Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευρωεκλογές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευρωεκλογές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

Η «μετάλλαξη» της ΝΔ, ο γάμος των ομόφυλων, οι νέοι και το στεγαστικό

 

Υπό την αίρεση ότι μεταφέρθηκαν σωστά και με ακρίβεια όλα όσα ειπώθηκαν από τους «πικραμένους» βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που μίλησαν στη συνεδρίαση που έκανε η «γαλάζια» Κοινοβουλευτική Ομάδα την περασμένη Τετάρτη για την αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος της 9ης Ιουνίου, (μού) δημιουργείται η εντύπωση ότι η πλειονότητα τους είτε εξέφρασε υποκριτικές ενστάσεις ή είναι απλώς εκτός τόπου και χρόνου.

Αδυνατώ ειλικρινά να αντιληφθώ ότι οι συγκεκριμένοι αιρετοί εκπρόσωποι του λαού συνομίλησαν ή ήρθαν σε κάποιου είδους επαφή με όλους εκείνους οι οποίοι πριν από ένα χρόνο είχαν ψηφίσει ΝΔ, αλλά τώρα απείχαν ή έκαναν άλλη επιλογή ψήφου. Και από αυτές τις συνομιλίες και επαφές απεκόμισαν την εντύπωση ότι σχεδόν 1,3 εκατ. Έλληνες ψηφοφόροι -αριθμός μεγαλύτερος από τους 1,125 εκατ. που έριξαν και πάλι το γαλάζιο ψηφοδέλτιο στην κάλπη- διαφοροποίησαν την εκλογική τους συμπεριφορά επειδή διαπίστωσαν «μετάλλαξη του ιδεολογικού χαρακτήρα» της κυβερνητικής παράταξης.

«Μετάλλαξη» η οποία επήλθε τώρα εξαιτίας της επιμονής της ηγεσίας της ΝΔ να στοχεύει προς το Κέντρο και είχε ως αποκορύφωμα την καθιέρωση πριν από λίγους μήνες της δυνατότητας να συνάπτεται γάμος από ομόφυλα ζευγάρια.

Δεν είναι μόνον ότι ορισμένοι από τους ενιστάμενους γαλάζιους βουλευτές δεν διαθέτουν την έξωθεν καλή μαρτυρία της συνεπούς προσήλωσης στην παράταξή τους, όπως μαρτυρά το γεγονός ότι έχουν κατά καιρούς πολιτευθεί και οι ίδιοι με άλλους πολιτικούς σχηματισμούς.

Είναι κυρίως διότι τα στοιχεία από την ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς των ψηφοφόρων δεν επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς που διατύπωσε μια πλειάδα εξ αυτών για τους λόγους που οδήγησαν στην υποχώρηση της εκλογικής δύναμης του κυβερνώντος κόμματος.

Η εστίαση των περισσότερων στην καθιέρωση του γάμου των ομόφυλων ως βασικού λόγου της νεοδημοκρατικής καθίζησης δεν βρίσκει έρεισμα στην πραγματικότητα. Όσο και αν, κακά τα ψέματα, είναι αλήθεια ότι το συγκεκριμένο ζήτημα ενόχλησε την πλειονότητα των οπαδών και ψηφοφόρων της ΝΔ.

Εξίσου αληθές, όμως, είναι ότι, σε αντίθεση με τις μεγαλύτερες ηλικίες οι οποίες, αν και ενοχλήθηκαν σφόδρα από τη νομική κατοχύρωση της ισότητας στον γάμο, έμειναν πιστές στο κυβερνών κόμμα, εκείνοι που γύρισαν την πλάτη στη γαλάζια ευρωκάλπη ήταν κυρίως οι νεότερες γενιές για τις οποίες δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η εκλογική τους συμπεριφορά επηρεάστηκε από την επίμαχη νομοθετική πρωτοβουλία.

Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι όπως έδειξε το exit poll το οποίο ακτινογράφησε τον τρόπο με τον οποίο ψήφισαν όσοι συμμετείχαν στην αναμέτρηση της 9ης Ιουνίου, ο ΣΥΡΙΖΑ απέσπασε προβάδισμα ψήφου στις ηλικίες 17 έως 34 ετών, συγκεντρώνοντας σε αυτή την ηλιακή ομάδα ποσοστό 18,2%, την ίδια στιγμή που η ΝΔ συγκέντρωσε μόλις το 15,9% των ψηφοφόρων από τη συγκεκριμένη δεξαμενή. Στον αντίποδα, το κυβερνών κόμμα ψηφίστηκε από το 39,9% των συνταξιούχων και η αξιωματική αντιπολίτευση απέσπασε από την ίδια ηλιακή ομάδα ποσοστό 17,4%.

Ακόμη και στους φοιτητές, για τους οποίους η Νέα Δημοκρατία πανηγυρίζει κάθε χρόνο ανακοινώνοντας θηριώδη ποσοστά για λογαριασμό της ΔΑΠ, της φοιτητικής παράταξής της στα Πανεπιστήμια, το ποσοστό που έλαβε ήταν μόλις 13%. Με αποτέλεσμα να την υπερκεράσει κι εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, αν και πατώνει εκλογικά κάθε χρόνο στις φοιτητικές εκλογές, αφού έχει μια πολύ αναιμική οργάνωση νεολαίας, κατετάγη πρώτος με 17,4%. Η πολυδιαφημισμένη νομοθετική πρωτοβουλία για τα μη κρατικά ΑΕΙ, που πολλοί προεξοφλούν ότι θα οδηγήσει στην λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, δεν έδειξε να ενθουσιάζει ιδιαίτερα τους νέους ψηφοφόρους.

Για να έχουμε μέτρο σύγκρισης που να δείχνει παραστατικά τη διαφοροποίηση, αρκεί να επισημάνουμε ότι στις περυσινές βουλευτικές εκλογές η ΝΔ είχε καθαρό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ σε όλες τις ηλιακές ομάδες. Ειδικά, όμως, στις ηλικίες μεταξύ 17 και 24 ετών το κυβερνών κόμμα προηγήθηκε με 28,8% και ακολούθησε η αξιωματική αντιπολίτευση με 19,2%. Επίσης και στις ηλικίες από 25 έως 34 έτη, η ΝΔ το 2003 ήταν πρώτη με 27,6%, αφήνοντας δεύτερο τον ΣΥΡΙΖΑ με 20,6%.

Πέραν τούτων, εξάλλου, βέβαιο είναι ότι τα κόμματα που ξιφούλκησαν κατά του γάμου των ομόφυλων δεν κατάφεραν να εκτοξευθούν στα… ουράνια, αν εξαιρέσει κανείς την αξιοσημείωτη άνοδο του κόμματος του Κυριάκου Βελόπουλου, η οποία είναι μάλλον πολυπαραγοντική και οφείλεται και σε προσέλκυση ψήφων από αγρότες και ελεύθερους επαγγελματίες που ήθελαν να εκφράσουν δυσαρέσκεια για την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική που τους αφορά.

Υπό αυτή τη συνθήκη, έχω την αίσθηση ότι, αν όντως οι βουλευτές της ΝΔ διέθεταν την απαραίτητη κοινωνική γείωση και τους κατάλληλους αισθητήρες, θα απέφευγαν να… «κάνουν τον πόνο τους τραγούδι», σηκώνοντας τους τόνους της κριτικής τους επειδή υπουργοποιήθηκαν στελέχη προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι και όχι οι ίδιοι.

Ή, όπως ειπώθηκε στην ίδια συνεδρίαση, επειδή δεν αντικαθίστανται οι εξωκοινοβουλευτικοί, κάτι το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, δεν ισχύει αν θυμηθούμε την πρόσφατη καρατόμηση των Σταύρου Παπασταύρου και Γιάννη Μπρατάκου. Εκτός και αν εξαιρούνται οι συγκεκριμένοι επειδή προέρχονται από τα… «γαλάζια σπλάχνα».

Αν οι γαλάζιοι βουλευτές μιλούσαν με κάποιους από τους νέους που επέλεξαν την αποχή ή την υπερψήφιση άλλων κομμάτων, θα αντιλαμβάνονταν ενδεχομένως πόσο δυσκολότερη έχει γίνει η ζωή τους συγκριτικά με τους γονείς και τους παππούδες τους. Μπορεί την τελευταία πενταετία να υποχώρησε αισθητά η ανεργία και να αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός με τον οποίο αμείβονται οι πιο πολλοί νέοι, το επίπεδο ζωής, όμως, ακόμη και όσων εργάζονται με πλήρες ωράριο, πόρρω απέχει, για τη μεγάλη πλειονότητα, από το να τους επιτρέπει να ζήσουν χωρίς τη στήριξη των οικογενειών τους.

        Η ακρίβεια γενικά, η οποία με διαβαθμίσεις πλήττει όλο τον πληθυσμό, αλλά ειδικότερα το οξύ στεγαστικό πρόβλημα, που επιδεινώνεται χρόνο με τον χρόνο, κάνει τον βίο αβίωτο στις γενιές που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν μέσα στην κρίση και δεν πρόλαβαν να γευθούν τους γλυκούς καρπούς της ευημερίας των προηγούμενων δεκαετιών. Ο στόχος για το δικό τους «κεραμίδι» που ήταν εφικτός για τους περισσότερους που ανήκαν στις μεταπολεμικές γενιές, στις μέρες μας έχει μετατραπεί σε άπιαστο όνειρο.

        Ένας νέος της εποχής μας είναι σχεδόν αδύνατο να αποκτήσει τη δική του στέγη με την κατάσταση που επικρατεί στην κτηματαγορά. Ούτε φυσικά θα μπορέσει να «τα φέρει βόλτα» και να ζήσει αξιοπρεπώς εφόσον επιλέξει να μισθώσει το δικό του ακίνητο, εγκαταλείποντας το παιδικό δωμάτιο στο πατρικό σπίτι.

Όσα λοιπόν δεν είπαν οι γαλάζιοι βουλευτές, που έδειξαν να «κόπτονται» για την ιδεολογική καθαρότητα του κόμματός τους, το οποίο υποτίθεται ότι κινδυνεύει με μετάλλαξη από τους… εξωτικούς που ήρθαν να τους πάρουν τους υπουργικούς θώκους, τα είπε την ίδια μέρα ο Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος στην νομισματική έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος επεσήμανε ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος στέγης που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την κυβέρνηση.

Ο κεντρικός τραπεζίτης έθεσε «το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων» υπογραμμίζοντας ότι «η συνεχής αύξηση των τιμών, την οποία τροφοδοτεί η ζήτηση από το εξωτερικό, και το αυξημένο κόστος κατασκευής και δανεισμού διαμορφώνουν επίπεδα τιμών δυσανάλογα προς το διαθέσιμο εισόδημα, δυσχεραίνοντας την απόκτηση πρώτης κατοικίας και συμπαρασύροντας ανοδικά τόσο τις τιμές κατοικιών υποδεέστερων χαρακτηριστικών όσο και τα μισθώματα».

Τα στοιχεία είναι συντριπτικά: οι τιμές των ακινήτων τα τελευταία χρόνια αυξάνονται με ρυθμούς της τάξης πάνω από10% ετησίως και προσεγγίζουν τα επίπεδα προ κρίσης, ενώ στις απολαβές των εργαζομένων δεν έχει καλυφθεί ούτε το μισό χαμένο έδαφος από την εποχή που ξεκίνησε η μνημονιακή επέλαση. Και η οποία μεταξύ πολλών άλλων κατάπιε και θεσμούς όπως ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας που χορηγούσε σπίτια σε αστέγους ή επιδοτούσε το επιτόκιο των δανείων για την αγορά κατοικίας.

Αναρωτιέμαι ειλικρινά τι ανταπόκριση θα εύρισκε από τους συναδέλφους του αν ένας από τους διαμαρτυρόμενους βουλευτές της ΝΔ που πήραν τον λόγο στη γαλάζια Κ.Ο. επέλεγε να προτάξει το συγκεκριμένο ζήτημα ως ένα από τα μείζονα προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία.

Τι λέτε; Θα συγκινούνταν οι υπόλοιποι ή θα επέμεναν να θέτουν τον γάμο των ομόφυλων για να μη δυσαρεστηθεί ο… πνευματικός τους; Ας ελπίσουμε ότι το αίσθημα της (πολιτικής) επιβίωσης θα πρυτανεύσει οδηγώντας την κυβερνητική ηγεσία στη βέλτιστη επιλογή για τους πολίτες.

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

Τα «κατεβασμένα μολύβια» των υπουργών και άλλα «κλισέ» του ανασχηματισμού

Βρίσκω πολύ διασκεδαστικό το στερεότυπο που επαναλαμβάνεται τις παραμονές σχεδόν κάθε ανασχηματισμού και θέλει τους υπουργούς να «έχουν κατεβάσει τα μολύβια» επειδή έχουν καταληφθεί από αγωνία για το άδηλο μέλλον τους και ως εκ τούτου δεν ασχολούνται με τα καθήκοντά τους αλλά επιδίδονται σε παρασκηνιακές κινήσεις με στόχο να διατηρήσουν τους θώκους τους.

Δεν μπορώ, κατ΄ αρχήν, να φανταστώ υπουργό ο οποίος το 2024 χρησιμοποιεί… μολύβι και άρα να το έχει κατεβάσει. Στις μέρες μας, ένα κυβερνητικό στέλεχος το οποίο αποφασίζει να κατέλθει σε… απεργία το περισσότερο που μπορεί να κάνει είναι να μην ανοίξει τον υπολογιστή του γραφείου και να μη δει την αλληλογραφία που έλαβε στο ηλεκτρικό του ταχυδρομείο. Ή να μην συγκαλέσει τις αναγκαίες συσκέψεις με τους συνεργάτες του για να εξετάσουν τις εκκρεμότητες του υπουργείου του και να δουν την πορεία που έχουν οι δρομολογημένες λύσεις.

Θεωρώ επίσης πολύ προβληματικό να είναι κάποιος υπουργός και να αδιαφορεί για τα ζητήματα των αρμοδιοτήτων του κάθε φορά που διακινούνται πληροφορίες ή φήμες για κυβερνητικές αλλαγές. Στην Ελλάδα, άλλωστε, που οι ανασχηματισμοί δεν είναι τόσο σπάνιοι και οι φήμες ότι επίκεινται είναι, αντιθέτως, πολύ συχνές, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι όσοι υπουργοί διακατέχονται από τέτοια νοοτροπία πρέπει να έχουν κλειστούς τους υπολογιστές τους τις περισσότερες μέρες του χρόνου.

Για να είμαστε, πάντως, ειλικρινείς, χρειάζεται να αναγνωρίσουμε ότι τα τελευταία χρόνια και με αποκορύφωμα τον υπερσυγκεντρωτισμό των κυβερνητικών αρμοδιοτήτων στο Μέγαρο Μαξίμου που μέσω του αποκαλούμενου «επιτελικού κράτους» απογείωσαν το πρωθυπουργικοκεντρικό σύστημα διακυβέρνησης, τα περιθώρια για δράση και ανάληψη πρωτοβουλιών που έχουν οι υπουργοί και οι υφυπουργοί είναι από ελάχιστα έως μηδαμινά.

Αν δεν δοθεί πράσινο φως από το πρωθυπουργικό γραφείο δεν φθάνει στη Βουλή ακόμη και η πλέον ανεπαίσθητη νομοθετική πρωτοβουλία και ούτε υπογράφονται σοβαρές συμβάσεις για προμήθειες και έργα. Καλώς ή κακώς, εκτιμάται ότι έτσι αποφεύγονται άλλες κακοτοπιές, όπως είναι η εύνοια των υπουργών προς τις περιφέρειες τους ή τους πολιτικούς και προσωπικούς φίλους τους.

Όπως και να έχει, το αποτέλεσμα είναι ότι τις περισσότερες φορές τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου και πολύ περισσότερο οι υφυπουργοί που δεν μετέχουν καν στις συνεδριάσεις που λαμβάνονται κάποιες από τις αποφάσεις, λειτουργούν στην πραγματικότητα ως απλοί διεκπεραιωτές προειλημμένων αποφάσεων, τις οποίες προσπαθούν να πιστωθούν καταφεύγοντας σε ισχυρές δόσεις επικοινωνιακής επίφασης.

Χαρακτηριστικό απότοκο, εξάλλου, αυτής της διεκπεραιωτικής νοοτροπίας, υπήρξε η άδοξη κατάληξη την οποία είχε η υποτιθέμενη μεγάλη εκστρατεία της κυβερνητικής παράταξης με την επιστράτευση 12 μεγαλόσχημων υπουργών της που «χρεώθηκαν» ισάριθμες περιφέρειες για να πείσουν τους πολίτες να ψηφίσουν τη Νέα Δημοκρατία στις πρόσφατες ευρωεκλογές. Στα παραπολιτικά δημοσιεύματα οι ταξιδευτές υπουργοί εμφανίζονταν με τα χιλιοειπωμένα «κλισέ» ότι αποτελούσαν τους «στρατηγούς της νίκης» που «όργωναν την Ελλάδα».

Στην πραγματικότητα, όμως, δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από το να εξαντλούν την «τουρνέ» τους στην επαρχία -που μόνον «εκστρατεία» δεν ήταν- σε καφέδες και τσίπουρα με τα τοπικά κομματικά στελέχη, λίγες selfies και κάποιες ανόρεκτες χειραψίες με περαστικούς πολίτες. 

Γι΄ αυτό και νομίζω ότι, μιας και καθυστερεί ο ανασχηματισμός, επειδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μπορεί να αποφασίσει ποιους να κρατήσει στην κυβέρνηση και ποιους να διώξει, θα είχε μεγάλη αξία προτού να λάβει τις τελικές αποφάσεις του να ζητήσει από τους υπουργούς του δύο -κατά το μέτρο του δυνατού συνοπτικά- σημειώματα: το πρώτο με το έργο το οποίο παρήγαγαν τον τελευταίο χρόνο στο υπουργείο τους και το δεύτερο με τα αποτελέσματα που είχε η προεκλογική εκστρατεία που έκαναν.

Θα ήταν, μάλιστα, ευχής έργον αν τα σημειώματα αυτά, έστω και μόνον εκείνα με το έργο ενός εκάστου εκ των κυβερνητικών στελεχών, δίνονταν στη δημοσιότητα εν είδει απολογισμού προς τους πολίτες του πρώτου χρόνου της δεύτερης θητείας του κ. Μητσοτάκη. Έχω την αίσθηση ότι η κοινωνία θα εκτιμούσε πολύ μια τέτοια -πρωτότυπη είναι αλήθεια- κίνηση και κατ΄αυτόν τον τρόπο θα νομιμοποιείτο και ο ανασχηματισμός που ετοιμάζει ο πρωθυπουργός.

Υ.Γ. 1: Επειδή δεν μου αρέσει να παριστάνω τον μετά Χριστόν προφήτη, παραθέτω αυτούσια την ερώτηση την οποία υπέβαλα μια εβδομάδα πριν από τις ευρωεκλογές, την Κυριακή 2.6.2024, στη διακαναλική συνέντευξη που παραχώρησε ο πρωθυπουργός στα Χανιά:

«Καλημέρα, κ. Πρόεδρε. Σε περίπου τέσσερις εβδομάδες από τώρα συμπληρώνεται ο πρώτος χρόνος της δεύτερης κυβερνητικής σας θητείας. Σε αντίθεση με την πρώτη τετραετία, που αντιμετωπίσατε εξωγενείς κρίσεις, όπως η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία, τον τελευταίο χρόνο οι κρίσεις που αντιμετωπίζετε είναι μάλλον ενδογενείς.

Το διάστημα αυτό, αλλάξατε δύο φορές την ηγεσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, παραιτήθηκε ο Υπουργός Ναυτιλίας και καρατομήσαμε από το Μέγαρο Μαξίμου δύο από τους στενότερους συνεργάτες σας.

Επιπρόσθετα, στην τελευταία προεκλογική περίοδο, πέρσι δηλαδή τέτοια εποχή, ζητήσατε την ανανέωση της θητείας σας, υποσχόμενος ότι θα είναι η τετραετία των μεγάλων μεταρρυθμίσεων και οι ψηφοφόροι συγκατένευσαν σε αυτό, δίνοντας σας το εντυπωσιακό 41%.

Ωστόσο, αν εξαιρέσουμε την επιστολή ψήφο, το αναφέρατε κι εσείς μόλις, αλλά και τα μη κρατικά πανεπιστήμια, τα αποτελέσματα των οποίων δεν τα έχουμε δει ακόμη, δεν μπορώ να ανασύρω στη μνήμη μου άλλη μεγάλη μεταρρύθμιση των τελευταίων έντεκα μηνών.

Θα ήθελα, λοιπόν, να κάνετε έναν απολογισμό αυτού του πρώτου έτους της δεύτερης θητείας σας και να μου πείτε, να μας πείτε, τι έφταιξε. Εξεμέτρησε το ζην το επιτελικό κράτος; Δεν πήγε καλά το rotation στους Υπουργούς που κάνατε πέρσι ή είστε αντιμέτωπος με την λεγόμενη μεταρρυθμιστική κόπωση;

Και, εν κατακλείδι, καθώς από την ερχόμενη Κυριακή, ανεξαιρέτως του αποτελέσματος, υπό κανονικές συνθήκες ξεκινά μια αδιατάρακτη εκλογικά τριετία, τι προτίθεστε να κάνετε σε αυτή την περίοδο; Θα συνεχίσετε με το ίδιο σχήμα ή θα κάνετε αλλαγές σε πρόσωπα και δομές;».

Υ.Γ. 2: Η απάντηση που έλαβα από τον πρωθυπουργό ήταν η εξής: «Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω με την υπόθεση εργασίας σας, κ. Τζιοβάρα. Αυτό εδώ (σ.σ.: το έδειξε) ήταν το πρόγραμμα με το οποίο εκλεγήκαμε το 2023. Και αν το διατρέξετε, θα διαπιστώσετε ότι υπάρχει απόλυτη συνέπεια μεταξύ των προεκλογικών μας δεσμεύσεων και των πολιτικών που υλοποιεί αυτή η κυβέρνηση σε πολλά διαφορετικά πεδία πολιτικής.

Αυτό είναι ένα πρόγραμμα τετραετίας. Προφανώς δεν μπορεί να υλοποιηθεί στο σύνολο του στον έναν χρόνο. Θα προσέθετα, όμως, σε αυτά τα οποία είπατε -και είναι σημαντικές μεταρρυθμίσεις- τον νέο δικαστικό χάρτη, τις σημαντικές παρεμβάσεις που έχουμε κάνει στο οικονομικό πεδίο, με αυξήσεις μισθών στους δημοσίους υπαλλήλους, παρεμβάσεις στην φορολογική μας πολιτική, τη γρήγορη υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Όλες αυτές είναι σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Προσθέστε σε αυτό μεταρρυθμίσεις οι οποίες έχουν γίνει στην υγεία, η ενιαία ψηφιακή λίστα χειρουργείων, που δίνει πολύ μεγαλύτερη διαφάνεια σχετικά με το πότε ένας συμπολίτης μας πρέπει να χειρουργηθεί.

Όλες αυτές είναι πολύ σημαντικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες έχουν υλοποιηθεί σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια, η Νέα Δημοκρατία είναι απολύτως συνεπής στις προεκλογικές της δεσμεύσεις, αλλά βέβαια έχει ακόμα τρία χρόνια μπροστά της να υλοποιήσει το σύνολο του προεκλογικού της προγράμματος. Και θα κριθούμε τελικά στις εκλογές του 2027 για το πόσο συνεπείς είμαστε με αυτά τα οποία είπαμε και για το πόσο αποτελεσματικοί είμαστε συνολικά.

Μια από τις κεντρικές προεκλογικές μας δεσμεύσεις, για παράδειγμα, ήταν η αύξηση των μισθών. Ο κατώτατος μισθός είναι ήδη στα 830 ευρώ. Είμαστε στον δρόμο για να φτάσουμε τα 950 ευρώ. Προφανώς δεν μπορεί αυτός ο δρόμος να διανυθεί σε ένα έτος, θα διανυθεί σε τέσσερα έτη.

Ο μέσος μισθός είναι ήδη στα 1.250 ευρώ και πιστεύω ότι θα ξεπεράσει τελικά τα 1.500 ευρώ. Η ανεργία προσεγγίζει το 10%. Οι επενδύσεις από το εξωτερικό εξακολουθούν και αυξάνονται».

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024

Δεν κρύβονται τα 2 εκατ. των χαμένων ψηφοφόρων με το… «ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτε»

Το γνωστό και αρκούντως μακάβριο ανέκδοτο με το θύμα ενός τροχαίου ατυχήματος το οποίο, προκειμένου να αποφύγει την επαπειλούμενη εκτέλεση από τον υπαίτιο του βαρύτατου τραυματισμού του, κρύβει επιμελώς τις πληγές του, αναφωνώντας «ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτε…», θύμιζαν στην πλειονότητά τους οι χθεσινοβραδινές αναλύσεις του εκλογικού αποτελέσματος.

Οι περισσότεροι εκπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων που παρήλασαν από τα στούντιο των τηλεοπτικών καναλιών έδειχναν να μην έχουν συναίσθηση ότι η έκβαση της ευρωκάλπης βοούσε από τα ηχηρά μηνύματα αποδοκιμασίας του συνόλου του εγχώριου πολιτικού συστήματος. 

Αποδοκιμασία η οποία εκφράστηκε πρωτίστως μέσω της συντριπτικής αποχής των ψηφοφόρων από την εκλογική διαδικασία και δευτερευόντως από το γεγονός ότι, με ελάχιστες -και πάντως όχι αξιομνημόνευτες- εξαιρέσεις, σχεδόν καμία από τις πολιτικές δυνάμεις που αναμετρήθηκαν σε αυτό τον εκλογικό στίβο δεν κατάφερε να περάσει τον στόχο που είχε θέσει προεκλογικά.

Αν και, για να μην αδικούμε κανέναν, πρέπει να επισημάνουμε ότι, με εξαίρεση κάποια χειροκροτήματα για την… τόνωση της ψυχολογίας των αρχηγών, έλλειψαν οι πανηγυρισμοί από τους ελάχιστους συγκεντρωμένους οπαδούς έξω από τα κομματικά γραφεία, την ίδια στιγμή δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ότι στις μετεκλογικές δηλώσεις δεν ακούστηκε από κανένα ηγετικό χείλος η αναγνώριση της αυτονόητης αλήθειας που είναι ότι σχεδόν όλοι πέρασαν κάτω από τον πήχη των προσδοκιών που οι ίδιοι είχαν θέσει.

Όπως και στις τοποθετήσεις που έγιναν στα τηλεοπτικά πάνελ από στελέχη που είχαν πάει εκεί από νωρίς εφοδιασμένα με «σκονάκια» για την ωραιοποίηση της δικής τους κατάστασης και την ανάδειξη των αδυναμιών των αντιπάλων τους, έτσι και από τις δηλώσεις των αρχηγών έλειψαν οι θαρραλέες παραδοχές και η διάθεση για αυτοκριτική.

Αντιθέτως, όλοι είχαν να προβάλλουν κάποιον δικαιολογητικό ισχυρισμό, προκειμένου να διασκεδάσουν τις αρνητικές εντυπώσεις. Το κυβερνητικό κόμμα, για παράδειγμα, έδωσε έμφαση στο διψήφιο προβάδισμα που το χωρίζει από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας ότι είναι η μεγαλύτερη διαφορά που έχει καταγραφεί ποτέ σε ευρωεκλογές. 

Επεχείρησε έτσι να παρακάμψει το γεγονός ότι όχι μόνον δεν πέτυχε τον στόχο της επανάληψης του 33,12% που είχε λάβει στις προηγούμενες ευρωεκλογές, αλλά και ότι, με το 28,27% στο οποίο υποχώρησε και είναι το χαμηλότερο που έχει πάρει πρώτο κόμμα σε ευρωπαϊκές εκλογές, έχασε και την άτυπη δεύτερη γραμμή άμυνας που ήταν να μην πέσει κάτω από 30%.

Ομοίως, ο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος υποχώρησε στο 14,9% και βρέθηκε τρεις μονάδες κάτω από το περυσινό βουλευτικό ποσοστό που πέτυχε ο Αλέξης Τσίπρας και οκτώ μονάδες κάτω από το ποσοστό που είχε στην ευρωκάλπη του 2019, επεχείρησε να ρίξει το βάρος στη μείωση της διαφοράς με τη ΝΔ από τις 23 στις 13,5 μονάδες. 

Πλην, όμως, η επιχείρηση παραπέμπει σε ένα ακόμη γνωστό και μακάβριο ανέκδοτο με τους υδατοσφαιριστές οι οποίοι, ενώ είχαν χάσει συντριπτικά τον αγώνα, πανηγύριζαν έξαλλα επειδή στο προηγούμενο παιχνίδι είχαν και… ανθρώπινες απώλειες από πνιγμό.

Ούτε φυσικά το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη μπορεί να είναι ευχαριστημένο με την επίδοση του 12,8% που πέτυχε σε αυτή την κάλπη διαψεύδοντας δημοσκοπήσεις και αναλυτές. 

Η αύξηση, όμως, της δύναμής του σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του προηγούμενου χρόνου είναι πολύ ισχνή και δεν διασκεδάζει την εντύπωση από το γεγονός ότι δεν πέτυχε τον στόχο της δεύτερης θέσης που είχε θέσει. 

Πολύ περισσότερο που δεν κατάφερε να καρπωθεί από τη φθορά της κυβερνητικής παράταξης αλλά και από την εμφανή κρίση ηγεσίας που αντιμετωπίζει ο όμορος ΣΥΡΙΖΑ. 

Με τους ρυθμούς ανόδου που εμφανίζει θα χρειαστεί να περάσουν πολλές εκλογικές αναμετρήσεις για να μετατραπεί σε εναλλακτική δύναμη διακυβέρνησης.

Επίσης τα ποσοστιαία κέρδη τα οποία αποκόμισαν τα επόμενα στην κατάταξη κόμματα, όπως είναι η Ελληνική Λύση που υπερδιπλασίασε τις δυνάμεις της ή το ΚΚΕ που κινήθηκε μεν ανοδικά αλλά έχασε την τέταρτη θέση και η Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου που απέσπασε ευρωέδρα, δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι ανατρέπουν τους υφιστάμενους συσχετισμούς δυνάμεων ή δημιουργούν νέα δεδομένα για τους διεκδικητές της μελλοντικής διακυβέρνησης.

Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, από μόνο του το γεγονός ότι από αυτήν την εκλογική αναμέτρηση απουσίασαν πάνω από δύο εκατ. Έλληνες που ψήφισαν πριν από ένα χρόνο, συνιστά μια δυσμενή πραγματικότητα που ουδείς μπορεί να την παραβλέψει, χρεώνοντάς την στους αντιπάλους. 

Επειδή τα ποσοστά της αποχής μπορεί να μη δίνουν την πραγματική εικόνα, εξαιτίας του ότι οι εκλογικοί κατάλογοι χρόνια τώρα δεν έχουν εκκαθαριστεί από τεθνεώτες και ίσως και από διπλοεγγεγραμμένους, ας προσεγγίσουμε το θέμα από την μεριά της συμμετοχής.

Στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 2023 ψήφισαν σχεδόν 6,1 εκατ. Έλληνες πολίτες, αριθμός που στην επαναληπτική εκλογή που έγινε τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου υποχώρησε στα 5,3 εκατ. ψηφοφόρους. Σε αυτές τις ευρωεκλογές οι εκλογείς που άσκησαν το δικαίωμά τους μόλις μετά βίας πέρασαν τα 4 εκατ., σπάζοντας κάθε προηγούμενο αρνητικό ρεκόρ συμμετοχής. 

Με άλλα λόγια, ένας στους τρεις που ψήφισαν πέρυσι δεν αισθάνθηκε την υποχρέωση να το επαναλάβει φέτος, παρά τη διευκόλυνση που είχαμε από την καινοτόμα διαδικασία της επιστολικής ψήφου.

Συγκριτικά, εξάλλου, με την αντίστοιχη ευρωκάλπη του 2019, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ έχασαν από 750 χιλιάδες ψηφοφόρους, ενώ στον αντίποδα η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου κέρδισε 134 χιλιάδες ψηφοφόρους, το ΚΚΕ προσεταιρίστηκε 65 χιλιάδες περισσότερους ψηφοφόρους και το ΠΑΣΟΚ πρόσθεσε στις δυνάμεις του μόλις 62 χιλιάδες επιπλέον ψηφοφόρους.

Κατόπιν τούτων, ποιο αλήθεια από τα κόμματα, δικαιούται να αναλύσει τα αποτελέσματα της Κυριακής καταλήγοντας στο ανεκδοτικό… «ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτε»;

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

Έλληνες ανασφαλείς, απογοητευμένοι και θυμωμένοι

Η ενασχόληση των πολιτικών δυνάμεων αλλά και των μέσων ενημέρωσης με την επερχόμενη ευρωκάλπη της 9ης Ιουνίου δεν άφησε πολύ χώρο για να αναδειχθούν τα στοιχεία μιας -κατά την άποψή μου- πολύ ενδιαφέρουσας έρευνας η οποία έγινε από τον οργανισμό «ΔιαΝΕΟσις» και φέρει τον τίτλο «τι πιστεύουν οι Έλληνες».

Ανάμεσα στα πολλά και διαφορετικά ερωτήματα, στα οποία κλήθηκαν από την εταιρία «Metron Analysis» να απαντήσουν οι συμμετέχοντες στην δημοσκόπηση, ήταν και ένα που αφορούσε τα συναισθήματα από τα οποία διακατέχεται πιο έντονα σήμερα κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνας.

Οι απαντήσεις οι οποίες δόθηκαν δεν είναι διόλου ευοίωνες για τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, καθώς η ανασφάλεια, η απογοήτευση και ο θυμός είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα, τα οποία υπερτερούν σημαντικά από εκείνα της αισιοδοξίας, της υπερηφάνειας, της σιγουριάς και της αυτοπεποίθησης που είναι μειοψηφικά.

Το πλέον δυσοίωνο, όμως, είναι ότι, όπως προκύπτει από τη συγκριτική παράθεση ανάλογων ερευνητικών ευρημάτων που κατεγράφησαν τα προηγούμενα χρόνια, η συναισθηματική κατάσταση των Ελλήνων αντί να βελτιώνεται, καθώς απομακρυνόμαστε από την οικονομική κρίση που έφερε τα απανωτά Μνημόνια, βαίνει επιδεινούμενη.

Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί: τον Δεκέμβριο του 2019, οπότε μετά και την κυβερνητική αλλαγή, που είχε προηγηθεί, και εξαιτίας της οποίας είχε αρχίσει να εμπεδώνεται η εντύπωση της επιστροφής στην κανονικότητα, ανασφάλεια δήλωνε ότι αισθανόταν το 38% των Ελλήνων. Το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 45,8% τον Φεβρουάριο του 2022, όταν έκλεινε ο κύκλος της πανδημίας του κορωνοϊού, για να συνεχίσει την ανοδική πορεία και τον Φεβρουάριο του 2024 να φθάσουμε στο σημείο να δηλώνει ότι αισθάνεται ανασφαλής ένας στους δύο Έλληνες και για την ακρίβεια το 49,9% των ερωτηθέντων.

Ανάλογη αυξητική τάση παρουσίασε και το συναίσθημα της απογοήτευσης το οποίο, από 27,2% που ήταν το 2019, στις δύο επόμενες έρευνες έφθασε στο 45,3% και στο 44,3% αντίστοιχα. Ομοίως, ο θυμός από τον οποίο πριν από πέντε χρόνια διακατεχόταν το 17,4% των Ελλήνων, το 2022 και το 2024 απάντησαν ότι ήταν ένα αίσθημα από το οποίο διακατέχονταν πλέον το 29,8% και το 29,7% των συμμετεχόντων στις αντίστοιχες έρευνες.

Στον αντίποδα, από τις ίδιες χρονοσειρές των ερευνών που έγιναν για λογαριασμό της «ΔιαΝΕΟσις», προκύπτει δραματική μείωση του ποσοστού όσων δηλώνουν ότι αισθάνονται αισιοδοξία, αφού από 30% που ήταν το 2019, υποχώρησε σε 21,7% τον τρέχοντα χρόνο. Μικρότερη υποχώρηση από το 14,1% στο 12,4% εμφανίζει το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι διακατέχονται από το αίσθημα της υπερηφάνειας.

Σταθερά χαμηλά παραμένουν, εξάλλου, τα ποσοστά όσων εκδηλώνουν αισθήματα αυτοπεποίθησης: 7,3% το 2019 και 7,9% το 2024. Όπως και εκείνων που δηλώνουν αισθήματα σιγουριάς και κινούνται από το 5,7%, που ήταν προ πενταετίας, στο 10,3% στο οποίο ανήλθε στη φετινή μέτρηση. Την ίδια ώρα οι Ελληνίδες και οι Έλληνες που διακατέχονται από αισθήματα ντροπής αυξήθηκαν την τελευταία πενταετία από το 10,2% στο 16,8%.

Δεν χρειάζεται, νομίζω, να είναι κάποιος κοινωνιολόγος ή ειδικός στην κοινωνική ανθρωπολογία για να αντιληφθεί ότι τίποτε θετικό για το μέλλον δεν προοιωνίζεται η έντονη απαισιοδοξία που εκπορεύεται από τα συγκεκριμένα στοιχεία της έρευνας, όπως και από άλλα ευρήματα, τα οποία, π.χ., είναι η διαπιστούμενη έλλειψη αξιοκρατίας και τα προβλήματα στην απονομή της Δικαιοσύνης, που η αναλυτική τους παράθεσή θα επιβεβαίωνε την γενική αρνητική εικόνα.

Είναι προφανές ότι όταν τόσο πολλοί συμπολίτες μας αισθάνονται ανασφαλείς, απογοητευμένοι και θυμωμένοι, μόνον τυχαία δεν μπορεί να θεωρείται η δημογραφική κατάρρευση, με την οποία έρχεται αντιμέτωπη η ελληνική κοινωνία, όπως επίσης και η δυσκολία να αφήσει οριστικά πίσω τις δυσμενείς συνέπειες της οικονομικής κρίσης που μας ταλάνισαν την προηγούμενη δεκαετία.

Μοιραία, τα αρνητικά συναισθήματα της πλειονότητας των Ελλήνων αφήσουν έντονο το αποτύπωμα στον τρόπο που ζούμε και δραστηριοποιούμαστε σε κάθε επίπεδο: προσωπικό και οικογενειακό, τοπικό και εθνικό. Ένας ανασφαλής, απογοητευμένος και θυμωμένος πολίτης είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα καταφέρει να είναι δραστήριος και δημιουργικός, έτσι ώστε, εργαζόμενος για την προσωπική του ευημερία, να συμβάλει στη συνολική κοινωνική πρόοδο.

Δυστυχώς, οι λόγοι για τους οποίους παρατηρούνται τα συγκεκριμένα φαινόμενα, θα ήταν αυταπάτη να αναμέναμε ότι θα γίνουν αντικείμενο συζητήσεων στην προεκλογική περίοδο που διάγουμε. Καθώς εξαντλείται ο χρόνος, αφού απομένουν μόνον δύο εβδομάδες έως ότου προσέλθουμε στις κάλπες, μοιάζει απίθανο να βρεθεί στο επίκεντρο των κομματικών αντιπαραθέσεων και να κάνει τους Έλληνες να ξαναβρούν τη χαμένη ελπίδα και αισιοδοξία.

Ίσως διότι είναι δύσκολο να… χωρέσουν τέτοια ζητήματα σε κάποια ανάρτηση στο Tik tok ανάμεσα στα χαριτωμένα σκυλάκια (τον Peanat και τη Farley) που απέκτησαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο. Μια προεκλογική περίοδος, η οποία υπό αυτές τις συνθήκες οδηγεί στην εκτίμηση ότι μπορεί να επισφραγιστεί με νέο ρεκόρ αποχής των ψηφοφόρων από την εκλογική διαδικασία.

Όπως και να έχει, πάντως, και όσο και αν δικαιούνται να ισχυριστούν κάποιοι ότι η ευθύνη για την έλλειψη αισιοδοξίας ανήκει πρωτίστως στη σημερινή κυβέρνηση και τα αίτια της απαισιοδοξίας των πολιτών οφείλονται στην πολιτική της, αυτό δεν καθιστά άμοιρη ευθυνών την πολυποίκιλη και κατακερματισμένη αντιπολίτευση.

Άλλωστε, αν μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα η κυβερνητική παράταξη και ο επικεφαλής της Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκονται σε πορεία προς μια νέα εκλογική νίκη στις 9 Ιουνίου, εκείνες που πρέπει να κοιταχθούν στον καθρέφτη, για να δουν τι φταίει, είναι οι ηγεσίες της αντιπολίτευσης. Ή μήπως όχι;

Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

Πόσο μακριά είναι το 2027;


«Είμαστε στο 2024 και η θητεία της κυβέρνησης λήγει το 2027», ήταν η απάντηση την οποία έδωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης όταν ρωτήθηκε (από τον Αντώνη Σρόιτερ στη συνέντευξη που παραχώρησε στο protothema.gr) για την ενδεχόμενη πρόθεσή του να διεκδικήσει και μια τρίτη θητεία στο πρωθυπουργικό αξίωμα.

«Ποιος ξέρει τι μπορεί να μεσολαβήσει από τώρα μέχρι το ‘27;», αναρωτήθηκε ο ίδιος προσθέτοντας, αφενός, ότι «στην Ελλάδα δεν έχουμε συνταγματικούς περιορισμούς στο πόσες φορές μπορεί ένας πρωθυπουργός να εκλέγεται» και, αφετέρου, ότι «η αποχώρηση από την πολιτική δεν είναι κάτι που περνά από το μυαλό μου», καθώς, όπως συμπλήρωσε, «αισθάνομαι δημιουργικός» και «έχω ενέργεια να προσφέρω».

Παρότι τις περισσότερες φορές ο ψόγος της σπουδής για πρόβλεψη των μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων βαρύνει τους δημοσιογράφους, οι οποίοι, ως εκ του ρόλου τους, θέτουν σχετικά ερωτήματα ή μεταφέρουν εκτιμήσεις, η αλήθεια είναι ότι ανέκαθεν η κοινή γνώμη αρέσκεται να μαθαίνει πληροφορίες για τα μελλούμενα, ακόμη και όταν αυτές είναι συχνά προϊόν εικασιών και υπολογισμών ή δεν αποτελούν στην πραγματικότητα τίποτε περισσότερο από απλές επιθυμίες και ευσεβείς πόθους.

Όπως και να έχει, γενικότερα μιλώντας, η προσπάθεια αντιμετώπισης των αβεβαιοτήτων που προέρχονται από το εκ των πραγμάτων άδηλο -βραχυπρόθεσμο ή και μακροπρόθεσμο- μέλλον είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση. 

Και παρά το γεγονός ότι πάμπολλες φορές δεν επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις σε μια σειρά από λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά ζητήματα (αποτελέσματα αθλητικών αγώνων ή εκλογών, κληρώσεις λαχείων ή πρόγνωση του καιρού), οι άνθρωποι ποτέ δεν παύουν να πασχίζουν να μάθουν το «τι τέξεται η επιούσα» ή το, κατά το κοινώς λεγόμενο, τι τους ξημερώνει.

Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο περίπλοκα όταν επιχειρούνται προβλέψεις σε τομείς της δημόσιας ζωής που σχετίζονται με τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι από τους πλέον απρόβλεπτους παράγοντες καθώς είναι ευεπίφορη σε μεταβολές οι οποίες μπορεί να προκληθούν από πολλές και διαφορετικές αιτίες που σε κάποιες περιπτώσεις είναι εγγενείς και άλλοτε έχουν εξωγενή προέλευση.

Ο Αριστείδης, ο οποίος εξοστρακίστηκε από την αρχαία Αθήνα επειδή οι συμπολίτες του είχαν… κουραστεί να ακούν ότι είναι «δίκαιος», όπως και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος καταψηφίστηκε στις εκλογές του 1920, παρόλο που επί των ημερών της ηγεσίας του είχαν πολλαπλασιαστεί τα εδάφη του ελληνικού κράτους, είναι δύο πρόσφορα παραδείγματα που δείχνουν ότι ο παράγων άνθρωπος δεν είναι εύκολα προβλέψιμος.

Επιστρέφοντας στο σήμερα και στο ερώτημα για τι μπορεί να ισχύει στην εγχώρια πολιτική σκηνή σε τρία χρόνια από τώρα, δηλαδή το 2027, οπότε, υπό κανονικές συνθήκες, οι Έλληνες ψηφοφόροι θα έχουμε το επόμενο ραντεβού με τις κάλπες, είναι ίσως σκόπιμο να κάνουμε μια αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν για να καταδειχθεί ευχερέστερα πόσο επισφαλές είναι να προεξοφλούνται εξελίξεις.

Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να πάμε πολύ μακριά για να φανεί ότι κάτι το οποίο σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή φαντάζει βέβαιο και σταθερό, την επομένη μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι όπως κάποιοι υπολόγιζαν, σχεδίαζαν ή επιθυμούσαν.

Πόσοι, για παράδειγμα, το -όχι και τόσο μακρινό- 2021, από το οποίο μας χωρίζουν μόλις τρία χρόνια, μπορούσαν να διαβλέψουν τους πολιτικούς συσχετισμούς που διαμορφώθηκαν μετά τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του περασμένου χρόνου;

Πέραν πάσης -δημοσκοπικής ή άλλης- προσδοκίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενίσχυσε περαιτέρω την πρωτοκαθεδρία που είχε στην πολιτική ζωή του τόπου, την ίδια ώρα που ο βασικός του αντίπαλος Αλέξης Τσίπρας υφίστατο οδυνηρή και απροσδόκητη, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, ήττα.

Ήττα, η οποία τον υποχρέωσε να παραδώσει την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης στον πανελληνίως άγνωστο Στέφανο Κασσελάκη για τον οποίο ουδείς μπορούσε να προβλέψει ένα χρόνο πριν από τώρα ότι μέσα σε λίγες εβδομάδες θα αποκτούσε πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα.

Εκτός από τον μετέπειτα «ουρανοκατέβατο» πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και άλλοι από τους αρχηγούς των κομμάτων που μετέχουν στην τρέχουσα κοινοβουλευτική σύνθεση ήταν την ίδια περίοδο παντελώς άγνωστοι.

Ποιος, επί παραδείγματι, ήξερε τον Δημήτριο Νατσιό της Νίκης ή τον Βασίλειο Στίγκα των Σπαρτιατών που παίρνουν τον λόγο στη Βουλή με την ιδιότητα του πολιτικού αρχηγού; 

Ποιος, εξάλλου, είχε φανταστεί ένα χρόνο πριν τον αγώνα ζωής ή θανάτου που θα έδινε για τη δεύτερη θέση της κατάταξης των επικείμενων ευρωεκλογών ο Νίκος Ανδρουλάκης έχοντας αντίπαλο τον Κασσελάκη;

Και ποιος είχε προβλέπει την επανάκαμψη της Ζωής Κωνσταντοπούλου ή την ισχύ που απέκτησε ο Κυριάκος Βελόπουλος συμφωνώντας με την κυβερνητική παράταξη για την αλλαγή των συνθέσεων στις ανεξάρτητες Αρχές;

Υπό αυτή τη συνθήκη και παρότι αμέσως μετά τις επερχόμενες ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου ξεκινά μια τριετής περίοδος στη διάρκεια της οποίας για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια, εκτός εξαιρετικού απροόπτου, δεν προβλέπεται να εκφραστεί η λαϊκή ετυμηγορία σε κανένα επίπεδο (τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό), το σκηνικό που θα έχει διαμορφωθεί το 2027 δύσκολα θα είναι όμοιο με αυτό που διαμορφώθηκε στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου.

Ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων που θα βγάλει, η ευρωκάλπη, η οποία θα στηθεί σε τέσσερις εβδομάδες από τώρα, θα αποτελέσει σίγουρα ένα σημείο καμπής για τις εξελίξεις του επόμενου διαστήματος. Τόσο οι κερδισμένοι όσο και οι χαμένοι της επικείμενης αναμέτρησης θα υποχφρεωθούν να «κάνουν ταμείο» και -εκόντες, άκοντες- να επαναπροσδιορίσουν σχεδιασμούς και στόχους.

Σε κάθε περίπτωση, το πλέον πιθανό, αν όχι και βέβαιο, είναι ότι οι εξελίξεις μέχρι τις επόμενες βουλευτικές κάλπες δεν θα είναι ευθύγραμμες.

Τα τρία χρόνια, ιδίως στην εποχή μας, είναι πολλά. Και η ζωή παραμένει, ευτυχώς, απρόβλεπτη. Διότι αλλιώς θα είχε μάλλον πολύ μικρότερο ενδιαφέρον…

Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

Το «στοίχημα» των… 4,5 εκατομμύριων: Πόσοι Έλληνες θα πάνε στην ευρωκάλπη;


Όλες οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος οι οποίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας δίνουν σχεδόν πανομοιότυπα ευρήματα στην πρόθεση ψήφου των επερχόμενων ευρωεκλογών. Λίγο ως πολύ, το ίδιο, κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες, δείχνουν και οι μετρήσεις που παραγγέλλονται από κομματικά επιτελεία και δεν δημοσιοποιούνται. 

Σε αυτό το πλαίσιο, όλες οι σοβαρές εκτιμήσεις τις οποίες κάνουν ανεξάρτητοι αναλυτές συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η Νέα Δημοκρατία θα κόψει πρώτη το νήμα της ευρωκάλπης της 9ης Ιουνίου με ένα παραπάνω από ευδιάκριτο προβάδισμα από το δεύτερο στην κατάταξη κόμμα που σε αυτή τη φάση φαίνεται να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Βέβαια, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι επιμένουν ότι κάθε άλλο παρά έχουν χαθεί οι ελπίδες του ΠΑΣΟΚ να ανακτήσει εκ νέου τη δεύτερη θέση. 

Οι σχεδόν κατά το ήμισυ «νεόκοποι» ψηφοφόροι που προσελκύει η Κουμουνδούρου, αφού το κόμμα του Στέφανου Κασσελάκη δηλώνουν ότι θα ξαναψηφίσει μόνον το 52% από όσους το ψήφισαν πριν από ένα χρόνο, έχουν πολύ μικρότερη βεβαιότητα ψήφου από τους αντίστοιχους της Χαριλάου Τρικούπη. Εκτιμάται, δηλαδή, ότι στο δίλημμα «παραλία ή κάλπη», οι πρώτοι είναι περισσότερο επιρρεπείς στην επιλογή του μπάνιου.

Αμφιβολίες διατυπώνονται επίσης και για το κατά πόσο θα διατηρηθεί μέχρι τέλους η ανοδική ορμή που παρουσίασαν τους τελευταίους μήνες οι σχηματισμοί οι οποίοι βρίσκονται στην απέναντι πλευρά του κοινοβουλευτικού τόξου. 

Η πέραν της ΝΔ Δεξιά θα βγει πιθανότατα ενισχυμένη από τις ευρωεκλογές, όπως προβλέπεται να συμβεί και με τα κόμματα του ιδίου φάσματος στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πλην, όμως, όσο κυλά ο χρόνος και μετριάζεται ο θόρυβος γύρω από τον νόμο για τον γάμο των ομόφυλων, μάλλον περιορίζονται οι διαμαρτυρόμενοι ψηφοφόροι που θα εξαρτήσουν τη στάση τους από τη συγκεκριμένη κυβερνητική πρωτοβουλία και θα κατευθυνθούν στα ακροδεξιά.

Αν και οι δημοσκόποι, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, τις πιο πολλές φορές πετυχαίνουν στις προβλέψεις τους, στις οποίες οδηγούνται με βάση τα στοιχεία της εκλογικής συμπεριφοράς που συλλέγουν με τα ερωτηματολόγια, δεν είναι λίγες οι φορές που πέφτουν θύματα αστοχιών.

Ο κυριότερος από τους λόγους για τους οποίους αστοχούν σχετίζεται με την ποιότητα των δειγμάτων τους, τα οποία, όταν δεν είναι αντιπροσωπευτικά του πραγματικού εκλογικού σώματος, αδυνατούν να εντοπίσουν διάφορους αστάθμητους παράγοντες που μπορούν να ανατρέψουν τις εκτιμήσεις οι οποίες βασίζονται στα δημοσκοπικά δεδομένα.

Στην προκειμένη περίπτωση, τέτοιοι παράγοντες που είναι δύσκολο να σταθμιστούν με μεγάλη ακρίβεια, είναι, για παράδειγμα, το τελικό ποσοστό της συμμετοχής των πολιτών στην εκλογική διαδικασία, όπως και το συναφές ζητούμενο που είναι η βούληση και η προέλευση όσων δεν θα μπουν, εν τέλει, στον… κόπο να πάνε ως την κάλπη.

Ειδικά σε συνθήκη ευρωεκλογών, κατά την οποία τα παραδοσιακά διλήμματα της διακυβέρνησης είναι εκ των πραγμάτων αμβλυμμένα, συγκριτικά τουλάχιστον με τις βουλευτικές κάλπες, καθίστανται ακόμη πιο δυσχερείς οι υπολογισμοί για την επίπτωση που μπορεί να έχει στο εκλογικό αποτέλεσμα η πιθανότητα να ψηφίσουν λιγότεροι από τους μισούς των πάνω από 9,8 εκατ. ψηφοφόρων οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στους ελληνικούς εκλογικούς καταλόγους που δεν φημίζονται, ωστόσο, για την… εγκυρότητά τους και χρήζουν εδώ και χρόνια ουσιαστικής εκκαθάρισης.

Πολύ περισσότερο που η φετινή ευρωκάλπη είναι η πρώτη εδώ και 15 χρόνια που δεν συμπίπτει με άλλη εκλογική διαδικασία και συγκεκριμένα με τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές που το 2014 και το 2019 είχαν γίνει ταυτόχρονα και, ως εκ τούτου, οι χιλιάδες υποψήφιοι για τα αυτοδιοικητικά αξιώματα είχαν σημαντική συμβολή στην προσέλκυση των ψηφοφόρων οι οποίοι, αφού έφθαναν ως τα εκλογικά τμήματα, ψήφιζαν και στις τρεις κάλπες.

Από όλα αυτά, όμως, σημαντικότερο στοιχείο μπορεί να αποδειχθεί η προϊούσα «αποπολιτικοποίηση» της ελληνικής κοινωνίας, που επιδεινώθηκε μετά την επέλαση του Μνημονίου το οποίο οδήγησε στη βίαιη κατάλυση των δεσμών που είχε ένας πολύ μεγάλος αριθμός των Ελλήνων πολιτών με τα παραδοσιακά μεγάλα κόμματα και ανέδειξε νέους σχηματισμούς και μορφώματα που βρήκαν μεν πρόσκαιρο εκλογικό ακροατήριο αλλά δεν απέκτησαν ποτέ ανάλογες κοινωνικές ρίζες.

Την τελευταία εικοσαετία η μείωση των ψηφοφόρων είναι ραγδαία, όπως αποκαλύπτεται από τους απόλυτους αριθμούς με τους ψηφίσαντες οι οποίοι από το ιστορικό υψηλό της συμμετοχής που είχαμε στις βουλευτικές εκλογές του 2004, όταν πήγαν στις κάλπες 7.573.368 ψηφοφόροι, στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση οδηγηθήκαμε στο ιστορικό χαμηλό του περυσινού Ιουνίου οπότε προσήλθαν στις κάλπες 5.273.299 ψηφοφόροι.

Σε διάστημα δύο δεκαετιών, δηλαδή, και παρότι στο ενδιάμεσο μειώθηκε στα 17 έτη το όριο ηλικίας για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, πάνω από 2,3 εκατ. Έλληνες απέστρεψαν το πρόσωπό τους από τις εκλογές, που σημαίνει ότι περίπου ένας στους τρεις συμπολίτες μας θεώρησε ότι δεν έχει ενδιαφέρον για τη ζωή του η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία.

Αν λάβουμε υπόψη και την μάλλον πενιχρή αποδοχή που βρήκε η επιστολική ψήφος, τόσο από τους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό (49.234) όσο και στους κατοίκους του εσωτερικού (153.322) που εκμεταλλεύτηκαν τη δυνατότητα να ψηφίσουν νωρίτερα από τον… καναπέ ή το γραφείο και να πάνε για μπάνιο την ημέρα των εκλογών, τα πράγματα δεν προοιωνίζονται ιδιαιτέρως ευοίωνα για την κάλπη της 9ης Ιουνίου.

Την τελευταία φορά που έγιναν μόνον ευρωεκλογές και ήταν τον Ιούνιο του 2009, η συμμετοχή ήταν στο 52,54% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους και οι ψηφίσαντες είχαν υποχωρήσει στους 5.261.749, ενώ λίγους μήνες αργότερα που έγιναν βουλευτικές εκλογές, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, ανήλθαν στους 7.044.606.

Αν επιβεβαιωθούν οι υπολογισμοί που γίνονται από ορισμένους ειδικούς αλλά και από κομματικά επιτελεία, που λαμβάνουν υπόψη και την τεράστια αποχή των αυτοδιοικητικών εκλογών του περασμένου χρόνου, όταν, για παράδειγμα, στον δεύτερο γύρο για την ανάδειξη του δημάρχου Αθηναίων η συμμετοχή υποχώρησε στο 40,71% από 52,5% που ήταν την πρώτη Κυριακή, τότε το πιθανότερο είναι ότι στις 9 Ιουνίου θα καταρριφθεί κάθε προηγούμενο ρεκόρ εκλογικής αποχής.

Το «στοίχημα», το οποίο, ανεπισήμως τίθεται από τους ιθύνοντες των εκλογών, είναι να πλησιάσουν οι ψηφίσαντες τα 5 εκατ. και πάντως να μην πέσουν κάτω από τα 4,5 εκατ. Το αν θα κερδηθεί ή όχι το «στοίχημα» θα το μάθουμε όταν κλείσουν οι ευρωκάλπες.

Τότε επίσης θα πληροφορηθούμε και το ποιος ή ποιοι θα ευνοηθούν από την πιθανολογούμενη εκτόξευση της αποχής. Και πόσο αυτή θα εκθέσει ή όχι τους δημοσκόπους εφόσον πέσουν έξω στις εκτιμήσεις τους.

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Ό,τι ρίχνουμε στην κάλπη, αυτό βγαίνει στη Βουλή και στην Ευρωβουλή


Όταν την άνοιξη του 2012, που η χώρα όδευε στις πρώτες «μνημονιακές» κάλπες, αποπειράθηκα να πιάσω πολιτική συζήτηση σε έναν καφενέ μιας ελληνικής εσχατιάς, βρέθηκα αντιμέτωπος μια ψυχρολουσία.

Γνωστοί μου και κατά τεκμήριο φιλήσυχοι άνθρωποι οι περισσότεροι θαμώνες, με εξέπληξαν δυσάρεστα όταν έδειξαν να συμφωνούν με έναν εξ αυτών ο οποίος μου αποτάθηκε για να μου πει χωρίς περιστροφές: «Να ξέρεις εμείς εδώ θα ψηφίσουμε Χρυσή Αυγή τούτη τη φορά».

Εκτιμώντας αρχικά ότι επρόκειτο για αστεϊσμό, προσπάθησα να επιχειρηματολογήσω επικαλούμενος τον αριθμό των κομμάτων που εκείνη την ημέρα είχαν ανακηρυχθεί από τον Άρειο Πάγο για να συμμετάσχουν στην εκλογική αναμέτρηση που ήταν προγραμματισμένη να γίνει σε περίπου τρεις εβδομάδες: «Στις εκλογές κατεβαίνουν 31 κόμματα. Έχετε την ευχέρεια να ψηφίσετε οποιοδήποτε από τα υπόλοιπα 30, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα χαλαλίσετε την ψήφο σας δίνοντάς την σε αυτούς τους Ναζιστές και τους μαχαιροβγάλτες», υποστήριξα.

«Δεν κατάλαβες καλά…», ήρθε άμεσα ο αντίλογος από την ομήγυρη των συνομιλητών μου. «Αυτούς θα ψηφίσουμε γιατί είναι οι μόνοι που θα πονέσουν τους υπόλοιπους και θα κάνουν όλα όσα δεν κάνουν όλοι οι άλλοι…», επέμεινε ο ίδιος. Στην εύλογη απορία μου για το τι είναι εκείνο που προσδοκούν να κάνουν οι χρυσαυγίτες, η απάντηση που έλαβα ήταν μάλλον… αποστομωτική: «Θα ρίξουν ξύλο στη Βουλή!».

Συνέχισα για λίγο να προσπαθώ να καταλάβω το «σκεπτικό» τους διατυπώνοντας την απορία σε τι θα επωφελούνταν εκείνοι από το ξύλο, αλλά σύντομα αντιλήφθηκα το μάταιο του πράγματος και αποχώρησα απογοητευμένος για την τροπή που φαινόταν να παίρνουν οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα εξαιτίας του ασύμμετρου «κοινωνικού πόνου» που προκαλούσε το Μνημόνιο αλλά και της -εξίσου ασύμμετρης- σπέκουλας που είχε στηθεί γύρω από αυτό.

Στις κάλπες που ακολούθησαν 441 χιλιάδες συμπολίτες μας επέλεξαν να δώσουν την ψήφο τους στη Χρυσή Αυγή κατατάσσοντας το μόρφωμα που απαρτίζονταν από δηλωμένους φασίστες στην έκτη θέση με το εντυπωσιακό ποσοστό 6,97%. Στη νέα εκλογική αναμέτρηση που προκηρύχθηκε τον επόμενο μήνα, επειδή ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων δεν απέδωσε κυβερνητική λύση, περίπου ο ίδιος αριθμός Ελλήνων έριξε και πάλι στην κάλπη το χρυσαυγίτικο ψηφοδέλτιο.

Ήταν σαφές ότι οι συντριπτικά περισσότεροι θιασώτες του νεοναζιστικού μορφώματος δεν είχαν επηρεαστεί από τις σφαλιάρες που στο μεταξύ μοίραζε σε γυναίκες βουλευτές ο θρασύδειλος Κασιδιάρης προτού την κοπανήσει από την πίσω πόρτα του τηλεοπτικού στούντιο, όπου έκανε επίδειξη του «ανδρισμού» του, για να αποφύγει το αυτόφωρο. Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή στους περισσότερους και σίγουρα σε εκείνους που τους ψήφιζαν για να δουν να πέφτει ξύλο στη Βουλή.

Αποθρασυμένοι και από την ανοχή που απολάμβαναν, καθώς εκείνη την εποχή εξελισσόταν ένας άτυπος ανταγωνισμός κομματικών σχηματισμών και εγκληματικών μορφωμάτων, που έφεραν τον μανδύα του κόμματος , για το ποιος θα αποδείκνυε ότι ήταν περισσότερο… αντισυστημικός ακτιβιστής από τον άλλο, οι χρυσαυγίτες δεν άργησαν να περάσουν από το ξύλο, που μοίραζαν σε αδύναμους μετανάστες, στις δολοφονίες, όπως αυτή του Παύλου Φύσσα.

Παρά ταύτα, εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι εξακολουθούσαν να δίνουν την υποστήριξη αλλά και την ψήφο τους στη Χρυσή Αυγή. Και όταν υπό το βάρος της καταδίκης από τη Δικαιοσύνης τη ηγετικής ομάδας του μορφώματος με κατηγορίες για σύσταση εγκληματικής συμμορίας, οι άνθρωποι που τους ψήφιζαν δεν πήγαν πολύ μακριά.

Κινούμενοι πάνω κάτω στα ίδια μοτίβα του υποτιθέμενου αντισυστημισμού, επέλεξαν να στείλουν με την ψήφο τους στη Βουλή ανυπόληπτα πρόσωπα μόνον και μόνον επειδή είναι φορείς διακίνησης θεωριών συνωμοσίας, λειτουργούν ως αποκλειστικοί… έμποροι αγάπης προς την πατρίδα και τη θρησκεία, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο τους προσόν είναι να… ξυλοφορτώνουν όσους διαφωνούν, ακόμη και αν είναι του ίδιου ακριβώς φυράματος.

Τα όσα διημείφθησαν τις προηγούμενες μέρες στο Περιστύλιο της Βουλή ανάμεσα σε μέλη της Εθνικής Αντιπροσωπείας, που επέλεξαν να λύσουν με γρονθοκοπήματα τις όποιες διαφορές είχαν, υπήρξαν άκρως αποκαλυπτικά.

Οι πεζοδρομιακές ύβρεις που αντάλλαξαν κατ΄ αρχάς μέσω του Διαδικτύου -και για τις οποίες ήρθη η ασυλία του αρχηγού της Ελληνικής Λύσης Κυριάκου Βελόπουλου- και εν συνεχεία δια ζώσης, προτού να πιαστούν στα χέρια, μαρτυρούν ένα επίπεδο που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί και από τα πιο χαμερπή και εκδικητικά ένστικτα ανθρώπων που στέλνουν στη Βουλή και στην Ευρωβουλή εκπροσώπους με την προσδοκία να ρίξουν ξύλο.

Τώρα που οι «τύποι» αυτοί ανταλλάσσουν γροθιές μεταξύ τους, είμαι πολύ περίεργος να μάθω πόσο περήφανοι είναι για τις επιλογές τους όλοι εκείνοι που τους ψήφισαν. Την ίδια περιέργεια έχω να βρεθώ ξανά με τους θαμώνες που συνάντησα πριν από 12 χρόνια σε εκείνον τον καφενέ της ελληνικής περιφέρειας για να πληροφορηθώ τον βαθμό της ικανοποίησης τον οποίο αισθάνονται από την… εκπλήρωση των προσδοκιών τους για την… κοινοβουλευτική δράση των χρυσαυγιτών.

Τι θα τους έλεγα; Τίποτε περισσότερο από αυτό που δεν πρόλαβα να τους πω στην προηγούμενη συνάντησή μας και το οποίο συνιστά την ακόλουθη απλούστατη και απολύτως διαχρονική αλήθεια: Ό,τι ρίχνουμε στην κάλπη, αυτό βγαίνει στη Βουλή και στην Ευρωβουλή.

Με άλλα λόγια -και καθώς σε επτά εβδομάδες από τώρα θα εκφραστεί εκ νέου η λαϊκή ετυμηγορία- ας έχουμε όλοι ανεξαιρέτως υπόψιν μας το εξής: Αν ψηφίζουμε σοβαρούς ανθρώπους, τότε κατά τεκμήριο εκλέγονται σοβαροί άνθρωποι. Ενώ αν ψηφίζουμε κλόουν και μισαλλόδοξους μαχαιροβγάλτες, τόσο αναμφίβολα τίποτε καλό δεν μπορεί να αναμένουμε ότι θα μας επιφυλάξει το μέλλον.

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

Η κωλοτούμπα του Όρμπαν, η ευρωπαϊκή διεύρυνση και ο κίνδυνος της Ακροδεξιάς


Υποθέτω ότι δεν εξεπλάγησαν πολλοί -στις Βρυξέλλες, αλλά και διεθνώς- από την… αριστοτεχνική κωλοτούμπα που έκανε ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν διευκολύνοντας την ιστορική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να ξεκινήσουν ενταξιακές διαδικασίες με την πολύπαθη Ουκρανία και την εξίσου απειλούμενη από τον ρωσικό επεκτατισμό Μολδαβία.

Είναι άλλωστε γνωστό, τουλάχιστον στη χώρα μας, αλλά όχι μόνον, ότι οι λαϊκιστές ηγέτες της εποχής μας, στους οποίους κατέχει περίοπτη θέση ο αυταρχικός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, αποδεικνύεται στην πράξη ότι είναι οι πιο ευλύγιστοι στις κυβιστήσεις τις οποίες κάνουν ακόμη και εκεί που λίγοι αναμένουν. Στην έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν πολλές φορές υποδεχθεί υποτιθέμενους «λύκους» που μερικές ώρες έφυγαν από τη συνεδρίαση μεταμορφωμένοι σε «αρνάκια». 

Ο «αιρετικός» κ. Όρμπαν, ο οποίος εμφανίζεται χρόνια τώρα ως μόνιμος αντιρρησίας στις αποφάσεις της ευρωπαϊκής ηγεσίας για μείζονα θέματα κοινοτικής αλληλεγγύης, όπως οι κοινές πολιτικές για το Μεταναστευτικό ή για την αντιμετώπιση της πανδημίας, τους τελευταίους είκοσι μήνες εμφανίζεται να εξυπηρετεί με κάθε τρόπο τα συμφέροντα του Βλαντίμιρ Πούτιν, αντιτασσόμενος με όλα τα μέσα στην ευρωπαϊκή στήριξη προς την Ουκρανία.

Την κρίσιμη ώρα, όμως, αποχώρησε ηθελημένα από τη συνεδρίαση των Ευρωπαίων ηγετών για να ληφθεί, χωρίς το βέτο που απειλούσε ότι θα θέσει, η απόφαση που άνοιξε τον ευρωπαϊκό δρόμο για δύο χώρες οι οποίες ξεπήδησαν από την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού και τα τελευταία χρόνια η Μόσχα απειλεί την εδαφική τους ακεραιότητα και την ίδια την εθνική τους υπόσταση.

Υπό αυτή τη συνθήκη, είναι κατ΄ αρχήν πολύ θετικό που η μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια άνοιξε τις αγκάλες της για να δεχθεί στους κόλπους της έθνη τα οποία σε διαφορετική περίπτωση θα αντιμετώπιζαν μείζονα προβλήματα επιβίωσης. Από την άλλη, όμως, ο δρόμος που θα πρέπει να ακολουθήσουν αυτές οι χώρες μέχρι να έρθει η ώρα της ένταξής τους, θα είναι αναμφίβολα πολύ μακρύς.

Δεν είναι μόνον ότι οι ίδιες απέχουν θεσμικά πάρα πολύ από αυτό που συνηθίσαμε να λέμε «ευρωπαϊκό κεκτημένο», όπως, εξάλλου, συμβαίνει και με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, που παρότι ξεκίνησαν νωρίτερα βρίσκονται ακόμη μακριά από τον στόχο της ένταξης. Το δικαιολογημένο βέτο το οποίο, με αφορμή την «υπόθεση Μπελέρη», έθεσε η Αθήνα στις συνομιλίες των Βρυξελλών με τα Τίρανα αποτελεί μια επιπλέον ένδειξη για τα εμπόδια που ορθώνονται στη μελλοντική ευρωπαϊκή διεύρυνση, καθώς στη γειτονική μας χώρα έννοιες όπως το «κράτος δικαίου» είναι μάλλον άγνωστες. 

Ο κομμουνιστικός αυταρχισμός που βίωσαν αυτές οι χώρες, σε συνδυασμό με την αρπαγή των πλουτοπαραγωγικών πόρων που ακολούθησε μετά την κατάρρευση της καθεστηκυίας τάξης, έχει δυστυχώς αφήσει έντονο αποτύπωμα στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή τους που δεν μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη κρατών τα οποία ανήκαν στον δυτικό κόσμο ή είχαν εντονότερες επιρροές από τις δυτικές αξίες, όπως, π.χ., η Σλοβενία, η Κροατία και οι βαλτικές δημοκρατίες οι οποίες ενσωματώθηκαν ευκολότερα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Κακά τα ψέματα, όμως, ο μεγαλύτερος κίνδυνος όχι μόνον για την ευρωπαϊκή διεύρυνση, αλλά και για την ίδια την ευστάθεια του ήδη υπάρχοντος ευρωπαϊκού οικοδομήματος, είναι εγγενής και προέρχεται από την σημαντική ενίσχυση των λαϊκίστικων - αντιευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων της Άκρας Δεξιάς σε χώρες με ειδικό πολιτικό βάρος όπως είναι η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Αυστρία και άλλες.

Οι ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου θα είναι ίσως οι πλέον καθοριστικές των πολλών τελευταίων δεκαετιών. Στις επερχόμενες ευρωκάλπες θα δοκιμαστούν σκληρά οι υπολογισμοί για τις μελλοντικές εξελίξεις που κάνουν οι συστημικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής ηγεσίας οι οποίες χρόνια τώρα διανέμουν, συνήθως συναινετικά, τα αξιώματα και τους ρόλους ανάμεσα στους κεντροδεξιούς, στους σοσιαλδημοκράτες και στους φιλελεύθερους πολιτικούς.

Αν όμως, όπως δείχνουν πολλές δημοσκοπήσεις, στις ευρωεκλογές του Ιουνίου πάρουν το πάνω χέρι δυνάμεις από τη «Μαύρη Δεξιά», την οποία -ατύπως προς το παρόν- συγκροτούν η Λεπέν στη Γαλλία, η Μελόνι στην Ιταλία, ο Βίλντερς στην Ολλανδία, η Εναλλακτική για τη Γερμανία, το αυστριακό «Κόμμα της Ελευθερίας» και οι ομοϊδεάτες τους σε άλλες χώρες που… ομνύουν στα εθνικά κράτη, προτάσσοντας τις εθνικές ταυτότητες, οι εύθραυστες ευρωπαϊκές ισορροπίες που διαμορφώνονται τα τελευταία χρόνια θα απειληθούν με ανατροπή.

Αν, εν ολίγοις, επιβεβαιωθούν οι δυσοίωνες προβλέψεις των ερευνών της κοινής γνώμης για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, τότε όχι μόνον δεν θα δούμε την ευρωπαϊκή οικογένεια να μεγαλώνει, όπως προοιωνίζεται η (χθεσινή) απόφαση για την έναρξη ενταξιακών συνομιλιών με την Ουκρανία και την Μολδαβία, ως αντίδοτο στην πουτινική επιθετικότητα, αλλά, αντιθέτως, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η οποία απετέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα που εγγυήθηκε την πολύχρονη ειρήνη και ευημερία στη «γηραιά ήπειρο», θα τεθεί ολοκληρωτικά εν αμφιβόλω.

Μας χωρίζουν λιγότερο από έξι μήνες από τις ευρωκάλπες του Ιουνίου. Το διάστημα αυτό θα κριθούν πολλά που θα καθορίσουν όχι μόνον τα πρόσωπα που θα αναλάβουν να ασκήσουν την ευρωπαϊκή ηγεσία για τα επόμενα χρόνια, αλλά συνολικά το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ας είμαστε, τουλάχιστον, προετοιμασμένοι για όλα τα πιθανά ενδεχόμενα. 

Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Από τις λίρες του ΠΑΣΟΚ στην τοξικότητα του ΣΥΡΙΖΑ



            «Ακόμη και αν πάρει ο Βαγγέλης Βενιζέλος ένα τσουβάλι λίρες και πάει να το μοιράσει στον κόσμο που κυκλοφορεί στην Πλατεία Συντάγματος, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε. Οι άνθρωποι θα πάρουν τις λίρες και θα απομακρυνθούν βρίζοντας το ΠΑΣΟΚ».
Τα λόγια αυτά ανήκουν σε έμπειρο πολιτικό στέλεχος που αποτιμούσε με τη συγκεκριμένη παραβολή την ατμόσφαιρα η οποία επικρατούσε στην πολιτική πραγματικότητα της χώρας παραμονές των προηγούμενων ευρωεκλογών που για πρώτη φορά διεξάγονταν ταυτόχρονα με τις δημοτικές.
Πέντε χρόνια μετά, ήρθαν στο νου μου τα λόγια του, παρακολουθώντας το κύμα των αντιδράσεων που εκδηλώθηκε από φιλοκυβερνητικά αυτοδιοικητικά στελέχη για τα χρίσματα που αυθαιρέτως μοίρασε η Κουμουνδούρου σε υποψηφίους σε Περιφέρειες και Δήμους.
Το 2014 γινόταν… σφαγή για το ποιος θα πάρει στήριξη από το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα. Ενώ τώρα ακόμη και «πατεντάτοι» ΣΥΡΙΖΑίοι που στην προηγούμενη αναμέτρηση παρίσταναν τους πούρους αντιμνημονιακούς και δεν ήθελαν καμία συνεργασία με όσους δεν δήλωναν υποταγή στον ΣΥΡΙΖΑ, κρύβουν όσο περισσότερο μπορούν την κομματική τους προέλευση.
Το «εγώ δεν είμαι ΣΥΡΙΖΑ…» έχει γίνει μόδα σε όλη τη χώρα, ακόμη και εκεί που δεν βρήκαν –o tempora, o mores!- πρόθυμους ΠΑΣΟΚους υποψηφίους δημάρχους και περιφερειάρχες για να κρυφτούν πίσω τους. Οι «αποσυνάγωγοι» του 2014, έγιναν αίφνης «πολύφερνες νύφες». Και το υψηλής χρηματιστηριακής αξίας brand name «ΣΥΡΙΖΑ» μετατράπηκε σε συνώνυμο κακόφημου και τοξικού προϊόντος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν όντως εντυπωσιακή η κατηγορηματικότητα με την οποία ο Αλέξης Τσίπρας υποστήριξε ότι δεν υπάρχει «ούτε μια περίπτωση στο εκατομμύριο» να χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις ευρωεκλογές. Που, κατά τα άλλα, θα είναι «ντέρμπι». Παρόλο που θα έχουν τη σημασία… «δημοσκόπησης», εφόσον δεν ευοδωθεί η «ψήφος εμπιστοσύνης» από τους πολίτες που ζήτησε μόλις λίγες μέρες νωρίτερα.
Εν ολίγοις, σε μια συνέντευξη μόλις μερικών λεπτών, ο πρωθυπουργός κατάφερε να τα πει όλα. Χωρίς στην πραγματικότητα να πει απολύτως τίποτε. Πέραν φυσικά του επιβεβαιωτικού μηνύματος που έστειλε στους σκεπτόμενους πολίτες οι οποίοι γνωρίζουν πλέον ότι η σημερινή εξουσία μπορεί να λέει την ίδια στιγμή τα πάντα και τα αντίθετά τους. Και στο τέλος, παρότι αποτυγχάνει οικτρά, δεν έχει δυσκολία να επιδίδεται σε πανηγυρισμούς.
Μοιάζει τετριμμένο στερεότυπο και ακούγεται ως κλισέ, αλλά πρέπει να το αντιληφθούμε ότι το κόλλημα με την εξουσία που έχουν ο Αλέξης Τσίπρας και η παρέα του δεν έχει προηγούμενο. Όπως δεν έχουν προηγούμενο και τόσα άλλα μοναδικά και παράδοξα πράγματα που γίνονται τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια, παραβιάζοντας κατάφωρα κάθε έννοια πολιτικής ηθικής.
Δεν έχει υπάρξει, για παράδειγμα, ποτέ στο παρελθόν τόσο μεγάλης κλίμακα απόπειρα ανενδοίαστου εκμαυλισμού συνειδήσεων και ξεδιάντροπης εξαγοράς ψήφων. Ακόμη και ο Γεώργιος Ράλλης, ο οποίος στις παραμονές των εκλογών του 1981 μοίραζε ο ίδιος τις πρώτες επιταγές με τις κοινοτικές επιδοτήσεις, το έκανε τον Αύγουστο και όχι τον Οκτώβριο που στήθηκαν οι κάλπες.
Παρά τις μεγάλες εντάσεις που παρατηρήθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν, το εγχώριο πολιτικό προσωπικό είχε βρει ένα modus viventi για τους κανόνες που ίσχυαν στην προεκλογική περίοδο. Με στόχο τη μεγαλύτερη ουδετερότητα του κρατικού μηχανισμού, το διάστημα πριν το στήσιμο της κάλπης, έπαυαν οι διορισμοί και αναστέλλονταν οι μετακινήσεις δημοσίων υπαλλήλων, ενώ διορίζονταν και υπηρεσιακοί υπουργοί.
Τίποτε από αυτά δεν ισχύει στις μέρες μας. Το κράτος είναι λάφυρο στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να τηρούνται ούτε τα προσχήματα. Ακόμη και ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών Κώστας Πουλάκης, ο οποίος έχει την ευθύνη της διεξαγωγής των εκλογών, κάνει, ως μη όφειλε, προβλέψεις υπέρ της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Το ισοδύναμο του είναι σα να βρεθεί κανείς σε ένα καζίνο και να ακούει τον κρουπιέρη να λέει στους παίκτες ότι θα κερδίσει το καζίνο…
Τα κάθε είδους ρουσφέτια δίνουν και παίρνουν, με αποκορύφωμα τη διαβόητη «13η σύνταξη» που θα μοιραστεί την τελευταία βδομάδα πριν από τις κάλπες, αρχής γενομένης από την προσεχή Δευτέρα με τον αστείο ισχυρισμό ότι «τώρα διαπιστώθηκε το πλεόνασμα». Ένα πλεόνασμα που αμφισβητείται από πολλές πλευρές: από την Τράπεζα της Ελλάδος, από τους εταίρους και δανειστές, από τις αγορές αλλά κυρίως και πρωτίστως όποιον «έχει λαμβάνειν» από το κράτος: είτε σύνταξη είτε επιστροφή φόρου, είτε ο,τιδήποτε άλλο.


Γι΄ αυτό και τη μια μιλάνε για «δημοψήφισμα» και την άλλη για «δημοσκόπηση». Για να το έχουν δίπορτο. Αν απλώς χάσουν και δεν συντριβούν, οι κάλπες θα είναι… «δημοψήφισμα». Θα γίνουν, όμως, «δημοσκόπηση» στην –πιο πιθανή, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα- περίπτωση που η ήττα την οποία θα υποστούν θα είναι μεγάλη.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, πάντως, δεν δείχνουν διάθεση να το… ξεκουνήσουν από το Μαξίμου. Θα προσπαθήσουν να εξαντλήσουν την παραμονή τους εκεί μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι κάτι τέτοιο θα κάνει δυσκολότερη την επάνοδό τους κάποια στιγμή στο μέλλον.
Όπως δείχνει το πάθος με το οποίο απολαμβάνουν την εξουσία τους τόσο ο ίδιος ο κ. Τσίπρας όσο και ο πυρήνας που τον περιστοιχίζει (ταξίδια, κότερα, πούρα, διορισμοί και τόσα άλλα), τους είναι αδύνατον να αντιληφθούν την πολιτική τοξικότητα που εκπέμπουν και να κατανοήσουν ότι πέντε χρόνια μετά ο χρόνος τους τελείωσε. Υπομονή ως την άλλη Κυριακή.

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

«Στον καταραμένο τόπο μήνα Μάη βρέχει»… χριστουγεννιάτικες παροχές


Η πρόταση μομφής της Νέας Δημοκρατίας κατά του Παύλου Πολάκη είχε προαναγγελθεί πριν από το Πάσχα και είχε διακηρυχθεί ότι θα υποβάλλονταν τη Δευτέρα του Θωμά που θα ξανάνοιγε η Βουλή. Με τη γνωστή αλαζονεία που τον διακρίνει, ο Αλέξης Τσίπρας φρόντισε να προγραμματίσει τη συγκεκριμένη μέρα προεκλογική ομιλία στην Ξάνθη και να ανακοινώσει ότι την επομένη μέρα θα πήγαινε για τον ίδιο σκοπό στα Γιάννενα.
Όπως όμως συμβαίνει με όλους όσοι έχουν εκμετρήσει το πολιτικό τους ζην, ο επικοινωνιακός σχεδιασμός του κ. Τσίπρα να στείλει το μήνυμα ότι δεν υπολογίζει τον αντίπαλό του ναυάγησε στα ρηχά νερά της οίησης που τον έχει καταλάβει. Την ώρα που μιλούσε στην Ξάνθη και προσπαθούσε, αντεπιτιθέμενος, να αμυνθεί απέναντι στις αποκαλύψεις για τις «σκαφάτες» καλοκαιρινές διακοπές του, η ιδιοκτήτρια της θαλαμηγού που τον φιλοξένησε αποκάλυπτε αυτό που επί μήνες ο Αλέξης Τσίπρας και το περιβάλλον του τηρούσαν ως επτασφράγιστο μυστικό.
Η ομολογία της Κατερίνας Παναγοπούλου ότι οι φωτογραφίες οι οποίες είδαν το φως της δημοσιότητας ένα εικοσιτετράωρο νωρίτερα ήταν από τις πρωθυπουργικές διακοπές του περασμένου καλοκαιριού, που είχαν γίνει στην πολυτελή θαλαμηγό της εφοπλιστικής οικογένειας Παναγοπούλου, προκάλεσε σοκ στους κρυπτόμενους πίσω από το δάκτυλό τους προπαγανδιστές του Μαξίμου.
Η γραμμή άμυνας την οποία είχαν χαράξει, επιλέγοντας τη σιωπή και επιβάλλοντας την απόκρυψη, αποδείχθηκε «τρύπια». Ο στρατός των συριζοτρόλ που είχε αρχίσει δειλά – δειλά να μιλά για fake news και να επιτίθεται σε όσους αναπαρήγαγαν τις φωτογραφίες, αποσβολώθηκαν από την αναπάντεχη για εκείνους αποκάλυψη.
Μπορεί να είχαν χωνέψει την υποψηφιότητα του Πέτρου Κόκκαλη γιατί… είχε παππού στην «κυβέρνηση του βουνού», αλλά για τον μακαρίτη τον Περικλή Παναγόπουλο δεν ήταν εύκολο να βρουν ή να κατασκευάσουν… αριστερές ρίζες από τη μια στιγμή στην άλλη.
Κάπως έτσι, εγκαταλείφθηκαν τα Γιάννενα και, αντί για την εύανδρο Ήπειρο, ο Αλέξης Τσίπρας επέστρεψε άρον – άρον στην πρωτεύουσα για να οργανώσει καινούργια άμυνα και να μετριάσει την επερχόμενη επικοινωνιακή καταστροφή από τις αποκαλύψεις που κονιορτοποιούσαν το τσιπρικό αφήγημα για τον υποτιθέμενο πόλεμο κατά των ελίτ που κηρύξει η κυβέρνησή του.
Οι θολές φωτογραφίες από το κατάστρωμα και το σαλόνι της θαλαμηγού έριχναν εκτυφλωτικό φως στην ανυπέρβλητη υποκρισία μιας δράκας ανθρώπων που, με πρόσχημα το «ηθικό πλεονέκτημα» που απένειμαν οι ίδιοι στους εαυτούς τους, ρουφούν το νέκταρ της εξουσίας με προκλητική βουλιμία και χωρίς να υπολογίζουν κανέναν.
Τα τελευταία χρόνια, όποιος διανοηθεί να αμφισβητήσει ότι -αυτοί και μόνον αυτοί- είναι οι μόνοι άμεμπτοι και αμόλυντοι, πολύ περισσότερο να τους ασκήσει κριτική, αντιμετωπίζεται με ύβρεις για «κιτρινισμό» και κάθε είδους άμεσες και έμμεσες απειλές. Για τους υπόλοιπους υπάρχει η γνωστή συνταγή του εκμαυλισμού που έχει κατακτήσει πρωτοφανή επίπεδα τα χρόνια της συριζοκρατίας.
Μπροστά, λοιπόν, στον πανικό που προκλήθηκε από την κονιορτοποίηση του (αν)ήθικου πλεονεκτήματος, που επέφεραν οι αποκαλύψεις για τις σκαφάτες διακοπές του ηγεμόνα, οι προπαγανδιστές του Μαξίμου κατέφυγαν στη μόνη συνταγή που ξέρουν κάθε φορά που βρίσκονται μπροστά σε μια δυσκολία: τον εκμαυλισμό και την εξαγορά.
Τους λείπουν μερικές ψήφοι για να περάσουν τη συμφωνία των Πρεσπών; Κανένα πρόβλημα. Εξαγοράζουν με θέσεις και υποσχέσεις κάποιους «πρόθυμους» και όλα… καλά. Έχουν πρόβλημα με την πλειοψηφία στη Βουλή; Ευκολάκι. Σχηματίζει ο Αλέξης Τσίπρας μια νέα κυβέρνηση κουρελού από εύκαμπτους πολιτικάντηδες και ούτε… γάτα ούτε ζημιά.
Έτσι και τώρα που πήγε να δημιουργηθεί πρόβλημα με το ηθικό του στρατεύματος των εναπομεινάντων ΣΥΡΙΖΑίων. Στο άψε – σβήσε στήθηκε μια παράσταση στο Ζάππειο για να εμφανιστεί ο Αλέξης Τσίπρας με τον υπόλοιπο κυβερνητικό θίασο και να μοιράσουν παροχές, μήπως και καταφέρουν να απαλύνουν τις ισχυρές εντυπώσεις από την αλληλουχία των τελευταίων γεγονότων –Πολακιάδα, κοτερολογία και αποκαλύψεις για το Μάτι- που στρίμωξαν στο επικοινωνιακό καναβάτσο την παρέα του Μαξίμου.
Όποιος είδε την Τρίτη την απόγνωση που ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα όταν έκανε τις ανακοινώσεις του Ζαππείου, αφαιρώντας φόρους και επιβαρύνσεις που ο ίδιος φόρτωσε στους Έλληνες, ή παρακολούθησε τη γλώσσα του σώματος του πρωθυπουργού όταν κονταροχτυπιόνταν με τον Κυριάκο Μητσοτάκη για το ποιος είναι ή δεν είναι με τις ελίτ, μπορεί να αντιληφθεί ποια θα είναι η κατάληξη που θα έχει η μετατροπή της πρότασης μομφής κατά του Πολάκη σε πρόταση για ανανέωση της εμπιστοσύνης της Βουλής προς την κυβέρνηση.
Ο Πολάκης θα μείνει στη θέση του και η κυβέρνηση θα επιβιώσει. Μόνον, όμως, που οι χειρισμοί του αλαζόνα κ. Τσίπρα και το γάντζωμά του στην καρέκλα του Μαξίμου θα κοντύνουν τον ορίζοντα της παραμονής του στην εξουσία που ούτως ή άλλως έχει μπει σε διαδικασία αντίστροφης μέτρησης.
Μια σοφή λαϊκή παροιμία, που βρίσκει την επιβεβαίωσή της αυτές τις μέρες, λέει ότι «στον καταραμένο τόπο μήνα Μάη βρέχει». Σκεφθείτε πόσο χειρότερα είναι τα πράγματα όταν μέσα στον Μάιο «βρέχει»… χριστουγεννιάτικες παροχές, όπως η υποτιθέμενη «13η σύνταξη» που τσάτρα – πάτρα εφηύρε ο κ. Τσίπρας μπας και περιορίσει τη δεινή ήττα που τον περιμένει στις κάλπες της 26ης Μαΐου.