Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζωή Κωνσταντοπούλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζωή Κωνσταντοπούλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2023

Οι εκλογές και το Διαδίκτυο ή όταν «το μέσο (δεν) είναι το μήνυμα»

Δύο επώνυμα στελέχη της -τέως και μελλοντικής κατά πάσα βεβαιότητα- κυβερνητικής παράταξης, ήταν μεταξύ εκείνων που έγιναν τις προηγούμενες ημέρες οι καλύτεροι διαφημιστές του κόμματος της Ζωής Κωνσταντοπούλου, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, έχει στις νεότερες ηλικίες υπερδιπλάσια απήχηση από εκείνη που καταγράφει στο συνολικό εκλογικό σώμα.

Ως άλλοι… αστυνόμοι Σαΐνηδες οι δύο γαλάζιοι βουλευτές έσπευσαν να καταγγείλουν μέσα από τους λογαριασμούς τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι το site της Πλεύσης Ελευθερίας, ανάμεσα στους εθελοντές που αναζητούνταν για να βοηθήσουν το κόμμα της πρώην προέδρου της Βουλής, περιλαμβανόταν και η ειδική κατηγορία «ληστής τραπεζών». Για να γίνουν μάλιστα περισσότερο πιστευτοί διευκρίνιζαν: «προσοχή δεν είναι τρολιά».

Έλα, όμως, που, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ήταν όντως μια τρολιά, η οποία λειτούργησε ως μια αριστοτεχνική παγίδα στην οποία έπεσαν μέσα πολλοί και ανάμεσά του τα συγκεκριμένα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, τα οποία, επειδή θεώρησαν τους εαυτούς τους ειδήμονες στο Διαδίκτυο, ανέλαβαν άκοντες το έργο της διαφήμισης του διαδικτυακού ιστότοπου του κόμματος της Ζωής Κωνσταντόπουλου.

Η πρώην πρόεδρος της Βουλής θα έπρεπε να δαπανήσει πολλά χρήματα για να πετύχει το ίδιο διαφημιστικό αποτέλεσμα για να μπει τόσος κόσμος στο κομματικό της site. Η δε κίνησή της αυτή ίσως αποδειχθεί πιο αποδοτική και από την εξίσου εντυπωσιακή πρωτοβουλία της να δημοσιοποιήσει τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της για να μπορεί να επικοινωνήσει μαζί της όποιος ψηφοφόρος το επιθυμεί.

Παρατηρώντας κανείς μακροσκοπικά αυτή καθεαυτή τη συγκεκριμένη ιστορία αλλά και την ευρύτερη επήρεια που φαίνεται να είχαν οι διαδικτυακές καμπάνιες κομμάτων και υποψηφίων στα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών, έχω την αίσθηση ότι εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα ότι η χρήση του Διαδικτύου είναι μεν μια αναγκαία συνθήκη για τον προεκλογικό αγώνα, πλην, όμως, δεν είναι διόλου ικανή για να αλλάξει άρδην τα δεδομένα.

Με άλλα λόγια, είναι πασιφανές και από την έκβαση που είχε η αναμέτρηση της 21ης Μαΐου ότι οι εκλογές δεν κερδίζονται οι εκλογές στο Διαδίκτυο. Ή, ίσως για να ακριβολογούμε, δεν κερδίζονται μόνον στο Διαδίκτυο. Δεν είναι, άλλωστε, διόλου τυχαία η ψυχρολουσία την οποία υπέστησαν οι υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ στο Διαδίκτυο όταν το βράδυ των πρόσφατης εκλογικής αναμέτρησης είδαν τον φαντασιακό κόσμο τους να έρχεται ανάποδα και αισθάνθηκαν σαν να τους πέφτει ο ουρανός στο κεφάλι.

Επί μήνες και χρόνια είχαν επενδύσει σε μια εικονική πραγματικότητα η οποία σχηματιζόταν μέσα από τα «μου αρέσει» και τις «καρδούλες» που συγκέντρωσαν οι αναρτήσεις τις οποίες έκαναν στο Facebook και στο Twitter και, κατά βάση, απευθύνονταν σε ένα πολύ περιορισμένο μικρόκοσμο το οποίο δεν είχε σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα που διαμορφωνόταν. Το δικό τους σύμπαν ήταν πλήρως αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο.

Έκαναν υποτιθέμενες «δημοσκοπήσεις» μεταξύ τους οι οποίοι έβγαζαν… σταλινικά ποσοστά υπέρ των απόψεων τους. Το επετύγχαναν χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, αφού νωρίτερα είχαν μπλοκάρει και αποκλείσει από την ψηφοφορία οποιονδήποτε είχε διαφορετική άποψη από τη δική τους. Και παρ’ όλ΄ αυτά αναρωτιόνταν αν υπήρχαν ψηφοφόροι οι οποίοι το 2019 είχαν επιλέξει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στις 21 Μαΐου θα άλλαζαν την ψήφο τους. Αποδείχθηκε στην πράξη ότι ήταν πάρα πολλοί αλλά οι ίδιοι αδυνατούσαν να τους εντοπίσουν επειδή αρέσκονταν να διαβάζουν τις προβλέψεις του Ευάγγελου Αντώναρου.

Η περίπτωση της προσωρινής απόφασης του Αλέξη Τσίπρα να θέσει στο περιθώριο τον βουλευτή Χανίων Παύλο Πολάκη είναι ίσως ενδεικτική της διαστρέβλωσης της πραγματικότητας που μπορεί να προκαλέσει η άκριτη προσήλωση στις τάσεις του Διαδικτύου. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αναίρεσε την ειλημμένη απόφασή του να θέσει εκ ποδών τον «αψύ Σφακιανό» επειδή πείστηκε ότι οι αντιδράσεις που εκφράστηκαν μέσω του Διαδικτύου ήταν αντιπροσωπευτικές της βούλησης της κοινωνίας.

Η αλήθεια, όμως, που αναδείχθηκε μέσα από την κάλπη, είναι ότι ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Υγείας, ο οποίος αποτέλεσε εμβληματική προσωπικότητα της αντιπολιτευτικής τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από έναν θορυβοποιό που συσπείρωνε μεν γύρω από το πρόσωπό του τον σκληρό πυρήνα των φανατικών της παράταξης του, την ίδια ώρα, όμως, απωθούσε πολύ περισσότερους.

Μια ματιά στο αποτέλεσμα των Χανίων αρκεί να πείσει και τον πλέον δύσπιστο: η Νέα Δημοκρατία σε αυτή την περιφέρεια κέρδισε επτά μονάδες περισσότερες από το 2019 (από το 34,05% ανέβηκε στο πρωτοφανές στα χρονικά ποσοστό του 41,16%), ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε δεκαεπτά ολόκληρες μονάδες (από το 37,35% υποχώρησε στο 20,64%) που πρέπει να είναι η μεγαλύτερη ζημιά που υπέστη σε όλη την Επικράτεια. Τι και αν σταύρωσαν τον κ. Πολάκη 10.950 από τους συνολικά 18.439 Χανιώτες που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ;

Εν κατακλείδι, λοιπόν, μπορεί αρκετοί να έχουν παγιδευτεί στην περιώνυμη φράση του θεωρούμενου ως «γκουρού» της επικοινωνίας καθηγητή Μακ Λούαν σύμφωνα με την οποία «το μέσο είναι το μήνυμα», η πραγματική ζωή αποδεικνύει με κάθε ευκαιρία ότι, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο όποιο μέσο -παραδοσιακό ή σύγχρονο- και αν χρησιμοποιεί κανείς, η κενότητα δεν γεφυρώνεται και ούτε καλύπτεται.

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

«Η αραχνοΰφαντη γύμνια του βασιλιά»



            Μεγάλη έκπληξη, αντίστοιχη με εκείνη που δοκίμασε ο πρωταγωνιστής του παιδικού παραμυθιού «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα», όταν ένα μικρό παιδί αναφώνησε το περίφημο «ο βασιλιάς είναι γυμνός», πρέπει να αισθάνθηκε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κατά την τελευταία κοινοβουλευτική αντιπαράθεση των πολιτικών αρχηγών.
            Στη θέση του αραχνοΰφαντου φορέματος, «που το δέρμα δε νοιώθει το άγγιγμά του», όπως, κατά τον μεγάλο Δανό παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, είχαν πείσει τον αυτοκράτορα κάποιοι αετονύχηδες από το περιβάλλον του, βρέθηκαν οι υποτιθέμενες «παρεμβάσεις» στη λειτουργία στη Δικαιοσύνη που κάποιοι έπεισαν τον κ. Τσίπρα ότι είχαν γίνει επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης και που, αν ο ίδιος τις αποκάλυπτε, το κοινό θα τις έβλεπε ως «την πιο υπέροχη φορεσιά στον κόσμο» και θα τον αποθέωνε.
Δεν εξηγείται αλλιώς το αλλαζινικό ύφος με το οποίο ανέβηκε στο βήμα της Βουλής, επιχειρώντας, με στόμφο παλαιού κομφερασιέ και με ευρήματα δανεισμένα από τηλεπαιχνίδια, όπως το «επιτρέψτε μου να σας κρατήσω λίγο ακόμα σε αγωνία που, από ό,τι καταλαβαίνω, από τη στάση σας όλο αυτό το διάστημα είχατε περισσή», να δημιουργήσει σασπένς με την πλέον αργόσυρτη απαρίθμηση -δεκατριών στον αριθμό- «παρεμβάσεων».
Ενδιαμέσως, μάλιστα, και σε πείσμα της απορίας από την οποία φαινόταν να διακατέχονται περισσότερο οι δικοί του βουλευτές, που δεν έδειχναν να ενθουσιάζονται από τις «αποκαλύψεις», ο κ. Τσίπρας δεν το έβαζε κάτω και πάσχιζε να ανεβάσει το ενδιαφέρον για τα λεγόμενα του με ισχυρισμούς όπως «όλες αυτές οι παρεμβάσεις τις οποίες προανέφερα -και πραγματικά έχουν δημιουργήσει μια αναστάτωση στο εκ δεξιών μου ακροατήριο- είναι πραγματικά πταίσματα μπροστά στα αίσχη που ακολουθούν ευθύς αμέσως».
Ματαίως, όμως, αφού όλες μα όλες οι «παρεμβάσεις» -και οι πριν και οι μετά- στις οποίες αναφερόταν δεν ήταν παρά διατάξεις νόμων που όχι μόνον είχαν ψηφιστεί από την πλειοψηφία του Κοινοβουλίου, αλλά στο σύνολό τους είχαν δημοσιευτεί στο ΦΕΚ, από όπου, όπως ήταν σαφές τις είχαν αντλήσει οι συνεργάτες του κ. Τσίπρα. Και μάλιστα, όπως κατέστη γνωστό από τα άμεσα ανακλαστικά της ιδίας που έκανε σχετικές αναρτήσεις στο Διαδίκτυο, ενώ ακόμη μιλούσε ο πρωθυπουργός, ήταν έργο της τέως προέδρου της Βουλής Ζωής Κωνσταντοπούλου.
Μπορεί ορισμένες από αυτές τις νομοθετικές ρυθμίσεις να ήταν -με την πολιτική διάσταση του όρου- «σκανδαλώδεις» ή και «προκλητικές», ωστόσο είχαν ψηφιστεί από τη Βουλή των Ελλήνων και, όπως συμβαίνει με όλους ανεξαιρέτως τους νόμους, η συνταγματικότητά τους κρίνεται από την ίδια τη Δικαιοσύνη και μάλιστα από τον κάθε δικαστή που ελεύθερα αποφασίζει αν θα τις εφαρμόσει ή όχι.
Κατά έναν παράδοξο λόγο, ωστόσο, ο πρωθυπουργός ήταν τόσο πεισμένος (γιατί και από ποιον άραγε;) για τους ισχυρισμούς του, που ούτε η αμήχανη υποδοχή την οποία είχαν στην αίθουσα της Βουλής οι στομφώδεις καταγγελίες του, τον πτόησε. Σαν τον παρευλάνοντα ενώπιον του κοινού αυτοκράτορα του παραμυθιού του Άντερσεν, που πίστευε ότι φορούσε «την πιο υπέροχη φορεσιά στον κόσμο», επέμεινε να διαβάζει όσα του είχε ετοιμάσει το επιτελείο του.
«Αυτές είναι πραγματικές παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη και όχι το γεγονός ότι μία εισαγγελέας ζήτησε να συνομιλήσει με τον αναπληρωτή υπουργό, αρμόδιο για τις υποθέσεις διαφθοράς, ο οποίος την παρακίνησε (sic!) να μην βάλει στο αρχείο μία υπόθεση που απασχολεί την κυπριακή δικαιοσύνη και, φυσικά, την ελληνική κοινή γνώμη. Αυτές είναι παρεμβάσεις, χωρίς προσχήματα, χωρίς ντροπή και χωρίς αυταπάτες», ισχυρίστηκε.
Με λίγα λόγια, ο πρωθυπουργός έχει την πρωτότυπη άποψη και την υποστηρίζει από το βήμα της Βουλής ότι οι υπουργοί του μπορούν να «παρακινούν» εισαγγελικούς λειτουργούς, χωρίς αυτό να συνιστά παρέμβαση στη συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και στην καθολικά αναγνωρισμένη στις δυτικού τύπου δημοκρατίες διάκριση των εξουσιών. Αντιθέτως, ο ίδιος θεωρεί ως παρεμβάσεις στη λειτουργία της Δικαιοσύνης τις ψηφισμένες από το Κοινοβούλιο νομοθετικές διατάξεις.
Το ακόμη χειρότερο, όμως, είναι ότι ο κ. Τσίπρας διάβασε όλα αυτά που είχε γραμμένα μπροστά του, χωρίς να αντιληφθεί ότι κάποιος –ακόμη και λιγότερη αφέλεια από εκείνη που είχε το μικρό παιδί του παραμυθιού που αποκάλυψε την γύμνια του βασιλιά- θα τον ρωτούσε το αυτονόητο: «Και γιατί, κύριε Τσίπρα, δεκατέσσερις μήνες αφότου αναλάβατε την εξουσία δεν καταργήσατε αυτές τις ρυθμίσεις ώστε να πάψουν να υφίστανται οι “παρεμβάσεις” στη Δικαιοσύνη;».
Άξιζε, πραγματικά, να υπάρχει μια κάμερα στην αίθουσα της Βουλής για να καταγράψει τις αμήχανες αντιδράσεις στα έδρανα του ΣΥΡΙΖΑ όταν η Φώφη Γεννηματά και ο Σταύρος Θεοδωράκης αναρωτήθηκαν τι εμποδίζει την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να φέρει «ένα νόμο με ένα άρθρο», όπως ισχυρίζονταν για το Μνημόνιο, για να καταργήσει όλα αυτά. Έδειχναν σα να μην το είχαν σκεφτεί, αλλά στην πραγματικότητα εκείνο που μάλλον βάρυνε στις σκέψεις τους ήταν η συνειδητοποίηση ότι τα πυρομαχικά που είχαν πέσει στην υποτιθέμενη μάχη για την καταπολέμηση της διαπλοκής είχαν αποδειχθεί απλά πυροτεχνήματα.
Η «D Day», που πομπωδώς είχαν προαναγγείλει  τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης, προσομοίαζε περισσότερο με «Βατερλό», αφού η κυβέρνηση, παρά τις πρόσκαιρες επικοινωνιακές επιτυχίες που κατέγραψε -με τον συνεχή θόρυβο γύρω από υπαρκτές και ανύπαρκτες λίστες και με το μονομερές κυνήγι όσων συνεργάστηκαν με την προηγούμενη κυβέρνηση και δεν έσπευσαν να δώσουν γην και ύδωρ στην παρούσα- φαίνεται πλέον να χάνει τη μάχη της ουσίας στην υποτιθέμενη αντιμετώπιση της διαπλοκής και της διαφθοράς.
Όταν τα έσοδα από τις κάθε λογής εστίες διαφθοράς και διαπλοκής, που κάποιοι κάποτε πίστευαν ότι θα αρκούσαν για να χρηματοδοτήσουν το διαβόητο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», αντί να αυξάνονται, μειώνονται σε σχέση με εκείνα που απέφεραν τα μέτρα τα οποία στην πλειονότητά τους ελήφθησαν επί των ημερών των προηγούμενων κυβερνήσεων, τότε, όσες παραπλανητικές καταγγελίες και αν κάνουν οι νυν κυβερνώντες, η πραγματικότητα θα βοά και θα αποκαλύπτει την αραχνοΰφαντη γύμνια του βασιλιά.

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

«Έξις δευτέρα φύσις» στη μακιαβελική κοροϊδία



Αν δεν είχε προηγηθεί η αποκαλυπτική ανάρτηση της Ζωής Κωνσταντόπουλου για τα παρασκήνια του σχηματισμού της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ίσως και να μπορούσε να λάβει κανείς σοβαρά υπόψιν του τα όσα διημείφθησαν στην τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου που ακολούθησε λίγες ώρες αργότερα.
Η ενάργεια, ωστόσο, με την οποία περιγράφει η τέως πρόεδρος της Βουλής τον απόλυτο αμοραλισμό, ο οποίος χαρακτηρίζει τον στενό πυρήνα της, υποτιθέμενης, «πρώτη φορά Αριστεράς» διακυβέρνησης, δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον οποιονδήποτε εχέφρονα άνθρωπο να αποδεχθεί ισχυρισμούς ότι «για πρώτη φορά τα τελευταία έξι χρόνια, έχουμε μεν μπροστά μας έναν δύσκολο κάβο, αλλά μετά από αυτόν βλέπουμε φως στον ορίζοντα».
Συνιστούν τεράστια πρόκληση για τη νοημοσύνη του μέσου πολίτη καυχησιολογίες ότι «το νέο δόγμα της πολυδιάστατης και ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής, που έχουμε υιοθετήσει, αποδίδει ήδη καρπούς», όταν  ακούγεται από πρωθυπουργικά χείλη ενώπιον υπουργών οι οποίοι δεν κρύβουν πλέον ούτε δημοσίως τις ανησυχίες τους ότι η Ελλάδα είναι ένα βήμα πριν από την ευρωπαϊκή απομόνωση και τη μετατροπή της σε ανοικτού τύπου φυλακή για το μέρος εκείνο των μεταναστών που δεν θέλουν η Γερμανία και οι άλλες κεντροευρωπαϊκές χώρες.
Αλλά δεν είναι μόνον το μεταναστευτικό που η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για άλλη μια φορά στρουθοκαμηλίζει επικίνδυνα, αδυνατώντας να αντικρύσει κατάματα τη δυσμενή πραγματικότητα και, πολύ περισσότερο, να την αντιμετωπίσει χωρίς ιδεοληπτικές εμμονές και με γνώμονα το συμφέρον της ελληνικής κοινωνίας. Ίδια και χειρότερη είναι η διαμορφούμενη κατάσταση στην οικονομία, την οποία επιχειρούν να «φτιασιδώσουν» με οφθαλμοφανώς παραπλανητικά τεχνάσματα.
Παγιδευμένοι, δυστυχώς, στα προεκλογικά ψέματα που είπαν όχι μόνον τον Ιανουάριο του 2015, αλλά και τον Σεπτέμβριο, όταν κέρδισαν για δεύτερη φορά τις εκλογές, ο Αλέξης Τσίπρας και οι υπουργοί του εξακολουθούν να αρνούνται την πραγματικότητα, καταφεύγοντας σε ανούσιους βερμπαλισμούς τους οποίους πολύ σύντομα θα… καταπιούν, όπως κατάπιαν τόσα και τόσα άλλα τους τελευταίους δωδεκάμισι μήνες.
Πώς, για παράδειγμα, να πάρει οποιοσδήποτε «τοις μετρητοίς» μεγαλοστομίες του τύπου «είμαστε αποφασισμένοι να τηρήσουμε τις δεσμεύσεις μας», «δεν θα κόψουμε για δωδέκατη φορά τις συντάξεις» και «θα προστατεύσουμε την πρώτη κατοικία», όπως αυτές που συνεχίζει να εκστομίζει ο κ. Τσίπρας; Και, πολύ περισσότερο, όταν αυτά συμπίπτουν με λεονταρισμούς του τύπου «επιδιώκουμε η πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος να γίνει έγκαιρα, χωρίς κωλυσιεργίες και χωρίς τακτικισμούς από την πλευρά των δανειστών».
Ο κ. Τσίπρας και ο περίγυρός του πρέπει να υποτιμούν πάρα πολύ τους Έλληνες για να έχουν πειστεί ότι μπορούν ακάθεκτοι να εξακολουθούν να λένε όλα εκείνα για τα οποία έχουν μετατρέψει την Ελλάδα σε διεθνή περίγελο. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι δείχνουν να μην έχουν καμία επίγνωση των συνεπειών από όλα αυτά τα οποία δεν πλήττουν μόνον την προσωπική τους αξιοπιστία αλλά την ίδια την υπόσταση της χώρας της οποίας -μοίρα κακή…- ανέλαβαν να διαχειριστούν τις τύχες.
Γιατί ποιος αλήθεια, εντός ή εκτός Ελλάδας, μπορεί να πάρει σοβαρά πρωθυπουργική αποστροφή σύμφωνα με την οποία «η διαπλοκή που βάρυνε με τη σκιά της για πολλά χρόνια το πολιτικό σύστημα, την κοινωνία, την οικονομία της χώρας, βιώνει, ίσως, τις τελευταίες μέρες της πρωτοκαθεδρίας της, της εξουσίας της»; Ή πώς μπορεί να ακούγονται στο ανώτατο κυβερνητικό όργανο, χωρίς τους προφανείς καγχασμούς που προκαλούν, ισχυρισμοί «ότι διαπλοκή, λοιπόν, το επόμενο διάστημα τελειώνει»;
Πιστεύουν άραγε στο Μαξίμου ότι οι αγρότες θα πειστούν να σταματήσουν τις κινητοποιήσεις τους επειδή ο κ. Τσίπρας διαπίστωσε ότι «τα συστημικά Μέσα Ενημέρωσης, σήμερα, υποκριτικά τους αποθεώνουν» και αυτό «συνδέεται άμεσα με σκοπιμότητες που ουδεμία σχέση έχουν με την αγωνία για τους αγρότες, αλλά με την αγωνία τους να μην εκκινήσει ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες»; Περιμένουν άραγε να αρχίσουν να αποθεώνουν οι… κτηνοτρόφοι τον υπουργό Επικρατείας Νίκο Παπά, επειδή μπορεί να μη δώσει –που θα δώσει!- άδειες σε ορισμένα κανάλια;
Τα ερωτήματα είναι μόνον ρητορικά, γιατί οι απαντήσεις είναι προφανείς. Τα δείγματα γραφής, άλλωστε, που δεν επιτρέπουν αυταπάτες ότι μπορεί να πιστεύουν όλα αυτά τα οποία διατείνονται, είναι πλέον αρκετά. Και υπό αυτή την έννοια, το μακιαβελικό σκηνικό που τόσο παραστατικά ανασύνθεσε η Ζωή Κωνσταντόπουλου για τις νοοτροπίες από τις οποίες διακατέχονται οι άνθρωποι που περιβάλουν τον κ. Τσίπρα, ίσως σε ορισμένους να μην προκάλεσε ισχυρές εντυπώσεις. Όταν, άλλωστε, είχε προηγηθεί ο εξευτελισμός της λαϊκής βούλησης, όπως αυτή εκφράστηκε στο περιβόητο δημοψήφισμα του Ιουλίου, τίποτε πλέον δεν μπορεί να θεωρηθεί αδιανόητο.
Ακόμη και έτσι, πάντως, αν είναι, το συμπέρασμα από την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου είναι ότι έχουν συνηθίσει τόσο πολύ στο ψέμα και στην κοροϊδία που δεν μπορούν να απαλλαγούν. Και το προφανές είναι ότι μάλλον ο μακιαβελικού τύπου αμοραλισμός, ο οποίος τους χαρακτηρίζει, παραπέμπει στην αρχαιοελληνική ρήση «έξις δευτέρα φύσις».

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

«Τοιούτοι έπρεπεν ημίν αρχιερείς»



Με περισσή απλοχεριά ο ελληνικός λαός έδωσε με την ψήφο του στον Αλέξη Τσίπρα σχεδόν ό,τι ακριβώς του ζήτησε. Ευχόταν πριν από τις εκλογές ο κ. Τσίπρας να του δοθεί η ευκαιρία να σχηματίσει εκ νέου κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ; Το εκλογικό σώμα με μια… χειρουργικού τύπου ανταπόκριση,  τού έδωσε συγκυβέρνηση με τους ΑΝ.ΕΛ. και εκείνος έσπευσε να το γιορτάσει στην πλατεία Κλαυθμώνος –για φαντάσου…- αγκαλιά με τον Πάνο Καμμένο.
Επιθυμούσε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να εξαφανιστούν πολιτικά οι πρώην «σύντροφοι» του που του αμφισβήτησαν την εξουσία να διαγράφει μονοκοντυλιά το ψηφισμένο κυβερνητικό πρόγραμμά του και να μεταστρέφει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος; Οι ψηφοφόροι καταδίκασαν –για χάρη του…- στην ταπεινωτική περιθωριοποίηση πολιτικούς με μακρά διαδρομή στην παραδοσιακή αριστερή ίντριγκα, όπως ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, ή πρόσωπα που φαινόταν να διαθέτουν προσωπικό χάρισμα και λαϊκή απήχηση, όπως η Ζωή Κωνσταντόπουλου ή ο Γιάνης Βαρουφάκης.
Το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής, που αναμφισβήτητα αποτελεί έναν προσωπικό θρίαμβο του κ. Τσίπρα, δεν μπορεί να ερμηνευτεί μονοσήμαντα. Και πρέπει να αναζητήσει κανείς τη συνδρομή περισσότερων γνωστικών αντικειμένων από επιστήμες, όπως η Κοινωνική Ψυχολογία, για να επιχειρήσει να εξηγήσει πως, με ελάχιστες διαφοροποιήσεις, φθάσαμε στην προμνησία, το γαλλιστί déjà vu, του περασμένου Ιανουαρίου.
Δεν αρκούν, νομίζω, τα κλασσικά εργαλεία της Πολιτικής Επιστήμης για να αντιληφθεί κανείς πως και γιατί οι Έλληνες πολίτες αποφάσισαν να μηδενίσουν το πολιτικό… κοντέρ για τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και να του δώσουν την ευκαιρία να κάνει καινούργιο ξεκίνημα.
Κρίνοντας, πάντως, από τις επινίκιες (εκ)δηλώσεις, το ξεκίνημα που είναι διατεθειμένος να κάνει ο κ. Τσίπρας δεν φαίνεται να είναι και τόσο καινούργιο. «Ο ελληνικός λαός (μάς) έδωσε καθαρή εντολή να ξεμπερδεύουμε με όλα όσα μας κρατάνε κολλημένους στο χθες και να συνεχίσουμε τον όμορφο αγώνα, τον αγώνα που ξεκινήσαμε πριν από επτά μήνες να καταφέρουμε να βάλουμε μπροστά το δίκιο του λαού μας απέναντι σε ασύμμετρες δυνάμεις και σε εχθρούς με μεγαλύτερες δυνάμεις από εμάς», ήταν τα λόγια που χρησιμοποίησε θυμίζοντας τον «παλαιό» -καταγγελτικό- Τσίπρα που ονειρευόταν να βαράει νταούλια και να χορεύουν οι αγορές.
Ο πολιτικός που υπέγραψε το πιο σκληρό Μνημόνιο το οποίο καλείται τώρα να εφαρμόσει, επαιρόταν από την εξέδρα ότι κατόρθωσε να κάνει «την ελληνική σημαία να κυματίζει όχι μόνο στις πλατείες της Ελλάδας αλλά και στις μεγάλες πλατείες όλης της Ευρώπης», ισχυριζόμενος, συνάμα, ότι «σήμερα στην Ευρώπη η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός είναι συνώνυμο του αγώνα και της αξιοπρέπειας».
Επιπλέον, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ έδειξε να αντιλαμβάνεται από την ετυμηγορία της κάλπης ότι «η εντολή που μας έδωσε ο ελληνικός λαός είναι και μία εξίσου κρυστάλλινη και καθαρή εντολή να ξεμπερδέψουμε με την φαυλότητα και το καθεστώς της διαπλοκής και της διαφθοράς που τόσα χρόνια κυβερνούσε τον τόπο», όπως είπε με προφανή διάθεση να κατασκευάσει και έναν εσωτερικό εχθρό.
Και –ω της ειρωνείας!- ακριβώς την ώρα που πλησίαζε προς το μέρος του ο πολυπόθητος εταίρος του κ. Καμένος, ο για δεύτερη φορά πρωθυπουργός συμπλήρωνε: «Από αύριο κιόλας ξεμπερδεύουμε με το παλιό»…
Αν βγαίνει ένα συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι ο κ. Τσίπρας θεώρησε –δικαιολογημένα, άραγε;- το εκλογικό αποτέλεσμα ως το απαραίτητο συγχωροχάρτι για τις ουκ ολίγες ταλαιπωρίες (κλειστές τράπεζες, επαναφορά στην ύφεση, επιστροφή στα ελλείμματα και σε αύξηση της ανεργίας) στις οποίες υπέβαλε τους Έλληνες, αλλά εκείνοι –προς το παρόν τουλάχιστον- τις παρέβλεψαν με τον ίδιο τρόπο που οι γονείς παραβλέπουν τις παρεκτροπές των άτακτων παιδιών τους.
Όπως και να έχει, η επιλογή του ελληνικού λαού δεν μπορεί παρά να είναι σεβαστή, ακόμη και όταν, εκτός από το «ντουέτο» της εθνολαϊκιστικής διακυβέρνησης, στη νέα Βουλή ενυπάρχει η αυξημένη δόση της ντροπιαστικής φαιάς πανούκλας, όπως και το προϊόν του αυτοτρολλαρίσματος των πολιτών.
Στο τέλος – τέλος, «τοιούτοι έπρεπεν ημίν αρχιερείς», όπως μου ήρθε αυθόρμητα στο νου βλέποντας αγκαλιασμένους τους δύο συγκυβερνήτες.

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Τα δίκια της Ζωής



            Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 που επί προεδρίας Αθανασίου Τσαλδάρη  άρχισε, ως δήθεν αντίδοτο στον ασύδοτο κομματισμό, να εφαρμόζεται ο θεσμός της ακρόασης από το Κοινοβούλιο προσώπων τα οποία προτείνονται από την εκάστοτε κυβέρνηση για να στελεχώσουν έναν συγκεκριμένο αριθμό διευθυντικών θέσεων σε φορείς του δημοσίου, ελάχιστες ήταν οι φορές που δικαιώθηκαν οι εμπνευστές της εισαγωγής στην Ελλάδα μιας -μάλλον- ξένης προς τις εγχώριες... παραδόσεις συνήθειας.
            Μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού οι περιπτώσεις ακατάλληλων προσώπων που «κόπηκαν» κατά τη διαδικασία της ακρόασή τους. Προσωπικά, έχοντας παρακολουθήσει εκατοντάδες συνεδριάσεις κοινοβουλευτικών Επιτροπών με αυτό το αντικείμενο, σε εποχές που όχι μόνον δεν τύγχαναν απευθείας μετάδοσης από το Κανάλι της Βουλής, αλλά και εμείς οι δημοσιογράφοι ίσα που τους αφιερώναμε ένα μονοστηλάκι, θυμάμαι μόλις δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν ικανοποιήθηκε η κυβερνητική βούληση: μια παλαιότερη, με έναν αμερικανοτραφή, αν θυμάμαι καλά, μάνατζερ που είχε απαντήσει ότι ήταν στις προθέσεις του να... λιώσει σα μυρμήγκια τους εργαζομένους που θα είχαν αντιρρήσεις στους σχεδιασμούς του, και μια πολύ πρόσφατη με την... ψεκασμένη κυρία που αυτοαποσύρθηκε (;) όταν έγιναν γνωστές οι πεποιθήσεις της για τα αμερικανοκατευθυνόμενα κουνούπια.
            Ακόμη και αν υπολογίσει κανείς ότι σε κάποιες περιπτώσεις, ο θεσμός της ακρόασης λειτούργησε αποτρεπτικά, τουλάχιστον ως προς τον περιορισμό φαινομένων του παρελθόντος που σε δημόσια αξιώματα ανελίσσονταν πρόσωπα που δεν διέθεταν ούτε καν τα τυπικά προσόντα διορισμού, πάλι το αποτέλεσμα της εφαρμογής... αλά ελληνικά του θεσμού της ακρόασης, πόρρω απέχει από την αίγλη και την περιωπή που έχει κατακτήσει σε άλλα κοινοβουλευτικά συστήματα. Και πρωτίστως στο αμερικανικό, σύμφωνα με το οποίο ένας μεγάλος αριθμός προσώπων που ασκούν εξουσία -από τους υπουργούς έως τους ανά την υφήλιο πρέσβεις- περνούν από τη βάσανο της ακρόασης από τη Γερουσία.
            Στην Ουάσιγκτον μπορεί να περάσουν εβδομάδες και μήνες προτού οι προτεινόμενοι από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ πάρουν το «πράσινο φως» του νομοθετικού σώματος για να αναλάβουν καθήκοντα. Στην... απομίμηση που ισχύει εδώ και δυόμισι δεκαετίες στη χώρα μας, η καθυστέρηση ολίγων ημερών, όπως αυτή που προκάλεσε η Πρόεδρος της Βουλής στον διορισμό της νέας διοίκησης της ΕΡΤ, θεωρείται τεράστιο γεγονός. Βλέπετε, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει αλλού, στη δική μας «παράδοση» η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν επιτρέπεται να παρεκκλίνει από τις βουλές της κυβέρνησης.
            Το σύνηθες και το “κανονικό” ήταν και παραμένει αναλλοίωτο: Μέσα σε λίγα λεπτά οι βουλευτές της συμπολίτευσης καλούνται να επικυρώνουν τις αποφάσεις της κυβέρνησης όπως αυτές φθάνουν στη Βουλή για έγκριση με μόνη τη συνοδεία ενός ψευτοβιογαφικού του προτεινόμενου το οποίο σπανίως μπαίνουν στον κόπο να διαβάσουν -πόσω μάλλον να ξεψαχνίσουν- οι βουλευτές που μετέχουν στις Επιτροπές ακροάσεων και στο τέλος καλούνται να εκφράσουν γνώμη. Αν, μάλιστα, ο προτεινόμενος είναι για θέση  με προνόμια, όπως, π.χ., η δυνατότητα εξυπηρετήσεων, συχνά οι βουλευτές διαγκωνίζονται σε ύμνους για τα προσόντα και τις ικανότητες του.
            Υπό αυτές, λοιπόν, τις συνθήκες του παρελθόντος, όχι μόνον του απώτερου αλλά και του πολύ πολύ πρόσφατου, ξένισε πολλούς και προκάλεσε πλημμυρίδα σχολίων η διαδικασία την οποία επέβαλε η Πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου κατά την ακρόαση των προσώπων που θα στελεχώσουν τη νέα διοίκηση της ΕΡΤ. Τόσο η χρονική διάρκεια της συνεδρίασης που ξεπέρασε τις εννέα ώρες, όσο και η επίμονη μεθοδικότητα με την οποία η Πρόεδρος της Βουλής εξέτασε τον επαναδιορισθέντα στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης Λάμπη Ταγματάρχη, υπήρξαν φαινόμενα εντελώς ασυνήθιστα για τα εγχώρια κοινοβουλευτικά θέσμια.
            Από κεκτημένη, μάλλον, ταχύτητα, ου μην αλλά και από προκατάληψη, αμφότερα -η μεγάλη διάρκεια και τα πιεστικά ερωτήματα- έγιναν αντικείμενα ψόγου προς την κυρία Κωνσταντοπούλου, ενώ στην πραγματικότητα θα έπρεπε να ήταν αφορμή, αν όχι προς έκφραση επαίνου, για την αλλαγή της νοοτροπίας που επιβάλει στη Βουλή ρόλο απλού επικυρωτή των κυβερνητικών αποφάσεων.  
            Γιατί, κακά τα ψέματα, σε οποιαδήποτε ουσιώδη ελεγκτική διαδικασία, όπως ήταν οι επίμαχες ακροάσεις, όσα επιβαλλόταν να ρωτηθούν, ήταν η κυρία Κωνσταντοπούλου εκείνη που τα ρώτησε. Εκείνη έθεσε το ζήτημα της ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων του κ. Ταγματάρχη. Εκείνη επέμεινε να πάρει απαντήσεις για τον πρότερο βίο και την προηγούμενη πολιτεία του στην ΕΡΤ που τον είχε φέρει αντιμέτωπο με τη Δικαιοσύνη. Εκείνη ανέδειξε την κοντή μνήμη του προτεινόμενου που δεν θυμόταν αντίστοιχη ακρόαση στη Βουλή πριν από μόλις τρία χρόνια.
            Αν, μάλιστα, είχε αφήσει στην άκρη τη μονομερή προσήλωση στον διαχωρισμό των ανθρώπων ανάλογα με το πως αντέδρασαν μετά την “μαύρη” 11η Ιουνίου 2013, ίσως να είχε αποδειχθεί άψογη στα συγκεκριμένα καθήκοντα της και να είχε δώσει νόημα και ουσία σε μια προσχηματική κοινοβουλευτική διαδικασία που απαιτεί αμεροληψία και τιθάσευση των εσωτερικών παρορμήσεων και των προσωπικών παθών.
            Δυστυχώς, όμως, δεν το έκανε. Και είναι κρίμα που έτσι δεν δικαίωσε συνολικά τη στάση που τήρησε στην περί ής ο λόγος ακρόαση. Γιατί δεν μπορεί, την ίδια ώρα που «βασάνισε» -και πολύ σωστά- τον Λ. Ταγματάρχη, να παρακάμπτει την παντελή έλλειψη διοικητικής εμπειρίας από τον προτεινόμενο για την προεδρία της εταιρίας Διονύση Τσακνή και να περιορίζεται να εκφράσει «χαρά και τιμή» που ψηφίζει υπέρ του, μόνον και μόνον επειδή είχε συμμετείχε στις κινητοποιήσεις ενάντια στο «λουκέτο».
            Έτσι, παρόλο που είχε πολλά δίκια, η πείσμων πρόεδρος της Βουλής, ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα απώλεσε στον βωμό των προσωπικών της παθών. Κρίμα για την αρχή. Θα έχει, όμως, και άλλες ευκαιρίες. Για να αποδείξει ότι όλο αυτό το σκηνικό δεν στήθηκε μόνον για την «εμβληματική» ΕΡΤ και αποκλειστικά για τον διευθύνοντα σύμβουλο της, ο οποίος, καλώς ή κακώς, αποτελεί προσφιλής στόχος για ένα συγκεκριμένο ακροατήριο.