Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Metron Analysis. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Metron Analysis. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

Έλληνες ανασφαλείς, απογοητευμένοι και θυμωμένοι

Η ενασχόληση των πολιτικών δυνάμεων αλλά και των μέσων ενημέρωσης με την επερχόμενη ευρωκάλπη της 9ης Ιουνίου δεν άφησε πολύ χώρο για να αναδειχθούν τα στοιχεία μιας -κατά την άποψή μου- πολύ ενδιαφέρουσας έρευνας η οποία έγινε από τον οργανισμό «ΔιαΝΕΟσις» και φέρει τον τίτλο «τι πιστεύουν οι Έλληνες».

Ανάμεσα στα πολλά και διαφορετικά ερωτήματα, στα οποία κλήθηκαν από την εταιρία «Metron Analysis» να απαντήσουν οι συμμετέχοντες στην δημοσκόπηση, ήταν και ένα που αφορούσε τα συναισθήματα από τα οποία διακατέχεται πιο έντονα σήμερα κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνας.

Οι απαντήσεις οι οποίες δόθηκαν δεν είναι διόλου ευοίωνες για τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, καθώς η ανασφάλεια, η απογοήτευση και ο θυμός είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα, τα οποία υπερτερούν σημαντικά από εκείνα της αισιοδοξίας, της υπερηφάνειας, της σιγουριάς και της αυτοπεποίθησης που είναι μειοψηφικά.

Το πλέον δυσοίωνο, όμως, είναι ότι, όπως προκύπτει από τη συγκριτική παράθεση ανάλογων ερευνητικών ευρημάτων που κατεγράφησαν τα προηγούμενα χρόνια, η συναισθηματική κατάσταση των Ελλήνων αντί να βελτιώνεται, καθώς απομακρυνόμαστε από την οικονομική κρίση που έφερε τα απανωτά Μνημόνια, βαίνει επιδεινούμενη.

Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί: τον Δεκέμβριο του 2019, οπότε μετά και την κυβερνητική αλλαγή, που είχε προηγηθεί, και εξαιτίας της οποίας είχε αρχίσει να εμπεδώνεται η εντύπωση της επιστροφής στην κανονικότητα, ανασφάλεια δήλωνε ότι αισθανόταν το 38% των Ελλήνων. Το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 45,8% τον Φεβρουάριο του 2022, όταν έκλεινε ο κύκλος της πανδημίας του κορωνοϊού, για να συνεχίσει την ανοδική πορεία και τον Φεβρουάριο του 2024 να φθάσουμε στο σημείο να δηλώνει ότι αισθάνεται ανασφαλής ένας στους δύο Έλληνες και για την ακρίβεια το 49,9% των ερωτηθέντων.

Ανάλογη αυξητική τάση παρουσίασε και το συναίσθημα της απογοήτευσης το οποίο, από 27,2% που ήταν το 2019, στις δύο επόμενες έρευνες έφθασε στο 45,3% και στο 44,3% αντίστοιχα. Ομοίως, ο θυμός από τον οποίο πριν από πέντε χρόνια διακατεχόταν το 17,4% των Ελλήνων, το 2022 και το 2024 απάντησαν ότι ήταν ένα αίσθημα από το οποίο διακατέχονταν πλέον το 29,8% και το 29,7% των συμμετεχόντων στις αντίστοιχες έρευνες.

Στον αντίποδα, από τις ίδιες χρονοσειρές των ερευνών που έγιναν για λογαριασμό της «ΔιαΝΕΟσις», προκύπτει δραματική μείωση του ποσοστού όσων δηλώνουν ότι αισθάνονται αισιοδοξία, αφού από 30% που ήταν το 2019, υποχώρησε σε 21,7% τον τρέχοντα χρόνο. Μικρότερη υποχώρηση από το 14,1% στο 12,4% εμφανίζει το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι διακατέχονται από το αίσθημα της υπερηφάνειας.

Σταθερά χαμηλά παραμένουν, εξάλλου, τα ποσοστά όσων εκδηλώνουν αισθήματα αυτοπεποίθησης: 7,3% το 2019 και 7,9% το 2024. Όπως και εκείνων που δηλώνουν αισθήματα σιγουριάς και κινούνται από το 5,7%, που ήταν προ πενταετίας, στο 10,3% στο οποίο ανήλθε στη φετινή μέτρηση. Την ίδια ώρα οι Ελληνίδες και οι Έλληνες που διακατέχονται από αισθήματα ντροπής αυξήθηκαν την τελευταία πενταετία από το 10,2% στο 16,8%.

Δεν χρειάζεται, νομίζω, να είναι κάποιος κοινωνιολόγος ή ειδικός στην κοινωνική ανθρωπολογία για να αντιληφθεί ότι τίποτε θετικό για το μέλλον δεν προοιωνίζεται η έντονη απαισιοδοξία που εκπορεύεται από τα συγκεκριμένα στοιχεία της έρευνας, όπως και από άλλα ευρήματα, τα οποία, π.χ., είναι η διαπιστούμενη έλλειψη αξιοκρατίας και τα προβλήματα στην απονομή της Δικαιοσύνης, που η αναλυτική τους παράθεσή θα επιβεβαίωνε την γενική αρνητική εικόνα.

Είναι προφανές ότι όταν τόσο πολλοί συμπολίτες μας αισθάνονται ανασφαλείς, απογοητευμένοι και θυμωμένοι, μόνον τυχαία δεν μπορεί να θεωρείται η δημογραφική κατάρρευση, με την οποία έρχεται αντιμέτωπη η ελληνική κοινωνία, όπως επίσης και η δυσκολία να αφήσει οριστικά πίσω τις δυσμενείς συνέπειες της οικονομικής κρίσης που μας ταλάνισαν την προηγούμενη δεκαετία.

Μοιραία, τα αρνητικά συναισθήματα της πλειονότητας των Ελλήνων αφήσουν έντονο το αποτύπωμα στον τρόπο που ζούμε και δραστηριοποιούμαστε σε κάθε επίπεδο: προσωπικό και οικογενειακό, τοπικό και εθνικό. Ένας ανασφαλής, απογοητευμένος και θυμωμένος πολίτης είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα καταφέρει να είναι δραστήριος και δημιουργικός, έτσι ώστε, εργαζόμενος για την προσωπική του ευημερία, να συμβάλει στη συνολική κοινωνική πρόοδο.

Δυστυχώς, οι λόγοι για τους οποίους παρατηρούνται τα συγκεκριμένα φαινόμενα, θα ήταν αυταπάτη να αναμέναμε ότι θα γίνουν αντικείμενο συζητήσεων στην προεκλογική περίοδο που διάγουμε. Καθώς εξαντλείται ο χρόνος, αφού απομένουν μόνον δύο εβδομάδες έως ότου προσέλθουμε στις κάλπες, μοιάζει απίθανο να βρεθεί στο επίκεντρο των κομματικών αντιπαραθέσεων και να κάνει τους Έλληνες να ξαναβρούν τη χαμένη ελπίδα και αισιοδοξία.

Ίσως διότι είναι δύσκολο να… χωρέσουν τέτοια ζητήματα σε κάποια ανάρτηση στο Tik tok ανάμεσα στα χαριτωμένα σκυλάκια (τον Peanat και τη Farley) που απέκτησαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο. Μια προεκλογική περίοδος, η οποία υπό αυτές τις συνθήκες οδηγεί στην εκτίμηση ότι μπορεί να επισφραγιστεί με νέο ρεκόρ αποχής των ψηφοφόρων από την εκλογική διαδικασία.

Όπως και να έχει, πάντως, και όσο και αν δικαιούνται να ισχυριστούν κάποιοι ότι η ευθύνη για την έλλειψη αισιοδοξίας ανήκει πρωτίστως στη σημερινή κυβέρνηση και τα αίτια της απαισιοδοξίας των πολιτών οφείλονται στην πολιτική της, αυτό δεν καθιστά άμοιρη ευθυνών την πολυποίκιλη και κατακερματισμένη αντιπολίτευση.

Άλλωστε, αν μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα η κυβερνητική παράταξη και ο επικεφαλής της Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκονται σε πορεία προς μια νέα εκλογική νίκη στις 9 Ιουνίου, εκείνες που πρέπει να κοιταχθούν στον καθρέφτη, για να δουν τι φταίει, είναι οι ηγεσίες της αντιπολίτευσης. Ή μήπως όχι;

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

Οι δημοσκοπήσεις και τα παράδοξα

Η νέα δημοσκόπηση (της Metron Analysis) που είδε το φως της δημοσιότητας (στο Mega) δεν μας έκανε… σοφότερους αφού τα ευρήματά της, τουλάχιστον στην πρόθεση ψήφου, επιβεβαίωσαν σχεδόν με ακρίβεια την εικόνα η οποία είχε αποτυπωθεί στις μετρήσεις της κοινής γνώμης που έγιναν στο άτυπο ξεκίνημα της νέας πολιτικής σεζόν που ταυτίζεται με το τέλος των θερινών διακοπών της πλειονότητας των πολιτών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία όλων των δημοσιευμένων ερευνών, η κυβέρνηση υπέστη πλήγμα από την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Ένα πλήγμα, όμως, το οποίο ως τώρα δεν δείχνει να είναι ούτε συντριπτικό, ούτε μοιραίο. 

Οι βασικοί πολιτικοί συσχετισμοί παρουσιάζουν μικρές διακυμάνσεις και το προβάδισμα τόσο της κυβερνητικής παράταξης όσο και του πρωθυπουργού διατηρείται στα επίπεδα των τελευταίων εκλογών, αν δεν διευρύνεται κιόλας στην πλειονότητα των μετρήσεων.

Στις βουλευτικές κάλπες του Ιουλίου του 2019, για παράδειγμα, η ΝΔ προηγήθηκε του ΣΥΡΙΖΑ κατά 8,32% (39,85% έναντι 31,53%), ενώ στην εκτίμηση ψήφου της Metron Analysis, η διαφορά των δύο κομμάτων υπολογίζεται ότι είναι της τάξης των 9,2 ποσοστιαίων μονάδων (34,1% έναντι 24,9%), κάτι που σημαίνει ότι με αναγωγή των αναποφάσιστων το γαλάζιο προβάδισμα μπορεί να είναι διψήφιο.

Όταν στις αρχές Αυγούστου ξέσπασε το σκάνδαλο της παρακολούθησης από την ΕΥΠ του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη και οδηγήθηκαν στην έξοδο από τα αξιώματά τους ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης και ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών Παναγιώτης Κοντολέων, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να προεξοφλήσουν ανατροπή των συσχετισμών.

Σε αυτό το πνεύμα, μάλιστα, ορισμένοι φανατικοί αδημονούσαν τόσο πολύ να δουν τους (ευσεβείς;) πόθους τους να αποτυπώνονται στις μετρήσεις της κοινής γνώμης που επιτίθεντο στους δημοσκόπους γιατί δεν διενεργούσαν έρευνες μεσούντος του Δεκαπενταύγουστου.

Δεν ήταν η πρώτη φορά, άλλωστε. Το ίδιο είχε συμβεί και το περασμένο Πάσχα όταν, λόγω των διακοπών, δεν είχαν γίνει μετρήσεις και κάποιοι κατέφευγαν σε συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις σύμφωνα με τις οποίες οι μετρήσεις διεκόπησαν επειδή στην κοινή γνώμη καταγραφόταν δυσφορία λόγω των φουσκωμένων λογαριασμών ρεύματος.

Η πολιτική πραγματικότητα, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι είναι πιο πολύπλοκη από τα απλοϊκά «wishful thinkings» στα οποία καταφεύγουν διάφοροι πολιτικοί και δημοσιολόγοι για να βρουν βολικό αφήγημα για τις επιθυμίες του. 

Οι κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται παίρνουν τη μια ή την άλλη κατεύθυνση υπό την επίδραση πολλών παραγόντων που συχνά είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Οι φόβοι και οι ελπίδες, οι θετικές και οι αρνητικές προσδοκίες που κάθε φορά επικρατούν στις κοινωνίες σπανίως κινούν τις εξελίξεις σε ευθύγραμμη τροχιά.

Γι΄ αυτό και όποιος δεν εθελοτυφλεί, μετατρέποντας τις επιθυμίες του σε πραγματικότητα, εύκολα αναγνωρίζει το εγχώριο πολιτικό σκηνικό παραμένει αμετάβλητο στις βασικές του παραμέτρους τους και κυρίως στη σειρά κατάταξης που θα έχουν τα κόμματα εφόσον οι επόμενες κάλπες στηθούν μέσα σε αντίστοιχο με το υφιστάμενο πολιτικό περιβάλλον.

Η αλήθεια είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα -ίσως και πρωτοφανές- πολιτικό παράδοξο το οποίο συνιστά το γεγονός ότι για περισσότερα από έξι χρόνια ο συσχετισμός των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων δεν έχει αλλάξει. 

Από τον Ιανουάριο του 2016 που ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη στην ηγεσία του κόμματός του, η ΝΔ προπορεύεται με άνεση του ΣΥΡΙΖΑ, η δεύτερη θέση του οποίου δεν απειλήθηκε ούτε από την δημοσκοπική εκτίναξη του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ που παρατηρήθηκε μετά την εκλογή Ανδρουλάκη αλλά στην πορεία δεν φάνηκε να έχει διάρκεια.

Ένα δεύτερο επίσης άξιο λόγου παράδοξο -το οποίο μάλιστα μπορεί να μην είναι άσχετο με το προηγούμενο- αποτελεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, στον χώρο της κυβερνητικής παράταξης δεν έχει εμφανιστεί πρόσωπο το οποίο να μπορεί να χαρακτηριστεί «δελφίνος», δηλαδή υποψήφιος διάδοχος του σημερινού αρχηγού. 

Από την ίδρυση της ΝΔ, το 1974, οι πιθανοί διεκδικητές της ηγεσίας της κεντροδεξιάς παράταξης έκαναν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αισθητή την παρουσία τους.

Αυτό συνέβη επί των ημερών του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Γεωργίου Ράλλη, του Ευάγγελου Αβέρωφ, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Μιλτιάδη Έβερτ, του Κώστα Καραμανλή, του Αντώνη Σαμαρά, ακόμη και στη διάρκεια της βραχύβιας αρχηγίας του Ευάγγελου Μεϊμαράκη. 

Έξι χρόνια, ωστόσο, μετά την εκλογή του νυν αρχηγού της ΝΔ, στον ορίζοντα δεν προβάλει καμία αξιόπιστη διάδοχη λύση για την ηγεσία της Κεντροδεξιάς.

Η προφανής εξήγηση είναι πως -ό,τι και λένε οι αντίπαλοι του- ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθεί να είναι το πρόσωπο που δίνει τις περισσότερες ελπίδες στο εκλογικό ακροατήριο -και άρα και στο στελεχιακό δυναμικό- της παράταξης του για παράταση της παραμονής στην εξουσία. 

Όταν χαθεί το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα που διαθέτει ο σημερινός πρωθυπουργός, πολλά μπορεί να αλλάξουν. 

Μέχρι τότε, όμως, δύσκολα θα αμφισβητείται η ηγεσία του και όποιος το κάνει, ακόμη και αν διαθέτει ειδικό βάρος όπως αυτό του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, θα υποχρεώνεται λίγες ώρες μετά σε αναδίπλωση και θα μας βγάζει περίπου… τρελούς όλους όσοι διακρίναμε κριτική για τα πρωθυπουργικά πεπραγμένα στο ζήτημα των παρακολουθήσεων.

Όταν, όμως, πριν ή μετά τις επόμενες εκλογές, διαφανεί αλλαγή των συσχετισμών που θα καταγράφεται στις μετρήσεις ή και στις κάλπες, τότε όλα θα είναι αλλιώς. 

Τα υπερεξαετή παράδοξα που περιγράψαμε πιο πάνω θα πάψουν να ισχύουν και το παιχνίδι θα αρχίσει να παίζεται με νέους όρους και καινούργιους πρωταγωνιστές.