Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δικαιοσύνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δικαιοσύνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Δεν αρκεί μόνον «να πέσει φως»

 

Συμπληρώνονται αισίως δύο εβδομάδες αφότου η ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου πήρε τη γενναία απόφαση να μιλήσει δημοσίως για την κακοποίηση που υπέστη από έναν άνθρωπο ο οποίος, με βάση τα καταγγελλόμενα, έκανε κατάφωρη κατάχρηση της εξουσίας την οποία διέθετε.

Η καταγγελία της γνωστής αθλήτριας έδωσε το έναυσμα για να ανοίξουν και άλλα στόματα και να έρθει στο φως μια ατελείωτη σωρεία αποτρόπαιων περιστατικών που η κοινωνία μας προσπαθούσε να κρατήσει μυστικά με τον ίδιο τρόπο που κάποιοι κρύβουν βεβιασμένα τα σκουπίδια κάτω από το χαλί με σκοπό να δείξουν ότι διατήρησαν «καθαρό» τον χώρο ευθύνης τους.

Λίγοι είναι εκείνοι που, κακά τα ψέματα, μπορεί να ισχυριστούν ότι έπεσαν από τα σύννεφα με όσα ακούστηκαν και γράφηκαν το τελευταίο δεκαπενθήμερο τόσο για τα φαινόμενα με τις κάθε είδους κακοποιήσεις όσο και για τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σε τέτοιες καταστάσεις. Καταστάσεις οι οποίες εκτείνονται σε πολλούς τομείς της εγχώριας δημόσιας ζωής: από το θέατρο ως τη δημοσιογραφία, από την τηλεόραση έως τα υπουργικά γραφεία και ακόμη παραπέρα.

Παρά ταύτα είναι απορίας άξιο ότι, πέρα από κάποιες γενικόλογες δηλώσεις αγανάκτησης που ακούστηκαν στην αρχή και περιορίστηκαν στις καταγγελίες για τα τεκταινόμενα στον χώρο της ιστιοπλοΐας, μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει καμία οργανωμένη θεσμικού χαρακτήρα πρωτοβουλία, αφενός για να κολαστούν τα εγκλήματα που μπορεί να αποδειχθούν και αφετέρου για να οριοθετηθούν κανόνες συμπεριφοράς που ενδεχομένως να συμβάλουν, αν όχι να μπει ένα τέρμα, τουλάχιστον στον περιορισμό του φαινομένου.

Με λύπη, άλλωστε, διαπιστώνει κανείς την παγερή αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζουν τις καταγγελίες οι θεσμοί της οργανωμένης Πολιτείας. Όπως και οι συλλογικότητες της κοινωνίας των πολιτών. Που είναι, για παράδειγμα, οι πολυποίκιλες μη κυβερνητικές οργανώσεις που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα; Γιατί, αλήθεια, τόσο ηχηρή σιωπή; Οι οργανώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών δεν βρήκαν να τις αφορά όλος αυτός ο θόρυβος;

Οι αρμόδιες εισαγγελικές αρχές; Τι κάνουν άραγε; Γιατί δεν κινητοποιήθηκαν αυτεπαγγέλτως για να καλέσουν, έστω, καταγγέλλοντες και καταγγελλόμενους για να δώσουν καταθέσεις; Ακόμη και αν καταλήξουν στη διαπίστωση ότι τα καταγγελλόμενα στερούνται βάση αληθείας ή εμπίπτουν σε παραγραφή, το κέρδος για το κοινωνικό σύνολο δεν θα είναι διόλου ευκαταφρόνητο.

Αν το κάνουν, τότε οι καταγγελλόμενοι θα ξέρουν ότι την επόμενη φορά που κάποιος ή κάποια θα τους καταγγείλει σε χρόνο που δεν θα εμπίπτει σε παραγραφή, θα βρεθούν αντιμέτωποι με την τσιμπίδα του νόμου. Ενώ οι καταγγέλλοντες θα ξέρουν ότι βρήκαν, τουλάχιστον, ένα ευήκοον ους. Έτσι ώστε την επόμενη φορά οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι να μην αισθάνονται εύκολη λεία στα χέρια των εξουσιαστών τους οι οποίοι θα μείνουν στο απυρόβλητο όποιο έγκλημα και αν διαπράξουν;

Λίαν προσφάτως αποκτήσαμε και υφυπουργό αρμόδιο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Τον άκουσε κανείς να παίρνει θέση; Να ανακοινώνει κάποια επικείμενη θεσμική παρέμβαση; Μια παραγγελία για δικαστική έρευνα; Μια ημερίδα; Ένα συνέδριο; Τη σύσταση, έστω, μιας Επιτροπής που να μελετήσει το σοβαρό αυτό κοινωνικό ζήτημα το οποίο ανεδείχθη και να αποφανθεί αν είναι όλα καλά στο δικαιικό μας σύστημα ή αν χρειάζεται να γίνουν κάποιες παρεμβάσεις για την άρση της ατιμωρησίας;

Υπό αυτές τις συνθήκες, δυστυχώς η τροπή των πραγμάτων δείχνει ότι οι θεσμοί της κοινωνίας μας δεν είναι ακόμη έτοιμοι να θέσουν το χέρι της επί τον τύπον των ήλων. Η αρχική μεγάλη αγανάκτηση για όσα υπέστη η Σοφία Μπεκατώρου, δυστυχώς, περιορίζεται. Προϊόντος του χρόνου, μάλιστα, τείνει να προσλάβει τα χαρακτηριστικά ενός σήριαλ με κουτσομπολίστικο περιεχόμενο που δίνει τροφή στις αναλόγου επιπέδου αδηφάγες στήλες των ηλεκτρονικών ή έντυπων μέσων ενημέρωσης.

Σε άλλες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ανακίνηση τέτοιων θεμάτων δεν περιορίστηκε μόνον στις δημοσιεύσεις των καταγγελιών των θυμάτων. Το περίφημο πλέον «#metoo» ευαισθητοποίησε μεγάλο μέρος της αμερικανικής αλλά και της παγκόσμιας κοινωνίας. Τα πράγματα, όμως, δεν έμειναν απλώς εκεί. Οι θεσμοί ενεργοποιήθηκαν και οι πρωταγωνιστές ήρθαν αντιμέτωποι με τον πέλεκυ της Δικαιοσύνης.

Όπως και να έχει, πάντως, σε ό,τι αφορά τα καθ΄ ημάς, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν αρκεί να συμφωνούμε οι περισσότεροι στη γενικόλογη διαπίστωση – ευχή περί της ανάγκης «να πέσει άπλετο φως». Χρειάζεται κάτι περισσότερο. Και αυτό δεν μπορεί να είναι τίποτε λιγότερο από την επιβεβλημένη κάθαρση. Την κάθαρση που θα λειτουργήσει λυτρωτικά για τα θύματα της κακοποίησης. Πρωτίστως, όμως, την κάθαρση που, αν μη τι άλλο, με τη δύναμη της απαξίας θα δημιουργήσει προηγούμενο για όποιον μελλοντικά διανοηθεί να επαναλάβει αυτού του είδους τις αποτρόπαιες πράξεις. 

Υ.Γ.: Ισχυρισμοί του τύπου «γιατί τα θυμήθηκαν μετά από τόσα χρόνια;», «εμένα δεν με παρενόχλησε κανείς, επειδή δεν έδωσα ποτέ δικαιώματα» ή «όλα γίνονται για λόγους αντεκδίκησης» ελέγχονται ως παντελώς ανυπόστατοι. Και, σε κάθε περίπτωση, μαρτυρούν αφελή άγνοια όταν δεν υποκρύπτουν ενοχική υποκρισία.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

Κι αν ο Κοντονής μιλούσε και για τη Novartis…

 Κανείς από τους παροικούντες στην… πολιτική Ιερουσαλήμ δεν πρέπει να έπεσε από τα σύννεφα με την επίθεση που εξαπέλυσε η ηγεσία της Κουμουνδούρου κατά του Σταύρου Κοντονή όταν ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θύμισε τις παλαιότερες επισημάνσεις του σύμφωνα με τις οποίες ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρον άρον ψηφίστηκε τις παραμονές των τελευταίων εκλογών, διευκόλυνε τη Χρυσή Αυγή.

Με αποκορύφωμα, άλλωστε, τη διαβόητη άποψη που διατύπωσε τον Ιούνιο του 2016 ο τότε πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης περί μη διαχωρισμού των ψήφων σε «ευπρόσδεκτες» και «μη ευπρόσδεκτες», όταν το κόμμα του είχε βάλει στόχο να περάσει πάση θυσία την απλή αναλογική, δεν είναι η πρώτη φορά που, είτε ως ψίθυρος είτε ως δημόσια καταγγελία, κυκλοφορούν στη δημόσια σφαίρα βάσιμες υποψίες για υπόγειους υπολογισμούς της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα σε σχέση με την παρουσία του νεοναζιστικού μορφώματος στο πολιτικό στερέωμα.

Εκείνο, ωστόσο, που ξένισε σε αυτή την οξεία αντιπαράθεση, ίσως περισσότερο ακόμη και από τη διαγραφή του που αποφασίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, ήταν το περιεχόμενο της λιτής ανακοίνωσης με την οποία ο επίσημος ΣΥΡΙΖΑ αποδοκίμασε τον άλλοτε υπουργό του. Χρειάστηκαν μόλις 31 λέξεις για να τον εξουδετερώσουν πολιτικά και να υπονομεύσουν την αξιοπιστία των καταγγελιών του, τόσο των τωρινών όσο και των ενδεχόμενων μελλοντικών.

«Οι δηλώσεις του Σταύρου Κοντονή, που υιοθετούν την προπαγάνδα και τα fake news της Νέας Δημοκρατίας, είναι απαράδεκτες και αντικειμενικά εξυπηρετούν πολιτικά συμφέροντα εχθρικά προς την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία», ήταν το σχόλιο με το οποίο ανασύρθηκαν από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας φρασεολογία και πρακτικές της Αριστεράς του Μεσοπολέμου και της μετεμφυλιακής περιόδου.

Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολλά: Πώς ορίζονται, αλήθεια, τα «πολιτικά συμφέροντα» που είναι «εχθρικά προς την Αριστερά»; Και με ποιον τρόπο τα «εξυπηρέτησε» ο πρώην υπουργός; Όποιος διατυπώνει μια άποψη που δεν βολεύει την ηγεσία καθίσταται αυτομάτως «εχθρός του κόμματος», ακόμη και αν λέει την αλήθεια;

Τηρουμένων των αναλογιών, η φρασεολογία της Κουμουνδούρου δεν απέχει πολύ από την αντίστοιχη που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση του Νίκου Πλουμπίδη ο οποίος, ενώ οδηγήθηκε στα μέσα της δεκαετία του 50 στο εκτελεστικό απόσπασμα, για την ηγεσία του κόμματός του δεν ήταν παρά «παλιός προβοκάτορας», που «μεταφέρθηκε στην Αμερική, όπου γεμίζει τις μέρες και τις τσέπες του με το πικρό αντίτιμο τής προδοσίας»…

Όπως τότε, έτσι και τώρα, όποιος αμφισβητεί το αλάθητο της ηγεσίας, εξοβελίζεται. Ο Κοντονής, εξάλλου, δεν είναι το μόνο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που στις μέρες μας στοχοποιείται για τις απόψεις του. Θυμηθείτε τι υπέστη πρόσφατα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος επειδή διαφώνησε με τον χαρακτηρισμό «πολιτικός απατεώνας» που αποδίδει ο Αλέξης Τσίπρας στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.

Όπως και να έχει, πάντως, το 2020 δεν είναι 1950. Και, ως εκ τούτου, τα πολιτικά στελέχη της εποχής μας δεν βάζουν την «τιμή του κόμματος» πάνω από τον εαυτό τους, όπως ο Πλουμπίδης, ακόμη και όταν δηλώνουν «κομμουνιστές της ανανεωτικής Αριστεράς», όπως ο Κοντονής. Υπό αυτή την έννοια, θα έχει τεράστιο ενδιαφέρον αν κάποια στιγμή ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης αποφασίσει να μιλήσει για την εποχή που ασκούσε τα υπουργικά του καθήκοντα, έχοντας στο πλάι του τον «Ρασπούτιν» Δημήτρη Παπαγγελόπουλο.

Αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο «βουλευτής Ζακύνθου», όπως τον αποκαλούσαν υποτιμητικά τον Σ. Κοντονή «σύντροφοι» του, γνωρίζει πολλά για σημαντικές υποθέσεις που σημάδεψαν τη διακυβέρνηση από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Σκεφθείτε μόνον αν κάποια στιγμή θελήσει να περιγράψει τα όσα προηγήθηκαν της παρουσίας του δίπλα στον «Ρασπούτιν» όταν ο τελευταίος, βγαίνοντας από το Μέγαρο Μαξίμου, χαρακτήριζε αμετροεπώς την υπόθεση Novartis ως «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους»…

Λέτε αυτό να είχαν κατά νου οι ιθύνοντες της Κουμουνδούρου που έσπευσαν να τον διαγράψουν νύκτωρ;

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Αυτογκόλ από ένα ψοφοδεές πολιτικό προσωπικό


Η ταραχή και ο πανικός που επικράτησαν στην πολιτική σκηνή από την πρώτη στιγμή που γνωστοποιήθηκε η εισήγηση της επιτροπής επαγγελματικού αθλητισμού για τον υποβιβασμό των ποδοσφαιρικών ομάδων του ΠΑΟΚ και της Ξάνθης είναι άκρως ενδεικτικά στοιχεία για την πολιτική ανωριμότητα η οποία, πλειοψηφικά τουλάχιστον, χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που επιλέγει ο ελληνικός λαός για να τον εκπροσωπήσουν.
Το Σύνταγμα ορίζει ρητά (στο άρθρο 51) ότι «οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος». Και αμέσως μετά (στο άρθρο 60) συμπληρώνει ότι «έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Καμία από τις δύο βασικές πρόνοιες του καταστατικού χάρτη της ελληνικής Δημοκρατίας δεν τηρήθηκε στους χειρισμούς του ζητήματος το οποίο ανέκυψε αιφνιδίως και όλως παραδόξως έλαβε πολιτικές διαστάσεις που δεν του αναλογούσαν.
Με μια πρωτόγνωρη σπουδή, την οποία επέδειξε πρωτίστως η κυβέρνηση, κονιορτοποιήθηκαν εν μια νυκτί παραδεδεγμένες αξίες, υφιστάμενοι κανόνες και καθιερωμένοι θεσμοί, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πρόσκαιρες σκοπιμότητες και να μη δυσαρεστηθούν οι… στρατιές των ένθεν κακείθεν φανατισμένων που το ύψιστο ενδιαφέρον της ζωής τους είναι να στεφθεί πρωταθλήτρια η ομάδα τους είτε αξίζει είτε όχι τον τίτλο που διεκδικεί.
Το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες «στρατιές» υπακούουν τυφλά στα κελεύσματα συγκεκριμένων επιχειρηματιών, οι οποίοι χρησιμοποιούν τους οπαδούς των ομάδων που χρηματοδοτούν για να αυξήσουν την ισχύ τους, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Τα κάνει μάλλον χειρότερα. Διότι οι συμπεριφορές του πολιτικού προσωπικού προσβάλουν τη νοημοσύνη των μετριοπαθών πολιτικών που αποτελούν την πλειονότητα και οι οποίοι ψηφίζουν με βασικό κριτήριο την βούλησή τους να υπάρχει σαφής διάκριση των εξουσιών και να εφαρμόζονται οι ισχύοντες κάθε φορά κανόνες που εμπεδώνουν τη νομιμότητα.
Στις ευνομούμενες χώρες, η πολιτική τάξη, που απαρτίζεται από το στελεχιακό δυναμικό της κυβέρνησης, αλλά και της αντιπολίτευσης, δεν ασχολείται με την εφαρμογή των κανονισμών του ποδοσφαίρου και δεν έχει λόγο ούτε για το ποια ομάδα θα πάρει το πρωτάθλημα ούτε για το ποια θα υποβιβαστεί. Για τα ζητήματα αυτά, πολύ περισσότερο όταν αφορούν τον απολύτως επαγγελματικό αθλητισμό και τη λειτουργία ανωνύμων εταιριών, ο πρώτος και ο τελευταίος λόγο ανήκει στις συλλογικότητες που συγκροτούν οι ίδιες οι ομάδες.
Λίγο ως πολύ, μάλιστα, οι κανόνες του παιχνιδιού είναι ίδιοι παντού, αφού τους προκαθορίζουν οι διεθνείς Ομοσπονδίες. Η Ελλάδα, δυστυχώς, αποτελεί εξαίρεση σε όλα αυτά. Εδώ τα αθλητικά γεγονότα κομματικοποιούνται απροκάλυπτα, οι βουλευτές εισβάλουν στα γήπεδα για να… συνετίσουν τους διαιτητές, έχουν τη συνήθεια να συμμετέχουν σε «τηλεοπτικές δίκες» και δεν διστάζουν να διατυπώνουν «προφητείες» για τα αποτελέσματα των αγώνων.
Αν η ανάμειξη των πολιτικών ταγών με το ποδόσφαιρο ήταν προϊόν του ενδιαφέροντός τους γι΄ αυτό καθεαυτό το άθλημα ή έστω για να τηρηθούν οι κανόνες, θα μπορούσε κανείς να δείξει κατανόηση. Με το σκεπτικό ότι η ενασχόληση με το σπορ που συγκινεί τόσο μεγάλα πλήθη σχεδόν σε όλη την υφήλιο είναι μια κοινωνική πραγματικότητα που δεν μπορεί να παραβλέπει κάποιος που μετέχει στα κοινά.
Δεν είναι, όμως, έτσι. Διότι στην πράξη τα πράγματα αποδεικνύονται εντελώς διαφορετικά. Η πολιτικοποίηση του ποδοσφαίρου –ή, κατ΄ άλλους, η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής- έχει ξεκάθαρα ψηφοθηρικά ελατήρια. Οι τοποθετήσεις των περισσοτέρων πολιτικών στελεχών γίνονται με… οπαδικά κριτήρια. Και κάπως έτσι οι υποτιθέμενοι ταγοί της κοινωνίας που εκλέγονται για να καθοδηγούν τους πολίτες μετατρέπονται σε ενεργούμενα των ολίγων φανατικών των οποίων ολόκληρος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από τις γηπεδικές θύρες.
Η αδυναμία της πολιτικής τάξης να πάρει θέση υπέρ της νομιμότητας και να τηρήσει στάση ουδετερότητας απέναντι σε ζητήματα που δεν έχουν πολιτική χροιά αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για το πόσο ψοφοδεές είναι το πολιτικό προσωπικό που μας εκπροσωπεί. Ένα πολιτικό προσωπικό το οποίο μπορεί να ψηφίζει Μνημόνια, να κόβει μισθούς και συντάξεις, επειδή έτσι επιβάλει η κομματική πειθαρχία ή η διατήρηση της βουλευτικής έδρας που θα κινδύνευε σε περίπτωση πτώσης της κυβέρνησης και προσφυγής σε εκλογές, πλην όμως, δεν μπορεί να αντισταθεί στις απειλές των παραγόντων που κινητοποιούν τους οπαδικούς στρατούς.
Φαίνεται ότι τα λόμπι των χούλιγκανς είναι ισχυρότερα από όλες τις άλλες «ομάδες πίεσης» που λειτουργούν στη χώρα. Το ζήσαμε παλαιότερα όταν η Ελλάδα κόπηκε στα δύο για να μην… ανιχνευθούν παράνομες ουσίες στα ούρα ενός Βούλγαρου ποδοσφαιριστή. Το είδαμε πιο πρόσφατα με την πολιτική υποστήριξη που έτυχε ο παράγων που εισέβαλε ένοπλος στον αγωνιστικό χώρο. Το βλέπουμε και τώρα με την (ν)τροπολογία που η ψήφισή της ισοπέδωσε όλες τους κανόνες και όλες τις πρακτικές της καλής νομοθέτησης που είχε υποσχεθεί η σημερινή κυβέρνηση, δεσμευόμενη να μην κάνει όσα έκαναν οι «άλλοι»…
Γι΄ αυτό και το αυτογκόλ το οποίο δέχθηκε η κυβέρνηση είναι αμφίβολο αν θα ισοφαριστεί πολύ σύντομα. Πριν καν ακουστεί η πρώτη ιαχή από την εξέδρα κλείστηκε φοβισμένη στα καρέ της και μοιραία βρέθηκε πίσω στο σκορ καθώς κατελήφθη από, μάλλον αδικαιολόγητο, πανικό.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

Υπάρχει… άλλος Τσίπρας;


Ήπιος, μειλίχιος, προσηνής, ευπροσήγορος, συγκαταβατικός. Χωρίς ίχνος υπεροψίας. Ούτε υποψία οίησης. Δίχως την παραμικρή αλαζονεία. Ένας, εξωτερικά τουλάχιστον, αγνώριστος Αλέξης Τσίπρας έκανε το βράδυ της Τρίτης την εμφάνισή του στα στούντιο της δημόσιας τηλεόρασης.
Η μεταμόρφωσή του, όπως αποτυπωνόταν και στο θλιμμένο ύφος που ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, υπήρξε αξιοπρόσεκτη. Σε βαθμό που νόμιζε κανείς ότι ο φιλοξενούμενος της ΕΡΤ δεν είχε καμία σχέση με τον πολιτικό ο οποίος μόλις λίγες μέρες πριν κραύγαζε από τα μπαλκόνια το χουλιγκανικής προέλευσης «άντε γεια» προς τους αντιπάλους του. Και ούτε θύμιζε εκείνον που πριν από λίγους μήνες απευθυνόταν στους βουλευτές και επιτακτικά απαιτούσε: «Καθίστε κάτω, τώρα θα τα ακούσετε, τώρα μιλάει ο πρωθυπουργός της χώρας».
Από μια πρώτη «ανάγνωση» της εικόνας του, ο τηλεθεατής έμενε με την εντύπωση ότι παρακολουθούσε στην οθόνη του έναν Ευρωπαίο πολιτικό, ο οποίος επιθυμούσε να κερδίσει το ακροατήριο του με τα επιχειρήματά του. Και, ως εκ τούτου, δεν χρειαζόταν να καταφύγει στην τοξική πόλωση και στον διχασμό του «ή αυτοί ή εμείς», «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», ούτε να κομπορρημονεί «δεν υπάρχει ούτε μια περίπτωση στο εκατομμύριο» να χάσουν ο ίδιος και ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές.
Ανοίγοντας, ωστόσο, τον ήχο και εμβαθύνοντας στα λεγόμενά του, εύκολα διέκρινε κανείς ότι η εικόνα ήταν παραπλανητική. Μπορεί αναφερόμενος στη συντριβή που υπέστη να προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις με το «ουδέν κακόν αμιγές καλού», πλην, όμως, το τριπλό πάθημα που υπέστη στις ισάριθμες –ευρωπαϊκές, περιφερειακές και δημοτικές- κάλπες δεν φάνηκε να του έγινε μάθημα.
Αντί της απαιτούμενης γενναίας παραδοχής των λαθών του ίδιου και της κυβέρνησής του, επέμεινε στο γνωστό λαϊκίστικο παιχνίδι με τους αριθμούς που απευθύνεται σε ανθρώπους που δεν μπορούν να κάνουν σύνθετες σκέψεις και αρέσκονται να καταπίνουν αμάσητη την εύπεπτη προπαγάνδα που περικλείεται σε απλοϊκά σχήματα με τους «καλούς», που είναι πάντα οι «δικοί μας», και τους «κακούς» που είναι οι «άλλοι».
Ο κ. Τσίπρας, για παράδειγμα, επιχειρώντας να δικαιολογήσει την ηχηρή αποδοκιμασία της πολιτικής του από τη μεσαία τάξη  ισχυρίστηκε ότι το 83% της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσής της «επιβλήθηκε από αυτούς που σήμερα παρουσιάζονται ως δήθεν λυτρωτές της». Ακόμη, όμως, και αν ήταν τυπικά αληθής ο ισχυρισμός του, είναι θρασύτατη εξαπάτηση να υποστηρίζει κάποιος ότι το επιπλέον 17% μπορεί να συγκριθεί με το προηγούμενο 83%.
Διότι, δεν χρειάζεται καν να είσαι… μηχανικός, όπως θύμισε, χωρίς ειρωνική διάθεση, στον κ. Τσίπρα ο συνομιλητής του, για να αντιληφθείς ότι η νέα επιβάρυνση λειτουργεί απολύτως προσθετικά. Και, άρα, αν οι προηγούμενοι ευθύνονται, όντως, για το 83% της επιβάρυνσης, εκείνοι που τους διαδέχθηκαν ευθύνονται, αναμφίβολα, για το 100% που πληρώνουν τώρα τα φτωχοποιημένα μεσαία στρώματα.
Είναι το ίδιο ακριβώς που ισχύει με τις συντάξεις για τις οποίες οι ιθύνοντες της απερχόμενης κυβέρνησης προσπαθούν να αντικρούσουν την κριτική για τη συρρίκνωσή τους με τον ισχυρισμό «οι άλλοι τις είχαν κόψει δώδεκα φορές». Ακόμη και αν οι ίδιοι τις έκοψαν μόνον μια φορά, η ευθύνη που τους βαρύνει επεκτείνεται στις 13 περικοπές.
Δεν είναι, πάντως, μόνον το προπαγανδιστικό παιχνίδι με τους αριθμούς, το οποίο δείχνει ότι ο κ. Τσίπρας δεν πήρε τα μηνύματα της κοινωνίας. Και, εξ αυτού, μάλλον ματαίως θα περιμένει στην κάλπη της 7ης Ιουλίου το ένα εκατομμύριο των επιπλέον ψηφοφόρων που, με τη μέθοδο του «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο», υπολογίζει να προσελκύσει: «600.000 που ψήφισαν στις εκλογές του 2015 τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν πήγαν στην κάλπη τώρα για να τον τιμωρήσουν», καθώς «και άλλες 400.000 από όσους επέλεξαν τώρα μικρότερα κόμματα».
Είναι, πολύ περισσότερο, που δεν θέλει και δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι μεταξύ εκείνων που πλήρωσε η κυβέρνησή του στις κάλπες ήταν ο ασελγής τρόπος με τον οποίο, προεξάρχοντος του ιδίου του κ. Τσίπρα, συμπεριφέρθηκαν –και εξακολουθούν να συμπεριφέρονται- τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προς τους θεσμούς της ελληνικής Δημοκρατίας.
Η εμμονική προσπάθεια ελέγχου και ποδηγέτησης της Δικαιοσύνης, ο διαρκής ευτελισμός του Κοινοβουλίου, η συνεχής καταρράκωση κάθε έννοιας αξιοκρατίας, η ακραία αποθέωση του ρουσφετολογικού νταλαβεριού, είναι μερικές μόνον από τις παθογένειες της ελληνικής δημόσιας ζωής, που μπορεί να ίσχυσαν σχεδόν σε όλες τις προηγούμενες περιόδους, ποτέ, όμως, σε τέτοια ένταση και με τόσο αναίσχυντο τρόπο.
Με πρωτοφανή τερτίπια, που τους καθιστούν καταγέλαστους στα μάτια της συντριπτικής πλειονότητας, παρέτειναν την προεκλογική περίοδο αποσκοπώντας αποκλειστικά και μόνο σε ρουσφετολογικές διευθετήσεις και αδιαφορώντας για το αποδεδειγμένα αρνητικό αποτέλεσμα που έχουν στην κάλπη τέτοιες ενέργειες.
Γι΄ αυτό και στο ερώτημα «υπάρχει άλλος Τσίπρας;» που ενδεχομένως να απασχόλησε όσους είδαν τη συνέντευξή του στο προστατευμένο περιβάλλον της ΕΡΤ, η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Όπως, εξάλλου, λέει η αγγλοσαξονική ρήση «Υou can't teach an old dog new tricks». Που ελληνιστί αποδίδεται με το «δεν μπορείς να μάθεις καινούργια κόλπα σε ένα γέρικο σκυλί».
Και, κακά τα ψέματα, όπως έδειξαν ευρύτερα η ετυμηγορία της κάλπης και ειδικότερα οι επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ στις νέες γενιές, ο Αλέξης Τσίπρας, παρά την ηλικία του, μοιάζει με ένα «γερασμένο σκυλί» της πολιτικής.