Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

«Λογοδοσία» για τις «αστοχίες» των voucher δεν προβλέπεται;

Σπανίως τόσο λίγες λέξεις δεν έκρυβαν τόσο μεγάλη υποκρισία, όσο αυτή που περιείχαν οι ένδεκα λέξεις στην καταληκτική πρόταση της δήλωσης με την οποία ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης προσπάθησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα στο φιάσκο με την υποτιθέμενη τηλεκατάρτιση των αυτοαπασχολούμενων επιστημόνων μέσω των διαβόητων «voucher».
«Τυχόν αστοχίες, όπως έγινε και σε άλλες περιπτώσεις, εντοπίζονται και διορθώνονται», έγραψε ο κ. Βρούτσης στην ανακοίνωση που εκών άκων εξέδωσε για να δημοσιοποιήσει ότι «με απόφαση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη το πρόγραμμα οικονομικής στήριξης επιστημόνων με τηλεκατάρτιση καταργείται».
Τα αμείλικτα ερωτήματα, τα οποία ευλόγως και ανεξαρτήτως της μανίας του ΣΥΡΙΖΑ για να βρει αντιπολιτευτικές ραφές, προκύπτουν από την υποκριτική υπεκφυγή του υπουργού Εργασίας είναι πολλά και δεν είναι καθόλου εύκολο να υπερκεραστούν με ισχυρισμούς ότι «ξεκινά αξιολόγηση των Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης μέσω ενδελεχούς ελέγχου της ποιότητας των προγραμμάτων κατάρτισης και ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού».
Αλήθεια; Πότε θα αρχίσει ο ενδελεχής έλεγχος; Και ως τώρα γιατί δεν άρχιζε; Ήταν όλα καλά; Ή έτσι νόμιζε ο ρέκτης υπουργός; Ο οποίος –τι σύμπτωση!- ήταν στην ίδια θέση και πριν από το 2015 και άρα ήξερε –ή, σε κάθε περίπτωση, όφειλε να ξέρει- την κατάσταση που επικρατεί γύρω από τα περίφημα ΚΕΚ τα οποία χρόνια τώρα έχουν, στην πλειονότητά τους, δώσει δείγματα γραφής για την «ποιότητα» των υπηρεσιών που παρέχουν.
Ο ισχυρισμός ότι «δεν είναι δυνατόν ο ΣΥΡΙΖΑ να κουνά το δάχτυλο για τα ΚΕΚ όταν η αρμόδια για τη διαχείριση κοινοτικών πόρων επί κυβέρνησης Τσίπρα παραιτήθηκε καταγγέλλοντας φωτογραφικούς διαγωνισμούς και εύνοια του Υπουργείου Εργασίας υπέρ των μεγάλων Κέντρων», μπορεί να ήταν άλλοθι τον Απρίλιο του 2019. Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν αποτελεί άλλοθι τον Απρίλιο του 2020.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Στο τελευταίο μήνυμα που απηύθυνε προς τους πολίτες την Μεγάλη Δευτέρα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε υπογραμμίσει με έμφαση τη σημασία της λογοδοσίας που πρέπει να υπάρξει για το αναπόφευκτο γεγονός ότι σε αυτή την ιδιαίτερη συγκυρία της επέλασης του κορωνοϊού λαμβάνονται αποφάσεις υπό συνθήκες εκτάκτων αναγκών.
«Στην αρχή αυτής της περιπέτειας, ζήτησα την ισχύ της εμπιστοσύνης σας», είχε πει ο πρωθυπουργός. «Και μου την προσφέρατε απλόχερα. Πιστεύω ότι, με σκληρή δουλειά, σας την ανταποδίδω καθημερινά. Δεν ξεχνώ, όμως, ότι αυτή η κατάσταση δεν θα συνεχιστεί επ’ αόριστον», συμπλήρωσε.
Και αμέσως μετά, ανέλαβε σαφείς δεσμεύσεις: «Μετά την κρίση, η κάθε εξουσία οφείλει να εγκαταλείπει το απυρόβλητο της ανάγκης, δυναμώνοντας την λογοδοσία. Γιατί καμία έκτακτη συνθήκη δεν μπορεί να αμφισβητεί τη δημοκρατική ευαισθησία», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός, προκαλώντας ανάμεικτα συναισθήματα σε όσους τον άκουσαν.
Κάποιοι… μυαλοφυγόδικοι έσπευσαν να εκφράσουν την άποψη –ή μήπως τις φοβίες τους;- ότι η πρωθυπουργική αναφορά στην λογοδοσία ήταν προαναγγελία προθέσεων για να –αν είναι δυνατόν!- να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές. Οι λογικοί και οι νουνεχείς, ωστόσο, αντιλήφθηκαν το αυτονόητο που ισχύει στα δημοκρατικά καθεστώτα και που δεν είναι άλλο από το ότι οι κυβερνήσεις δίνουν πάντοτε λόγο για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους.
Όπως και να έχει, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Έπειτα από την -ηθελημένη ή μη- παραδοχή του κ. Βρούτση ότι υπέπεσε σε «αστοχία», η επόμενη αυτονόητη κίνησή του είναι η υποχρέωση να λογοδοτήσει στους πολίτες που δοκιμάζονται τόσο από την τεράστια υγειονομική κρίση όσο και από την απότοκη μεγάλη οικονομική κρίση.
Κακά τα ψέματα, όμως, λογοδοσία χωρίς ανάληψη ευθύνης δεν υπάρχει. Γι΄ αυτό και δεν αρκεί που ο υπουργός Εργασίας μίλησε γενικώς και αορίστως για «αστοχίες». Στοιχειώδης υποχρέωσή του είναι να αναλάβει και τις ευθύνες για τις άστοχες πρωτοβουλίες και να προχωρήσει στο επόμενο βήμα, το οποίο κάθε υπεύθυνος πολιτικός σε κοινοβουλευτική δημοκρατία ξέρει ποιο είναι και δεν χρειάζεται να του το υποδείξει κανείς.
Το μέλλον του κ. Βρούτση, εξάλλου, είναι μάλλον… εξασφαλισμένο. Μπορεί άνετα να «μονιμοποιηθεί» ως σχολιαστής στα τηλεοπτικά πρωινάδικα. Άλλωστε και μέχρι τώρα δεν έκανε και πολύ διαφορετικά πράγματα…

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Ο Φίσερ, ο ΣΥΡΙΖΑ και η βοώσα πραγματικότητα


Ο Αμερικανός καθηγητής Ίρβινγκ Φίσερ (1867 - 1947) υπήρξε σπουδαίος μαθηματικός οικονομολόγος και οι θεωρίες τις οποίες ανέπτυξε, στην επιστήμη της Στατιστικής και όχι μόνον, υπήρξαν πρωτοποριακές σε τέτοιο βαθμό που διδάσκονται έως τις μέρες μας.
Μεσουράνησε στο πρώτο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα και έχει καταγραφεί στην ιστορία ως ο πρώτος διάσημος («celebrity», στη γλώσσα του) οικονομολόγος παγκοσμίως.
Εκτός από φημισμένος οικονομολόγος που σπούδασε αλλά και δίδαξε στο Γέιλ, ήταν μέγας επενδυτής και ένας εξ όσων είχαν συσσωρεύσει μεγάλα κέρδη από την τεράστια άνοδο που σημείωσε το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με λίγα λόγια, όλα στη ζωή του Φίσερ πήγαιναν όπως τα ήθελε, έως ότου ξέσπασε η μεγάλη χρηματιστηριακή κρίση του 1929.
Στο ξεκίνημα της μεγάλης κατρακύλας στη Γουόλ Στριτ, ο διάσημος οικονομολόγος όχι μόνον δεν είδε το τσουνάμι που ερχόταν και δεν έσπευσε να πουλήσει τα «χαρτιά» του, όπως έκαναν πανικόβλητοι πολλοί άλλοι επενδυτές, αλλά προέβαινε σε καθησυχαστικές δηλώσεις ισχυριζόμενος ότι η χρηματιστηριακή αγορά «είχε φτάσει σε ένα μόνιμα υψηλό οροπέδιο».
Ακόμη και μήνες μετά το Κραχ και ενώ η Μεγάλη Ύφεση επεκτεινόταν παγκοσμίως, ο Φίσερ, επικαλούμενος τα «μοντέλα» του, συνέχιζε να διαβεβαιώνει τους επενδυτές ότι η ανάκαμψη ήταν πολύ κοντά. Το αποτέλεσμα της επιμονής του να αγνοεί την πραγματικότητα και να μην βλέπει εκείνο που όλοι οι άλλοι –ειδικοί και μη- έβλεπαν, ήταν να χάσει μεγάλο μέρος τόσο από τον προσωπικό του πλούτο όσο και από την ακαδημαϊκή του φήμη.
Όποιος παρακολουθεί τα ευρήματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων, εύκολα διαπιστώνει ότι αντίστοιχο κίνδυνο με τον Αμερικανό οικονομολόγο, που η κρίση του είχε θολώσει εξαιτίας της αλαζονείας του και δεν τον άφηνε να «διαβάσει» σωστά όσα συνέβαιναν γύρω του το δυστοπικό 1929, κινδυνεύει η αξιωματική αντιπολίτευση στη χώρα μας επειδή αρνείται να αναγνωρίσει τη νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα που διαμορφώνεται με την επέλαση του κορωνοϊού και την τιτάνια μάχη για την ανάσχεσή του.
Οι αγωνιώδεις και μάλλον απέλπιδες προσπάθειες τις οποίες καταβάλουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για να βρουν αφορμές ώστε να αμφισβητήσουν τη θετικά διαφοροποιημένη εικόνα που επικρατεί στην Ελλάδα σε σχέση με πολλές άλλες χώρες, όχι μόνον δεν αποδίδει καρπούς στο μέχρι πριν από λίγους μήνες κυβερνών κόμμα, αλλά μάλλον το εκθέτει ανεπανόρθωτα.
Όταν μέσα ενημέρωσης και προσωπικότητες από ολόκληρο τον πλανήτη προβάλλουν την Ελλάδα ως το θετικό παράδειγμα, οι συνεργάτες του Αλέξη Τσίπρα επιτίθενται με ανοίκειο τρόπο στον «σταρ της πανδημίας», στον δημοφιλέστερο Έλληνα που πανθομολογουμένως είναι ο εξαίρετος καθηγητής Λοιμωξιολογίας Σωτήρης Τσιόδρας.
Την ίδια ώρα βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ «κατασκευάζουν» δικής τους επινόησης στατιστικές με τις οποίες επιχειρούν να αμφισβητήσουν την αποτελεσματικότητα που είχε η έγκαιρη λήψη περιοριστικών μέτρων και αποτυπώνεται παραστατικά στον αριθμό των κρουσμάτων που έχουμε στη χώρα μας και των θυμάτων που θρηνούμε.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μάλλον δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς ούτε από το άνοιγμα της ψαλίδας στην πρόθεση ψήφου υπέρ της ΝΔ και στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Είναι, άλλωστε, ακόμη πιο αποκαλυπτικό το γεγονός ότι το 80,4% των πολιτών, σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη μέτρηση της εταιρίας Marc, θεωρεί αναγκαία τα μέτρα που λήφθηκαν λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και μόνο το 8,7% τα βρίσκει υπερβολικά.
Ούτε βεβαίως μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο ότι μόλις και μετά βίας το 20,7% των ερωτηθέντων βρίσκουν ρεαλιστικά τα μέτρα που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το 43,8% των πολιτών τα βρίσκει μη ρεαλιστικά και ανάμεσα τους είναι οι μισοί από όσους ψήφισαν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις τελευταίες εκλογές.
Υπάρχει βεβαίως και ένα ποσοστό της τάξης του 26,9% που δηλώνει ότι «δεν έχει ακούσει» για τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που ίσως μπορεί να επιχειρηθεί να αποτελέσει ένα είδος μάχης οπισθοφυλακής, από αυτές που συνηθίζει δίνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατηγορώντας συλλήβδην τα μέσα ενημέρωσης ότι δεν προβάλουν τις θέσεις του επειδή η κυβέρνηση τα «εξαγόρασε» με το… ιλιγγιώδες ποσό των 11 εκατ. ευρώ.
Δεν το αντιλαμβάνονται, μάλλον, αλλά η αντιπολιτευτική στρατηγική αυτού του είδους είναι άγονη και αδιέξοδη. Γιατί, αλήθεια, με εξαίρεση τους λίγους φανατικούς, ποιος πολίτης μπορεί να πιστέψει ότι είναι άλλη η πραγματικότητα από αυτήν που βλέπει, επειδή η κυβέρνηση αποφάσισε, όπως και άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, να στηρίξει τον χειμαζόμενο κλάδο της ενημέρωσης;
Μπορεί, οποιοσδήποτε εχέφρων άνθρωπος να πιστέψει ότι τα μέσα ενημέρωσης τα οποία σέβονται τον εαυτό του και στελεχώνονται από επαγγελματίες δεν θα ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση Μητσοτάκη εάν είχε συμπεριφερθεί όπως οι κυβερνήσεις του Τραμπ, του Ερντογάν, του Τζόνσον ή –ακόμη, ακόμη- και του Μακρόν ο οποίος, όταν εδώ στην Ελλάδα έκλειναν τα σχολεία, επέτρεπε στη Γαλλία τη διεξαγωγή δημοτικών εκλογών;
Αντί, λοιπόν, η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προσπαθεί να βγάλει… από τη μύγα ξύγκι», θα ήταν αποδοτικότερο και για την ίδια και για τους πολίτες να έπαυε να φαντασιώνεται συνωμοσίες και να έβλεπε κατάματα την πραγματικότητα, όπως αποτυπώνεται στις απαντήσεις σύμφωνα με τις οποίες μόνον ένας στους δέκα Έλληνες πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερα τα πράγματα αν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, ενώ το 51% πιστεύει ότι θα ήταν χειρότερα.
Το καλύτερο, λοιπόν, που έχουν να κάνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, αφού μόλις πριν από λίγους μήνες παρέδωσε την εξουσία, είναι να διεκδικήσουν μερίδιο από την επιτυχία. Το οποίο θα μπορέσουν να αποσπάσουν υποστηρίζοντας με θετική προαίρεση ότι δεν έγιναν όλα το τελευταίο εννεάμηνο, αντί να γκρινιάζουν αρνούμενοι την πραγματικότητα που βοά μπροστά στα μάτια και στα αυτιά όλης της υφηλίου.
Όσο αρνούνται την βοώσα πραγματικότητα, θα πληρώνουν βαρύ τίμημα, χάνοντας πλούτο και φήμη, όπως ο καθηγητής Φίσερ…        

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

«Αριστεία χωρίς αλαζονεία» ή «το όπλο παρά πόδα»;


Κανένας άλλος, ίσως, δεν θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα την… καλοτυχία που απολαμβάνει η χώρα μας τούτες τις δύσκολες μέρες και ώρες, που περνάει ολόκληρος ο πλανήτης, όσο ένας γιατρός, ο πρόεδρος της Ιατρικής Σχολικής Αθήνας Πέτρος Σφηκάκης, ο οποίος νόσησε από τον κορωνοϊό, αποθεραπεύτηκε και επέστρεψε στα καθήκοντα του.
«Έχουμε πάει καλά χάρη στην αριστεία των μελών της επιστημονικής επιτροπής του υπουργείου Υγείας που λειτούργησαν χωρίς αλαζονεία», δήλωσε τις προηγούμενες ημέρες ο κ. Σφηκάκης (στο «Έθνος της Κυριακής»).
«Δεν μπορεί να πεις ότι στα άλλα κράτη που παρουσιάζουν αυξημένα κρούσματα, οι επιστημονικές επιτροπές δεν ήταν άριστες», εξήγησε, προσθέτοντας: «Εμείς όμως δεν είχαμε αλαζονεία. Έχουμε δηλαδή τον συνδυασμό: Αριστεία χωρίς αλαζονεία…».
Οι τρεις αυτές λέξεις –«αριστεία χωρίς αλαζονεία»- θα μπορούσαν όντως να αποτελέσουν το «σήμα κατατεθέν» αυτού του νικηφόρου, όπως προδιαγράφεται, αγώνα που δίνει το επιστημονικό δυναμικό της χώρας μας κατά του ύπουλου και φονικού ιού.
Είναι λέξεις στις οποίες αποτυπώνεται τόσο παραστατικά ο συνδυασμός επιστημοσύνης και ανθρωπιάς που αποπνέει ο εξαιρετικός καθηγητής Λοιμωξιολογίας Σωτήρης Τσιόδρας, από τα χείλη του οποίου κρέμεται κάθε απόγευμα ολόκληρη η Ελλάδα.
Το μεγάλο ευτύχημα, όμως, για την Ελλάδα είναι ότι ο εκπληκτικός κ. Τσιόδρας δεν δείχνει να αποτελεί την εξαίρεση. Είναι μάλλον ο κανόνας αφού μια πλειάδα συναδέλφων του στην Ιατρική και στο ελληνικό Πανεπιστήμιο, οι οποίοι αρθρώνουν δημόσιο λόγο για την εξέλιξη της πανδημίας, επιδεικνύουν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, σπάνιο ήθος, υψηλή επαγγελματική επάρκεια και απαράμιλλη μετριοπάθεια.
Είναι, κακά τα ψέματα, σπάνιο το φαινόμενο που παρακολουθούμε τις τελευταίες εβδομάδες και φωτίζει με δυνατές αχτίδες αισιοδοξίας τη μαυρίλα των ημερών του εγκλεισμού και της απομόνωσης που βιώνουμε.
Είναι, μάλιστα, τόσο σπάνιο το φαινόμενο που κάνει πολλούς να απορούν και αναρωτιούνται: Που ήταν, άραγε, κρυμμένη τόσα χρόνια αυτή η «άλλη Ελλάδα»; Η Ελλάδα του καθήκοντος. Η Ελλάδα της αλληλεγγύης για τον συνάνθρωπο. Η Ελλάδα της αγαστής συνεργασίας τόσων πολλών επιστημόνων.
Το πλέον εντυπωσιακό, εν προκειμένω, δεν είναι ότι έχουμε να κάνουμε με καλά καταρτισμένους επιστήμονες που ξέρουν το αντικείμενό τους και στην θεωρία και στην πράξη, ούτε ότι είναι ενήμεροι για τις εξελίξεις στο διεθνές επιστημονικό στερέωμα και τις προσπάθειες που γίνονται για την εξεύρεση νέων θεραπειών.
Εκείνο που περισσότερο εντυπωσιάζει είναι επιπλέον προσόντα τους που έρχονται στην επιφάνεια. Ότι, για παράδειγμα, δεν βγαίνουν στην τηλεόραση για να καβγαδίσουν, ούτε για να κάνουν επίδειξη γνώσεων ή εξυπνακίστικης διαφοροποίησης, όπως είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια με σεισμολόγους, οικονομολόγους και διαφόρους άλλους.
Αντιθέτως, σε αυτή την πανδημία υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός γιατρών οι οποίοι μέσα από τις εφημερίδες, τις τηλεοράσεις, τα ραδιόφωνα και τους ειδησεογραφικούς ιστότοπους ενημερώνουν με εύληπτο τρόπο τους πολίτες, μιλώντας, συνάμα, με σεβασμό για την κοινωνία, χωρίς περιττές δραματοποιήσεις και ανούσιους διδακτισμούς.
Το ξεχωριστό κλίμα που αναδύεται από την ιδιαίτερη αυτή κατάσταση έχει άμεσα και απτά αποτελέσματα. Είναι αποτελέσματα που τα βλέπει κανείς στον υψηλό βαθμό συμμόρφωσης που δείχνει ο πιο… απείθαρχος λαός της υφηλίου.
Ποιος, αλήθεια, θα περίμενε ότι θα ερήμωνε από τη μια μέρα στην άλλη η Ελλάδα της οποίας μέχρι πρότινος το ένα τρίτο του πληθυσμού της πίστευε ότι… μας ψεκάζουν;
Η μεγαλύτερη επιτυχία των άξιων Ελλήνων επιστημόνων, που βρίσκονται στην «πρώτη γραμμή του πυρός» και που, εν προκειμένω, σχετίζεται με τη συνεχή ενημέρωση των πολιτών, είναι ακριβώς η εμπιστοσύνη την οποία εκπέμπουν.
Η πειθώ την οποία ασκούν, ακόμη και στην περίπτωση που λειτουργεί ως φόβος, υποχρέωσε ακόμη και συνέλληνες που γαλουχήθηκαν με συνθήματα όπως το ηρωικό «του Έλληνος ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει…» να μένουν στα σπίτια τους.
Στον αντίποδα βεβαίως δεν λείπουν οι πολύ λίγοι μίζεροι αρνητές της πραγματικότητας, οι λιγοστοί υμνητές των υβριστών που απειλούσαν ότι θα έθαβαν τρία μέτρα κάτω από τη γη όσους τους ασκούσαν κριτική, οι ελάχιστοι αμετανόητοι οπαδοί του διχασμού και της μισαλλοδοξίας που θρασύδειλα απειλούν ότι «μετά θα λογαριαστούμε».
Δεν αντιλαμβάνονται οι αφελείς ότι το σύνθημα τους παραπέμπει στο διαβόητο ρηθέν για «το όπλο παρά πόδα» που επινόησε ο άμοιρος Νίκος Ζαχαριάδης την επομένη της δεινής ήττας που υπέστη στον Εμφύλιο τον οποίο ο ίδιος προκάλεσε. Ούτε προφανώς λαμβάνουν υπόψιν τους ότι μερικά χρόνια αργότερα ο ίδιος ο αρχηγός των ηττημένων ανταρτών αναζητούσε ματαίως δικαίωση επιχειρώντας να καταφύγει στην πρεσβεία της (χουντικής!) Ελλάδας…
Όπως και να έχει, οι πρόσφατες εξελίξεις δείχνουν ότι οι Έλληνες πολίτες μετά την περιπέτεια που έζησαν τα προηγούμενα χρόνια και η οποία αναμφισβήτητα διήρκεσε περισσότερο, επειδή ήταν πολλοί εκείνοι πίστεψαν τις ανόητες αυταπάτες διάφορων αλαζονικών σαλτιμπάγκων, δείχνουν πλέον να εμπιστεύονται όλο και περισσότερο τις ορθολογικές θέσεις και απόψεις.
Και αυτό, αν θέλετε, θα αποδειχθεί, πιθανότατα, ως ένα από τα μεγάλα κέρδη που θα μετριάσουν τις ζημιές της επέλασης του κορωνοϊού. Δεν είναι λίγο να έρθει στο προσκήνιο η Ελλάδα που επενδύει στην «αριστεία, χωρίς αλαζονεία» και αντιστρατεύεται την «αλαζονεία του μίσους κατά της αριστείας» που ζήσαμε τα προηγούμενα χρόνια.
Να είμαστε, λοιπόν, καλά, να το ζήσουμε και να το απολαύσουμε!