Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαγγελλόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαγγελλόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Μαθήματα από τη «Novartis»: Οι κυβερνήσεις κυβερνούν και οι εισαγγελείς και οι δικαστές δικάζουν


                Η εξέλιξη την οποία προσέλαβε η διαβόητη «υπόθεση Novartis» μετά την ηχηρή δικαστική απόφαση για την αποκάλυψη των ονομάτων των κουκουλοφόρων μαρτύρων είναι μια καλή αφορμή για να αποφασίσει το πολιτικό μας σύστημα να αποκαταστήσει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών για την οποία μίλησε πρώτος ο Αριστοτέλης και την συνόψισε ο Μοντεσκιέ την περίοδο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.

Το υποτιθέμενο μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους κατέληξε να είναι μάλλον η μεγαλύτερη πολιτική σκευωρία όλων των εποχών. Και ο λόγος που συνέβη αυτό ήταν διότι μια συνήθης υπόθεση μικροδιαφθοράς γιατρών, από εκείνες στις οποίες καταφεύγουν φαρμακευτικές εταιρίες όταν θέλουν να προωθήσουν τα σκευάσματα που παράγουν, εργαλειοποιήθηκε και έγινε αντικείμενο ακραίας κομματικής εκμετάλλευσης.

 Με στόχο να εξοντώσει τους πολιτικούς της αντιπάλους, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιστράτευσε σκανδαλοθήρες της συμφοράς οι οποίοι έστησαν μια παράσταση η οποία από μακριά φώναζε ότι δεν βασίζονταν σε στοιχεία ή έστω ενδείξεις ενοχής και δεν ήταν περισσότερο από προϊόν μια κακοστημένης ενορχήστρωσης από ευφάνταστους και μισαλλόδοξους σεναριογράφους που ήθελαν να εκδικηθούν όποιον πολιτικό αντίπαλο αντιστρατευόταν το «σχέδιο» της τότε κυβέρνησης για παράταση της παραμονής της στην εξουσία.

Άλλωστε, πολύ πριν καταρρεύσει ως χάρτινος πύργος η «υπόθεση Novartis» είχαν διαφανεί οι αθέμιτες σκοπιμότητες που είχαν επενδυθεί σε αυτήν. Απροκάλυπτα και ως μη όφειλε, ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος επισκεπτόταν τον Άρειο Πάγο για να πιέσει τις δικαστικές αρχές να στείλουν το γρηγορότερο τον φάκελο της υπόθεσης στη Βουλή ώστε να κρεμαστούν στα μανταλάκια οι πλέον επιφανείς αντίπαλοι της τότε κυβέρνησης.

Ενώ στο ενδιάμεσο είχε στηθεί έξω από το Μέγαρο Μαξίμου παράσταση με κεντρικό πρωταγωνιστή τον γνωστό και μη εξαιρετέο «Ρασπούτιν» Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, ο οποίος από αρχηγός της ΕΥΠ επί κυβέρνησης Καραμανλή προβιβάστηκε σε αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης και… Διαφάνειας επί των… ένδοξων ημερών της διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου.  

Το γεγονός ότι, όπως επισημάναμε από αυτή τη στήλη την προηγούμενη εβδομάδα, όταν ο Αλέξης Τσίπρας έσπευσε να διαψεύσει ότι εξέφρασε τη συγγνώμη του προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ουδείς από τους ενορχηστρωτές της σκευωρίας δεν μεταμελήθηκε για τις αθλιότητες με τις οποίες δηλητηρίασαν την κοινή γνώμη, συνιστά ίσως την καλύτερη εξήγηση για την πορεία προς την κατάρρευση στην οποία κινείται έκτοτε ο ΣΥΡΙΖΑ. 

Η επένδυση στη σκανδαλοθηρία, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, απεδείχθη απολύτως ανεπαρκής για να καλύψει τα μεγάλα προβλήματα που προκαλούσαν στους άμοιρους Έλληνες πολίτες οι αλλοπρόσαλλες πολιτικές της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, η οποία ξεκίνησε ως πούρα αντιμνημονιακή προτού να εφαρμόσει το πιο σκληρό -και μάλλον αχρείαστο- τρίτο Μνημόνιο, μετατρέποντας σε «ναι» το «όχι» που έβαλαν τους οπαδούς τους να ψηφίσουν στο ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα.

Παρατηρώντας, ωστόσο, την μεγάλη εικόνα, διαπιστώνει κανείς ότι μία από τις μεγάλες και χρόνιες παθογένειες της σύγχρονης Ελληνικής Δημοκρατίας είναι ότι το πολιτικό δυναμικό της χώρας δεν περιορίζεται στα καθήκοντα της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας που ανήκουν στη δικαιοδοσία του. Επιμένει, αντιθέτως, να διεκδικεί για τον εαυτό του αρμοδιότητες που στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες του δυτικού κόσμου ανήκουν στη δικαστική εξουσία.

Πρωτίστως η νομοθεσία για την ποινική ευθύνη των υπουργών που σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος εμπλέκει τους απαρτίζοντες τη νομοθετική εξουσία στα χωράφια της δικαστικής εξουσίας, αλλά και το συναφές ζήτημα της βουλευτικής ασυλίας, η οποία, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο ζητείται, αίρεται μόνον με απόφαση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, συνιστούν δύο σοβαρούς λόγους αλλοίωσης της αρχής διάκρισης των εξουσιών.  

Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια -κατά τα φαινόμενα- βολική κατάσταση την οποία εκμεταλλεύονται όσοι βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας, αγνοώντας φυσικά ότι αυτές δεν είναι αιώνιες. Από τον συγκεκριμένο «πειρασμό», κακά τα ψέματα, δεν απέχουν ούτε οι σημερινοί υπουργοί, όπως μαρτυρούν δύο πολύ πρόσφατα κρούσματα θεσμικού αλαλούμ τα οποία, μπορεί να μην είναι εφάμιλλα των έργων και των ημερών του «Ρασπούτιν», καταδεικνύουν, όμως, την σύγχυση που μαστίζει την πολιτική ζωή της χώρας.

Τις προηγούμενες ημέρες ο υπουργός Μεταφορών Χρήστος Σταϊκούρας επισκέφθηκε αυτοπροσώπως τον Άρειο Πάγο για να καταθέσει την τρίτη (!) κατά σειράν μήνυση που σχετίζονταν με περιστατικά τα οποία αφορούν την ασφάλεια του σιδηροδρόμου. Ο ίδιος προέβη σε δηλώσεις αλλά απέφυγε να διευκρινίσει ποιος είναι ο ρόλος που ζητεί να διαδραματίσει η εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου κυρία Γεωργία Αδειλίνη και πως μπορεί μια ανώτατη δικαστικός λειτουργός να διασφαλίσει την ασφαλή κυκλοφορία των τρένων.

«Θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι σε κάθε κατεύθυνση, εργαζόμαστε μεθοδικά και επίμονα, προκειμένου να βελτιώσουμε και να ενισχύσουμε την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών και να αναβαθμίσουμε την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Σε αυτήν την προσπάθεια παίγνια με οποιαδήποτε στόχευση δεν γίνονται αποδεκτά. Οφείλουμε όλοι μας να μην είμαστε υπεράνω αξιολόγησης, ελέγχου και εφαρμογής του νόμου», ισχυρίστηκε ο κ. Σταϊκούρας αποχωρώντας από το κτήριο του Αρείου Πάγου. Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε...

Τις ίδιες μέρες πληροφορηθήκαμε, από τηλεοπτικές συνεντεύξεις του ίδιου, ότι ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης επικοινώνησε προσωπικά με μια γιατρό από τη Λέσβο η οποία προέβαινε σε μαζικές μεταμεσονύκτιες συνταγογραφήσεις φαρμάκων προς συγγενικά της πρόσωπα ζημιώνοντας το ελληνικό δημόσιο με πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.

Είναι απορίας άξιον γιατί ένας υπουργός, ο οποίος διαπιστώνει ακραία κατασπατάληση δημόσιων πόρων, επιλέγει να επικοινωνήσει με τον παραβάτη και δεν περιορίζεται στην άσκηση των θεσμικών αρμοδιοτήτων του που είναι, αφενός, να λάβει αυθωρεί και παραχρήμα τα προβλεπόμενα διοικητικά μέτρα για να σταματήσει η παρανομία, όπως η άμεση παύση της δυνατότητας για συνταγογράφηση, αν όχι και η αποβολή από το δημόσιο σύστημα, και, αφετέρου, να απευθυνθεί στις εισαγγελικές αρχές, καλώντας τες να κινητοποιηθούν άμεσα για τα περαιτέρω.

Η επερχόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση αποτελεί τη μεγάλη ευκαιρία για να ξεκαθαριστεί άπαξ δια παντός ότι ο ρόλος των κυβερνήσεων και των υπουργών τους είναι να κυβερνούν. Ενώ το καθήκον της απονομής της Δικαιοσύνης αποτελεί αποκλειστική υποχρέωση των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Η… ματαιότητα της μομφής και η κρίση για τους κρίνοντες


Στην πολιτική καθημερινότητα γίνονται πολύ συχνά πράγματα τα οποία, παρόλο που είναι προφανώς μάταια, δεν μπορεί κανείς να τα αποφύγει, ιδίως αν είναι επαγγελματίας του είδους και έχει επιλέξει να ακολουθήσει την πεπατημένη.

Πάρτε για παράδειγμα τις διάφορες συναθροίσεις κομματικών οργάνων, στις οποίες μαζεύονται οι ίδιοι και οι ίδιοι άνθρωποι που, μάλιστα, κατά τεκμήριο συμφωνούν μεταξύ τους και αναλώνονται σε χειροκροτήματα προς τον ομιλητή, ο οποίος συνήθως είναι ο αρχηγός τους με τον οποίο ουδείς διαφωνεί.

Η όλη τελετουργία στήνεται αποκλειστικά και μόνον για το τηλεοπτικό θεαθήναι και πιο συγκεκριμένα για να επιλέξουν οι δημοσιογράφοι μια ατάκα που θα παίξει στα δελτία ειδήσεων και θα γίνει τίτλος σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Έναν τέτοιο χαρακτήρα είναι σαφές πως είχε, για όποιον τουλάχιστον διέθετε τον χρόνο και την υπομονή να την παρακολουθήσει, η πρωτοβουλία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση με αφορμή το πολυσυζητημένο θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.

Με εξαίρεση ίσως λίγους πολύ θερμοκέφαλους φανατικούς, δεν μπορώ να φανταστώ άλλους και κυρίως ανθρώπους με στοιχειώδη κοινό νου που να θεώρησαν ότι πλησίαζε η ώρα να πέσει η κυβέρνηση όταν είδαν τον Αλέξη Τσίπρα να βγαίνει το πρωί της περασμένης Τρίτης από τα γραφεία της ΑΔΑΕ με τον γνωστό φάκελο ανά χείρας και το βράδυ της ίδιας μέρας να προαναγγέλλει έξω από το Προεδρικό Μέγαρο ότι την επομένη ημέρα θα δημοσιοποιούσε το περιεχόμενό του από το βήμα της Βουλής.

Δεν ήταν μόνον που τα στοιχεία του φακέλου τον οποίο κρατούσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχαν διαρρεύσει στα φιλικά του μέσα λίγο μετά την αναχώρησή του από τα γραφεία της ανεξάρτητης αρχής, που είναι ταγμένη να… διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών, ήταν πολύ περισσότερο που το ίδιο βράδυ η κυβέρνηση προέτρεπε επισήμως, δια του εκπροσώπου της Γιάννη Οικονόμου, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση μομφής (δυσπιστίας).

Κακά τα ψέματα, όμως, παρόλο που ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είχε χάσει το momentum του πολιτικού αιφνιδιασμού, που είναι συνήθως εκείνο που δίνει υπόσταση σε τέτοιες κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες, η πρόταση μομφής, την οποία εντέλει υπέβαλε ο κ. Τσίπρας, ήταν πλέον μονόδρομος. Ήταν μια πρόταση, την οποία δεν μπορούσε να ματαιώσει, ακόμη και αν ο ίδιος ήταν βέβαιος -που ήταν!- για το προεξοφλημένο αποτέλεσμά της.

Με βάση τις εγχώριες, αλλά και τις διεθνείς, κοινοβουλευτικές παραδόσεις, οι προτάσεις δυσπιστίας αποκτούν πολιτικό νόημα σε δύο περιπτώσεις:

*Πρώτον όταν μια κυβέρνηση αντιμετωπίζει ζητήματα εσωτερικής συνοχής, και

*Δεύτερον, όταν βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, καμία από τις δύο προϋποθέσεις δεν φαίνεται να εκπληρώνεται.

Η «επένδυση» στελεχών και υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ στη διαφοροποίηση «καραμανλικών» και «σαμαρικών» βουλευτών, ήταν εξ αρχής μια απόλυτη ψευδαίσθηση που κατέληξε φρούδα ελπίδα.

Δεν υπάρχει βουλευτής που να έχει εκλεγεί με κάποιο κόμμα και να είναι διατεθειμένος λίγες βδομάδες πριν από την προκήρυξη των εκλογών να αποσκιρτήσει από την παράταξη με την οποία εξελέγη.

Πολύ περισσότερο όταν αυτή η παράταξη προηγείται σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις και στην κοινωνία δεν έχουν διαμορφωθεί συνθήκες που να προοιωνίζονται πολιτική αλλαγή.

Συμπερασματικά, η πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης ήταν μια αναμφισβήτητα μάταιη πρωτοβουλία. Μάταιη υπό την έννοια ότι ήταν καταδικασμένη να αποτύχει.

Αν η σκοπιμότητα της πρόκλησης της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης εξαντλείται στην πληροφόρηση της κοινής γνώμης ότι η κυβέρνηση έχει εμπλακεί σε αντιθεσμικές και ενδεχομένως παράνομες διαδικασίες, έχει καλώς. Ως εκεί όμως.

Διότι, κατά τα λοιπά, είναι ακραία αντιφατικό την ίδια ώρα που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί την έκφραση του Ελευθερίου Βενιζέλου σύμφωνα με την οποία «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας», στελέχη του κόμματος από το ίδιο το βήμα της Βουλής να μιλούν για «διεφθαρμένους εισαγγελείς» που έθεσαν στο αρχείο υποθέσεις που κινήθηκαν από τους ίδιους σε βάρος πολιτικών τους αντιπάλων.

Θα πρέπει κάποια στιγμή σε αυτόν τον τόπο να συμφωνήσουμε όλοι ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε τη Δικαιοσύνη, όπως πολύ σωστά δήλωνε πριν από λίγο καιρό ο κ. Τσίπρας έξω από το γραφείο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και να μην το κάνουμε αυτό επιλεκτικά.

Δεν γίνεται να θεωρείται αδέκαστος ο Χρήστος Ράμμος επειδή έγινε πρόεδρος ανεξάρτητης αρχής κατόπιν εισηγήσεως του γνωστού και μη εξαιρετέου Δημήτρη Παπαγγελόπουλου και να στοχοποιείται ανελέητα ο Ισίδωρος Ντογιάκος επειδή ανέλαβε το αξίωμα του με πρόταση του νυν υπουργού Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα.

Αναμφίβολα και οι κρίνοντες κρίνονται για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Αλλά με τα ίδια μέτρα και σταθμά. Και όχι με απολύτως ιδιοτελή κριτήρια.

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

Τα βελγικά μαθήματα και η ελληνική ατιμωρησία


Από την πρώτη σχεδόν στιγμή που ήρθε στην επιφάνεια το τεράστιο σκάνδαλο των δωροδοκιών στην Ευρωβουλή με (συμ)πρωταγωνίστρια την Ελληνίδα αντιπρόεδρο Εύα Καϊλή, ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκε η βελγική δικαιοσύνη και εν γένει οι θεσμοί της χώρας, που αποτελεί την έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έγιναν αντικείμενο πολλών και έντονων συζητήσεων στην Ελλάδα.

Δυστυχώς η σύγκριση, αν διανοηθεί να αποτολμήσει κανείς κάτι τέτοιο, με τα ισχύοντα στη δική μας χώρα είναι συντριπτικά εις βάρος μας, εκθέτοντας συλλήβδην την πολιτική τάξη, τη Δικαιοσύνη και τους φορείς της ενημέρωσης.

Μόνον σε μελαγχολικές σκέψεις, άλλωστε, μπορεί να καταλήξει όποιος επιχειρήσει να αντιπαραθέσει τα ισχύοντα στη δική μας χώρα με τον επαγγελματικό τρόπο δράσης των αρχών του Βελγίου στο Qatargate χωρίς, μάλιστα, παρέκκλιση από την προσήλωση στην τήρηση της νομιμότητας και με απόλυτο σεβασμό στα δικαιώματα όσων θεωρούνται ύποπτοι για εμπλοκή σε έκνομες ενέργειες.

Από που να ξεκινήσει και που να καταλήξει κάποιος; Από την μεθοδικότητα της αστυνομικής έρευνας η οποία διήρκεσε επί μήνες και κύλησε χωρίς περιττές διαρροές που θα έβλαπταν την αποτελεσματικότητα της διερεύνησης; Από τη διακριτικότητα των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών που κράτησαν μακριά από την περιττή δημοσιότητα τους συλληφθέντες, ενώ απείχαν και οι ίδιοι από τη σαγήνη της αυτοπροβολής τους; Ή μήπως από την υπεύθυνη στάση των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι παρότι είχαν πληροφορίες για την έρευνα περίμεναν να τις δημοσιοποιήσουν μόνον όταν όλα είχαν πάρει την πορεία τους.

Θυμηθείτε λίγο κάποια εγχώρια προηγούμενα, όπως για παράδειγμα η υπόθεση Novartis που κυριάρχησε στην επικαιρότητα επί των ημερών της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Φέρτε στη μνήμη σας την επίσκεψη του τότε κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου στον Άρειο Πάγο για να πιέσει προς την κατεύθυνση της άμεσης αποστολής δικογραφίας στη Βουλή.

Ανατρέξτε στην πανηγυρική φιέστα που στήθηκε έξω από το Μέγαρο Μαξίμου από την ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, υπό τον τότε υπουργό Σταύρο Κοντονή (αλήθεια τώρα που έχει εγκαταλείψει τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει άραγε μετανιώσει για εκείνη τη στάση του;) και τον αναπληρωτή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλο ο οποίος μίλησε για το «μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους».

Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Με μόνες τις -κατά βάση προαναγγελθείσες από τα φιλοκυβερνητικά μέσα- καταθέσεις κουκουλοφόρων μαρτύρων στήθηκε στη Βουλή το κακόγουστο σόου με τις δέκα κάλπες για να «κρεμαστούν στα μανταλάκια» ισάριθμοι πολιτικοί αντίπαλοι της τότε κυβέρνησης.

Η μια μετά την άλλη οι κατηγορίες κατέρρευσαν, παρόλο που έγιναν έφοδοι σε σπίτια και ανοίχθηκαν θυρίδες, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνδέουν κάποιον από τους διασυρθέντες με τους ισχυρισμούς που αποτέλεσαν τη βάση για την παραπομπή τους. 

Στο τέλος, ο ένας μετά τον άλλον, απηλλάγησαν άπαντες αλλά συγνώμη δεν ψέλλισε ούτε ένας από όσους ενορχήστρωσαν την όλη υπόθεση. Η ίδια η Δικαιοσύνη παρέστησε την… «τυφλή» και έδωσε άφεση αμαρτιών σε θύματα και θύτες.

Με αρκετές παραλλαγές το έργο φαίνεται να επαναλαμβάνεται και στην ευρισκόμενη ακόμη σε εξέλιξη υπόθεση των παρακολουθήσεων. Και αυτό διότι η Δικαιοσύνη διστάζει να πιάσει στα χέρια της την «καυτή πατάτα» της διερεύνησης του σκανδάλου με αποτέλεσμα αυτή μοιραία να γίνεται μπαλάκι το οποίο από την πολιτική εξουσία πετιέται στα μέσα ενημέρωσης και τούμπαλιν. 

Διότι όσο παράδοξο είναι οι λειτουργοί της ενημέρωσης να μετατρέπονται σε διαδίκους, επικαλούμενοι την γενική και αόριστη «δημοσιογραφική αλήθεια», άλλο τόσο και ακόμη περισσότερο προβληματικό είναι οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να κινούνται με ταχύτητα αραμπά όταν δεν σφυρίζουν αδιάφορα στις καταγγελλόμενες παρακολουθήσεις.

Τα πράγματα είναι σχετικά απλά: Ή οι καταγγελίες δεν ισχύουν και οι ψευδώς καταγγέλλοντες πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι με την τσιμπίδα του νόμου. Ή οι καταγγελίες είναι βάσιμες και, άρα, πρέπει να διερευνηθούν πέρα για πέρα έτσι ώστε εκείνοι που παραβίασαν τη νομιμότητα και καταχράστηκαν την εξουσία που τους ανατέθηκε να μη μείνουν στο απυρόβλητο. 

Το μόνο που δεν μπορεί να γίνεται είναι, ενώ συνεχίζονται οι καταγγελίες για παρακολουθήσεις, να μην συγκινούνται εκείνοι που έχουν καθήκον και υποχρέωση να αντιδρούν και να οδηγούν τα πράγματα στην κάθαρση.

Η σκοπιμότητα του «ούτε γάτα, ούτε ζημιά» που επικράτησε στην υπόθεση της Novartis, η οποία για την ελληνική Δικαιοσύνη δεν ήταν ούτε σκάνδαλο, αφού όλοι οι εγκαλούμενοι και κατηγορηθέντες απηλλάγησαν, ούτε σκευωρία, αφού η διάψευση των καταγγελιών δεν κόστισε το παραμικρό στους καταγγέλλοντες, δεν μπορεί να αποτελέσει τον κανόνα για την εμπέδωση νοοτροπιών που οδηγούν στην παντελή ατιμωρησία.

Εκτός και αν ζηλώσαμε συλλογικά την ειρωνεία που εξέπεμπαν τα έργα και οι ημέρες του μεγάλου πρωταγωνιστή του Qatargate του Ιταλού πρώην ευρωβουλευτή Αντόνιο Παντσέρι ο οποίος «ξέπλενε» τις μίζες που εξασφάλιζε σε μετρητά μέσω της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «Fight Impunity» την οποία είχε ιδρύσει γι΄αυτόν τον σκοπό. 

Στα ελληνικά ο τίτλος της μεταφράζεται «Καταπολεμήστε την Ατιμωρησία»!

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

Κι αν ο Κοντονής μιλούσε και για τη Novartis…

 Κανείς από τους παροικούντες στην… πολιτική Ιερουσαλήμ δεν πρέπει να έπεσε από τα σύννεφα με την επίθεση που εξαπέλυσε η ηγεσία της Κουμουνδούρου κατά του Σταύρου Κοντονή όταν ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θύμισε τις παλαιότερες επισημάνσεις του σύμφωνα με τις οποίες ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρον άρον ψηφίστηκε τις παραμονές των τελευταίων εκλογών, διευκόλυνε τη Χρυσή Αυγή.

Με αποκορύφωμα, άλλωστε, τη διαβόητη άποψη που διατύπωσε τον Ιούνιο του 2016 ο τότε πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης περί μη διαχωρισμού των ψήφων σε «ευπρόσδεκτες» και «μη ευπρόσδεκτες», όταν το κόμμα του είχε βάλει στόχο να περάσει πάση θυσία την απλή αναλογική, δεν είναι η πρώτη φορά που, είτε ως ψίθυρος είτε ως δημόσια καταγγελία, κυκλοφορούν στη δημόσια σφαίρα βάσιμες υποψίες για υπόγειους υπολογισμούς της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα σε σχέση με την παρουσία του νεοναζιστικού μορφώματος στο πολιτικό στερέωμα.

Εκείνο, ωστόσο, που ξένισε σε αυτή την οξεία αντιπαράθεση, ίσως περισσότερο ακόμη και από τη διαγραφή του που αποφασίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, ήταν το περιεχόμενο της λιτής ανακοίνωσης με την οποία ο επίσημος ΣΥΡΙΖΑ αποδοκίμασε τον άλλοτε υπουργό του. Χρειάστηκαν μόλις 31 λέξεις για να τον εξουδετερώσουν πολιτικά και να υπονομεύσουν την αξιοπιστία των καταγγελιών του, τόσο των τωρινών όσο και των ενδεχόμενων μελλοντικών.

«Οι δηλώσεις του Σταύρου Κοντονή, που υιοθετούν την προπαγάνδα και τα fake news της Νέας Δημοκρατίας, είναι απαράδεκτες και αντικειμενικά εξυπηρετούν πολιτικά συμφέροντα εχθρικά προς την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία», ήταν το σχόλιο με το οποίο ανασύρθηκαν από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας φρασεολογία και πρακτικές της Αριστεράς του Μεσοπολέμου και της μετεμφυλιακής περιόδου.

Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολλά: Πώς ορίζονται, αλήθεια, τα «πολιτικά συμφέροντα» που είναι «εχθρικά προς την Αριστερά»; Και με ποιον τρόπο τα «εξυπηρέτησε» ο πρώην υπουργός; Όποιος διατυπώνει μια άποψη που δεν βολεύει την ηγεσία καθίσταται αυτομάτως «εχθρός του κόμματος», ακόμη και αν λέει την αλήθεια;

Τηρουμένων των αναλογιών, η φρασεολογία της Κουμουνδούρου δεν απέχει πολύ από την αντίστοιχη που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση του Νίκου Πλουμπίδη ο οποίος, ενώ οδηγήθηκε στα μέσα της δεκαετία του 50 στο εκτελεστικό απόσπασμα, για την ηγεσία του κόμματός του δεν ήταν παρά «παλιός προβοκάτορας», που «μεταφέρθηκε στην Αμερική, όπου γεμίζει τις μέρες και τις τσέπες του με το πικρό αντίτιμο τής προδοσίας»…

Όπως τότε, έτσι και τώρα, όποιος αμφισβητεί το αλάθητο της ηγεσίας, εξοβελίζεται. Ο Κοντονής, εξάλλου, δεν είναι το μόνο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που στις μέρες μας στοχοποιείται για τις απόψεις του. Θυμηθείτε τι υπέστη πρόσφατα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος επειδή διαφώνησε με τον χαρακτηρισμό «πολιτικός απατεώνας» που αποδίδει ο Αλέξης Τσίπρας στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.

Όπως και να έχει, πάντως, το 2020 δεν είναι 1950. Και, ως εκ τούτου, τα πολιτικά στελέχη της εποχής μας δεν βάζουν την «τιμή του κόμματος» πάνω από τον εαυτό τους, όπως ο Πλουμπίδης, ακόμη και όταν δηλώνουν «κομμουνιστές της ανανεωτικής Αριστεράς», όπως ο Κοντονής. Υπό αυτή την έννοια, θα έχει τεράστιο ενδιαφέρον αν κάποια στιγμή ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης αποφασίσει να μιλήσει για την εποχή που ασκούσε τα υπουργικά του καθήκοντα, έχοντας στο πλάι του τον «Ρασπούτιν» Δημήτρη Παπαγγελόπουλο.

Αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο «βουλευτής Ζακύνθου», όπως τον αποκαλούσαν υποτιμητικά τον Σ. Κοντονή «σύντροφοι» του, γνωρίζει πολλά για σημαντικές υποθέσεις που σημάδεψαν τη διακυβέρνηση από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Σκεφθείτε μόνον αν κάποια στιγμή θελήσει να περιγράψει τα όσα προηγήθηκαν της παρουσίας του δίπλα στον «Ρασπούτιν» όταν ο τελευταίος, βγαίνοντας από το Μέγαρο Μαξίμου, χαρακτήριζε αμετροεπώς την υπόθεση Novartis ως «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους»…

Λέτε αυτό να είχαν κατά νου οι ιθύνοντες της Κουμουνδούρου που έσπευσαν να τον διαγράψουν νύκτωρ;

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Τα είχαν διαλύσει όλα, αλλά τώρα θέλουν... συμψηφισμό με το Καστελόριζο

Το θράσος δεν έλειψε ποτέ από τον Αλέξη Τσίπρα. Θα έλεγε κανείς, μάλιστα, ότι η θρασύτητα είναι το βασικό χαρακτηριστικό που διέπει όλη τη θητεία του στην πολιτική.

Με απύθμενο θράσος, άλλωστε, αναρριχήθηκε στην εξουσία, αντιμετωπίζοντας με μακιαβελικό τρόπο όλους όσους θεώρησε αντιπάλους του, εντός και εκτός της παράταξης του. Και με την ίδια κυνική θρασύτητα εργαλειοποίησε και έθεσε στην προσωπική του υπηρεσία κάθε θεσμό της ελληνικής Δημοκρατίας: το Κοινοβούλιο, τη Δικαιοσύνη, την Παιδεία, την Δημόσια Διοίκηση, τις Ένοπλες Δυνάμεις, την Αστυνομία και κάθε τι άλλο.

Αλλά και τον τελευταίο χρόνο που βρίσκεται εκτός διακυβέρνησης, φροντίζει σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται να διαψεύδει οικτρά όλους όσοι ισχυρίζονται ότι «ωριμάζει» ή αυταπατώνται ότι μπορεί να μεταμορφωθεί σε ένα πολιτικό του μέτρου και της συνεννόησης. Το απέδειξε περίτρανα στη συζήτηση της Τετάρτης στη Βουλή για την παραπομπή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου στο Ειδικό Δικαστήριο, την οποία δεν δίστασε να συνδέσει με τις προκλήσεις της Άγκυρας ανοικτά του Καστελόριζου.

Ξεπερνώντας και τον πιο θρασύ εαυτό του, ο τέως πρωθυπουργός καταφέρθηκε από το βήμα της Βουλής κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη υποστηρίζοντας ότι «ενώ γνωρίζει την κλιμάκωση της τουρκικής πλευράς, δύο μήνες τώρα, επέλεξε να δυναμιτίσει το πολιτικό κλίμα». Για να συμπληρώσει με ακόμη μεγαλύτερη αμετροέπεια ότι «την πιο κρίσιμη στιγμή με όλον τον τούρκικο στόλο στο νότιο Αιγαίο, επιλέγει να έρχεται εδώ να  στήσει κάλπη για να δικάσει τον πολιτικό του αντίπαλο».

Τα είπε όλα αυτά, εντελώς ανενδοίαστα, ο πολιτικός ο οποίος με μαρτυρίες κουκουλοφόρων έστησε σόου με δέκα κάλπες στη Βουλή για να «κρεμάσει στα μανταλάκια» κορυφαία στελέχη των αντιπάλων κομμάτων. Ο ίδιος που τώρα υποστηρίζει ότι διαταράσσεται η εθνική ενότητα επειδή, κατά την αντίληψή του, η κυβέρνηση οδηγεί «με σχέδιο τη πολιτική ζωή του τόπου στο βούρκο».

Πως το κάνει αυτό; «Με τις κασέτες των παράνομων παρακολουθήσεων, με τις παράνομες παρακολουθήσεις υπουργών την περίοδο της διακυβέρνησής μας. Τις παρακολουθήσεις από πρακτόρικους μηχανισμούς των πολιτικών σας αντιπάλων. Και με τους φακέλους που χτίζατε τόσα χρόνια και τους κρατάγατε στα συρτάρια σας για να τους αναδείξετε σε μια κρίσιμη στιγμή, όταν θα αισθάνεστε πολιτική αδυναμία. Για να πλήξετε τους πολιτικούς σας αντιπάλους με ύπουλα, υποχθόνια μέσα».

Ο κυβερνήτης, ο οποίος επί των ημερών του νομιμοποιήθηκαν οι παρακολουθήσεις για λίγο διάστημα, όσο χρειαζόταν για να στοχοποιηθούν οι αντίπαλοί του και στη συνέχεια ξαναέγιναν παράνομες, εξακοντίζει πυρά κατά εκείνων σε βάρος των οποίων δεν υπήρχε άθλια μεθόδευση που να μην επιστράτευσε. Και κάνει λόγο για «ύπουλα και υποχθόνια μέσα» εκείνος που η κυβέρνησή του είχε τη φαεινή ιδέα να… αξιοποιήσει τις ηχογραφήσεις των στελεχών του ΔΝΤ στην Ελλάδα για να τους… πιέσει.

Η συζήτηση για την παραπομπή Παπαγγελόπουλου ήταν η –μάλλον τελευταία- ευκαιρία του Αλέξη Τσίπρα για να αποδείξει ότι έχει διδαχθεί κάτι από τα λάθη του παρελθόντος και ότι  είναι αλλάξει κάποια πράγματα. Διότι δεν είναι δυνατόν να βγαίνουν όσα βγαίνουν στο φως για τα έργα και τις ημέρες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη Δικαιοσύνη, στην Αστυνομία στην Πυροσβεστική ή στα Μέσα Ενημέρωσης και η απάντηση των πολιτικά υπεύθυνων για όλες αυτές τις παθογένειες να είναι οι μηνύσεις κατά μέσων ενημέρωσης και οι επικλήσεις περί της… παρανομίας των ηχογραφήσεων.

Στην πραγματικότητα, δηλαδή, σφυρίζουν αδιάφορα αντί να συγκλονίζονται από τις αποκαλύψεις για τα πυκνά φαινόμενα κακοδιοίκησης και λειτουργίας κρατικών αξιωματούχων με μεθόδους υποκόσμου που συνέβησαν επί των ημερών της διακυβέρνησής τους. Θα είχαν, ενδεχομένως, δίκιο να υποστηρίξουν ότι παρέλαβαν έναν διεφθαρμένο κρατικό μηχανισμό. Δεν μπορούν, όμως, να το επικαλεστούν διότι, όπως αποδεικνύεται, με ελάχιστες εξαιρέσεις χρησιμοποίησαν σε θέσεις ευθύνης τους χειρότερους των χειρότερων.

Οι περισσότερες επιλογές αξιωματούχων της περιόδου 2015-2019 έγιναν με κριτήρια υποταγής και όχι αξιοσύνης. Στόχος ήταν να ελεγχθούν οι «αρμοί της εξουσίας». Έτσι, όποιος έδινε γη και ύδωρ στους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιβραβευόταν. Αντίθετα, όποιος δεν δήλωνε πίστη στην υποτιθέμενη «πρώτη φορά Αριστερά», χαρακτηριζόταν «εχθρός του λαού» και αντιμετώπιζε διαδικασίες εξοβελισμού. Όπως δε αποδεικνύεται τώρα, τόσο ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας όσο και οι υπουργοί του, ήξεραν όλα αυτά που εμείς τώρα μαθαίνουμε. Και δεν έκαναν απολύτως τίποτε για να τα αποτρέψουν.

Ήξεραν για την εμφύλια διαμάχη στη Δικαιοσύνη που πυροδότησαν οι επιλογές του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου. Γνώριζαν τη συνεργασία στελεχών της Αστυνομίας με τον υπόκοσμο από τις καταγραφές της ΕΥΠ που έμειναν στα εισαγγελικά συρτάρια. Είχαν πληροφορηθεί τα άθλια παιχνίδια στην Πυροσβεστική που έκαιγαν ολόκληρες περιοχές για λόγους εσωτερικού ανταγωνισμού. Και παρά ταύτα δήλωναν θρασύτατα μετά το Μάτι ότι έψαχναν να βρουν που έκαναν λάθος και δεν εύρισκαν.

Σκεφθείτε, για παράδειγμα, πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα για του ίδιους και για τη χώρα, εάν η Όλγα Γεροβασίλη έπαιρνε πίσω τη μήνυση στην «Καθημερινή» και ζητούσε συγνώμη που η κυβέρνησή της έχρισε αρχηγό της Πυροσβεστικής τον Ματθαιόπουλο. Ή αν ο κ. Τσίπρας ζητούσε από τους βουλευτές του να ψηφίσουν την παραπομπή του Παπαγγελόπουλου, όχι κατ΄ ανάγκην επειδή πείστηκε για την ενοχή του, αλλά επειδή, όπως ο κάθε πολίτης που κατηγορείται, πρέπει να πάει στη Δικαιοσύνη για να βρει το δίκιο του.

Δεν το έκαναν, όμως, ούτε η Γεροβασίλη ούτε ο Τσίπρας, επειδή, αν κρίνουμε από τα λεγόμενα του πρώην πρωθυπουργού, ακόμη δεν έχουν αντιληφθεί το μεγάλο κακό που έγινε επί της διακυβέρνησή τους σε τόσους πολλούς τομείς της δημόσιας ζωής.