Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

Debate ήταν και πέρασε…



Πόσο σοφότεροι, άραγε,  γίναμε από την πρώτη τηλεμαχία των επτά αρχηγών; Το ρητορικό, κυρίως, αυτό ερώτημα μάλλον δεν θα απαντηθεί παρά μόνον το βράδυ της 20ής Σεπτεμβρίου όταν θα γίνει «ταμείο» για τις «εισπράξεις» ενός εκάστου από τους συμμετέχοντες στο πρώτο αυτό debate.
Τότε πιθανότατα και, προφανώς, σε συνάρτηση με πολλούς ακόμη παράγοντες, που παραδοσιακά καθορίζουν την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών, θα μάθουμε πόσο απέδωσαν οι προετοιμασίες και τα «φροντιστήρια» που έκαναν τα κομματικά επιτελεία ή πόσο «μέτρησαν» οι ατάκες του καθενός από τους αρχηγούς που διαγωνίστηκαν μπροστά στις κάμερες.
Πέρα, πάντως, από τις εκ των πραγμάτων αντιφατικές εκτιμήσεις που ο καθένας μπορεί να κάνει για τους πιθανούς νικητές και τους ενδεχόμενους χαμένους της συγκεκριμένης τηλεοπτικής αντιπαράθεσης, αν υπάρχει ένα σαφές συμπέρασμα που εξάγεται από την τρίωρη τηλε-κόντρα είναι ότι σε αυτή τη χώρα έχουμε μια μοναδική ικανότητα να καθιερώνουμε κανόνες που, εκ των πραγμάτων, είναι ανεφάρμοστοι.
Όπως σε πάρα πολλά ζητήματα της εγχώριας δημόσιας σφαίρας παρατηρούμε να θεσπίζονται όροι και προϋποθέσεις που όλοι αναγνωρίζουμε ότι είναι αναποτελεσματικοί, έτσι και στο debate αλά ελληνικά ισχύουν νόρμες με τις οποίες κανείς δεν φαίνεται να συμφωνεί, πλην, όμως, παρά ταύτα, όλοι τις ακολουθούν και ουδείς αναλαμβάνει την ευθύνη να τις αλλάξει.
Οι ασφυκτικά περιοριστικοί χρόνοι που, όπως φάνηκε, ήταν δύσκολο να τηρηθούν από έμπειρους επαγγελματίες, όπως οι ερωτώντες δημοσιογράφοι, που καθημερινά εργάζονται με το χρονόμετρο που μετράει δευτερόλεπτα, δεν μπορεί να προσδοκά κάποιος ότι είναι δυνατόν να τηρηθούν από πολιτικούς οι οποίοι, εκτός των άλλων, δρουν σε μια κοινοβουλευτική διαδικασία που τα κάθε είδους χρονικά περιθώρια – προσέλευσης ή ομιλίας- είναι συνήθως μόνον… ενδεικτικά.
Τι νόημα, αλήθεια, έχει μια τηλεμαχία με επτά αρχηγούς και έξι τηλεδημοσιογράφους; Και, το κυριότερο, τί μπορεί να μείνει στο τέλος στον μέσο τηλεθεατή - ψηφοφόρο από μια απολύτως αποστεωμένη διαδικασία παράλληλων μονολόγων; Από όσο μπορώ να ξέρω, πουθενά αλλού στον κόσμο δεν υπάρχει κάτι ανάλογα πολύπλοκο και, πάντως, δεν συναντά κανείς τέτοιας έκτασης συζητήσεις για τα διαδικαστικά τόσο πριν όσο και μετά από αυτή καθεαυτή την τηλεμαχία.
Μιλώντας, εξάλλου, κανείς γενικότερα, είναι παγκοίνως παραδεκτό ότι, όπου εμφιλοχωρούν υπερβολικά πολλές ρυθμίσεις, το αποτέλεσμα είναι σχεδόν πάντα η πλήρης… απορρύθμιση. Γι΄ αυτό και στην πρώτη έπειτα από μια εξαετία προεκλογική τηλεοπτική αναμέτρηση που στήθηκε στη χώρα μας, παρατηρήθηκε το φαινόμενο στο πρώτο μέρος να παρακολουθήσουμε μια απίστευτα βαρετή «σούπα», η οποία, κακά τα ψέματα, απέκτησε κάποιο περιορισμένο, σε κάθε περίπτωση, ενδιαφέρον μόνον όταν «καταλύθηκαν» οι κανόνες.
Παρά ταύτα, η δυνατότητα που είχαν οι πολιτικοί αρχηγοί να υπεκφεύγουν και να μην απαντούν στην ουσία των ερωτημάτων που τους απευθύνονταν, αφήνοντας σε γκρίζες ζώνες ζητήματα, όπως, επί παραδείγματι, το αν και πότε πλήρωσε ΕΝΦΙΑ ο Αλέξης Τσίπρας ή το κατά πόσο είναι ψευδείς οι ισχυρισμοί του Πάνου Καμμένου ότι είναι υπόδικος ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης, αποτελούν μάλλον τη σημαντικότερη παθογένεια που αναδείχθηκε από τη συγκεκριμένη αναμέτρηση.
Τούτων δοθέντων, μάλλον «πολύ κακό για το τίποτε» θα ήταν το καταλληλότερο συνοπτικό σχόλιο για όσα διαδραματίστηκαν μπροστά στις οθόνες μας το βράδυ της Τετάρτης. Και ας ευχηθούμε, κλείνοντας, ότι στη νέα αντιπαράθεση που προγραμματίζεται για την προσεχή Δευτέρα, αυτή τη φορά ανάμεσα στους δύο επικρατέστερους πρωθυπουργούς, τον κ. Τσίπρα και τον κ. Μεϊμαράκη, να ισχύουν απλούστεροι κανόνες που θα διευκολύνουν τον διάλογο ανάμεσα στους δυο τους και θα βοηθήσουν όσους εξ ημών παραμένουν αναποφάσιστοι να λάβουν θέση είτε υπέρ του ενός ή του άλλου, είτε –γιατί όχι;- κατά και του ενός και του άλλου….

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Η «θυματοποίηση» του Αλέξη!



            Ένα από τα πάμπολλα ελληνικά παράδοξα, που μου προκαλούν εντύπωση καθώς έχω την αίσθηση ότι –τουλάχιστον σε αυτή την κλίμακα- τα συναντά κανείς μόνον στην Ελλάδα, είναι ότι σχεδόν σε κάθε μεγάλη αθλητική διοργάνωση –ποδοσφαιρική ή άλλη- παρατηρείται το φαινόμενο ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού κοινού να δηλώνει οπαδός απίθανων χωρών και να υποστηρίζει φανατικά την επικράτησή τους.
            Το Καμερούν, η Κόστα Ρίκα και όποιες άλλες τριτοκοσμικές χώρες προκρίνονται στο Μουντιάλ, «παίζει» -όταν δεν είναι αντιμέτωπες με την Ελλάδα- να έχουν στη χώρα μας όσους υποστηρικτές έχουν σε ολόκληρο τον υπόλοιπο πλανήτη. Και ο… φανατισμός δεν εκδηλώνεται μόνον προς τους τριτοκοσμικούς ποδοσφαιριστές. Εξίσου υψηλή… «δημοφιλία» απολαμβάνουν αθλητές άλλων αγωνισμάτων, μόνον και μόνον επειδή δεν προέρχονται από τις μεγάλες –κατά βάση συμμαχικές μας!- χώρες ή, για άλλους λόγους, από τη… γειτονιά μας.
Στο λογικό επιχείρημα «μα δεν τους ξέρεις καν και πάντως δεν έχουν τις καλύτερες επιδόσεις», η απάντηση είναι μάλλον… αφοπλιστική: «δεν πειράζει, αρκεί που είναι από μικρή χώρα». Και όταν επιχειρηματολογείς λέγοντας ότι «δεν κάνουμε συναγωνισμό μεγέθους, αλλά αθλητικής ικανότητας», ο αντίλογος είναι παραλλαγή της θεωρίας που μας θέλει να είμαστε «Έθνος ανάδελφον» και «ως εκ τούτου, οφείλουμε να υποστηρίζουμε όλους τους… καταφρονεμένους». «Ακόμα κι όταν παίζουν χάλια μπάλα;», ρωτάς. «Φυσικά!», είναι η κατηγορηματική απάντηση. 
Θυμήθηκα όλα τούτα, τα οποία μάλλον χρήζουν μιας εκτεταμένης κοινωνιολογικής έρευνας και μελέτης του φαινομένου για να μπορέσει κανείς να το ερμηνεύσει, βλέποντας τις τελευταίες 45 ημέρες που έχουν παρέλθει από τον ιστορική 13η Ιουλίου, τη μεγάλη μεταστροφή του απελθόντος πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος, εγκαταλείποντας την αυτάρεσκη αλαζονεία που τον έκανε να πιστεύει ότι θα χόρευαν οι διεθνείς αγορές στον δικό του σκοπό και θα υπέκυπταν οι ξένοι ηγέτες στις υπερφίαλες διακηρύξεις του, εμφανίζεται, πλέον, ως θύμα ασύμμετρης επίθεσης την οποία δέχθηκε και εξαιτίας της οποίας υπέγραψε το –βαρύ και ασήκωτο- τρίτο Μνημόνιο.
            Θα μπορούσε να εκληφθεί ως αστείο, αν δεν ήταν τραγική πραγματικότητα, ότι έφθασε μέχρι του σημείου να επικαλείται τον κίνδυνο… εμφυλίου πολέμου ως τον βασικό λόγο για τον οποίο, εν τέλει, έβαλε την υπογραφή του κάτω από τα επώδυνα μέτρα τα οποία μόνον εκείνος θα μπορούσε να συνομολογήσει, καθώς οποιοσδήποτε από τους προκατόχους του δεν θα μπορούσε να προσγειωθεί στη χώρα με μια τέτοια συμφωνία από τον θόρυβο που θα ξεσήκωναν ο ίδιος ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ.
            Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, όχι μόνον προσγειώθηκε στη χώρα, αλλά, αντί να ζητήσει μια ταπεινή συγνώμη για όλα όσα έλεγε και έκανε πριν… δει το φως το αληθινό του Μνημονίου, καταφεύγει στις εκλογές με βασικό επικοινωνιακό «όπλο» τη «θυματοποίηση» που συνιστούν οι παιδαριώδεις ισχυρισμοί του ότι «υπέγραψα κάτι που δεν ήθελα, αλλά του επιβλήθηκα» και οι υπαινιγμοί ότι δεν είναι στις προθέσεις του να το εφαρμόσει.
            Είναι προφανές από την εικόνα που εκπέμπει ο κ. Τσίπρας στις περιορισμένες δημόσιες εμφανίσεις που έχει τελευταία ότι «επενδύει» στη «νοοτροπία του θύματος», προς την οποία, σύμφωνα με τους επιστημονικούς ορισμούς, τείνουν άνθρωποι οι οποίοι «κατηγορούν τους άλλους για καταστάσεις τις οποίες έχουν δημιουργήσει μόνοι τους ή στη δημιουργία των οποίων έχουν τουλάχιστον συμβάλλει».
Στα σχετικά εγχειρίδια διαβάζει κανείς ότι «ένας άνθρωπος που αισθάνεται “θύμα”, είναι συνήθως απρόθυμος να αναλάβει προσωπική υπευθυνότητα ή να εξερευνήσει πως οι πράξεις του έχουν προκαλέσει μια συγκεκριμένη κατάσταση». Και ακόμη ότι πρόσωπα που διακατέχονται από αυτή τη νοοτροπία «ερμηνεύουν αρνητικά τις προθέσεις και τις συμπεριφορές των άλλων», ενώ «δυσκολεύονται να δουν την άποψη του άλλου και να μπουν στη θέση του, ειδικά εκείνου που θεωρούν ότι τους έβλαψε».
Οι επιστημονικές αυτές περιγραφές συνάδουν απόλυτα με όσα αναδύονταν το τελευταίο διάστημα από το Μέγαρο Μαξίμου μέσα από την επιθετικότητα του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος λοιδορούσε και εξακολουθεί να λοιδορεί όσους του έδωσαν χείρα βοηθείας για να πάει με ψηφισμένο το Μνημόνιο στις κάλπες εξπρές που θέλησε να στήσει, την ίδια ώρα που απαξιώνει τον έναν μετά τον άλλο βασικούς συνεργάτες και μέχρι πρότινος συνοδοιπόρους του τους οποίους ξαφνικά τους βλέπει ως… «δικτάτορες» ή… «υπηρέτες ξένων αφεντάδων»!
Υπό άλλες συνθήκες, ένας πολιτικός που θα αναγνώριζε ότι δεν του βγήκε τίποτε –έκανε, λέει, σκληρή διαπραγμάτευση, αλλά πήρε το σκληρότερο Μνημόνιο, είχε συνεργάτες που τους θεωρούσε asset, αλλά έχασαν την αξιοπιστία τους- το πιθανότερο είναι ότι θα κατέρρεε πολύ πριν πάει στην κάλπη. Ο κ. Τσίπρας, παριστάνοντας το «θύμα», φαίνεται να αντέχει ακόμη, παρά τα ισχυρά πλήγματα που δέχεται πανταχόθεν η αξιοπιστία του.
Το σύνδρομο της… υποστήριξης των μικρών ομάδων, που διακατέχει πολλούς συνέλληνες, φαίνεται να τον κρατά στον… αφρό. Για πόσο, όμως, ακόμη; Συνήθως οι ομάδες που κερδίζουν συμπάθεια, χωρίς να παίζουν την ανάλογη μπάλα, δεν φθάνουν στον τελικό. Εκτός και αν παίζουν τους αντιπάλους τους στο δικό τους γήπεδο…

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Μας δουλεύουν. Και είναι πρώτη φορά τόσο αγρίως!



            Πάνω που, επιστρατεύοντας όση δόση επιείκειας σου έχει απομείνει μετά τον εξάμηνο όλεθρο, ετοιμάζεσαι να πεις: «που θα πάει; Νέοι είναι ακόμη, θα μάθουν», δεν περνάει μέρα που να μην έρχεται ένα νέο «επεισόδιο» να προστεθεί στο γαϊτανάκι της παραφροσύνης που μας έχει υποβάλει το συνονθύλευμα που παριστάνει την κυβέρνηση, οπότε υποχρεώνεσαι να αναφωνήσεις με αγανάκτηση: «ε, δεν τα έχουμε δει ακόμη όλα!».
            Τελευταίο κρούσμα η απίθανη αναγγελία (;) περί συλλογής υπογραφών από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για να απομακρυνθεί από το κυβερνητικό σχήμα ο αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη Γιάννης Πανούσης, ο οποίος, έπειτα από κάποιες αρχικές αμφιταλαντεύσεις, αποτελεί, ίσως, το μοναδικό κανονικό κυβερνητικό στέλεχος αυτής της ετερόκλητης οπερέτας και ο οποίος είναι, μάλλον, ο μόνος που εννοεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντα –του… «αρχιμπάτσου», γιατί όχι;- που του ανατέθηκαν.
            Μπορεί τον πρώτο καιρό να φάνηκε λίγο διστακτικός στο ζήτημα που ανέκυψε με τις καταλήψεις δημοσίων κτιρίων, καλώντας τους φοιτητές να κινητοποιηθούν για να διώξουν τους εισβολείς που είχαν κατασκηνώσει επί μέρες στην Πρυτανεία του Πανεπιστημίου, στη συνέχεια, όμως, έδειξε απαράμιλλη υπευθυνότητα στην αντιμετώπιση των βίαιων εκδηλώσεων. Υπευθυνότητα, μάλιστα, που ήταν απολύτως εναρμονισμένη με τη δημοκρατική ευαισθησία που οφείλει να τηρεί ένας υπουργός που σέβεται, πρωτίστως, τον εαυτό του και, δευτερευόντως, τους πολίτες που υπηρετεί.
            Προσωπικά, δεν μπορώ να βρω άλλο κυβερνητικό στέλεχος της παρούσας κυβέρνησης που να κάνει τη δουλειά του τόσο καλά όσο ο Γιάννης Πανούσης. Μέσα στη γενικευμένη κατάρρευση, η Αστυνομία και η Πυροσβεστική μοιάζουν να είναι οι μοναδικοί πυλώνες που αντέχουν σε ένα σύστημα που όλα δείχνουν να συνθλίβονται από τον ασφυκτικό κλοιό που συνιστούν από τη μια οι βαριές συνέπειες των αλύπητων μνημονιακών περικοπών και από την άλλη η απόλυτη ανευθυνότητα όσων έχουν την πολιτική ευθύνη τους τελευταίους έξι μήνες.
            Όποιος αμφιβάλει ας κάνει συγκρίσεις, πηγαίνοντας μια βόλτα από το ΙΚΑ ή από ένα οποιοδήποτε άλλο Ασφαλιστικό Ταμείο που είχε την ευθύνη του ο «πούρος» αντιμνημονιακός υπουργός Δημήτρης Στρατούλης. Ή, ακόμη καλύτερα, ας επισκεφτεί μια δομή υγείας ζητώντας να κάνει προληπτικές εξετάσεις για τον καρκίνο ώστε να γλυτώσει το πρόστιμο (!) που τον απειλεί ότι θα πληρώσει ο απίστευτος Παναγιώτης Κουρουμπλής, ο οποίος το μόνο που φαίνεται να τον ενδιαφέρει είναι πως θα κάνει διάφορες διευθετήσεις με τους φαρμακοβιομηχάνους και θα ξηλώσει τις διοικήσεις των νοσοκομείων για να βάλει «δικούς» του- και ας μην είναι κατ΄ ανάγκη του… ΣΥΡΙΖΑ, όπως παραπονούνται «σύντροφοί» του.    
Γι΄ αυτό, λοιπόν απορώ: Τι είδους υπογραφές κατά του Γιάννη Πανούση, από ποιους και γιατί θα μαζέψουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ; Οι ίδιοι, άλλωστε, στην αναγγελτική διαδικτυακή ανάρτηση του κ. Γιάννη Μηλιού, αναγνωρίζουν ότι ο κ. Πανούσης «δεν αυτοδιορίστηκε». Και πως θα μπορούσε, έξαλλου; Βρίσκεται στη συγκεκριμένη θέση, επειδή τον όρισε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Και μένει εκεί επειδή απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του.
            Μπορεί να μην αρέσει στη Νεολαία –και όχι μόνον- του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες έτσι συμβαίνει. Οι πρωθυπουργοί επιλέγουν και διορίζουν αυτοβούλως τους υπουργούς της αρεσκείας τους, χωρίς να ρωτούν τους κομματικούς… ινστρούχτορες. Και κρίνονται για τις επιλογές τους από τους πολίτες που τους ανέδειξαν στο αξίωμά τους και όχι από τις κλειστές κομματικές κάστες.              
Θέλετε και την ακόμη κωμικότερη διάσταση της όλης ιστορίας. Την ίδια ώρα που συνέβαιναν όλα αυτά και η κυβερνητική εκπρόσωπος Όλγα Γεροβασίλη, με όλες τις προηγούμενες αφορμές, επαναλάμβανε πρόσφατη δήλωσή της για δύο στρατηγικές –μια «ευρωπαϊκή» και μια «αντιευρωπαϊκή»- στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, στην Κουμουνδούρου συνεδρίαζε η Πολιτική Γραμματεία του κόμματος για να ρυθμίσει τα του επικείμενου Συνεδρίου.
Ναι, όσο και αν ακούγεται ανεκδιήγητο κάποιοι προσπαθούν να πείσουν –ποιόν άραγε;- ότι θα διεξαχθεί κομματικό Συνέδριο. Σαν μη συμβαίνει τίποτε. Λες και δεν υπήρξαν τα όσα προηγήθηκαν τον τελευταίο μήνα που μεσολάβησε από το άφρον δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Λες και δεν έχουν ιδέα για τα όσα θα ακολουθήσουν μόλις, οσονούπω, πάει στη Βουλή η δανειακή σύμβαση με τα συνοδευτικά, άκρως «μνημονιακά», μέτρα που θα κάνουν τον φετινό χειμώνα δραματικότερο από όλους του προηγούμενους.
Και –για να καταλάβετε για ποιους μιλάμε- μέσα σε όλη αυτή την απερίγραπτη παρανοϊκότητα ήρθε να προστεθεί και η παρέμβαση του Δημήτρη Παπαδημούλη, του αντιπροέδρου, παρακαλώ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τον οποίο ορισμένοι κατατάσσουν στη… συνιστώσα των «σοβαρών». «Η δυναμική διάσπασης, μπορεί να ακυρωθεί», έγραψε στο Twitter. «Αρκεί να δεσμευτούν όλοι καθαρά, ότι θα στηρίξουν τις αποφάσεις του έκτακτου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ», συμπλήρωσε- αν είναι δυνατόν!
Επειδή, ειλικρινά, όση καλή προαίρεση και αν αναζητήσω μέσα μου, δεν μπορώ να δεχθώ ότι είναι τόσο αφελείς, ούτε ότι αδυνατούν να διδαχθούν από τα οδυνηρά λάθη στα οποία έχουν υποπέσει, πείθομαι όλο και περισσότερο ότι απλώς μας… δουλεύουν. Και μας… δουλεύουν αγρίως! Έχουν αντιληφθεί ότι έχουν να κάνουν με πολίτες που αρέσκονται στο… δούλεμα, πολίτες που δεν αντιδρούν στις ουρές, δεν προσβάλλονται από τις δημιουργικές ασάφειες, ούτε από το «Όχι» τους που γίνεται «Ναι». Και γι΄ αυτό συνεχίζουν ακάθεκτοι. Ως πότε; Έως τις επόμενες εκλογές -που θα τις προκηρύξουν άμεσα, επειδή θεωρούν ότι τους βολεύουν. Και βλέπουμε…

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Πόσες κάλπες μας χωρίζουν από το Grexit;



Όλα μα όλα μαρτυρούν ότι πάμε ολοταχώς για πρόωρες εκλογές επειδή η σημερινή κυβέρνηση και ο αρχηγός της Αλέξης Τσίπρας δεν αντέχουν να εφαρμόσουν όσα συμφώνησαν με τους δανειστές. Είναι τρελό να σκεφθεί κανείς ότι προτού καν συμπληρωθεί εξαετία από το 2009, που στήθηκαν οι τελευταίες… προμνημονιακές κάλπες, έχουμε κληθεί να ψηφίσουμε τέσσερις φορές σε γενικές εκλογές –τρεις για βουλευτικές και μια για ευρωεκλογές- και οδεύουμε για την πέμπτη.
Αν συνυπολογίσουμε και τις δύο αυτοδιοικητικές αναμετρήσεις, του 2010 και του 2014, αλλά και το πρόσφατο δημοψήφισμα, ο μέσος χρόνος που πηγαίνουμε στις κάλπες τα τελευταία χρόνια στις κάλπες είναι σχεδόν μια φορά το εξάμηνο και πρέπει να αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ.
Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη χώρα –ευρωπαϊκή ή τριτοκοσμική, πλούσια ή φτωχή, ευημερούσα ή πτωχευμένη- που οι πολίτες της να ψηφίζουν τόσο συχνά για να εκλέξουν τους εκπροσώπους τους χωρίς να τηρείται ο γενικά παραδεδεγμένος κανόνας ότι τα πρόσωπα που αναδεικνύονται σε θέσεις εξουσίας έχουν συγκεκριμένη θητεία εντός της οποίας ξεδιπλώνουν το έργο τους και κρίνονται γι΄ αυτό στο τέλος.
Δεν βρίσκω τον λόγο, ακόμη και στις ειδικές συνθήκες της μακρόσυρτης περιόδου κρίσης που διερχόμαστε, για τον οποίο οι εκλογές μπορούν να δώσουν λύση στα μεγάλα προβλήματα της χώρας που γίνονται πολύ μεγαλύτερα εξαιτίας της διαρκούς πολιτικής αβεβαιότητας που προστίθεται στην οικονομική ανασφάλεια. 
Τώρα πια, μάλιστα, που άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, σχεδόν όλοι -και σίγουρα οι βασικοί διεκδικητές της εξουσίας- «έβαψαν τα χέρια» τους με… μνημονιακό «αίμα», αναρωτιέμαι ειλικρινά γιατί δεν μπορεί να βρεθεί ένας κοινός τόπος που να διώξει μακριά τις εκλογές και να δημιουργήσει ατμόσφαιρα πολιτικής σταθερότητας που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος.
Πολύ περισσότερο που μετά τις προσεχείς εκλογές το σκηνικό που προδιαγράφεται δεν θα είναι πολύ διαφορετικό από το σημερινό. Δεν χρειάζεται να έχει κανείς ειδικό… χάρισμα για να προβλέψει ότι το πιθανότερο που θα συμβεί την επομένη της κάλπης είναι η δημιουργία ενός μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού ανάμεσα στον εναπομείναντα –μετά την σχεδόν προεξοφλημένη διάσπαση που επέρχεται- «ευρωπαϊκό» ΣΥΡΙΖΑ και στα κόμματα της τωρινής αντιπολίτευσης που ενστερνίζονται την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.
Γιατί, λοιπόν, εκείνο που θα είναι αναπότρεπτο την επομένη των εκλογών, δεν γίνεται από τώρα; Και ποιος είναι ο λόγος που πρέπει να επαναληφθεί το προηγούμενο του 2012 όταν οδηγηθήκαμε στη δεύτερη αναμέτρηση του Ιουνίου για να σχηματιστεί η τρικομματική συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ που μπορούσε και μάλιστα με καλύτερους όρους να συγκροτηθεί ήδη από τον Μάιο;
Τα ερωτήματα αυτά, που θεωρώ ότι απασχολούν κάθε σκεπτόμενο πολίτη που δεν έχει ειδικά συμφέροντα που ταυτίζονται αποκλειστικά με ένα κόμμα ή μια παράταξη, δεν θα βρουν, δυστυχώς, απαντήσεις. Ίσως και επειδή οι Έλληνες εκλογείς, είτε από ελλειπή πληροφόρηση ή κοντή μνήμη, είτε διότι έτσι τους βολεύει, είναι συνήθως ανεκτικοί, πλειοψηφικά τουλάχιστον, απέναντι σε εκείνους που τους εξαπατούν.
Κακά τα ψέματα, παρά τις αναμφισβήτητα μεγάλες επιδράσεις που είχε στις διαθέσεις της ελληνικής κοινωνίας η παρατεταμένη, όσο και γενικευμένη, κρίση των τελευταίων χρόνων, ορισμένα συλλογικά προτάγματα που έρχονται από τα παρελθόν μοιάζουν να μένουν αναλλοίωτα. Τα βλέπει, δε, κανείς να αναπαράγονται με τόση εντυπωσιακή ευκολία που αναρωτιέται αν και πότε μπορεί να τερματιστεί η μόνιμη παρέκκλιση από τα ευρωπαϊκά πρότυπα που παρουσιάζει η χώρα μας.
Παντού στον κόσμο υπάρχουν δημεγέρτες και λαοπλάνοι πολιτικοί, αλλά πουθενά αλλού, νομίζω, δεν κάνουν τόσο εύκολα καριέρα όσο στην Ελλάδα. Και, ακόμη χειρότερα, στην Ελλάδα της κρίσης. Να θυμηθούμε μόνον την ατάκα «κι εγώ αν είχα υποσχεθεί όσα ο Αλέξης Τσίπρας 80% θα έπαιρνα στις εκλογές και όχι 36%» με την οποία σχολίασε ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ τον ισχυρισμό της ελληνικής κυβέρνησης για εφαρμογή του (αλήστου μνήμης, πλέον) προεκλογικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο Λουξεμβούργο, βέβαια, όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, δύσκολα μπορεί να διανοηθεί κάποιος να δώσει καταφανώς ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, τάζοντας «λαγούς με πετραχήλια». Γιατί, απλούστατα, με τέτοια τακτική δεν κερδίζεις εκλογές. Αντιθέτως, εδώ μπορεί, όλα μα όλα, όσα είπες προεκλογικά να αποδεικνύεται ότι ήταν ένα συμπίλημα από ψέματα, αυταπάτες ή φαντασιώσεις, αυτό, όμως, δεν σε εμποδίζει να βρίσκεις άλλοθι για τη ζημιά που προκάλεσες με ισχυρισμούς του τύπου «ναι μεν ηττηθήκαμε, αλλά σπείραμε τον σπόρο της αλλαγής στην Ευρώπη…».  
Φαίνεται, όμως, ότι τον σπόρο τον σπείραμε με τρόπο τέτοιον που οι καρποί του μάλλον θα είναι πικροί. Γιατί, για παράδειγμα, οι δημοσκοπήσεις στη Γερμανία δείχνουν ότι η Άγκελα Μέρκελ επελαύνει για τρίτη θητεία στην καγκελαρία και μάλιστα με αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ενώ οι «Ποδέμος» στην Ισπανία βλέπουν τις δυνάμεις τους υποχωρούν.
Ποιος νοιάζεται, όμως, τι συμβαίνει αλλού; Εδώ στο «γαλατικό χωριό» των…. Αριστερίξ, όπως θα έλεγε ο Πάνος Καμμένος, προηγείται δημοσκοπικά ο… «τσιπρικός» ΣΥΡΙΖΑ. Και γι΄ αυτό κι εμείς δεν θα κάνουμε τίποτε άλλο από να στήνουμε κάθε τρεις και λίγο κάλπες. Μέχρις ότου κάνουμε –που θα πάει; Θα το πετύχουμε!- πραγματικότητα το Grexit. Για το οποίο, βεβαίως, θα φταίνε οι «άλλοι», οι «κακοί». Σιγά μην φταίμε εμείς. Ή μην κάνει λάθος ο «σοφός» ελληνικός λαός. Μα αφού έχει τον λόγο….

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

Κομματική φαρσο-τραγωδία!



            Σε πείσμα όσων επαινούν την υποτιθέμενη «λαϊκή σοφία», όπως κάθε φορά εκφράζεται μέσα από την εκλογική διαδικασία, είμαι εξ εκείνων που ενστερνίζονται την άποψη ότι οι λαοί πολύ συχνά κάνουν λάθη, ενίοτε και μοιραία, εμπιστευόμενοι, έστω πλειοψηφικά, πρόσωπα και συλλογικότητες που είτε τους εξαπατούν συνειδητά, για χάριν της εξουσίας, είτε είναι απλά ανίκανοι να διαχειριστούν τις καταστάσεις τις οποίες οι πολίτες τούς αναθέτουν δια της ψήφου.
            Παρέλκει νομίζω να παραθέσω αρκετά από τα άπειρα ιστορικά παραδείγματα, εγχώρια και διεθνή, που επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς μου και περιορίζομαι να επισημάνω την ευρύτατα αναγνωρισμένη ως την πλέον κραυγαλέα περίπτωση αντιφατικής λαϊκής συμπεριφοράς που ήταν η καταψήφιση του Ελευθερίου Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 που λειτούργησε ως προανάκρουσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Τι χρεία, άλλωστε, έχουμε να καταφύγουμε στο παρελθόν όταν στις μέρες μας βιώνουμε αυτή τη μοναδική και ανεπανάληπτη φάρσα διακυβέρνησης που αναδείχθηκε ως προϊόν της λαϊκής βούλησης που εκφράστηκε με την υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ, ενός πολιτικού συνονθυλεύματος; Και ενώ οι ίδιοι που απαρτίζουν αυτό το ετερόκλητο σχηματισμό αναγνωρίζουν, πλέον, την πλήρη αδυναμία να συμβιώσουν κάτω από την ίδια κομματική στέγη, είναι απορίας άξιον γιατί επιμένουν στην συγκατοίκηση, ταλαιπωρώντας τη χώρα και παίζοντας με τις τύχες όλων μας.
Εκείνο, εξάλλου, που όλος ο κόσμος το έχει εδώ και καιρό «τούμπανο», το ομολόγησε η κυβερνητική εκπρόσωπος Όλγα Γεροβασίλη, όταν προσερχόμενη στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ μίλησε ξεκάθαρα για τις δύο αντιτιθέμενες στρατηγικές που ενυπάρχουν στο μεγαλύτερο κοινοβουλευτικό κόμμα και είναι από τη μια όσοι θέλουν την Ελλάδα στην Ευρώπη και από την άλλη όσοι τη θέλουν εκτός Ευρώπης.
Δεν είναι εύκολο να εξηγήσει κανείς γιατί στο Μέγαρο Μαξίμου –εξ ονόματος του οποίου μιλάει η κυβερνητική εκπρόσωπος- τους πήρε τόσο πολύ χρόνο να αντιληφθούν αυτή την κορυφαία στρατηγική διαφορά που τους χωρίζει. Μεγαλύτερη εντύπωση, όμως, προκαλεί ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας εξακολουθεί να τηρεί επαμφοτερίζουσα  στάση και -παρότι δεν απειλείται πολιτικά, τουναντίον- αποφεύγει να ξεκαθαρίσει το εσωκομματικό πεδίο.
Τι νόημα, άραγε, έχει ο ισχυρισμός του ότι «η πρώτη αριστερή κυβέρνηση στην Ευρώπη μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είτε υποστηρίζεται από αριστερούς βουλευτές είτε πέφτει αν κατά τη γνώμη τους δεν είναι αρκετά αριστερή», όπως είπε στην Κ.Ε. όταν εκείνοι στους οποίους απευθύνονταν είχαν τόσο αποκλίνουσες προσεγγίσεις στο υπ΄ αριθμόν ένα ζήτημα που απασχολεί σήμερα την Ελλάδα και είναι ο -σχεδόν υπαρξιακών διαστάσεων- προβληματισμός για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας;    
Πολύ σωστά, αντιθέτως, ο κ. Τσίπρας είπε στους διαφωνούντες «συντρόφους» του ότι «δεν είναι δυνατόν κάποιοι να αξιοποιούν τις ψήφους άλλων κομμάτων για να αποφεύγουν την ευθύνη και την ίδια στιγμή να λένε ότι στηρίζουν την κυβέρνηση». Πλην, όμως, δίστασε να κάνει το επόμενο αποφασιστικό βήμα που δεν είναι άλλο από την υπόδειξη της «πόρτας εξόδου» ή έστω του «συναινετικού διαζυγίου» σε όσους ορέγονται αναβίωση της Οκτωβριανής Επανάστασης ή βλέπουν στο πρόσωπο του Πούτιν τη μετεμψύχωση του αγαπημένου τους Στάλιν.
Όπως και να έχει, πάντως, είναι φανερό πλέον ότι η απίστευτη πολιτική φάρσα την οποία –εν είδει διακυβέρνησης- βιώνουμε τους τελευταίους έξι μήνες έχει προ πολλού εκμετρήσει το ζην. Και είναι πια των αδυνάτων αδύνατο να συνεχιστεί επί πολύ το μοναδικά στα παγκόσμια χρονικά σημερινό σκηνικό που συγκροτείται από μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία την οποία απαρτίζουν στελέχη με εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις και επιδιώξεις.
Δεν μπορεί την ίδια ώρα που οι μισοί στο ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν για «πάση θυσία παραμονή στο ευρώ», κάποιοι άλλοι από τον –υποτίθεται- ίδιο χώρο να καταρτίζουν πλάνα για εφόδους στο Νομισματοκοπείο και στις τραπεζικές θυρίδες ή να εκπονούν αστεία σχέδια την εισαγωγή παράλληλου νομίσματος και να συγκροτούν επιτροπές την μονομερή διαγραφή του χρέους.
Δεν είναι, επίσης, δυνατόν ενώ, υπάρχει δικαιολογημένα η αίσθηση ότι δεν ασχολείται κανείς με τα τόσο μεγάλα αλλά και μικρά προβλήματα –στην Υγεία, στην Παιδεία, στην Αγορά, στην καθημερινότητα- με τα οποία είναι αντιμέτωποι όλοι οι πολίτες, να σπαταλάτε ωφέλιμος χρόνος για τα εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ και αν θα κάνουν δημοψήφισμα, Συνέδριο ή θα φλυαρούν, όπως έκαναν όταν ήταν στο 3% και δεν ενδιαφερόταν κανείς μαζί τους.
Είναι καιρός, λοιπόν, να λάβει επειγόντως ένα τέλος η απίστευτη φαρσοκωμωδία που εξελίσσεται μπροστά μας και η κυβέρνηση να αφοσιωθεί απερίσπαστη στο έργο για το οποίο έχει εκλεγεί: τη διακυβέρνηση της χώρας, πρώτη πράξη της οποίας είναι η το δυνατόν συντομότερα υπογραφή νέας συμφωνίας με τους εταίρους και δανειστές της χώρας.
Γιατί αλλιώς, η πολιτική φαρσοκωμωδία που έχουμε ενώπιον μας, σύντομα θα μετατραπεί σε τραγωδία για τη χώρα. Την πρώτη ελληνική φαρσοτραγωδία την οποία κινδυνεύουμε να ζήσουμε μόνον και μόνον για να παραμείνει τεχνητά συγκολλημένος ο ΣΥΡΙΖΑ!