Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τζάκρη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τζάκρη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

Με… νοσταλγία δεν λειτουργούν «φουγάρα»

 «Στόχος είναι να ανάψουν όσο περισσότερα φουγάρα γίνεται…», δήλωνε η Θεοδώρα Τζάκρη όταν τον Σεπτέμβριο του 2015 αναλάμβανε το χαρτοφυλάκιο της υφυπουργού Βιομηχανίας στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Δεκατρείς μήνες αργότερα, ωστόσο, εγκατέλειψε το κυβερνητικό αξίωμα αφήνοντάς μας με την απορία πόσα φουγάρα άναψαν και πότε έσβησαν επί των ημερών της υφυπουργίας της.

Χωρίς να είναι βέβαιο ότι συνδέονται τα δύο γεγονότα, μερικούς μήνες μετά την αντικατάσταση της φερέλπιδος πολιτικού από την Πέλλα, η εταιρεία ΒSH (Βosch Siemens Hausgerate) Hellas που κατασκεύαζε τις λευκές συσκευές «Πίτσος» ανακοίνωνε την απόφαση της γερμανικής μητρικής εταιρείας να βάλει λουκέτο στο εργοστάσιο της επιχείρησης στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη. Το αρχικό χρονοδιάγραμμα όριζε ότι οι τίτλοι τέλους για την «Πίτσος» θα έπεφταν στο τέλος του 2018, αλλά στη συνέχεια η ημερομηνία λήξης ορίστηκε για το τέλος του 2020.

Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε απολύτως τίποτε για να εμποδίσει τη δυσμενή αυτή εξέλιξη. Το αντίθετο θα έλεγε κανείς, καθώς είχε εξαρχής εχθρική διάθεση απέναντι στον συμβιβασμό τον οποίο είχαν πετύχει οι προηγούμενες κυβερνήσεις με τη γερμανική εταιρία Siemens, η οποία προκειμένου να εξιλεωθεί για το σκάνδαλο με τα «μαύρα ταμεία» είχε, μεταξύ άλλων, δεσμευτεί να υλοποιήσει στη χώρα μας επένδυση 60 εκατ. ευρώ που θα απασχολούσε 700 εργαζόμενους.

Στο κείμενο της συμβιβαστικής συμφωνίας με την Siemens, η οποία είχε ψηφιστεί από τη Βουλή ως χωριστός νόμος, η επένδυση δεν κατονομαζόταν, αλλά ήταν κοινό μυστικό ότι αφορούσε τη μετεγκατάσταση του εργοστασίου της BSH - Πίτσος από τον Ρέντη στη Μαγούλα Αττικής. Είχε μάλιστα βρεθεί και το σχετικό ακίνητο, πλην, όμως, ο προσκείμενος στο τότε κυβερνών κόμμα δήμαρχος της περιοχής αντέδρασε στην αδειοδότηση.

Η επένδυση ματαιώθηκε και οι Γερμανοί ιδιοκτήτες της εταιρείας, οι οποίοι είχαν αποκτήσει τον έλεγχο της «Πίτσος» έπειτα από μια μεγάλη απεργία που έγινε στην επιχείρηση στα μέσα της δεκαετία του 1970, αποφάσισαν να κατευθύνουν την παραγωγική τους δραστηριότητα εκτός Ελλάδας, επιλέγοντας πιο συμφέροντες προορισμούς όπως είναι η Τουρκία ή η Σλοβενία. Είναι γνωστό άλλωστε ότι το κεφάλαιο δεν έχει… πατρίδα και κατευθύνεται εκεί που βρίσκει μεγαλύτερο κέρδος.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, βεβαίως, τα σχέδια των Γερμανών… καπιταλιστών διευκόλυναν τα μάλα και οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση, καθώς δεν άνοιξε μύτη με την απόφαση για το λουκέτο επειδή, όπως γράφηκε τότε χωρίς να διαψευστεί, οι εργατοϋπάλληλοι της επιχείρησης, με τη συναίνεση και του σωματείου τους, εξασφάλισαν γενναίες αποζημιώσεις απόλυσης.

Παραδόξως πως, ωστόσο, το ζήτημα ανακινήθηκε πρόσφατα με επιστολή που έστειλε προς τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου, ζητώντας την παρέμβασή του, ώστε να μην σταματήσει η λειτουργία της «Πίτσος» που έχει ιστορία 155 ετών, με έτος ίδρυσης το 1865. Ακόμη πιο παράδοξη, όμως, ήταν η αντίδραση της πρώην υφυπουργού Βιομηχανίας Θεοδώρας Τζάκρη, η οποία εξέδωσε ανακοίνωση για να επικρίνει τη σημερινή κυβέρνηση ότι ευθύνεται για ένα «λουκέτο» που αποφασίστηκε πριν από τρία χρόνια.

Πέρα από τις πολιτικές καντρίλιες, πάντως, αφού στην κόντρα μπήκαν και άλλοι πολιτικοί από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, η φυγή μιας επιχείρησης από τη χώρα μας και η μεταφορά των δραστηριοτήτων της στην Τουρκία ή όπου αλλού είναι ένα σοβαρό ζήτημα που δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορους ούτε όσους απαρτίζουν το πολιτικό σύστημα ούτε την κοινωνία και τους συλλογικούς φορείς της (συνδικάτα, κλπ).

Τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή την καθυστερημένη αντίδραση της Ομοσπονδίας των μεταλλεργατών, εκδηλώθηκε, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ένα κύμα έντονης νοσταλγίας για τις χαμένες ελληνικές βιομηχανίες που, όπως η «Πίτσος», έγραψαν ιστορία τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά τα τελευταία χρόνια δεν άντεξαν στον διεθνή ανταγωνισμό και οδηγήθηκαν στο λουκέτο.

Κάποιες εξ αυτών μάλιστα κατέρρευσαν πολύ πριν ζήσουμε την τελευταία φάση της φρενήρους παγκοσμιοποίησης, ενώ άλλες διατηρήθηκαν λίγο παραπάνω στη ζωή είτε χάρις σε κρατικές επιδοτήσεις είτε επειδή προσέλκυσαν κεφαλαιακές ενισχύσεις από το εξωτερικό. Το μόνο αναμφισβήτητο συμπέρασμα είναι ότι ο βιομηχανικός χάρτης του 1960 και του 1970 δεν έχει καμία σχέση με τον παραγωγικό χάρτη του 2020. Οι λόγοι για τους οποίους συνέβη αυτό είναι πολλοί και σίγουρα δεν μπορούν να εξαντληθούν σε ένα τέτοιο σημείωμα.

Κακά τα ψέματα, η ποιότητα αλλά κυρίως το κόστος των παραγόμενων στην Ελλάδα ηλεκτρικών συσκευών δεν μπορεί να συγκριθούν με πολλά εισαγόμενα. Και όσο και αν οι έχοντες κάποια ηλικία νοσταλγούμε τις πρώτες συσκευές που μπήκαν σπίτι μας και ήταν made in Greece, έστω και με σχετικά μικρή εγχώρια προστιθέμενη αξία, η συντριπτική πλειονότητα στις μέρες μας προτιμά τις φτηνότερες και πιο σύγχρονες συσκευές ακόμη και όταν αυτές κατασκευάζονται στην… Τουρκία.

Όπως και να έχει, η Ελλάδα του 2020 δεν μπορεί να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα στα φουγάρα. Οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στον παγκόσμιο καταμερισμό, σε συνδυασμό με το καλά εκπαιδευμένο προσωπικό που διαθέτει την υποχρεώνουν να στρέψει το ενδιαφέρον της σε νέες μορφές παραγωγικών δραστηριοτήτων, όπως είναι η έρευνα και η καινοτομία, η ψηφιακή τεχνολογία, η πράσινη ενέργεια και η τεχνητή νοημοσύνη στις οποίες μπορεί να πρωταγωνιστήσει.

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

Οι δημοσκοπήσεις και τα πέντε στάδια του πένθους

 Παρότι η κυβέρνηση έδειξε διάθεση να… κοιμηθεί στις δάφνες που αποκόμισε από την έγκαιρη κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού όταν ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού στις αρχές της περασμένης άνοιξης, οι πολίτες φαίνεται να της δίνουν ακόμη μεγάλη ανοχή.

Σε δύο νέες δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας αυτές τις μέρες, επιβεβαιώνεται ότι οι επιδόσεις του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης παραμένουν συγκριτικά πολύ καλύτερες από τις αντίστοιχες του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του κόμματός του.

Ο ήπιος πολιτικός λόγος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε όλες τις τελευταίες παρεμβάσεις του φαίνεται να του αποφέρει κέρδη, τα οποία υπερκαλύπτουν τις ζημιές από το γεγονός ότι στους έξι και πλέον μήνες που παρήλθαν από την εμφάνιση του πρώτου κύματος της πανδημίας δεν έγιναν όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν γίνει για να προετοιμαστούν η χώρα και η κοινωνία για το δεύτερο κύμα που τώρα ενσκήπτει εντονότερο.

Στον αντίποδα, ο Αλέξης Τσίπρας όχι μόνον δεν αποκομίζει οφέλη από τον οξύτατο λόγο στον οποίο καταφεύγει για να αντιπολιτευθεί την κυβέρνηση –με αποκορύφωμα την επιμονή του να επιβάλει στο κόμμα του τον όρο «πολιτικός απατεώνας» που προσδίδει στον νυν πρωθυπουργό-, αλλά μάλλον καταγράφει απώλειες με τη στρατηγική της μετωπικής αντιπαράθεσης που έχει χαράξει, αμφισβητώντας προθέσεις και επιτεύγματα των αντιπάλων του που οι πολίτες τους τα πιστώνουν.

Τόσο στην προ δεκαπενθημέρου δίδυμη παρέμβαση του από την Θεσσαλονίκη όσο και στο τελευταίο μήνυμα του προς τους πολίτες ο πρωθυπουργός επέλεξε να παρουσιάσει τις θέσεις και τις απόψεις τους, αποφεύγοντας επιμελώς να ανταποδώσει τα πυρά που εξακοντίζουν εναντίον του οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε δεν έκανε σχεδόν καμία προσωπική αναφορά στον προκάτοχό του. Καλώς ή καλώς επέλεξε σε όλα τα θέματα –πανδημία, οικονομία, ελληνοτουρκικά, κ.ά.- να περιγράψει το δικό του αφήγημα.

Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις που δέχθηκε στο τετράωρο που διήρκησε η δική του συνέντευξη απάντησε με ονομαστικές αναφορές στον διάδοχό του και με σταθερά επικριτική διάθεση. Δεν περιορίστηκε να ασκήσει κριτική εκεί που όντως η κυβέρνηση δεν τα έχει πάει καλά, αλλά της επιτέθηκε ακόμη και εκεί που ήταν σαφές ότι τα περιθώρια κριτικής μέσα στα οποία μπορούσε να κινηθεί ήταν πολύ στενά. Μοιραία, λοιπόν, δεν κατάφερε να αποφύγει τις αντιφάσεις από τις οποίες χαρακτηρίζεται τον τελευταίο χρόνο η πολιτική του, γεγονός που αντανακλάται και στις διαρκείς εσωκομματικές αναταραχές.

Ο ισχυρισμός, για παράδειγμα, ότι η επιτυχία της Ελλάδας στην πρώτη φάση της πανδημίας οφείλεται αποκλειστικά στην υπευθυνότητα των πολιτών, αλλά όχι στην ενεργοποίηση της κυβέρνησης, είναι τουλάχιστον αντιφατικός όταν συνοδεύεται με έντονη κριτική προς την κυβέρνηση που επικαλείται την ατομική ευθύνη για να αυτοπροστατευθούν οι πολίτες από την εξάπλωση της πανδημίας. Είναι, άλλωστε, ζήτημα κοινής λογικής να αναγνωρίσει κανείς ότι χωρίς την ατομική ευθύνη του καθενός μας, καμία κυβέρνηση και κανένα κράτος δεν μπορεί να φρενάρει τη διάδοση της πανδημίας.

Από την άλλη, μια παράταξη που διεκδικεί την εξουσία, από την οποία αποχώρησε μόλις πριν από δεκατέσσερις μήνες, δεν μπορεί να ενστερνίζεται πρωτοβουλίες για καταλήψεις σχολείων που βρίσκουν σύμφωνες μόνον κοινωνικές μειοψηφίες που αρέσκονται στην ακραία ρητορική.

Οι μετριοπαθείς πολίτες που εκλέγουν τις κυβερνήσεις και στην παρούσα φάση ανησυχούν σφόδρα για τις βαριές συνέπειες που έχει στις ζωές τους η πανδημία είναι βέβαιο ότι δεν συγκινούνται από τις καταλήψεις. Είναι, μάλιστα, πολύ πιθανό το ενδεχόμενο να έτειναν ευήκοον ους σε μια στοιχειοθετημένη κριτική για τα πραγματικά προβλήματα και τις αδυναμίες που διαπιστωμένα υπάρχουν στην εκπαίδευση, όπως και σε άλλους τομείς ης δημόσιας ζωής.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η πλειονότητα των Ελλήνων επιβραβεύει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του επειδή προφανώς τους συγκρίνει με την πολιτική ομάδα που αποδοκιμάστηκε για τον διχαστικό τρόπο με τον οποίο διακυβέρνησε τη χώρα την προηγούμενη πενταετία και, πάρα ταύτα, επιμένει πεισματικά στο ίδιο ακριβώς μοτίβο της μισαλλόδοξης δαιμονοποίησης όποιου δεν συμφωνεί και δεν συντάσσεται μαζί τους.

Είναι προφανές ότι, με ψυχαναλυτικούς όρους, η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται στα πολύ πρώιμα στάδια του πένθους που αισθάνονται από την απώλεια της εξουσίας. Οι πιο πολλοί, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τον Παύλο Πολάκη και τη Θεοδώρα Τζάκρη, κινούνται ακόμη ανάμεσα στην άρνηση και στον θυμό.

Κάποιοι λίγοι, όπως ίσως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, έχουν περάσει στο τρίτο στάδιο που είναι η διαπραγμάτευση. Όλοι τους, όμως, δείχνουν να θέλουν πολύ χρόνο για να φτάσουν στο τέταρτο στάδιο που είναι η κατάθλιψη. Πόσω μάλλον στο πέμπτο στάδιο που είναι η αποδοχή της πραγματικότητας.

Όσο γρηγορότερα, πάντως, το κάνουν τόσο το καλύτερο για τους ίδιους, το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και την ποιότητα της διακυβέρνησης στη χώρα.