Το διπλό –και από την συμπολίτευση
και την αντιπολίτευση- χειροκρότημα που, έστω και αν ήταν χλιαρό, συνόδευσε την
ανακοίνωση του αποτελέσματος της πρώτης ψηφοφορίας για την προεδρική εκλογή, υπήρξε
ένα ακόμη δείγμα της απόλυτης παράνοιας από την οποία διακατέχεται το πολιτικό
προσωπικό της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου.
Ενώ είναι γνωστό, το ομολογούν οι
ίδιοι στις κατ΄ ιδίαν συζητήσεις τους, ότι η μεγάλη πλειονότητα των βουλευτών
δεν επιθυμεί τις εκλογές, όπως, άλλωστε, το ίδιο συμβαίνει, σύμφωνα με όλες τις
δημοσκοπήσεις, και με το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, η χώρα οδηγείται στις
κάλπες ακριβώς επειδή οι δυνάμεις της παράνοιας έχουν επικρατήσει κατά κράτος
των δυνάμεων της σύνεσης και της λογικής.
Ανατρέχοντας κανείς στον τρόπο με
τον οποίο συγκροτήθηκε η σημερινή Βουλή, ίσως δεν πρέπει να εκπλήσσεται από τις
απόλυτα υποκριτικές συμπεριφορές αυτού του είδους, που δεν αποτελούν παρά την
κορωνίδα των όσων διαμείβονται τα τελευταία δυόμισι χρόνια στο ελληνικό
Κοινοβούλιο, το οποίο, σχεδόν κατά γενική ομολογία, διαθέτει την πλέον υποβαθμισμένη
ποιότητα βουλευτών εδώ και πολλές δεκαετίες.
Χωρίς διάθεση ισοπέδωσης, αφού όλοι
οι κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις τους, ούτε, φυσικά, εξιδανίκευσης του
παραδοσιακού τύπου βουλευτή, που εκλεγόταν μέσα από τα πελατειακά δίκτυα ή τους
κομματικούς «σωλήνες», δεν μπορεί να παραγνωρίσει κάποιος ότι η τωρινή σύνθεση
της Βουλής προέκυψε με διαδικασίες που, αντί να βελτιώσουν το «αρχέτυπο» του
κακώς εννοούμενου ψηφοθήρα, μάλλον καταβαράθρωσαν τον ίδιο τον θεσμό στα
τάρταρα της ανυποληψίας.
Δεν πάει καιρός που ρώτησα μια
μεσήλικη κυρία, η οποία εξελέγη πρώτη φορά στην παρούσα Βουλή με τη σημαία
νεόκοπου πολιτικού σχήματος, για την πολιτική της προέλευση και την προηγούμενη
σχέση της με τα πολιτικά δρώμενα του τόπου. «Ξέρετε, εγώ βγήκα μέσα από το
κίνημα των “αγανακτισμένων” και το facebook…», μου απάντησε αφοπλιστικά. Μερικούς
μήνες αργότερα όταν, μαζί με όλο το πανελλήνιο, την άκουσα να καταγγέλλει ότι
δέχθηκε «πρόταση εξαγοράς μέσα από το… facebook», δεν μπορώ να πω ότι εξεπλάγην.
Σε κάθε περίπτωση και πέρα από αρκετά
παραδείγματα που μπορεί να παρατεθούν για φαινόμενα και συμπεριφορές που δεν
συνάδουν με την ιδιότητα του «αντιπροσώπου του Έθνους», γεγονός αναμφισβήτητο
είναι ότι η απότομη διάλυση του παραδοσιακού κομματικού συστήματος που επήλθε
την πρώτη μνημονιακή διετία, έστειλε στο Κοινοβούλιο πρόσωπα που, υπό κανονικές
συνθήκες, δεν θα περνούσαν το κατώφλι του ούτε ως επισκέπτες.
Αρκετοί, άλλωστε, που βρίσκονται
τώρα στα βουλευτικά έδρανα, είναι προϊόντα όχι μόνον της μνημονιακής διάλυσης
αλλά και της… τύχης, καθώς έχουν εκλεγεί με ελάχιστους σταυρούς προτίμησης,
επειδή στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση, του Ιουνίου του 2012, ενώ έγινε μια
σημαντική μετακίνηση του εκλογικού σώματος σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη
αναμέτρηση, η λίστα εκλογής που ίσχυσε στις επαναληπτικές εκλογές έδωσε
πλεονέκτημα σε όσους ήταν στα ψηφοδέλτια των εκλογών του Μαΐου του ίδιου χρόνου,
τα οποία, λόγω της χρονικής πίεσης, δεν άλλαξαν παρά σε οριακές περιπτώσεις.
Η προφανής αυτή δυσαρμονία, η οποία
γίνεται ακόμη πιο εμφανής και από τον χωρίς προηγούμενο υψηλό αριθμό βουλευτών
που έχουν εγκαταλείψει τα κόμματά τους –η Βουλή διαθέτει 24 ανεξάρτητους
βουλευτές, ενώ άλλοι τρεις ανήκουν σε κοινοβουλευτικές ομάδες διαφορετικές από
εκείνες με τις οποίες εξελέγησαν- είναι, νομίζω, ένας επιπλέον λόγος που
καθιστά απαραίτητη την κατά το δυνατόν συντομότερη προσφυγή στις κάλπες.
Εδώ που έφθασαν τα πράγματα, ιδίως
μετά την αρχική ψηφοφορία για την εκλογή του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας
και τη στάση που αρκετοί τήρησαν, δεν έχει, νομίζω, κανένα απολύτως νόημα η
παράταση της πολιτικής φαρσοκωμωδίας που παίζεται. Όταν υπάρχουν βουλευτές που
ζητούν να εκλεγεί Πρόεδρος, αλλά δεν ψηφίζουν, επειδή δεν θέλουν, λέει, να τους
πουν «αργυρώνητους» ή όταν άλλοι δεν έχουν το θάρρος της γνώμης τους να
ξεκαθαρίσουν εξ αρχής τη στάση τους και κρατούν για αργότερα το «ναι» στον
προταθέντα υποψήφιο ώστε να σταθμίσουν αν θα βρεθούν οι άλλοι… 179, που θα
αποτρέψουν τις πρόωρες κάλπες, δεν νομίζω ότι μπορεί να ελπίζει κανείς σε ο,τιδήποτε
καλό από την συντήρηση του νοσηρού κλίματος που αποπνέουν αυτές οι τακτικές,
δηλητηριάζοντας έτι περαιτέρω την ήδη τοξική πολιτική ατμόσφαιρα.
Είναι ώρα να πέσουν οι μάσκες και ο
καθένας να αναλάβει τις ευθύνες των πράξεων του, είτε πρόκειται για μεμονωμένα πρόσωπα
είτε, πολύ περισσότερο, για κόμματα, τα οποία, ενώ τείνουν προς την πολιτική
εξαφάνιση, κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να την επιταχύνουν. Εφόσον δεν μπορεί
να υπάρξει συνεννόηση για τα στοιχειώδη, όπως είναι η, στο τέλος-τέλος, τυπική
διαδικασία της εκλογής Προέδρου, η προσφυγή στις κάλπες μοιάζει τούτη την ώρα
ως ο απόλυτος μονόδρομος.
Τι θα αλλάξει, άλλωστε, αν οι εκλογές γίνουν σε έξι, σε εννιά
ή σε 18 μήνες; Τίποτε απολύτως. Πιστεύει κανείς ότι θα γίνει κάποια ουσιαστική
μεταρρύθμιση στη διάρκεια της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου που θα έχει
μπροστά της η όποια κυβέρνηση, η σημερινή ή άλλη, «ειδικού σκοπού» ή όπως
αλλιώς ονομαστεί; Ας μετρήσει όσες έγιναν από τις ευρωεκλογές του Μαΐου και θα
καταλάβει τι θα ακολουθήσει και πόσα από τα προαπαιτούμενα που θα συνοδεύουν
την προληπτική πιστωτική γραμμή θα περάσουν από ένα κοινοβούλιο με σύνθεση σαν
τη σημερινή.
Γι΄ αυτό, τώρα που η χώρα βρίσκεται
ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων, είναι η καλύτερη ευκαιρία για να υπάρξει νωπή λαϊκή
εντολή προς τις πολιτικές δυνάμεις που θα κληθούν να διαχειριστούν τις τύχες
του τόπου το επόμενο διάστημα. Ο λόγος πρέπει να δοθεί στους πολίτες για να
αποφασίσουν. Χωρίς, πλέον, τα ψευτοδιλήμματα του παρελθόντος, για το ποιος
είναι μνημονιακός και ποιος αντιμνημονιακός. Και, πολύ περισσότερο, δίχως
αυταπάτες ότι θα βρεθούν «μάγοι» που θα εξαφανίσουν τα χρέος, δημόσιο και
ιδιωτικό, θα καταργήσουν τους φόρους και θα εκτινάξουν τα εισοδήματα όλων μας.