Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα υποκλοπές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα υποκλοπές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Η… ματαιότητα της μομφής και η κρίση για τους κρίνοντες


Στην πολιτική καθημερινότητα γίνονται πολύ συχνά πράγματα τα οποία, παρόλο που είναι προφανώς μάταια, δεν μπορεί κανείς να τα αποφύγει, ιδίως αν είναι επαγγελματίας του είδους και έχει επιλέξει να ακολουθήσει την πεπατημένη.

Πάρτε για παράδειγμα τις διάφορες συναθροίσεις κομματικών οργάνων, στις οποίες μαζεύονται οι ίδιοι και οι ίδιοι άνθρωποι που, μάλιστα, κατά τεκμήριο συμφωνούν μεταξύ τους και αναλώνονται σε χειροκροτήματα προς τον ομιλητή, ο οποίος συνήθως είναι ο αρχηγός τους με τον οποίο ουδείς διαφωνεί.

Η όλη τελετουργία στήνεται αποκλειστικά και μόνον για το τηλεοπτικό θεαθήναι και πιο συγκεκριμένα για να επιλέξουν οι δημοσιογράφοι μια ατάκα που θα παίξει στα δελτία ειδήσεων και θα γίνει τίτλος σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Έναν τέτοιο χαρακτήρα είναι σαφές πως είχε, για όποιον τουλάχιστον διέθετε τον χρόνο και την υπομονή να την παρακολουθήσει, η πρωτοβουλία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση με αφορμή το πολυσυζητημένο θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.

Με εξαίρεση ίσως λίγους πολύ θερμοκέφαλους φανατικούς, δεν μπορώ να φανταστώ άλλους και κυρίως ανθρώπους με στοιχειώδη κοινό νου που να θεώρησαν ότι πλησίαζε η ώρα να πέσει η κυβέρνηση όταν είδαν τον Αλέξη Τσίπρα να βγαίνει το πρωί της περασμένης Τρίτης από τα γραφεία της ΑΔΑΕ με τον γνωστό φάκελο ανά χείρας και το βράδυ της ίδιας μέρας να προαναγγέλλει έξω από το Προεδρικό Μέγαρο ότι την επομένη ημέρα θα δημοσιοποιούσε το περιεχόμενό του από το βήμα της Βουλής.

Δεν ήταν μόνον που τα στοιχεία του φακέλου τον οποίο κρατούσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχαν διαρρεύσει στα φιλικά του μέσα λίγο μετά την αναχώρησή του από τα γραφεία της ανεξάρτητης αρχής, που είναι ταγμένη να… διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών, ήταν πολύ περισσότερο που το ίδιο βράδυ η κυβέρνηση προέτρεπε επισήμως, δια του εκπροσώπου της Γιάννη Οικονόμου, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση μομφής (δυσπιστίας).

Κακά τα ψέματα, όμως, παρόλο που ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είχε χάσει το momentum του πολιτικού αιφνιδιασμού, που είναι συνήθως εκείνο που δίνει υπόσταση σε τέτοιες κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες, η πρόταση μομφής, την οποία εντέλει υπέβαλε ο κ. Τσίπρας, ήταν πλέον μονόδρομος. Ήταν μια πρόταση, την οποία δεν μπορούσε να ματαιώσει, ακόμη και αν ο ίδιος ήταν βέβαιος -που ήταν!- για το προεξοφλημένο αποτέλεσμά της.

Με βάση τις εγχώριες, αλλά και τις διεθνείς, κοινοβουλευτικές παραδόσεις, οι προτάσεις δυσπιστίας αποκτούν πολιτικό νόημα σε δύο περιπτώσεις:

*Πρώτον όταν μια κυβέρνηση αντιμετωπίζει ζητήματα εσωτερικής συνοχής, και

*Δεύτερον, όταν βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, καμία από τις δύο προϋποθέσεις δεν φαίνεται να εκπληρώνεται.

Η «επένδυση» στελεχών και υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ στη διαφοροποίηση «καραμανλικών» και «σαμαρικών» βουλευτών, ήταν εξ αρχής μια απόλυτη ψευδαίσθηση που κατέληξε φρούδα ελπίδα.

Δεν υπάρχει βουλευτής που να έχει εκλεγεί με κάποιο κόμμα και να είναι διατεθειμένος λίγες βδομάδες πριν από την προκήρυξη των εκλογών να αποσκιρτήσει από την παράταξη με την οποία εξελέγη.

Πολύ περισσότερο όταν αυτή η παράταξη προηγείται σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις και στην κοινωνία δεν έχουν διαμορφωθεί συνθήκες που να προοιωνίζονται πολιτική αλλαγή.

Συμπερασματικά, η πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης ήταν μια αναμφισβήτητα μάταιη πρωτοβουλία. Μάταιη υπό την έννοια ότι ήταν καταδικασμένη να αποτύχει.

Αν η σκοπιμότητα της πρόκλησης της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης εξαντλείται στην πληροφόρηση της κοινής γνώμης ότι η κυβέρνηση έχει εμπλακεί σε αντιθεσμικές και ενδεχομένως παράνομες διαδικασίες, έχει καλώς. Ως εκεί όμως.

Διότι, κατά τα λοιπά, είναι ακραία αντιφατικό την ίδια ώρα που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί την έκφραση του Ελευθερίου Βενιζέλου σύμφωνα με την οποία «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας», στελέχη του κόμματος από το ίδιο το βήμα της Βουλής να μιλούν για «διεφθαρμένους εισαγγελείς» που έθεσαν στο αρχείο υποθέσεις που κινήθηκαν από τους ίδιους σε βάρος πολιτικών τους αντιπάλων.

Θα πρέπει κάποια στιγμή σε αυτόν τον τόπο να συμφωνήσουμε όλοι ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε τη Δικαιοσύνη, όπως πολύ σωστά δήλωνε πριν από λίγο καιρό ο κ. Τσίπρας έξω από το γραφείο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και να μην το κάνουμε αυτό επιλεκτικά.

Δεν γίνεται να θεωρείται αδέκαστος ο Χρήστος Ράμμος επειδή έγινε πρόεδρος ανεξάρτητης αρχής κατόπιν εισηγήσεως του γνωστού και μη εξαιρετέου Δημήτρη Παπαγγελόπουλου και να στοχοποιείται ανελέητα ο Ισίδωρος Ντογιάκος επειδή ανέλαβε το αξίωμα του με πρόταση του νυν υπουργού Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα.

Αναμφίβολα και οι κρίνοντες κρίνονται για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Αλλά με τα ίδια μέτρα και σταθμά. Και όχι με απολύτως ιδιοτελή κριτήρια.

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2022

Υπάρχει δίλημμα: ακρίβεια ή παρακολουθήσεις;

Δεν ξέρω αν δικαιούται ο υπουργός Ανάπτυξης να δηλώνει ότι «ο κόσμος θα πεινάσει τον χειμώνα και εμείς ασχολούμαστε με το κινητό του Ανδρουλάκη», αλλά το ρηθέν υπό του κ. Αδωνι Γεωργιάδη μπορεί κάλλιστα να λειτουργήσει ως… αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, για πολλούς και διάφορους λόγους, η κυβέρνηση καταφέρνει μέχρι στιγμής να ελέγχει επικοινωνιακά τη ζημιά που θα μπορούσε να της προκαλέσει η -εν πολλοίς ανεξήγητη- απόφαση των μυστικών υπηρεσιών της χώρας να παγιδεύσουν το τηλέφωνο ενός ευρωβουλευτή και να καταγράφουν τις συνομιλίες που είχε ο υποψήφιος αρχηγός του τρίτου κόμματος.

Το αποτυπώνουν όλες οι δημοσκοπήσεις οι οποίες δείχνουν ότι στην παρούσα φάση η πλειονότητα της κοινής γνώμης δεν αξιολογεί το συγκεκριμένο ζήτημα ως σπουδαίο λόγο για να αλλάξει εκλογική συμπεριφορά ή για να ενστερνιστεί τις απόψεις όσων θεωρούν ότι οι πολιτικές ευθύνες δεν εξαντλήθηκαν με τις παραιτήσεις του διοικητή της ΕΥΠ και του γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού.

Οι πολίτες είναι -και σωστά- προσηλωμένοι στο άγχος και στην ανασφάλεια που τους προκαλεί η κατάσταση στην αγορά με τις συνεχείς ανατιμήσεις αγαθών και υπηρεσιών και την από πολλές πλευρές εκπορευόμενη κινδυνολογία ότι τον χειμώνα που έρχεται θα κρυώσουν και θα πεινάσουν. Πριν από αυτό, άλλωστε, τα μέσα ενημέρωσης κατακλύζονται από πληροφορίες για επίπεδα αυξήσεων στις τιμές βασικών καταναλωτικών αγαθών που δεν δικαιολογούνται απολύτως από την μεγάλη άνοδο στο κόστος της ενέργειας.

Βεβαίως όποιος πηγαίνει ο ίδιος για ψώνια στο σούπερ μάρκετ δεν χρειάζεται να του πουν τα μέσα ενημέρωσης τι συμβαίνει στην αγορά. Το αισθάνεται στο πορτοφόλι του το οποίο πρέπει να ανοίξει περισσότερο από ποτέ για να προμηθευτεί τρόφιμα και άλλα είδη για την καθημερινή διαβίωση που μέχρι πρότινος αγόραζε πολύ φθηνότερα.

Η αύξηση στις τιμές των περισσότερων βασικών αγαθών είναι κατά πολύ μεγαλύτερες από τον επίσημα καταγεγραμμένο πληθωρισμό, ο οποίος αποτυπώνει το σύνολο των τιμών και συμπεριλαμβάνει αγαθά και υπηρεσίες με χαμηλότερη ζήτηση που ως εκ τούτου δεν παρουσιάζουν τόσο έντονες ανατιμητικές τάσεις.

Την ίδια ώρα πολλοί παραγωγοί σκαρφίζονται κάθε είδους τρικ για να παραπλανήσουν τους καταναλωτές ώστε να μην αντιληφθούν τις υπέρογκες αυξήσεις στις οποίες προχωρούν κρυφίως. Το πιο “δημοφιλές” από αυτά είναι η μείωση της ποσοτήτων που περιέχουν οι συσκευασίες διαφόρων προϊόντων.

Για παράδειγμα, η συσκευασία του ενός κιλού γίνεται αίφνης 900 ή 800 γραμμάρια και… ψάξε γύρευε ποιος καταναλωτής θα διαβάσει τα ψιλά γράμματα με το κόστος ανά κιλό για να αντιληφθεί την έμμεση αύξηση που επιβλήθηκε και είναι της τάξης του 10 ή 20% αν η απόλυτη τιμή μείνει όπως ήταν πριν και δεν ανέβει κιόλας.

Τις προηγούμενες ημέρες η εφημερίδα «Καθημερινή» δημοσίευσε ρεπορτάζ στο οποίο ανέφερε συγκεκριμένα προϊόντα των οποίων η τιμή αυξήθηκε κατ΄ αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο. Και όμως, το δημοσίευμα αντιμετωπίστηκε ως το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Το… αυτί κανενός αρμοδίου δεν έδειξε να ιδρώνει. Γι΄ αυτό και δεν είχαμε την παραμικρή… οργισμένη παρέμβαση στα τηλεοπτικά πρωινάδικα, στις οποίες κάποιοι έχουν μόνιμο στασίδι και επιδίδονται σε σχόλια επί παντός.

Ορισμένοι μάλιστα από εκείνους που μέχρι πρότινος έλεγαν ότι δεν πρέπει να ασχολούμαστε με το κινητό του Ανδρουλάκη, επειδή προέχει ο κίνδυνος για την πείνα που μπορεί να φέρει ο χειμώνας, άρχισαν να γίνονται λαλίστατοι για την παρακολούθηση του Στέργιου Πιτσιόρλα από τις μυστικές υπηρεσίες της εποχής του ΣΥΡΙΖΑ.

Όσο και αν το συγκεκριμένο «αφήγημα» μοιάζει να είναι πλέον περισσότερο βολικό, καθώς απομακρυνόμαστε -πέρασαν ήδη έξι εβδομάδες- από την αποκάλυψη της σκανδαλώδους «επισύνδεσης» του τηλεφώνου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, χωρίς να έχουν προστεθεί νέα επεισόδια στην όλη υπόθεση, ο προσανατολισμός της κοινής γνώμης δύσκολα θα αλλάξει.

Η ακρίβεια στην αγορά και οι συνεχείς ανατιμήσεις των προϊόντων θα παραμείνουν το πλέον καθοριστικό ζήτημα για τους πολίτες που όντως αγωνιούν πως θα βγάλουν τον χειμώνα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η ψήφος την οποία θα δώσουν στις επερχόμενες κάλπες θα είναι μονοδιάστατη και θα επηρεαστεί από την τροπή που θα πάρει μόνον ένα θέμα: ακρίβεια ή παρακολουθήσεις;

Στις ανοιχτές δημοκρατικές κοινωνίες, η εκλογική συμπεριφορά των ανθρώπων ήταν πάντοτε και παραμένει μια περίπλοκη εξίσωση, η οποία περιλαμβάνει γνωστούς και άγνωστους παράγοντες από το χθες, το σήμερα και το αύριο των κοινωνιών στις οποίες ζουν. 

Γιατί να αλλάξει τώρα ο κανόνας;

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2022

«Όλα στο φως» ή «απόρρητο παντού»;


Ήμουν νεαρός κοινοβουλευτικός συντάκτης όταν, εν έτει 1986, συγκροτήθηκε η πρώτη Εξεταστική Επιτροπή στη σύγχρονη εποχή της Βουλής των Ελλήνων που είχε ως αντικείμενο τη διερεύνηση του περιβόητου «Φακέλου της Κύπρου».

Οι βουλευτές που απάρτιζαν το Προεδρείο εκείνης της Επιτροπής είχαν πάρει πολύ σοβαρά τον ρόλο τους και, με επικεφαλής τον εξ Αιτωλοακαρνανίας ορμώμενο αείμνηστο Χρήστο Μπασαγιάννη, πάσχιζαν να διατηρήσουν το απόρρητο των καταθέσεων τις οποίες λάμβαναν από τους πρωταγωνιστές της κυπριακής τραγωδίας.

Στον αντίποδα της δικής τους βούλησης να μην διαρρεύσει το παραμικρό από τα λεγόμενα των μαρτύρων που εξέταζαν, οι δημοσιογράφοι δίναμε τη δική μας μάχη για να μάθουμε όσα περισσότερα από τα διαμειφθέντα στις κεκλεισμένων των θυρών συνεδριάσεις.

Πότε ξεμοναχιάζοντας τους ίδιους τους μάρτυρες, άλλοτε απομονώνοντας κάποιους από τους πιο… ομιλητικούς βουλευτές και κάποιες φορές πιάνοντας χαλαρή κουβέντα με τους… πρακτικογράφους, όλο και κάτι μαθαίναμε.

Ήταν, εξάλλου, αδιανόητο να προσέρχονται για κατάθεση στο Κοινοβούλιο σημαίνοντα για την εποχή πρόσωπα και την άλλη μέρα οι εφημερίδες, που ήταν τα μόνα μέσα που ενημέρωναν τότε τους πολίτες, να κυκλοφορούσαν χωρίς να έχουν, αν όχι τους ακριβείς διαλόγους, τουλάχιστον ένα περίγραμμα των όσων κατέθεταν οι μάρτυρες.

Οι «τριβές» ανάμεσα στο προεδρείο της Εξεταστικής και στους κοινοβουλευτικούς συντάκτες ήταν διαρκείς, αλλά το αποτέλεσμα δεν άλλαξε.

Εκείνοι τηρούσαν -όσο μπορούσαν- το απόρρητο και εμείς με τη σειρά μας ακολουθούσαμε το κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα (άρθρο 14) δικαίωμά μας να ενημερώνουμε τους αναγνώστες μας. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι στη στάθμιση των δύο δικαιωμάτων η πλάστιγγα έγερνε καταφανώς υπέρ της ενημέρωσης των πολιτών. Η οποία επικράτησε. Και μάλλον καλώς.

Διότι από όσα έστω και αποσπασματικά ήρθαν στο φως κατέπεσαν κάποιοι μύθοι που συνόδευαν -και μάλλον συνεχίζουν να συνοδεύουν ακόμη και σήμερα- την υπόθεση του αποκαλούμενου «Φακέλου της Κύπρου».

Όπως και να έχει, πάντως, το μόνο σίγουρο είναι δεν ευθύνεται η δημοσιότητα που εκείνη η πρώτη Εξεταστική Επιτροπή δεν κατέληξε σε ένα αξιόπιστο και κοινής αποδοχής πόρισμα.

Όπως και στην πλειονότητα των δεκάδων άλλων Εξεταστικών που συγκροτήθηκαν τα επόμενα χρόνια, οι κομματικές σκοπιμότητες δεν επέτρεψαν να συμφωνήσουν σε κάποιες έστω αυτονόητες αρχές.

Έτσι, επικράτησε ο… κανόνας να εκδίδει κάθε κόμμα τη δική του εκδοχή πορίσματος και να είναι όλοι… ευχαριστημένοι, επειδή πέρασαν επιτυχώς τις εξετάσεις στο «μάθημα» της κομματικής προσήλωσης.

Το δυστύχημα είναι ότι αυτή η μακρά πλέον «παράδοση» συνεχίζεται και στις μέρες μας με τρανό παράδειγμα τα όσα γίνονται ή επιχειρούνται να γίνουν στην Εξεταστική Επιτροπή, η οποία συστάθηκε για να διερευνήσει το σκάνδαλο με την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος προφανώς δεν μπορεί να είναι ο μόνος που μπήκε -για εντελώς αδιευκρίνιστους, μέχρι τώρα, λόγους- στο στόχαστρο των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών.

Είναι προφανές ακόμη και στους πιο καλοπροαίρετους ότι ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται ως τώρα την υπόθεση η κυβερνητική πλειοφηφία δεν δείχνει διάθεση για να ικανοποιηθούν οι αρχικές υποσχέσεις ότι θα έρθουν -κατά το γνωστό στερεότυπο «όλα στο φως».

Συμπληρώνονται σήμερα πέντε εβδομάδες από τη μέρα που έγινε γνωστή η παρακολούθηση ενός πολιτικού αρχηγού και υπεβλήθηκαν παραιτήσεις των ιθυνόντων, αλλά τα ερωτήματα που εξαρχής δημιουργήθηκαν παραμένουν αναπάντητα.

Ούτε στη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών, αλλά ούτε και στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, γίναμε σοφότεροι. Και όπως όλα δείχνουν το ίδιο μέλλει γενέσθαι και στην Εξεταστική.

Η -μάλλον προσχηματική- επίκληση του απορρήτου, η οποία κανείς δεν αμφιβάλει ότι ισχύει όταν πρόκειται για ενέργειες της ΕΥΠ που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια, οδηγεί σε ανεξήγητη συσκότιση. Η οποία με σειρά τους κάνει καχύποπτους ακόμη και όσους θα ήθελαν να πιστέψουν την επίσημη εκδοχή ότι δεν ήταν ενήμερο το Μέγαρο Μαξίμου.

Για παράδειγμα, το μονοκομματικό προεδρείο που εξέλεξαν τα προερχόμενα από τη ΝΔ μέλη της Επιτροπής, όπως και ο «βολικός» κατάλογος μαρτύρων που μεθοδεύουν, δεν μπορεί να πει κανείς ότι είναι πρωτοβουλίες που συνάδουν με τη γνωστή λαϊκή παροιμία σύμφωνα με την οποία «καθαρός ουρανός, αστραπές δεν φοβάται».

Αν υπάρχουν, άλλωστε, και άλλοι που έπεσαν θύματα παρακολούθησης, όπως ο Νίκος Ανδρουλάκης, ας μην υπάρχει αμφιβολία ότι, αργά ή γρήγορα, θα γίνει γνωστό κατά τον ίδιο τρόπο που μαθεύτηκε και η «επισύνδεση» του προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Από το ίδιο ή άλλο… «βαθύ λαρύγγι».

Όσο για την «επένδυση» που γίνεται στο ότι, με βάση τις δημοσκοπήσεις, οι πολίτες αξιολογούν ψηλά τα θέματα της ακρίβειας και χαμηλά την υπόθεση των παρακολουθήσεων, ας μην αυταπατώνται όσοι το κάνουν.

Ας έχουν υπόψη τους ότι σε ζητήματα εργαλειοποίησης των θεσμών, πολύ περισσότερο όταν μέσω αυτών εγείρονται και θέματα πολιτικής αξιοπιστίας, η λαϊκή ετυμηγορία μπορεί να καθυστερεί να επιβληθεί αλλά όταν έρχεται η ώρα της, ο πέλεκυς είναι συνήθως βαρύτερος.

Καιρός για αλλαγή ρότας υπάρχει ακόμη, για αντίστοιχη βούληση δεν είμαι σίγουρος. Η πεπατημένη, βλέπετε, είναι πιο εύκολη, παρόλο που έχει πάντα προδιαγεγραμμένη κατάληξη.

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

Οι δημοσκοπήσεις και τα παράδοξα

Η νέα δημοσκόπηση (της Metron Analysis) που είδε το φως της δημοσιότητας (στο Mega) δεν μας έκανε… σοφότερους αφού τα ευρήματά της, τουλάχιστον στην πρόθεση ψήφου, επιβεβαίωσαν σχεδόν με ακρίβεια την εικόνα η οποία είχε αποτυπωθεί στις μετρήσεις της κοινής γνώμης που έγιναν στο άτυπο ξεκίνημα της νέας πολιτικής σεζόν που ταυτίζεται με το τέλος των θερινών διακοπών της πλειονότητας των πολιτών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία όλων των δημοσιευμένων ερευνών, η κυβέρνηση υπέστη πλήγμα από την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Ένα πλήγμα, όμως, το οποίο ως τώρα δεν δείχνει να είναι ούτε συντριπτικό, ούτε μοιραίο. 

Οι βασικοί πολιτικοί συσχετισμοί παρουσιάζουν μικρές διακυμάνσεις και το προβάδισμα τόσο της κυβερνητικής παράταξης όσο και του πρωθυπουργού διατηρείται στα επίπεδα των τελευταίων εκλογών, αν δεν διευρύνεται κιόλας στην πλειονότητα των μετρήσεων.

Στις βουλευτικές κάλπες του Ιουλίου του 2019, για παράδειγμα, η ΝΔ προηγήθηκε του ΣΥΡΙΖΑ κατά 8,32% (39,85% έναντι 31,53%), ενώ στην εκτίμηση ψήφου της Metron Analysis, η διαφορά των δύο κομμάτων υπολογίζεται ότι είναι της τάξης των 9,2 ποσοστιαίων μονάδων (34,1% έναντι 24,9%), κάτι που σημαίνει ότι με αναγωγή των αναποφάσιστων το γαλάζιο προβάδισμα μπορεί να είναι διψήφιο.

Όταν στις αρχές Αυγούστου ξέσπασε το σκάνδαλο της παρακολούθησης από την ΕΥΠ του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη και οδηγήθηκαν στην έξοδο από τα αξιώματά τους ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης και ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών Παναγιώτης Κοντολέων, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να προεξοφλήσουν ανατροπή των συσχετισμών.

Σε αυτό το πνεύμα, μάλιστα, ορισμένοι φανατικοί αδημονούσαν τόσο πολύ να δουν τους (ευσεβείς;) πόθους τους να αποτυπώνονται στις μετρήσεις της κοινής γνώμης που επιτίθεντο στους δημοσκόπους γιατί δεν διενεργούσαν έρευνες μεσούντος του Δεκαπενταύγουστου.

Δεν ήταν η πρώτη φορά, άλλωστε. Το ίδιο είχε συμβεί και το περασμένο Πάσχα όταν, λόγω των διακοπών, δεν είχαν γίνει μετρήσεις και κάποιοι κατέφευγαν σε συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις σύμφωνα με τις οποίες οι μετρήσεις διεκόπησαν επειδή στην κοινή γνώμη καταγραφόταν δυσφορία λόγω των φουσκωμένων λογαριασμών ρεύματος.

Η πολιτική πραγματικότητα, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι είναι πιο πολύπλοκη από τα απλοϊκά «wishful thinkings» στα οποία καταφεύγουν διάφοροι πολιτικοί και δημοσιολόγοι για να βρουν βολικό αφήγημα για τις επιθυμίες του. 

Οι κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται παίρνουν τη μια ή την άλλη κατεύθυνση υπό την επίδραση πολλών παραγόντων που συχνά είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Οι φόβοι και οι ελπίδες, οι θετικές και οι αρνητικές προσδοκίες που κάθε φορά επικρατούν στις κοινωνίες σπανίως κινούν τις εξελίξεις σε ευθύγραμμη τροχιά.

Γι΄ αυτό και όποιος δεν εθελοτυφλεί, μετατρέποντας τις επιθυμίες του σε πραγματικότητα, εύκολα αναγνωρίζει το εγχώριο πολιτικό σκηνικό παραμένει αμετάβλητο στις βασικές του παραμέτρους τους και κυρίως στη σειρά κατάταξης που θα έχουν τα κόμματα εφόσον οι επόμενες κάλπες στηθούν μέσα σε αντίστοιχο με το υφιστάμενο πολιτικό περιβάλλον.

Η αλήθεια είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα -ίσως και πρωτοφανές- πολιτικό παράδοξο το οποίο συνιστά το γεγονός ότι για περισσότερα από έξι χρόνια ο συσχετισμός των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων δεν έχει αλλάξει. 

Από τον Ιανουάριο του 2016 που ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη στην ηγεσία του κόμματός του, η ΝΔ προπορεύεται με άνεση του ΣΥΡΙΖΑ, η δεύτερη θέση του οποίου δεν απειλήθηκε ούτε από την δημοσκοπική εκτίναξη του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ που παρατηρήθηκε μετά την εκλογή Ανδρουλάκη αλλά στην πορεία δεν φάνηκε να έχει διάρκεια.

Ένα δεύτερο επίσης άξιο λόγου παράδοξο -το οποίο μάλιστα μπορεί να μην είναι άσχετο με το προηγούμενο- αποτελεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, στον χώρο της κυβερνητικής παράταξης δεν έχει εμφανιστεί πρόσωπο το οποίο να μπορεί να χαρακτηριστεί «δελφίνος», δηλαδή υποψήφιος διάδοχος του σημερινού αρχηγού. 

Από την ίδρυση της ΝΔ, το 1974, οι πιθανοί διεκδικητές της ηγεσίας της κεντροδεξιάς παράταξης έκαναν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αισθητή την παρουσία τους.

Αυτό συνέβη επί των ημερών του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Γεωργίου Ράλλη, του Ευάγγελου Αβέρωφ, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Μιλτιάδη Έβερτ, του Κώστα Καραμανλή, του Αντώνη Σαμαρά, ακόμη και στη διάρκεια της βραχύβιας αρχηγίας του Ευάγγελου Μεϊμαράκη. 

Έξι χρόνια, ωστόσο, μετά την εκλογή του νυν αρχηγού της ΝΔ, στον ορίζοντα δεν προβάλει καμία αξιόπιστη διάδοχη λύση για την ηγεσία της Κεντροδεξιάς.

Η προφανής εξήγηση είναι πως -ό,τι και λένε οι αντίπαλοι του- ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθεί να είναι το πρόσωπο που δίνει τις περισσότερες ελπίδες στο εκλογικό ακροατήριο -και άρα και στο στελεχιακό δυναμικό- της παράταξης του για παράταση της παραμονής στην εξουσία. 

Όταν χαθεί το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα που διαθέτει ο σημερινός πρωθυπουργός, πολλά μπορεί να αλλάξουν. 

Μέχρι τότε, όμως, δύσκολα θα αμφισβητείται η ηγεσία του και όποιος το κάνει, ακόμη και αν διαθέτει ειδικό βάρος όπως αυτό του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, θα υποχρεώνεται λίγες ώρες μετά σε αναδίπλωση και θα μας βγάζει περίπου… τρελούς όλους όσοι διακρίναμε κριτική για τα πρωθυπουργικά πεπραγμένα στο ζήτημα των παρακολουθήσεων.

Όταν, όμως, πριν ή μετά τις επόμενες εκλογές, διαφανεί αλλαγή των συσχετισμών που θα καταγράφεται στις μετρήσεις ή και στις κάλπες, τότε όλα θα είναι αλλιώς. 

Τα υπερεξαετή παράδοξα που περιγράψαμε πιο πάνω θα πάψουν να ισχύουν και το παιχνίδι θα αρχίσει να παίζεται με νέους όρους και καινούργιους πρωταγωνιστές.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Από την αυγουστιάτικη ραστώνη στην επερχόμενη… «διαβολοβδομάδα»

Μέσα στην… ατυχία (;) της, αφού, αν δεχθούμε την επίσημη εκδοχή, της έτυχε μια πολύ μεγάλη «στραβή στη βάρδια της», η κυβέρνηση αποδεικνύεται ότι είναι μάλλον «τυχερή», καθώς το σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων δεν έχει λάβει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, τη διάσταση που μπορούσε να είχε λάβει.

Όταν υπάρχει η επίσημη πρωθυπουργική παραδοχή για το «λάθος» που έγινε -προφανώς κατά την αποδιδόμενη στον Ταλλεϋράνδο ρήση, σύμφωνα με την οποία «είναι κάτι χειρότερο από έγκλημα, είναι λάθος»- με την παγίδευση του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη, η απομάκρυνση του αρχηγού της ΕΥΠ και του «προσωπάρχη» του Μαξίμου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν επαρκείς κινήσεις για να εκτονώσουν τις τεράστιες πολιτικές εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν.

Ανεξάρτητα από την «εκμετάλλευση» την οποία -αυτονοήτως- επιχειρούν οι αντίπαλοι της, είναι πολλά τα ερωτήματα τα οποία ανέκυψαν από τις φειδωλές αποκαλύψεις και χρήζουν πιο ξεκάθαρων απαντήσεων από την κυβέρνηση. Υπό άλλες συνθήκες, εξάλλου, και με δεδομένους τους έως τώρα χειρισμούς, τα πράγματα θα ήταν πολύ δυσχερέστερα για την ίδια.

Προσώρας, ωστόσο, οι συγκυρίες -χρονικές και πολιτικές- επιτρέπουν στην κυβερνητική ηγεσία να ελπίζει ότι αργά ή γρήγορα θα αποτελέσει παρελθόν και αυτή η σοβαρή κρίση με την οποία ήρθε αντιμέτωπη. Η θερινή ραστώνη και τα «μπάνια του λαού» που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη είναι ο υπ΄ αριθμόν ένα σύμμαχος στην προσπάθεια να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων.

Από την άλλη, οι προσδοκίες για εσωκομματική αναταραχή στο κυβερνητικό στρατόπεδο που καλλιεργούν εδώ και μέρες φίλιες προς την αντιπολίτευση ενημερωτικές δυνάμεις δεν φαίνεται να ευοδώνονται. Τα πρόσωπα από τον χώρο της Κεντροδεξιάς που ανέλαβαν το έργο της εκ των ένδον φθοράς της κυβέρνησης, δεν διαθέτουν -για να το πούμε όσο πιο ήπια γίνεται…- το εκτόπισμα για να φέρουν εις πέρας ένα τόσο βαρύ φορτίο.

Όμως, στην πολιτική, όπως και στη ζωή, τίποτε -εκτός από τον θάνατο- δεν είναι αμετάκλητο.

Υπάρχει πάντα ένα σημείο καμπής -ένα «turning point», κατά πως λένε οι Αγγλοσάξωνες- που η φορά των πραγμάτων αλλάζει και η καινούργια κατεύθυνση που αυτά παίρνουν γίνεται ανεπίστρεπτη. 

Το έχουμε δει τόσες μα τόσες φορές να συμβαίνει και σε τόσο πολλούς τομείς που μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να ισχυρίζεται ότι η κατάσταση θα παραμείνει εσαεί αμετάβλητη ή ότι οι εξελίξεις θα είναι συνεχώς ευθύγραμμες.

Από την ερχόμενη εβδομάδα, για παράδειγμα, το καλοκαίρι των διακοπών βαίνει προς το τέλος του και το σκάνδαλο των υποκλοπών -που αρκετοί «δεν το πήραν είδηση»- θα είναι μοιραία εκείνο που θα κυριαρχήσει στην πολιτική ατζέντα των επόμενων εβδομάδων. Όσες περισσότερες προσπάθειες γίνουν για «να πάει παρακάτω το τενεκεδάκι» της διερεύνησης, τόσο θα παρατείνεται η πολιτική ένταση και θα πληθαίνουν εκείνοι που θα υποψιάζονται συγκάλυψη και θα απαιτούν πειστικές απαντήσεις από υπεύθυνα χείλη.

Οι ισχυρισμοί που διακινούνται ότι «οι πολίτες ψηφίζουν με κυρίαρχο κριτήριο την τσέπη τους» μπορεί να έχουν βασιμότητα, πλην, όμως, πάσχουν διότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός πως, ακόμη και έτσι αν είναι σε γενικές γραμμές τα πράγματα, υπάρχει μια κρίσιμη μάζα σκεπτόμενων ανθρώπων που καθορίζει την εκλογική της συμπεριφορά με κριτήρια τα οποία δεν είναι ακραιφνώς «οικονομίστικα».

Οι κεντρώοι ψηφοφόροι, για παράδειγμα, που είναι εκείνοι οι οποίοι έφεραν αυτοδύναμη στην εξουσία την σημερινή κυβέρνηση, έχουν υψηλή ευαισθησία στα θέματα διαφάνειας του δημόσιου βίου και δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον στην προσήλωση που επιδεικνύουν οι εκάστοτε κυβερνώντες στη λειτουργία των θεσμών, όπως και στον σεβασμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων.

Όποιος αμφιβάλει, δεν έχει παρά να εξετάσει ενδελεχώς τους λόγους για τους οποίους έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ την πλειοψηφία ήδη από το 2016 και έκτοτε δεν μπόρεσε να ορθοποδήσει δημοσκοπικά μέχρι και πρότινος.

Οι μετρήσεις του περασμένου Ιουλίου έδειχναν ότι το προβάδισμα της κυβερνητικής παράταξης παρέμενε ισχυρό παρά την παρέλευση έξι ολόκληρων ετών αφότου το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, εκλέγοντας στην ηγεσία του τον Κυριάκο Μητσοτάκη, άρχισε να προπορεύεται ακόμη και στις υποτιθέμενες έρευνες που έβλεπαν το φως σε φίλια προς την προηγούμενη κυβέρνηση μέσα.

Στις δύο εβδομάδες που κύλησαν από την 5η Αυγούστου, όταν ομολογήθηκε δημοσίως ότι οι μυστικές υπηρεσίες του ελληνικού Κράτους παρακολουθούσαν Έλληνα πολιτικό, ο οποίος διεκδικούσε με αξιώσεις την ηγεσία του τρίτου κόμματος της χώρας, η κυβέρνηση κατάφερε να αποφύγει τις βαριές συνέπειες, που συνεπάγεται μια τέτοια παρεκτροπή. Τις απέφυγε υποσχόμενη διαλεύκανση των απαράδεκτων συνθηκών υπό τις οποίες επετράπη αυτή η -επιεικώς- αδικαιολόγητη… «επισύνδεση» (τι όρος κι αυτός!).

Από την επόμενη εβδομάδα, όμως, που υποχωρεί η ραστώνη των θερινών διακοπών και επαναρχίζει η λειτουργία της πολιτικής ζωής, η κυβέρνηση καλείται να τοποθετηθεί σοβαρά και υπεύθυνα. 

Αν θέλει να «ξορκίσει» τις μομφές που -δικαιολογημένα- δέχεται για υπεροψία και υποτίμηση των αντιπάλων της είναι υποχρεωμένη να δώσει πειστικές απαντήσεις τόσο για τις συνθήκες υπό τις οποίες αποφασίστηκε η παγίδευση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη όσο και για το αν το ίδιο «λάθος» (;) έγινε και με άλλους πολιτικούς ή δημοσιογράφους, όπως επιμένει η περιρρέρουσα φημολογία. Φημολογία, η οποία -μέχρι τώρα τουλάχιστον- αποδείχθηκε ότι είχε βάση.

Καθώς, λοιπόν, το δεκαπενθήμερο της αυγουστιάτικης ραστώνης θα δώσει από τη Δευτέρα τη σκυτάλη στη… «διαβολοβδομάδα», στη διάρκεια της οποίας η Βουλή θα εμπλακεί στην υπόθεση του σκανδάλου με τη συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, την έγκριση από την Επιτροπή Θεσμών του νέου διοικητή της ΕΥΠ και τη λήψη απόφασης για τη συγκρότηση Εξεταστικής των Πραγμάτων Επιτροπής, η κυβέρνηση θα κληθεί να δώσει τις πιο κρίσιμες εξετάσεις από τον Ιούλιο του 2019 που τα στελέχη της κατέχουν τους υπουργικούς θώκους.

Αν σε αυτή τη σοβαρή δοκιμασία που την περιμένει, η απάντηση είναι όμοια με τις υπεκφυγές των προηγούμενων εβδομάδων, δεν χρειάζεται να είναι μάγος κανείς για να προβλέψει την εξέλιξη των πραγμάτων. Οι (έγκυρες) δημοσκοπήσεις που θα ξεκινήσουν να διενεργούνται από την μεθεπόμενη εβδομάδα, απλώς θα το επιβεβαιώσουν. 

Το καλοκαίρι, άλλωστε, δεν είναι παντοτινό!

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Τα είχαν διαλύσει όλα, αλλά τώρα θέλουν... συμψηφισμό με το Καστελόριζο

Το θράσος δεν έλειψε ποτέ από τον Αλέξη Τσίπρα. Θα έλεγε κανείς, μάλιστα, ότι η θρασύτητα είναι το βασικό χαρακτηριστικό που διέπει όλη τη θητεία του στην πολιτική.

Με απύθμενο θράσος, άλλωστε, αναρριχήθηκε στην εξουσία, αντιμετωπίζοντας με μακιαβελικό τρόπο όλους όσους θεώρησε αντιπάλους του, εντός και εκτός της παράταξης του. Και με την ίδια κυνική θρασύτητα εργαλειοποίησε και έθεσε στην προσωπική του υπηρεσία κάθε θεσμό της ελληνικής Δημοκρατίας: το Κοινοβούλιο, τη Δικαιοσύνη, την Παιδεία, την Δημόσια Διοίκηση, τις Ένοπλες Δυνάμεις, την Αστυνομία και κάθε τι άλλο.

Αλλά και τον τελευταίο χρόνο που βρίσκεται εκτός διακυβέρνησης, φροντίζει σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται να διαψεύδει οικτρά όλους όσοι ισχυρίζονται ότι «ωριμάζει» ή αυταπατώνται ότι μπορεί να μεταμορφωθεί σε ένα πολιτικό του μέτρου και της συνεννόησης. Το απέδειξε περίτρανα στη συζήτηση της Τετάρτης στη Βουλή για την παραπομπή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου στο Ειδικό Δικαστήριο, την οποία δεν δίστασε να συνδέσει με τις προκλήσεις της Άγκυρας ανοικτά του Καστελόριζου.

Ξεπερνώντας και τον πιο θρασύ εαυτό του, ο τέως πρωθυπουργός καταφέρθηκε από το βήμα της Βουλής κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη υποστηρίζοντας ότι «ενώ γνωρίζει την κλιμάκωση της τουρκικής πλευράς, δύο μήνες τώρα, επέλεξε να δυναμιτίσει το πολιτικό κλίμα». Για να συμπληρώσει με ακόμη μεγαλύτερη αμετροέπεια ότι «την πιο κρίσιμη στιγμή με όλον τον τούρκικο στόλο στο νότιο Αιγαίο, επιλέγει να έρχεται εδώ να  στήσει κάλπη για να δικάσει τον πολιτικό του αντίπαλο».

Τα είπε όλα αυτά, εντελώς ανενδοίαστα, ο πολιτικός ο οποίος με μαρτυρίες κουκουλοφόρων έστησε σόου με δέκα κάλπες στη Βουλή για να «κρεμάσει στα μανταλάκια» κορυφαία στελέχη των αντιπάλων κομμάτων. Ο ίδιος που τώρα υποστηρίζει ότι διαταράσσεται η εθνική ενότητα επειδή, κατά την αντίληψή του, η κυβέρνηση οδηγεί «με σχέδιο τη πολιτική ζωή του τόπου στο βούρκο».

Πως το κάνει αυτό; «Με τις κασέτες των παράνομων παρακολουθήσεων, με τις παράνομες παρακολουθήσεις υπουργών την περίοδο της διακυβέρνησής μας. Τις παρακολουθήσεις από πρακτόρικους μηχανισμούς των πολιτικών σας αντιπάλων. Και με τους φακέλους που χτίζατε τόσα χρόνια και τους κρατάγατε στα συρτάρια σας για να τους αναδείξετε σε μια κρίσιμη στιγμή, όταν θα αισθάνεστε πολιτική αδυναμία. Για να πλήξετε τους πολιτικούς σας αντιπάλους με ύπουλα, υποχθόνια μέσα».

Ο κυβερνήτης, ο οποίος επί των ημερών του νομιμοποιήθηκαν οι παρακολουθήσεις για λίγο διάστημα, όσο χρειαζόταν για να στοχοποιηθούν οι αντίπαλοί του και στη συνέχεια ξαναέγιναν παράνομες, εξακοντίζει πυρά κατά εκείνων σε βάρος των οποίων δεν υπήρχε άθλια μεθόδευση που να μην επιστράτευσε. Και κάνει λόγο για «ύπουλα και υποχθόνια μέσα» εκείνος που η κυβέρνησή του είχε τη φαεινή ιδέα να… αξιοποιήσει τις ηχογραφήσεις των στελεχών του ΔΝΤ στην Ελλάδα για να τους… πιέσει.

Η συζήτηση για την παραπομπή Παπαγγελόπουλου ήταν η –μάλλον τελευταία- ευκαιρία του Αλέξη Τσίπρα για να αποδείξει ότι έχει διδαχθεί κάτι από τα λάθη του παρελθόντος και ότι  είναι αλλάξει κάποια πράγματα. Διότι δεν είναι δυνατόν να βγαίνουν όσα βγαίνουν στο φως για τα έργα και τις ημέρες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη Δικαιοσύνη, στην Αστυνομία στην Πυροσβεστική ή στα Μέσα Ενημέρωσης και η απάντηση των πολιτικά υπεύθυνων για όλες αυτές τις παθογένειες να είναι οι μηνύσεις κατά μέσων ενημέρωσης και οι επικλήσεις περί της… παρανομίας των ηχογραφήσεων.

Στην πραγματικότητα, δηλαδή, σφυρίζουν αδιάφορα αντί να συγκλονίζονται από τις αποκαλύψεις για τα πυκνά φαινόμενα κακοδιοίκησης και λειτουργίας κρατικών αξιωματούχων με μεθόδους υποκόσμου που συνέβησαν επί των ημερών της διακυβέρνησής τους. Θα είχαν, ενδεχομένως, δίκιο να υποστηρίξουν ότι παρέλαβαν έναν διεφθαρμένο κρατικό μηχανισμό. Δεν μπορούν, όμως, να το επικαλεστούν διότι, όπως αποδεικνύεται, με ελάχιστες εξαιρέσεις χρησιμοποίησαν σε θέσεις ευθύνης τους χειρότερους των χειρότερων.

Οι περισσότερες επιλογές αξιωματούχων της περιόδου 2015-2019 έγιναν με κριτήρια υποταγής και όχι αξιοσύνης. Στόχος ήταν να ελεγχθούν οι «αρμοί της εξουσίας». Έτσι, όποιος έδινε γη και ύδωρ στους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιβραβευόταν. Αντίθετα, όποιος δεν δήλωνε πίστη στην υποτιθέμενη «πρώτη φορά Αριστερά», χαρακτηριζόταν «εχθρός του λαού» και αντιμετώπιζε διαδικασίες εξοβελισμού. Όπως δε αποδεικνύεται τώρα, τόσο ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας όσο και οι υπουργοί του, ήξεραν όλα αυτά που εμείς τώρα μαθαίνουμε. Και δεν έκαναν απολύτως τίποτε για να τα αποτρέψουν.

Ήξεραν για την εμφύλια διαμάχη στη Δικαιοσύνη που πυροδότησαν οι επιλογές του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου. Γνώριζαν τη συνεργασία στελεχών της Αστυνομίας με τον υπόκοσμο από τις καταγραφές της ΕΥΠ που έμειναν στα εισαγγελικά συρτάρια. Είχαν πληροφορηθεί τα άθλια παιχνίδια στην Πυροσβεστική που έκαιγαν ολόκληρες περιοχές για λόγους εσωτερικού ανταγωνισμού. Και παρά ταύτα δήλωναν θρασύτατα μετά το Μάτι ότι έψαχναν να βρουν που έκαναν λάθος και δεν εύρισκαν.

Σκεφθείτε, για παράδειγμα, πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα για του ίδιους και για τη χώρα, εάν η Όλγα Γεροβασίλη έπαιρνε πίσω τη μήνυση στην «Καθημερινή» και ζητούσε συγνώμη που η κυβέρνησή της έχρισε αρχηγό της Πυροσβεστικής τον Ματθαιόπουλο. Ή αν ο κ. Τσίπρας ζητούσε από τους βουλευτές του να ψηφίσουν την παραπομπή του Παπαγγελόπουλου, όχι κατ΄ ανάγκην επειδή πείστηκε για την ενοχή του, αλλά επειδή, όπως ο κάθε πολίτης που κατηγορείται, πρέπει να πάει στη Δικαιοσύνη για να βρει το δίκιο του.

Δεν το έκαναν, όμως, ούτε η Γεροβασίλη ούτε ο Τσίπρας, επειδή, αν κρίνουμε από τα λεγόμενα του πρώην πρωθυπουργού, ακόμη δεν έχουν αντιληφθεί το μεγάλο κακό που έγινε επί της διακυβέρνησή τους σε τόσους πολλούς τομείς της δημόσιας ζωής.