Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πληθωρισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πληθωρισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Ο πληθωρισμός αποδεικνύεται τελικά πολύ… ξεροκέφαλος

 

Το λάδι, το τυρί και τα φρούτα, είναι τρία είδη βασικής διατροφής τα οποία, σε αντίθεση με άλλα αγαθά που είναι κατά βάση εισαγόμενα, όπως, για παράδειγμα, το κρέας, είναι, κατά κύριο λόγο, παραγόμενα στην εγχώρια αγορά. Και, όμως, ενώ για πάνω από δύο χρόνια τώρα ακούμε για τον «παροδικό» και «εισαγόμενο» πληθωρισμό, η Ελλάδα τον περασμένο μήνα αποδείχθηκε ευρωπαϊκή πρωταθλήτρια στις ανατιμήσεις που καταγράφηκαν στα συγκεκριμένα είδη.

Για να δούμε ολόκληρη την εικόνα, πάντως, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι αυξήσεις ρεκόρ του Δεκεμβρίου 2023 αφορούσαν εν γένει τον δείκτη με τις τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα που, με βάση τα στοιχεία της Eurostat, ανέβηκε κατά 8,9% έναντι 6% που ήταν ο μέσος όρος στην ευρωζώνη. Και για να μη σπεύσει κανείς να πει ότι ήταν κάτι εξαιρετικό και πρόσκαιρο, αρκεί να παρατηρήσουμε ότι ανάλογα ήταν τα πράγματα και τον αμέσως προηγούμενο μήνα.

Από το καλοκαίρι του 2021, οπότε, με αφορμή το γεγονός ότι ο πλανήτης άφησε πίσω του τα lockdown της πανδημίας του κορωνοϊού και άρχισαν να αναδύονται οι πρώτες έπειτα από δύο δεκαετίες έντονες πληθωριστικές πιέσεις, που ήταν απότοκες της δυσαρμονίας ανάμεσα στην περιορισμένη προσφορά αγαθών και στην αυξημένη ζήτηση, οι ανατιμήσεις στις αγορές προϊόντων και κυρίως στα βασικά καταναλωτικά αγαθά, ήρθαν για να μείνουν.

Τον πρώτο καιρό οι αυξήσεις στη χώρα μας δεν ήταν πολύ μεγάλες. Γι΄ αυτό και οι αρμόδιοι αυτάρεσκα προέβλεπαν σύντομη αποκλιμάκωση της ακρίβειας. Παρόλο που μήνα με το μήνα οι ανατιμήσεις έδειχναν τα δόντια τους με τα οποία κατέτρωγε όλο και μεγαλύτερο μέρος από τα εισοδήματα των νοικοκυριών, το επίσημο «αφήγημα» δεν άλλαζε.

Την ίδια ώρα οι τιμές συνέχιζαν να παίρνουν την ανιούσα, σε πείσμα των κυβερνητικών μέτρων, με τα πολυποίκιλα «καλάθια» («του νοικοκυριού», «του Αη Βασίλη», κ.λπ.), το περιβόητο «market pass», την υποτιθέμενη «μόνιμη μείωση τιμής» ή τα πρόστιμα που αποδείχθηκαν «χάδια» συγκρινόμενα με τις προκλητικά κερδοσκοπικές παραπλανήσεις των καταναλωτών.

Αυτές τις μέρες κατατέθηκε στη Βουλή μια ακόμη δέσμη μέτρων που τίποτε δεν μαρτυρά ότι θα αντιστρέψει την δυσμενή τροπή που έχουν λάβει τα πράγματα. Ας τα δούμε αναλυτικά, χρησιμοποιώντας αυτολεξεί τα λόγια του κυβερνητικού εκπρόσωπου Παύλου Μαρινάκη, όπως διατυπώθηκαν στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών:

«1. Μειώνουμε παροχές προς τα super market και εξασφαλίζουμε χαμηλότερες τιμές για τον καταναλωτή. Το μέτρο αυτό αφορά απορρυπαντικά, καθαριστικά σπιτιού, οδοντόκρεμες, αφρόλουτρα, σαμπουάν και βρεφικές πάνες.

2. Αποτροπή αδικαιολόγητων ανατιμήσεων. Σε περίπτωση που κάποιος προμηθευτής έχει αυξήσει τις τιμές των προϊόντων του δεν θα επιτρέπεται για τρεις μήνες να υλοποιήσει προωθητικές ενέργειες για τα προϊόντα που έχει ανατιμήσει.

3. “Καθαρές” τιμές από το χωράφι στο ράφι.

4. Πλαφόν στο μικτό περιθώριο κέρδους για το βρεφικό γάλα».

Σύμφωνα με τον κ. Μαρινάκη, «η κρίσιμη και δραστική παρέμβαση αυτή επιτυγχάνει:

- άμεση μείωση της τιμής σε βασικά αγαθά.

- επιπλέον όφελος για τον καταναλωτή καθώς οι εκπτώσεις και προσφορές θα γίνονται πάνω στις νέες μειωμένες τιμές.

- αποτρέπουμε την παραπλάνηση των καταναλωτών με πλασματικές εκπτώσεις.

- αυστηροποιούμε, διευρύνουμε και αξιοποιούμε τις νέες τεχνολογίες για τη διενέργεια ελέγχων και την αποτροπή φαινομένων αισχροκέρδειας».

Κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, ο οποίος στην πραγματικότητα μετέφερε αυτούσιους τους ισχυρισμούς της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης, που έχει το πρόσταγμα στην εποπτεία της αγοράς, «όσο η ακρίβεια συνεχίζεται, θα συνεχίζουμε να στηρίζουμε τους πολίτες και να αντιμετωπίζουμε δυναμικά ένα δυναμικό φαινόμενο».

Είναι αλήθεια ότι η σημερινή κυβέρνηση, σε αντίθεση με το κλασσικό φαινόμενο της άρνησης της πραγματικότητας, έχει αλλάξει επικοινωνιακή στρατηγική και ξεκινά την προσέγγιση του θέματος αναγνωρίζοντας το αυτονόητο: ότι, δηλαδή, «η ακρίβεια είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που ταλανίζει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία».

Στα επιμέρους, ωστόσο, όποιος ακούσει τον αρμόδιο υπουργό Κώστα Σκρέκα βρίσκει ότι δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να επιχειρεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Για παράδειγμα:

*Γιατί πρέπει να περιμένουμε έως τις αρχές Μαρτίου για να αποδώσουν τα μέτρα, όπως διατείνεται ο ίδιος στις δημόσιες παρεμβάσεις του; Ως τότε, θα είναι όλα καλά και οι παραγωγοί και οι έμποροι θα μπορούν να αυξήσουν όσο τους παίρνει τις τιμές των προϊόντων, προτού να τις μειώσουν προσχηματικά;

*Εφόσον, εξάλλου, έχουμε, κατά γενική ομολογία, να κάνουμε με «πληθωρισμό της απληστίας», ποιος εγγυάται ότι το φαινόμενο μπορεί να κατασταλεί αν δεν υπάρξουν αυστηρές ποινές για τους κερδοσκόπους που θα «πονέσουν» και θα υποχρεωθούν να μην επαναλάβουν τις ανατιμήσεις τις οποίες έκαναν, όταν με αυτόν τον τρόπο αποκομίζουν περισσότερα κέρδη και μετά την καταβολή του προστίμου;

Όσο για τις αστείες δικαιολογίες του τύπου ότι τάχατες δυσφημούνται οι εταιρίες που τους επιβάλλονται πρόστιμα επειδή οι ανατιμήσεις τους ξεπερνούν τα εσκαμμένα, η απάντηση είναι απλή: οι απλοί καταναλωτές δεν ξέρουν τα προϊόντα που παράγει η κάθε πολυεθνική που πληρώνει πρόστιμο για να μπορέσει να την «τιμωρήσει» και να πάψει να προμηθεύεται τα προϊόντα της.

Είναι, άραγε, τυχαίο που σχεδόν ποτέ οι κυβερνητικές ανακοινώσεις δεν περιλαμβάνουν τις εμπορικές ονομασίες των συγκεκριμένων προϊόντων τα οποία γίνονται αντικείμενο κερδοσκοπίας; Μάλλον όχι!  «Τα γεγονότα είναι ξεροκέφαλα», λέει μια πολύ δημοφιλής πολιτική ρήση που άλλοι αποδίδουν στον Βλαντιμίρ Λένιν και άλλοι στον Φρανσουά Μιτεράν.

Όποιος και από τους δύο και αν την είπε, λίγη σημασία έχει. Στην προκειμένη περίπτωση εκείνο που προέχει είναι ότι όλο αυτό που ζούμε στις μέρες μας μπορεί να συνοψιστεί σε μια και μόνη έκφραση: Ο πληθωρισμός αποδεικνύεται… ξεροκέφαλος. Και, αναμφισβήτητα, δεν υπακούει σε κανενός είδους πολιτικά κελεύσματα.

Ιδίως όταν αυτά δεν βασίζονται σε διάθεση για ουσιαστική σύγκρουση με, κακά τα ψέματα, ισχυρά (εγχώρια και διεθνή) συμφέροντα.

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Πού οφείλεται η εξακολουθητική ανοχή προς τις τράπεζες


Χωρίς να είμαι από εκείνους που πιστεύουν στο λαϊκίστικο θεώρημα ότι για όλα τα δεινά που μας βρήκαν στα χρόνια της παρατεταμένης μνημονιακής κρίσης αποκλειστικοί υπαίτιοι ήταν οι τραπεζίτες, δεν μπορώ να μην καγχάσω με την ανακοίνωση που εξέδωσε το απόγευμα της Πέμπτης το υπουργείο Οικονομικών για να συνομολογήσει τον ουσιαστικά άκαρπο χαρακτήρα που είχε μια ακόμη συνάντηση των εκπροσώπων της Πολιτείας με τους εκπροσώπους των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Η συνάντηση, που δεν ήταν η πρώτη, αφορούσε το μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα που τείνει να δημιουργηθεί από τη σπουδή των τραπεζών να αυξήσουν τα επιτόκια των δανειακών χορηγήσεων. Μια σπουδή μάλιστα, η οποία -κατά έναν πολύ προκλητικό τρόπο- δεν συνοδεύτηκε ούτε από την παραμικρή αναπροσαρμογή των ισχνών έως μηδενικών επιτοκίων που συνεχίζουν να (μην) δίνουν στους καταθέτες τους.

Δεν είναι κακό να συζητούν και να διαβουλεύονται οι αρμόδιοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι με εκπροσώπους φορέων της αγοράς. Είναι, όμως, προσβλητικό τόσο για τη νοημοσύνη των πολιτών όσο και για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, η ελληνική Πολιτεία να δείχνουν τέτοια ανοχή απέναντι στους τραπεζίτες.

Γιατί, κακά τα ψέματα, από τις επαφές που γίνονται ανάμεσα στις δύο πλευρές το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι στην πραγματικότητα η κυβέρνηση δεν δείχνει διατεθειμένη να κάνει τίποτε περισσότερο παρά να εκλιπαρεί για κάποιες μικροδιευθετήσεις, ένεκα της προεκλογικής περιόδου που διανύουμε και του κινδύνου να αρχίσουν να «κοκκινίζουν» δάνεια από την αδυναμία κάποιων δανειοληπτών να ανταποκριθούν στις όλο και υψηλότερες τοκοχρεολυσιακές υποχρεώσεις τους.

Δεν μπορώ να φανταστώ άλλον κλάδο της οικονομίας που να αξιοποιεί τόσο άμεσα την ευκαιρία για να αυξήσει τα κέρδη του, όπως κάνουν οι τράπεζες αμέσως μόλις δώσει το σήμα της αύξησης των δικών της επιτοκίων η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Από τα σούπερ μάρκετ έως τους παραγωγούς ενέργειας, η κυβέρνηση προσπάθησε να τιθασεύσει τις κερδοσκοπικές τους ορέξεις που άνοιξε ο πληθωρισμός και η εκτίναξη των τιμών. 

Άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, οι περισσότεροι ανταποκρίθηκαν και η αναμφισβήτητη ακρίβεια που έχει ενσκήψει στην ελληνική αγορά κάπως μετριάστηκε. Τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν δεν επιβαλλόταν το «καλάθι του νοικοκυριού» και το καθημερινό παρατηρητήριο των τιμών ή δεν θεσμοθετούνταν η ανάκτηση του 90% από τα υπερκέρδη των εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας.

Για παράδειγμα, οι φουσκωμένοι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου εξορθολογίστηκαν τόσο με τη συνδρομή και του κρατικού προϋπολογισμού όσο και με την τιθάσευση της αχαλίνωτης αισχροκέρδειας που πυροδότησε η ενεργειακή κρίση. Το ερώτημα είναι γιατί δεν μπορεί να γίνει κάτι ανάλογο και με τις δόσεις των δανείων. Γιατί οι τραπεζίτες να μην απορροφήσουν πρόσκαιρα ένα μέρος του αυξημένου κόστους του χρήματος, περιορίζοντας τα κέρδη τους;

Κατά την τελευταία δωδεκαετία, η ελληνική Πολιτεία και οι φορολογούμενοι πολίτες συνέδραμαν επανειλημμένως στην επιβίωση των εναπομεινασών συστημικών τραπεζών. Η δύναμη, άλλωστε, με την οποία κατάφεραν να (ξανα)περάσουν σε καθεστώς κερδοφορίας προήλθε μέσω της αμέριστης κρατικής συνδρομής. Αφενός, επειδή η ανακεφαλαιοποίησή τους έγινε με χρήματα τα οποία δανείστηκαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις εν ονόματι του ελληνικού λαού και με υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας. Και, αφετέρου, διότι οι τράπεζες ήταν οι μεγάλοι κερδισμένοι από την ταχεία ψηφιοποίηση της ελληνικής οικονομίας που έφερε η υποχρεωτικότητα πολλών από τις ηλεκτρονικές συναλλαγές.

Παρά ταύτα, οι τράπεζες δείχνουν ανικανοποίητες. Οι ιθύνοντες τους θέλουν κέρδη και άλλα κέρδη. Προφανώς για να δικαιολογήσουν έτσι τα προκλητικά bonus με τα οποία αμείβονται. Δεν είναι, εξάλλου, η πρώτη φορά που οι εκπρόσωποι των τραπεζών αγνοούν την κυβερνητική βούληση. Ίσως και επειδή δεν κινητοποιείται η Επιτροπή Ανταγωνισμού για να ελέγξει την ανενδοίαστη εναρμονισμένη πρακτική την οποία εφαρμόζουν.

Πριν από περίπου δύο χρόνια όταν αποφάσισαν να αυξήσουν τις κάθε είδους προμήθειες που επέβαλαν ετσιθελικά στους πελάτες του, οι διαμαρτυρίες των καταναλωτών και η αντίδραση της κυβέρνησης έπεσαν στο απόλυτο κενό. Έγραψαν… εκεί που δεν πιάνει η μελάνη ακόμη και την παρότρυνση του πρωθυπουργού να μειώσουν τις χρεώσεις σε απλές τραπεζικές συναλλαγές, όπως για παράδειγμα η μεταφορά ή η ανάληψη μικροποσών από διαφορετική τράπεζα που χρεώνεται κοντά στα 5 ευρώ ανά συναλλαγή.

Η προηγούμενη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήθελε να παρακάμψει την ανεξέλεγκτη λειτουργία των τραπεζών φαντασιωνόμενη ότι μπορούσε να στήσει (το δικό της) «παράλληλο τραπεζικό σύστημα» για να κάνει τις δουλειές της μέσα από αυτό. Θυμηθείτε τα ιλαροτραγικά επεισόδια με τους διοικούντες της Τράπεζας Αττικής που έπαιζαν μπουνιές ή τα πασίγνωστα πρόσωπα στα οποία χορηγήθηκαν δάνεια εκείνη την περίοδο. Η τωρινή κυβέρνηση φαίνεται να διακατέχεται από την ψευδαίσθηση ότι οι διοικούντες τις τράπεζες θα φιλοτιμηθούν να δείξουν «κοινωνικό» πρόσωπο.

Όσο κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ να στήσει το δικό του σύστημα, άλλο τόσο θα καταφέρει και η κυβέρνηση της ΝΔ να πετύχει τον στόχο της. Όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά διότι και στη μια και στην άλλη περίπτωση εκείνο που προέχει δεν είναι οι κανόνες της καπιταλιστικής οικονομίας στην οποία ζούμε αλλά οι μικροεκλογικοί υπολογισμοί πίσω από τους οποίους βρίσκει έρεισμα η εξακολουθητική ανοχή απέναντι στην ακόρεστη αισχροκέρδεια των τραπεζιτών.

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2022

Υπάρχει δίλημμα: ακρίβεια ή παρακολουθήσεις;

Δεν ξέρω αν δικαιούται ο υπουργός Ανάπτυξης να δηλώνει ότι «ο κόσμος θα πεινάσει τον χειμώνα και εμείς ασχολούμαστε με το κινητό του Ανδρουλάκη», αλλά το ρηθέν υπό του κ. Αδωνι Γεωργιάδη μπορεί κάλλιστα να λειτουργήσει ως… αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, για πολλούς και διάφορους λόγους, η κυβέρνηση καταφέρνει μέχρι στιγμής να ελέγχει επικοινωνιακά τη ζημιά που θα μπορούσε να της προκαλέσει η -εν πολλοίς ανεξήγητη- απόφαση των μυστικών υπηρεσιών της χώρας να παγιδεύσουν το τηλέφωνο ενός ευρωβουλευτή και να καταγράφουν τις συνομιλίες που είχε ο υποψήφιος αρχηγός του τρίτου κόμματος.

Το αποτυπώνουν όλες οι δημοσκοπήσεις οι οποίες δείχνουν ότι στην παρούσα φάση η πλειονότητα της κοινής γνώμης δεν αξιολογεί το συγκεκριμένο ζήτημα ως σπουδαίο λόγο για να αλλάξει εκλογική συμπεριφορά ή για να ενστερνιστεί τις απόψεις όσων θεωρούν ότι οι πολιτικές ευθύνες δεν εξαντλήθηκαν με τις παραιτήσεις του διοικητή της ΕΥΠ και του γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού.

Οι πολίτες είναι -και σωστά- προσηλωμένοι στο άγχος και στην ανασφάλεια που τους προκαλεί η κατάσταση στην αγορά με τις συνεχείς ανατιμήσεις αγαθών και υπηρεσιών και την από πολλές πλευρές εκπορευόμενη κινδυνολογία ότι τον χειμώνα που έρχεται θα κρυώσουν και θα πεινάσουν. Πριν από αυτό, άλλωστε, τα μέσα ενημέρωσης κατακλύζονται από πληροφορίες για επίπεδα αυξήσεων στις τιμές βασικών καταναλωτικών αγαθών που δεν δικαιολογούνται απολύτως από την μεγάλη άνοδο στο κόστος της ενέργειας.

Βεβαίως όποιος πηγαίνει ο ίδιος για ψώνια στο σούπερ μάρκετ δεν χρειάζεται να του πουν τα μέσα ενημέρωσης τι συμβαίνει στην αγορά. Το αισθάνεται στο πορτοφόλι του το οποίο πρέπει να ανοίξει περισσότερο από ποτέ για να προμηθευτεί τρόφιμα και άλλα είδη για την καθημερινή διαβίωση που μέχρι πρότινος αγόραζε πολύ φθηνότερα.

Η αύξηση στις τιμές των περισσότερων βασικών αγαθών είναι κατά πολύ μεγαλύτερες από τον επίσημα καταγεγραμμένο πληθωρισμό, ο οποίος αποτυπώνει το σύνολο των τιμών και συμπεριλαμβάνει αγαθά και υπηρεσίες με χαμηλότερη ζήτηση που ως εκ τούτου δεν παρουσιάζουν τόσο έντονες ανατιμητικές τάσεις.

Την ίδια ώρα πολλοί παραγωγοί σκαρφίζονται κάθε είδους τρικ για να παραπλανήσουν τους καταναλωτές ώστε να μην αντιληφθούν τις υπέρογκες αυξήσεις στις οποίες προχωρούν κρυφίως. Το πιο “δημοφιλές” από αυτά είναι η μείωση της ποσοτήτων που περιέχουν οι συσκευασίες διαφόρων προϊόντων.

Για παράδειγμα, η συσκευασία του ενός κιλού γίνεται αίφνης 900 ή 800 γραμμάρια και… ψάξε γύρευε ποιος καταναλωτής θα διαβάσει τα ψιλά γράμματα με το κόστος ανά κιλό για να αντιληφθεί την έμμεση αύξηση που επιβλήθηκε και είναι της τάξης του 10 ή 20% αν η απόλυτη τιμή μείνει όπως ήταν πριν και δεν ανέβει κιόλας.

Τις προηγούμενες ημέρες η εφημερίδα «Καθημερινή» δημοσίευσε ρεπορτάζ στο οποίο ανέφερε συγκεκριμένα προϊόντα των οποίων η τιμή αυξήθηκε κατ΄ αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο. Και όμως, το δημοσίευμα αντιμετωπίστηκε ως το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Το… αυτί κανενός αρμοδίου δεν έδειξε να ιδρώνει. Γι΄ αυτό και δεν είχαμε την παραμικρή… οργισμένη παρέμβαση στα τηλεοπτικά πρωινάδικα, στις οποίες κάποιοι έχουν μόνιμο στασίδι και επιδίδονται σε σχόλια επί παντός.

Ορισμένοι μάλιστα από εκείνους που μέχρι πρότινος έλεγαν ότι δεν πρέπει να ασχολούμαστε με το κινητό του Ανδρουλάκη, επειδή προέχει ο κίνδυνος για την πείνα που μπορεί να φέρει ο χειμώνας, άρχισαν να γίνονται λαλίστατοι για την παρακολούθηση του Στέργιου Πιτσιόρλα από τις μυστικές υπηρεσίες της εποχής του ΣΥΡΙΖΑ.

Όσο και αν το συγκεκριμένο «αφήγημα» μοιάζει να είναι πλέον περισσότερο βολικό, καθώς απομακρυνόμαστε -πέρασαν ήδη έξι εβδομάδες- από την αποκάλυψη της σκανδαλώδους «επισύνδεσης» του τηλεφώνου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, χωρίς να έχουν προστεθεί νέα επεισόδια στην όλη υπόθεση, ο προσανατολισμός της κοινής γνώμης δύσκολα θα αλλάξει.

Η ακρίβεια στην αγορά και οι συνεχείς ανατιμήσεις των προϊόντων θα παραμείνουν το πλέον καθοριστικό ζήτημα για τους πολίτες που όντως αγωνιούν πως θα βγάλουν τον χειμώνα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η ψήφος την οποία θα δώσουν στις επερχόμενες κάλπες θα είναι μονοδιάστατη και θα επηρεαστεί από την τροπή που θα πάρει μόνον ένα θέμα: ακρίβεια ή παρακολουθήσεις;

Στις ανοιχτές δημοκρατικές κοινωνίες, η εκλογική συμπεριφορά των ανθρώπων ήταν πάντοτε και παραμένει μια περίπλοκη εξίσωση, η οποία περιλαμβάνει γνωστούς και άγνωστους παράγοντες από το χθες, το σήμερα και το αύριο των κοινωνιών στις οποίες ζουν. 

Γιατί να αλλάξει τώρα ο κανόνας;

Παρασκευή 15 Απριλίου 2022

Ο Μάιος είναι μακριά, ο Ιούνιος ακόμα περισσότερο

Τα καλά νέα είναι ότι η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι είναι δυσβάστακτες οι συνέπειες από τις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις που προκλήθηκαν εξαιτίας της πανδημίας και εκτοξεύθηκαν μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία. 

Τα κακά νέα είναι ότι διστάζει να προχωρήσει στις γενναίες αποφάσεις που απαιτούνται ώστε να αναχαιτιστούν τα κύματα ακρίβειας που χτυπούν τους προϋπολογισμούς νοικοκυριών και επιχειρήσεων και κινδυνεύουν να μετατραπούν σε ανεξέλεγκτο τσουνάμι.

«Αναμένουμε ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, άμεσα και γρήγορα ευρωπαϊκή δράση», επανέλαβε για πολλοστή φορά την Πέμπτη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου. «Εάν αυτό δεν γίνει, η χώρα θα εφαρμόσει το δικό της εθνικό σχέδιο, θα έρθει να προσθέσει νέες πολιτικές στήριξης προς την ελληνική κοινωνία», συμπλήρωσε.

«Προφανώς και προβληματίζει την κυβέρνηση η αδυναμία του κόσμου να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του σε ό,τι αφορά το ρεύμα», είπε, υπό την πίεση επίμονων δημοσιογραφικών ερωτημάτων, ο κ. Οικονόμου, προσθέτοντας: «Γι’ αυτό κάναμε και θα συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να μην φτάνει ο κόσμος στο σημείο να μην μπορεί να πληρώσει τον λογαριασμό του ρεύματος».

Ακόμη περισσότερο προφανές από τον προβληματισμό της κυβέρνησης, ήταν από τα λεγόμενά του ότι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν μπορούσε, ως εκ της θέσεώς του, να αναγνωρίσει ότι ένα μεγάλο μέρος του κόσμου στον οποίο αναφερόταν έχει ήδη φθάσει στο σημείο που δεν μπορεί να πληρώσει τους λογαριασμούς του ρεύματος, του φυσικού αερίου και λίαν συντόμως και των ειδών διατροφής.

Οι κρατικές επιδοτήσεις οι οποίες έχουν χορηγηθεί ως τώρα μπορεί να μην είναι ευκαταφρόνητες για τα σφικτά δεδομένα των δημόσιων οικονομικών μας, πλην, όμως, έχουν αποδειχθεί απολύτως ανεπαρκείς για να καλύψουν τους φουσκωμένους λογαριασμούς που φθάνουν στους καταναλωτές έπειτα από έναν δύσκολο χειμώνα κατά τον οποίο οι ενεργειακές ανάγκες ήταν αυξημένες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.

Όταν σε ένα λογαριασμό μιας τριμελούς οικογένειας -πραγματικό το παράδειγμα- περιλαμβάνεται χρέωση 356 ευρώ που αφορά τη διαβόητη πλέον «ρήτρα αναπροσαρμογής», τι διαφορά να κάνουν εκπτώσεις της τάξης των 87 ευρώ; Ο λογαριασμός που φθάνει στα 580 ευρώ είναι υπερδιπλάσιος από τον αντίστοιχο περυσινό και εκείνοι που καλούνται να τον πληρώσουν μοιραία βρίσκονται σε απόγνωση.

Όσο, εξάλλου, και αν είναι αληθής ο ισχυρισμός ότι τον καιρό της πανδημίας, χάρις στα μέτρα στήριξης, ύψους 43 δισ. ευρώ, τα οποία λήφθηκαν για την προστασία των εργαζομένων και των επιχειρήσεων, παρατηρήθηκε αντίστοιχη αύξηση των συνολικών καταθέσεων, είναι πάμπολλα τα νοικοκυριά από τις τάξεις των μισθοσυντήρητων -κυρίως του δημοσίου-, των συνταξιούχων, των ανέργων και των απασχολούμενων στην «άτυπη» οικονομία που δεν ευνοήθηκαν από τον -τηρουμένων των αναλογιών- πακτωλό των ευρώ που έπεσε στην αγορά.

Μιλώντας, μάλιστα, με οικονομικούς όρους, τα χρήματα αυτά ήταν μια από τις αιτίες για τις πληθωριστικές πιέσεις που άρχισαν να παρατηρούνται όταν ξεκίνησε η προεξόφληση τους τέλους της πανδημίας. Η υπερβάλλουσα ρευστότητα με την οποία βρέθηκαν κάποια στρώματα, που εισέπρατταν κρατικές ενισχύσεις ενώ είχαν περιορίσει τις καταναλωτικές ανάγκες τους, αύξησε απότομα τη ζήτηση προϊόντων σε μια περίοδο που η προσφορά είχε προβλήματα εξαιτίας των lockdown που επιβλήθηκαν σε μεγάλο μέρος του πλανήτη.

Σε όλα αυτά ήρθαν να προστεθούν και οι δυσμενέστατες επιπτώσεις από την έκρηξη των τιμών της ενέργειας που προκλήθηκε εξαιτίας της πολεμικής σύρραξης στην Ουκρανία, αλλά και τη συνακόλουθη κερδοσκοπία που εκδηλώνεται σε όλες τις πολεμικές περιόδους και δεν θα μπορούσε να λείπει ούτε από τη συγκεκριμένη. Κάπως έτσι το μείγμα έγινε εκρηκτικό.

Η δικαιολογία ότι καταγράφονται και αλλού ανάλογα φαινόμενα απότομων ανατιμήσεων και επίμονων πληθωριστικών πιέσεων, ποσώς συγκινεί όσους έρχονται αντιμέτωποι με τους «καυτούς» λογαριασμούς. Πολύ περισσότερο που προοπτική για επερχόμενη κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία ή για αποκλιμάκωση των τιμών δεν διαφαίνεται στον ορατό ορίζοντα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η αναγκαιότητα για άμεση δράση καθίσταται επείγουσα. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διακρίνεται για την ταχύτητα στη λήψη των αποφάσεων, η ανάγκη για πρωτοβουλίες γίνεται ακόμη πιο επείγουσα. Άλλωστε, τα προμηνύματα με τις καθυστερήσεις πληρωμών και την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, που σημειώνονται το τελευταίο διάστημα, είναι σαφή και ξεκάθαρα.

Ο Μάιος για τον οποίο κλώτσησαν το τενεκεδάκι οι 27 Ευρωπαίοι ηγέτες στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής μοιάζει αρκετά μακρινός. Και ακόμη μακρινότερος ο Ιούνιος, ο οποίος είναι ο πιθανότερος μήνας για να ληφθούν οι απαιτούμενες γενναίες αποφάσεις. Με αποκορύφωμα τον κρίσιμο δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών, που είναι προγραμματισμένος για τη μεθεπόμενη Κυριακή που γιορτάζουμε το Πάσχα των Ορθοδόξων, ο κόμπος φθάνει στο χτένι.

Αν δεν επιταχυνθεί η ευρωπαϊκή δράση, η εθνική αντίδραση είναι μονόδρομος τον οποίο η κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να βαδίσει το συντομότερο δυνατόν. Σε κάθε περίπτωση, προέχει η κοινωνική συνοχή που πρέπει να προστατευθεί ως κόρη οφθαλμού για να μην ξαναζήσουμε ένα νέο 2012 όταν η αδυναμία παρέμβασης για να προασπιστούν τα εισοδήματα των πολιτών άνοιξε τον ασκό του Αιόλου που μετατράπηκε σε ούριο άνεμο για τα πανιά των κάθε είδους λαϊκιστών.

Η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να απαλλάξει εδώ και τώρα τα νοικοκυριά από το άγος των φουσκωμένων λογαριασμών ρεύματος και αερίου καλύπτοντας, σε πρώτη φάση από εθνικούς πόρους και κατόπιν από κοινοτικά κονδύλια, τις διαφορές σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Αν περιμένει να κινηθεί νωρίτερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα είναι πλέον πολύ αργά.

Οι καιροί ου μενετοί!

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

Μήπως να μάθουμε να ζούμε και με τον εφιάλτη της ακρίβειας;

Μπορεί οι ειδικοί να μην ομονοούν, κάτι άλλωστε που δεν συμβαίνει πρώτη φορά τα τελευταία δύο και πλέον χρόνια, αλλά ο κύβος ερρίφθη και η μια μετά την άλλη οι χώρες έχουν αρχίσει να κηρύσσουν το τέλος του απόλυτου συναγερμού για την πανδημία του κορωνοϊού

Τα κρούσματα από τη μια άκρη του πλανήτη ως την άλλη είναι ακόμη πολλά, όπως και οι αριθμοί των νοσηλειών, αλλά και οι θάνατοι, ωστόσο σε πολλά μέρη της υφηλίου οι ιθύνοντες χαλαρώνουν τους περιορισμούς και καταργούν υποχρεωτικότητες όπως οι μάσκες ή οι αποκλεισμοί για όσους επιμένουν ακόμη να μην εμβολιάζονται.

Είναι προφανές ότι η πανδημία δεν έχει εξαλειφθεί -και πως αλλιώς θα μπορούσε να διατυπωθεί ένας τέτοιος ισχυρισμός με τους δείκτες των λοιμώξεων που εξακολουθούν να καταγράφονται;-, αλλά έχει επικρατήσει η λογική ότι «πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τον κορωνοϊό».

Δικαιολογημένα, ίσως, καθώς ουδείς εχέφρων άνθρωπος μπορεί να επικαλεστεί άγνοια για όσα μπορεί να του επιφυλάξει η μοίρα εφόσον «συναντηθεί» με τον ιό. Όλοι μας ξέρουμε πια, όχι επειδή το μετέδωσαν τα μέσα ενημέρωσης, αλλά επειδή σίγουρα το βιώσαμε στον περίγυρό μας, ότι όποιος είναι πλήρως εμβολιασμένος και πάσχει από κάποιο σοβαρό υποκείμενο νόσημα θα νοσήσει ήπια και δεν θα αντιμετωπίσει ιδιαίτερους κινδύνους.

Από την άλλη, όσοι συνεχίζουν να παραμένουν ανεμβολίαστοι δεν μπορεί να προβάλουν καμία απολύτως πειστική δικαιολογία για το τεράστιο ρίσκο που αναλαμβάνουν είτε να νοσήσουν σοβαρά ή και να χάσουν τη ζωή τους. Ουδείς πλέον μπορεί να αναζητεί άλλοθι ότι δεν είχε την κατάλληλη ενημέρωση για να λάβει τη σωστή απόφαση για τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του.

Τα δύο χρόνια που διαρκεί η περιπέτεια της πανδημίας είναι πολλά και το κόστος το οποίο έχουν καταβάλλει οι κοινωνίες, αλλά και ο καθένας από μας χωριστά, είναι τεράστιο. Και θα αποδειχθεί ανυπέρβλητο αν δεν ακολουθήσουν το αμέσως προσεχές διάστημα συντονισμένα βήματα προς την κατεύθυνση της επιστροφής στην κανονικότητα.

Οι πληγές, άλλωστε, που έχει επισωρεύσει η παρατεταμένη διάρκεια της πανδημίας είναι μεγάλες και ορατές. Με πρώτη και καλύτερη την πληγή που συνιστά για την παγκόσμια οικονομία και τις κοινωνίες όλου του πλανήτη η επιστροφή του εφιάλτη του πληθωρισμού, ο οποίος για πάνω από δύο δεκαετίες είχε τιθασευτεί και, τουλάχιστον οι κάτοικοι των χωρών του δυτικού κόσμου, είχαμε αρχίσει να τον ξεχνούμε.

Εξαιτίας σειράς παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους, όμως, κυρίαρχο ρόλο έχουν οι ανισορροπίες στην προσφορά και στη ζήτηση αγαθών που προκλήθηκαν εξαιτίας των lockdown, χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία βλέπουν τους δείκτες των τιμών του καταναλωτή να φθάνουν σε επίπεδα που ελάχιστες από τις γενιές που είναι τώρα εν ζωή έχουν βιώσει.

Αλλά και στη δική μας χώρα, τα πράγματα δεν πάνε πίσω. Μπορεί να βιώσαμε τη μεγάλη συμπίεση των εισοδημάτων που προκάλεσε η δεκαετής μνημονιακή μέγγενη, πλην όμως οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών παρουσίαζαν μια -τηρουμένων των αναλογιών- εντυπωσιακή σταθερότητα. Οι Έλληνες που είναι σήμερα κάτω των 40 ετών δεν έχουν μνήμες από απότομες ανατιμήσεις που εξανέμιζαν τα εισοδήματα κυρίως των μισθοσυντήρητων των δεκαετιών του ‘70, του ’80 και του ’90.

Εκείνα τα χρόνια, το λεγόμενο «καλάθι της νοικοκυράς» ή άλλως ο «τιμάριθμος», που ήταν μια πολύ διαδεδομένη έκφραση η οποία δεν ακούγεται πλέον στη δημόσια συζήτηση, κατέγραφε ετήσιες ανατιμήσεις που κινούνταν με διψήφιους ρυθμούς. Ήταν τόσο δύσκολα τα πράγματα που για κάποια χρόνια, αρχής γενομένης από την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ, καθιερώθηκε ο αμυντικός μηχανισμός της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) με βάση τον οποίο οι μισθοί, τα ημερομίσθια και οι συντάξεις αυξάνονταν κάθε τετράμηνο σε ποσοστό ίσο με την αύξηση του πληθωρισμού, δηλαδή των τιμών των αγαθών που είχε σημειωθεί το αμέσως προηγούμενο διάστημα.

Ωστόσο, ούτε στην Ελλάδα, αλλά ούτε και αλλού όπου εφαρμόστηκε, όπως στη Γαλλία ή στην Κύπρο, η ΑΤΑ δεν κατάφερε να προστατεύσει τα εισοδήματα των μισθοσυντήρητων, αφού, κατά πολλούς, αντί να λειτουργήσει πυροσβεστικά για τις αυξήσεις των τιμών, στην πράξη λειτουργούσε ως φαύλος κύκλος που προκαλούσε συνεχείς αναζωπυρώσεις στις πληθωριστικές πιέσεις, αλλά και υποτιμήσεις στα εθνικά νομίσματα που για μας ήταν τότε η δραχμή.

Η κατάσταση εξομαλύνθηκε μετά την ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση και τη σταθερότητα των τιμών που έφερε η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, του ευρώ. Άλλα χρόνια προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, όπως τα εμπορικά ελλείμματα, οι δημοσιονομικές ανισορροπίες, η χαμηλή παραγωγικότητα και ο υπέρογκος δημόσιος δανεισμός δεν μας εγκατέλειψαν. Από τον βραχνά των συνεχών ανατιμήσεων, όμως, είχαμε απαλλαγεί. Πρόσκαιρα, όπως αποδείχθηκε.

Η πανδημία άλλαξε τα δεδομένα και ουδείς σοβαρός άνθρωπος μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα για πόσο καιρό θα μας συνοδεύει ο εφιάλτης που επέστρεψε και δεν αφορά μόνον τις τιμές της ενέργειας. Το γεγονός ότι το φαινόμενο είναι, κατά βάση, εισαγόμενο, δεν αποτελεί λόγο για αμεριμνησία, όπως αυτή που επικράτησε στην αρχική του εμφάνιση. Οι βεβιασμένες προβλέψεις για παροδικές αυξήσεις των τιμών αποδείχθηκαν ευσεβείς πόθοι και τείνουν να καταλήξουν φρούδες ελπίδες.

Όλα, λοιπόν, δείχνουν ότι, μετά τον κορωνοϊό, θα χρειαστεί μάλλον να μάθουμε να ζούμε και με την ακρίβεια. Ας το έχουν υπόψη τους όλοι όσοι, αντί να ανασκουμπωθούν για να βρουν λύσεις, περί άλλα τυρβάζουν ή απλώς αναλώνουν τον χρόνο τους σε εκλογικές σεναριολογίες….

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Οι δόσεις και ο δρόμος προς την ανόρθωση

             Η είδηση για την απόφαση εκταμίευσης από το Eurogroup μιας ακόμη δόσης ύψους 7,2 δισεκατομμυρίων ευρώ μου έφερε κατά νου το… παράπονο του «μοιραίου» προέδρου της Αργεντινής Φερνάντο Ντε λα Ρούα, ο οποίος στο τέλος του 2001 υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το αξίωμά του, αποχωρώντας από το Προεδρικό Μέγαρο με ελικόπτερο, έπειτα από τη στάση πληρωμών που υποχρεώθηκε να κηρύξει, δεσμεύοντας, μάλιστα, τις καταθέσεις των συμπατριωτών του, που μεγάλο μέρος τους εξανεμίστηκαν από τους ασύλληπτους ρυθμούς πληθωρισμού που συνόδευσαν την πολιτική των διαδόχων του.
«Οκτώ δισεκατομμύρια ήταν όλα και όλα όσα ζητούσαμε…», έλεγε «παραπονιάρικα» σε μια πρόσφατη συνέντευξή του (στους Φακέλους του Σκάι) ο πρώην πρόεδρος της μεγάλης αυτής λατινοαμερικανικής χώρας, συγκρίνοντας την άρνηση δανεισμού που αντιμετώπισε τότε η Αργεντινή με το απείρως πιο γενναιόδωρο «πρόγραμμα βοήθειας» που εξασφάλισε δέκα χρόνια αργότερα η Ελλάδα και χάρις στο οποίο εξακολουθεί να στέκεται οικονομικά (έστω και… τρεκλίζοντας) όρθια.
Όσο και αν στη χώρα μας παραμένει άκρως αντιδημοφιλής μια τέτοια παραδοχή, για όποιον δεν αρέσκεται στα στερεότυπα, τις εμμονές και τις δαιμονολογικές αφηγήσεις η σύγκριση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα αντιμετωπίστηκε ως «παιδί ενός ανώτερου Θεού», εξαιτίας της συμμετοχής της στο «κλαμπ της ευρωζώνης».
Ο αντίλογος για το βαρύ κοινωνικό κόστος που μέσω, κυρίως, της ανεργίας κατέβαλε και εξακολουθεί να καταβάλει η ελληνική κοινωνία στο βωμό της ασφυκτικής περιοριστικής πολιτικής που εφαρμόζεται την τελευταία «μνημονιακή» τριετία είναι μεν υπαρκτός, πλην, όμως, για να γίνει βάσιμος χρειάζεται να εξετάσει κανείς τις εναλλακτικές εκδοχές που είχε και έχει μια υπερδανεισμένη χώρα που επί σειρά ετών συσσώρευε ελλείμματα. 
Το καίριο, εξάλλου, ερώτημα που δικαίως τίθεται για το κατά πόσο η διεθνής –κυρίως ευρωπαϊκή- βοήθεια αξιοποιήθηκε επ΄ ωφελεία της αναγκαίας παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας παραμένει εκκρεμές, αλλά για να απαντηθεί χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα έγινε μια αντιπαραγωγική χώρα που το ισοζύγιο των διεθνών της συναλλαγών χειροτέρευε χρόνο με το χρόνο με ρυθμούς αντίστοιχους ή και μεγαλύτερους από εκείνους της δημοσιονομικής εκτροπής.
Γι΄ αυτό και οι δανειακές δόσεις, όσο μεγάλες και αν είναι και βεβαίως απαραίτητες για να συνεχιστεί η στοιχειώδης οικονομική λειτουργία, δεν είναι αυτές με τις οποίες θα κερδηθεί το μεγάλο στοίχημα της αναγκαίας ανόρθωσης της χώρας. Χρειάζονται πολύ περισσότερα και γι΄ αυτό ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς και δύσβατος. 
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 13.5.2013)