Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΝΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΝΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Ο Ντελόρ, ο Σόιμπλε και ποιος ζημίωσε περισσότερο τον ελληνικό λαό


Είναι αξιομνημόνευτη η συγκυρία της ταυτόχρονης εκδημίας δύο σημαντικών ευρωπαϊκών προσωπικοτήτων όπως ήταν ο Γάλλος σοσιαλιστής πολιτικός Ζακ Ντελόρ και ο Γερμανός χριστιανοδημοκράτης Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που ο καθένας τους σημάδεψε με διαφορετικό τρόπο την πορεία προς την ενοποίηση της Ευρώπης.

Μπορεί ο ένας να εκπροσώπησε, λόγω της ιδεολογίας του, αλλά κατά βάση χάριν της εποχής που κατείχε το αξίωμα του προέδρου της Κομισιόν (1985-1995), τη «γαλαντόμο» Ευρώπη των επιδοτήσεων η οποία πάσχιζε να πετύχει την οικονομική και νομισματική ενοποίησή της (ΟΝΕ), ενώ ο άλλος, για αντίστοιχους -ιδεολογικούς αλλά και συγκυριακούς- λόγους, από τη θέση του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας (2009-2017) λειτούργησε ως θεματοφύλακας της διαφύλαξης της ενότητας της ευρωζώνης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αμφότεροι άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμα τους στη δημιουργία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.    

Για όποιον επιθυμεί να κινηθεί πέρα από τα ρηχά στερεότυπα τα οποία οδήγησαν πολλούς συμπατριώτες μας να εξακοντίζουν ακόμη και αυτές τις μέρες ύβρεις και κατάρες, κυρίως κατά του Σόιμπλε, τον οποίο συγκεκριμένοι εγχώριοι πολιτικοί είχαν δαιμονοποιήσει, φορτώνοντάς του την απόλυτη ευθύνη για όλα τα δεινά που πέρασε ο ελληνικός λαός την περίοδο των Μνημονίων και ισχυριζόμενοι ότι όλα αυτά συνέβησαν επειδή «ο Γερμαναράς μισούσε τους Έλληνες», οι δύο αυτοί θάνατοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια καλή αφορμή για να κοιταχθούμε στον καθρέφτη της εθνικής μας αυτογνωσίας.

Αν το κάνουμε, είναι βέβαιο ότι θα καταφέρουμε να αντικρύσουμε κατάματα την πραγματικότητα η οποία μας περιβάλλει τα τελευταία σαράντα και κάτι χρόνια που κατέχουμε το μοναδικό ιστορικό προνόμιο να μετέχουμε σε ένα πολύ σημαντικό για την ιστορία της ανθρωπότητας συλλογικό επίτευγμα που είναι το κεκτημένο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, υπό τη σκέπη του οποίου βρήκαν εθελοντικά καταφύγιο τόσα πολλά και διαφορετικά έθνη τα οποία νωρίτερα πολεμούσαν μεταξύ τους με κάθε αφορμή.

Μερικά μάλλον αντιδημοφιλή και άβολα ερωτήματα ίσως θα μας βοηθούσαν να ξεδιαλύνουμε πολλές από τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες που κυριάρχησαν τα προηγούμενα χρόνια στον φορτισμένο δημόσιο διάλογο που αναπτύχθηκε στη χώρα μας. Διάλογο, ο οποίος στην πραγματικότητα επέφερε το ακριβώς αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: αντί να μας απαλλάξει από την λιτότητα που υποτίθεται ότι ήταν προϊόν σοϊμπλικής έμπνευσης, οδήγησε σε παράταση της ασφυκτικής μνημονιακής μέγγενης, η οποία ήταν, σε χρονική διάρκεια, αλλά και απώλεια εθνικού εισοδήματος, τέτοια που καμία άλλη χώρα δεν γνώρισε. 

«Θύματα» του λαϊκισμού της Αριστεράς, της Δεξιάς, ου μην αλλά, σε κάποιες περιπτώσεις, και του Κέντρου, βολευθήκαμε σε κατασκευασμένα αφηγήματα για… «τους ξένους που μας μισούν», αυτοαναγορηθήκαμε σε… «περιούσιο λαό που όλοι μας ζηλεύουν» και δεν μπήκαμε ποτέ στον κόπο να αναζητήσουμε απαντήσεις σε πολύ κρίσιμες ερωτήσεις, μερικές από τις οποίες είναι οι ακόλουθες:      

-Που κατέληξε ο πακτωλός με τα δισεκατομμύρια ευρώ που εισέρρευσαν στη χώρα την περίοδο των «πακέτων Ντελόρ»; Πόσα εξ αυτών κατευθύνθηκαν σε υποδομές ή έγιναν παραγωγικές επενδύσεις, λειτουργώντας πολλαπλασιαστικά για την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας; Και πόσα, αντιθέτως, έπεσαν στον πίθο των Δαναΐδων με τα εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά που δεν συνεισέφεραν σχεδόν ούτε ίχνος εγχώριας προστιθέμενης αξίας;    

-Πόσο βιώσιμη ήταν η πρωτόγνωρη ευημερία της «χρυσής» δεκαετίας 1998-2008; Και ποιος μας επέβαλε να μην αρκεστούμε στις αφειδείς κοινοτικές επιδοτήσεις, αλλά να καταφύγουμε επιπλέον και σε έναν φρενήρη κρατικό και ιδιωτικό δανεισμό, ο οποίος ήταν αδύνατο να εξυπηρετηθεί με τους ρυθμούς με τους οποίους κινούνταν;  

-Ποιος ευθύνεται περισσότερο για την κατάρρευση που -μοιραία μάλλον- ακολούθησε; Απετέλεσε, άραγε, ρίζα του κακού η βεβιασμένη είσοδος μας στην ΟΝΕ και η συνακόλουθη υιοθέτηση του ευρώ μαζί με την πρώτη ομάδα των χωρών που εντάχθηκε στο πρωτοφανές εγχείρημα του ενιαίου νομίσματος χωρίς ενιαία οικονομική πολιτική; Ή, μήπως, έφταιξε το γεγονός ότι δεν μπήκε ποτέ φρένο στη «δημιουργική λογιστική», όπως ευσχήμως αποκαλούνταν τότε η απόκρυψη των πραγματικών στατιστικών στοιχείων που αποτύπωναν την εικόνα της ελληνικής οικονομίας; 

Είναι πολύ εύκολο να ενοχοποιούμε τους… άλλους, με βάση και τη γνωστή ρήση του Ζαν Πολ Σαρτρ σύμφωνα με την οποία «η κόλαση είναι οι άλλοι». Μπορούμε να κατηγορούμε τον Ντελόρ ότι «ευθύνεται που μας… κακόμαθε με τα πακέτα του». Και την ίδια ώρα δεν έχουμε πρόβλημα να ξιφουλκούμε κατά του Σόιμπλε, ο οποίος μας διαμήνυσε από κάποια στιγμή και ύστερα ότι «δανεικά τέλος», κάτι το οποίο, ούτως ή άλλως, μας το είχαν πει νωρίτερα οι αγορές. 

Αν, βεβαίως, θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, πρέπει να παραδεχθούμε ότι επί των ημερών που «βασίλευε» ο Σόιμπλε στο Eurogroup εμείς και νέα δανεικά πήραμε για να εξυπηρετήσουμε τα παλαιότερα χρέη μας, αλλά είχαμε και το μοναδικό προνόμιο να μας γίνει το μεγαλύτερο «κούρεμα» χρέους που έχει γίνει ποτέ σε οποιαδήποτε άλλη χώρα στην παγκόσμια ιστορία. 

Ξέρω, ξέρω ότι όλα αυτά εξακολουθούν να μην γίνονται αποδεκτά από μια μερίδα του ελληνικού λαού, η οποία -είτε από αφέλεια, είτε από σκοπιμότητα- είχε πειστεί ότι «τα Μνημόνια τελειώνουν με έναν νόμο και ένα άρθρο» και, εν συνεχεία, «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν». Το ευχάριστο, όμως, είναι ότι η μερίδα αυτή των συμπολιτών μας, που κάποτε αναμφισβήτητα πλειοψηφούσε, στις μέρες μας δείχνει να περιορίζεται. 

Χρόνο με τον χρόνο μειώνονται σταθερά εκείνοι που αρέσκονται να αποδίδουν όλα τα δεινά που μας ταλανίζουν σε ξένους πολιτικούς, όπως ο Ντελόρ με τα «πακέτα» του ή ο Σόιμπλε με την, κατά τον Μαξ Βέμπερ, «γερμανική προτεσταντική ηθική» η οποία χωρίς αμφιβολία τον χαρακτήριζε, αλλά αυτό δεν είχε να κάνει με το πως έβλεπε τους Έλληνες. Τους ίδιους αυστηρούς κανόνες ήθελε να επιβάλλει προς όλους και σίγουρα και προς τους συμπατριώτες του.  

Κακά τα ψέματα, λοιπόν, υπαίτιοι για την όποια ζημία έχει υποστεί η χώρα μας δεν είναι οι ξένοι αλλά οι εγχώριοι πολιτικοί. Με άλλα λόγια, και για να μην αποποιούμεθα των ευθυνών μας, για τα καλά και τα κακά που μας συμβαίνουν υπαίτιοι είμαστε εμείς οι ίδιοι μέσω των επιλογών που κάνουμε με την ψήφο μας κάθε τέσσερα χρόνια και όχι μόνον. 

Ας αφήσουμε, λοιπόν, τον Ντελόρ και τον Σόιμπλε να αναπαυθούν εν ειρήνη και να τους κρίνει η Ιστορία η οποία συνήθως είναι ακριβοδίκαιη. Και εμείς ας ασχοληθούμε με τα του οίκου μας.

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

Μήπως να μάθουμε να ζούμε και με τον εφιάλτη της ακρίβειας;

Μπορεί οι ειδικοί να μην ομονοούν, κάτι άλλωστε που δεν συμβαίνει πρώτη φορά τα τελευταία δύο και πλέον χρόνια, αλλά ο κύβος ερρίφθη και η μια μετά την άλλη οι χώρες έχουν αρχίσει να κηρύσσουν το τέλος του απόλυτου συναγερμού για την πανδημία του κορωνοϊού

Τα κρούσματα από τη μια άκρη του πλανήτη ως την άλλη είναι ακόμη πολλά, όπως και οι αριθμοί των νοσηλειών, αλλά και οι θάνατοι, ωστόσο σε πολλά μέρη της υφηλίου οι ιθύνοντες χαλαρώνουν τους περιορισμούς και καταργούν υποχρεωτικότητες όπως οι μάσκες ή οι αποκλεισμοί για όσους επιμένουν ακόμη να μην εμβολιάζονται.

Είναι προφανές ότι η πανδημία δεν έχει εξαλειφθεί -και πως αλλιώς θα μπορούσε να διατυπωθεί ένας τέτοιος ισχυρισμός με τους δείκτες των λοιμώξεων που εξακολουθούν να καταγράφονται;-, αλλά έχει επικρατήσει η λογική ότι «πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τον κορωνοϊό».

Δικαιολογημένα, ίσως, καθώς ουδείς εχέφρων άνθρωπος μπορεί να επικαλεστεί άγνοια για όσα μπορεί να του επιφυλάξει η μοίρα εφόσον «συναντηθεί» με τον ιό. Όλοι μας ξέρουμε πια, όχι επειδή το μετέδωσαν τα μέσα ενημέρωσης, αλλά επειδή σίγουρα το βιώσαμε στον περίγυρό μας, ότι όποιος είναι πλήρως εμβολιασμένος και πάσχει από κάποιο σοβαρό υποκείμενο νόσημα θα νοσήσει ήπια και δεν θα αντιμετωπίσει ιδιαίτερους κινδύνους.

Από την άλλη, όσοι συνεχίζουν να παραμένουν ανεμβολίαστοι δεν μπορεί να προβάλουν καμία απολύτως πειστική δικαιολογία για το τεράστιο ρίσκο που αναλαμβάνουν είτε να νοσήσουν σοβαρά ή και να χάσουν τη ζωή τους. Ουδείς πλέον μπορεί να αναζητεί άλλοθι ότι δεν είχε την κατάλληλη ενημέρωση για να λάβει τη σωστή απόφαση για τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του.

Τα δύο χρόνια που διαρκεί η περιπέτεια της πανδημίας είναι πολλά και το κόστος το οποίο έχουν καταβάλλει οι κοινωνίες, αλλά και ο καθένας από μας χωριστά, είναι τεράστιο. Και θα αποδειχθεί ανυπέρβλητο αν δεν ακολουθήσουν το αμέσως προσεχές διάστημα συντονισμένα βήματα προς την κατεύθυνση της επιστροφής στην κανονικότητα.

Οι πληγές, άλλωστε, που έχει επισωρεύσει η παρατεταμένη διάρκεια της πανδημίας είναι μεγάλες και ορατές. Με πρώτη και καλύτερη την πληγή που συνιστά για την παγκόσμια οικονομία και τις κοινωνίες όλου του πλανήτη η επιστροφή του εφιάλτη του πληθωρισμού, ο οποίος για πάνω από δύο δεκαετίες είχε τιθασευτεί και, τουλάχιστον οι κάτοικοι των χωρών του δυτικού κόσμου, είχαμε αρχίσει να τον ξεχνούμε.

Εξαιτίας σειράς παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους, όμως, κυρίαρχο ρόλο έχουν οι ανισορροπίες στην προσφορά και στη ζήτηση αγαθών που προκλήθηκαν εξαιτίας των lockdown, χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία βλέπουν τους δείκτες των τιμών του καταναλωτή να φθάνουν σε επίπεδα που ελάχιστες από τις γενιές που είναι τώρα εν ζωή έχουν βιώσει.

Αλλά και στη δική μας χώρα, τα πράγματα δεν πάνε πίσω. Μπορεί να βιώσαμε τη μεγάλη συμπίεση των εισοδημάτων που προκάλεσε η δεκαετής μνημονιακή μέγγενη, πλην όμως οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών παρουσίαζαν μια -τηρουμένων των αναλογιών- εντυπωσιακή σταθερότητα. Οι Έλληνες που είναι σήμερα κάτω των 40 ετών δεν έχουν μνήμες από απότομες ανατιμήσεις που εξανέμιζαν τα εισοδήματα κυρίως των μισθοσυντήρητων των δεκαετιών του ‘70, του ’80 και του ’90.

Εκείνα τα χρόνια, το λεγόμενο «καλάθι της νοικοκυράς» ή άλλως ο «τιμάριθμος», που ήταν μια πολύ διαδεδομένη έκφραση η οποία δεν ακούγεται πλέον στη δημόσια συζήτηση, κατέγραφε ετήσιες ανατιμήσεις που κινούνταν με διψήφιους ρυθμούς. Ήταν τόσο δύσκολα τα πράγματα που για κάποια χρόνια, αρχής γενομένης από την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ, καθιερώθηκε ο αμυντικός μηχανισμός της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) με βάση τον οποίο οι μισθοί, τα ημερομίσθια και οι συντάξεις αυξάνονταν κάθε τετράμηνο σε ποσοστό ίσο με την αύξηση του πληθωρισμού, δηλαδή των τιμών των αγαθών που είχε σημειωθεί το αμέσως προηγούμενο διάστημα.

Ωστόσο, ούτε στην Ελλάδα, αλλά ούτε και αλλού όπου εφαρμόστηκε, όπως στη Γαλλία ή στην Κύπρο, η ΑΤΑ δεν κατάφερε να προστατεύσει τα εισοδήματα των μισθοσυντήρητων, αφού, κατά πολλούς, αντί να λειτουργήσει πυροσβεστικά για τις αυξήσεις των τιμών, στην πράξη λειτουργούσε ως φαύλος κύκλος που προκαλούσε συνεχείς αναζωπυρώσεις στις πληθωριστικές πιέσεις, αλλά και υποτιμήσεις στα εθνικά νομίσματα που για μας ήταν τότε η δραχμή.

Η κατάσταση εξομαλύνθηκε μετά την ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση και τη σταθερότητα των τιμών που έφερε η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, του ευρώ. Άλλα χρόνια προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, όπως τα εμπορικά ελλείμματα, οι δημοσιονομικές ανισορροπίες, η χαμηλή παραγωγικότητα και ο υπέρογκος δημόσιος δανεισμός δεν μας εγκατέλειψαν. Από τον βραχνά των συνεχών ανατιμήσεων, όμως, είχαμε απαλλαγεί. Πρόσκαιρα, όπως αποδείχθηκε.

Η πανδημία άλλαξε τα δεδομένα και ουδείς σοβαρός άνθρωπος μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα για πόσο καιρό θα μας συνοδεύει ο εφιάλτης που επέστρεψε και δεν αφορά μόνον τις τιμές της ενέργειας. Το γεγονός ότι το φαινόμενο είναι, κατά βάση, εισαγόμενο, δεν αποτελεί λόγο για αμεριμνησία, όπως αυτή που επικράτησε στην αρχική του εμφάνιση. Οι βεβιασμένες προβλέψεις για παροδικές αυξήσεις των τιμών αποδείχθηκαν ευσεβείς πόθοι και τείνουν να καταλήξουν φρούδες ελπίδες.

Όλα, λοιπόν, δείχνουν ότι, μετά τον κορωνοϊό, θα χρειαστεί μάλλον να μάθουμε να ζούμε και με την ακρίβεια. Ας το έχουν υπόψη τους όλοι όσοι, αντί να ανασκουμπωθούν για να βρουν λύσεις, περί άλλα τυρβάζουν ή απλώς αναλώνουν τον χρόνο τους σε εκλογικές σεναριολογίες….