Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Εκλογές, για να τελειώνουν οι αυταπάτες



            Το διπλό –και από την συμπολίτευση και την αντιπολίτευση- χειροκρότημα που, έστω και αν ήταν χλιαρό, συνόδευσε την ανακοίνωση του αποτελέσματος της πρώτης ψηφοφορίας για την προεδρική εκλογή, υπήρξε ένα ακόμη δείγμα της απόλυτης παράνοιας από την οποία διακατέχεται το πολιτικό προσωπικό της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου.
            Ενώ είναι γνωστό, το ομολογούν οι ίδιοι στις κατ΄ ιδίαν συζητήσεις τους, ότι η μεγάλη πλειονότητα των βουλευτών δεν επιθυμεί τις εκλογές, όπως, άλλωστε, το ίδιο συμβαίνει, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, και με το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, η χώρα οδηγείται στις κάλπες ακριβώς επειδή οι δυνάμεις της παράνοιας έχουν επικρατήσει κατά κράτος των δυνάμεων της σύνεσης και της λογικής.
            Ανατρέχοντας κανείς στον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε η σημερινή Βουλή, ίσως δεν πρέπει να εκπλήσσεται από τις απόλυτα υποκριτικές συμπεριφορές αυτού του είδους, που δεν αποτελούν παρά την κορωνίδα των όσων διαμείβονται τα τελευταία δυόμισι χρόνια στο ελληνικό Κοινοβούλιο, το οποίο, σχεδόν κατά γενική ομολογία, διαθέτει την πλέον υποβαθμισμένη ποιότητα βουλευτών εδώ και πολλές δεκαετίες.
            Χωρίς διάθεση ισοπέδωσης, αφού όλοι οι κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις τους, ούτε, φυσικά, εξιδανίκευσης του παραδοσιακού τύπου βουλευτή, που εκλεγόταν μέσα από τα πελατειακά δίκτυα ή τους κομματικούς «σωλήνες», δεν μπορεί να παραγνωρίσει κάποιος ότι η τωρινή σύνθεση της Βουλής προέκυψε με διαδικασίες που, αντί να βελτιώσουν το «αρχέτυπο» του κακώς εννοούμενου ψηφοθήρα, μάλλον καταβαράθρωσαν τον ίδιο τον θεσμό στα τάρταρα της ανυποληψίας.
            Δεν πάει καιρός που ρώτησα μια μεσήλικη κυρία, η οποία εξελέγη πρώτη φορά στην παρούσα Βουλή με τη σημαία νεόκοπου πολιτικού σχήματος, για την πολιτική της προέλευση και την προηγούμενη σχέση της με τα πολιτικά δρώμενα του τόπου. «Ξέρετε, εγώ βγήκα μέσα από το κίνημα των “αγανακτισμένων” και το facebook…», μου απάντησε αφοπλιστικά. Μερικούς μήνες αργότερα όταν, μαζί με όλο το πανελλήνιο, την άκουσα να καταγγέλλει ότι δέχθηκε «πρόταση εξαγοράς μέσα από το… facebook», δεν μπορώ να πω ότι εξεπλάγην.
            Σε κάθε περίπτωση και πέρα από αρκετά παραδείγματα που μπορεί να παρατεθούν για φαινόμενα και συμπεριφορές που δεν συνάδουν με την ιδιότητα του «αντιπροσώπου του Έθνους», γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι η απότομη διάλυση του παραδοσιακού κομματικού συστήματος που επήλθε την πρώτη μνημονιακή διετία, έστειλε στο Κοινοβούλιο πρόσωπα που, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα περνούσαν το κατώφλι του ούτε ως επισκέπτες.
            Αρκετοί, άλλωστε, που βρίσκονται τώρα στα βουλευτικά έδρανα, είναι προϊόντα όχι μόνον της μνημονιακής διάλυσης αλλά και της… τύχης, καθώς έχουν εκλεγεί με ελάχιστους σταυρούς προτίμησης, επειδή στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση, του Ιουνίου του 2012, ενώ έγινε μια σημαντική μετακίνηση του εκλογικού σώματος σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη αναμέτρηση, η λίστα εκλογής που ίσχυσε στις επαναληπτικές εκλογές έδωσε πλεονέκτημα σε όσους ήταν στα ψηφοδέλτια των εκλογών του Μαΐου του ίδιου χρόνου, τα οποία, λόγω της χρονικής πίεσης, δεν άλλαξαν παρά σε οριακές περιπτώσεις.
            Η προφανής αυτή δυσαρμονία, η οποία γίνεται ακόμη πιο εμφανής και από τον χωρίς προηγούμενο υψηλό αριθμό βουλευτών που έχουν εγκαταλείψει τα κόμματά τους –η Βουλή διαθέτει 24 ανεξάρτητους βουλευτές, ενώ άλλοι τρεις ανήκουν σε κοινοβουλευτικές ομάδες διαφορετικές από εκείνες με τις οποίες εξελέγησαν- είναι, νομίζω, ένας επιπλέον λόγος που καθιστά απαραίτητη την κατά το δυνατόν συντομότερη προσφυγή στις κάλπες.
            Εδώ που έφθασαν τα πράγματα, ιδίως μετά την αρχική ψηφοφορία για την εκλογή του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας και τη στάση που αρκετοί τήρησαν, δεν έχει, νομίζω, κανένα απολύτως νόημα η παράταση της πολιτικής φαρσοκωμωδίας που παίζεται. Όταν υπάρχουν βουλευτές που ζητούν να εκλεγεί Πρόεδρος, αλλά δεν ψηφίζουν, επειδή δεν θέλουν, λέει, να τους πουν «αργυρώνητους» ή όταν άλλοι δεν έχουν το θάρρος της γνώμης τους να ξεκαθαρίσουν εξ αρχής τη στάση τους και κρατούν για αργότερα το «ναι» στον προταθέντα υποψήφιο ώστε να σταθμίσουν αν θα βρεθούν οι άλλοι… 179, που θα αποτρέψουν τις πρόωρες κάλπες, δεν νομίζω ότι μπορεί να ελπίζει κανείς σε ο,τιδήποτε καλό από την συντήρηση του νοσηρού κλίματος που αποπνέουν αυτές οι τακτικές, δηλητηριάζοντας έτι περαιτέρω την ήδη τοξική πολιτική ατμόσφαιρα.
            Είναι ώρα να πέσουν οι μάσκες και ο καθένας να αναλάβει τις ευθύνες των πράξεων του, είτε πρόκειται για μεμονωμένα πρόσωπα είτε, πολύ περισσότερο, για κόμματα, τα οποία, ενώ τείνουν προς την πολιτική εξαφάνιση, κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να την επιταχύνουν. Εφόσον δεν μπορεί να υπάρξει συνεννόηση για τα στοιχειώδη, όπως είναι η, στο τέλος-τέλος, τυπική διαδικασία της εκλογής Προέδρου, η προσφυγή στις κάλπες μοιάζει τούτη την ώρα ως ο απόλυτος μονόδρομος.
Τι θα αλλάξει, άλλωστε, αν οι εκλογές γίνουν σε έξι, σε εννιά ή σε 18 μήνες; Τίποτε απολύτως. Πιστεύει κανείς ότι θα γίνει κάποια ουσιαστική μεταρρύθμιση στη διάρκεια της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου που θα έχει μπροστά της η όποια κυβέρνηση, η σημερινή ή άλλη, «ειδικού σκοπού» ή όπως αλλιώς ονομαστεί; Ας μετρήσει όσες έγιναν από τις ευρωεκλογές του Μαΐου και θα καταλάβει τι θα ακολουθήσει και πόσα από τα προαπαιτούμενα που θα συνοδεύουν την προληπτική πιστωτική γραμμή θα περάσουν από ένα κοινοβούλιο με σύνθεση σαν τη σημερινή.
            Γι΄ αυτό, τώρα που η χώρα βρίσκεται ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων, είναι η καλύτερη ευκαιρία για να υπάρξει νωπή λαϊκή εντολή προς τις πολιτικές δυνάμεις που θα κληθούν να διαχειριστούν τις τύχες του τόπου το επόμενο διάστημα. Ο λόγος πρέπει να δοθεί στους πολίτες για να αποφασίσουν. Χωρίς, πλέον, τα ψευτοδιλήμματα του παρελθόντος, για το ποιος είναι μνημονιακός και ποιος αντιμνημονιακός. Και, πολύ περισσότερο, δίχως αυταπάτες ότι θα βρεθούν «μάγοι» που θα εξαφανίσουν τα χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, θα καταργήσουν τους φόρους και θα εκτινάξουν τα εισοδήματα όλων μας.

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Βαράτε βιολιτζήδες!



           Η διεκδίκηση της εξουσίας υπήρξε ανέκαθεν ένας αδυσώπητος αγώνας που συχνά γίνεται χωρίς την τήρηση ακόμη και των πιο στοιχειωδών κανόνων του παιχνιδιού. Αρκετές φορές, ωστόσο, οι άνθρωποι που τη διεκδικούν χάνουν το μέτρο. Και τυφλωμένοι μάλλον από το πάθος για το αντικείμενο του πόθου τους χρησιμοποιούν τόσο αθέμιτα μέσα για να κατακτήσουν που σε κάποιες περιπτώσεις αντί να τους φέρνουν πιο κοντά στο στόχο που θέτουν, τους απομακρύνουν.
Με τούτες τις σκέψεις να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, καθώς παρακολουθώ τα τεκταινόμενα περί την προεδρική εκλογή, δεν μπορώ, με τα όσα κωμικοτραγικά διαδραματίζονται γύρω μας, να μην αναρωτηθώ αν οι πρωταγωνιστές της κεντρικής πολιτικής σκηνής έχουν αίσθηση των πραγμάτων και των καταστάσεων που καλούνται να διαχειριστούν.
Πόσο, για παράδειγμα, ανταποκρίνεται στο πραγματικό διακύβευμα αυτής τη εκλογής το άκρως επικίνδυνο παιχνίδι με την οικονομική σαποσταθεροποίηση της χώρας που παίζεται -αν όχι συντονισμένα, σίγουρα ανεμπόδιστα- τις τελευταίες μέρες από όσους εμφανίζονται να κόπτονται για τη διαφύλαξη της σταθερότητας;
Ποιος, αλήθεια, είναι εκείνος που πιστεύει ότι ακόμη και αν κλείσουν τα ΑΤΜ, όπως διάφοροι ανεύθυνα υπαινίσσονται ή και διαδίδουν, οι πανικόβλητοι καταθέτες, που ενδεχομένως αγνοούν ότι οι καταθέσεις τους τουλάχιστον μέχρι το ύψος των 100 χιλιάδων ευρώ είναι ασφαλισμένες, θα στρέψουν την οργή τους μόνον κατά όσων δεν ψηφίσουν τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας και όχι εναντίον όσων άφησαν τα πράγματα να φθάσουν ως εκεί;
Είναι, άραγε, τόσο δύσκολο να συνειδητοποιήσουν ότι αν επέλθει το απευκταίο Grexit, οι πρώτοι που θα την πληρώσουν είναι όσοι ικανοποιούνται να αποτελούν «οικεία πρόσωπα» του κ. Γιούνκερ και αδιαφορούν για την συνεννόηση στο εσωτερικό της χώρας, επιμένοντας στο αλαζονικό «πάρτα όλα»;  
Γιατί, κακά τα ψέματα, με τη φορά που έχουν πάρει τα πράγματα είναι πολύ πιθανό το περιβόητο πλέον bankrun, που υποτίθεται ότι μας απειλεί, επειδή η χώρα, αντί να εκλέξει Πρόεδρο, θα πάει σε εκλογές, να λειτουργήσει, εν τέλει, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία και να επιπέσει επί των κεφαλών των ίδιων των ψευδοπροφητών της επερχόμενης καταστροφής.
Αλλά και από την άλλη, τι νόημα μπορεί να έχουν οι ιδεοληπτικές πομφόλυγες που εξαπολύονται κατά των «αγορών»; Υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που πιστεύει ότι τα διεθνή τραπεζικά ιδρύματα, οι ευρωπαϊκές χώρες, τα επενδυτικά κεφάλαια και όποιοι άλλοι θεσμοί του καπιταλιστικού κόσμου έχουν τοποθετήσει ή σκοπεύουν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους στην Ελλάδα, θα τρομοκρατηθούν από μια κυβερνητική αλλαγή και θα χορεύουν πεντοζάλη ή όποιον άλλο σκοπό θα βαράει η λύρα και ο ζουρνάς του κ. Τσίπρα;
Έχω την ειλικρινή απορία να μάθω ποια επικοινωνιακή στρατηγική υπηρετούν τέτοιοι ανυπόστατοι ισχυρισμοί. Και, πολύ περισσότερο, πως συνδέονται αυτές του είδους οι ανευθυνότητες με την προσπάθεια που κατέβαλε όλο το προηγούμενο διάστημα ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ για να αποδείξει ότι έχει κάνει στροφή στον ρεαλισμό και στη σοβαρότητα, αφήνοντας να φανεί ότι έχει απομακρυνθεί από την εποχή που ισχυριζόταν ότι θα περιέφερε ανά τας οδούς και τας ρίμας την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Είναι δυνατόν ένα κόμμα που υποτίθεται, βασίμως, ότι βρίσκεται μια ανάσα από την εξουσία, να καταφεύγει σε φραστικές ακρότητες αυτού του είδους ή, ακόμη χειρότερα, όπως εκείνες που εκστομίζουν άλλα στελέχη του τα οποία απειλούν να καθήσουν στο σκαμνί του Ειδικού Δικαστηρίου όλο το πολιτικό προσωπικό της τελευταίας πενταετίας; Τι είναι εκείνο που τους κάνει να παραβλέπουν ότι με κάποιους εξ αυτών ίσως υποχρεωθούν αύριο να συγκυβερνήσουν; Σε ποιο κοινό, αλήθεια, απευθύνονται και ποιους πιστεύουν ότι μπορεί να πείσουν να αλλάξουν την ψήφο τους με τέτοια επιχειρηματολογία;
Εν κατακλείδι, είτε εκλεγεί Πρόεδρος, όπως θέλει η κυβέρνηση (ή έστω ένας μέρος της), είτε πάμε σε εκλογές, όπως επιθυμεί η αντιπολίτευση (ή, επίσης, ένα μέρος της), το μόνο βέβαιο είναι ότι η χώρα θα συνεχίσει να πορεύεται με το «βαράτε βιολιτζήδες» και ό,τι βγεί…

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Προαναγγελία παράδοσης ή power game;



Για όσους στοιχειωδώς παρακολουθούσαν τις δηλώσεις που έκανε το τελευταίο διάστημα ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η εξέλιξη με την επίσπευση της προεδρικής εκλογής δεν αποτέλεσε «κεραυνό εν αιθρία». Και ας διέψευδε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, όποιον τον ρωτούσε, δημόσια ή κατ΄ ιδίαν, αν είχε στο μυαλό του τη φυγή προς τις εκλογές όταν επανειλημμένως έλεγε ότι η όποια συμφωνία με τους πιστωτές θα τεθεί στην κρίση του ελληνικού λαού.
Εξίσου σαφές ήταν για όσους είχαν γνώση των τεκταινομένων στο πρωθυπουργικό μέγαρο ότι «κάτι ετοίμαζε» ο Αντώνης Σαμαράς, όταν συχνά, τελευταία, έλεγε σε συνομιλητές του «περνάω τις χειρότερες μέρες της ζωής μου», χωρίς να κρύβει την κούραση που τον βάρυνε, ακόμη και όταν κατευόδωνε τους επισκέπτες του γραφείου του με το αισιόδοξο μήνυμα «εγώ θα το γυρίσω το παιχνίδι».
Αυτές οι δύο εικόνες εξηγούν, ως ένα βαθμό, το υψηλό ρίσκο που ανέλαβαν ο Αντώνης Σαμαράς και ο Ευάγγελος Βενιζέλος με την απόφασή τους να ορίσουν την προεδρική εκλογή πριν από την όποια συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές της χώρας, μια απόφαση που είναι ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες.
Κάποιοι έσπευσαν να πουν ότι η πρωτοβουλία που πήραν δεν είναι παρά ένα παιχνίδι εκβιασμού προς τους βουλευτές που δεν θέλουν εκλογές για να πειθαναγκαστούν να ψηφίσουν Πρόεδρο ώστε να αποφευχθούν οι πρόωρες κάλπες και να μην πάνε σπίτι τους ή στις δουλειές του (όποιοι έχουν τέτοιες…) ενάμιση χρόνο νωρίτερα.
Άλλοι πάλι μίλησαν για μια καλοστημένη «παγίδα» προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του, τα οποία, μέχρι πρότινος, υποστήριζαν ότι η κυβέρνηση και τα μέτρα θα πάρει και εκλογές θα υποχρεωθεί να προκηρύξει, προεξοφλώντας ότι οι δύο κυβερνητικοί εταίροι θα συνέχιζαν να κάνουν τη «βρώμικη δουλειά» και αφού θα έβγαζαν το κάρο από τη λάσπη, λοιδωρούμενοι από τους «ατσαλάκωτους» θα τους παρέδιδαν και το όχημα της εξουσίας.
Τι από τα δύο είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα; Πρόκειται, όντως, για μια ουσιαστική προαναγγελία παράδοσης της διακυβέρνησης στην αξιωματική αντιπολίτευση, μαζί με την καυτή «πατάτα» της επαναδιαπραγμάτευσης της όποιας συμφωνίας συνομολογηθεί ως τις 18 Οκτωβρίου με τους εταίρους και πιστωτές; Ή, απλώς, είμαστε μάρτυρες ενός πολύ σκληρού power game στο οποίο αποφάσισαν να παίξουν, ίσως και εκ του ασφαλούς, δύο έμπειροι πολιτικοί, οι οποίοι ξέρουν με ποιους αναμετρώνται;
Από την τροπή που θα πάρουν τα πράγματα το επόμενο εικοσαήμερο θα φανούν οι πραγματικές προθέσεις των κυρίων Σαμαρά και Βενιζέλου, ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης. Αν, πραγματικά, παλέψουν για να ανατρέψουν τους  αριθμητικούς συσχετισμούς που είναι εις βάρος τους, αφού, κακά τα ψέματα, η περίφημη «προεδρική πλειοψηφία», υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν υπάρχει, τότε θα δείξουν ότι δεν έχουν στόχο να παραδώσουν την εξουσία για να αποφύγουν τα δύσκολα που έχουν μπροστά τους.
Η γκάμα των κινήσεων που μπορούν να κάνουν για να ανατρέψουν τα δυσμενή δεδομένα είναι μεγάλη. Από το να ανοίξουν το κλειστό σύστημα εξουσίας που έχει εγκαθιδρυθεί στο Μέγαρο Μαξίμου, μέχρι να κάνουν τη μεγάλη υπέρβαση και να καλέσουν σε διάλογο για το πρόσωπο του υποψήφιου Προέδρου –και όχι μόνον- τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Και κυρίως εκείνους των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Πάνο Καμμένο και της Δημοκρατικής Αριστεράς Φώτη Κουβέλη, οι οποίοι δεν ευνοούνται από τις κάλπες «εξπρές» που θα στηθούν εφόσον η παρούσα Βουλή δεν εκλέξει τον επόμενο Ανώτατο Άρχοντα.
Αντιθέτως, αν συνεχίσουν να μένουν απαθείς στις εκκλήσεις που ήδη έγιναν από πολλές πλευρές για συναινετικά ανοίγματα είτε προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας για τον χρόνο των εκλογών, είτε προς τον σχηματισμό, εφόσον υπάρχουν οι απαραίτητες δυνάμεις, μιας κυβέρνησης ειδικού σκοπού με ευρύτερη στήριξη, θα φανεί ξεκάθαρα ότι αποφάσισαν να παραδώσουν την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πραγματικότητα, θα πρόκειται για μια πράξη… αντεκδίκησης απέναντι στον τρόπο που πολιτεύθηκε ως τώρα η αξιωματική αντιπολίτευση και έχοντας, ενδεχομένως, κατά νου ότι θα πάρουν πολύ σύντομα την ρεβάνς μπροστά στα αδιέξοδα που θα σωρεύσει στη νέα εξουσία η σύγκρουση της εύκολης υποσχεσιολογίας με την αδυσώπητη πραγματικότητα.
Μπορεί μια τέτοια στάση να μοιάζει δικαιολογημένη, κυρίως από την πλευρά του κ. Βενιζέλου, αλλά δεν νομίζω ότι είναι… δίκαιη. Στο βαθμό, φυσικά, που υπάρχει δικαιοσύνη στην Πολιτική.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

«…Ημείς άδομεν»

          Μάθαμε, άραγε, τίποτε από την πολύχρονη κρίση;
Το ερώτημα, που προέρχεται από την παλαιότερη επωδό που ήθελε να γίνεται «η κρίση ευκαιρία», όπως τουλάχιστον υποστήριζαν ορισμένοι που τα πρώτα χρόνια ήλπιζαν σε μια γρήγορη έξοδο από τον ασφυκτικό μνημονιακό κορσέ, επανέρχεται μάλλον με μεγαλύτερη ένταση τώρα που, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, πλησιάζουμε προς το τέλος του βίαιου οικονομικού προγράμματος που μας επιβλήθηκε πριν από τεσσεράμισι χρόνια.
          Στρέφοντας, ωστόσο, κανείς το βλέμμα γύρω του, το πιθανότερο είναι ότι, σε γενικές γραμμές, θα δει να αναπαράγονται τα ίδια φαινόμενα και να ζουν και να βασιλεύουν οι ίδιες νοοτροπίες που επικρατούσαν πριν από την κρίση.
Αν εξαιρέσει, άλλωστε, κάποιος τη βίαιη φτωχοποίηση που υπέστησαν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού από τις επώδυνες περικοπές των εισοδημάτων και την απότομη αύξηση της φορολογίας, η κατάσταση, σε γενικές γραμμές, ελάχιστα έχει αλλάξει στους περισσότερους τομείς: στη δημόσια διοίκηση, στις επιχειρήσεις, στην καθημερινή συμπεριφορά των περισσότερων συμπολιτών μας.
Οι αντιφάσεις, η προχειρότητα, η άρνηση της πραγματικότητας και η μετάθεση ολόκληρης της ευθύνης στους… «άλλους» (εγχώριους ή ξένους) για ό,τι (μας) συμβαίνει, φαίνεται να αποτελούν τον γενικό κανόνα που χαρακτηρίζει τις συμπεριφορές τις οποίες εξακολουθεί να έχει το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού σώματος, ου μην αλλά και του πολιτικού συστήματος, που, στο τέλος της γραφής, δεν είναι παρά αντανάκλαση των κοινωνικών τάσεων και του τρόπου που αυτές εκφράζονται και μέσα από τα μέσα ενημέρωσης.
Πάρτε για παράδειγμα τις τρέχουσες, ατέρμονες, όπως προδιαγράφονται, διαπραγματεύσεις με την τρόικα και τον απολύτως αποκαρδιωτικό τρόπο με τον οποίο τις χειρίζονται οι πολιτικές δυνάμεις.            
          Έχουμε από τη μια την κυβέρνηση να αδυνατεί να διαγνώσει, ως όφειλε, έπειτα από την εμπειρία των προηγούμενων χρόνων, τις διαθέσεις της πλευράς των δανειστών και εταίρων, με αποτέλεσμα να βολοδέρνει, μήνες τώρα, κινούμενη ανάμεσα στις «μονομερείς ενέργειες» και στην παρακλητική προσπάθεια να… συγκινηθούν οι τροϊκανοί και να επιστρέψουν στην Αθήνα (όπου δεν τους θέλαμε…). Και τους ζητάμε να το κάνουν, χωρίς να επιμείνουν στη λήψη νέων μέτρων, ούτε καν στην εφαρμογή παλαιότερων, επειδή αυτά οδηγούν σε κυβερνητική αποσταθεροποίηση.
          Κακά τα ψέματα, οι απανωτές διαπραγματευτικές γκάφες που έγιναν από τον περασμένο Αύγουστο ως τώρα, δεν μπορούν να καλυφθούν με δικαιολογίες, όπως η κοντόθωρη αναλγησία που επιδεικνύει η πλευρά των δανειστών ή η εκ των ένδον υπονόμευση από την έλλειψη ενιαίου εθνικού μετώπου που (μπορεί να) κάνει πιο αδιάλλακτους τους τροϊκανούς και, ενδεχομένως, τροφοδοτεί την επιθυμία τους να «δέσουν χειροπόδαρα» την Ελλάδα, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές και, πολύ περισσότερο, τις πολιτικές συνέπειες από τη διαιώνιση της δημοσιονομικής λιτότητας.
          Έχουμε, όμως, από την άλλη τις ακόμη μεγαλύτερες αντιφάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα στελέχη της οποίας δυσκολεύονται να αποδεχθούν το αυτονόητο: ότι, δηλαδή, αν οι ευρωπαίοι εταίροι πιέζουν σήμερα τούτη την κυβέρνηση, που υποτίθεται ότι είναι φιλική τους, γιατί, άραγε, μπορεί να γίνουν πιο διαλλακτικοί με την επόμενη η οποία θα τους απειλεί με πολύ περισσότερες «μονομερείς ενέργειες». Ενέργειες, μάλιστα, που μπορεί να φθάσουν ως «μια Παρασκευή απόγευμα» που, όπως είπε ο Παναγιώτης Κουρουμπλής, θα συγκληθεί η Βουλή για να ανακοινωθεί στα άλλα κράτη μέλη της ευρωζώνης η απόφαση να μην τους επιστραφούν τα δανεικά με τα οποία στέκεται όρθια η Ελλάδα την τελευταία τετραετία.
          Μου έκανε, προσωπικά, ιδιαίτερη εντύπωση η τοποθέτηση ενός άλλου επιφανούς στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ που είναι από τους ανθρώπους που επηρεάζουν άμεσα τον Αλέξη Τσίπρα, του Νίκου Παπά, ο οποίος στην ίδια συνέντευξή του υποστήριζε από την μια ότι η κυβέρνηση είναι «σε συνεννόηση με την τρόικα και θα πάρει, εν τέλει, όποια μέτρα της ζητηθούν», την ίδια ώρα που, θέλοντας να εκφράσει την «απόλυτη πεποίθησή» του, όπως ακριβώς είπε, ότι δεν θα εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πρόσθετε τα εξής εκπληκτικά: «και το ξέρουν αυτό και εκτός της χώρας και εξηγεί κάποιες συμπεριφορές».
          Το πώς γίνεται η κυβέρνηση να κάνει «σικέ» παιχνίδι με τους εκπροσώπους των δανειστών για να πάρει τα σκληρότατα μέτρα που ζητούν εκείνοι, ενώ οι «εκτός της χώρας» έχουν προεξοφλήσει την, μέσω της προεδρικής εκλογής, ανατροπή της κυβέρνησης, είναι μια απορία που ίσως μπορεί να τη λύσει κανείς μόνον σε ευφάνταστα σενάρια πολιτικών θρίλερ με μεγάλες δόσεις ίντριγκας και συνωμοσίας.  

Με αυτά, πάντως, και με άλλα πολλά, έχω την αίσθηση ότι τα παθήματα της κρίσης διόλου μας έγιναν μαθήματα. Αντιθέτως, μάλλον αρειμάνιοι, πορευόμαστε κατά τη γνωστή παράφραση της Αισώπειας ρήσης σύμφωνα με την οποία «των οικιών ημών εμπιπραμένων ημείς άδομεν»…