Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκανδαλίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκανδαλίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Άμα κοιμάσαι φούρναρης και ξυπνάς βουλευτής…



«Κοιμήθηκα φούρναρης και ξύπνησα βουλευτής!». Η φράση αυτή που, εν μέσω λυγμών, εκστόμισε από το βήμα της Βουλής ο εκλεγμένος με τη Χρυσή Αυγή προφυλακισμένος βουλευτής Κορινθίας Ευστάθιος Μπούκουρας συνιστά ίσως την πλέον χαρακτηριστική επιτομή της γενικευμένης κρίσης στην οποία βρίσκεται η ελληνική κοινωνία. Μιας κρίσης που ξεπερνά την οικονομία και την πολιτική και ακουμπά θεσμούς και συλλογικές αξίες που βρίσκονται σε πορεία πλήρους κατάπτωσης.  
Δεν είναι καθόλου κακό που ένας, κατά δήλωσή του, «φούρναρης» κατάφερε να εκλεγεί στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Ίσα – ίσα που αυτό μπορεί να είναι επαινετικό για την Δημοκρατία μας που δίνει ευκαιρίες στον κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την επαγγελματική ιδιότητα και την κοινωνική καταγωγή του.
Το καίριο, όμως, ζήτημα που αναδεικνύει η περίπτωση Μπούκουρα είναι πως και γιατί ψηφίστηκε ο συγκεκριμένος φούρναρης. Και, κυρίως, ποια είναι τα προσόντα που εκτίμησαν οι συμπολίτες του και έστειλαν να τους εκπροσωπήσει στη Βουλή ένα πρόσωπο το οποίο, κατά πως ισχυρίζεται, άκουσε το σύνθημα του Ανδρέα Παπανδρέου «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» και εξ αυτού έγινε –αν είναι δυνατόν!- «εθνικιστής».
Εκατομμύρια Ελλήνων, για μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μας, ενστερνισθήκαμε τα συνθήματα του Ανδρέα Παπανδρέου και μας συνεπήρε η τεράστια προσωπικότητά του, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για νταηλίκια ή άλλου είδους έκνομες δραστηριότητες. Ποιος, άλλωστε, θα μπορούσε να φανταστεί όταν πρωτακούστηκε το «η Ελλάδα στους Έλληνες» ότι θα ξέπεφτε στα χείλη ρατσιστών και ξενόφοβων που οργανώνουν πογκρόμ κατά ανυπεράσπιστων μεταναστών ή πηγαίνουν στην  κηδεία του αμετανόητου χουντικού Ντερτιλή και πυροβολούν στον αέρα; 
Δεν ξέρω, ειλικρινά, τι ήταν αυτό που αυτό που συγκίνησε (!) παλαιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ τα οποία ψήφισαν κατά της άρσης της ασυλίας του κ. Μπούκουρα, αλλά έχω την αίσθηση ότι έγινε μια τεράστια παρανόηση από έμπειρους πολιτικούς, όπως ο Απόστολος Κακλαμάνης και ο Κώστας Σκανδαλίδης, που η στάση τους είναι, κατά την άποψή μου, απολύτως ασυγχώρητη.
Δεν θα αρνηθώ ότι κάθε άνθρωπος που περνά ένα δράμα, όπως συμβαίνει με τον συγκεκριμένο βουλευτή που εγκατέλειψε τη Χρυσή Αυγή, αξίζει τη συμπάθεια, το έλεος και την επιείκεια όλων μας. Και προσωπικά δεν έχω –και αν είχα, ίσως δεν έχει καμία σημασία- άποψη για το αν είναι ποινικά αθώος ή ένοχος και ποια είναι η βαρύτητα και ενδεχομένως η βασιμότητα των πράξεων για τις οποίες η Δικαιοσύνη ζήτησε την άρση της ασυλίας του.
Η Βουλή, όμως, κλήθηκε να αποφανθεί αν οι πράξεις που του αποδίδονται –η παράνομη οπλοκατοχή, εν προκειμένω- σχετίζονται με την βουλευτική του ιδιότητα. Και όχι αν είναι καλός οικογενειάρχης ή αν στα νιάτα του… αναρτούσε, όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες, σημαίες του ΠΑΣΟΚ. Γι΄ αυτό και αδυνατώ να αντιληφθώ τα κίνητρα όσων αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν τα εισαγγελικά αιτήματα, όπως και όσων προτίμησαν να απέχουν –και ήταν πάνω από το ένα τρίτο των βουλευτών- από την ψηφοφορία.
Προφανώς, το Κοινοβούλιο δεν είναι δικαστήριο και δεν έχει αρμοδιότητα να δικάσει τις πράξεις κανενός μέλους του. Υπό  αυτή την έννοια, ο τέως (;) χρυσαυγίτης δεν ανέβηκε στο βήμα της Βουλής για να κριθεί για τις διώξεις που του ασκήθηκαν και για τις οποίες θα δώσει λόγο στη Δικαιοσύνη. Ανέβηκε για να μιλήσει ως πολιτικός που εξακολουθεί να είναι, παρότι -μόλις είδε τα δικαστικά ζόρια...- εγκατέλειψε το ναζιστικό μόρφωμα, με το οποίο… ξύπνησε βουλευτής.
Οι λυγμοί, λοιπόν, στους οποίους ξέσπασε ο κ. Μπούκουρας, μπορεί σε ανθρώπινο επίπεδο να δικαιολογούνται, σε πολιτικό, όμως, επίπεδο δεν μπορούν επ΄ ουδενί να δικαιολογηθούν. Πολύ περισσότερο όταν δεν συνοδεύονται, αν όχι από έμπρακτη μεταμέλεια, ούτε καν από μια απλή συγνώμη για τη συμπεριφορά την οποία είχε την περίοδο που παρίστανε τον χρυσαυγίτη «νταή», απειλώντας τους πάντες επειδή, όπως κραύγαζε, «είμαι βουλευτής ρε…», ή για την… ελληναράδικη κομπορρημοσύνη με την οποία διακήρυσσε δημόσια ότι οδηγεί από τα 16 χρόνια του, χωρίς ποτέ να αποκτήσει άδεια οδήγησης.
 Θα μου πείτε: «Εδώ δεν μεταμελήθηκαν και δεν ζήτησαν συγνώμη τόσοι και τόσοι μιζαδόροι που λεηλάτησαν τη χώρα, από τον Μπούκουρα περιμένεις εσύ να το κάνει;». Δεν θα διαφωνήσω. Αλλά, προσωπικά, δεν δίνω και κανένα άλλοθι στον Μπούκουρα και στον κάθε Μπούκουρα. Όπως, νομίζω, μετά από όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια και εξακολουθούμε να ζούμε, δεν μπορούμε να βρίσκουμε την παραμικρή δικαιολογία για όλους όσοι ονειρεύονται να… ξυπνήσουν βουλευτές. Εμείς τους δίνουμε αυτό το δικαίωμα. Και γι΄ αυτό είμαστε απολύτως συνυπεύθυνοι, είτε τους δούμε αύριο να ξεσπούν λυγμούς, είτε παραμείνουν αμετανόητοι «νταήδες».

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Η προεκλογική μπουρδολογία και οι μονοεδρικές

Το χρονικό διάστημα πριν από τις εκλογές υπήρξε ανέκαθεν στη χώρα μας περίοδος ασύστολης υποσχεσιολογίας, άκρατης εντυπωσιοθηρίας και, συχνά, μέγιστης πολιτικής μπουρδολογίας. Οι… αμελέτητες προτάσεις, οι ατεκμηρίωτες θέσεις και η εξυπνακίστικη συνθηματολογία διάνθιζαν, παραδοσιακά, τον προεκλογικό λόγο πολλών κομμάτων και ακόμα περισσότερων υποψηφίων που διεκδίκησαν τα προηγούμενα χρόνια την ψήφο μας.
Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς, το παλαιό αυτό φαινόμενο, που σχεδόν, κατά γενική ομολογία, είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες, που, λειτουργώντας σωρευτικά, μας οδήγησε στην τωρινή παρατεταμένη κρίση, ότι θα περιοριζόταν. Πολύ περισσότερο που αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία για τα αισθήματα γενικευμένης απαξίωσης που εκδηλώνεται σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας έναντι του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος και δεν περιορίζεται, όπως επιχειρούν να μας πείσουν ορισμένοι, στον αποκαλούμενο «δικομματισμό».
Τα σκέπτομαι όλα αυτά, καθώς διαβάζω σε πρωτοσέλιδο κυριακάτικης εφημερίδας την… περισπούδαστη πρόταση που διατυπώνει, μέσω συνέντευξής του, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας για τις μονοεδρικές περιφέρειες (μια από τις οποίες, ως γνωστόν, είναι και η Θεσπρωτία, που, μαζί με τη Φωκίδα, προστέθηκαν το 2004 στις περιφέρειες Γρεβενών, Ευρυτανίας, Ζακύνθου, Λευκάδας, Κεφαλονιάς και Σάμου, που είχαν από παλαιότερα έναν βουλευτή). «Είναι οκτώ έδρες, ας μην τις χαρίσουμε ούτε στο ΠΑΣΟΚ ούτε στη ΝΔ», δηλώνει ο κ. Τσίπρας, ισχυριζόμενος πως «μια σύμπραξη, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΔΗΜΑΡ, Οικολόγων στις μονοεδρικές μπορεί να είναι πρώτη δύναμη στις μονοεδρικές και να αφαιρέσουν έστω οκτώ έδρες από τα κόμματα του μνημονίου».
Διαβάζοντας τη συνέντευξη, δυσκολεύτηκα να αποφασίσω ποιο είναι το χειρότερο με τη… «γαλαντόμα» πρόταση του κ. Τσίπρα, ο οποίος, λέει ότι, θέλει για το δικό του κόμμα του μόνον μια μονοεδρική και «χαρίζει» στους άλλους σχηματισμούς τις άλλες επτά έδρες. Συνιστά, άραγε, απλώς, έναν από τους συνήθεις προεκλογικούς ελιγμούς που στόχο έχει να εκθέσει τα άλλα κόμματα, στα οποία υποτίθεται ότι απευθύνεται η πρόσκληση για σύμπραξη, κατά το γνωστό «τζόγος να γίνεται»; Ή, όπερ και το πιθανότερο, καταδεικνύει, απλώς, το απροσμέτρητο βάθος της άγνοιας ενός πολιτικού αρχηγού για βασικά στοιχεία της ισχύουσας εκλογικής νομοθεσίας;
Είναι αλήθεια ότι, σύμφωνα με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο -το Προεδρικό Διάταγμα υπ΄  αριθμ. 26 (ΦΕΚ Α' 57/15/03/2012), για όποιον έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον-, «η έδρα των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών καταλαμβάνεται από τον εκλογικό σχηματισμό που συμμετέχει στην κατανομή των βουλευτικών εδρών (...) και έχει λάβει τα περισσότερα έγκυρα ψηφοδέλτια στην εκλογική αυτή περιφέρεια».
Με αυτό το δεδομένο, μπορούν, πράγματι, σε απολύτως θεωρητική βάση, κάποια κόμματα να μην κατεβάσουν ψηφοδέλτια σε ορισμένες εκλογικές περιφέρειες - τις μονοεδρικές, εν προκειμένω-  και να καλέσουν τους ψηφοφόρους τους να ψηφίσουν το συνδυασμό που θα έχει εκεί ένα άλλο κόμμα. Να ακολουθηθεί, δηλαδή, μια παραλλαγή της κοινής καθόδου με «ανεξάρτητα» ψηφοδέλτια στις μονοεδρικές που έκαναν το Νοέμβριο του 1989 και τον Απρίλιο του 1990 το ΠΑΣΟΚ και ο ενιαίος, τότε, Συνασπισμός για να εμποδίσουν την αυτοδυναμία της ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Ακόμη, όμως, και αν αντιπαρέλθει κανείς την πολιτική παραδοξότητα να βρεθούν οπαδοί του ΚΚΕ να ρίχνουν στην κάλπη το ψηφοδέλτιο των Οικολόγων ή, ακόμη χειρότερα, του κόμματος του Φώτη Κουβέλη, με πιθανό υποψήφιο έναν πρώην βουλευτή του ΠΑΣΟΚ (!), η ετερόκλητη αυτή «σύμπραξη» δεν πρόκειται να επιφέρει κανένα εκλογικό κέρδος στους ευκαιριακούς συμμάχους, αν δεν τους προκαλέσει και συνολική ζημιά.
Ο εκλογικός νόμος που ψηφίστηκε το 2004 από τον, τότε, υπουργό Εσωτερικών Κώστα Σκανδαλίδη και εφαρμόστηκε στις εκλογές του 2007 και του 2009, είναι από τους απλούστερους που υπήρξαν ποτέ και με μια τροποποίηση που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ –με την οποία αυξήθηκε, επί υπουργίας Προκόπη Παυλόπουλου, το «μπόνους» προς το πρώτο κόμμα από 40 σε 50 έδρες- θα εφαρμοστεί και στις επερχόμενες εκλογές. Και, πάντως, το σύστημα κατανομής των εδρών που προνοεί δεν έχει καμία σχέση με το προαναφερόμενο της περιόδου 89-90, οπότε ίσχυε εντελώς διαφορετικός εκλογικός νόμος.
Με τον ισχύοντα νόμο, λοιπόν, «για τον καθορισμό των εδρών που δικαιούται κάθε εκλογικός σχηματισμός», που θα ξεπεράσει το 3% των εγκύρων ψηφοδελτίων πανελλαδικά, «το σύνολο των ψήφων που συγκέντρωσε στην Επικράτεια πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό 250». Κατόπιν «το γινόμενο τους διαιρείται με το άθροισμα των έγκυρων ψηφοδελτίων που συγκέντρωσαν στην Επικράτεια όσοι σχηματισμοί συμμετέχουν στην κατανομή των εδρών» και «οι έδρες που δικαιούται κάθε σχηματισμός στην Επικράτεια είναι το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης».
Με άλλα λόγια, οι 250 από τις 300 έδρες του ελληνικού Κοινοβουλίου μοιράζονται κατά απόλυτο αναλογικό τρόπο στα κόμματα που ξεπερνούν το 3%. Έτσι, ο τελικός αριθμός των βουλευτικών εδρών που θα έχει κάθε κόμμα στη νέα Βουλή, δεν επηρεάζεται από τον αριθμό των μονοεδρικών, στις οποίες θα έρθει πρώτο, καθώς οι έδρες αυτές, όπως και εκείνες του ψηφοδελτίου Επικρατείας, προσμετρούνται στο σύνολο των βουλευτών που θα εκλέξει.
Υπό αυτή την έννοια, δεν υφίσταται η έννοια της «χαμένης ψήφου», που υπονοεί η πρόταση Τσίπρα, αφού, εξαιρουμένου του (όντως «καλπονοθευτικού», αλλά σημαντικού για να προκύψει κυβερνητική λύση) «μπόνους» των 50 εδρών,  κάθε ψηφοδέλτιο σε κόμμα που παίρνει το «εισιτήριο» για τη Βουλή είναι απολύτως ισοδύναμο και μετρά το ίδιο σε όποια εκλογική περιφέρεια και αν δοθεί. Γιατί, τότε, υποβάλλει ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ τη συγκεκριμένη πρόταση; Ε, για τον ίδιο λόγο και με την ίδια… μελέτη που λέει όλα τα υπόλοιπα…

 *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.