Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φουρθιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φουρθιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Η μομφή, μομφή… δεν έχει. Ή μήπως έχει;

«Τον πήρε παραμάζωμα τον Μητσοτάκη ο Τσίπρας» αποφάνθηκε ένα στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που στο παρελθόν διετέλεσε βουλευτής σε μια ανάρτηση την οποία έκανε εν θερμώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μόλις ολοκληρώθηκε η ομιλία που εκφώνησε στη Βουλή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη συζήτηση επί της πρότασης μομφής που κατέθεσε ο ίδιος.

«Ανελέητο σφυροκόπημα σε Μητσοτάκη και κυβέρνηση ΝΔ», παιάνιζαν την ίδια στιγμή τα φίλα προσκείμενα στον ΣΥΡΙΖΑ μέσα ενημέρωσης. Επειδή, όμως, θα ακολουθούσε η ομιλία του πρωθυπουργού, ένας εκ των εκπροσώπων Τύπου της Κουμουνδούρου έσπευσε να δώσει γραμμή, ή ίσως και να προκαταλάβει όλους εκείνους που δεν παρακολουθούσαν απευθείας την κοινοβουλευτική συνεδρίαση, με την εξής διαπίστωση: «Θλιβερή η εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή να προσπαθήσει να απαντήσει στον οδοστρωτήρα Τσίπρα».

Κι όλα αυτά γιατί; Για να δικαιολογηθεί η διαπίστωση με την οποία είχε νωρίτερα ξεκινήσει την ομιλία του ο Αλέξης Τσίπρας: «Έχετε τελειώσει πολιτικά κύριε Μητσοτάκη!», ήταν η άποψη που εξ αρχής εξέφρασε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ πριν αρχίσει να εκπέμπει τον γνωστό, αλλά και τόσο αντιφατικό εξάψαλμο κατά των μέσων ενημέρωσης. «Όσο υπάκουα είναι», ισχυρίστηκε «τόσο μεγαλύτερη χρηματοδότηση παίρνουν», αγνοώντας ότι και τα περισσότερα από τα μέσα που τον υποστηρίζουν δεν αδικήθηκαν από τα κονδύλια της πανδημίας.

Απέφυγε, βεβαίως, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να μπει στον κόπο να παραθέσει κάποιο σχετικό στοιχείο που να δικαιολογεί τα λεγόμενά του. Διότι αν το έκανε, θα έπρεπε να βρει ένα τουλάχιστον σοβαρό επιχείρημα που να δικαιολογεί το λαϊκιστικό, ου μην αλλά και συνωμοσιολογικό, αφήγημα του. Ένα στην πραγματικότητα καταφανώς κατασκευασμένο αφήγημα που σχετίζεται με την προφανή πολιτική κακοδαιμονία με την οποία είναι αντιμέτωπος που τον κάνει να κοιμάται και να ξυπνάει με την εκτίμηση ότι φταίνε τα μέσα ενημέρωσης τα οποία ευλόγως διέγνωσαν ότι η πρόταση μομφής την οποία υπέβαλε ο κ. Τσίπρας στην παρούσα φάση δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την αναζήτηση μιας σανίδας σωτηρίας από τα εμφανή προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αξιοποιεί όλα τα διαθέσιμα όπλα που του δίνουν το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής για να επιτεθεί στην κυβέρνηση και να εκθέσει τις ανεπάρκειες των πολιτικών της και τις αστοχίες των στελεχών της. Μόνον, όμως, που ακόμη και σε όσους δεν αρέσκονται στη δίκη προθέσεων, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητες οι σκοπιμότητες που υποκρύπτονται πίσω από τις πρωτοβουλίες και τις κινήσεις κάθε πολιτικής παράταξης.

Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και οι πιο φιλικά διακείμενοι προς την Κουμουνδούρου δεν μπορούν να συγκαλύψουν το αυταπόδεικτο γεγονός ότι το έναυσμα για την πρόταση μομφής του κ. Τσίπρα δεν ήταν ο χιονιάς της περασμένης Δευτέρας και το… σπασμένο τηλέφωνο ανάμεσα στους ιθύνοντες της Αττικής Οδού και την ηγεσία της Πολιτικής Προστασίας που είχε ως αποτέλεσμα την απερίγραπτη ταλαιπωρία χιλιάδων οδηγών στον βαρυφορτωμένο από τα χιόνια περιφερειακό αυτοκινητόδρομο της πρωτεύουσας. 

Άλλωστε, ακόμη και οι λιγότερο προσεκτικοί τηλεθεατές της, κατά τα λοιπά, γενικευμένης κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης που εκτυλίχθηκε το προηγούμενο τριήμερο στο ελληνικό Κοινοβούλιο δεν δυσκολεύτηκαν να αντιληφθούν ότι ο λόγος που στήθηκε όλο αυτό το σκηνικό είχε να κάνει με την διπλή πίεση που δέχεται το τελευταίο διάστημα ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. 

Μια πίεση που προέρχεται αφενός από την δημοσκοπική απειλή που προκαλεί για κείνον η (αδιαμφισβήτητη) εκτίναξη της επιρροής του Κινήματος Αλλαγής – ΠΑΣΟΚ μετά την εκλογή στην ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη και αφετέρου από την αδυναμία του κ. Τσίπρα να επιβάλει τις βουλήσεις του στο εσωκομματικό δυναμικό της παράταξης του που εμφορείται από τις ιδέες που είχε το νυν κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης όταν αποτελούσε μια περιθωριακή πολιτική δύναμη.

Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Τσίπρας στην καταληκτική του ομιλία αφιέρωσε λιγότερο χρόνο στις ατχοχίες και στις αρρυθμίες που σχετίζονταν με το πρόβλημα της κακοκαιρίας, μένοντας, μάλιστα, σχεδόν άφωνος για τις ευθύνες των υπευθύνων της Αττικής Οδού, που η περιρρέουσα φημολογία θέλει να ανήκουν στον κύκλο των… συνομιλητών του. Αντιθέτως, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ αφιέρωσε ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος της αγόρευσης του στην (απέλπιδα;) προσπάθεια του υπόδικου τηλεπαρουσιαστή Μένιου Φουρθιώτη να αποδείξει ότι ήταν συνομιλητής κυβερνητικών στελεχών.

Όσο επιλήψιμο, όμως, κι αν είναι (που είναι!), ότι σοβαροί κατά τα λοιπά υπουργοί της κυβέρνησης βρίσκονταν σε διάλογο με ανθρώπους σαν τον Φουρθιώτη (σ.σ.: η στήλη είναι αναφερθεί επικριτικά και στο παρελθόν στο… ψοφοδεές πολιτικό πρόσωπο το οποίο κάνει υποκλίσεις στις υπερφίαλες απαιτήσεις τηλεπερσόνων που κινούνται στον υπόκοσμο της υποτιθέμενης «ενημέρωσης»), η κατάσταση αυτή επ΄ ουδενί δεν δικαιώνει την υποβολή της πρότασης μομφής από τον κ. Τσίπρα. 

Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, δεν είναι μόνον που καμία κυβέρνηση δεν έχει πέσει μέχρι τώρα από την κατάθεση πρόταση δυσπιστίας, όπως με βάση την επίσημη κοινοβουλευτική ορολογία αποκαλείται η «μομφή». Είναι πολύ περισσότερο που η υποβολή της μομφής δεν δικαιώθηκε από το επιχειρήματα που επιστρατεύθηκαν για να τη στηρίξουν. Άλλωστε, ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να ενστερνιστεί την άποψη της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «έχει τελειώσει πολιτικά» ο Κυριάκος Μητσοτάκης;

Σε πείσμα, λοιπόν, των βαρύγδουπων ισχυρισμών για «παραμάζωμα», «ανελέητο σφυροκόπημα» και «οδοστρωτήρα Τσίπρα», η πρωτοβουλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέληξε σε μια άνευ προηγουμένου άσφαιρη ομοβροντία. Και αυτό διότι μπορεί να είναι να είναι εύκολο να μέμφεσαι κάποιον, αλλά αν αυτό γίνεται χωρίς επαρκή δικαιολογητική βάση, τότε ο κίνδυνος η μομφή να γίνει μπούμερανγκ είναι πολύ μεγάλος. 

Το πιθανότερο, δε, είναι ότι οι επόμενες δημοσκοπήσεις, των οποίων τα ευρήματα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αμφισβητηθούν από την αξιωματική αντιπολίτευση, θα το δείξουν!

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Το «Φουρθιώτης-gate» εκθέτει το… ψοφοδεές πολιτικό σύστημα

 

Χρόνιες παθογένειες της δημόσιας ζωής, που η διαιώνισή τους εκθέτει ανεπανόρθωτα το πολιτικό σύστημα και ειδικά όσους ασκούν εξουσία, έφεραν στο προσκήνιο της επικαιρότητας οι καταγγελίες για «τα έργα και τις ημέρες» της cult τηλεπερσόνας που ακούει στο όνομα Μένιος Φουρθιώτης.

Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που διάφορα πρόσωπα, τα οποία κινούνται στον πολύ ευρύ χώρο της δημοσιότητας, καταφέρνουν, με μόνο εφόδιο το περίσσευμα θράσους που διαθέτουν, να προσπορίζονται ωφελήματα που δεν αντιστοιχούν ούτε στα προσόντα ούτε στις ικανότητές τους, η περίπτωση Φουρθιώτη είναι από τις πλέον προκλητικές.

Η μεγαλύτερη, ωστόσο, πρόκληση προέρχεται από τη συμπεριφορά του κρατικού μηχανισμού και του πολιτικού συστήματος. Είτε πρόκειται για υπόγειες συναλλαγές, που, πάντως, μέχρι στιγμής, δεν έχουν αποδειχθεί τεκμηριωμένα, είτε αφορά απλώς ψοφοδεή διάθεση που προέρχεται από πονηρές σκέψεις του τύπου «ας τα έχουμε καλά μαζί του για να μην μας βρίζει από το τηλεοπτικό βήμα που διαθέτει», το αποτέλεσμα για τις εντυπώσεις που προκαλούνται στην κοινή γνώμη είναι ένα και το αυτό.

Η διάθεση μόνιμης αστυνομικής φρουράς σε έναν παρουσιαστή περιθωριακού τηλεοπτικού σταθμού, ακόμη και αν δεν ήταν στην έκταση που ανέφεραν οι αρχικές καταγγελίες, αποτελεί μείζον ζήτημα από τη στιγμή που γίνεται με δαπάνες των φορολογουμένων. Πολύ περισσότερο που, όπως αποκαλύπτεται, οι αρμόδιες υπηρεσίες όφειλαν να γνωρίζουν για τους πολλούς ανοικτούς λογαριασμούς με τη Δικαιοσύνη, όπως επίσης και να είχαν γνώση του γεγονότος ότι οι αστυνομικοί τον συνόδευαν στις επισκέψεις σε υπουργικά γραφεία για να διεκδικήσει χρήματα με εκβιαστικές απειλές.

Τα ερωτήματα για το ποιος και γιατί έλαβε τις αποφάσεις για να φρουρείται ο κ. Φουρθιώτης δεν απαντήθηκαν. Η επίσημη δικαιολογία σύμφωνα με την οποία οι υπηρεσίες της ΕΛΑΣ δεν αξιολογούν χαρακτήρες ανθρώπων, αλλά εκτιμούν κινδύνους» δεν είναι πειστικές. Ακόμη και όταν συνοδεύονται με επισήμανση της αρχής ότι «η ασφάλεια αποτελεί καθολικό αγαθό». Κι αυτό διότι είναι προφανές ότι οι αστυνομικές δυνάμεις που είχαν διατεθεί στον συγκεκριμένο τηλεπαρουσιαστή, όπως και σε άλλους ομοίους του οι οποίοι θέλουν bodyguards για λόγους prestige, έλειπαν από την αστυνόμευση των γειτονιών που έχουν προβλήματα αυξημένης εγκληματικότητας.

            Η ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη παραδέχτηκε ότι η φρούρηση του Μένιου Φουρθιώτη ξεκίνησε από τον Μάιο του 2020 με έναν αστυνομικό και έφτασε τον Μάρτιο του 2021 να έχει τέσσερις αστυνομικούς , εικοσιτετράωρη φύλαξη του σπιτιού του και συνοδευτικό αυτοκίνητο με μοτοσικλέτα της ασφάλειας. Η αύξηση της φρουράς του τηλεπαρουσιαστή αποδόθηκε στο φορτισμένο κλίμα που υπήρχε την συγκεκριμένη περίοδο λόγω της υπόθεσης Κουφοντίνα.

Σύμφωνα με τον υφυπουργό Λευτέρη Οικονόμου, «τον Μάιο του 2020 είχε διατεθεί ένας αστυνομικός για την ασφάλεια του κ. Φουρθιώτη με βάση ορισμένα περιστατικά και αιτήματα που αυτός είχε επικαλεστεί. Αξιολογήθηκαν από την αρμόδια επιτροπή που προβλέπεται. Στις 12 Αυγούστου του 2020 υπήρξε ένας εμπρησμός έξω από την οικία του». Με αυτή την αφορμή, ο τηλεπαρουσιαστής θεώρησε ότι δεν φρουρείται επαρκώς και πιέζοντας αρμοδίως κατάφερε να ενισχύσει βαθμηδόν την φρουρά.

*Την 1η Νοεμβρίου 2020 αποφασίστηκε η παράταση της διάθεσης του ενός αστυνομικού και παράλληλα διατέθηκε και ένας δεύτερος για ένα τρίμηνο προκειμένου να εναλλάσσονται κάθε μέρα οι δύο αστυνομικοί.

*Στις 10 Ιανουαρίου του 2021 υπήρξε εμπρησμός του αυτοκινήτου του διευθυντή του ενημερωτικού τμήματος του Έψιλον TV. Με βάση αυτό το περιστατικό -και νέα αιτήματα που υποβλήθηκαν προς το αρχηγείο της ΕΛΑΣ για αύξηση της φρουράς- στις 13 Ιανουαρίου 2021 διατάχθηκε η διάθεση και τρίτου αστυνομικού και μιας υπηρεσιακής μοτοσυκλέτας και η επιτήρηση της οικίας του.

*Τα μέτρα αυτά μέχρι και την 1η Φεβρουαρίου δεν είχαν υλοποιηθεί. Στις 18 Μαρτίου, όμως, εξαιτίας της συνολικής έντασης γύρω από τις κινητοποιήσεις υποστηρικτών του Δ. Κουφοντίνα, αποφασίστηκε να αυξηθεί η συνοδευτική ασφάλεια με τέταρτο αστυνομικό και ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο, ενώ διατάχθηκε εικοσιτετράωρη φύλαξη της οικίας του. Τότε είχαμε επίθεση σε σπίτια βουλευτών και άλλων προσώπων και απειλών που υπήρχαν σε μέσα μαζικής ενημέρωσης σε σχέση με την απεργία Κουφοντίνα.

Μετά τον πρόσφατο θόρυβο ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης απέσυρε την φρουρά και στις τοποθετήσεις του έδειξε αυτοκριτική διάθεση, αλλά και πρόθεση να δώσει λύση στο ζήτημα της φρούρησης των κάθε λογής «επωνύμων». O υπουργός Προστασίας του Πολίτη δεν δίστασε να πει μια μεγάλη αλήθεια που αναδεικνύει τον χρόνιο χαρακτήρα που έχουν τα νοσηρά φαινόμενα της φρούρησης με όρους… ρουσφετολογίας ή δύναμης ισχύος.

«Κάθε υπουργός προστασίας του Πολίτη τα τελευταία 20 χρόνια προσπαθεί να πάρει κόσμο από τα “επίσημα”, όπως λέγονται και να τον βάλει σε μάχιμες αστυνομικές υπηρεσίες πρώτης γραμμής, να βγάλει “την αστυνομία στους δρόμους”», δήλωσε για να προσθέσει: «Όλοι κι εγώ πρώτος, επαιρόμαστε τους δυο πρώτους μήνες ότι τα καταφέραμε και μετά γυρνάμε στα ίδια. Γιατί η πίεση της ζήτησης είναι κοινωνικό φαινόμενο και δεν λύνεται με διαταγές».

Αναλαμβάνοντας, όπως είπε, πλήρως την πολιτική ευθύνη και για λογαριασμό όλων όσοι είχαν το ίδιο πόστο τα προηγούμενα χρόνια και δεν άλλαξαν το σύστημα με το οποίο διατίθεται αστυνομική φρούρηση σε δημόσια πρόσωπα, όπως πολιτικοί, δικαστικοί και άλλοι, ο κ. Χρυσοχοΐδης δεσμεύθηκε δημοσίως ότι: «Θα νομοθετήσουμε τώρα με τόλμη και φαντασία και πολύ διάλογο». Συμπλήρωσε ότι «δεν θα ανακαλύψουμε τροχό», αλλά «θα μεταφέρουμε καλές πρακτικές άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, που έδρασαν στο θέμα νωρίτερα από εμάς», προδιαγράφοντας τη συνεργασία της ΕΛΑΣ με ιδιωτικές εταιρίες φύλαξης.

Εξίσου προβληματικός υπήρξε, εξάλλου, και ο τρόπος αντίδρασης της ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας όταν αποκαλύφθηκε ότι μέσω εικονικών αυξήσεων στους μισθούς του, το συγκεκριμένο πρόσωπο προσπάθησε να αποσπάσει από το Δημόσιο χρήματα που δεν δικαιούνταν μέσω του προγράμματος «Συνεργασία».

Ο τότε αρμόδιος υπουργός Γιάννης Βρούτσης προχώρησε μεν σε επείγουσα νομοθετική ρύθμιση για να περιορίσει τις παράνομες απαιτήσεις του κ. Φουρθιώτη, θέτοντας πλαφόν στο ύψος της αποζημίωσης ειδικού σκοπού που μπορεί να λάβει κάποιος, πλην, όμως, δεν κατονόμασε τα πρόσωπα που τον είχαν απειλήσει. Και, πολύ περισσότερο, δεν προσέφυγε στη Δικαιοσύνη για τις παρανομίες που εξελίχθηκαν μπροστά στα μάτια του. «Θα έπρεπε την ίδια ώρα να διατάξει τη σύλληψή του και τον στείλει απευθείας στον εισαγγελέα», υποστήριζαν τις προηγούμενες ημέρες συνάδελφοι του νυν κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Νέας Δημοκρατίας.

Αν και αρμόδιοι αξιωματούχοι απορρίπτουν κάθε ισχυρισμό περί εμπλοκής της κυβερνητικής ηγεσίας στις «εξυπηρετήσεις» προς τον Μένιο Φουρθιώτη, ωστόσο, τόσο η καθυστερημένη απόσυρση της αστυνομικής φρουράς του τηλεπαρουσιαστή όσο και η εκ των υστέρων παραπομπή στη Δικαιοσύνη της υπόθεσης με τις υπερβολικές απαιτήσεις αποζημίωσης από το υπουργείο Εργασίας, δημιουργούν προβληματισμό στους πολίτες.

Το γεγονός ότι τέτοια φαινόμενα έρχονται από το παρελθόν δεν αποτελεί δικαιολογία. Ούτε μπορεί να εκληφθεί ως άλλοθι η επισήμανση ότι παλαιότερα ο συγκεκριμένος τηλεπαρουσιαστής εκθείαζε από το τηλεοπτικό του βήμα τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρμόδιο για τις τηλεοπτικές συχνότητες υπουργό Νίκο Παπά, ενώ ο «καναλάρχης» Φίλιππος Βρυώνης που του παρέχει τηλεοπτική στέγη είχε προσκληθεί και παρίστατο στη φιέστα… εξόδου από το Μνημόνιο που διοργάνωσε η προηγούμενη κυβέρνηση.