Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Ο Ντελόρ, ο Σόιμπλε και ποιος ζημίωσε περισσότερο τον ελληνικό λαό


Είναι αξιομνημόνευτη η συγκυρία της ταυτόχρονης εκδημίας δύο σημαντικών ευρωπαϊκών προσωπικοτήτων όπως ήταν ο Γάλλος σοσιαλιστής πολιτικός Ζακ Ντελόρ και ο Γερμανός χριστιανοδημοκράτης Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που ο καθένας τους σημάδεψε με διαφορετικό τρόπο την πορεία προς την ενοποίηση της Ευρώπης.

Μπορεί ο ένας να εκπροσώπησε, λόγω της ιδεολογίας του, αλλά κατά βάση χάριν της εποχής που κατείχε το αξίωμα του προέδρου της Κομισιόν (1985-1995), τη «γαλαντόμο» Ευρώπη των επιδοτήσεων η οποία πάσχιζε να πετύχει την οικονομική και νομισματική ενοποίησή της (ΟΝΕ), ενώ ο άλλος, για αντίστοιχους -ιδεολογικούς αλλά και συγκυριακούς- λόγους, από τη θέση του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας (2009-2017) λειτούργησε ως θεματοφύλακας της διαφύλαξης της ενότητας της ευρωζώνης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αμφότεροι άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμα τους στη δημιουργία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.    

Για όποιον επιθυμεί να κινηθεί πέρα από τα ρηχά στερεότυπα τα οποία οδήγησαν πολλούς συμπατριώτες μας να εξακοντίζουν ακόμη και αυτές τις μέρες ύβρεις και κατάρες, κυρίως κατά του Σόιμπλε, τον οποίο συγκεκριμένοι εγχώριοι πολιτικοί είχαν δαιμονοποιήσει, φορτώνοντάς του την απόλυτη ευθύνη για όλα τα δεινά που πέρασε ο ελληνικός λαός την περίοδο των Μνημονίων και ισχυριζόμενοι ότι όλα αυτά συνέβησαν επειδή «ο Γερμαναράς μισούσε τους Έλληνες», οι δύο αυτοί θάνατοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια καλή αφορμή για να κοιταχθούμε στον καθρέφτη της εθνικής μας αυτογνωσίας.

Αν το κάνουμε, είναι βέβαιο ότι θα καταφέρουμε να αντικρύσουμε κατάματα την πραγματικότητα η οποία μας περιβάλλει τα τελευταία σαράντα και κάτι χρόνια που κατέχουμε το μοναδικό ιστορικό προνόμιο να μετέχουμε σε ένα πολύ σημαντικό για την ιστορία της ανθρωπότητας συλλογικό επίτευγμα που είναι το κεκτημένο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, υπό τη σκέπη του οποίου βρήκαν εθελοντικά καταφύγιο τόσα πολλά και διαφορετικά έθνη τα οποία νωρίτερα πολεμούσαν μεταξύ τους με κάθε αφορμή.

Μερικά μάλλον αντιδημοφιλή και άβολα ερωτήματα ίσως θα μας βοηθούσαν να ξεδιαλύνουμε πολλές από τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες που κυριάρχησαν τα προηγούμενα χρόνια στον φορτισμένο δημόσιο διάλογο που αναπτύχθηκε στη χώρα μας. Διάλογο, ο οποίος στην πραγματικότητα επέφερε το ακριβώς αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: αντί να μας απαλλάξει από την λιτότητα που υποτίθεται ότι ήταν προϊόν σοϊμπλικής έμπνευσης, οδήγησε σε παράταση της ασφυκτικής μνημονιακής μέγγενης, η οποία ήταν, σε χρονική διάρκεια, αλλά και απώλεια εθνικού εισοδήματος, τέτοια που καμία άλλη χώρα δεν γνώρισε. 

«Θύματα» του λαϊκισμού της Αριστεράς, της Δεξιάς, ου μην αλλά, σε κάποιες περιπτώσεις, και του Κέντρου, βολευθήκαμε σε κατασκευασμένα αφηγήματα για… «τους ξένους που μας μισούν», αυτοαναγορηθήκαμε σε… «περιούσιο λαό που όλοι μας ζηλεύουν» και δεν μπήκαμε ποτέ στον κόπο να αναζητήσουμε απαντήσεις σε πολύ κρίσιμες ερωτήσεις, μερικές από τις οποίες είναι οι ακόλουθες:      

-Που κατέληξε ο πακτωλός με τα δισεκατομμύρια ευρώ που εισέρρευσαν στη χώρα την περίοδο των «πακέτων Ντελόρ»; Πόσα εξ αυτών κατευθύνθηκαν σε υποδομές ή έγιναν παραγωγικές επενδύσεις, λειτουργώντας πολλαπλασιαστικά για την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας; Και πόσα, αντιθέτως, έπεσαν στον πίθο των Δαναΐδων με τα εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά που δεν συνεισέφεραν σχεδόν ούτε ίχνος εγχώριας προστιθέμενης αξίας;    

-Πόσο βιώσιμη ήταν η πρωτόγνωρη ευημερία της «χρυσής» δεκαετίας 1998-2008; Και ποιος μας επέβαλε να μην αρκεστούμε στις αφειδείς κοινοτικές επιδοτήσεις, αλλά να καταφύγουμε επιπλέον και σε έναν φρενήρη κρατικό και ιδιωτικό δανεισμό, ο οποίος ήταν αδύνατο να εξυπηρετηθεί με τους ρυθμούς με τους οποίους κινούνταν;  

-Ποιος ευθύνεται περισσότερο για την κατάρρευση που -μοιραία μάλλον- ακολούθησε; Απετέλεσε, άραγε, ρίζα του κακού η βεβιασμένη είσοδος μας στην ΟΝΕ και η συνακόλουθη υιοθέτηση του ευρώ μαζί με την πρώτη ομάδα των χωρών που εντάχθηκε στο πρωτοφανές εγχείρημα του ενιαίου νομίσματος χωρίς ενιαία οικονομική πολιτική; Ή, μήπως, έφταιξε το γεγονός ότι δεν μπήκε ποτέ φρένο στη «δημιουργική λογιστική», όπως ευσχήμως αποκαλούνταν τότε η απόκρυψη των πραγματικών στατιστικών στοιχείων που αποτύπωναν την εικόνα της ελληνικής οικονομίας; 

Είναι πολύ εύκολο να ενοχοποιούμε τους… άλλους, με βάση και τη γνωστή ρήση του Ζαν Πολ Σαρτρ σύμφωνα με την οποία «η κόλαση είναι οι άλλοι». Μπορούμε να κατηγορούμε τον Ντελόρ ότι «ευθύνεται που μας… κακόμαθε με τα πακέτα του». Και την ίδια ώρα δεν έχουμε πρόβλημα να ξιφουλκούμε κατά του Σόιμπλε, ο οποίος μας διαμήνυσε από κάποια στιγμή και ύστερα ότι «δανεικά τέλος», κάτι το οποίο, ούτως ή άλλως, μας το είχαν πει νωρίτερα οι αγορές. 

Αν, βεβαίως, θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, πρέπει να παραδεχθούμε ότι επί των ημερών που «βασίλευε» ο Σόιμπλε στο Eurogroup εμείς και νέα δανεικά πήραμε για να εξυπηρετήσουμε τα παλαιότερα χρέη μας, αλλά είχαμε και το μοναδικό προνόμιο να μας γίνει το μεγαλύτερο «κούρεμα» χρέους που έχει γίνει ποτέ σε οποιαδήποτε άλλη χώρα στην παγκόσμια ιστορία. 

Ξέρω, ξέρω ότι όλα αυτά εξακολουθούν να μην γίνονται αποδεκτά από μια μερίδα του ελληνικού λαού, η οποία -είτε από αφέλεια, είτε από σκοπιμότητα- είχε πειστεί ότι «τα Μνημόνια τελειώνουν με έναν νόμο και ένα άρθρο» και, εν συνεχεία, «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν». Το ευχάριστο, όμως, είναι ότι η μερίδα αυτή των συμπολιτών μας, που κάποτε αναμφισβήτητα πλειοψηφούσε, στις μέρες μας δείχνει να περιορίζεται. 

Χρόνο με τον χρόνο μειώνονται σταθερά εκείνοι που αρέσκονται να αποδίδουν όλα τα δεινά που μας ταλανίζουν σε ξένους πολιτικούς, όπως ο Ντελόρ με τα «πακέτα» του ή ο Σόιμπλε με την, κατά τον Μαξ Βέμπερ, «γερμανική προτεσταντική ηθική» η οποία χωρίς αμφιβολία τον χαρακτήριζε, αλλά αυτό δεν είχε να κάνει με το πως έβλεπε τους Έλληνες. Τους ίδιους αυστηρούς κανόνες ήθελε να επιβάλλει προς όλους και σίγουρα και προς τους συμπατριώτες του.  

Κακά τα ψέματα, λοιπόν, υπαίτιοι για την όποια ζημία έχει υποστεί η χώρα μας δεν είναι οι ξένοι αλλά οι εγχώριοι πολιτικοί. Με άλλα λόγια, και για να μην αποποιούμεθα των ευθυνών μας, για τα καλά και τα κακά που μας συμβαίνουν υπαίτιοι είμαστε εμείς οι ίδιοι μέσω των επιλογών που κάνουμε με την ψήφο μας κάθε τέσσερα χρόνια και όχι μόνον. 

Ας αφήσουμε, λοιπόν, τον Ντελόρ και τον Σόιμπλε να αναπαυθούν εν ειρήνη και να τους κρίνει η Ιστορία η οποία συνήθως είναι ακριβοδίκαιη. Και εμείς ας ασχοληθούμε με τα του οίκου μας.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

Εθνικές παραχωρήσεις για ένα… πινάκιο χρέους;


            Είναι παντελώς ακατανόητη η σπουδή με την οποία ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ επιμένουν στις προαναγγελίες για επερχόμενη λύση στο Σκοπιανό. Κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο η ελληνική πλευρά εμφανίζεται ως να είμαστε εμείς οι επισπεύδοντες που πρέπει να βιαστούμε να συμβιβαστούμε με τους βόρειους γείτονες για «να μη χαθεί η ευκαιρία».
            Ποια «ευκαιρία», όμως, είναι αυτή; Και από πού ως πού επειγόμαστε εμείς να μη χαθεί; Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούν οι θιασώτες του δόγματος «λύση εδώ και τώρα» είναι σαθρή και μόνον με όρους πολιτικής εμμονής μπορεί να δικαιολογηθεί, αφού εκείνοι που την προωθούν προέρχονται κατά βάση από τις τάξεις όλων εκείνων που εδώ και χρόνια διατείνονταν ότι «δεν έχουμε να χάσουμε τίποτε ακόμη και αν τους αναγνωρίσουμε ως σκέτη “Μακεδονία”».
            Για όποιον δεν τρέφει αυταπάτες, κατά τα 27 χρόνια τα οποία πέρασαν από τότε που, με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, επανήλθε στο προσκήνιο το μείζον ζήτημα της ονομασίας που θα λάβει το κρατίδιο των Σκοπίων, απεδείχθη ότι είχαν δίκιο όλοι όσοι από την πρώτη στιγμή επέμεναν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να συναινέσει στην ψευδεπίγραφη ονομασία που διεκδικούν οι γείτονες μας.
            Πως απεδείχθη; Με τις προ καιρού αποφάσεις του νυν πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ Ζόραν Ζάεφ να αποσύρει τα αγάλματα που παρέπεμπαν στον Μεγαλέξανδρο και στην κλεψίτυπη ιστορία των αρχαίων Μακεδόνων και να αλλάξει ονόματα στο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας του και στον αυτοκινητόδρομο που οδηγεί στα ελληνικά σύνορα.
Αν η Αθήνα, για περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα, δεν είχε απαρέγκλιτα επιμείνει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει συμβιβασμός αποτελεί η αφαίρεση όλων των ανιστόρητων και αλυτρωτικών συμβόλων, είναι βέβαιο ότι οι Σκοπιανοί θα συνέχιζαν να εμφανίζονται ως αποκλειστικοί κληρονόμοι των Μακεδόνων βασιλέων, ενώ και στα κυβερνητικά κτίρια των Σκοπίων θα κυμάτιζε ακόμη η εμβληματική σημαία της Βεργίνας που κατέβηκε μετά την ενδιάμεση συμφωνία του 1995.
Οι ισχυρισμοί ότι τάχατες η χώρα μας όλα αυτά τα χρόνια «απώλεσε διπλωματικό κεφάλαιο» είναι παντελώς ανυπόστατοι. Κανένα διπλωματικό κεφάλαιο δεν απωλέσαμε ακόμη και όταν η επιμονή μας να χρησιμοποιείται διεθνώς η προσωρινή ονομασία FYROM προσέκρουε είτε σε κουτοπονηριές των γειτόνων μας είτε σε έλλειψη κατανόησης ή επίδειξη αδιαφορίας από ορισμένους (εντός ή εκτός εισαγωγικών) συμμάχους μας.
Το γεγονός ότι τα Σκόπια δεν μπήκαν στο ΝΑΤΟ το 2008, όπως διακαώς επιθυμούσαν υπερατλαντικοί παράγοντες, εξαιτίας της απειλής μας για «βέτο» δείχνει ότι η Ελλάδα διαθέτει ισχυρά διπλωματικά όπλα για να υπερασπιστεί τα ιστορικά της δίκαια. Το ίδιο ισχύει και για τον ευρωπαϊκό δρόμο των γειτόνων μας οι οποίοι πρέπει να καταλάβουν ότι η διαδρομή τους προς τις Βρυξέλλες περνάει υποχρεωτικά από την Αθήνα.
Άνευ αντικρίσματος είναι, εξάλλου, οι ισχυρισμοί ότι η μη εξεύρεση λύσης, όπως αυτής που θέλουν οι Σκοπιανοί –να τους λέμε εμείς όπως θέλουμε και αυτοί να έχουν διεθνώς άλλη ονομασία- διευκολύνει δήθεν την διείσδυση της ερντογανικής Τουρκίας στα Βαλκάνια. Αν, δηλαδή εμείς, χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση, δεχθούμε να μπει ο προσδιορισμός «Βόρεια» (Servena), «Άνω» (Gorna) ή «Νέα» (Nova) πριν από τη λέξη «Μακεδονία» σε τί θα εμποδίσουμε την Άγκυρα να προσεγγίσει με τα Σκόπια;
Εξίσου έωλο είναι επίσης και το δήθεν επιχείρημα ότι εξαιτίας της εκκρεμότητας με το όνομα πλήττονται τα οικονομικά μας συμφέροντα επειδή δεν αναπτύσσονται οι οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών. Οι πάμπολλες ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη γείτονα, όπως και το σπίτι που έχει αποκτήσει ο πρωθυπουργός τους για να κάνει τα μπάνια του στη Χαλκιδική, συνιστούν αψευδείς μαρτυρίες ότι η εκκρεμότητα της ονομασίας δεν βλάπτει τα εθνικά συμφέροντα, όπως διατείνονται ορισμένοι.
Αλλά και αν δεχθούμε ότι στην προκειμένη περίπτωση μπλέκονται τα εθνικά με τα οικονομικά συμφέροντα, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι οι οικονομικές επιπτώσεις οιουδήποτε γεγονότος είναι συνήθως πρόσκαιρες και αφορούν -στην χειρότερη περίπτωση- μια γενιά, ενώ οι εθνικές παραχωρήσεις μπορεί να αποδειχθούν αιώνιες και ανεπίστρεπτες.
Η τελευταία αυτή επισήμανση αποκτά ιδιαίτερη σημασία εξαιτίας του γεγονότος ότι η δικαιολογία η οποία παρασκηνιακά διακινείται για τη σπουδή του Μεγάρου Μαξίμου να συμβιβαστεί με τον Ζόραν Ζάεφ είναι ότι έχουν ληφθεί υποσχέσεις σύμφωνα με τις οποίες διεθνείς παράγοντες –από την Ευρώπη, αλλά και υπερατλαντικά- θα επιδείξουν μεγαλύτερη «γενναιοδωρία» στη διευθέτηση του χρέους, εάν και εφόσον εμείς «τα βρούμε» με τα Σκόπια.
Φημολογίες τέτοιου είδους, ωστόσο, είτε προέρχονται από την ίδια μήτρα που γέννησε τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες των νυν κυβερνώντων, τις οποίες βιώσαμε τόσο επώδυνα το 2015, είτε διαθέτουν ψήγματα αληθείας, δεν πρόκειται να γίνουν ανεκτές από τον ελληνικό λαό.
Είναι πασιφανές τόσο από το σύνολο των μετρήσεων της κοινής γνώμης που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα όσο και από τη μαζικότητα των συλλαλητηρίων που διεξήχθησαν ότι οι Έλληνες πολίτες μπορεί, εκόντες άκοντες, να ανέχτηκαν τη φτωχοποίηση που τους επεβλήθη, δεν είναι όμως διατεθειμένοι να ανεχτούν και το εθνικό ξεπούλημα για ένα… πινάκιο χρέους.
Ας το λάβουν σοβαρά υπόψη τους οι κυβερνώντες. Και φυσικά όσοι τους σιγοντάρουν.

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Η «κότα» και το τιμόνι

Η ψήφος εμπιστοσύνης που έλαβε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ συνιστά, εκ των πραγμάτων, ένα σημαντικό ορόσημο που χωρίζει τις προεκλογικές εξαγγελίες από τη μετεκλογική πραγματικότητα.
Έτσι, πέρα από τους πολλούς –συνήθεις και μη- βερμπαλισμούς (όπως τα περί… ιστορικότητας και άλλα ηχηρά παρόμοια) που ακούστηκαν κατά τις τρεις μέρες συζήτησης στη Βουλή επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, η ψήφος των κυβερνητικών βουλευτών οριοθετεί μια καινούργια αφετηρία, ένα ξεκίνημα που δρομολογεί εξελίξεις οι οποίες, όμως, δεν θα είναι ευθύγραμμες.
Τα δύσκολα, εξάλλου, μόλις τώρα αρχίζουν για τη νέα κυβέρνηση, καθώς οι ευνοϊκοί συσχετισμοί που –παραπέμποντας σε έναν απόλυτα ανέφελο «μήνα του μέλιτος»- είχε να αντιμετωπίσει στο ελληνικό Κοινοβούλιο δεν έχουν σχέση με τους συσχετισμούς που θα βρει στις επικείμενες συνεδριάσεις του Eurogroup ή στη Σύνοδο Κορυφής των Ευρωπαίων ηγετών.
Στο σκληρό παιχνίδι που θα παιχθεί εκεί και το οποίο θα καθορίσει πιθανότατα τις τύχες της Ελλάδας για τα πολλά επόμενα χρόνια, δεν χωρούν και δεν μπορούν να αποτελέσουν άλλοθι εύκολες και εύηχες επικλήσεις περί της λαϊκής κυριαρχίας (που συμβαίνει να μην είναι η πρώτη φορά που εκφράζεται…)
Όλα τα προγνωστικά, άλλωστε, δείχνουν ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα παιχνίδι στρατηγικής βγαλμένο μέσα από την αγαπημένη «Θεωρία Παιγνίων» του πρωταγωνιστή των ημερών, υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη: το περίφημο «chicken game» ή επί το ελληνικότερο «παιχνίδι της κότας».
Όπως περιγράφεται στα πανεπιστημιακά εγχειρίδια, ορισμένα από τα οποία μάλιστα υπογράφονται και από τον ίδιο τον κ. Βαρουφάκη, το συγκεκριμένο παιχνίδι αφορά δύο κατ΄ αρχήν λογικά άτομα τα οποία ανταγωνίζονται σε ένα εξόχως επικίνδυνο στοίχημα που έχει ως εξής: ξεκινούν με τα αυτοκίνητά τους από αντίθετες κατευθύνσεις και κινούνται ο ένας απέναντι στον άλλο σε πορεία σύγκρουσης.
Όποιος από τους δύο στρίψει πρώτος για να αποφύγει τη μετωπική θα είναι ο δειλός (η «κότα», δηλαδή) και θα χάσει το στοίχημα, ενώ αν στρίψουν και οι δύο τότε το παιχνίδι θα κριθεί ισόπαλο και δεν θα υπάρξει ούτε νικητής ούτε ηττημένος.
Αν, ωστόσο, ο ένας από τους δύο παίκτες αποφασίσει να τα παίξει «όλα για όλα» και να κερδίσει πάση θυσία το στοίχημα, καταφεύγει σε μια κατά τα φαινόμενα παράτολμη, αν όχι και παράλογη, συμπεριφορά: μόλις ξεκινά η πορεία των οχημάτων πετάει από το παράθυρο το τιμόνι του αυτοκινήτου του, στέλνοντας στον αντίπαλο το ηχηρό μήνυμα ότι είναι αποφασισμένος να μην κάνει την «κότα», αφού και να ήθελε να στρίψει, κάτι τέτοιο είναι, πλέον, αδύνατον.
Αν κάνει το ίδιο και ο άλλος οδηγός, πετάξει δηλαδή κι εκείνος το δικό του τιμόνι, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Ο παράτολμος, όμως, που –ενδεχομένως με μια κραυγή… «ουάου»- πετάει πρώτος το τιμόνι ποντάρει στο ότι ο αντίπαλός του δεν θα απαντήσει στην πρόκληση και  θα προτιμήσει να στρίψει για να αποτρέψει τη μετωπική.
Αν τα δύο οχήματα είναι ισοδύναμης ανθεκτικότητας η σύγκρουση θα επιφέρει αντίστοιχες ζημιές και στους δύο παράτολμους οδηγούς που θα επιδιώξουν τη σύγκρουση.
Τι γίνεται, όμως, αν τα οχήματα διαφέρουν σημαντικά στο επίπεδο της ανθεκτικότητά τους; Ποιο, για παράδειγμα, θα είναι το αποτέλεσμα του παιχνιδιού αν αυτός που πετάξει πρώτος το τιμόνι επιβαίνει σε τεθωρακισμένο όχημα και τι θα κάνει ο αντίπαλος του αν οδηγεί ένα συμβατικό όχημα;
Γνωστοί και φίλοι του κ. Βαρουφάκη από το Πανεπιστήμιο και τα μέσα ενημέρωσης επιμένουν ότι αν η κυβερνητική ηγεσία του δώσει την ευθύνη του οχήματος, το τιμόνι από τα πρώτα λεπτά της κούρσας θα έχει πεταχθεί έξω από παράθυρο. Όπως υποστηρίζουν, οι μεγαλοστομίες που χρησιμοποιεί τις δύο τελευταίες εβδομάδες –έστω και αν κάποιες μετά τις παίρνει πίσω…- μαρτυρούν ότι ζει για τη στιγμή που θα εφαρμόσει τις θεωρίες που τον έκαναν διάσημο.
Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, το ερώτημα είναι τι θα κάνει η πλευρά των εταίρων και δανειστών της Ελλάδας: θα στρίψει εγκαίρως, ρισκάροντας να καταταγεί στην κατηγορία των… «κοτόπουλων» ή θα πετάξει κι εκείνη το τιμόνι, ποντάροντας, πιθανώς, στο διαφορετικό επίπεδο ανθεκτικότητας των οχημάτων;
Ας ελπίσουμε ότι οι νουνεχείς που βρίσκονται τόσο στην εγχώρια κυβερνητική ηγεσία, όσο και στην ευρωπαϊκή, θα φροντίσουν να μην αποσπώνται τα τιμόνια από τα οχήματα των δύο πλευρών, ώστε να εξελιχθούν τα πράγματα όπως φαίνεται ότι πάνε να εξελιχθούν. Χωρίς, δηλαδή, πεισματικά στοιχήματα και πολύ περισσότερο δίχως τη διαφαινόμενη μετωπική που θα ήθελαν οι θερμοκέφαλοι της μιας η της άλλης πλευράς.

Γιατί, αλλιώς, ο… Θεός της Ελλάδας να βάλει το χέρι του!

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Τα καλά και συμφέροντα δι΄ ημάς…

Την απορία του εξέφραζε στο μέσον της παρελθούσας εβδομάδας ο Πρόεδρος της Βουλής Ευάγγελος Μεϊμαράκης σε ομήγυρη, κοινώς «πηγαδάκι», συναδέλφων του βουλευτών και δημοσιογράφων, επειδή, όπως έλεγε, δύο προτάσεις του που έχει διατυπώσει εδώ και πάνω μια μιάμιση δεκαετία και με τις οποίες, κατά την έκφρασή του, «όλοι συμφωνούν», δεν υλοποιούνται.

Η μια από τις προτάσεις του κ. Μεϊμαράκη ήταν  να υπάρχει ασυμβίβαστο διεκδίκησης αξιωμάτων στην αυτοδιοίκηση από εν ενεργεία βουλευτές, ώστε όποιο από τα μέλη της Βουλής θέλει να εκλεγεί δήμαρχος ή περιφερειάρχης να είναι υποχρεωμένος να υποβάλει την παραίτησή του από το Κοινοβούλιο, όπως, άλλωστε, συμβαίνει με όσους κάνουν την αντίστροφη πορεία.

Η δεύτερη πρόταση του προέδρου της Βουλής ήταν να εφαρμοστεί σταυρός προτίμησης και στις ευρωεκλογές, ώστε να πάψει ο διορισμός των ευρωβουλευτών που επί της ουσίας γίνεται από τις κομματικές ηγεσίες, οι οποίες, κατά τεκμήριο, επιλέγουν πρόσωπα χωρίς λαϊκή απήχηση από τον κύκλο των «κολλητών» τους, με αποτέλεσμα οι πολίτες να αδιαφορούν για το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.

Δεν πέρασαν παρά λίγα εικοσιτετράωρα και οι δύο κυβερνητικοί εταίροι, ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και ο αντιπρόεδρος Ευάγγελος Βενιζέλος, συναντήθηκαν και, ερήμην –ως συνήθως- των κομμάτων τους, συμφώνησαν να αποδεχθούν τη δεύτερη από τις προτάσεις του κ. Μεϊμαράκη. Να αλλάξουν, δηλαδή, τον εκλογικό νόμο των ευρωεκλογών, εφαρμόζοντας για πρώτη φορά σταυρό προτίμησης στην εκλογή των ευρωβουλευτών, η οποία από το 1981, οπότε ψηφίσαμε για πρώτη φορά εκπροσώπους στο Ευρωκοινοβούλιο με νόμο που εισήγαγε η κυβέρνηση Γεωργίου Ράλλη, γίνεται ανελλιπώς με λίστα.

Είναι βέβαιο ότι οι αρχηγοί των δύο κυβερνητικών κομμάτων έχουν τη δύναμη να επιβάλουν στα μέλη των κοινοβουλευτικών ομάδων τους, αυτό το πισωγύρισμα, αφού μια τέτοια αλλαγή δεν θίγει εκείνους που θα την ψηφίσουν. Αντιθέτως, την άλλη πρόταση για την καθιέρωση κωλύματος στους εν ενεργεία βουλευτές που θέλουν να το έχουν δίπορτο και να κατεβαίνουν στις αυτοδιοικητικές εκλογές χωρίς να θυσιάζουν την έδρα που κατέχουν, οι κύριοι Σαμαράς και Βενιζέλος την άφησαν στην άκρη, προφανώς επειδή δεν θα συναντούσε την απαραίτητη πλειοψηφία, καθώς βουλευτές από τα περισσότερα κόμματα είναι ή δηλώνουν έτοιμοι –και με τις αρχηγικές ευλογίες- να δοκιμάσουν την τύχη τους στη διεκδίκηση τοπικών αξιωμάτων. 

Βλέπετε, όσο ευχάριστα και αν ηχούν οι εξαγγελίες για  εξυγίανση του πολιτικού συστήματος, τόσο δυσκολότερη καθίσταται η εφαρμογή τους, κυρίως όταν το συλλογικό συμφέρον υποτάσσεται στην ατομική –η κομματική- επιδίωξη. Και, προπαντός, όταν η κομματοκρατία και το πελατειακό κράτος είναι μεν κατακριτέα φαινόμενα από μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας μας, δυστυχώς, όμως, όχι τόσο γι΄ αυτά που έκανε (παροχές και ρουσφέτια) όσο γι΄ αυτά (τα ίδια) που δεν μπορεί πλέον να κάνει… 

Το δίλημμα λίστα ή σταυρός για την εκλογή προσώπων από το ευρύ εκλογικό σώμα, είναι μια πολύ παλαιά ιστορία που σηκώνει πολλή συζήτηση. Γι΄ αυτό και η σπουδή των δύο κυβερνητικών εταίρων να προχωρήσουν τρεις μήνες πριν από τις ευρωκάλπες του Μαΐου σε μια τέτοια βεβιασμένη αλλαγή είναι αρκούντως προβληματική και δικαιώνει όσους ενίστανται ότι υπακούει στο κοντόθωρο και συγκυριακό κομματικό συμφέρον εκείνων που την προωθούν.

Σε χώρες στις οποίες λειτουργούν οι συλλογικοί θεσμοί και τα κόμματα είναι δημοκρατικά οργανωμένα, αυτού του είδους τα διλήμματα τα έχουν λύσει προ πολλού, καθιερώνοντας διαδικασίες προκριματικών εκλογών που διεξάγονται για την επιλογή των υποψηφίων, οι οποίοι, μαζί με το πρόγραμμα του κόμματός τους, τίθενται στην κρίση των πολιτών – ψηφοφόρων.

Στην Ελλάδα, όμως, που η έννοια της συλλογικότητας αποτελεί είδος εν ανεπαρκεία και το σύνολο των κομμάτων λειτουργούν χωρίς στοιχειώδεις κανόνες δημοκρατικής οργάνωσης, δρώντας ως κλαμπ μηχανισμών και παρεών, η διεξαγωγή αδιάβλητων εσωκομματικών διαδικασιών επιλογής προσώπων μοιάζει άθλος ακατόρθωτος. Από τις παλαιές ιστορίες για εσωκομματικά εκλομαγειρέματα στη ΝΔ ή για τα εκατοντάδες χιλιάδες μέλη μιας χρήσης του ΠΑΣΟΚ ως την πρόσφατη επιλογή των υποψήφιων περιφερειαρχών του ΣΥΡΙΖΑ, είναι πάμπολλα τα παραδείγματα που μαρτυρούν το γενικευμένο θεσμικό έλλειμμα και την παντοκρατορία του αρχηγισμού που διατρέχει οριζόντια το πολιτικό μας σύστημα.

Από την άλλη, ωστόσο, μια μικρή επισκόπηση να κάνει κανείς στην τρέχουσα κοινοβουλευτική σύνθεση, πείθεται για την όλο και χαμηλότερη ποιότητα πολιτικού προσωπικού που στέλνει ο σταυρός προτίμησης στο Κοινοβούλιο, με αποτέλεσμα οι «αναγνωρίσιμοι» που πήραν το εκλογικό προβάδισμα, χάρις στις τηλεοπτικές τους εμφανίσεις, να μην έχουν πρόβλημα να αλλάξουν κόμμα ή και άποψη όταν εκείνα που τους έφεραν στη Βουλή δεν τους εξασφαλίζουν την επανεκλογή τους.

Η λίστα των ευρωεκλογών έστειλε τα τελευταία 33 χρόνια στο Στρασβούργο και στις Βρυξέλλες μια πλειάδα «κολλητών» που πήγαν εκεί –κατ΄ απονομήν- μόνον και μόνο για «βόλεμα». Στα ίδια έδρανα, όμως, θήτευσαν και αξιόλογες προσωπικότητες, από τον πανεπιστημιακό και άλλους χώρους, που με το σταυρό δεν θα είχαν καμία τύχη.


Αν το βράδυ της 25ης Μαΐου πληροφορηθούμε ότι για την επόμενη πενταετία στο Ευρωκοινοβούλιο θα μας εκπροσωπεί ένα μείγμα παιδιών του κομματικού σωλήνα και αναγνωρίσιμων τηλεαστέρων, ας μην εκπλαγούμε. Θα το έχουμε, εξάλλου, διαγνώσει από τη σύνθεση των ψηφοδελτίων, αλλά και από τους προεκλογικούς καβγάδες, από τους οποίους είναι μάλλον βέβαιο ότι θα μείνουν μακριά οι πλέον σοβαροί άνθρωποι, αφήνοντας όλο το γήπεδο σε όλους εκείνους που –πέρα από κόμματα και… χρώματα- κρατούν τη χώρα καθηλωμένη στη σημερινή πολιτική της υπανάπτυξη, προκρίνοντας πάντα τα «καλά και συμφέροντα» δι΄ ημάς και ποτέ δι΄ αλλήλους.

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Συντονιστή θέλει η Κεφαλονιά και όχι την… Πενέλοπε Κρουζ

Πριν από έξι δεκαετίες, όταν στην καθημαγμένη μετεμφυλιακή Ελλάδα του 1953 ο Εγκέλαδος χτύπησε την Κεφαλονιά και τα γειτονικά νησιά της Ιθάκης και της Ζακύνθου, προκαλώντας τεράστιες ζημιές και εκατοντάδες θύματα, ο τότε πρωθυπουργός Στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, λίγες μέρες μετά τις καταστροφικές δονήσεις, όρισε έναν έμπειρο συνεργάτη του, τον πρώην δήμαρχο Μεσολογγίου Χρήστο Ευαγγελάτο, στη θέση του υφυπουργού «αποκαταστάσεως σεισμοπλήκτων Νήσων παρά τω Υπουργείω Συντονισμού».

Ο υφυπουργός, όπως και οι διάδοχοί του που ακολούθησαν την επόμενη τριετία, πηγαινοερχόταν στα ερειπωμένα νησιά και συντόνιζε την ανοικοδόμησή τους, για την οποία βρέθηκαν στην Κεφαλονιά, στην  Ιθάκη και στη Ζάκυνθο –με… πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, βεβαίως- αρκετοί μάστορες και εργάτες από φτωχά μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπως η Ήπειρος και η Αιτωλοακαρνανία, που, σε συνεργασία με τους ντόπιους, έκτισαν σχεδόν τα πάντα –κρατικές υποδομές και ιδιωτικά κτίρια- εξ αρχής.

Κάτι παρόμοιο έκανε αρκετά χρόνια αργότερα και ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1986 στην Καλαμάτα διόρισε υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου τον τοπικό βουλευτή Θανάση Φιλιππόπουλο, παρά το γεγονός ότι η πληγείσα πόλη είχε στο τιμόνι της έναν από τους πλέον αποτελεσματικούς δημάρχους στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, τον κ. Σταύρο Μπένο, του οποίου το «άστρο» έλαμψε τότε πανελληνίως. 

Και στις δύο περιπτώσεις το μεγάλο ζητούμενο ήταν ο συντονισμός των προσπαθειών του κρατικού μηχανισμού, αρχικά για την αρωγή στους σεισμοπαθείς κατοίκους και κατόπιν για την αποκατάσταση των καταστροφών. Με δεδομένες τις οικονομικές -και όχι μόνο- συνθήκες της εποχής, και στη μια και στην άλλη περίπτωση τα αποτελέσματα υπήρξαν μάλλον επιτυχή, αν κρίνει τουλάχιστον κανείς από το γεγονός ότι η Καλαμάτα γιάτρεψε σχετικά γρήγορα τις πληγές της και η Κεφαλονιά άντεξε τόσα χρόνια μετά στις τελευταίες ισχυρές δονήσεις χάρις στις υποδομές που –και με τη συμβολή βοήθειας από το εξωτερικό- απέκτησε το νησί μετά τους σεισμούς του 1953.

Η κυβέρνηση, στην πρόσφατη δοκιμασία της Κεφαλονιάς, έδειξε καλά ανακλαστικά και η κινητοποίηση των υπηρεσιών ήταν μάλλον αρκετά γρήγορη για τα δεδομένα του παραλυμένου δημόσιου τομέα στη χώρα μας. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός πήγε και διανυκτέρευσε στο νησί, δίνοντας, αν μη τι άλλο, κουράγιο στους κατοίκους. Ενώ ακολούθησαν πολλά «πηγαινέλα» υπουργών και άλλων –σχετικών και άσχετων- κρατικών αξιωματούχων που δεν έδιναν, ωστόσο, την εντύπωση ότι ήταν αποτέλεσμα προγραμματισμού.

Έτσι, όσο περνούν οι μέρες, η αρχική καλή εικόνα που εκπέμφθηκε από το νησί, αρχίζει μάλλον να θολώνει, ίσως και επειδή η σεισμική ακολουθία, όπως λένε και οι ειδικοί, αλλά και οι καιρικές συνθήκες δεν είναι σύμμαχοι των σεισμοπαθών που βλέπουν τον Γολγοθά τους να μοιάζει ατελείωτος. Η μεγάλη αναστάτωση, εξάλλου, που προκάλεσαν οι ασύστατες φημολογίες –φαινόμενο, πάντως, αρκετά σύνηθες σε τέτοιες καταστάσεις- για επικείμενο πιο καταστροφικό σεισμό, είναι ενδεικτική της άσχημης ατμόσφαιρας που δημιουργείται, προφανώς επειδή ο πληθυσμός δεν εμπιστεύεται τις αρχές. Και αυτό, μάλλον, δεν αλλάζει όσες φορές και αν επαναληφθεί η κακόηχη επωδός «με εντολή του πρωθυπουργού….».

Φαίνεται, επίσης, ότι η Κεφαλονιά δεν ευτύχησε να έχει στην τοπική της εξουσία πρόσωπα με κύρος και με επίγνωση της πραγματικότητας. Αλλιώς δεν εξηγείται πως οι άρχοντες της, με πρώτο τον παλαιό θεατρώνη που είναι δήμαρχος του νησιού, ως πρώτο μέλημά τους είχαν να ζητήσουν τη συνδρομή της Πενέλοπε Κρουζ, της ηθοποιού η οποία πρωταγωνίστησε στην ταινία «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» που γυρίστηκε πριν από μερικά χρόνια στο νησί. Με στόχο, όπως είπαν, να βοηθήσει για να μην πληγεί ο… τουρισμός του νησιού.

Όταν οι κάτοικοι της Κεφαλονιάς κοιμούνται στα αυτοκίνητα, επειδή δεν έχουν φθάσει ακόμη οι σκηνές, όταν δεν έχουν λυθεί ακόμη βασικά πρακτικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον επισιτισμό των σεισμοπλήκτων ή με τη διάνοιξη των οδικών αρτηριών και τον έλεγχο της επικινδυνότητας των κτιρίων, είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πως μπορεί οι τοπικοί άρχοντες να βρήκαν χρόνο για να ασχοληθούν με την πρόσκληση της Ισπανίδας πρωταγωνίστριας.

Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που λείπει σε αυτή τη φάση από τη σεισμόπληκτη Κεφαλονιά δεν είναι ούτε τα χρήματα –δόξα τω Θεώ, η Ελλάδα του σήμερα, παρά τη δεινή οικονομική κρίση που την ταλανίζει, μπορεί, με τη συμβολή και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να επωμιστεί το όχι και τόσο ευκαταφρόνητο κόστος της ανοικοδόμησης του νησιού-, ούτε η αλληλεγγύη των ξένων που εκφράστηκε το 1953 όταν η χώρα δεν διέθετε στοιχειώδη μέσα για την ανακούφιση του πληθυσμού της.

Εκείνο που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο απαιτείται τώρα είναι η οργάνωση και ο συντονισμός της δράσης της Πολιτείας που θα πείσει τους Κεφαλονίτες να μείνουν στο νησί τους που συνεχίζει να κουνιέται. Και μόλις δώσουν το σήμα οι σεισμολόγοι και οι άλλοι ειδικοί επιστήμονες να ξεκινήσουν την ανοικοδόμησή του.

Γι΄ αυτό και ο ορισμός ενός συντονιστή –υπουργού ή όποιου άλλου- που θα εγκατασταθεί στο νησί, αποτελεί συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για να έχουν αποτέλεσμα οι προσπάθειες που γίνονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, την Πολιτική Προστασία, τον Στρατό, την Εκκλησία και –γιατί όχι;- τις εθελοντικές οργανώσεις που μπορεί και πρέπει να δραστηριοποιηθούν στην περιοχή. 


Και όταν με το καλό το νησί σταθεί στα πόδια του και είναι σε θέση να δεχθεί και πάλι τουρίστες, ας καλέσει την Πενέλοπε Κρουζ ο δήμαρχος κ. Αλέξανδρος Παρίσης για να φωτογραφηθούν και να γίνει θέμα στα διεθνή μέσα ενημέρωσης η ταχύτητα ανοικοδόμησης της Κεφαλονιάς.

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Το «έγκλημα» δεν ήταν στιγμιαίο, το ίδιο και η ανάκαμψη

Η ζωή, αρκετές φορές, ξεπερνάει και την πιο οργιώδη φαντασία. Γιατί, αλήθεια, ποιος θα φανταζόταν πριν από τρία ή πέντε χρόνια ότι θα ερχόταν  η ώρα που θα περνούσαν την πόρτα του Κορυδαλλού ή θα απειλούνταν με αυτήν, τόσοι μεγαλόσχημοι που μέχρι πρότινος, κατέκλυζαν τις σελίδες του lifestyle, παριστάνοντας τους μεγάλους «χορηγούς» με χρήματα που, προφανώς, δεν ήταν δικά τους;
Το πάθημα του Γιώργου Κοσκωτά, ο οποίος με τα κλεμμένα της Τράπεζας Κρήτης, αγόραζε, στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 «ό,τι πετούσε και ό,τι κολυμπούσε», για να βρεθεί σε λιγότερο από μια δεκαετία πίσω από της φυλακής τα σίδερα, όχι μόνον δεν φαίνεται να έγινε μάθημα, αλλά, μάλλον, λειτούργησε ως πρότυπο για το «επιχειρείν» στην Ελλάδα από πλειάδα ασφαλιστών, κατασκευών, τραπεζιτών, ακόμη και… μόδιστρων!    
Τις ίδιες παραδοξότητες παρατηρεί κανείς και στον τρόπο που διαμορφώθηκε η πολιτική ζωή, ιδίως μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Γιατί, πόσο υψηλές, άραγε, μαντικές ικανότητες θα έπρεπε να διέθετε κανείς για να προβλέψει πριν από δυο τρία χρόνια ότι ένας μικρομεσαίος βουλευτής, χωρίς καμία προηγούμενη θετική διάκριση στη ζωή του, θα πετύχαινε, μέσα από τα social media, να πείσει το 10% των Ελλήνων ότι έχει στο τσεπάκι του όλες τις μαγικές λύσεις και μεταξύ αυτών να απαλλάξει, εν μια νυκτί, τη χώρα από το «επονείδιστο» χρέος;
Εκεί, που, κατά το παρελθόν, απέτυχαν προσωπικότητες με οντότητα, οι οποίοι, σε ορισμένες, τουλάχιστον, περιπτώσεις, είχαν τη δυνατότητα να αρθρώσουν έναν λόγο διαφορετικό από τον κυρίαρχο δικομματισμό, εμφανίστηκαν από το… πουθενά σχήματα, όπως οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» του κ. Πάνου Καμμένου, που τσαλαβουτώντας στα θολά νερά της κρίσης, αλίευσαν τόσες ψήφους που ούτε στα όνειρά τους δεν είχαν πολιτικοί όπως ο Κωστής Στεφανόπουλος, ο νυν πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο Δημήτρης Τσοβόλας, ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου, ο Αντώνης Τρίτσης, ο Γεράσιμος Αρσένης και –γιατί όχι;- ο Λεωνίδας Κύρκος και άλλοι που αποτόλμησαν να ιδρύσουν τα δικά τους κόμματα.
Η φάση αποσύνθεσης, στην οποία υπεισέρχεται, πλέον, το κόμμα Καμμένου, καθώς οι… δράκοι των συνωμοσιολογικών παραμυθιών φαίνεται να καταπίνουν και τον ίδιο τον εμπνευστή τους, όπως και οι χειροπέδες που φορούν ο ένας μετά τον άλλο οι νεόκοποι ολιγάρχες που πρωταγωνίστησαν στην οικονομική ζωή των τελευταίων δεκαετιών, είναι, κατά την άποψή μου, δύο άκρως διδακτικές ιστορίες. Που βοηθούν να ερμηνεύσει κανείς τη βαθιά και γενικευμένη κρίση που διαπερνά την ελληνική κοινωνία. Και, ταυτόχρονα, να ανιχνεύσει τις προοπτικές που δημιουργούνται για την έξοδο από το μακρύ τούνελ της ύφεσης.
            Μαζί με την οικονομική χρεοκοπία της χώρας, χρεοκόπησαν και πολλά άλλα. Χρεοκόπησε, πρωτίστως, το παρασιτικό μοντέλο του κρατικοδίαιτου επιχειρηματία, ο οποίος δεν αναλάμβανε κανένα επενδυτικό ρίσκο, αλλά βολευόταν με τις μεθόδους της διαπλοκής που συνοψίζονται στο τρίπτυχο: κρατικές επιχορηγήσεις και στραβά μάτια για τη στρέβλωση του υγιούς ανταγωνισμού, τραπεζικά θαλασσοδάνεια, ανεξάντλητη ρευστότητα από τα άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος «χαρτιά» που «μοσχοπουλούσε» στο χρηματιστηριακό καζίνο της Σοφοκλέους. Χρεοκόπησε, επίσης, το πελατειακό κράτος, αλλά και ο λαϊκισμός που το συνόδευε και καθήλωνε τη χώρα στην ακινησία.
Όλα αυτά, βεβαίως, δεν έγιναν ούτε σε μια μέρα, ούτε σε έναν μήνα, ούτε καν σε μια τετραετία. Είναι παθογένειες δεκαετιών, στις οποίες δεν συνέβαλε ένας και μόνον παράγων, ούτε μια παράταξη, αλλά ένα ολόκληρο «σύστημα». Τα αίτια του προβλήματος είναι βαθιά και αποτελεί τεράστια αυταπάτη και πελώρια κοροϊδία να θέλει να πείσει κάποιος ότι η απάντηση μπορεί να βρει τη λύση στον απλοϊκό διαχωρισμό: μνημόνιο και αντιμνημόνιο.
Το δίπολο, άλλωστε, «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» ή όποιο άλλο απλουστευμένο ερμηνευτικό σχήμα, που θέλει όλα να ξεκίνησαν για έναν λόγο και κάποια συγκεκριμένη στιγμή, π.χ. τον Μάιο του 2010, όταν, από το Καστελόριζο, ο τότε πρωθυπουργός ανακοίνωσε την ένταξη στο μηχανισμό στήριξης Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΔΝΤ, απαλλάσσει των ευθυνών της την κρατικοδίαιτη επιχειρηματική διαπλοκή και τους ταγούς που την υπέθαλψαν. Δίνει συγχωροχάρτι στο πολύχρονο πάρτι των μεσαζόντων στους εξοπλισμούς και τις άλλες κρατικές προμήθειες. Παραβλέπει τον σχεδόν μόνιμο δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Κλείνει τα μάτια στην κραιπάλη του υπερδανεισμού για να βολευτούν «δικά μας παιδιά», να πληρωθούν «μαϊμού» συντάξεις, να επιδοτηθούν συνδικαλιστικές ηγεσίες, να εξαγοραστούν μέσα ενημέρωσης. 
Αν έχουν κάποια αξία τούτες οι σκέψεις, δεν είναι για να επαναλάβουμε τις, εν πολλοίς, γνωστές διαπιστώσεις για τη δυσμενή πραγματικότητα που βιώνουμε. Είναι, κυρίως, για να συνειδητοποιήσουμε ότι το «έγκλημα» που συντελέστηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν ήταν στιγμιαίο. Ήταν διαρκές, αλλά χρειάστηκε χρόνο για να αποκαλυφθεί σε όλη την έκταση που τώρα βλέπουμε να φανερώνεται μπροστά μας.
Έχει, επίσης, σημασία να συνειδητοποιήσουμε ότι καμία κρίση, ποτέ δεν ήταν αιώνια. Οι κοινωνίες που τις αντιμετώπισαν, ακόμη και η νεοελληνική που βίωσε άλλες τρεις μεγάλες χρεοκοπίες, τις ξεπέρασαν όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο οποίος για να επιταχυνθεί απαιτεί σχέδιο, αλλά, πάνω από όλα, δημιουργική προσπάθεια.  Από τη χρεοκοπία επί των ημερών του Χαριλάου Τρικούπη, η χώρα λίγα χρόνια μπήκε δυνατή στους Βαλκανικούς Πολέμους. Και από την χρεοκοπία των αρχών της δεκαετίας του 30, όταν έφθασαν στα μέρη μας οι επιπτώσεις του Μεγάλου Κραχ του 1929, οδηγηθήκαμε στο έπος του 40.
 Χωρίς, λοιπόν,  να παριστάνω τον… μάγο, έχω εδραία την πεποίθηση ότι η ανάκαμψη δεν μπορεί παρά να έρθει. Μόνον, όμως, που, όπως το «έγκλημα» δεν ήταν στιγμιαίο, έτσι και η ανάκαμψη δεν θα είναι στιγμιαία. Ή, με τα λόγια του ποιητή, «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή…».  
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.