Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παιδεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παιδεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Από τo «δόξα τω Τσίπρα» στο «βοήθα Λαφαζάνη»

              Την τελευταία πενταετία, αναμφισβήτητα, ζήσαμε πολλά πρωτόγνωρα πράγματα και βιώσαμε αναρίθμητες παράδοξες καταστάσεις που με τα παλαιά μέτρα ήταν απολύτως αδιανόητες. Χωρίς ίσως μεγάλη δόση υπερβολής θα μπορούσε βάσιμα να ισχυριστεί κάποιος ότι βιώσαμε μια γενικευμένη κατάρρευση αξιών που επεκτάθηκε πολύ πέρα από την οικονομία. 
              Κουτσά – στραβά, ωστόσο, αυτά τα πέντε χρόνια η χώρα πορεύτηκε. Με μεγάλα προβλήματα, σίγουρα. Με τρομακτικές δυσκολίες για την πλειονότητα των πολιτών, δίχως άλλο. Ήταν, άλλωστε, ακριβώς τα προβλήματα και οι δυσκολίες που έκαναν τόσο πολύ κόσμο να καταψηφίσει όσους είχαν την ατυχία να κυβερνούν την περίοδο της κατάρρευσης και να αναζητήσει τη σωτηρία σε δυνάμεις που ούτε στην Ελλάδα ούτε πουθενά αλλού στον κόσμο θα μπορούσαν, υπό κανονικές συνθήκες, να βρεθούν σε κυβερνητικά αξιώματα.  
               Καθώς, όμως, περνούν οι μέρες, οι εβδομάδες και οι μήνες, η αίσθηση που κυριαρχεί είναι ότι η χώρα σα να έπαψε να πορεύεται. Τα περισσότερα από όσα συμβαίνουν γύρω μας μοιάζουν σα να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια φάρσα. Μια ανερμάτιστη καρικατούρα διακυβέρνησης που αν της αφαιρέσει κάποιος το βόλεμα «ημετέρων» είναι να αναρωτιέται τι άλλο μπορεί να θυμίζει οργανωμένο κράτος με ευρωπαϊκές προδιαγραφές.
               Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς; Την προχειρότητα με την οποία ένας υπουργός Παιδείας χαρακτηρίζει «ρετσινιά» την αριστεία. Την παραδοχή της αρμόδιας υπουργού ότι δεν μπορεί να συντάξει τη φορολογική της δήλωση; Την ευκολία με την οποία παραχωρούνται σε ξένες δυνάμεις οι υδρογονάνθρακες του Αιγαίου; Τις ανοησίες για την εξασφάλιση δωρεάν οικονομικών πόρων από χώρες που δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους; Και τόσα άλλα που είναι ταυτόχρονα για γέλια και για κλάματα.
               Το χειρότερο, πάντως, από όλα όσα μας συμβαίνουν αυτές τις πρώτες 110 μέρες της αριστεροδεξιάς κυβέρνησης είναι το πνεύμα της άρνηση της πραγματικότητας που αναδύεται από τις ακατάσχετες δηλώσεις στις οποίες επιδίδονται τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη. Είναι η αίσθηση ότι έχεις απέναντι σου πρόσωπα που κινούνται σε άλλα σύμπαντα, πολιτικούς που δεν έχουν σχέση με την υπαρκτή πραγματικότητα ή που, τέλος πάντων, δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν κάτι που να αφορά τα γήινα και τα κοινώς παραδεκτά για μια -όσο άπειρη και αν είναι...- ομάδα διακυβέρνησης.
               Η άγνοια και η αδαημοσύνη ακόμη και για τα στοιχειώδη που χαρακτηρίζουν πολλούς από όσους βρέθηκαν σε υπεύθυνες θέσεις είναι μάλλον το μικρότερο κακό μπροστά στις φαντασιώσεις και τις αυταπάτες από τις οποίες διακατέχονται οι περισσότεροι, αλλά και τις ψευδαισθήσεις που καλλιεργούν με ένα μείγμα κινήτρων που συνδυάζει ιδεοληπτικές εμμονές με ιδιοτελή προδιάθεση.
                Οι αντιφάσεις είναι τόσο κραυγαλέες που δεν προλαβαίνεις, διαβάζοντας ένα από τα non paper με τα οποία βομβαρδίζει η κυβέρνηση τα μέσα ενημέρωσης, να πεις «δόξα τω Θεώ» και έρχεται το επόμενο χτύπημα ενός κυβερνητικού αξιωματούχου που σε κάνει να αναφωνείς «βοήθα Παναγιά».
                Αφήνοντας, ίσως, κατά μέρος τις εντυπώσεις που δημιουργούνται στο εσωτερικό, θα είχε, νομίζω, μεγαλύτερη αξία να έκανε κάποιος από τους ιθύνοντες της κυβέρνησης έναν μίνι συγκριτικό απολογισμό για το πως υποδέχθηκαν διεθνώς στο τέλος του περασμένου Ιανουαρίου τον νέο πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνησή του και ποια είναι τρεις μήνες μετά η εικόνα που αναδύεται από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.
                 Πόσους, άραγε, φίλους κερδίσαμε αυτό το διάστημα; Οι «εχθροί» μας, οι «αντίπαλοί» μας και γενικά όσοι δεν μας συμπαθούν στον υπόλοιπο κόσμο είναι περισσότεροι ή λιγότεροι από όσοι ήταν μέχρι τον προηγούμενο χρόνο; Αλήθεια, θα κλάψει κανείς, αν από... ατύχημα οδηγηθούμε στην απόλυτη χρεωκοπία ή εκτός ευρώ; Υπάρχει, τέλος, κάποιος -στην υπόλοιπη, εκτός Ε.Ε., ήπειρο μας ή οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη- που να αντιλαμβάνεται τι πραγματικά διαπραγματευόμαστε και να μας συνιστά να συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο;
                Είμαι εξ εκείνων που ήδη από την προεκλογική περίοδο ισχυρίζονταν ότι η ισχυρή βούληση του κ. Τσίπρα και ενός στενού πυρήνα γύρω του μπορούσε να τιθασεύσει τις άτακτες δυνάμεις που τους περιέβαλαν. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι το δύσκολο εγχείρημα της προσαρμογής στη λογική ήθελε το χρόνο του για να μπορέσουν να απαλυνθούν οι εντυπώσεις από τις υπερβολικές προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί. 
                Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι ο χρόνος αυτός εξαντλείται πλέον επικίνδυνα. Η συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στo... «δόξα τω Τσίπρα» και στο.... «βοήθα Λαφαζάνη» φαίνεται να έχει εκμετρήσει το ζην. Σε βαθμό που οσονούπω δεν θα μας σώζει ούτε η... θαυματουργός Αγία Βαρβάρα.

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Τα «κενά» στα σχολεία και η «κανονικότητα»

Με μεγάλες ελλείψεις στο εκπαιδευτικό προσωπικό ξεκινά σε λίγες μέρες μια ακόμη σχολική χρονιά. Το πρόβλημα με τα «κενά» στα σχολεία δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, αφού και στο παρελθόν της αμέριμνης ευημερίας δάσκαλοι και καθηγητές διορίζονταν με καθυστέρηση εβδομάδων και μηνών μετά την έναρξη του νέου σχολικού έτους. Η αέναη επανάληψή του, όμως, δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους.
Υποτίθεται, άλλωστε, ότι τα αμέσως προηγούμενα χρόνια έγιναν επανειλημμένες προσπάθειες για τον εξορθολογισμό στην κατανομή του προσωπικού που υπηρετεί στην εκπαίδευση, αυξήθηκαν οι ώρες υποχρεωτικής διδασκαλίας και περιορίστηκαν δραστικά οι αποσπάσεις όσων υπηρετούσαν επί χρόνια σε διάφορα γραφεία –υπουργικά, βουλευτικά και άλλα- και απέφευγαν τις αίθουσες διδασκαλίας.      
Η δημόσια παραδοχή εκ μέρους του αρμόδιου υπουργού Ανδρέα Λοβέρδου ότι, παρά ταύτα, η ελληνική Πολιτεία αδυνατεί να καλύψει, έστω και με αναπληρωτές, τις τεράστιες ανάγκες που έχουν δημιουργηθεί σε δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια από τις συνταξιοδοτήσεις εκπαιδευτικών, θα περίμενε κανείς να σημάνει συναγερμό στην κυβέρνηση.
Φαντάζομαι ότι σε οποιαδήποτε «κανονική» χώρα -όπως αυτάρεσκα ισχυρίζονται ότι θέλουν να μετατρέψουν την Ελλάδα οι σημερινοί κυβερνώντες- θα άνοιγε μια συζήτηση μεταξύ των συναρμόδιων υπουργείων, θα συνεδρίαζε, αν θέλετε, το υπουργικό συμβούλιο και θα αναζητούσε άμεσα λύση σε ένα τόσο φλέγον ζήτημα με το οποίο θα έρθουν σε λίγες μέρες αντιμέτωπα χιλιάδες –υπερφορολογούμενα, ειρήσθω εν παρόδω- νοικοκυριά.   
Δυστυχώς, όμως, τίποτε εξ αυτών δεν συνέβη. Ο μνημονιακός «κορσές» που θέλει μια μόνο πρόσληψη για κάθε δέκα αποχωρήσεις παραμένει άκαμπτος ακόμη και στην Παιδεία που αντιμετωπίζεται όπως ακριβώς και οι υπόλοιπες υπηρεσίες, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι η εκπαίδευση αποτελεί τη σημαντικότερη επένδυση για το μέλλον κάθε χώρας.
Δεν κατανοώ, ειλικρινά, τι νόημα έχει να ανακοινώνεται μήνα με το μήνα όλο και μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα και να διατυμπανίζεται η «επιτυχία» της θετικής υπέρβασης των στόχων που μας έχει θέσει η τρόικα όταν αυτό γίνεται εις βάρος της νέας γενιάς που επωμίζεται –και αυτό!- το κόστος με την παροχή χαμηλού επιπέδου εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Το χειρότερο όλων, όμως, δεν είναι αυτό καθεαυτό το επίπεδο των υπηρεσιών και η έμμεση προτροπή για στροφή στην παραπαιδεία που εκπέμπεται από το φαινόμενο της έλλειψης εκπαιδευτικών κυρίως προς τις τάξεις των φιλομαθών νέων. Είναι, πολύ περισσότερο, το μήνυμα της αδιαφορίας για τις ουσιώδεις ανάγκες της κοινωνίας, κορωνίδα των οποίων είναι η προετοιμασία της επόμενης γενιάς που θα κληθεί να βγάλει τη χώρα από το τέλμα της σημερινής κρίσης.    
Σε κάθε περίπτωση, μια χώρα που δεν μπορεί να προσλάβει τους δασκάλους που της χρειάζονται για να μορφώσει τα παιδιά της, δεν είναι και δεν μπορεί να γίνει μια «κανονική χώρα»…

Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Να κάνουν διακοπές οι πολιτικοί;



            «Θέλω να κοιμηθώ, να μην κάνω τίποτε, να χασμουριέμαι…», εκμυστηρεύτηκε δημοσίως με μια πρόσφατη συνέντευξή του ο ηγέτης της γαλλικής ριζοσπαστικής Αριστεράς Ζαν Λικ Μελανσόν, σοκάροντας αρκετούς από εκείνους που τον είχαν ταυτίσει με το πρότυπο του σκληροτράχηλου ακτιβιστή ο οποίος είναι αφοσιωμένος αποκλειστικά στην πολιτική δράση και υποτάσσει σε αυτήν την ανθρώπινη υπόσταση.
            Χρειάζεται αναμφισβήτητα θάρρος για μια τέτοια παραδοχή και ειλικρινά δεν ξέρω πόσοι Έλληνες –και ενδεχομένως όχι μόνο- πολιτικοί είναι διατεθειμένοι να εξομολογηθούν με ειλικρίνεια τα αισθήματά τους και να τα μοιρασθούν με τους ανθρώπους από τους οποίους ζητούν την ψήφο τους.
Από την άλλη, δεν ξέρω και πόσοι ψηφοφόροι είναι έτοιμοι να ακούσουν και, πολύ περισσότερο, να αποδεχτούν έναν πολιτικό που νιώθει την ανάγκη να «αποκαλύπτεται» κατ΄ αυτόν τον τρόπο μπροστά τους και να τους παρουσιάζει ωμή και χωρίς περιττά φτιασιδώματα την αλήθεια.
Καλώς ή κακώς, για την πλειονότητα των πολιτών το πετυχημένο πρότυπο είναι ο «ατσαλάκωτος» πολιτικός που φιλοτεχνεί το προφίλ του ακούραστου ανθρώπου, ο οποίος είναι έτοιμος ανά πάσα για τη μάχη, ανεξαρτήτως του αν αυτή την –οποιαδήποτε- μάχη τη δίνει μόνο στα λόγια και κυρίως όταν γράφουν οι τηλεοπτικές κάμερες.   
Θυμηθείτε, για παράδειγμα, πόσες φορές τα τελευταία χρόνια ακούσαμε υποσχέσεις από πολιτικούς ότι «το φετινό καλοκαίρι δεν πάμε διακοπές» ή ότι «ο τάδε ηγέτης έδωσε αυστηρές οδηγίες στους συνεργάτες του να μην απομακρυνθούν από τα γραφεία τους και να μείνουν… μακριά από τις παραλίες».
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ξεχειλίζει η υποκριτική ανειλικρίνεια που θέλει να μας πείσει ότι το πολιτικό προσωπικό δεν απαρτίζεται από κανονικούς ανθρώπους που έχουν ανάγκη από ξεκούραση και διακοπές, αλλά αποτελείται από υπερανθρώπους διαφορετικούς από όλους εμάς και χωρίς… γήινες ανάγκες.
Εδώ να ανοίξω μια παρένθεση για να μεταφέρω την -εκπληκτική- απάντηση που έλαβα πριν από μερικά χρόνια από υπουργό Παιδείας όταν τον ρώτησα γιατί δεν προβλέπει από τον Μάιο τους διορισμούς των αναπληρωτών εκπαιδευτικών ώστε να ξεκινούν χωρίς κενά τα σχολεία τον Σεπτέμβριο. «Ξέρεις, είχα χθες μέχρι τις 5 το πρωί τους αρμόδιους διευθυντές και συζητούσαμε τη λύση», μου είπε θεωρώντας ότι θα με εντυπωσίαζε με τον χρόνο που μου είπε ότι διέθετε για τα καθήκοντά του.
Δεν μπορούσα να ελέγξω αν μου έλεγε ή όχι την αλήθεια. Και δεν είχε κανένα νόημα να το κάνω. Στις 5 το πρωί, άλλωστε, πολλά πράγματα μπορεί να γίνουν. Αλλά κανένα πρόβλημα δεν είναι δυνατόν να λυθεί. Και μάλιστα από… ξενυχτισμένους διευθυντές. Φυσικά, δεν μου προκαλεί εντύπωση που τόσα χρόνια μετά το τόσο απλό ζήτημα με τον έγκαιρο προγραμματισμό των διορισμών στα σχολεία δεν έχει βρει ακόμη τη λύση του και τα κενά καλύπτονται τον Δεκέμβριο.
Γι΄ αυτό προσωπικά προτιμάω τους πολιτικούς που μπορούν, όπως ο Μελανσόν, να λένε ευθαρσώς «βαρέθηκα και θέλω να κάνω ένα διάλλειμα…» από τους, δήθεν, ταγμένους στην… υπηρεσία του Έθνους που, στην πραγματικότητα, δεν μπορούν να «μοιράσουν δύο γαϊδουριών άχυρο», είτε κάνουν –στα κρυφά, συνήθως- είτε όχι διακοπές.

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Ανεξέλεγκτα υπουργικά βιλαέτια



            Με κρίση ή χωρίς κρίση, με μονοκομματική ή πολυκομματική κυβέρνηση, είναι, δυστυχώς, αρκετά πράγματα σε τούτη τη χώρα που δεν λένε να αλλάξουν ποτέ και με τίποτε. Και περισσότερο από όλα είναι οι νοοτροπίες που παραμένουν ίδιες και απαράλλακτες, είτε αφορούν τις συμπεριφορές αρκετών συμπολιτών μας, είτε τον τρόπο με τον οποίο εξακολουθούν να πολιτεύονται οι περισσότεροι από τους ταγούς μας.
            Πάρτε για παράδειγμα, το ζήτημα της διάρκειας του σχολικού έτους, το οποίο, έπειτα από μια σειρά παλινωδιών του τέως υπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου –στην αρχή με πρόχειρες εξαγγελίες για μεταφορά στα καθ΄ ημάς της λεγόμενης «λευκής εβδομάδας» ώστε να τονωθεί ο εσωτερικός τουρισμός και κατόπιν με απλή κατάργηση ορισμένων αργιών και επίσπευση του πρώτου κουδουνιού- είχαμε όλοι μείνει με την εντύπωση ότι επιμηκύνεται, επειδή, τάχατες, έτσι επέβαλαν οι νέες εκπαιδευτικές ανάγκες.
Καθώς, μάλιστα, προεξοφλήθηκε ότι από τον προσεχή Σεπτέμβριο τα σχολεία θα άρχιζαν κάποιες ημέρες νωρίτερα, ορισμένοι γονείς έκαναν τον θερινό προγραμματισμό των διακοπών τους με αυτό το δεδομένο, αφού τα παιδιά της πλειονότητας όσων Ελλήνων εξακολουθούν να εργάζονται δεν έχουν την πολυτέλεια της φύλαξης από νταντάδες, όπως τις περισσότερες φορές συμβαίνει με τα παιδιά των υπουργών που αποφασίζουν.    
            Φεύ όμως! Ο στοιχειώδης προγραμματισμός που επεχείρησαν να κάνουν οι οικογένειες πήγε στράφι, μόνον και μόνον γιατί ο πρωθυπουργός αποφάσισε να αλλάξει το πρόσωπο που διαφεντεύει το… βιλαέτι που λέγεται υπουργείο Παιδείας.
Αίφνης, λοιπόν, στο πλαίσιο μιας ραδιοφωνικής συνέντευξης του νέου υπουργού Ανδρέα Λοβέρδου, ο οποίος δεν συμπλήρωσε καν μια εβδομάδα στον υπουργικό του θώκο, πληροφορηθήκαμε ότι τα σχολεία θα εξακολουθήσουν να ανοίγουν στις 11 Σεπτεμβρίου και οι ανούσιες –για να μην πω… ανόσιες- αργίες θα παραμείνουν αναλλοίωτες για να μας θυμίζουν, ίσως, ότι «εδώ είναι Βαλκάνια…» και… Βαλκάνια θα παραμείνουν.
Με ποια επιστημονικά δεδομένα, άραγε, ο κ. Αρβανιτόπουλος αποφάσισε την επιμήκυνση της χρονικής χρονιάς; Σε ποια μελέτη στηρίχθηκε και ποιον ρώτησε πριν το ανακοινώσει μέσω σειράς συνεντεύξεων; Ο εκπαιδευτικός κόσμος, η Βουλή, το υπουργικό συμβούλιο ακούστηκαν πριν ανακοινωθούν οι φαεινές ιδέες της υπουργικής αυθεντίας του;
Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για το πισωγύρισμα του κ. Λοβέρδου: Ποιον, αλήθεια, συμβουλεύτηκε ο νέος υπουργός πριν αναλάβει την πρωτοβουλία να ακυρώσει ένα μέτρο του προκατόχου του, προτού καλά – καλά… ζεστάνει την καρέκλα που του πήρε; Εκτός από τον… εαυτό του, ρώτησε κανέναν άλλο;
Ειλικρινά, δεν ξέρω ποιος από τους δύο έχει τυπικά δίκιο και δεν μπορώ να αποφανθώ αν είναι καλύτερο ή χειρότερο για τους μαθητές να κάνουν μια εβδομάδα περισσότερο μάθημα στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, με δεδομένες τις κλιματολογικές συνθήκες της χώρας μας, αλλά, πολύ περισσότερο, με τις καταστάσεις που επικρατούν στην ελληνική εκπαίδευση και τη σαφή χειροτέρευση που επέφερε η κρίση.
Αισθάνομαι, όμως, τουλάχιστον από τον πρόχειρο τρόπο που και ο ένας και ο άλλος έκαναν τις σχετικές ανακοινώσεις, χωρίς να τις συνοδεύσουν με το πόρισμα μιας στοιχειώδους, έτσω, μελέτης για τις επιπτώσεις της επιχειρούμενης αλλαγής, ότι και οι δύο στέλνουν το χειρότερο μήνυμα στην ελληνική κοινωνία συνολικά και ειδικά στο πιο ευαίσθητο κομμάτι της που είναι η νέα γενιά.
Τόσο ο κ. Αρβανιτόπουλος, όσο και ο κ. Λοβέρδος, αλλά και η κυβέρνηση στο σύνολό της, στέλνουν το μήνυμα της αμελέτητης αυθαιρεσίας και της πολιτικής του –όπως λένε και σημερινοί νέοι –«ό,τι να ΄ναι».
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, όμως, είναι ότι η πολιτική του «ό,τι νά ΄ναι» δεν περιορίζεται σε ενδεχομένως ήσσονος σημασίας ζητήματα, όπως μπορεί να θεωρηθεί από ορισμένους η διάρκεια του σχολικού έτους. Αντιθέτως, διατρέχει σχεδόν όλο το εύρος της κυβερνητικής μηχανής και εν γένει της δημόσιας ζωής που χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη συνεργατικού πνεύματος και προηγούμενης μελέτης των αποφάσεων που λαμβάνονται από υπουργούς και λοιπούς κρατικούς αξιωματούχους.
Αλήθεια, η επόμενη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου θα γίνει πριν ή μετά τις… προσεχείς εκλογές;