Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συναίνεση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συναίνεση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022

Ένα άλλο μοντέλο για την προεκλογική αντιπαράθεση

 

Μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με τον ισχυρισμό τον οποίο ο υποφαινόμενος διατύπωσε την περασμένη Τρίτη όταν, στο Συνέδριο για την Υγεία που διοργάνωσαν το «Θέμα» και το site «ygeiamou», απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό είπα -περισσότερο χαριτολογώντας- ότι το… ερώτημα του ενός εκατομμυρίου είναι πότε θα γίνουν οι επόμενες εκλογές.

Με όσα, άλλωστε, βλέπουμε να διαδραματίζονται γύρω μας, εύκολα θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος ότι το ερώτημα ήταν ενδεχομένως εκ του περισσού, αφού όλα μαρτυρούν ότι, ανεξαρτήτως διαψεύσεων, πλησίστιοι οδηγούμαστε στις κάλπες οι οποίες, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα στηθούν στις αρχές του επερχόμενου φθινοπώρου.

Εκείνο, ωστόσο, με το οποίο δύσκολα θα μπορέσει να διαφωνήσει κανείς είναι ότι τον βασικότερο λόγο για τον οποίο επιβάλλεται να μην βραδύνουν οι επόμενες εκλογές συνιστά η ένταση με την οποία διεξάγεται η προεκλογική αντιπαράθεση, που έχει ήδη ξεκινήσει. Ένταση που προοιωνίζεται ακόμη μεγαλύτερη έξαρση των πολωτικών φαινομένων που κάνει κάθε εχέφρονα να αναρωτιέται αν αξίζει τον κόπο η συντήρηση ενός τέτοιου κλίματος το οποίο μόνον δεινά μπορεί να επιφυλάσσει τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο, πολύ περισσότερο, στα συμφέροντα της χώρας και των πολιτών.

Δεν ξέρω πόσοι είχαν την υπομονή να παρακολουθήσουν το προαναφερθέν Συνέδριο για την Υγεία, αλλά ειλικρινά όσοι το έκαναν είχαν μια πολύ καλή ευκαιρία να ακούσουν από πρώτο χέρι τις απόψεις των δύο βασικών διεκδικητών της διακυβέρνησης για κρίσιμα θέματα που άπτονται της καθημερινότητας των πολιτών και της ποιότητας ζωής που δικαιούνται να απολαμβάνουν. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας δέχθηκαν και τέθηκαν υπό τη βάσανο των δημοσιογραφικών ερωτημάτων, ξετυλίγοντας με τον τρόπο που ο καθένας θεώρησε καταλληλότερο, τις θέσεις και τις απόψεις της παράταξής τους.

Αξίζει ίσως να σταθούμε το πρωτοσέλιδο που είχε την επόμενη μέρα η ανήκουσα στον ΣΥΡΙΖΑ εφημερίδα «Αυγή» υπό τον εύηχο τίτλο: «Δύο κόσμοι για την Υγεία». Μπορεί οι… καλοί συνάδελφοι, οι οποίοι συνηθέστατα εμφανίζονται ως διαπρύσιοι κήνσορες της δεοντολογίας, να παρέλειψαν να αναφέρουν τους διοργανωτές του Συνεδρίου (είναι γνωστό άλλωστε ότι το «Θέμα» είναι γι΄ αυτούς… ανύπαρκτο, αλλά και εμάς ποσώς μας απασχολεί η… εκτίμηση που -δεν- μας έχουν), πλην όμως η εκδήλωσή μας τους έδωσε την ευκαιρία να μοιράσουν το πρωτοσέλιδο τους στα δύο μεταφέροντας στο αναγνωστικό τους κοινό όσα οι ίδιοι απεκόμισαν από τις τοποθετήσεις του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Παρακολουθώντας τις εργασίες του Συνεδρίου και τα όσα ενδιαφέροντα ακούστηκαν όχι μόνον από τους δύο συγκεκριμένους πολιτικούς αρχηγούς αλλά και από μια σειρά ειδικούς επιστήμονες από την πρώτη γραμμή της μαχόμενης Ιατρικής, πολιτικά στελέχη, πανεπιστημιακούς και συνδικαλιστές, αναρωτήθηκα πολλές φορές γιατί θεματικές εκδηλώσεις αυτού του είδους να μην αποτελούν μοντέλο για τη διεξαγωγή της προγραμματικής αντιπαράθεσης των πολιτικών δυνάμεων που διεκδικούν την ψήφο των πολιτών.

Φαντασθείτε τις παραμονές των εκλογών αντί για τις πολυδάπανες περιοδείες των στελεχών τους, τα οποία επισκέπτονται χώρους στους οποίους στην πραγματικότητα συγκεντρώνονται αποκλειστικά και μόνον οπαδοί τους που προσέρχονται για να τους επευφημήσουν, χωρίς καν να ακούν τα λεγόμενα τους, αφού έτσι κι αλλιώς είναι αποφασισμένοι να τους ψηφίσουν, να οργανώνονταν εκδηλώσεις στις οποίες θα ακούγονταν οι απόψεις των πολιτικών δυνάμεων για βασικά θέματα ενδιαφέροντος των πολιτών, όπως οι φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις, οι προτεραιότητες στην Παιδεία και στην Άμυνα, η κατανομή των κοινωνικών δαπανών, κ.ά.

Αν οι απόψεις των πολιτικών δυνάμεων εκφράζονταν με τη νηφαλιότητα με την οποία, παρά τις εκατέρωθεν εντονότατες διαφωνίες, εξέφρασαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας τις θέσεις τους για την Υγεία, το κέρδος θα ήταν μεγάλο και για τους πολίτες, που θα πήγαιναν περισσότερο ενημερωμένοι στις κάλπες, αλλά και για το ίδιο το πολιτικό δυναμικό της χώρας που θα έβλεπε την αξιοπιστία του να αυξάνεται κατακόρυφα. 

Διότι είναι βέβαιο ότι, με εξαίρεση του φανατικούς όλων των πλευρών, η υπόλοιπη κοινωνία δεν αρέσκεται στις κραυγές και στις κόντρες άνευ ορίων. Αντιθέτως προτιμά τον νηφάλιο διάλογο, ακόμη και αν αυτός διανθίζεται από διαφωνίες και σκληρή αντιπαράθεση.

Γνωρίζω ότι σε κάποιες -όχι πολλές είναι αλήθεια- ευρωπαϊκές χώρες, οι θεματικές τηλεμαχίες αποτελούν συνήθεια που βρίσκει ανταπόκριση στους πολίτες. Στη χώρα μας απέχουμε πολύ από την κατάκτηση μιας τόσο υψηλής κορυφής στην κλίμακα του λεγόμενου πολιτικού πολιτισμού. 

Γι΄ αυτό και δεν είμαι ούτε αφελής ούτε… αιθεροβάμων ώστε να πιστέψω πως, ως δια μαγείας και από τη μια στιγμή στην άλλη, θα μπορέσουμε να γίνουμε Δανία ή Σουηδία και να μάθουμε να συζητούμε πολιτικά χωρίς οι συζητήσεις μας να καταλήγουν σε καβγάδες και κόντρες από τους οποίους δεν βγάζει νόημα κανείς.

Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση ότι, προϊόντος του χρόνου, τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν. Οι ακραίες διχαστικές λογικές που επανήλθαν -με ευθύνη πολλών- στο προσκήνιο στη διάρκεια της μνημονιακής κρίσης, που ξέσπασε το 2010, σιγά σιγά υποχωρούν και δημιουργούν την ελπίδα ότι μπορεί να μην αργήσει η ώρα που θα ισχύσουν τα λόγια του ποιητή (Γιάννη Ρίτσου), σύμφωνα με τα οποία: «…Και να αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε, ήσυχα - ήσυχα κι απλά…».

Πότε μπορεί να γίνει αυτό; Άγνωστο. Αλλά, όπως όλα δείχνουν, σίγουρα όχι πριν από τις επόμενες εκλογές…

 

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Το πνεύμα του Σημίτη

 Ένας… αόρατος πρωταγωνιστής κυριάρχησε στην 7ωρη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή για την κατάσταση της πανδημίας και τις βαριές επιπτώσεις που έχει στην ελληνική κοινωνία και στην εθνική της οικονομία. Ήταν ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης. Ή, για την ακρίβεια, το πνεύμα που απέπνεε το πρόσφατο πολυσυζητημένο άρθρο του για το καθήκον και την υποχρέωση της αντιπολίτευσης.

Ήταν αρκετοί όσοι έσπευσαν να επικρίνουν και μάλιστα με σφοδρότητα την παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού. Μόνον, όμως, που η επιχειρηματολογία αρκετών εξ αυτών έδειχνε να μην βασίζεται σε αυτές καθαυτές τις θέσεις που διατυπωνόταν στο άρθρο. Στηριζόταν περισσότερο σε «δίκη προθέσεων» που στόχο είχε να υπηρετήσει το «ιδεολόγημα» ότι ο κ. Σημίτης «αβαντάρει τον Κυριάκο Μητσοτάκη».

Δεν ξέρω πόσοι από τους επικριτές του μπήκαν στον κόπο, παρότι επρόκειτο για ένα λιτό κείμενο μόλις 397 λέξεων, να το διαβάσουν. Έχει, ωστόσο, αξία να θυμηθούμε τις βασικές επισημάνσεις του πριν από την απόπειρα να αποδείξουμε τον ισχυρισμό για την ισχυρή επίδραση που είχε η δημόσια παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού στην κοινοβουλευτική αντιπαράθεση για την πανδημία.

«Η αντιπολίτευση θα έπρεπε να βοηθήσει σε μια πληρέστερη εικόνα της αντιμετώπισης των προβλημάτων αντί να επιβεβαιώνει κάθε φορά μια γνωστή αντιπαλότητα, χωρίς να αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο των διαφορών», ανέφερε εξ αρχής ο κ. Σημίτης στο άρθρο του που είδε το φως μέσα από την εφημερίδα «Τα Νέα».

Ο πρώην πρωθυπουργός σημείωνε ότι οι δηλώσεις με τις οποίες η αντιπολίτευση αντέδρασε στην ανακοίνωση του δεύτερου lockdown «δεν είναι εξαίρεση σε σχέση με δηλώσεις της και για άλλα θέματα». Και συνόψιζε την επιχειρηματολογία του, υπογραμμίζοντας ότι «ο τρόπος αυτός αντίδρασης δείχνει μία από τις μεγάλες αδυναμίες της ελληνικής πολιτικής ζωής».

Σε πείσμα, μάλιστα, όσων υποστήριξαν ότι ζήτησε, τάχατες, από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να κηρύξουν «σιωπητήριο», ο κ. Σημίτης ξεκάθαρα υπογράμμισε ότι «η αντιπολίτευση πρέπει να εκφράζεται». Πρόσθεσε, όμως, αμέσως μετά ότι «χρέος της είναι, όταν επισημαίνει τις αρνητικές πλευρές της κυβερνητικής δραστηριότητας, να έχει και η ίδια στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία ένα κατανοητό και εφαρμόσιμο σχέδιο αντιμετώπισης».

Χωρίς περιστροφές, μάλιστα, συμπλήρωνε κάτι μάλλον αυτονόητο: Ότι, δηλαδή, στην περίπτωση της επιδημίας και του lockdown «τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν παρουσίασαν ένα δικό τους σχέδιο με βάση διεθνή δεδομένα. Δεν εξήγησαν από την αρχή της πανδημίας ποια πολιτική θα έπρεπε να ακολουθηθεί με βάση τα επιστημονικά δεδομένα και τις υπάρχουσες εμπειρίες. Απλώς παρακολουθούν και αρνούνται».

«Αλλά η κοινή γνώμη δεν χρειάζεται την άρνηση. Για να απαιτήσει τα αναγκαία και σωστά από την κυβέρνηση χρειάζεται πληροφόρηση, τεκμηρίωση, δημιουργικότητα», υπογράμμιζε ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος κατέληγε επισημαίνοντας: «Τότε μόνο θα είναι πρόθυμη να ακολουθήσει δρόμους άλλους από εκείνους που της υπαγορεύει η κυβέρνηση και να αναθέσει σε όσους έχουν διαφορετικές ευθύνες την εξουσία».

Ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να διαφωνήσει με την άποψη ότι για να επιβραβευτεί ένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν αρκεί να λέει «όχι σε όλα» όσα κάνει η εκάστοτε κυβέρνησης, χωρίς να προβάλει εναλλακτική πολιτική πρόταση; Νομίζω κανείς.

Γι΄ αυτό και όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει την κοινοβουλευτική συζήτηση της Πέμπτης δεν πρέπει να δυσκολεύτηκε να αντιληφθεί έναν ασυνήθιστο –και καλώς εννοούμενο- ανταγωνισμό μεταξύ των αρχηγών να πείσουν ότι η θεώρησή τους στην υπόθεση της πανδημίας δεν εξαντλούνταν στην κριτική για τα λάθη και τις παραλείψεις της κυβέρνησης αλλά επεκτεινόταν και στη διατύπωση προτάσεων.

Με προεξάρχουσα την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά, η οποία έκανε μια από τις καλύτερες και πιο τεκμηριωμένες ομιλίες της κατά τα τελευταία πεντέμισι χρόνια που είναι αρχηγός κόμματος, ο ένας μετά τον άλλο οι επικεφαλής των κομμάτων της αντιπολίτευσης πάσχισαν να αποδείξουν ότι δεν μένουν μόνον στην κριτική, αλλά διατυπώνουν και προτάσεις.

Χωρίς να λείψουν παντελώς οι υπερβολές, όπως αυτή για τον διορισμό υπουργών κοινής αποδοχής, ούτε οι πλειοδοσίες για τον αριθμό των διορισμών που πρέπει να γίνουν, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, εκτός από την κυρία Γεννηματά, που ήταν σαφές ότι με την ομιλία της «απαντούσε» και στις επισημάνσεις του Κώστα Σημίτη, όλοι τους, από τον Αλέξη Τσίπρα και τον Δημήτρη Κουτσούμπα έως τον Κυριάκο Βελόπουλο και τον Γιάνη Βαρουφάκη, έδειξαν να συναισθάνονται ότι η αντιπολίτευση δεν μπορεί να αποτελεί συνώνυμο της άρνησης και της χαιρέκακης προσμονής να πάνε στραβά τα πράγματα.

Η στάση αυτή, μάλιστα, της αντιπολίτευσης αναγνωρίστηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος στην καταληκτική τριτολογία του, με την οποία έκλεισε τη συζήτηση, εξέφρασε διάθεση να υιοθετήσει προτάσεις από όλες τις πτέρυγες, όπως του Αλέξη Τσίπρα για τη χορήγηση υπολογιστών σε μαθητές και την ενίσχυση των οικονομικά αδύναμων ενόψει των Χριστουγέννων, της Φώφης Γεννηματά για τη διενέργεια μαζικών τεστ στα σχολεία και σε άλλες μαζικές δομές και του Κυριάκου Βελόπουλου για την αναστολή των πλειστηριασμών.

Για να αποδειχθεί, έτσι, ότι, παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε, η παρέμβαση του Κώστα Σημίτη «έπιασε τόπο». Και, πολύ περισσότερο, ότι η συναίνεση, η λογική και η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων προάγουν την πολιτική και συνιστούν κέρδος για την κοινωνία.

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

Η απέραντη υποκρισία με το Συμβούλιο Αρχηγών

Για όποιον δεν αυταπατάται, η συναίνεση στα λεγόμενα «εθνικά θέματα», στην πραγματικότητα, δηλαδή, η αναζήτηση κοινού τόπου μεταξύ των κομμάτων στους χειρισμούς των ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής, δεν υπήρξε ποτέ το ισχυρό χαρτί που ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Κατά τη διάρκεια των δύο αιώνων που συμπληρώνονται την επόμενη χρονιά από την Εθνική Παλιγγενεσία, είναι, κακά τα ψέματα, πολύ σπάνιες οι φορές που οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις έβαλαν στην άκρη τα κομματικά συμφέροντα και άφησαν εκτός του πεδίου αντιπαράθεσής τους την εξωτερική πολιτική.

Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, τα βασικά κόμματα ήταν το «Αγγλικό», το «Γαλλικό» και το «Ρωσικό». Αλλά και μεταγενέστερα, ακόμη και σε περιόδους κατά τις οποίες δύσκολα διέκρινε κανείς τις διαφορές που χώριζαν τις κομματικές ηγεσίες, οι τελευταίες «εφεύρισκαν» λόγους για να διαφωνήσουν μεταξύ τους.

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η αντιπολίτευση επέκρινε τις πράξεις και τις παραλείψεις της κυβέρνησης, καταψηφίζοντας τις εισηγήσεις της, ανεξαρτήτως πολύ φορές του γεγονότος ότι, αν είχε την ευθύνη των χειρισμών, και η ίδια θα έκανε πάνω κάτω τα ίδια πράγματα.

Τα παραδείγματα με τη διαρκή επανάληψη του φαινομένου που μπορεί να παραθέσει κάποιος είναι πολλά. Για να μείνουμε μόνον στην περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρκεί να υπενθυμίσουμε τα γεγονότα που σχετίζονται με το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, καθώς και το μνημονιακό δρόμο που υποχρεωτικά ακολουθήσαμε μετά τη χρεωκοπία του 2009-2010.

Άλλη λιγότερο και άλλη περισσότερη, οι (τρεις, πλέον) μεγάλες παρατάξεις που διαχειρίστηκαν τα μείζονα αυτά ζητήματα, τα οποία άπτονται άμεσα και καθοριστικά με τη θέση της χώρας στο διεθνές στερέωμα, ακολούθησαν την ίδια πορεία. Μια πορεία που συχνά ήταν αντίθετη με όσα υποστήριζαν όταν ήταν στην αντιπολίτευση.

Τι να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε; Τις αιματηρές ταραχές στην Αθήνα κατά την περίοδο 1955-1959 και το ανελέητο ξύλο που έπεφτε στους δρόμους της πρωτεύουσας εις βάρος αντιπολιτευόμενων διαδηλωτών που ήθελαν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα; Τις επανειλημμένες εντάσεις γύρω από το λεγόμενο «Μακεδονικό»;

Ή το γεγονός ότι με λίγες εξαιρέσεις –μια από τις οποίες είναι η… Θεοδώρα Τζάκρη που τα ψήφισε όλα!- η συντριπτική πλειονότητα όσων διετέλεσαν βουλευτές τη δεκαετία 2009 – 2019 ψήφισε τουλάχιστον ένα Μνημόνιο και καταψήφισε ένα άλλο; Για όσους δεν θυμούνται οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ψήφισαν το πρώτο και το δεύτερο, της ΝΔ μόνον το δεύτερο και του ΣΥΡΙΖΑ μόνο το τρίτο.

Χωρίς διάθεση συμψηφισμού, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο κατάλογος με τα μικρότερα ή τα μεγαλύτερα «ανομήματα» και τις παλινωδίες όλων των παρατάξεων στους χειρισμούς της εξωτερικής πολιτικής είναι μεγάλος. Άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε ευθέως οι κατηγορίες για «μειοδοσίες» –ου μην αλλά και «προδοσίες»- διατυπώθηκαν από περισσότερες της μιας πλευρές.

Τούτων δοθέντων, ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση με τη στάση που τήρησε στη Βουλή κατά τη διαδικασία επικύρωσης της συμφωνίας για τη μερική οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο, δεν ακολούθησε απλώς την πεπατημένη, αλλά μάλλον «υπερέβη τα εσκαμμένα».

«Υπερέβη τα εσκαμμένα», πρώτον, διότι ήρθε σε αντίθεση με όσα ο ίδιος ο αρχηγός του Αλέξης Τσίπρας μόλις πρόσφατα υποστήριξε δημοσίως -και ενώ είχε χάσει τις εκλογές- για μερική οριοθέτηση. Και, δεύτερον, διότι δεν έμεινε στο δικό του πολιτικά αμήχανο «παρών» -αν ήταν τόσο κακή η συμφωνία, ας την καταψήφιζε…-, αλλά υπέβαλε αίτημα ονοματικής ψηφοφορίας για να καθυστερήσει επί ένα εικοσιτετράωρο την υπερψήφισή της.

Αγνόησε, έτσι την ιδιαιτερότητα των στιγμών που συνιστά η πολυήμερη πρόκληση των ερευνών του Ορούτς Ρέις μέσα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, αλλά τις κυβερνητικές εκκλήσεις να αναθεωρήσει τη στάση και να μην παρεμποδίσει ασκόπως την έγκαιρη υπερψήφιση της συμφωνίας.

Δεν θέλει ειδική αναλυτική δεινότητα για να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι πίσω από αυτές τις πολιτικές ακροβασίες της Κουμουνδούρου δεν κρύβονται παρά προφανείς μικροκομματικές σκοπιμότητες. Όπως είχαν κάνει και στην περίοδο του «Μακεδονικού», στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επενδύουν και πάλι τώρα στην εικαζόμενη αντίδραση των «σκληρών» στελεχών της γαλάζιας Κοινοβουλευτικής Ομάδας που με προεξάρχοντα τον Αντώνη Σαμαρά είναι επιφυλακτικοί στην έναρξη διαλόγου με την Άγκυρα.

Όντας στη διακυβέρνηση, με τη συμφωνία των Πρεσπών διέσπασαν την εθνική ενότητα προσδοκώντας ανομολόγητα οφέλη από τον εσωτερικό διχασμό της ΝΔ. Και παρότι διαψεύστηκαν τότε οι προσδοκίες του, με την ίδια συλλογιστική κινούνται και τώρα, ζητώντας μάλιστα από τους βουλευτές να πάρουν θέση ο καθένας χωριστά, κάτι που αν συμβεί η δική τους «γραμμή» για «παρών» θα γίνει κομμάτια και θρύψαλα.

Το πλέον παράδοξο όλων, όμως, είναι ότι έπειτα από τους πρωτοφανείς αυτούς κοινοβουλευτικούς τακτισμούς ζητούν από τη σημερινή κυβέρνηση να κάνει αυτό που οι ίδιοι –και σωστά ίσως- δεν έκαναν με τις διχαστικές «Πρέσπες»: να συγκαλέσει, δηλαδή, το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών.

Γιατί άραγε; Για να συζητήσουν τί οι διαφωνούντες αρχηγοί; Ποιο νόημα έχει το Συμβούλιο όταν οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν να ψηφίσουν από κοινού για θέματα για τα οποία όταν είχαν την ευθύνη έκαναν τα ίδια πράγματα; Μήπως θα άλλαζαν γνώμη ο Αλέξης Τσίπρας, ο Δημήτρης Κουτσούμπας ή ο Κυριάκος Βελόπουλος εάν τους καλούσε η Πρόεδρος Κατερίνα Σακελλαροπούλου να καθίσουν δίπλα δίπλα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Φώφη Γεννηματά, που –χωρίς να συμπίπτουν οι θέσεις τους- λένε «ναι» στη συμφωνία με την Αίγυπτο;

Τα ερωτήματα είναι ρητορικά και οι απαντήσεις προφανείς. Όσο προφανής είναι και η απέραντη υποκρισία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προτείνει Συμβούλιο Αρχηγών.

Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

Οι καμπούρες της καμήλας



            Αυτή τη φορά ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας πήγε με δική του πρωτοβουλία και μίλησε στη Βουλή χωρίς να αναρωτηθεί αν άξιζε τον κόπο να σπαταλήσει μέρος του πολύτιμου χρόνου του, όπως είχε κάνει σε προηγούμενες φάσεις που η παρουσία του ήταν αποτέλεσμα πρωτοβουλίας της αντιπολίτευσης. Το νομοσχέδιο για την αναδοχή και την υιοθεσία που ήταν στην ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου είχε κάνει άνω κάτω τα περισσότερα κόμματα, αφού αντιπολιτευόμενοι βουλευτές το στήριζαν και συμπολιτευόμενοι το καταψήφιζαν.
            Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς από έναν υπεύθυνο πολιτικό ηγέτη, ο οποίος θέλει μάλιστα να παραστήσει τον ευρωπαίο σοσιαλδημοκράτη, να αρθεί υπεράνω των αντιθέσεων και να εκφράσει την ικανοποίησή του που σε ένα τόσο ευαίσθητο για τα ανθρώπινα δικαιώματα ζήτημα το ελληνικό Κοινοβούλιο υπέταξε τον κομματισμό και τις άκαμπτες «γραμμές» επιτρέποντας στους βουλευτές να ψηφίσουν κατά συνείδηση. 
            Ανεξάρτητα αν συμφωνεί κάποιος ή όχι με την επίμαχη ρύθμιση που θεσπίζει δικαίωμα αναδοχής τέκνου από ομόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, η ευρύτερη πλειοψηφία των 161 βουλευτών που στήριξαν, εν τέλει, αυτό το νεωτεριστικό μέτρο θα έπρεπε να χαροποιεί την κυβέρνηση που το προώθησε. Και ο επικεφαλής της θα έπρεπε να χαιρετίζει τη συναίνεση που επετεύχθη και θα μπορούσε να αποτελέσει οδηγό για τη διακομματική συνεννόηση που είναι τόσο απαραίτητη στην μετά πολλών εμποδίων πορεία της χώρας προς την κανονικότητα.
            Ο κ. Τσίπρας, όμως, κινήθηκε στον αντίποδα. Δεν πήγε στη Βουλή για να «κεφαλαιοποιήσει» τη συναίνεση που είχε παρατηρηθεί στη μεγάλη πλειονότητα των άρθρων του συζητούμενου νομοσχεδίου. Πήγε για να ενισχύσει τη διχαστική ατμόσφαιρα που είχε επικρατήσει τις προηγούμενες ημέρες. Και, αντί να επικροτήσει το γεγονός ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν έθεταν θέμα κομματικής πειθαρχίας, διευκολύνοντας τη συμπολίτευση που κινδύνευε η συνοχή της από τις διαρροές βουλευτών τόσο των ΑΝΕΛ όσο και -για πρώτη φορά- του ΣΥΡΙΖΑ, επέλεξε να εξαπολύσει επίθεση κατά του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας.
            «Στην πραγματικότητα, είναι βαθιά συντηρητικός και πολλές φορές φλερτάρει με αναχρονιστικές ιδέες, αλλά φλερτάρει επικίνδυνα και με τον ακροδεξιό λαϊκισμό σε κάθε ουσιαστικό βήμα που κάνει αυτή η κυβέρνηση σε ζητήματα που αφορούν τα ατομικά δικαιώματα», υποστήριξε αναφερόμενος στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος -καλώς ή κακώς- είχε αποφασίσει να μη ζητήσει τον λόγο για να τοποθετηθεί επί του νομοσχεδίου που το κόμμα του υπερψήφιζε με εξαίρεση το άρθρο για την αναδοχή από ομόφυλους.
            Το παράδοξο είναι ότι ο κ. Τσίπρας πριν πει όλα αυτά για τον κ. Μητσοτάκη είχε υποστηρίξει ότι «δεν χωράνε σε τέτοιου είδους ζητήματα μικροκομματικές σκοπιμότητες». Ενώ, την ίδια ώρα, δεν βρήκε ούτε μια λέξη ψόγου για τους βουλευτές της συγκυβέρνησης που είχαν καταφύγει σε ακραίες ομοφοβικές τοποθετήσεις ή είχαν διαμηνύσει είτε ότι θα απείχαν από την ψηφοφορία είτε ότι θα καταψήφιζαν. Και οι οποίοι αθροιστικά ήταν περισσότεροι από τους αντιπολιτευόμενους που δεν συντάσσονταν με τα δικά τους κόμματα.
            «Η καμήλα βλέπει τις καμπούρες των άλλων και όχι την δική της», λέει μια ελληνική παροιμία που ταιριάζει γάντι με τη στάση του πρωθυπουργού. Φαίνεται, όμως, ότι δεν την ήξερε. Και ευτυχώς, δηλαδή. Γιατί την προηγούμενη φορά που χρησιμοποίησε παροιμία με καμήλα μπέρδεψε την «ουρά» του ζώου με την… ουρά της αναμονής εκτιθέμενος μπροστά σε διεθνές κοινό. Και με το γνωστό επίπεδο των αγγλικών του δεν θα ήταν απίθανο να μπερδέψει την… δούκισσα της Κορνουάλης Καμίλα που υποδεχόμαστε την ίδια ώρα στη χώρα μας.
            Πέρα, πάντως, από την αστεία διάσταση της υπόθεσης, το μόνο βέβαιο συμπέρασμα που εξάγεται από το επιθετικό πνεύμα του κ. Τσίπρα κατά της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι, με ευθύνη της κυβέρνησης, η πολιτική ζωή του τόπου δυσκολεύεται να επανέλθει σε συνθήκες ομαλότητας και διακομματικής συνεννόησης.
Αν σε τόσο απλά ζητήματα, όπως είναι η υιοθεσία και η αναδοχή παιδιών που όλοι είναι επί της αρχής σύμφωνοι, στήνεται σκηνικό πόλωσης, προκειμένου να κερδηθούν επικοινωνιακοί πόντοι και να διεκδικηθούν εύσημα «προοδευτικότητας», αναρωτιέται κανείς πως μπορεί να επιτευχθούν συναινετικές συνθήκες για να προωθηθούν μείζονες αλλαγές όπως, επί παραδείγματι, η συνταγματική Αναθεώρηση.

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

Εκλιπαρούν για σωσίβιο.Θα το βρουν;



Στην αρχή ήταν απολύτως σίγουροι για τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Γι΄ αυτό και υπόσχονταν «σεισάχθεια» για όλους τους πολίτες –αναξιοπαθούντες και μη, απλούς μπαταχτσήδες ή στρατηγικούς κακοπληρωτές- που είχαν χρέη. Φαντασιώνονταν διεθνή διάσκεψη που θα συγκαλούνταν για λογαριασμό τους από τους… έντρομους δανειστές. Και με απίστευτη κομπορρημοσύνη απειλούσαν Θεούς και δαίμονες.
Όποιος τολμούσε να διατυπώσει την παραμικρή αντίρρηση στους υπερφίαλους ισχυρισμούς ότι θα απάλλασσαν τους πάντες –το ελληνικό δημόσιο, αλλά και τον… πλανήτη ολόκληρο- από τα συσσωρευμένα χρέη, απειλούνταν με… ανασκολοπισμό. Με μοναδική ευκολία κάθε αντιρρησίας χαρακτηριζόταν «υπηρέτης ξένων αφεντάδων», «υπάλληλος των τοκογλύφων» και «υπονομευτής των συμφερόντων του λαού και του Έθνους».
Με όπλο, άλλωστε, την στενόμυαλη πολιτική μισαλλοδοξία, είχαν πείσει τους εαυτούς τους ότι η μεγαλύτερη διαγραφή χρέους στην παγκόσμια οικονομική ιστορία, που έγινε με το περιλάλητο PSI, ήταν «καταστροφική». Και έτσι κατάφεραν να αυτοπαγιδευτούν βάζοντας πολύ ψηλότερα τον πήχη από τα 126 δισεκατομμύρια που κουρεύτηκαν το 2012 και την υπόσχεση που έλαβε λίγους μήνες αργότερα η χώρα για μελλοντικές διευθετήσεις στους χρόνους αποπληρωμής και στα επιτόκια των παλαιότερων δανειακών συμβάσεων.
Η προσάραξη στη σκληρή μνημονιακή πραγματικότητα που υπέστησαν το καυτό καλοκαίρι του 2015 οι ανεδαφικές προσδοκίες τις οποίες καλλιεργούσαν, δεν τους συνέτισε. Η επέμβαση, σε ρόλο ναυαγοσωστικών δυνάμεων, που έκαναν μετά το διαβόητο δημοψήφισμα του Ιουλίου, οι αντιπολιτευόμενες παρατάξεις που ενστερνίζονται τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, ερμηνεύτηκε ως «υπηρεσία προς τους ξένους» και όχι ως «θυσία για το εθνικό συμφέρον».
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 επιστρατεύθηκαν τα πιο διχαστικά συνθήματα από τη φαρέτρα του εμφυλιοπολεμικού μίσους –«ή εμείς ή αυτοί», «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν» και άλλα ηχηρά παρόμοια. Αλλά και μετά τις εκλογές δεν έλειψαν οι ιταμές λοιδορίες εναντίον όποιου δεν έκαιγε λιβάνι στη διαπραγματευτική δεινότητα του Αλέξη Τσίπρα και του Ευκλείδη Τσακαλώτου που δεν… αρκούνταν στην προσπάθεια να αλλάζουν την Ελλάδα.
Παραμύθιαζαν τον κόσμο – ή μήπως αυτοπαραμυθιάζονταν;- ότι άλλαζαν την Ευρώπη και τον πλανήτη ολόκληρο που ήταν τάχατες έτοιμος να τους χαρίσει τα χρέη. Κάτι που δεν είχαν κάνει με τους προηγούμενους επειδή εκείνοι δεν ήταν τόσο… γενναίοι, όσο υποτίθεται ότι είναι ο Τσίπρας και η παρέα του, για να το ζητήσουν. Τόσο απλά. Ή, καλύτερα, τόσο απλοϊκά ώστε να το αντιληφθούν οι αφελείς και μόνον αυτοί…    
Στην πραγματικότητα, όμως, αντί να αλλάζουν την Ευρώπη, εκείνο που άλλαζαν διαρκώς ήταν οι θέσεις τους. Από Eurogroup σε Eurogroup ο πήχης των προσδοκιών χαμήλωνε. Και, την ίδια ώρα, ο λογαριασμός των μέτρων, με τα οποία επιβάρυναν τους πολίτες, μεγάλωνε, γελοιοποιούμενοι, συνάμα, διεθνώς με τις υποσχέσεις για «ούτε ένα ευρώ» μέτρα που απερίσκεπτα εκστόμιζαν.
Η διαγραφή του χρέους, παρόλο που στην πορεία είχε γίνει «διευθέτηση», εξακολουθούσε να είναι το «Ιερό Δισκοπότηρο» της κυβερνητικής προπαγάνδας περί επιτυχούς διαπραγμάτευσης. Μέχρι που στο Eurogroup της 22ας Μαΐου συνέβη ένα ακόμη ναυάγιο, οι εντυπώσεις από το οποίο, παρά τις χυδαίες επιθέσεις που εξαπολύθηκαν ενάντια στα μέσα ενημέρωσης που το περιέγραψαν, δεν μπόρεσαν να διασκεδαστούν.
Με καθυστέρηση αρκετών ημερών ο απίθανος τύπος που εμφανίζεται με το τσαλακωμένο κοστούμι του Έλληνα υπουργού Οικονομικών στα Eurogroup, υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει ότι πλέον «αυτό που επιθυμεί η κυβέρνηση να ειπωθεί για την Ελλάδα στο επόμενο Eurogroup είναι ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που θα εφαρμοστούν μετά το τέλος του προγράμματος, το 2018, θα είναι αρκετά, ώστε να θέσουν το χρέος σε μια βιώσιμη πορεία».
Με άλλα λόγια εγκαταλείπεται όχι μόνον η υπερφίαλη απαίτηση για διαγραφή αλλά και το αίτημα για άμεση διευθέτηση, το οποίο μάλιστα είχε συνδεθεί με τα προσφάτως ψηφισθέντα μέτρα για τα οποία έλεγαν στους βουλευτές τους ότι «θα ακυρωθούν αν δεν μας δώσουν τώρα το χρέος».  Αλλά δεν είναι μόνον ο Ευκλείδης Τσακαλώτος που εκλιπαρεί τους δανειστές λέγοντας τους, με άλλα λόγια, «πείτε κάτι για το χρέος και ας μην το κάνετε». Είναι και ο πρωθυπουργός που αίφνης φόρεσε τον μανδύα του «συναινετικού». 
 Από το βήμα της – για φαντάσου…- γενικής συνέλευσης του ΣΕΒ μίλησε για «πλατιά κοινωνική απαίτηση να συστρατευτούμε» ώστε «να αφήσουμε πίσω το παρελθόν και όλες οι υγιείς παραγωγικές δυνάμεις του τόπου να συνδράμουν στην επιτακτική προσπάθεια για την ανάταξη της οικονομίας και την απεξάρτηση της χώρας από τον εξωτερικό καταναγκασμό».
«Οι διαφορετικές μας απόψεις, μπορεί να είναι και πλούτος αν προσέλθουμε σε έναν υγιή διάλογο, με αμοιβαίο σεβασμό προς τον συνομιλητή και τις θεμελιώδεις δημοκρατικές αξίες», είπε ο πολιτικός που κέρδισε τις τελευταίες εκλογές με το σύνθημα «να τελειώνουμε με το παλαιό». Και έκλεισε την ομιλία του με «ένα κάλεσμα προς όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, να ενώσουν δυνάμεις, να συμπορευτούν στον κοινό μας αγώνα για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας, για την επόμενη μέρα της Ελλάδας».
Τι μαρτυρούν όλες αυτές οι μεταμορφώσεις των τελευταίων ημερών; Τίποτε περισσότερο από το γεγονός ότι, έχοντας ρίξει για μια ακόμη φορά σε ξέρα το σκάφος, αναζητούν εναγωνίως σωσίβια. Σωσίβια τα οποία δεν τα ζητούν, απλώς. Στην πραγματικότητα εκλιπαρούν γι΄ αυτά. Και εκλιπαρούν εκείνους τους οποίους έβριζαν όλα αυτά τα χρόνια. Εκείνους των οποίων παρακολουθούσαν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και τους απειλούσαν με…  έξωση από τη χώρα. Κι εκείνους τους οποίους με ιταμό τρόπο αποκαλούσαν «συμμαχία των προθύμων» και «τρόικα εσωτερικού».
Κατά τα φαινόμενα, από τους εκπροσώπους των εταίρων και δανειστών, τους κυρίους της «συντηρητικής νομενκλατούρας», όπως τους χαρακτήριζαν πάλαι ποτέ, θα είναι ικανοποιημένοι αν καταφέρουν να αποσπάσουν μια γενικόλογη περιγραφή μελλοντικής λύσης για το χρέος, ώστε να διασωθούν τα προσχήματα της νέας προσάραξης στα αβαθή.
Πιο απαιτητικοί, ωστόσο, φαίνεται να είναι απέναντι στις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις, από τις οποίες ζητούν νέα «λευκή επιταγή». Και ουσιαστικά να συναινέσουν σε έναν νέο πολιτικό αυτοχειριασμό που θα διαιωνίζει την εξουσία του Αλέξη Τσίπρα και της παρέας του, στέλνοντας –όπως και το 2015- στην κοινωνία το μήνυμα ότι είναι το ίδιο όποιος και αν είναι στην εξουσία.
Εδώ, όμως, που έχουν φθάσει τα πράγματα, δεν είναι πολύ πιθανό να βρεθεί το διπλό σωσίβιο που επιζητούν. Ακόμη και αν τους πετάξουν μια… τρύπια σαμπρέλα οι «απέξω», που μια χαρά βολεύονται με τα μέτρα που λαμβάνονται, δύσκολα θα συμβεί το ίδιο και στο εσωτερικό. Και δεν θα συμβεί επειδή –καλώς ή κακώς- κανείς πλέον δεν τους εμπιστεύεται. Ούτε εντός, ούτε εκτός.

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Ζητείται κουλτούρα συνεργασίας



            Δύο βουλευτές που εκλέγονται στην ίδια εκλογική περιφέρεια και συστεγάζονται στο ίδιο κόμμα κατέθεσαν αυτές τις μέρες μια τροπολογία στη Βουλή για ένα θέμα της περιοχής του. Ο αρμόδιος υπουργός, που είχε οδηγία από υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια να την κάνει δεκτή, ήρθε σε δύσκολη θέση γιατί η τροπολογία, αν και είχε όμοιο περιεχόμενο, είχε κατατεθεί εις διπλούν.
            Ο έχων την αρχική πρωτοβουλία κυβερνητικός βουλευτής είχε ζητήσει την προσυπογραφή της δικής του τροπολογίας από συντοπίτη του βουλευτή άλλου κόμματος. Ο έτερος κυβερνητικός βουλευτής, μη βρίσκοντας άλλον διαθέσιμο από την περιφέρεια τους, ζήτησε να του συνυπογράψει το δικό του κείμενο ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος, ο οποίος εξεπλάγη όταν αργότερα πληροφορήθηκε ότι υπήρχε ήδη κατατεθειμένη πανομοιότυπη τροπολογία.
            Ο υπουργός είπε στους κοινοβουλευτικούς ιθύνοντες να καλέσουν τους δύο βουλευτές για να συνεννοηθούν μεταξύ τους ώστε να αποσυρθεί η μια από τις δυο τροπολογίες και να υπογράψουν από κοινού μια άλλη, αλλά η απάντηση που πήρε ήταν: «Είναι αδύνατο αυτό που ζητάτε. Οι δύο βουλευτές δεν μιλιούνται μεταξύ τους…».
            Το απολύτως πραγματικό αυτό περιστατικό –τα ονόματα των πρωταγωνιστών παρέλκουν γιατί δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία…- είναι αποκαλυπτικό για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ελληνική πολιτική ζωή. Δύο βουλευτές από την ίδια παράταξη και την ίδια εκλογική περιφέρεια αδυνατούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους και συμπεριφέρονται ως… ανταγωνιστικές συμμαθήτριες που διεκδικούν το ίδιο… αγόρι και η μια πεισμώνει με την άλλη και δεν της μιλάει.
            Το φαινόμενο της αδυναμίας συνεννόησης του εγχώριου πολιτικού προσωπικού δεν περιορίζεται στους ανταγωνιζόμενους βουλευτές στο πλαίσιο της τοπικής ψηφοθηρικής διαμάχης. Έχει, δυστυχώς, ευρύτερες διαστάσεις και διατρέχει οριζοντίως και καθέτως το πολιτικό σύστημα, το οποίο φαίνεται να πάσχει από χρόνια έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας.
            Είναι η «ασθένεια» που εμποδίζει τον διάλογο ανάμεσα στις βασικές πολιτικές δυνάμεις. Παλαιότερα ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και στο ΠΑΣΟΚ. Και τα τελευταία χρόνια μεταξύ της συγκυβέρνησης ανάγκης που συνήψαν οι άλλοτε «αιώνιοι» αντιπάλοι και του ΣΥΡΙΖΑ που αποτελεί την κύρια πολιτική δύναμη της αντιπολίτευσης.
            Είναι η «παθογένεια» που δεν επιτρέπει να υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα, οι οποίοι δεν ανταλλάσσουν ούτε χειραψία, ακόμη και στις σπάνιες κοινές εκδηλώσεις που συνευρίσκονται, όπως κατά την πρόσφατη εκδήλωση για τα σαραντάχρονα από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
            Έκφανση του ίδιου φαινομένου είναι, εξάλλου, ο προβληματικός τρόπος με τον οποίο πορεύεται η δικομματική κυβέρνηση που δεν καταφέρνει να τηρήσει ούτε τη στοιχειώδη και τόσο γενικόλογη προγραμματική συμφωνία που συναποφάσισε. Με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κάθε τρεις και λίγο τριβές ανάμεσα στους κυβερνητικούς εταίρους για ζητήματα που δεν άπτονται των ιδεολογικών διαφορών που τους χωρίζουν.
            Στον ίδιο καμβά, επίσης, διαγράφεται ο προσχηματικός και απολύτως υποκριτικός τρόπος με τον οποίο –υποτίθεται ότι- ξεκίνησε ο διάλογος για την Κεντροαριστερά όταν είναι φανερό ότι καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές –είτε πρόκειται για τη ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ, είτε για την ΔΗΜΑΡ και τον ΣΥΡΙΖΑ- δεν έχει ειλικρινή βούληση να προχωρήσει αυτή η διαδικασία.            
            Υπό αυτές τις συνθήκες και με την απόλυτη επικράτηση της νοοτροπίας που θέλει τους πολιτικούς αντιπάλους –εσωκομματικούς και μη- να αντιμετωπίζονται ως «εχθροί», η επαγγελλόμενη επιστροφή της χώρας στην ευρωπαϊκή «κανονικότητα» δεν μπορεί παρά να ηχεί παράταιρα. Και, σε κάθε περίπτωση, δύσκολα μπορεί να καλύψει τις ένθεν κακείθεν παρωχημένες εμφυλιοπολεμικές κραυγές που δίνουν τον τόνο στον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η πολιτική αντιπαράθεση.
            Κακά τα ψέματα, χωρίς εμπεδωμένη κουλτούρα συνεργασίας τόσο μέσα στα ίδια τα κόμματα όσο και στον αναγκαίο για τη λειτουργία των θεσμών διάλογο μεταξύ των αντιπάλων πολιτικών δυνάμεων, η Ελλάδα θα εξακολουθήσει, ακόμη και στη μεταμνημονιακή -οψέποτε αυτή έρθει…- εποχή να είναι ένας ευρωπαϊκός «παρίας».