τις αλλαγές, με τις οποίες, εξάλλου, επανερχόταν και ο σταυρός προτίμησης που είχε καταργηθεί στις αμέσως προηγούμενες εκλογές του 1985.
Σε πείσμα, λοιπόν, της πολιτικής οξύτητας που είχε προκληθεί από το σκάνδαλο Κοσκωτά και της έντονης αντιπαράθεσης που δημιουργούνταν από το μετωπικό σχήμα το οποίο είχαν συμπτύξει το προηγούμενο διάστημα τα κόμματα της αντιπολίτευσης –η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη, η ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου και ο υπό διαμόρφωση Συνασπισμός των Χαρίλαου Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκου-, οι δύο μεγάλες παρατάξεις της εποχής ψήφισαν από κοινού τις νέες ρυθμίσεις. Και μαζί επίσης καταψήφισαν την τροπολογία με την οποία το ΚΚΕ ήθελε να κάνει ακόμη… απλούστερη τη νέα αναλογική, προτείνοντας να απαλειφθεί το περιβόητο «συν ένα» στην πρώτη κατανομή των εδρών.
Παρόλο που ουσιαστικά επρόκειτο για μια… ανθυπολεπτομέρεια, η τότε Αριστερά, ίσως και θέλοντας να διαφοροποιηθεί από τους Μητσοτάκη και Στεφανόπουλο και να αποσείσει τις καταγγελίες του κυβερνώντος ΠΑΣΟΚ ότι είχαν συγκροτήσει τη… «συμμορία των τεσσάρων», είχε δώσει τεράστιες διαστάσεις στο «συν ένα», παρόλο που ο συσχετισμός των κοινοβουλευτικών εδρών δεν άλλαζε ουσιωδώς.
Όλο αυτό, μάλιστα, το -εν πολλοίς επικοινωνιακό- κατασκεύασμα περί της σημασίας του «συν ένα» έγινε αργότερα μπούμερανγκ για τον νεοπαγή Συνασπισμό της Αριστεράς, όταν επί των ημερών της συγκυβέρνησής του με τη Νέα Δημοκρατία στο ετερόκλητο σχήμα με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη, το –δήθεν… μετανοημένο- ΠΑΣΟΚ εισηγήθηκε, μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 1989, που έγιναν με την καινούργια νομοθεσία, την κατάργηση της επίμαχης ρύθμισης, ευελπιστώντας ότι έτσι θα δυσκόλευε ακόμη περισσότερο η προσπάθεια της ΝΔ να αποκτήσει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την οποία θα έπρεπε να προσεγγίσει το 50% των ψήφων.
Σε εκείνη τη δεύτερη φάση των αντιπαραθέσεων για το εκλογικό σύστημα, οι ρόλοι αντιστράφηκαν: το μεν ΠΑΣΟΚ ήθελε την κατάργηση του «συν ένα», η δε αριστερή συνιστώσα του κυβερνητικού συνασπισμού απέρριπτε ένα τέτοιο ενδεχόμενο επειδή δεν ήθελε να διαταράξει την κυβερνητική συνεργασία που είχε συγκροτήσει με τη ΝΔ και στην οποία, αφού μεσολάβησαν οι νέες κάλπες που έγιναν τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου χωρίς να αλλάξει το εκλογικό σύστημα, προστέθηκε και το ΠΑΣΟΚ, σχηματίζοντας όλοι μαζί την εξίσου βραχύβια κυβέρνηση Ζολώτα.
Χωρίς να είναι ίδιες οι συνθήκες, θα είχε πολύ μεγάλη αξία να ανέτρεχαν σε εκείνη την εποχή όλοι όσοι καλούνται να ψηφίσουν τις νέες αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία. Από τον Τσίπρα, ο οποίος θυμήθηκε ότι έπρεπε να δεχθεί παραμονή της ψήφισης του νομοσχεδίου του στο Μέγαρο Μαξίμου τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Φώτη Κουβέλη, έως τον κλαίοντα Βασίλη Λεβέντη που θεωρεί την αναλογική «πανάκεια δια πάσαν νόσον και πάσαν…». Και από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι πρέπει να βρουν σοβαρά επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν την αποστασιοποίησή τους έναντι όσων πρότειναν πριν από έναν χρόνο, έως τον Κυριάκο Μητσοτάκη ο οποίος δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως εκσυγχρονιστής με παλαιοκομματικής κοπής διακηρύξεις ότι θα καταργήσει ό,τι ψηφίσει η σημερινή κυβέρνηση χωρίς να αντιπροτείνει κάτι περισσότερο από την επαγγελία κατάτμησης της Β΄ Αθηνών.
Αν προσέτρεχαν με ειλικρινή διάθεση στη μελέτη του παρελθόντος, είναι βέβαιο ότι θα κατέληγαν σε διδάγματα που θα απέτρεπαν την επανάληψη λαθών και θα έβρισκαν τον κοινό τόπο ώστε να επικρατήσει η λογική και να προχωρήσουν οι αλλαγές που είναι αναγκαίες για να εμπεδωθεί μια νέα πολιτική ατμόσφαιρα στη χώρα.
Κακά τα ψέματα, όμως. Μόνον όποιος εθελοτυφλεί δεν αντιλαμβάνεται ότι η συζήτηση που γίνεται στη Βουλή δήθεν για τον εκλογικό νόμο ελάχιστα αφορά τον ίδιο τον εκλογικό νόμο. Διότι αν οι νυν κυβερνώντες και οι «πρόθυμοι» σύμμαχοί τους ενδιαφερόταν για πραγματικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα θα ξεκινούσαν από την επιδίωξη της συναίνεσης που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ελπίσει κανείς ότι μπορεί κάτι να αλλάξει. Όταν, όμως, μιλάμε για μια Βουλή που η πλειοψηφία της προήλθε από προεκλογικές διακηρύξεις του τύπου «να τελειώνουμε με το παλαιό», είναι αυταπάτη να περιμένει κάποιος κάτι καλύτερο από όσα προσχηματικά βλέπουμε να εκτυλίσσονται ενώπιον μας.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Λεβέντικος «εκτσογλανισμός»



Ακόμη και στις πιο ταραγμένες πολιτικές περιόδους του πρόσφατου ή και του απώτερου παρελθόντος της χώρας οι πολιτικοί ηγέτες μας συνήθιζαν να κάθονται γύρω από το ίδιο τραπέζι, άλλοτε συμφωνώντας και άλλοτε διαφωνώντας, αλλά χωρίς ποτέ ως τώρα να απειλούν ο ένας τον άλλο είτε πίσω από τις κλειστές πόρτες είτε ενώπιον του κοινού.
Από την εποχή της συμφωνίας της Βάρκιζας, που στις δύο πλευρές του τραπεζιού κάθισαν πρόσωπα που τα χώριζε η πολεμική σύγκρουση και τα νωπό αίμα που είχε εκατέρωθεν χυθεί, ως τα προδικτατορικά Συμβούλια του Στέμματος και τα μεταπολιτευτικά Συμβούλια των Πολιτικών Αρχηγών για τη συγκρότηση των συμμαχικών κυβερνήσεων του αποκαλούμενου και «βρώμικου 89» ή αργότερα για το Μακεδονικό, ο «πολιτικός πολισμός» ήταν το στοιχείο που χαρακτήριζε αυτού του είδους τις συναθροίσεις των ταγών του Έθνους.
Όταν είδαν το φως της δημοσιότητας τα πρακτικά από τις συναντήσεις που είχαν στο Προεδρικό Μέγαρο τον Νοέμβριο του 1989 οι θεωρούμενοι ως… προαιώνιοι αντίπαλοι Ανδρέας Παπανδρέου και  Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μπορεί να ξένισαν αρκετούς από τους φανατικούς οπαδούς των δύο ηγετών, πλην, όμως, οι έμπλεες αβρότητας προσφωνήσεις: «Κώστα μου», «Ανδρέα μου», τις οποίες αντήλλαξαν, αποτέλεσαν μια σημαντική παρακαταθήκη πολιτικής καταλλαγής.
Ούτε η σκληρή προσωπική τους κόντρα, που διαρκούσε ήδη 35 χρόνια και κατά πολλούς ήταν από τις βασικές αιτίες της Αποστασίας, ούτε η πολύ πρόσφατη, τότε, απόφαση για την παραπομπή του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ στο Ειδικό Δικαστήριο, δεν στάθηκαν εμπόδιο στον μεταξύ τους πολιτισμένο διάλογο και στην χωρίς απειλές και κουνήματα του δακτύλου συνεννόηση που οδήγησε –με τη συναίνεση και του πολύπειρου ηγέτη του νεοσύστατου Συνασπισμού της Αριστεράς Χαρίλαου Φλωράκη- στη συγκρότηση της συμμαχικής κυβέρνησης Ζολώτα.
Δεν ξέρω αν μοιάζει με… ιεροσυλία η σύγκριση των προσωπικοτήτων εκείνης της περιόδου με τα πρόσωπα που πέρασαν το περασμένο Σάββατο το κατώφλι του Προεδρικού Μεγάρου, καθώς θα μπορούσε, ίσως, κανείς να επικαλεστεί τη γνωστή ρήση με τα «νταούλια των αθιγγάνων» που πήραν τις θέσεις τις οποίες κατείχαν νωρίτερα τα «άρματα των καπεταναίων», αλλά δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να πειρασμό που όλες αυτές τις μέρες με τριβελίζει με ερωτήματα για την κατάπτωση των πολιτικών ηθών της οποίας γινόμαστε καθημερινοί μάρτυρες.
Να είναι, άραγε, όλο αυτό που συνέβη το περασμένο Σάββατο η κορύφωση του «εκτσογλανισμού» της πολιτικής ζωής, για τον οποίο τόσο εύστοχα είχε μιλήσει παλαιότερα ο Ευάγγελος Βενιζέλος; Ή, όπως αρκετοί επισημαίνουν, «δεν τα έχουμε δει ακόμη όλα» και μας περιμένουν ακόμη μεγαλύτερες εκπλήξεις από την τοξική ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει η πολύμορφη κρίση που διέρχεται η χώρα και περισσότερο από την αλλοπρόσαλλη παρέα που έχει εγκατασταθεί στα υπουργεία και παριστάνει την κυβερνητική εξουσία;
Διαρκούντος του Συμβουλίου και με σαφή διάθεση να σαρκάσω τις κυβερνητικές διαρροές που ήθελαν τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να απειλεί τους προσκεκλημένους του επειδή δεν συμφωνούσαν σε κοινό ανακοινωθέν για το Ασφαλιστικό, έκανα μια ανάρτηση στο twitter με την οποία αναρωτιόμουν: «Λες αν δεν υπογράψουν να τους καταγγείλει στη... Μέρκελ;». Και παρότι συμπλήρωνα το ερώτημα μου με το σχόλιο «Σύσκεψη για γέλια και για κλάματα μαζί!», ειλικρινά δεν διανοήθηκα ότι τα όσα συζητούσαν οι Έλληνες πολιτικοί ήταν δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο διαβούλευσης στο εξωτερικό.
Η πραγματικότητα, αλλοίμονο, με διέψευσε, αφού τρεις μέρες αργότερα το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου έδινε –αν είναι δυνατόν!- στη δημοσιότητα διαλόγους του Αλέξη Τσίπρα με τον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ που αφορούσαν τη στάση που τήρησε στη σύσκεψη η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Φώφης Γεννηματά. Φαίνεται ότι προκειμένου να κρατήσουν τις καρέκλες τους δεν διστάζουν να γίνουν πιο ξενόδουλοι από όσο μπορούσε να φανταστεί κανείς. Και μάλιστα χωρίς να αντιλαμβάνονται πόσο καταγέλαστοι γίνονται και στο εξωτερικό, όπως και στο εσωτερικό με τις αστείες απειλές, όπως εκείνες που εκτόξευσε ο Πάνος Καμμένος περί Εξεταστικής Επιτροπής για το PSI.
Τι νομίζουν, αλήθεια, ότι θα πετύχουν «καρφώνοντας» την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ στον Ολάντ; Τι πιστεύουν ότι μπορεί να κάνει ο Γάλλος πρόεδρος στην κυρία Γεννηματά; Και πως θεωρούν ότι θα την υποχρεώσει να μοιραστεί με τον θρασύτατο κ. Τσίπρα την ευθύνη για το περαιτέρω πετσόκομα των συντάξεων που έχει συνομολογηθεί και υλοποιείται με τον προϋπολογισμό που ψηφίζεται από τη Βουλή;
Δυστυχώς γι΄ αυτούς, όσες ανοίκειες απειλές και αν εκτοξεύσουν, όσους –πραγματικούς ή φανταστικούς- διαλόγους κι αν διαρρεύσουν, όσα ξόρκια και αν –εν είδει σκιάχτρων- κατασκευάσουν για να φοβίσουν δήθεν τη διαπλοκή που υποτίθεται ότι τους πολεμάει, όσους ευφημισμούς περί κυβερνητικής διεύρυνσης και αν χρησιμοποιήσουν για δικαιολογήσουν τις… λεβέντικες αποστασίες που ετοιμάζουν, το πικρό ποτήρι της μνημονιακής υποταγής είναι όλο δικό τους. Και θα το πιουν ως την τελευταία σταγόνα, πριν καταρρεύσουν με πάταγο από την οργή όχι των αντιπάλων τους, αλλά κυρίως όλων εκείνων τους οποίους εξαπάτησαν.
Ο «εκτσογλανισμός», άλλωστε, ακόμη και αν γίνει «λεβέντικος», έχει ημερομηνία λήξης, η οποία δεν είναι πολύ μακρινή, όπως τόσο αποκαλυπτικά προδικάζουν οι σπασμωδικές κινήσεις στις οποίες κατέφυγε ο πανικόβλητος πρωθυπουργός, τόσο πριν όσο και μετά το χωρίς προηγούμενο φιάσκο στο οποίο ο ίδιος οδήγησε τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών.

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Η φωτεινή πλευρά της Μεταπολίτευσης



            Ήταν από τους τελευταίους πολιτικούς κρατούμενους που αφέθηκαν ελεύθεροι μετά την πτώση της χούντας. Κι ας είχε προϋπάρξει βουλευτής ήδη από την προδικτατορική περίοδο. Φυλακίστηκε, εξορίστηκε και βασανίστηκε –ο ίδιος και μέλη της οικογένειας του-, επειδή οι παράφρονες που είχαν σφετεριστεί την εξουσία δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι ένας γενναίος στρατιωτικός που πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο και στη Μέση Ανατολή κατά της φασιστικής και ναζιστικής κατοχής μπορούσε να υπερασπίζεται με την ίδια γενναιότητα και με το ίδιο αίσθημα καθήκοντος και τη Δημοκρατία που είχε καταλυθεί.
            Πολιτευόταν για περισσότερο από 40 χρόνια και εκλέχθηκε επανειλημμένα βουλευτής στη μεγαλύτερη εκλογική περιφέρεια, χωρίς να διακριθεί επειδή ακολούθησε την πεπατημένη του ψηφοθήρα πολιτευτή που διόριζε τους φίλους του στο δημόσιο. Μεσουράνησε πολιτικά την πρώτη οκταετία της διακυβέρνησης της χώρας του ΠΑΣΟΚ και κανείς από τους πολιτικούς αντιπάλους του, με τους οποίους δεν δίσταζε να συγκρουστεί, δεν επεχείρησε να του προσάψει το παραμικρό που να πλήττει το κύρος και την αξιοπρέπεια με την οποία πορεύθηκε στη μακρά διάρκεια της πολιτικής διαδρομής του.
            Ακόμη και η θητεία του στο πολύπαθο υπουργείο Εθνικής Άμυνας υπήρξε ανεπίληπτη και δεν τη σκίασαν ούτε καν υποψίες σκανδάλων που να συνδέονται με το πρόσωπό του. Δεν σίτισε ούτε τότε, όπως ούτε και νωρίτερα που ως υπουργός Εξωτερικών διαχειριζόταν «μυστικά κονδύλια», image makers ή «δημοσιογράφους» για να δει το όνομα του στις παραπολιτικές στήλες των εφημερίδων, από τις οποίες η απουσία τους ήταν άκρως χαρακτηριστική.
            Αντιμετώπισε με στωική δωρικότητα το προκλητικό «προσπέρασμα» του Μένιου Κουτσόγιωργα όταν ως αντιπρόεδροι της κυβέρνησης –και έχοντας εκείνος το τυπικό προβάδισμα- εισήλθαν στη αίθουσα που γίνονταν τα εγκαίνια της ΔΕΘ, το φθινόπωρο του 1988, για να εκπροσωπήσουν τον ασθενή πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου που χειρουργείτο στο Χέρφιλντ. Και όταν αργότερα σχεδόν το «όλο ΠΑΣΟΚ» συνωστιζόταν στην Εκάλη για να αποκτήσει την εύνοια του νέου κύκλου επιρροής που περιστοίχιζε τον Ανδρέα Παπανδρέου, εκείνος -ο πιστότερος, ίσως, «ανδρεϊκός»- ήταν από τους ελάχιστους που έμειναν, οικεία βουλήσει, μακριά.
            Χωρίς παρασκηνιακές κινήσεις ή τυμπανοκρουσίες, διεκδίκησε την πρωθυπουργία, το 1996, ακολουθώντας την προτροπή φίλων του στην κοινοβουλευτική ομάδα και, παρότι ήξερε έναν προς έναν τους άλλους δέκα που τον ψήφισαν, δεν διαπραγματεύτηκε αυτή τη μικρή, έστω, επιρροή που διέθετε με τους ανθυποψηφίους του. Αποδέχθηκε, χωρίς δημόσια πικρία, το αποτέλεσμα, όπως και το γεγονός ότι η νέα κομματική ηγεσία στο ΠΑΣΟΚ μοίραζε θώκους και αξιώματα σε όσους ήλεγχαν εσωτερικούς μηχανισμούς ή είχαν τρόπους να πιέζουν.
Λιτός και ευθυτενής σε όλα του, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική δράση, το έκανε, πριν από δέκα χρόνια, χωρίς μεμψιμοιρίες και περιοριζόμενος σε μια και μόνη νουθεσία: «να επιστρέψει το ΠΑΣΟΚ στις σοσιαλιστικές του ρίζες», όπως ο ίδιος αισθανόταν και πίστευε.
            Αυτός ήταν, με πολύ συνοπτικά λόγια, ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, μια σπάνια μορφή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, που, πλήρης ημερών, έφυγε από τη ζωή και πέρασε στην Ιστορία αθόρυβα και διακριτικά, όπως διακριτική και αθόρυβη υπήρξε και η μακρά και τόσο ξεχωριστή διαδρομή του στα πολιτικά πράγματα. Η περίπτωσή του δεν αποτελεί, σίγουρα, το πλέον αντιπροσωπευτικό παράδειγμα πολιτικού, όπως τουλάχιστον το γνωρίσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Και, πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να συγκριθεί με το πρότυπο του πολιτικού που κυριαρχεί στις μέρες μας.
            Με όρους επικοινωνιακούς, ο αείμνηστος «Τίμιος Τζον», όπως τον αποκαλούσαν οι παλαιότεροι πολιτικοί συντάκτες, επειδή μιλούσε σπανίως (σ.σ.: όσο και οι… ομώνυμοι πυρηνικοί πύραυλοι, όπως έλεγαν όσοι του προσήψαν το προσωνύμιο), θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένας «γκρίζος» πολιτικός, που, προσηλωμένος καθώς ήταν στο καθήκον του, δεν έδινε, παρά σπανίως, τροφή για σχολιασμούς, αφού δεν μετείχε σε παρασκηνιακές κινήσεις και δεν πρωταγωνιστούσε σε εσωκομματικές ίντριγκες.
Με όρους πολιτικής ουσίας, ωστόσο, ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος αποτελεί το χαρακτηριστικότερο ίσως υπόδειγμα μεταξύ των πολιτικών εκείνων που με το διάβα τους σε τούτο τον κόσμο έδωσαν χρώμα στην πιο φωτεινή πλευρά της Μεταπολίτευσης, η οποία, με όλα τα στραβά και τα ανάποδα, που δικαίως ή αδίκως της αποδίδονται, υπήρξε η μακροβιότερη περίοδος οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής ευημερίας που γνώρισε ο τόπος μας.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Άμα κοιμάσαι φούρναρης και ξυπνάς βουλευτής…



«Κοιμήθηκα φούρναρης και ξύπνησα βουλευτής!». Η φράση αυτή που, εν μέσω λυγμών, εκστόμισε από το βήμα της Βουλής ο εκλεγμένος με τη Χρυσή Αυγή προφυλακισμένος βουλευτής Κορινθίας Ευστάθιος Μπούκουρας συνιστά ίσως την πλέον χαρακτηριστική επιτομή της γενικευμένης κρίσης στην οποία βρίσκεται η ελληνική κοινωνία. Μιας κρίσης που ξεπερνά την οικονομία και την πολιτική και ακουμπά θεσμούς και συλλογικές αξίες που βρίσκονται σε πορεία πλήρους κατάπτωσης.  
Δεν είναι καθόλου κακό που ένας, κατά δήλωσή του, «φούρναρης» κατάφερε να εκλεγεί στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Ίσα – ίσα που αυτό μπορεί να είναι επαινετικό για την Δημοκρατία μας που δίνει ευκαιρίες στον κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την επαγγελματική ιδιότητα και την κοινωνική καταγωγή του.
Το καίριο, όμως, ζήτημα που αναδεικνύει η περίπτωση Μπούκουρα είναι πως και γιατί ψηφίστηκε ο συγκεκριμένος φούρναρης. Και, κυρίως, ποια είναι τα προσόντα που εκτίμησαν οι συμπολίτες του και έστειλαν να τους εκπροσωπήσει στη Βουλή ένα πρόσωπο το οποίο, κατά πως ισχυρίζεται, άκουσε το σύνθημα του Ανδρέα Παπανδρέου «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» και εξ αυτού έγινε –αν είναι δυνατόν!- «εθνικιστής».
Εκατομμύρια Ελλήνων, για μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μας, ενστερνισθήκαμε τα συνθήματα του Ανδρέα Παπανδρέου και μας συνεπήρε η τεράστια προσωπικότητά του, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για νταηλίκια ή άλλου είδους έκνομες δραστηριότητες. Ποιος, άλλωστε, θα μπορούσε να φανταστεί όταν πρωτακούστηκε το «η Ελλάδα στους Έλληνες» ότι θα ξέπεφτε στα χείλη ρατσιστών και ξενόφοβων που οργανώνουν πογκρόμ κατά ανυπεράσπιστων μεταναστών ή πηγαίνουν στην  κηδεία του αμετανόητου χουντικού Ντερτιλή και πυροβολούν στον αέρα; 
Δεν ξέρω, ειλικρινά, τι ήταν αυτό που αυτό που συγκίνησε (!) παλαιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ τα οποία ψήφισαν κατά της άρσης της ασυλίας του κ. Μπούκουρα, αλλά έχω την αίσθηση ότι έγινε μια τεράστια παρανόηση από έμπειρους πολιτικούς, όπως ο Απόστολος Κακλαμάνης και ο Κώστας Σκανδαλίδης, που η στάση τους είναι, κατά την άποψή μου, απολύτως ασυγχώρητη.
Δεν θα αρνηθώ ότι κάθε άνθρωπος που περνά ένα δράμα, όπως συμβαίνει με τον συγκεκριμένο βουλευτή που εγκατέλειψε τη Χρυσή Αυγή, αξίζει τη συμπάθεια, το έλεος και την επιείκεια όλων μας. Και προσωπικά δεν έχω –και αν είχα, ίσως δεν έχει καμία σημασία- άποψη για το αν είναι ποινικά αθώος ή ένοχος και ποια είναι η βαρύτητα και ενδεχομένως η βασιμότητα των πράξεων για τις οποίες η Δικαιοσύνη ζήτησε την άρση της ασυλίας του.
Η Βουλή, όμως, κλήθηκε να αποφανθεί αν οι πράξεις που του αποδίδονται –η παράνομη οπλοκατοχή, εν προκειμένω- σχετίζονται με την βουλευτική του ιδιότητα. Και όχι αν είναι καλός οικογενειάρχης ή αν στα νιάτα του… αναρτούσε, όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες, σημαίες του ΠΑΣΟΚ. Γι΄ αυτό και αδυνατώ να αντιληφθώ τα κίνητρα όσων αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν τα εισαγγελικά αιτήματα, όπως και όσων προτίμησαν να απέχουν –και ήταν πάνω από το ένα τρίτο των βουλευτών- από την ψηφοφορία.
Προφανώς, το Κοινοβούλιο δεν είναι δικαστήριο και δεν έχει αρμοδιότητα να δικάσει τις πράξεις κανενός μέλους του. Υπό  αυτή την έννοια, ο τέως (;) χρυσαυγίτης δεν ανέβηκε στο βήμα της Βουλής για να κριθεί για τις διώξεις που του ασκήθηκαν και για τις οποίες θα δώσει λόγο στη Δικαιοσύνη. Ανέβηκε για να μιλήσει ως πολιτικός που εξακολουθεί να είναι, παρότι -μόλις είδε τα δικαστικά ζόρια...- εγκατέλειψε το ναζιστικό μόρφωμα, με το οποίο… ξύπνησε βουλευτής.
Οι λυγμοί, λοιπόν, στους οποίους ξέσπασε ο κ. Μπούκουρας, μπορεί σε ανθρώπινο επίπεδο να δικαιολογούνται, σε πολιτικό, όμως, επίπεδο δεν μπορούν επ΄ ουδενί να δικαιολογηθούν. Πολύ περισσότερο όταν δεν συνοδεύονται, αν όχι από έμπρακτη μεταμέλεια, ούτε καν από μια απλή συγνώμη για τη συμπεριφορά την οποία είχε την περίοδο που παρίστανε τον χρυσαυγίτη «νταή», απειλώντας τους πάντες επειδή, όπως κραύγαζε, «είμαι βουλευτής ρε…», ή για την… ελληναράδικη κομπορρημοσύνη με την οποία διακήρυσσε δημόσια ότι οδηγεί από τα 16 χρόνια του, χωρίς ποτέ να αποκτήσει άδεια οδήγησης.
 Θα μου πείτε: «Εδώ δεν μεταμελήθηκαν και δεν ζήτησαν συγνώμη τόσοι και τόσοι μιζαδόροι που λεηλάτησαν τη χώρα, από τον Μπούκουρα περιμένεις εσύ να το κάνει;». Δεν θα διαφωνήσω. Αλλά, προσωπικά, δεν δίνω και κανένα άλλοθι στον Μπούκουρα και στον κάθε Μπούκουρα. Όπως, νομίζω, μετά από όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια και εξακολουθούμε να ζούμε, δεν μπορούμε να βρίσκουμε την παραμικρή δικαιολογία για όλους όσοι ονειρεύονται να… ξυπνήσουν βουλευτές. Εμείς τους δίνουμε αυτό το δικαίωμα. Και γι΄ αυτό είμαστε απολύτως συνυπεύθυνοι, είτε τους δούμε αύριο να ξεσπούν λυγμούς, είτε παραμείνουν αμετανόητοι «νταήδες».

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

«Νέα Ελλάδα» με παμπάλαιες νοοτροπίες



Ηχεί ως μέγιστη ειρωνεία, αλλά είναι, δυστυχώς, πραγματικότητα. Σε ένα κομματικό συνέδριο που είχε ως κεντρικό σύνθημα τον όρο «Νέα Ελλάδα», ο οποίος μπορεί, όπως αφήνεται να εννοηθεί από συνεργάτες του Αντώνη Σαμαρά, να αποτελέσει τον νέο τίτλο της ΝΔ, του μεγάλου ελληνικού κεντροδεξιού κομματικού σχηματισμού, η μόνη εσωτερική διαπάλη που υπήρξε -ή που, τέλος πάντων, βγήκε προς τα έξω- ήταν για το… μακρινό παρελθόν.
Αναρωτιέμαι, ειλικρινά, οι χιλιάδες σύνεδροι από όλη την Ελλάδα, αλλά και από το εξωτερικό, που συγκεντρώθηκαν επί τρεις ημέρες στην Αθήνα, επιστρέφοντας στους τόπους κατοικίας και επαγγελματικής δράση τους, ποιες εντυπώσεις θα μεταφέρουν στις οικογένειες τους, στον φιλικό και άλλο περίγυρο τους, στους ομοϊδεάτες τους που τους ψήφισαν για να συμμετάσχουν στο συνέδριο.
Θα τους πουν άραγε ότι μπήκαν σε τόσο κόπο -και έξοδα, επίσης- για να λάβουν μέρος σε μια πολυδάπανη κομματική εκδήλωση, στην οποία κυριάρχησε η ιδεοληπτική –ου μην αλλά και ψηφοθηρική- εμμονή του νεόκοπου στη συμβατική κεντροδεξιά παράταξη Μάκη Βορίδη για τις επιπτώσεις που έχει στη σημερινή πελώρια οικονομική κρίση η πολιτική που άσκησε πριν από τρεις δεκαετίες ο Ανδρέας Παπανδρέου;
Αναμφισβήτητα, δεν μπορεί να έχει κανείς απαίτηση από τον κ. Βορίδη και όλους όσοι γαλουχήθηκαν πολιτικά στους (ακροδεξιούς) χώρους που ο ίδιος κινούνταν όλα τα προηγούμενα να συμπαθήσουν τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους να διατηρούν τις απόψεις τους και να εξακολουθούν να στέκονται κριτικά, ακόμη και επικριτικά, απέναντι στον από χρόνια «δαιμονοποιημένο» ηγέτη της αντίπαλης τους παράταξης.
Εκείνο, ωστόσο, που δεν μπορεί να γίνεται ανεκτό είναι στελέχη πρώτης γραμμής του μεγαλύτερου κυβερνητικού κόμματος, όπως είναι ο συγκεκριμένος βουλευτής που κατέχει το αξίωμα του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου, να προσπαθούν να στενέψουν τόσο πολύ τα όρια των ευθυνών για τη σημερινή κρίση, ανάγοντάς τα, μάλιστα, σε μια συγκεκριμένη και σχετικά μικρή περίοδο του παρελθόντος και αγνοώντας πλήρως το τι επακολούθησε.
Θα παίξει το παιχνίδι του κ. Βορίδη αν επιχειρήσει να επιχειρηματολογήσει κανείς αναλυτικά για το ποια ήταν η Ελλάδα του 1981 –με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που προφανώς έγιναν και τότε- και πως μετεξελίχθηκε στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, πριν πέσει στα βράχια το 2009, όταν ήλθαν στην επιφάνεια χρόνιες παθογένειες.
Δεν μπορεί, όμως, να μην επισημανθεί ότι οι μεγάλες παθογένειες, κυρίως στον οικονομικό τομέα, που σε κάποιο βαθμό προϋπήρχαν της εποχής του Ανδρέα (όπως π.χ. η έλλειψη σοβαρής παραγωγικής υποδομής), όχι μόνον δεν διορθώθηκαν, αλλά μάλλον επιδεινώθηκαν επί των διαδόχων του (υπερδανεισμός, κλπ). 
Άλλωστε, όσο και αν είναι πολύ νωρίς ακόμη για να γίνει ψύχραιμη ιστορική αποτίμηση στο ισοζύγιο της προσφοράς μιας προσωπικότητας όπως ο Ανδρέας που εξήψε όσο λίγοι πάθη –λατρείας αλλά και μίσους-, είναι πολύ αργά για να αναζητείται σε τόσο παρελθόντα χρόνο ένας και μόνον «αποδιοπομπαίος τράγος» για να φορτωθεί όλα τα μνημονιακά δεινά που υφιστάμεθα την τελευταία τριετία.
Γι΄ αυτό και η ιστορική ακροβασία που συνιστούν οι ισχυρισμοί του κ. Βορίδη δεν είναι παρά μια απόπειρα εξαπάτησης των χειμαζόμενων πολιτών, ένα βολικό και -συνάμα παραλυτικό- «άλλοθι» για να μη γίνει απολύτως τίποτε ή, και αν είναι να γίνει κάτι, να μην θίξουμε το «δικό μας» ακροατήριο, τη «δική μας» πελατεία.
Σε κάθε περίπτωση, η «Νέα Ελλάδα» που επαγγέλθηκε στο κομματικό του συνέδριο ο κ. Σαμαράς θα αργήσει πολύ να ανατείλει όσο στα ηγετικά κλιμάκια της παράταξης του φιλοξενούνται πρόσωπα με τόσο παλαιές, παμπάλαιες νοοτροπίες που αναπαράγουν τη φαυλότητα του παρελθόντος.
Η «Νέα Ελλάδα» αυτό που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο απαιτεί είναι ευθυκρισία, ειλικρίνεια και συλλογική δουλειά. Ευθυκρισία για το παρελθόν, ειλικρίνεια για το παρόν και συλλογική δουλειά για το μέλλον.

(Δημοσιεύθυκε στο WWW.protothema.gr την 1.7.2013)