Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυβέρνηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυβέρνηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

Ναι στα αυτονόητα, όχι στους ψυχαναγκασμούς



Καμία κυβέρνηση δεν προέρχεται από παρθενογέννηση. Τα στελέχη που απαρτίζουν όλες τις κυβερνήσεις του πλανήτη έχουν παρελθόν, απόψεις, θέσεις, νοοτροπίες και κουβαλούν ψυχολογικές «αποσκευές» που δεν εξαφανίζονται με την υπουργοποίησή τους.
Το ίδιο προφανώς συμβαίνει και με τη νεοσχηματισθείσα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οι άνθρωποι που τη συγκροτούν διαθέτουν ο καθένας τους το δικό του ταπεραμέντο. Και όσο αλήθεια και αν είναι ότι ο πρωθυπουργός προσπάθησε να τους περάσει από διαδικασίες αξιολόγησης, άλλο τόσο γεγονός αναμφισβήτητο αποτελεί ότι δεν υπάρχει… καλούπι που να βγάζει ομογενοποιημένα κυβερνητικά στελέχη.
Γι΄ αυτό και δεν είναι να απορεί κανείς με κάποιες πρώτες αρρυθμίες, ου μην αλλά και αστοχίες, που παρατηρούνται στην μέχρι τούδε κυβερνητική λειτουργία. Το χρονικό διάστημα που έχει διανυθεί είναι σαφώς πολύ μικρό για να εξαχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα.
Παρά ταύτα εκείνο που είναι δύσκολο να αρνηθεί όποιος δεν διακατέχεται από ακραία προκατάληψη είναι ότι αυτή η κυβέρνηση αν εκπλήσσει για κάτι είναι επειδή τις περισσότερες φορέςκάνει απλώς τα… αυτονόητα.
Είναι αλήθεια ότι επί πολλά χρόνια η χώρα μας είχε καταληφθεί από μια παρανοϊκή υψιπέτεια που εμπόδιζε τόσο τους κάθε λογής ταγούς όσο και τους απλούς πολίτες να συνεννοηθούν για το τι ήταν γεγονός και τι αποτελούσε συλλογική φαντασίωση ή ατομική αυταπάτη και να αποφασίσουν τι υλοποιείται άμεσα και χωρίς χρονοτριβή και τι απαιτεί χρόνο για να ωριμάσει.
Κλόουν της πολιτικής παρίσταναν τους υπουργούς αλλά δεν καθόταν, δήθεν, στην υπουργική καρέκλα για να μην… αλλοτριωθούν, όπως έλεγαν στο πόπολο. Χωρίς, όμως, οι βερμπαλισμοί αυτού του είδους να τους εμποδίζουν να κάνουν χρήση όλων των προνομίων της εξουσίας  που απολάμβαναν ως λάφυρο που κέρδισαν στη μάχη.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει μέχρις στιγμής να αφήνει πίσω πολλές από αυτές τις παθογένειες, όχι γιατί έχει να επιδείξει σπουδαίο έργο, αλλά επειδή τις περισσότερες φορές κάνει αυτονόητα πράγματα. Γεγονός που στις μέρες μας προσομοιάζει με… επαναστατική πράξη.
Δεν είναι λίγοι όσοι τα τελευταία χρόνια έχουν επισημάνει ότι η Ελλάδα για να πάει μπροστά και να γίνει μια κανονική χώρα εκείνο που χρειάζεται είναι μια… επανάσταση: η επανάσταση του αυτονόητου.
Ας δούμε δύο απλά παραδείγματα που σχετίζονται με τη μεγαλύτερη τραγωδία των τελευταίων χρόνων που έζησε πριν από ένα χρόνο η ελληνική κοινωνία επειδή στο Μάτι δεν έγιναν – πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και στη συνέχεια του δράματος- πολλά από αυτά που σε κάθε κανονική χώρα θα είχαν γίνει.
Σε ελάχιστες μέρες αφότου ανέλαβε τα ηνία της χώρας, η νέα κυβέρνηση συνεννοήθηκε με ιδιώτες για να καθαρίσουν (χωρίς κόστος για το Δημόσιο) το επικίνδυνο οικόπεδο, όπου είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες τόνοι καύσιμης ύλης. Και ταυτόχρονα «έπεσε με τα μούτρα» για να βρει λύση στο θέμα του συστήματος αποστολής SMS σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
Ένα χρόνο μετά τη φονική πυρκαγιά, στην οποία χάθηκαν αδίκως 102 συνάνθρωποί μας και αφού η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είχε προχωρήσει το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης 112, η νέα κυβέρνηση έκανε κάτι πραγματικά απλό: συνεργάστηκε με τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας για την υλοποίηση μιας ενδιάμεσης λύσης, ούτως ώστε να υπάρχει δυνατότητα προειδοποίησης των πολιτών για φυσικούς κινδύνους με γραπτό μήνυμα, μέχρι να λειτουργήσει το 112 έως το τέλος του τρέχοντος έτους.
Από την άλλη, ωστόσο, εξίσου  αυτονόητο είναι ότι μερικά πράγματα χρειάζονται χρόνο για να υλοποιηθούν και δεν αρκεί η σύλληψη μιας φαεινής ιδέας να μετουσιωθεί εν ριπή οφθαλμού σε νομοθετική πρωτοβουλία. Επειδή αυτός που τη συνέλαβε έθεσε ένα… ψυχαναγκαστικό χρονοδιάγραμμα το οποίο πρέπει να τηρηθεί απαρέγκλιτα, αγνοώντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν από τις… γονατογραφίες που γίνονται νόμοι του κράτους στο άψε σβήσε.
Τα τελευταία χρόνια η χώρα και το πολιτικό σύστημα ταλαιπωρήθηκαν αφάνταστα από την εμμονή με την οποία οι εταίροι και οι δανειστές επέβαλαν να περάσουν κατεπείγοντα πολυνομοσχέδια χιλιάδων σελίδων χωρίς να προηγηθεί η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και τη λογική διαδικασία διαβούλευσης, ούτως ώστε να ληφθούν υπόψη θέσεις και απόψεις για το προωθούμενο κάθε νομοθέτημα όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων.
Συστατικό στοιχείο, άλλωστε, για την επιστροφή στην κανονικότητα είναι, αυτονοήτως, και η διαβούλευση για τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της νέας κυβέρνηση. Το ότι κάποιες εξ αυτών μπορεί να ήταν στο Κυβερνητικό Πρόγραμμα της ΝΔ που ενέκριναν οι ψηφοφόροι, δεν δικαιολογεί τη σπουδή να περάσουν κάποια πράγματα για να φανεί ότι οι νέοι υπουργοί κινούνται ταχέως και αποφασιστικά.
Για να μη μιλάμε θεωρητικώς, ας παραθέσουμε ένα παράδειγμα στο οποίο αποτυπώνεται η… ψυχαναγκαστική παραβίαση του αυτονόητου: Κάποιος από τους συνεργάτες του πρωθυπουργού συνέλαβε την ιδέα να τεθούν αυστηρά ασυμβίβαστα και κωλύματα για όσους αναλαμβάνουν θέσεις στην κυβέρνηση και στον κρατικό μηχανισμό.
Προτάθηκε, ειδικότερα, ορισμένα από αυτά τα ασυμβίβαστα να ισχύουν για αρκετά χρόνια μετά την εγκατάλειψη της θέσης όσων αναλαμβάνουν αξιώματα γενικού γραμματέα σε υπουργείο ή διοικητή δημόσιου οργανισμού. Εν ολίγοις αν κάποιος απολυθεί ή παραιτηθεί θα πρέπει να μείνει επί χρόνια άνεργος, αφού στον τομέα της κυβερνητικής ευθύνης που είχε –και επιλέχθηκε επειδή είχε σχετική προϋπηρεσία και εμπειρία- δεν θα μπορεί να ξαναδουλέψει.
Ναι, λοιπόν, στην αυτονόητη αντιμετώπιση της γνωστής νοοτροπίας ότι «τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει» που κρατά καθηλωμένη τη χώρα, ενώ είναι θέμα απλών κινήσεων και κοινής λογικής για να προχωρήσουν ώριμα ζητήματα. Όχι, όμως, στις ψυναναγκαστικές λογικές επειδή απλώς πρέπει οι νέοι κυβερνώντες πρέπει να δείξουν ότι είναι διαφορετικοί από τους άλλους.
Αυτονόητα πράγματα, δηλαδή!

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

Υπάρχει… άλλος Τσίπρας;


Ήπιος, μειλίχιος, προσηνής, ευπροσήγορος, συγκαταβατικός. Χωρίς ίχνος υπεροψίας. Ούτε υποψία οίησης. Δίχως την παραμικρή αλαζονεία. Ένας, εξωτερικά τουλάχιστον, αγνώριστος Αλέξης Τσίπρας έκανε το βράδυ της Τρίτης την εμφάνισή του στα στούντιο της δημόσιας τηλεόρασης.
Η μεταμόρφωσή του, όπως αποτυπωνόταν και στο θλιμμένο ύφος που ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, υπήρξε αξιοπρόσεκτη. Σε βαθμό που νόμιζε κανείς ότι ο φιλοξενούμενος της ΕΡΤ δεν είχε καμία σχέση με τον πολιτικό ο οποίος μόλις λίγες μέρες πριν κραύγαζε από τα μπαλκόνια το χουλιγκανικής προέλευσης «άντε γεια» προς τους αντιπάλους του. Και ούτε θύμιζε εκείνον που πριν από λίγους μήνες απευθυνόταν στους βουλευτές και επιτακτικά απαιτούσε: «Καθίστε κάτω, τώρα θα τα ακούσετε, τώρα μιλάει ο πρωθυπουργός της χώρας».
Από μια πρώτη «ανάγνωση» της εικόνας του, ο τηλεθεατής έμενε με την εντύπωση ότι παρακολουθούσε στην οθόνη του έναν Ευρωπαίο πολιτικό, ο οποίος επιθυμούσε να κερδίσει το ακροατήριο του με τα επιχειρήματά του. Και, ως εκ τούτου, δεν χρειαζόταν να καταφύγει στην τοξική πόλωση και στον διχασμό του «ή αυτοί ή εμείς», «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», ούτε να κομπορρημονεί «δεν υπάρχει ούτε μια περίπτωση στο εκατομμύριο» να χάσουν ο ίδιος και ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές.
Ανοίγοντας, ωστόσο, τον ήχο και εμβαθύνοντας στα λεγόμενά του, εύκολα διέκρινε κανείς ότι η εικόνα ήταν παραπλανητική. Μπορεί αναφερόμενος στη συντριβή που υπέστη να προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις με το «ουδέν κακόν αμιγές καλού», πλην, όμως, το τριπλό πάθημα που υπέστη στις ισάριθμες –ευρωπαϊκές, περιφερειακές και δημοτικές- κάλπες δεν φάνηκε να του έγινε μάθημα.
Αντί της απαιτούμενης γενναίας παραδοχής των λαθών του ίδιου και της κυβέρνησής του, επέμεινε στο γνωστό λαϊκίστικο παιχνίδι με τους αριθμούς που απευθύνεται σε ανθρώπους που δεν μπορούν να κάνουν σύνθετες σκέψεις και αρέσκονται να καταπίνουν αμάσητη την εύπεπτη προπαγάνδα που περικλείεται σε απλοϊκά σχήματα με τους «καλούς», που είναι πάντα οι «δικοί μας», και τους «κακούς» που είναι οι «άλλοι».
Ο κ. Τσίπρας, για παράδειγμα, επιχειρώντας να δικαιολογήσει την ηχηρή αποδοκιμασία της πολιτικής του από τη μεσαία τάξη  ισχυρίστηκε ότι το 83% της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσής της «επιβλήθηκε από αυτούς που σήμερα παρουσιάζονται ως δήθεν λυτρωτές της». Ακόμη, όμως, και αν ήταν τυπικά αληθής ο ισχυρισμός του, είναι θρασύτατη εξαπάτηση να υποστηρίζει κάποιος ότι το επιπλέον 17% μπορεί να συγκριθεί με το προηγούμενο 83%.
Διότι, δεν χρειάζεται καν να είσαι… μηχανικός, όπως θύμισε, χωρίς ειρωνική διάθεση, στον κ. Τσίπρα ο συνομιλητής του, για να αντιληφθείς ότι η νέα επιβάρυνση λειτουργεί απολύτως προσθετικά. Και, άρα, αν οι προηγούμενοι ευθύνονται, όντως, για το 83% της επιβάρυνσης, εκείνοι που τους διαδέχθηκαν ευθύνονται, αναμφίβολα, για το 100% που πληρώνουν τώρα τα φτωχοποιημένα μεσαία στρώματα.
Είναι το ίδιο ακριβώς που ισχύει με τις συντάξεις για τις οποίες οι ιθύνοντες της απερχόμενης κυβέρνησης προσπαθούν να αντικρούσουν την κριτική για τη συρρίκνωσή τους με τον ισχυρισμό «οι άλλοι τις είχαν κόψει δώδεκα φορές». Ακόμη και αν οι ίδιοι τις έκοψαν μόνον μια φορά, η ευθύνη που τους βαρύνει επεκτείνεται στις 13 περικοπές.
Δεν είναι, πάντως, μόνον το προπαγανδιστικό παιχνίδι με τους αριθμούς, το οποίο δείχνει ότι ο κ. Τσίπρας δεν πήρε τα μηνύματα της κοινωνίας. Και, εξ αυτού, μάλλον ματαίως θα περιμένει στην κάλπη της 7ης Ιουλίου το ένα εκατομμύριο των επιπλέον ψηφοφόρων που, με τη μέθοδο του «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο», υπολογίζει να προσελκύσει: «600.000 που ψήφισαν στις εκλογές του 2015 τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν πήγαν στην κάλπη τώρα για να τον τιμωρήσουν», καθώς «και άλλες 400.000 από όσους επέλεξαν τώρα μικρότερα κόμματα».
Είναι, πολύ περισσότερο, που δεν θέλει και δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι μεταξύ εκείνων που πλήρωσε η κυβέρνησή του στις κάλπες ήταν ο ασελγής τρόπος με τον οποίο, προεξάρχοντος του ιδίου του κ. Τσίπρα, συμπεριφέρθηκαν –και εξακολουθούν να συμπεριφέρονται- τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προς τους θεσμούς της ελληνικής Δημοκρατίας.
Η εμμονική προσπάθεια ελέγχου και ποδηγέτησης της Δικαιοσύνης, ο διαρκής ευτελισμός του Κοινοβουλίου, η συνεχής καταρράκωση κάθε έννοιας αξιοκρατίας, η ακραία αποθέωση του ρουσφετολογικού νταλαβεριού, είναι μερικές μόνον από τις παθογένειες της ελληνικής δημόσιας ζωής, που μπορεί να ίσχυσαν σχεδόν σε όλες τις προηγούμενες περιόδους, ποτέ, όμως, σε τέτοια ένταση και με τόσο αναίσχυντο τρόπο.
Με πρωτοφανή τερτίπια, που τους καθιστούν καταγέλαστους στα μάτια της συντριπτικής πλειονότητας, παρέτειναν την προεκλογική περίοδο αποσκοπώντας αποκλειστικά και μόνο σε ρουσφετολογικές διευθετήσεις και αδιαφορώντας για το αποδεδειγμένα αρνητικό αποτέλεσμα που έχουν στην κάλπη τέτοιες ενέργειες.
Γι΄ αυτό και στο ερώτημα «υπάρχει άλλος Τσίπρας;» που ενδεχομένως να απασχόλησε όσους είδαν τη συνέντευξή του στο προστατευμένο περιβάλλον της ΕΡΤ, η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Όπως, εξάλλου, λέει η αγγλοσαξονική ρήση «Υou can't teach an old dog new tricks». Που ελληνιστί αποδίδεται με το «δεν μπορείς να μάθεις καινούργια κόλπα σε ένα γέρικο σκυλί».
Και, κακά τα ψέματα, όπως έδειξαν ευρύτερα η ετυμηγορία της κάλπης και ειδικότερα οι επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ στις νέες γενιές, ο Αλέξης Τσίπρας, παρά την ηλικία του, μοιάζει με ένα «γερασμένο σκυλί» της πολιτικής.

Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

«Δεν έχετε ψωμί; Φάτε προπαγάνδα!»



            Σε μεγάλη απελπισία, μεγαλύτερη ίσως και από την απόγνωση που αισθάνονται οι φορολογούμενοι στην προσμονή των επερχόμενων εκκαθαριστικών του ΕΝΦΙΑ, πρέπει να έχει περιέλθει ο άλλοτε κραταιός επικοινωνιακός μηχανισμός του κυβερνώντος κόμματος.
Οι εποχές που οι προπαγανδιστές του ΣΥΡΙΖΑ έβγαζαν «φωτιές» επιβάλλοντας την ατζέντα τους, με τον πολλαπλασιασμό των αυτοκτονιών και την πολιτικοποίηση των αναθυμιάσεων από τα τζάκια και τα μαγκάλια, φαίνεται να αποτελούν πλέον μακρινό παρελθόν. Ενώ ανεπιστρεπτί δείχνουν να έχουν περάσει οι καιροί που η συνεργασία Λαζόπουλου - Χαϊκάλη τίναζε στην αέρα την προεδρική εκλογή με καταγγελίες στα τηλεοπτικά πρωινάδικα για απόπειρες εξαγοράς βουλευτών. Απόπειρες που ουδέποτε αποδείχθηκαν, αλλά ο θόρυβος που προκάλεσαν οι καταγγελίες λειτούργησε αποτελεσματικά, τρομοκρατώντας άλλους βουλευτές που προτίμησαν να πάνε πρόωρα «στα σπίτια τους» από το να τους προσαφθεί η ρετσινιά του «αργυρώνητου».
Μπορεί, κατά το «παλαιά τους τέχνη κόσκινο», να μην έχουν αποξενωθεί πλήρως από εκείνες τις νοοτροπίες, πλην, όμως, οι δυνατότητες τους μοιάζουν πλέον πολύ περιορισμένες. Ίσως να φταίει που η πλειονότητα όσων έδιναν σκληρές «επικοινωνιακές» μάχες παλαιότερα, μέσα από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης ή από τα social media, έγιναν πια κρατικοί υπάλληλοι και, όσο νά  ΄ναι, τους εγκατέλειψε η φλόγα του πάθους για την κατάκτηση της εξουσίας που τους κινητοποιούσε το πάλαι. Το κλασσικό ανέκδοτο με τον τράγο ο οποίος έπαψε να ασκεί τα… καθήκοντα του όταν «κρατικοποιήθηκε» μπορεί να δίνει μια εύγλωττη εξήγηση.
 Από την άλλη, ίσως να είναι και οι καιροί που αλλάζουν και δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ακόμη και σε πραγματικούς «μάγους» της προπαγάνδας να διαστρέψουν τη δυσμενή πραγματικότητα που βιώνει η –και- εξαπατημένη ελληνική κοινωνία. Διότι, επί παραδείγματι, όσες φορές και να εξαγγείλουν οι κυβερνητικοί μηχανισμοί ότι «έρχεται η ανάπτυξη», η ξεροκέφαλη υφεσιακή πραγματικότητα έρχεται και κάνει καταγέλαστες τις φραστικές εξαγγελίες που δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέτρα για την προσέλκυση επενδύσεων και τη δημιουργία πραγματικών θέσεων εργασίας στην ιδιωτική οικονομία.
Αφορμή για τούτες τις σκέψεις υπήρξε η μάλλον άτεχνη και χοντροκομμένη προσπάθεια να εμφανιστεί η αξιωματική αντιπολίτευση ως σπαρασσόμενη από εσωκομματικές αντιπαραθέσεις φατριών, όπως φιλότιμα προσπαθούν επί σειρά εβδομάδων να λανσάρουν οι επικοινωνιακοί μηχανισμοί της κυβέρνησης. Στην αρχή ήταν οι προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος και οι υποτιθέμενες χαώδεις διαφορές για τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας που χώριζε τη σημερινή ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη από την καραμανλική πτέρυγα του κόμματος, η οποία ποτέ κανείς δεν κατάλαβε αν και γιατί μπορεί να ήταν υπέρ της απευθείας εκλογής από τον λαό, σύμφωνα με όσα διοχέτευσε η κυβερνητική προπαγάνδα.
Όταν κατέπεσε αυτό το οικοδόμημα, το οποίο δεν μπόρεσε να στηρίξει ούτε το κρατικό πρακτορείο με τη φιλοξενία σε περίοπτη θέση των απόψεων του μοναδικού στελέχους της ΝΔ, του πρώην βουλευτή Ευριπίδη Στυλιανίδη, που συντασσόταν με την κυβερνητική πρόταση, επινοήθηκε νέο κατασκεύασμα ως πιθανό έναυσμα για εσωτερικές αντιπαραθέσεις στη συντηρητική παράταξη. Επί σειρά ημερών συντονισμένα συντηρείται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας το ζήτημα της αναίρεσης που άσκησε η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στο απαλλακτικό, κατ’ αρχήν, βούλευμα για τον επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου με το οποίο κατέληγαν στο αρχείο οι φοβερές και τρομερές καταγγελίες ότι μπήκαμε στο Μνημόνιο επειδή είχαν «φουσκωθεί» τα ελλείμματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς των προηγούμενων ετών.
Ο υποτιθέμενος, ωστόσο, «διάλογος» που επιχειρήθηκε να ανοίξει με την αναίρεση της κυρίας εισαγγελέως, δεν αφορά στο αν μπορούσε να κάνει αλλιώς ο Γεωργίου, που πάντως ανέλαβε καθήκοντα και αναθεώρησε τα στοιχεία πολύ μετά αφού η χώρα είχε διαβεί τον Ρουβίκωνα του Μνημονίου, αλλά αν οι ενέργειες του δυσαρεστούν τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή που είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης την επίμαχη περίοδο. Ο τελευταίος, καλώς ή κακώς, έχει επιλέξει να μη μιλάει για όλα αυτά. Και σε αυτή ακριβώς τη σιωπή του, που κρατάει επτά χρόνια τώρα, φαίνεται να επενδύουν οι προπαγανδιστικοί ινστρούχτορες της κυβέρνησης που –αξιοποιώντας και διάφορους «χρήσιμους ηλίθιους» από το περιθώριο του γαλάζιου στελεχιακού δυναμικού- ενορχηστρώνουν ένα παιχνίδι εντυπώσεων που θέλει να βρίσκονται «καραμανλικοί στα κάγκελα».
Ο πραγματικός στόχος πίσω από όλα αυτά δεν είναι άλλος από το να υποχρεωθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης να πάρει θέση, έτσι ώστε να βρει έρεισμα για να αντιπαρατεθεί μαζί του η ευφυώς αποκληθείσα από τον Ευάγγελο Βενιζέλο ως «τρίτη κυβερνητική συνιστώσα» που απαρτίζεται από ορισμένους υποτιθέμενους «καραμανλικούς» που σιτίζονται από το κυβερνητικό Πρυτανείο. Και οι οποίοι, υποτίθεται ότι, «οργίζονται για τα πυρά που δέχεται ο πρώην πρωθυπουργός»...
Μέχρι ιστοσελίδες έχουν στηθεί τελευταία που αναπαράγουν το δήθεν κλίμα διχασμού στη ΝΔ, εκθειάζοντας τον Καραμανλή και τον Ευάγγελο Μεϊμαράκη, που είναι «θύματα της διαπλοκής», και υβρίζοντας τον Μητσοτάκη και τον Αντώνη Σαμαρά, που, υιοθετώντας την κυβερνητική επιχειρηματολογία, εμφανίζονται ως «σύμμαχοι των» –παλιών, προφανώς- «διαπλεκομένων». Με αναρτήσεις που συνιστούν επιτομή του διαδικτυακού «τρολαρίσματος» επιχειρούν να παρουσιάσουν εικόνα διάλυσης και εμφύλιων σπαραγμών στη ΝΔ που δεν αντιστοιχεί με την πραγματικότητα. Διότι η αξιωματική αντιπολίτευση μπορεί να μην είναι ένα κόμμα που καταπλήσσει τα πλήθη, προσελκύοντας μαζικά ψηφοφόρους από άλλους χώρους, εμφανίζει, όμως, αξιομνημόνευτη συσπείρωση του δυναμικού της, τέτοια που, σε συνδυασμό από την αποσυσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, την κάνει να αποσπά άνετο προβάδισμα σε όλες –ακόμη και της «Αυγής»!- τις δημοσκοπήσεις.
Αν, μετά ταύτα, αναρωτιέστε για τη σκοπιμότητα της προσπάθειας να δημιουργηθεί πλαστή εμφυλιοπολεμική εικόνα στη ΝΔ, η εξήγηση είναι μάλλον απλή: Οι… Αντουανέτες της κυβέρνησης έχουν τη λύση: «Δεν έχετε ψωμί; Φάτε προπαγάνδα!». Με αυτό το «δόγμα» έγιναν εξουσία, αυτό ξέρουν, με αυτό συνεχίζουν. Και για όσο φτουρήσει…

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Οι αυτάρεσκες αυταπάτες του κ. Κουβέλη



Δεν χρειάζεται να είναι γίνει κανείς κυνικός για να αναγνωρίσει ένα αυτονόητο χαρακτηριστικό της μάχης για τα πολιτικά αξιώματα που –διαχρονικά και μάλλον διατοπικά- αποτελεί ένα πολύ σκληρό «άθλημα», το οποίο δεν διέπεται, τις περισσότερες φορές, από κανόνες καλής συμπεριφοράς και αστικής ευγένειας.
Στις προεκλογικές περιόδους, ειδικότερα, και, πολύ περισσότερο, όταν τα διακυβεύματα της εκλογικής επερχόμενης αναμέτρησης αφορούν την κατάκτηση της εξουσίας, η αδυσώπητη μάχη δίνεται με ακόμη μεγαλύτερη σκληρότητα και χωρίς αβροφροσύνες. Το δόγμα που επικρατεί, είτε αφορά ανταγωνισμούς κομμάτων είτε διαμάχες προσώπων, είναι ένα: «ο θάνατος σου, η ζωή μου». 
Ο Φώτης Κουβέλης είναι ένας πολύ έμπειρος πολιτικός. Και, εξ αυτού, είναι μάλλον βέβαιο ότι, ανεξαρτήτως αν ο ίδιος μετήλθε ή όχι αθέμιτων πρακτικών κατά την πολυετή πολιτική του διαδρομή, τουλάχιστον έχει γνώση του τρόπου με τον οποίο παίζεται το «παιχνίδι». Εκείνος που έχει το «πάνω χέρι» τα θέλει όλα δικά του. Αντιθέτως, όποιος δεν διαθέτει διαπραγματευτική δύναμη είτε υποχωρεί και δέχεται τους όρους του ισχυρού είτε αποχωρεί και πάει σπίτι του...
Υπό αυτή την έννοια, δεν κατανοώ γιατί ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, όπως διαβάζω δεξιά και αριστερά, παραπονείται στους συνεργάτες του ότι «τον εξαπάτησαν» από τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή δεν δέχονται τους όρους τους οποίους θέτει ο ίδιος για την εκλογική συνεργασία ανάμεσα σε ένα κόμμα που τα στελέχη του πιστεύουν ότι καλπάζει ακάθεκτο για την  αυτοδύναμη διακυβέρνηση και σε ένα άλλο που όλοι βλέπουν ότι ψυχορραγεί.
Δεν έχει γίνει λεπτομερώς γνωστό τι ειπώθηκε στη συνομιλία που είχε με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, πριν από την εκλογή Προέδρου και ποιες διαβεβαιώσεις έλαβε. Αλλά, ό,τι και αν ειπώθηκε, πόσο δύσκολο είναι να αντιληφθεί ο κ. Κουβέλης ότι η ισχύς που διέθετε πριν από τις 29 Δεκεμβρίου, όταν ήταν επικεφαλής μιας κοινοβουλευτικής ομάδας που είχε καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, δεν υφίσταται πλέον;
Και μόνο το γεγονός ότι από την Κουμουνδούρου τρέναραν την ανακοίνωση της συνεργασίας για μετά την τρίτη ψηφοφορία για την προεδρική εκλογή, που ήταν βέβαιο ότι οι εξελίξεις θα έτρεχαν γοργά, έπρεπε να αποτελέσει για τον κ. Κουβέλη ένα ισχυρό προειδοποιητικό σήμα. Το ότι δεν τον αποκαλούσαν, πλέον, «Τσιριμώκο» ή «Καρατζαφέρης της Αριστεράς», δεν συνιστά επαρκή λόγο για να θολώσει η κρίση του.
Φαίνεται, όμως, ότι το προειδοποιητικό σήμα που εξέπεμπε η καθυστέρηση δεν έφθασε ποτέ στην Αγίου Κωνσταντίνου. Όπως δεν είχε φθάσει και το μήνυμα της ηχηρής λαϊκής αποδοκιμασίας για τα «μπρος πίσω» της ηγετικής ομάδας της ΔΗΜΑΡ που συνιστούσε το συντριπτικό 1,2% της ευρωκάλπης του περασμένου Μαΐου.
Όπως και να έχει, πάντως, γίνεται μάλλον σαφές ότι με το διαφαινόμενο ναυάγιο της επανασύνδεσης της ΔΗΜΑΡ με τον ΣΥΡΙΖΑ ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να καταρριφθούν αναδρομικά οι αυτάρεσκες αυταπάτες με τις οποίες πορεύτηκε ο κ. Κουβέλης τα τελευταία τέσσερα χρόνια που οι πολιτικές συγκυρίες του έδωσαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Εγκατέλειψε τον «αντιευρωπαϊκό» ΣΥΡΙΖΑ, την άνοιξη του 2010, που η χώρα συγκλονιζόταν από την έναρξη της εφαρμογής του Μνημονίου. Οδήγησε τον τόπο σε δεύτερες εκλογές, αρνούμενος, μετά την αναμέτρηση του Μαΐου του 2012, να κάνει, ίσως και με καλύτερους όρους, αυτό που έκανε ενάμιση μήνα αργότερα, συμμετέχοντας στην τρικομματική συγκυβέρνηση που σχηματίστηκε τον Ιούνιο.
Έφυγε από την κυβέρνηση, σχεδόν πριν συμπληρωθεί χρόνος από τη συγκρότησή της, χωρίς ποτέ να εξηγήσει επαρκώς τους λόγους που τον οδήγησαν σε μια τέτοια απόφαση. Στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει πολιτικοί του φίλοι συμμετείχαν κανονικά στη διανομή των οφιτσίων με το απαράδεκτο σύστημα «4-2-1». Ενώ ο ίδιος δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ ούτε για την αθέτηση της, ούτως ή άλλως, γενικόλογης προγραμματικής συμφωνίας ούτε για την αντιθεσμική λειτουργία της κυβέρνησης που οι αποφάσεις της λαμβάνονταν από τους τρεις αρχηγούς και όχι από το υπουργικό συμβούλιο.
Υπονόμευσε όλες τις προσπάθειες για την ενότητα της Κεντροαριστεράς, στην οποία, κατά τα άλλα, τοποθετούσε το κόμμα του, διεκδικώντας να είναι ο εν Ελλάδι εκπρόσωπος των ευρωσοσιαλιστών. Και μετά την ήττα των ευρωεκλογών, αντί να αναλάβει την ευθύνη για το δυσμενές αποτέλεσμα, επεδίωξε και πέτυχε την παραμονή του στην ηγεσία της υπό διάλυση ΔΗΜΑΡ.
Από το καλοκαίρι ως το φθινόπωρο, μετέβαλε επανειλημμένα τη θέση του για την προεδρική εκλογή, αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά, ακόμη και όταν διαβεβαίωνε ότι δεν ενδιαφερόταν προσωπικά για το αξίωμα, και παίρνοντας, εν τέλει, την απόφαση να οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές για να ανοίξει, όπως έλεγε, ο δρόμος για «προοδευτική διακυβέρνηση».
Δικαίωμά του προφανώς. Όπως, φυσικά, είναι και… δικαίωμα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ να του ζητούν «δήλωση (αντιμνημονιακής) μετανοίας» για να του επιτρέψουν να μπει στα ψηφοδέλτια τους, κατερχόμενος, αυτός ο παρ΄ ολίγον Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με «σταυρό» για να μετρηθεί και η «πραμάτεια» που φέρνει πίσω.        
Αν υπάρχει ένα επιμύθιο σε όλα αυτά είναι ότι η περίπτωση του κ. Κουβέλη αποτελεί αυτό που οι Αγγλοσάξονες λένε case study. Μια περίπτωση που θα πρέπει να μελετηθεί εις βάθος από πανεπιστημιακά τμήματα της Πολιτικής –και όχι μόνον- Επιστήμης για να διακριβωθεί πως οι αυτάρεσκες αυταπάτες μπορούν να καταστρέψουν έναν πολιτικό που έδειχνε και θα μπορούσε να πάει ψηλά.