Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ομόφυλοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ομόφυλοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

Ομόφυλα ζευγάρια: Ας συζητήσουμε ψύχραιμα και χωρίς τις εντάσεις του 1982 ή του 2000

    Ανεξάρτητα αν ήταν, όπως ορισμένοι έσπευσαν να υποστηρίξουν, μια απλή απόπειρα άντλησης επιχειρηματολογίας ώστε να υπερψηφιστεί η νομοθετική πρωτοβουλία που έχει εξαγγείλει για την επέκταση του πολιτικού γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το έμμεσο mea culpa το οποίο είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης για την αρνητική στάση που τήρησε κατά το παρελθόν η παράταξή του σε κρίσιμα ζητήματα που σχετίζονται με την πρόοδο των ολοένα και πιο πολύπλοκων κοινωνικών σχέσεων.

     «Θυμάμαι ακόμα, το 1982, όταν ήρθε η μεγάλη επανάσταση στο οικογενειακό δίκαιο, και η Νέα Δημοκρατία καταψήφισε διατάξεις οι οποίες τώρα μας φαίνονται απολύτως προφανείς: η αποποινικοποίηση της μοιχείας, η ποινικοποίηση της οικογενειακής βίας, η δυνατότητα στη γυναίκα να κρατήσει το επώνυμό της», ήταν τα λόγια που χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός στην συνέντευξη που παραχώρησε την Τετάρτη στη δημόσια τηλεόραση.

    «Βλέπετε, λοιπόν, ότι οι κοινωνίες προχωρούν…», συμπέρανε ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος την επίμαχη περίοδο ήταν 14 ετών και ενδεχομένως να διατηρεί -αμυδρές έστω- μνήμες από το κλίμα της ακραίας πόλωσης που είχε προκαλέσει η παράταξή του εκτοξεύοντας βαρύτατες κατηγορίες κατά της τότε κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία, υποτίθεται, ότι με τις πρωτοβουλίες που αναλάμβανε, «υπέσκαπτε τα θεμέλια της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας».

    Και όλα αυτά διότι οι «μοιχοί» δεν θα προσάγονταν πλέον με τα σεντόνια στα αστυνομικά τμήματα, οι οικογένειες των γυναικών δεν θα πλήρωναν προίκα με προγαμιαίο συμβόλαιο, ενώ όσοι -για πολλούς και διάφορους λόγους, συχνά αντικειμενικούς- δεν ήθελαν να ακολουθήσουν τη γαμήλια θρησκευτική τελετουργία αποκτούσαν δικαίωμα να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου πηγαίνοντας απλώς στο δημαρχείο της περιοχής τους και υπογράφοντας τα σχετικά έντυπα που επικύρωναν την αστική σύμβαση της μεταξύ τους συμφωνίας για συμβίωση.  

    Στις τέσσερις δεκαετίες που παρήλθαν έκτοτε, πάμπολλοι συνάνθρωποί μας επέλεξαν τον πολιτικό γάμο, ο οποίος με έναν έξυπνο ελιγμό της τότε πολιτικής ηγεσίας δεν κατέστη υποχρεωτικός, όπως απαιτούσαν οι φανατικοί της άλλης πλευράς, αλλά θεωρήθηκε ισοδύναμος με τον θρησκευτικό. 

    Στις μέρες μας, μάλιστα, τείνει να γίνει επικρατούσα συνήθεια, για λόγους που σχετίζονται ευθέως με τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι νεότερες γενιές, η σύναψη αρχικά πολιτικού γάμου και η μεταγενέστερη γαμήλια θρησκευτική τελετή, συχνά από κοινού με τη βάφτιση του πρώτου παιδιού.

    Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην επελθούσα καταλλαγή των παθών συνέβαλλε και το γεγονός ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία, ενώ στο παρελθόν ήθελε να στείλει στο… πυρ το εξώτερον όλους όσοι έκαναν πολιτικό γάμο, έβαλε νερό στο κρασί της, αποδεχόμενη την κοινωνική πραγματικότητα που στο μεταξύ διαμορφώθηκε. 

    Στο διαρρεύσαν, άλλωστε, διάστημα δεν βρήκαν έρεισμα οι ισχυρισμοί περί της επερχόμενης καταστροφής του θεσμού της οικογένειας, όπως ορισμένοι προφήτευαν, επειδή, με καθυστέρηση σε σχέση με τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, καθιερώθηκαν οι περί ων ο λόγος αλλαγές που τότε ήταν όντως «μεγάλη επανάσταση», όπως τις χαρακτήρισε ο κ. Μητσοτάκης, πλην, όμως, στις μέρες μας μοιάζουν τόσο αυτονόητες.

    Εξίσου αυτονόητη μοιάζει, εξάλλου, σήμερα και η απόφαση να μη αναγράφεται το θρήσκευμα στις αστυνομικές ταυτότητες. Απόφαση την οποία με αντίστοιχη ένταση πολέμησε το στελεχιακό δυναμικό της σημερινής κυβερνητικής παράταξης συμμετέχοντας στα συλλαλητήρια που οργάνωσε η ηγεσία της Εκκλησίας το -όχι και τόσο μακρινό- 2000 με ισχυρισμούς για υποτιθέμενο αφανισμό της ορθόδοξης πίστης εξαιτίας της συγκεκριμένης επιλογής της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη που έγινε για λόγους προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    Δεν πέρασε απαρατήρητο ότι ο τότε αρχηγός της ΝΔ και μετέπειτα πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής είχε σπεύσει, έστω και χωρίς να αποτυπωθεί από τον φωτογραφικό φακό, να υπογράψει το αίτημα για διεξαγωγή δημοψηφίσματος στο οποίο τόσο επιτακτικά επέμενε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ο οποίος είχε φθάσει μέχρι του σημείου να μεταφέρει στην Πλατεία Σύνταγμα το λάβαρο της Αγίας Λαύρας για να πείσει περί του δήθεν τεράστιου κακού που επέρχετο για το έθνος των Ελλήνων.

    Τόσο το 1982, με το νέο οικογενειακό δίκαιο, όσο και το 2000, με τη διοικητική πράξη περί μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, η κυριαρχία του φανατισμού δεν είχε επιτρέψει την ψύχραιμη και ουσιαστική συζήτηση. Και στις δύο περιπτώσεις, η ελληνική κοινωνία βίωσε, ως μη όφειλε, διχαστικές καταστάσεις που δεν δικαιολογούνταν από τα πραγματικά επίδικα της εποχής. 

    Αντιμέτωποι, δυστυχώς, με αντίστοιχα διχαστικές καταστάσεις βρισκόμαστε και το 2024, καθώς, στο όνομα της επαπειλούμενης δήθεν ανατροπής των παραδοσιακών κανόνων της οικογενειακής συμβίωσης, μια πλειάδα συμπολιτών μας δυσκολεύεται να συμβιβαστεί με την υποχρέωση να προστατευθούν τα δικαιώματα μιας μερίδας συνανθρώπων μας οι οποίοι συμβαίνει να έχουν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό και επιθυμούν να επικυρώσουν νομικά τη συμβίωσή τους με πρόσωπα του ίδιου φύλου συνάπτοντας πολιτικό γάμο. 

    Αν όλες οι πλευρές προσέλθουν με καλή πίστη και χωρίς ιδεοληπτικές προκαταλήψεις στον διάλογο που μόλις άνοιξε, είναι βέβαιο ότι και στο ζήτημα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών θα βρεθούν συναινετικές λύσεις τέτοιες που δεν θα χρειαστεί να περάσουν είκοσι ή και σαράντα χρόνια για να αναγνωριστεί ότι ήταν κοινωνικά επιβεβλημένη η κατοχύρωσή τους.

    Προσωπικά αντιλαμβάνομαι την άποψη εκείνων που με ειλικρινή διάθεση υποστηρίζουν ότι υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά ζητήματα τα οποία επιβάλλεται να κυριαρχήσουν στον δημόσιο διάλογο, όπως είναι η ανεξέλεγκτη επέλαση της ακρίβειας ή η κακή κατάσταση στην Υγεία και στην Παιδεία. Πλην όμως, ακριβώς γι΄ αυτό, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνεται αντικείμενο οξύτατων αντιπαραθέσεων ένα ζήτημα σεβασμού δικαιωμάτων επειδή αφορά μια μειοψηφία συνανθρώπων μας. 

    Από την άλλη, βεβαίως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσο ιερός είναι ο σεβασμός των δικαιωμάτων των ενηλίκων συμπολιτών μας, οι οποίοι έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα, ανεξαρτήτως του σεξουαλικού προσανατολισμού της αρεσκείας τους. Την ίδια ώρα, όμως, πολύ περισσότερο ιερά και απαραβίαστα επιβάλλεται να είναι τα δικαιώματα των ανηλίκων μελών της κοινωνίας μας να ζήσουν μέσα σε ένα περιβάλλον ουσιαστικής αγάπης, αληθινής στοργής και πραγαμτικής ευημερίας. 

    Υπό αυτή την έννοια, οι… ευγονικής προαίρεσης επιθυμίες για -καθ΄ εικόνα και ομοίωση- απόκτηση παρένθετων τέκνων δεν συνιστούν πρόοδο της κοινωνίας. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να ληφθεί υπόψιν, πέρα από ναρκισσιστικές αυταρέσκειες και ιδεοληπτικές εμμονές που ίσως σε λιγότερο από μια ή δύο δεκαετίες αργότερα θα μας υποχρεώσουν να αναθεωρήσουμε άρδην τις απόψεις μας.

    Τη λύση άλλωστε την έχουν υποδείξει οι αρχαίοι ημών πρόγονοι με την ιστορικά αξεπέραστη ρήση «παν μέτρον άριστον»! 

Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

Οι καμπούρες της καμήλας



            Αυτή τη φορά ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας πήγε με δική του πρωτοβουλία και μίλησε στη Βουλή χωρίς να αναρωτηθεί αν άξιζε τον κόπο να σπαταλήσει μέρος του πολύτιμου χρόνου του, όπως είχε κάνει σε προηγούμενες φάσεις που η παρουσία του ήταν αποτέλεσμα πρωτοβουλίας της αντιπολίτευσης. Το νομοσχέδιο για την αναδοχή και την υιοθεσία που ήταν στην ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου είχε κάνει άνω κάτω τα περισσότερα κόμματα, αφού αντιπολιτευόμενοι βουλευτές το στήριζαν και συμπολιτευόμενοι το καταψήφιζαν.
            Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς από έναν υπεύθυνο πολιτικό ηγέτη, ο οποίος θέλει μάλιστα να παραστήσει τον ευρωπαίο σοσιαλδημοκράτη, να αρθεί υπεράνω των αντιθέσεων και να εκφράσει την ικανοποίησή του που σε ένα τόσο ευαίσθητο για τα ανθρώπινα δικαιώματα ζήτημα το ελληνικό Κοινοβούλιο υπέταξε τον κομματισμό και τις άκαμπτες «γραμμές» επιτρέποντας στους βουλευτές να ψηφίσουν κατά συνείδηση. 
            Ανεξάρτητα αν συμφωνεί κάποιος ή όχι με την επίμαχη ρύθμιση που θεσπίζει δικαίωμα αναδοχής τέκνου από ομόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, η ευρύτερη πλειοψηφία των 161 βουλευτών που στήριξαν, εν τέλει, αυτό το νεωτεριστικό μέτρο θα έπρεπε να χαροποιεί την κυβέρνηση που το προώθησε. Και ο επικεφαλής της θα έπρεπε να χαιρετίζει τη συναίνεση που επετεύχθη και θα μπορούσε να αποτελέσει οδηγό για τη διακομματική συνεννόηση που είναι τόσο απαραίτητη στην μετά πολλών εμποδίων πορεία της χώρας προς την κανονικότητα.
            Ο κ. Τσίπρας, όμως, κινήθηκε στον αντίποδα. Δεν πήγε στη Βουλή για να «κεφαλαιοποιήσει» τη συναίνεση που είχε παρατηρηθεί στη μεγάλη πλειονότητα των άρθρων του συζητούμενου νομοσχεδίου. Πήγε για να ενισχύσει τη διχαστική ατμόσφαιρα που είχε επικρατήσει τις προηγούμενες ημέρες. Και, αντί να επικροτήσει το γεγονός ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν έθεταν θέμα κομματικής πειθαρχίας, διευκολύνοντας τη συμπολίτευση που κινδύνευε η συνοχή της από τις διαρροές βουλευτών τόσο των ΑΝΕΛ όσο και -για πρώτη φορά- του ΣΥΡΙΖΑ, επέλεξε να εξαπολύσει επίθεση κατά του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας.
            «Στην πραγματικότητα, είναι βαθιά συντηρητικός και πολλές φορές φλερτάρει με αναχρονιστικές ιδέες, αλλά φλερτάρει επικίνδυνα και με τον ακροδεξιό λαϊκισμό σε κάθε ουσιαστικό βήμα που κάνει αυτή η κυβέρνηση σε ζητήματα που αφορούν τα ατομικά δικαιώματα», υποστήριξε αναφερόμενος στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος -καλώς ή κακώς- είχε αποφασίσει να μη ζητήσει τον λόγο για να τοποθετηθεί επί του νομοσχεδίου που το κόμμα του υπερψήφιζε με εξαίρεση το άρθρο για την αναδοχή από ομόφυλους.
            Το παράδοξο είναι ότι ο κ. Τσίπρας πριν πει όλα αυτά για τον κ. Μητσοτάκη είχε υποστηρίξει ότι «δεν χωράνε σε τέτοιου είδους ζητήματα μικροκομματικές σκοπιμότητες». Ενώ, την ίδια ώρα, δεν βρήκε ούτε μια λέξη ψόγου για τους βουλευτές της συγκυβέρνησης που είχαν καταφύγει σε ακραίες ομοφοβικές τοποθετήσεις ή είχαν διαμηνύσει είτε ότι θα απείχαν από την ψηφοφορία είτε ότι θα καταψήφιζαν. Και οι οποίοι αθροιστικά ήταν περισσότεροι από τους αντιπολιτευόμενους που δεν συντάσσονταν με τα δικά τους κόμματα.
            «Η καμήλα βλέπει τις καμπούρες των άλλων και όχι την δική της», λέει μια ελληνική παροιμία που ταιριάζει γάντι με τη στάση του πρωθυπουργού. Φαίνεται, όμως, ότι δεν την ήξερε. Και ευτυχώς, δηλαδή. Γιατί την προηγούμενη φορά που χρησιμοποίησε παροιμία με καμήλα μπέρδεψε την «ουρά» του ζώου με την… ουρά της αναμονής εκτιθέμενος μπροστά σε διεθνές κοινό. Και με το γνωστό επίπεδο των αγγλικών του δεν θα ήταν απίθανο να μπερδέψει την… δούκισσα της Κορνουάλης Καμίλα που υποδεχόμαστε την ίδια ώρα στη χώρα μας.
            Πέρα, πάντως, από την αστεία διάσταση της υπόθεσης, το μόνο βέβαιο συμπέρασμα που εξάγεται από το επιθετικό πνεύμα του κ. Τσίπρα κατά της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι, με ευθύνη της κυβέρνησης, η πολιτική ζωή του τόπου δυσκολεύεται να επανέλθει σε συνθήκες ομαλότητας και διακομματικής συνεννόησης.
Αν σε τόσο απλά ζητήματα, όπως είναι η υιοθεσία και η αναδοχή παιδιών που όλοι είναι επί της αρχής σύμφωνοι, στήνεται σκηνικό πόλωσης, προκειμένου να κερδηθούν επικοινωνιακοί πόντοι και να διεκδικηθούν εύσημα «προοδευτικότητας», αναρωτιέται κανείς πως μπορεί να επιτευχθούν συναινετικές συνθήκες για να προωθηθούν μείζονες αλλαγές όπως, επί παραδείγματι, η συνταγματική Αναθεώρηση.