Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 2 Απριλίου 2021

Θα μηνύσει κανείς τον Απόστολο Δοξιάδη;

 

«Συμβολή στην καλλιέργεια μίσους, φανατισμού και τοξικότητας» θεωρεί ο κ. Βαγγέλης Καλπαδάκης, διπλωματικός σύμβουλος του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, τα όσα εις βάρος του κατήγγειλε τις προηγούμενες ημέρες ο γνωστός συγγραφέας κ. Απόστολος Δοξιάδης για τον ρόλο που διαδραμάτισαν στελέχη της προηγούμενης κυβέρνησης στις εκδόσεις αλλά και στις απόπειρες εκδόσεων Τούρκων αντικαθεστωτικών που αναζήτησαν καταφύγιο στη χώρα μας μετά το (υποτιθέμενο) πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 κατά του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Το εντυπωσιακό, ωστόσο, είναι ότι δεν ένοιωσαν την ανάγκη να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη για να προστατεύσουν την τιμή και την υπόληψή τους ούτε ο κ. Καλπαδάκης, ο οποίος την επίμαχη περίοδο συμβίωνε με την τουρκάλα διπλωμάτη Φεϊζά Μπαρουτσού, που υπηρετούσε στην πρεσβεία της Αθήνας όσο ο «καλός της» ήταν το πρώτο διπλωματικό βιολί στο Μέγαρο Μαξίμου, ούτε κανείς από τους τότε υπουργούς (Γιάννης Μουζάλας και Δημήτρης Βίτσας) και τους λοιπούς αξιωματούχους (όπως η απόστρατη αντιστράτηγος της ΕΛΑΣ Ζαχαρούλα Τσιριγώτη ή η πρώην Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου), οι οποίοι ονομαστικά καταγγέλλονται ότι παρέβησαν τα καθήκον τους μόνο και μόνο για να μην εκτεθεί ο Αλέξης Τσίπρας με τις απαράδεκτες δεσμεύσεις που είχε αναλάβει έναντι του Τούρκου Προέδρου.

Ο κ. Δοξιάδης, από την πλευρά του, αρθρογραφώντας στον ιστότοπο «protagon.gr», δεν μασάει τα λόγια του. Μιλάει ευθέως για μια «θλιβερή και ταυτόχρονα εξοργιστική ιστορία» που «έχει στο επίκεντρό της ένα συμβάν και δύο σχέσεις». Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το συμβάν είναι «η ουδέποτε ευθέως διαψευσθείσα υπόσχεση του Τσίπρα στον Ερντογάν, ότι θα επιστρέψει τους οκτώ τούρκους αξιωματικούς που κατέφυγαν στη χώρα μας στις 16 Ιουλίου 2016 με στρατιωτικό ελικόπτερο».

Ενώ οι δύο επίμαχες σχέσεις είναι: αφενός, «η σχέση εμπιστοσύνης του Τσίπρα με τον Βαγγέλη Καλπαδάκη, νεαρό και άπειρο διπλωμάτη που όρισε διευθυντή του Διπλωματικού Γραφείου του Πρωθυπουργού» και, αφετέρου, η «η συμβίωση του Καλπαδάκη με την τουρκάλα διπλωμάτη Φεϊζά Μπαρουτσού, που λίγο αφότου ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές και ο Καλπαδάκης ανέλαβε την υψηλή του θέση, μετετέθη (σύμπτωση;) από το υπουργείο Εξωτερικών στην Άγκυρα, σε ανώτατη θέση στην τουρκική πρεσβεία στην Αθήνα, επισήμως υπεύθυνη για τις πολιτικές υποθέσεις, αλλά και για τις “προσφυγικές ροές”, με τη δεύτερη αρμοδιότητα σύντομα να αποκτά μακάβρια σημασία. Και, βέβαια, φτάνοντας στην Αθήνα, η Μπαρουτσού άρχισε να συζεί με τον εκλεκτό της καρδιάς της».

Ο γνωστός συγγραφέας, ο οποίος ήταν η ψυχή της ομάδας των Ελλήνων πολιτών που έδωσαν σκληρό αγώνα για να μην παραδοθούν σιδηροδέσμιοι οι Τούρκοι αξιωματικοί που κατέφυγαν ικέτες στην Ελλάδα, φέρνει στο φως δύο αποκαλυπτικές συναντήσεις που είχε ο ίδιος την περίοδο που δόθηκαν οι σκληροί δικαστικοί αγώνες για να αποτραπεί η έκδοση των «Οκτώ». Η περιγραφή την οποία κάνει είναι τόσο λεπτομερώς παραστατική που δεν αφήνει περιθώρια για αμφισβήτηση των λεγομένων του. «Ο πρώτος, κάπως ηλικιωμένος, ήταν γλυκύτατος, με κράτησε δύο ώρες στο γραφείο του, προτείνοντάς μου ενδιάμεσα, καφεδάκια, κουλουράκια και μετά ουζάκια και λουκανικάκια, που ευγενώς αρνιόμουν, και δίνοντάς μου χαζοχαρούμενες διαβεβαιώσεις του τύπου “μα ο Αλέξης είναι καλό παιδί, πιστεύει στα ανθρώπινα δικαιώματα”, “αποκλείεται να θέλει να τους εκδώσει”, “αποκλείεται να μίλησε στη Θάνου”, και άλλα τέτοια», γράφει ο κ. Δοξιάδης.

Ο δεύτερος τον οποίο συνάντησε ήταν –οποία… έκπληξη!- ο κ. Καλπαδάκης. «Το κλίμα ήταν εδώ τελείως διαφορετικό. Πάλι τυπικά ευγενικό, αλλά οι ματιές μας τώρα έβγαζαν φωτιές», αναφέρει ο συγγραφέας, προσθέτοντας: «Σε αυτόν διατύπωσα τις προειδοποιήσεις μου όσο γίνεται πιο απόλυτα: “Αν τους δώσετε πίσω, παραβαίνοντας κάθε αρχή ανθρωπισμού, ηθικής και νομιμότητας, σας διαβεβαιώ ότι θα κάνω σκοπό της ζωής μου να σας ξεφτιλίσω σε όλο τον πλανήτη!”». Και συνεχίζει: «Τα λόγια μου ακούγονται ίσως φαιδρά σήμερα –στο κάτω-κάτω, ποιος ήμουν εγώ να απειλώ μια κυβέρνηση με τέτοια τρομερά πράγματα;– αλλά στη στιγμή και στον τόνο που λέγονταν έβλεπα ότι έπιαναν τόπο…».

Η τακτική αυτή του κ. Δοξιάδη υποχρέωσε, όπως ο ίδιος περιγράφει, τον κ. Καλπαδάκη να αλλάξει συμπεριφορά: «…Σε τόνο σχεδόν παρακλητικό, άρχισε να προσπαθεί να με πείσει ότι αν οι Οκτώ δεν εκδίδονταν, “ο Ερντογάν θα θυμώσει πάρα πολύ”. “Ε, ας θυμώσει”, του είπα εγώ. “Δεν είναι έτσι απλό”, συνέχισε, κουνώντας το κεφάλι σοβαρά. “Ο θυμός του θα έχει τρομερές συνέπειες”. Και πες, πες, κατέληξε να μου πει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι αν δεν εκδώσουμε τους Οκτώ θα γίνει πόλεμος. Εγώ έμεινα άφωνος. “Μα το πιστεύετε σοβαρά αυτό;”, ρώτησα. “Ναι, και έχουμε έγκυρες πληροφορίες. Και σας παρακαλώ να το πιστέψετε και εσείς”…», αναφέρει ο συγγραφέας. Και συμπεραίνει ότι «οι έγκυρες πληροφορίες σίγουρα περιλάμβαναν και την κυρία Μπαρουτσού…».

Με τον κ. Δοξιάδη δεν γνωριζόμαστε προσωπικώς. Έχουμε επικοινωνήσει τηλεφωνικώς μία και μόνη φορά όταν στις 12 Ιανουαρίου 2017 δημοσίευσα σε αυτήν εδώ τη στήλη κείμενο υπό τον τίτλο «Αδιανόητο ανοσιούργημα». Ήταν ένα κείμενο που στηριζόταν σε off the record ενημέρωση από εγκυρότατη πηγή, σύμφωνα με την οποία ο Αλέξης Τσίπρας είχε «εκμυστηρευθεί» σε πολιτικό αρχηγό της τότε αντιπολίτευσης την πρόθεσή του «να εκδοθούν τελικώς στην Τουρκία οι έξι  που υπήρξαν αξιωματικοί και να παρασχεθεί άσυλο μόνον στους δύο άλλους που ήταν υπαξιωματικοί». Γι΄  αυτό τον λόγο, μάλιστα, είχε μεθοδευτεί ο διαχωρισμός των υποθέσεων των Οκτώ παρόλο που ήταν πανομοιότυπες.

Στο καταληκτικό υστερόγραφο του κειμένου μου έγραφα τα εξής: «Είναι μάλλον η πρώτη φορά που γράφω ένα κείμενο με την ελπίδα και τη διακαή επιθυμία να διαψευστεί…». Μετέφερα στον κ. Δοξιάδη όσα μου επέτρεπε η δέσμευση του off the record που είχα αναλάβει έναντι της πηγής μου. Και έκτοτε παρακολουθούσα με μεγάλο ενδιαφέρον –και με αγωνία (γιατί να το κρύψω;) που μου προκαλούσαν οι αμφιβολίες αν έπρεπε να μιλήσω πιο ανοικτά- τον μαραθώνιο δικαστικό αγώνα που έδωσαν ο κ. Δοξιάδης και λίγοι ακόμη ενεργοί πολίτες με πραγματικές ευαισθησίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Είναι ίσως περιττό να σημειώσω ότι το νικηφόρο αποτέλεσμα που έφεραν οι τιτάνιες προσπάθειές τους κατά της έκδοσης των Οκτώ με χαροποίησε αφάνταστα, αν και κάποιοι άλλοι πολίτες της γείτονος δεν είχαν την ίσια καλή τύχη, αφού, όπως καταγγέλλεται, παραδόθηκαν παρανόμως στα όργανα του Ερντογάν. Θα με… χαροποιούσε επίσης αν κάποιος από τους ονομαστικά καταγγελλόμενους μήνυε τον κ. Δοξιάδη για να ανοίξει ο φάκελος των παράνομων παραδόσεων. Κάτι τέτοιο, όμως, φαντάζει απίθανο. Και μάλλον θα μείνουμε μόνον με τους ισχυρισμούς του κ. Καλπαδάκη ότι όποιος δεν ενδίδει στους λεονταρισμούς του Σουλτάνου είναι… υπόλογος «για καλλιέργεια μίσους, φανατισμού και τοξικότητας».

Που την έμαθαν, άραγε, αυτή τη… διπλωματική μαεστρία οι θιασώτες του διαβόητου δόγματος της… «good diplomacy»;

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

Διδάγματα από τα 200 χρόνια

 

Καθώς ολοκληρώθηκε ο κεντρικός κορμός των εκδηλώσεων για την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, ακολουθώντας την ανάγκη για αναστοχασμό, δεν μπορούμε να μην παραδεχθούμε και να μην διατυμπανίσουμε ότι ο ξεσηκωμός του υπόδουλου επί τέσσερις αιώνες Γένους των Ελλήνων υπήρξε ένα συγκλονιστικό γεγονός με πολύπλευρες διαστάσεις.

Με την απόσταση των δύο αιώνων που παρήλθαν έκτοτε, δεν χρειάζεται να είναι κάποιος εθνικά «υπερευαίσθητος» για να αναγνωρίσει ότι ο Αγώνας για την Παλιγγενεσία των Ελλήνων ήταν και παραμένει μοναδικός στην παγκόσμια Ιστορία.

Μπορεί να επηρεάστηκε από την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, που προηγήθηκαν χρονικά, ωστόσο, η εξέγερση του ελληνικού Γένους δεν είχε ανάλογο ιστορικό προηγούμενο. Με όλες τις διαφορές ή και τις αντιθέσεις που μπορεί να είχαν μεταξύ τους, οι πρόγονοί μας ήταν ο πρώτος λαός που ξεκίνησε και οδήγησε σε αίσιο πέρας έναν τιτάνιο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.

Ουδείς μπορεί να παραβλέψει ότι η θετική κατάληξη ήταν, εν τέλει, και αποτέλεσμα έξωθεν παρεμβάσεων, οι οποίες εκδηλώθηκαν είτε με τη δράση του επίσης μοναδικού έως τότε εθελοντικού κινήματος που συγκρότησαν χιλιάδες φιλέλληνες, είτε με την εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων της εποχής οι οποίες συναίνεσαν στην ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.

Από την άλλη, όμως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι, πέρα και πάνω από όλα, εκείνο που έκρινε τον Αγώνα ήταν η απόφαση τόσο πολλών ανθρώπων να πολεμήσουν και να θυσιαστούν για «της πατρίδος την ελευθερία».

Σε αντίθεση, εξάλλου, με όσα διατείνονται ορισμένοι, οι τάξεις των εξεγερμένων Ελλήνων δεν στελεχώθηκαν μόνον από απελπισμένους οι οποίοι ανήκαν στην κατηγορία των ανθρώπων που δεν είχαν που «την κεφαλήν κλίναι». Σε πολλές περιπτώσεις οι επαναστάτες προέρχονταν από τους, τηρουμένων των αναλογιών, «προνομιούχους» της οθωμανικής περιόδου.

Στον ξεσηκωμό, άλλωστε, συμμετείχαν εκτός από μεμονωμένους ευκατάστατους της εποχής, και ολόκληρες περιοχές, όπως η Νάουσα ή η Χίος, που γνώριζαν οικονομική άνθηση επειδή διέθεταν ειδικά προνόμια. Και, παρά ταύτα, δεν έμειναν απαθείς στα επαναστατικά κελεύσματα. Χιλιάδες άνθρωποι δεν δίστασαν να διακινδυνεύσουν τη βολή τους υιοθετώντας εμπράκτως το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος» για το οποίο πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος οι ίδιοι και οι οικογένειες τους.

Υπό αυτό το πρίσμα, είναι σίγουρα μεγάλο άδικο που η πανδημία του κορωνοϊού δεν επέτρεψε να γίνει η επέτειος των 200 χρόνων αφορμή για να συζητήσουμε –και να διαφωνήσουμε ίσως…- για τις πολλές πτυχές που αναμφισβήτητα είχε η Εθνεγερσία των Ελλήνων. Αλλά κυρίως χάθηκε η ευκαιρία να αναδειχθεί η μοναδικότητά της.

Σκεφθείτε μόνον πως ήταν ο χάρτης τη ευρύτερης περιοχής μας το 1821 μόλις πριν από δύο αιώνες. Και αναλογιστείτε σε πόσους λαούς και πόσα έθνη οι επαναστατημένοι Έλληνες έδειξαν τον δρόμο προς την ελευθερία και την εθνική αποκατάσταση.

Όπως και να έχει, πάντως, αν κάτι περισσότερο από όλα τα άλλα έχουμε να διδαχθούμε όλοι εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες από το ’21 είναι το συλλογικό πνεύμα της εθνικής αυτοπεποίθησης που διακατείχε τους ομοεθνείς μας εκείνης της συγκλονιστικής περιόδου.

Είναι εντυπωσιακό πως εκμηδενίστηκαν οι αποστάσεις και σε μια εποχή χωρίς τις σύγχρονες επικοινωνίες συντονίστηκαν παίρνοντας σχεδόν ταυτόχρονα τα όπλα για να ριχθούν στις μάχες νέοι άνθρωποι από το Ιάσιο και το Δραγατσάνι έως τον Μωριά και τη Ρούμελη και από τις Σπέτσες και τα Ψαρά έως την Κρήτη και την Κύπρο.

Μπορεί να μην απέφυγαν τους διχασμούς και τις εμφύλιες συγκρούσεις (για τις οποίες δεν είναι ανάγκη να αναζητούμε… άλλοθι ενοχοποιώντας τους ξένους), πλην, όμως, έμειναν ενωμένοι στον κοινό σκοπό. Και ο κοινός τους σκοπός δεν ήταν άλλος από το να στήσουν εκ του μηδενός ένα καινούργιο κράτος. Για να ζήσουν μέσα σε αυτό ελεύθεροι να μιλούν τη γλώσσα τους, να ακολουθούν τα ήθη και τα έθιμα τους, να τιμούν τους προγόνους τους και να εργάζονται για την προσωπική και τη συλλογική τους ευημερία.

Διακόσια χρόνια μετά, εμείς οι απόγονοί τους δεν έχουμε παρά να πορευθούμε με το ίδιο σθένος και να δώσουμε τις δικές μας μάχες για τη συλλογική εθνική αυτοπεποίθηση, όπως την επιτάσσουν οι δικοί μας –τόσο ίδιοι σε κάποια πράγματα και τόσο διαφορετικοί σε κάποια άλλα- καιροί!

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Να σηκώσει το χέρι όποιος κατέχει τη χρυσή συνταγή

 

Στους ανά την ελληνική επικράτεια καφενέδες που πλέον είναι κυρίως ηλεκτρονικοί ή ψηφιακοί, αφού τους έχουν υποκαταστήσει οι… εμβριθείς αναλυτές των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών πρωινάδικων, που ανταγωνίζονται σκληρά με τους… ομότεχνους τους που ξημεροβραδιάζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα προβλήματα της πανδημίας είναι τόσο απλά που μπορεί να επιλυθούν στο άψε σβήσε.

Είναι εντυπωσιακό το πόσο πολλοί είναι οι εγχώριοι δημοσιολόγοι που έχουν έτοιμες τις λύσεις, σε βαθμό που να σε κάνουν να απορείς πως και γιατί δεν τους έχουν καλέσει ακόμη στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για να δώσουν τα φώτα τους. Σε ολόκληρο τον πλανήτη, άλλωστε, ηγέτες και λαοί προβληματίζονται, ενώ επιστήμονες και ερευνητές πονοκεφαλιάζουν για το τι μέλλει γενέσθαι με ένα φαινόμενο το οποίο συμβαίνει μια φορά σε κάθε αιώνα.

Με εξαίρεση κάποιους λίγους ψεκασμένους αρνητές, παντού στον κόσμο ουδείς ισχυρίζεται ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια ή διαθέτει τη χρυσή συνταγή για να εξαφανιστεί η επέλαση του ιού. Στη χώρα μας, όμως, τα πράγματα είναι αλλιώς. Πολιτικοί και πολιτικολογούντες, δημοσιογράφοι και δημοσιογραφούντες, γιατροί που οι γνώσεις τους για τις λοιμώξεις πρέπει να έχουν σταματήσει στην περίοδο που ήταν φοιτητές, αλλά και διάφοροι άλλοι ακόμη πιο άσχετοι με το πανδημικό φαινόμενο, παρελαύνουν ολημερίς από τις οθόνες μας αναμασώντας τετριμμένες αμπελοφιλοσοφίες που τις εμφανίζουν ως φαεινές ιδέες.

Εκφράζονται συνήθως αυτάρεσκα και με απόλυτες βεβαιότητες. Δεν έχουν ερωτήματα ή αμφιβολίες για όσα εκστομίζουν ή γράφουν στις αναρτήσεις τους. Έχουν άποψη για όλα: για τη μεταδοτικότητα του ιού και τις μεταλλάξεις του, για τις μάσκες και την προστασία που (δεν;) παρέχουν, για τα εμβόλια και την αποτελεσματικότητά τους, για τους λόγους για τους οποίους, όπως οι ίδιοι πιστεύουν, έχουν αποτύχει τα lockdown, τα οποία αποτελούν τον κανόνα που, λιγότερο ή περισσότερο, εφαρμόζονται σε όλη την υφήλιο.

Η προσέγγισή τους είναι, ως επί το πλείστον, αρνητική. Η γκρίνια, εξάλλου, όπως και το στείρο «όχι», έχουν εξ ορισμού μια υπεροχή που δεν είναι άλλη από την ευκολία. Ευκολία η οποία χάνεται όταν πρέπει να διατυπώσει κανείς εναλλακτική πρόταση σε όλα εκείνα με τα οποία δηλώνει ότι διαφωνεί. Στο εύλογο, για παράδειγμα, ερώτημα «τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει;», η πιο συχνή και μάλλον αμήχανη απάντηση που, εκ πρώτης, δίνεται είναι του τύπου… «όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια».

Η συνέχεια είναι πιο αποκαρδιωτική, καθότι οι υποτιθέμενες ιδέες που παραθέτουν, όταν πιέζονται να αντιτάξουν κάτι συγκεκριμένο, δεν είναι παρά ένα συμπίλημα ανερμάτιστων αντιφάσεων, ιδεοληπτικών εμμονών και διακίνησης λαϊκιστικών ψευδολογιών. Ολοφύρονται για την ύφεση, αλλά ζητούν να μην προχωρήσει το σταδιακό άνοιγμα της οικονομικής δραστηριότητας. Επισημαίνουν την εκτίναξη του χρέους αλλά θέλουν να γίνουν απεριόριστες προσλήψεις στο δημόσιο και να δοθούν ατελείωτα επιδόματα προς όλους.

Θεωρούν βασική αιτία για τη διασπορά του ιού τις μετακινήσεις με τις αστικές μεταφορές, αλλά δεν τους απασχολεί ο συγχρωτισμός στα συλλαλητήρια και στις πορείες. Χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τον «θάνατο του εμποράκου», αλλά αντιτίθενται σφόδρα στο άνοιγμα του λιανεμπορίου, «αφού τα κρούσματα είναι περισσότερα από εκείνα που προκάλεσαν το κλείσιμό του». Πολέμησαν λυσσαλέα τα ανοιχτά σχολεία αλλά ψέγουν και την ψυχρή τηλεκπαίδευση. Με λίγα λόγια… δεν τους πιάνεις πουθενά.

Ας το πούμε για άλλη μια φορά για όσους και όποιους δεν εθελοτυφλούν: Όχι, δεν είναι όλα καλώς καμωμένα με τη διαχείριση της πανδημίας στη χώρα μας. Και λάθη έγιναν. Και παραλείψεις σημειώθηκαν. Και παλινωδίες διαπιστώθηκαν. Τα περιορισμένα, για παράδειγμα, τεστ εμπόδισαν την έγκαιρη ιχνηλάτιση του πραγματικού αριθμού των κρουσμάτων και επέτρεψαν την ανεξέλεγκτη διασπορά. Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς βάσιμα ότι τα λάθη, οι παραλείψεις και οι παλινωδίες διαμόρφωσαν μια υγειονομική και οικονομική κατάσταση δυσχερέστερη από εκείνη που αντιμετώπισαν άλλες χώρες.

Όλα δείχνουν ότι δεν απέχουμε πολύ από το τέλος αυτής της μεγάλης περιπέτειας που διαρκεί ήδη 13 μήνες. Και σε πείσμα της δικαιολογημένης κούρασης που όλοι αισθανόμαστε, αλλά και της μεμψιμοιρίας που από ορισμένες πλευρές εκπέμπεται, ο μέχρι στιγμής απολογισμός είναι ότι η Ελλάδα δεν τα πήγε άσχημα στη μάχη κατά του κορωνοϊού. Όποιος, πολιτικός ή πολίτης, διαφωνεί επειδή πιστεύει ότι ο ίδιος γνωρίζει τη χρυσή συνταγή, η οποία δεν εφαρμόστηκε μέχρι τώρα, δεν έχει παρά να… σηκώσει το χέρι για να λάβει τον λόγο. Και να ακουστεί στα… πέρατα της οικουμένης. Όπου, άλλωστε, λίγο ως πολύ, όλοι τα ίδια κάνουν. Σε Ανατολή και Δύση. Σε Βορρά και Νότο!