Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Υπουργικό Συμβούλιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Υπουργικό Συμβούλιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Υπουργοί σε καραντίνα με άλλοθι τον κορωνοϊό

Την ερχόμενη εβδομάδα συμπληρώνονται 15 μήνες από τις τελευταίες εκλογές στις οποίες ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήρε ισχυρή λαϊκή εντολή και σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση της απολύτου αρεσκείας του, αφού η άνετη επικράτησή του στην κάλπη τού επέτρεψε να μην είναι δέσμιος πολλών εσωκομματικών ισορροπιών, όπως συνέβαινε στο παρελθόν με αρκετούς προκατόχους του.

Στη διάρκεια αυτού του δεκαπεντάμηνου, με προεξάρχον το μείζον ζήτημα της υγειονομικής κρίσης που έφερε η πανδημία του κορωνοϊού, είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη κλήθηκε να χειριστεί και να αντιμετωπίσει τόσα πολλά μεγάλα προβλήματα που σπανίως άλλες κυβερνήσεις αντιμετώπισαν ακόμη και σε ολόκληρη τη θητεία τους.

Η οξύτατη οικονομική ύφεση που αφήνει πίσω της η ασταμάτητη διασπορά του ιού, η αγωνία για να σταθεί όρθιο το Εθνικό Σύστημα Υγείας, η κλιμάκωση των προκλήσεων του Ερντογάν με όλα τα μέσα, καθώς και η έντονη πίεση που ασκούν οι συνεχιζόμενες μεταναστευτικές ροές, συνιστούν, χωρίς αμφιβολία, ένα εκρηκτικό κοκτέιλ ταυτόχρονων κρίσεων που δοκιμάζουν τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας και συνακόλουθα τις ικανότητες της κυβέρνησης.

Σε καμία, όμως, περίπτωση, η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν μπορεί να θεωρείται δικαιολογία για την απραξία που παρατηρείται σε ορισμένους τομείς της κυβερνητικής δράσης. Κάποιοι υπουργοί δείχνουν να έχουν μπει σε (αυτο)καραντίνα, επικαλούμενοι τον κορωνοϊό. Αγνοούν ή και αδιαφορούν για την αυταπόδεικτη αλήθεια ότι οι κυβερνήσεις εκλέγονται παγκοσμίως για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και τα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών και όχι απλώς και μόνον για να απολαμβάνουν τα στελέχη τους το νέκταρ της εξουσίας.

Στην τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου ο πρωθυπουργός μίλησε για τις αστοχίες του σχήματος του οποίου ηγείται. Και έβγαλε, όπως λέμε στην ποδοσφαιρική γλώσσα, «κίτρινη κάρτα» στους συνεργάτες του λέγοντάς τους ότι «δεν είναι πολιτικά  και ηθικά αποδεκτό, οποιοσδήποτε υπουργός να μετακυλύει ευθύνες σε άλλους υπουργούς ή να αποφεύγει να στηρίζει επιλογές της κυβέρνησης ή να αναγνωρίζει αστοχίες επικαλούμενος αναρμοδιότητα».

Ήταν η πρώτη φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε αυστηρή γλώσσα για τους συνεργάτες του, επειδή προφανώς αντιλαμβάνεται ότι κάποιοι εξ αυτών έχουν παρεξηγήσει τον ρόλο τους. Η αναβολή του ανασχηματισμού που ήταν προγραμματισμένος για το περασμένο καλοκαίρι, ενδεχομένως να δημιούργησε σε ορισμένους την εντύπωση ότι είναι αναντικατάστατοι. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρούν οι συμπεριφορές των κυβερνητικών στελεχών που φημολογούνταν ότι επρόκειτο να αντικατασταθούν.

Μέχρι να γίνουν οι λίγες διορθωτικές αλλαγές του Αυγούστου έβλεπε κανείς στη συμπεριφορά της πλειονότητας των κυβερνητικών στελεχών μια προσπάθεια να δείξουν ότι παράγουν έργο, αλλά και να εμφανιστούν με κάποια ταπεινότητα. Υπήρχε, άλλωστε, ακόμη τότε ο φόβος της αξιολόγησης και του «ποινολογίου» που υποτίθεται ότι τηρούνται στο Μέγαρο Μαξίμου, καταγράφοντας τη δραστηριότητα όλων.

Η εικόνα αυτή μεταβλήθηκε μετά τον μίνι ανασχηματισμό. Μάλλον επειδή οι περισσότεροι εξέλαβαν την παραμονή τους στο κυβερνητικό σχήμα ως σημάδι επιβράβευσης της έως τότε θητείας τους στην κυβέρνηση. Έτσι, η ταπεινότητα έδωσε τη θέση της στην αλαζονεία και για ουκ ολίγους… μέτρο της επιτυχίας τους έγινε ο αριθμός των προσκλήσεων που λαμβάνουν για να συμμετάσχουν στα πάνελ των πρωινών τηλεοπτικών εκπομπών.

Το πολυδιαφημισμένο, εξάλλου, σύστημα της αξιολόγησης των υπουργών αποδείχθηκε αναποτελεσματικό, αφού βασίζεται σε ποσοτικά και όχι σε ποιοτικά στοιχεία. Ποτέ και πουθενά η αποτελεσματικότητα της πολιτικής δράσης δεν μετρήθηκε με αριθμούς αποφάσεων, διαταγμάτων και νόμων. Έχει σίγουρα σημασία ποιος τηρεί και ποιος όχι τα χρονοδιαγράμματα στα οποία στηρίζονται τα συστήματα αξιολόγησης, αλλά δεν είναι αυτός ο καθοριστικός δείκτης που διαχωρίζει τον ικανό από τον ανίκανο πολιτικό.

Όπως και να έχει, εκείνο που έχει αρχίσει να γίνεται σαφές στην κοινωνία είναι ότι για την κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει τελειώσει προ πολλού ο παρατεταμένος «μήνας του μέλιτος» που έζησε, λόγω και της εσωστρέφειας στην οποία βυθίστηκε η κυρίαρχη αντίπαλη παράταξη. Είναι μια κυβέρνηση που έχει πλέον –καλό και κακό- παρελθόν. Μια κυβέρνηση 15 μηνών που δεν κρίνεται πια από τις προθέσεις της. Κρίνεται για τα όσα έκανε και για τα όσα δεν έκανε αυτό το διάστημα.

Ο κορωνοϊός δεν μπορεί να είναι άλλοθι για πολύ καιρό ακόμη. Ενώ και η αξιωματική αντιπολίτευση θα βγει κάποια στιγμή από τον πολιτικό λήθαργο στον οποίο βρίσκεται. Και θα ασκήσει τον ρόλο που τώρα έχουν αναλάβει οι… φαντασιακοί «μαυροσκούφηδες» του Παύλου Πολάκη.

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Υπουργικά χειροκροτήματα σε μια ηλιόλουστη Αθήνα



            Πριν από μερικά χρόνια είχα εντυπωσιαστεί όταν, σε ένα ταξίδι στη Βιέννη πίνοντας με την παρέα μου τον καφέ μας απέναντι από τα κυβερνητικά κτίρια, είδαμε τον τότε καγκελάριο της Αυστρίας Βόλφγκανγκ Σούσελ να προσέρχεται με φακέλους ανά χείρας και να πιάνει ένα λίγο απόμερο τραπέζι.
            Τον ακολουθούσε μια ομάδα προσώπων, η οποία, εξαιτίας της αναγνωρίσιμης φιγούρας της πανύψηλης υπουργού Εξωτερικών Ούρσουλα Πλάσνικ, που ήταν τότε πανευρωπαϊκά γνωστή, αντιληφθήκαμε ότι επρόκειτο για μέλη του αυστριακού υπουργικού συμβουλίου που είχαν προσέλθει με τους χαρτοφύλακες τους για να συνεδριάσουν.
Ήταν μια συνεδρίαση, η οποία χωρίς καμία επισημότητα, παρατρεχάμενους, κάμερες, δημοσιογράφους και τα συμπαρομαρτούντα, ούτε κάποιο –εμφανές τουλάχιστον- ιδιαίτερο μέτρο ασφαλείας, είχε απλώς συγκληθεί έξω από το κυβερνητικό μέγαρο. Ίσως και επειδή –όχι και τόσο συνηθισμένο στην Αυστρία- η μέρα ήταν αρκετά ηλιόλουστη.
            Ανέσυρα τη συγκεκριμένη εικόνα στη μνήμη μου καθώς παρακολουθούσα την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου του Αλέξη Τσίπρα.Καθώς ο σκηνοθέτης ήθελε να αλλάζει πλάνα, μετακινούσε συχνά την κάμερα και έβλεπε κανείς ζωγραφισμένη την αφόρητη βαρεμάρα στα πρόσωπα της πλειονότητας των μελών της κυβέρνησης.
Οι περισσότεροι, άλλωστε, είχαν προσέλθει στην αίθουσα κρατώντας στο ένα χέρι το κινητό τηλέφωνο και έχοντας το άλλο στην τσέπη,γνωρίζοντας ότι βρέθηκαν εκεί μόνον και μόνον για να αποτελέσουν το ντεκόρ στην εκφώνηση μιας ακόμη απολύτως προβλέψιμης ομιλίας που κανείς δεν ήξερε σε ποιους και γιατί απευθυνόταν.
            Δεν πρέπει, ωστόσο, να τους αδικούμε. Δεν είναι εύκολο να είσαι υποχρεωμένος να ακούς επί 27 ολόκληρα λεπτά της ώρας χιλιοειπωμένες πομφόλυγες του τύπου «η χώρα αποτελεί σήμερα ένα ευρωπαϊκό παράδειγμα επιτυχίας, στο οποίο αναφέρονται όλοι οι εταίροι μας με κολακευτικά σχόλια σχεδόν σε όλα τα ευρωπαϊκά φόρα».
Ούτε, ακόμη και αν είσαι ο… Θάνος Μωραΐτης, μπορείς να δείξεις ότι σου κεντρίζουν το ενδιαφέρον ισχυρισμοί του τύπου «όλα αυτά ίσως να μην τα διαβάσουμε στα πρωτοσέλιδα ορισμένων κυριακάτικων εφημερίδων, πολλών εξ αυτών κρατικοδίαιτων, υπό την έννοια ότι ζουν από θαλασσοδάνεια που ποτέ δεν ελέγχθηκαν από τους ιθύνοντες του τραπεζικού μας συστήματος».
Μόνον… λωτοφάγοι, εξάλλου, θα είχαν απωθήσει από τη μνήμη τους ότι η κυβέρνηση Τσίπρα έστησε πολύμηνα σόου στην αποκαλούμενη «Εξεταστική Επιτροπή για τα δάνεια κομμάτων και μέσων ενημέρωσης», στην οποία έσυρε σχεδόν μόνον όσους της ασκούν κριτική –και πάντως εξαίρεσε προκλητικά τους καταχρεωμένους φίλους της- προτού να καταλήξει το όλο καθαρτήριο εγχείρημα σε ένα μεγαλοπρεπές φιάσκο. 
Γι΄  αυτό και το -μάλλον ασυνήθιστο για τα ήθη που επικρατούν στις δυτικού τύπου κοινοβουλευτικές δημοκρατίες- χειροκρότημα, με το οποίο… αντέδρασαν οι υπουργοί και οι υφυπουργοί στο κλείσιμο της πρωθυπουργικής αγόρευσης, απέπνεε περισσότερο ανακούφιση και λιγότερο ικανοποίηση. Ήταν, πιθανότατα, η ανακούφιση που αισθάνεται ο καθένας όταν νοιώθει να χάνει ασκόπως τον χρόνο του.
Μπορεί να μην είναι όλοι τους πολυάσχολοι, αλλά, όπως και να έχει, κάτι καλύτερο θα είχαν να κάνουν από το να βλέπουν την απέλπιδα προσπάθεια του κ. Τσίπρα να αμφισβητήσει τις δημοσκοπήσεις και να πείσει –ποιους άραγε;- ότι «η χώρα μας μέσα στα τελευταία χρόνια έχει καταφέρει όσα λίγοι πίστευαν ότι θα μπορέσει να καταφέρει. Και τα πέτυχε αυτά, βεβαίως με τις δικές μας προσπάθειες, αλλά κυρίως με τη στήριξη του ελληνικού λαού».
Ο αθηναϊκός ήλιος, άλλωστε, έξω από τη μουντή αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου ήταν αναμφισβήτητα μεθυστικός. Και χωρίς αμφιβολία δεν θα μπορούσε κατά κανένα τρόπο να συγκριθεί με τη Βιέννη του Βόλφγκανγκ Σούσελ…
            Για να είμαστε ειλικρινείς, πάντως, το υπουργικό συμβούλιο στη χώρα μας έχει εδώ και πάρα πολλά χρόνια πάψει να επιτελεί τον ρόλο που επιτάσσει το Σύνταγμα. Με εξαίρεση κάποιες συνεδριάσεις μαμούθ επί της πρωθυπουργίας του Γιώργου Παπανδρέου, σχεδόν ποτέ δεν ελήφθησαν ουσιαστικές αποφάσεις στο θεσμικό αυτό όργανο της ελληνικής Πολιτείας.
Λίγο το πολυπρόσωπο του οργάνου, ακόμη περισσότερο η ανάληψη όλων των εξουσιών από τον πρωθυπουργικό περίγυρο, η παρουσία των υπουργών και των υφυπουργών στις σπανιότατες συνεδριάσεις της ολομέλειας των κυβερνητικών στελεχών είναι, κατά τα ψέματα, διακοσμητική.
Εκείνο, ωστόσο, το οποίο, μέσα σε αυτή τη γενική επισήμανση, δεν μπορεί και δεν πρέπει να περνά απαρατήρητο είναι ότι η θεσμική κατάπτωση των τελευταίων χρόνων δεν έχει το προηγούμενό της.
Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν έχουν καταγγελθεί υπουργοί ότι εκβιάστηκαν από άλλους υπουργούς, καταφεύγοντας στη Δικαιοσύνη για να λύσουν τις διαφορές τους. Ούτε έχει διανοηθεί ποτέ κυβερνητικό στέλεχος να κάνει απειλητικά τηλεφωνήματα στον κεντρικό τραπεζίτη της χώρας με σκοπό να δημοσιοποιήσει το περιεχόμενο της συνομιλίας.
Και ο λόγος που δεν πρέπει να περνά απαρατήρητη αυτή η πρωτοφανής κατάπτωση των πολιτικών ηθών είναι διότι όλα αυτά –μην γελιόμαστε- τυγχάνουν της απολύτου προσωπικής εγκρίσεως του πρωθυπουργού. Του πρωθυπουργού ο οποίος, όταν δεν καθοδηγεί, καλύπτει τους παρεκτρεπόμενους υπουργούς του.
Μιλάμε, άλλωστε, για τον πρωθυπουργό ο οποίος για να περιγράψει το απερίγραπτο συνονθύλευμα των προσώπων που συναπαρτίζουν την κυβέρνησή του χρησιμοποιεί τα εξής απίθανα λόγια:
«Γύρω της συσπειρώθηκαν και συνεχίζουν να συσπειρώνονται δυνάμεις από όλο το φάσμα το δημοκρατικό. Δυνάμεις και πρόσωπα που δεν ανήκουν αποκλειστικά στον χώρο της Αριστεράς, αλλά προέρχονται και από τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, τον χώρο της οικολογίας, αλλά και της λαϊκής κεντροδεξιάς».
Τόμπολα!

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Αλίμονο στην πραγματικότητα!



            Στις κανονικές χώρες που διαθέτουν κανονικές κυβερνήσεις οι συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου είναι κάτι το σύνηθες. Και παρά ταύτα οι επικεφαλής τους προετοιμάζονται γι΄ αυτές, πολύ περισσότερο όταν φωνάζουν τις κάμερες για να κάνουν πανηγυρικές διακηρύξεις.
Στη χώρα μας που το υπουργικό συμβούλιο συνεδριάζει τόσο σπάνια -μια φορά το εξάμηνο και αν…-, το λιγότερο που θα περίμενε κανείς είναι οι συνεδριάσεις του κορυφαίου αυτού θεσμικού οργάνου να ήταν τουλάχιστον καλά οργανωμένες και ακόμα καλύτερα προγραμματισμένες οι ομιλίες του πρωθυπουργού.
Επειδή, όμως, η Ελλάδα ούτε κανονική χώρα είναι –γιατί αν ήταν διοικούμενοι και διοικούντες δεν θα συμπεριφέρονταν με τον τρόπο που συμπεριφέρονται-, ούτε κανονική κυβέρνηση διαθέτει –γιατί αν διέθετε η συντριπτική πλειονότητα όσων κάθονται τώρα σε υπουργικούς θώκους ούτε στον προθάλαμο των υπουργικών γραφείων δεν θα πλησίαζαν-, όλα γίνονται στο πόδι και τίποτε δεν είναι αποτέλεσμα ουσιαστικού σχεδιασμού.
Στο «τσάτρα πάρτα» αποφασίζεται ότι η αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου θα γίνει το ντεκόρ για να εκφωνήσει ο πρωθυπουργός  έναν… «δεκάρικο» που συνέταξε στο «άψε σβήσε» ο λογογράφος του, κοτσάροντας διάφορους εξυπνακισμούς, για «βιολιά», «παράφωνους σκοπούς» και «μουσικές» που «είμαστε πια σε θέση, ίσως για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, να συνθέσουμε εμείς».
Υπό αυτή την έννοια, η κολοσσιαία γκάφα με την πρωθυπουργική αναγγελία της επελθούσας ανάπτυξης που διαψεύστηκε πριν καν τελειώσει το πανηγύρι το οποίο στήθηκε στην αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου, δεν συνιστά «απλή αστοχία υλικού», όπως μπορεί να συμπεράνει όποιος θελήσει να την απομονώσει από τα συμφραζόμενα που συγκροτούν τον ιδιότυπο τρόπο διακυβέρνησης που ακολουθείται τους τελευταίους 26 μήνες.
Είτε αντιμετωπιστεί ως συμπτωματικό γεγονός η διάψευση των πρωθυπουργικών βερμπαλισμών από την ΕΛΣΤΑΤ, στην οποία κανείς από την κυβέρνηση δεν σκέφθηκε να απευθυνθεί προτού να συνταχθεί το κείμενο της επίμαχης ομιλίας, είτε υιοθετηθεί το σενάριο που θέλει πίσω από όλα αυτά να κρύβεται το χάσμα που χωρίζει το Μέγαρο Μαξίμου από το υπουργείο Οικονομικών, μικρή σημασία.
Άλλωστε, και στη μια και στην άλλη περίπτωση εκείνο που αναδύεται από τη σπουδή του Αλέξη Τσίπρα να καταφύγει στον επικό ισχυρισμό ότι «μετά από επτά χρόνια σχεδόν καταστροφικής ύφεσης, η χώρα έχει επιστρέψει ήδη σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης» είναι το συμπίλημα από αυταπάτες, ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις που παρουσιάζεται άλλοτε ως προεκλογικό πρόγραμμα και τώρα ως κυβερνητικό σχέδιο.
Παρά το γεγονός, όμως, ότι η πραγματικότητα διαψεύδει τη μια με την άλλη τις εκτιμήσεις τους, όπως ευθαρσώς ομολόγησε πρόσφατα ο τέως υπουργός Νίκος Φίλης στο ανώτερο κομματικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ, οι κυβερνώντες απτόητοι εξακολουθούν να υποτιμούν τη νοημοσύνη των πολιτών οι οποίοι τους έδωσαν την πλειοψηφία επειδή πίστεψαν τα πιο απίθανα πράγματα που έχουν πει ποτέ πολιτικοί.
Τι να ξεχωρίσει κανείς; Το «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» του παρελθόντος; Ή τις πρόσφατες προπαγανδιστικές αρλούμπες για «την απομόνωση του Σόιμπλε» και «το τέλος της λιτότητας» που κηρύχθηκε από την ΕΡΤ μετά το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου και τη συμφωνία της ελληνικής πλευράς –διά στόματος του «αριστερού»… συνιστωσιάρχη Ευκλείδη Τσακαλώτου- να μειωθεί το αφορολόγητο και να περικοπούν οι συντάξεις.
Το μεγαλύτερο, ωστόσο, δυστύχημα δεν είναι αυτές καθεαυτές οι διαψεύσεις των κυβερνητικών εκτιμήσεων. Είναι, πολύ περισσότερο, η άρνησή τους -ή μήπως η αδυναμία από την πολυετή άσκηση στην ευκολία του να λες ό,τι νά ‘ναι- να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα. Με αποτέλεσμα κανένα από τα παθήματα να μη γίνεται μάθημα. Και να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά η ίδια τακτική της διαστροφής της πραγματικότητας.
Είδατε, για παράδειγμα, να αναλαμβάνει κάποιος την ευθύνη για τα όσα απατηλά υποστήριξε ο πρωθυπουργός στο υπουργικό συμβούλιο περί της ανάπτυξης; Κανείς απολύτως. Υπήρξε κάποια διαρροή για επίπληξη εκείνου ή εκείνων που μπορεί να τον παρέσυραν σε αυτό το μνημειώδες ατόπημα που πλήττει την αξιοπιστία του; Ούτε κατά διάνοια.
Ακούστηκε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας να απολογείται ή, έστω, να εκφράζει τη λύπη του όταν την επομένη και την μεθεπομένη εμφανίστηκε δημοσίως; Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Το μόνο για το οποίο φρόντισαν όσοι τον περιβάλουν ήταν να μιλήσει σε «προστατευμένο» περιβάλλον για να μην πέσει σε κανέναν… ενοχλητικό δημοσιογράφο που θα τον ρωτούσε σχετικά;
Τα ερωτήματα είναι προφανώς ρητορικά. Διότι έπειτα από δύο χρόνια διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, όλοι πλέον ξέρουμε ότι, από την εποχή που στη χώρα αποθεωνόταν η βαρουφάκειος «δημιουργική ασάφεια», το μοναδικό δόγμα στο οποίο παραμένουν σταθεροί οι άνθρωποι που απαρτίζουν τη σημερινή εξουσία είναι τούτο: Όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί τους, αλίμονο στην πραγματικότητα!
Υ.Γ.: Για να μην τα βλέπουμε όλα… μαύρα, πάντως, πρέπει να σημειώσουμε και κάτι θετικό που συνέβη επί των ημερών της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ: το ποσοστό όσων πιστεύουν πως «μας ψεκάζουν» υποχώρησε και από το 33,3% που το είχε βρει η εταιρία μετρήσεων Metron Analysis τον Οκτώβριο του 2013, τον Φεβρουάριο του 2017 ο ερευνητικός οργανισμός «διαΝΕΟσις» το κατέγραψε στο 26,5%. Είναι και αυτό μια κάποια πρόοδος. Δεν συμφωνείτε;

Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Ας ετοιμαζόμαστε για... πολυήμερους σημαιοστολισμούς



Αν με την αμφιλεγόμενη προσυμφωνία του Eurogroup της περασμένης Δευτέρας είχαμε τόσες τελετές και πανηγύρεις, όπως η νύκτωρ επίσκεψη της πρωθυπουργικής κουστωδίας στο Προεδρικό Μέγαρο ή η σύγκληση, την επομένη, του… ξεχασμένου Υπουργικού Συμβουλίου, ευλόγως αναρωτιέται κανείς τι θα συνέβαινε στην περίπτωση που είχαμε, όντως, βγει από το Μνημόνιο και είχε, πράγματι, «κουρευτεί» το χρέος. 
Με τη φόρα, πάντως, που έχουν πάρει οι κυβερνώντες, δεν αποκλείεται στις 24 Μαΐου, που μέλλει να ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις να κηρυχθεί πολυήμερος υποχρεωτικός σημαιοστολισμός. Και μην απορήσετε αν, κατά το πρότυπο του ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Κιμ Γιονγκ Ουν, κληθούμε να… αποθεώσουμε τον ηγέτη που θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι άφησε πίσω του «αυταπάτες» –δικές του, άραγε, ή όσων τον πίστεψαν;- όπως εκείνη η αμίμητη ότι έπρεπε να αρνούμαστε τις δόσεις από τα δανεικά και πως, αν το κάναμε, «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν»!
Ο ίδιος άνθρωπος στη συνεδρίαση του Υπουργικού του Συμβουλίου, χωρίς αιδώ, απευθυνόμενος στους υπουργούς του, αλλά ουσιαστικά στους πολίτες, δεν είχε καμία δυσκολία να εκθειάζει, πλέον, την τεράστια σημασία των νέων δανεικών τα οποία θα πάρουμε μετά την επίτευξη της οριστικής συμφωνίας. «Ανοίγει έτσι τώρα ο δρόμος για την εκταμίευση μιας μεγάλης δόσης, η οποία θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην ελληνική οικονομία», ήταν τα ακριβή λόγια που χρησιμοποίησε ο Αλέξης Τσίπρας στη συνεδρίαση της Τρίτης.
«Ένα σημαντικό τμήμα της θα χρησιμοποιηθεί για την εξυπηρέτηση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου», πρόσθεσε αναιρώντας όλη τη ρητορική που τον έφερε στην πρωθυπουργική καρέκλα. «Και έτσι θα κλείσει άλλο ένα κεφάλαιο στην προσπάθειά μας για την επιστροφή της χώρας σε αναπτυξιακή τροχιά», συμπλήρωνε διαβάζοντας από ένα κείμενο το οποίο, αν δεν διανθιζόταν από τις γνωστές ανοίκειες επιθέσεις κατά της αντιπολίτευσης, σε άφηνε με την εντύπωση ότι είχε γραφεί από τον… Χρύσανθο Λαζαρίδη ή κάποιον άλλον από τους λογογράφους του Αντώνη Σαμαρά.
Με απαρχή την ομιλία του κ. Τσίπρα το βράδυ της Κυριακής στη συζήτηση επί του Ασφαλιστικού – Φορολογικού νομοσχεδίου, που σημαδεύτηκε από την αποστροφή με την οποία παραδέχθηκε τις «αυταπάτες» του, ορισμένοι υποστήριξαν ότι «ξεκίνησε μια καινούργια εποχή». Η εποχή, όπως είπαν, της ολοσχερούς μεταστροφής του πρωθυπουργού και αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος για πρώτη φορά χρησιμοποίησε στους λόγους του κάποιες εκφράσεις που τον έδειχναν να παίρνει διαζύγιο από το παρελθόν του.
Ωστόσο, οι όρκοι (δήθεν;) πίστης στις μεταρρυθμίσεις, τους οποίους έδωσε, οι κοινοτυπίες του τύπου «η λύση προοπτικής είναι να παράξουμε πλούτο και να ξανακερδίσουμε το ΑΕΠ» που εκστόμισε, καθώς και οι αναφορές του στην ανάγκη για προσέλκυση επενδύσεων, μπορεί να μην είχαν ακουστεί άλλη φορά τόσο συμπυκνωμένα από τα χείλη του, πλην, όμως, απέχουν πολύ από το να πείσουν ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του απαλλάχθηκαν από τις αυταπάτες και κυρίως από τη μανία τους να λένε ψέματα.
  Θα μπορούσα να σταθώ μόνον και μόνον στα λεγόμενα του, κατά δήλωσή του, «κομμουνιστή» και, συνάμα, «ταξικού αποστάτη» Γ. Κατρούγκαλου, για να καταδείξω ότι έχουμε να κάνουμε με αδίστακτους και αμετανόητους οπορτουνιστές. Μέσα στα πολλά ψέματα που αράδιασε ο υπουργός Εργασίας, υπερασπιζόμενος το νομοσχέδιο που εισηγήθηκε στη Βουλή, σε μια αποστροφή της καταληκτικής ομιλίας του και θέλοντας να δείξει ότι, τάχατες, δεν νομοθέτησε κατ΄ επιταγήν των εταίρων και δανειστών, είπε επί λέξει τα εξής: «Η ουσία όμως είναι ότι επιχειρούμε μια μείζονα αλλαγή, αντίθετη με τις γενικές τάσεις που υπάρχουν στην Ευρώπη».
«Είμαστε αυτή τη στιγμή φορείς μιας διαφορετικής προοπτικής συνολικά για την Ευρώπη, όπου έχουμε αναγκάσει και την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία να τοποθετηθεί», ισχυρίστηκε σε άλλο της ομιλίας του, ομολογώντας ότι η (ισοπεδωτική) αντίληψη που διαπνέει το νομοθέτημά του βρίσκει απέναντι του όχι μόνον τις αντιλήψεις που επικρατούν στην Ελλάδα, αλλά «βρισκόμαστε και απέναντι στην Ευρώπη».
«Δικηγορίστικες», αν όχι και «δικολαβικές», πομφόλυγες από έναν άνθρωπο που δεν είχε πρόβλημα να βγάζει πύρινους λόγους στην Πλατεία των «Αγανακτισμένων» για να ψαρέψει «πελάτες» για το δικηγορικό του γραφείο και για την πολιτική καριέρα που προετοίμαζε, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς όλα τούτα. Ακόμη και έτσι, όμως, δείχνουν με ποιους έχουμε να κάνουμε. Και, επίσης, πόσο αλλοπρόσαλλα είναι αυτά που λένε και αυτά που κάνουν. 
Την ίδια ώρα, για παράδειγμα, που κατακρεουργούν τις συντάξεις, δε διστάζουν να ισχυρίζονται ότι «αποφύγαμε τις περικοπές», προσθέτοντας «των «κύριων», κάτι που επίσης είναι αίσχιστο ψεύδος, καθώς μπαίνει νέο χαμηλότερο πλαφόν στο άθροισμα με τις επικουρικές. Ενώ ανοίγουν διάπλατα τον δρόμο για να πωληθούν ενήμερα και μη δάνεια, διακηρύσσουν ψευδώς ότι «προστατεύεται η πρώτη κατοικία».
Και, επιπλέον, πανηγυρίζουν γενικώς για το χρέος, χωρίς τίποτε το χειροπιαστό και πάντως έχοντας αποδεχθεί το τέλος της αυταπάτης για «κούρεμα» που θα αποφασιζόταν σε διεθνή διάσκεψη την οποία θα προκαλούσε ο κ. Τσίπρας. Που κάποτε θα άλλαζε την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο. Όπως, καλή ώρα, κάνει τώρα ο υπουργός… Κατρούγελως με το, καθ΄ ομολογία του, πανευρωπαϊκά πρωτότυπο νομοσχέδιο για την κοινωνική ασφάλιση που πέρασε από τη Βουλή.
Αυταπάτες, λοιπόν; Ή, μήπως, σκέτες απάτες; Μάλλον το δεύτερο που, κατά τα φαινόμενα, θα αποδειχθεί καλύτερα όσο θα πλησιάζει η 24η Μαΐου. Και ίσως ακόμη καλύτερα όταν θα μπουν σε εφαρμογή τα όσα ψηφίστηκαν το περασμένο Σαββατοκύριακο. Και εκείνα που θα ακολουθήσουν με βάση τα συμφωνηθέντα της Δευτέρας. Πώς το είχε πει, άλλωστε, ο Β. Σόιμπλε τον Ιανουάριο στο Νταβός όταν βρέθηκε απέναντι στον Έλληνα πρωθυπουργό; «Είναι η εφαρμογή ηλίθιε!» («It's the implementantion, stupid!»).

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Ανεξέλεγκτα υπουργικά βιλαέτια



            Με κρίση ή χωρίς κρίση, με μονοκομματική ή πολυκομματική κυβέρνηση, είναι, δυστυχώς, αρκετά πράγματα σε τούτη τη χώρα που δεν λένε να αλλάξουν ποτέ και με τίποτε. Και περισσότερο από όλα είναι οι νοοτροπίες που παραμένουν ίδιες και απαράλλακτες, είτε αφορούν τις συμπεριφορές αρκετών συμπολιτών μας, είτε τον τρόπο με τον οποίο εξακολουθούν να πολιτεύονται οι περισσότεροι από τους ταγούς μας.
            Πάρτε για παράδειγμα, το ζήτημα της διάρκειας του σχολικού έτους, το οποίο, έπειτα από μια σειρά παλινωδιών του τέως υπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου –στην αρχή με πρόχειρες εξαγγελίες για μεταφορά στα καθ΄ ημάς της λεγόμενης «λευκής εβδομάδας» ώστε να τονωθεί ο εσωτερικός τουρισμός και κατόπιν με απλή κατάργηση ορισμένων αργιών και επίσπευση του πρώτου κουδουνιού- είχαμε όλοι μείνει με την εντύπωση ότι επιμηκύνεται, επειδή, τάχατες, έτσι επέβαλαν οι νέες εκπαιδευτικές ανάγκες.
Καθώς, μάλιστα, προεξοφλήθηκε ότι από τον προσεχή Σεπτέμβριο τα σχολεία θα άρχιζαν κάποιες ημέρες νωρίτερα, ορισμένοι γονείς έκαναν τον θερινό προγραμματισμό των διακοπών τους με αυτό το δεδομένο, αφού τα παιδιά της πλειονότητας όσων Ελλήνων εξακολουθούν να εργάζονται δεν έχουν την πολυτέλεια της φύλαξης από νταντάδες, όπως τις περισσότερες φορές συμβαίνει με τα παιδιά των υπουργών που αποφασίζουν.    
            Φεύ όμως! Ο στοιχειώδης προγραμματισμός που επεχείρησαν να κάνουν οι οικογένειες πήγε στράφι, μόνον και μόνον γιατί ο πρωθυπουργός αποφάσισε να αλλάξει το πρόσωπο που διαφεντεύει το… βιλαέτι που λέγεται υπουργείο Παιδείας.
Αίφνης, λοιπόν, στο πλαίσιο μιας ραδιοφωνικής συνέντευξης του νέου υπουργού Ανδρέα Λοβέρδου, ο οποίος δεν συμπλήρωσε καν μια εβδομάδα στον υπουργικό του θώκο, πληροφορηθήκαμε ότι τα σχολεία θα εξακολουθήσουν να ανοίγουν στις 11 Σεπτεμβρίου και οι ανούσιες –για να μην πω… ανόσιες- αργίες θα παραμείνουν αναλλοίωτες για να μας θυμίζουν, ίσως, ότι «εδώ είναι Βαλκάνια…» και… Βαλκάνια θα παραμείνουν.
Με ποια επιστημονικά δεδομένα, άραγε, ο κ. Αρβανιτόπουλος αποφάσισε την επιμήκυνση της χρονικής χρονιάς; Σε ποια μελέτη στηρίχθηκε και ποιον ρώτησε πριν το ανακοινώσει μέσω σειράς συνεντεύξεων; Ο εκπαιδευτικός κόσμος, η Βουλή, το υπουργικό συμβούλιο ακούστηκαν πριν ανακοινωθούν οι φαεινές ιδέες της υπουργικής αυθεντίας του;
Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για το πισωγύρισμα του κ. Λοβέρδου: Ποιον, αλήθεια, συμβουλεύτηκε ο νέος υπουργός πριν αναλάβει την πρωτοβουλία να ακυρώσει ένα μέτρο του προκατόχου του, προτού καλά – καλά… ζεστάνει την καρέκλα που του πήρε; Εκτός από τον… εαυτό του, ρώτησε κανέναν άλλο;
Ειλικρινά, δεν ξέρω ποιος από τους δύο έχει τυπικά δίκιο και δεν μπορώ να αποφανθώ αν είναι καλύτερο ή χειρότερο για τους μαθητές να κάνουν μια εβδομάδα περισσότερο μάθημα στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, με δεδομένες τις κλιματολογικές συνθήκες της χώρας μας, αλλά, πολύ περισσότερο, με τις καταστάσεις που επικρατούν στην ελληνική εκπαίδευση και τη σαφή χειροτέρευση που επέφερε η κρίση.
Αισθάνομαι, όμως, τουλάχιστον από τον πρόχειρο τρόπο που και ο ένας και ο άλλος έκαναν τις σχετικές ανακοινώσεις, χωρίς να τις συνοδεύσουν με το πόρισμα μιας στοιχειώδους, έτσω, μελέτης για τις επιπτώσεις της επιχειρούμενης αλλαγής, ότι και οι δύο στέλνουν το χειρότερο μήνυμα στην ελληνική κοινωνία συνολικά και ειδικά στο πιο ευαίσθητο κομμάτι της που είναι η νέα γενιά.
Τόσο ο κ. Αρβανιτόπουλος, όσο και ο κ. Λοβέρδος, αλλά και η κυβέρνηση στο σύνολό της, στέλνουν το μήνυμα της αμελέτητης αυθαιρεσίας και της πολιτικής του –όπως λένε και σημερινοί νέοι –«ό,τι να ΄ναι».
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, όμως, είναι ότι η πολιτική του «ό,τι νά ΄ναι» δεν περιορίζεται σε ενδεχομένως ήσσονος σημασίας ζητήματα, όπως μπορεί να θεωρηθεί από ορισμένους η διάρκεια του σχολικού έτους. Αντιθέτως, διατρέχει σχεδόν όλο το εύρος της κυβερνητικής μηχανής και εν γένει της δημόσιας ζωής που χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη συνεργατικού πνεύματος και προηγούμενης μελέτης των αποφάσεων που λαμβάνονται από υπουργούς και λοιπούς κρατικούς αξιωματούχους.
Αλήθεια, η επόμενη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου θα γίνει πριν ή μετά τις… προσεχείς εκλογές;