Πάνω
που ετοιμάζεται κανείς να πάρει βαθιά ανάσα, εκφράζοντας ανακούφιση για τη
διαφαινόμενη συνάντηση της νεοφώτιστης κυβέρνησης με την πραγματικότητα,
συμβαίνει κάτι και η διάχυτη εντύπωση του αποκαρδιωτικού “δεν μας σώζει
τίποτε...” επανέρχεται για να διαλύσει κάθε προσδοκία ότι πλησιάζει το τέλος
της ατέρμονης δοκιμασίας που βιώνουμε.
Εκεί
που, εξαντλώντας όλη την καλή προαίρεση, την οποία μπορεί να έχει κάποιος που
δεν αρέσκεται στο χοντρό δούλεμα, λες “καινούργιοι είναι, που θα πάει, θα
μάθουν...”, διαπιστώνεις αίφνης ότι τα... δίδακτρα που απαιτείται να
καταβληθούν είναι πανάκριβα και το αποτέλεσμα της μάθησης προδιαγράφεται ως
απολύτως αμφίβολο.
Χρειάστηκε,
για παράδειγμα, να παρέλθει ένας ολόκληρος μήνας από την περιώνυμη συμφωνία της
20ής Φεβρουαρίου και να μεσολαβήσουν δεκάδες ερ(εθ)ιστικές συνεντεύξεις του υπουργού Οικονομικών Γιάνη
Βαρουφάκη σε διεθνή μέσα ενημέρωσης για να αποφασίσει η ελληνική κυβέρνηση να
αντιδράσει στον αργό θάνατο στον οποίο με βεβαιότητα οδηγείται η ελληνική
οικονομία, εξαιτίας, από τη μια, της δικαιολογημένης φυγής κεφαλαίων από τις
εγχώριες τράπεζες και, από την άλλη, της πιστωτικής ασφυξίας που ομοθυμαδόν μας
επεφύλαξαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί.
Γιατί,
άραγε, έπρεπε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας να αφήσει όλον αυτόν τον χρόνο να
περάσει για να αναλάβει να συντάξει τη λίστα των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων,
όπως του υπέδειξε το περίφημο ευρωπαϊκό “διευθυντήριο”, στο οποίο, για κάποιον
αδιευκρίνιστο λόγο, κατέφυγε τις προηγούμενες μέρες; Που πήγαν αλήθεια οι...
όρκοι πίστης στην ισοτιμία των ευρωπαϊκών χωρών και στην “Ευρώπη των λαών”; Και
με ποιο ηθικό ανάστημα θα διαμαρτυρηθούμε για την μονοκρατορία των Γερμανών
όταν στις επόμενες συνεδριάσεις του Eurogroup ή όποιου άλλου ευρωπαϊκού οργάνου οι Έλληνες αντιπρόσωποι θα βρεθούν
απομονωμένοι;
Από
τα πολύ μεγάλα, λοιπόν, όπως είναι οι κρίσιμες διαπραγματεύσεις με τους
εταίρους και δανειστές της χώρας για την παραμονή της Ελλάδας σε ευρωπαϊκή
τροχιά, ως τα σχετικά μικρότερα καθημερινά ζητήματα, η εικόνα του απαράσκευου
και αλαζονικού μικρομεγαλισμού που αποπνέει το κυβερνητικό σχήμα είναι, λίγο ως
πολύ, ίδια. Το εμβληματικό moto του “πρώτη φορά...” το
οποίο με κάθε ευκαιρία προβάλλεται κινδυνεύει να μεταβληθεί στο πιο σύντομο
ανέκδοτο της εποχής μας.
Επιδερμικά
χοντροκομμένοι επικοινωνιακοί χειρισμοί που μαρτυρούν αδιαφορία για την ουσία
των πραγμάτων και τις επιπτώσεις από πράξεις, όπως οι απειλές για... κατακλυσμό
της Ευρώπης από τζιχαντιστές, αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά μας, ή και
παραλείψεις, όπως η εξαγγελθείσα πολιτική έναντι των κάθε είδους ταραξιών που
χρειάστηκε να φθάσουν ως την πόρτα του γραφείου και τον περίβολο της οικίας του
πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα για να επιτραπεί στην Αστυνομία να πράξει το
αυτονόητο.
Επικίνδυνοι
πειραματισμοί, αδιανόητες προχειρότητες και ασυγχώρητη έλλειψη επεξεργασμένων
θέσεων σε καίρια ζητήματα, όπως είναι η Παιδεία, που ως πρώτο μέλημα επελέγη
η... πάταξη της αριστείας, ή το Μεταναστευτικό, όπου κατά απολύτως εξωθεσμικό
τρόπο υπαγόρευε πολιτική ένα πρόσωπο, η κυρία Τασία Χριστοδουλοπούλου, που
μόλις το περασμένο Σάββατο... κατάφερε να ορκιστεί και ας ελπίσουμε να μην
ανατρέψει την ήδη ανατραπείσα πολιτική της, αρχίζοντας να αφήνει και πάλι
ασύδοτους τους παράνομους μετανάστες που έχουν αρχίσει ξανά να συλλαμβάνουν οι
αστυνομικές αρχές...
Ας
είναι, όμως. Αν επρόκειτο πραγματικά να μάθουν από τις δοκιμές που κάνουν, έστω
“στου κασίδη το κεφάλι”, χαλάλι τους, που λέει ο λόγος. Μικρό το κακό, αν έστω
και τώρα αντιληφθούν, π.χ., ότι η άρνηση πληρωμής φόρων από έχοντες είναι
αντικοινωνική πράξη και το κράτος, αν θέλει να υφίσταται, θα πρέπει να τους
στείλει την εφορία, όπως απείλησε η -άκουσον, άκουσον!- κυρία Νάντια Βαλαβάνη
του κινήματος “δεν πληρώνω”.
Ίσως
και να μη χάλασε ο κόσμος που τους πήρε δύο μήνες για να ψηφίσουν δύο
νομοσχέδια και παρ΄ όλα αυτά το ένα εκ των δύο ψηφίστηκε με κατεπείγουσα
διαδικασία, ενώ το περιεχόμενο αμφοτέρων σε τίποτε δεν διέφερε από τις γνωστές
“κουρελούδες” του παρελθόντος με τις δεκάδες άσχετες τροπολογίες για τις οποίες
τόσος θόρυβος γινόταν τα προηγούμενα χρόνια.
Θα
μπορούσε να δείξει κανείς ανοχή ακόμη και στην... ανυπότακτη αψήφιση των
πρωθυπουργικών οδηγιών για τα βουλευτικά αυτοκίνητα, αν ήταν όλα αυτά για να
μάθουν οι κυβερνώντες ότι έχουν παρέλθει οι εποχές που εκτόξευαν
αντιμνημονιακές φλυαρίες και ορισμένοι έκλειναν -με το αζημίωτο...- μέσα από τα
τηλεοπτικά πρωινάδικα εργολαβικά δικαστικής συμπαράστασης στα θύματα του
Μνημονίου.
Είναι,
όμως, έτσι; Μαθαίνουν, όντως, από τα πειράματα στα οποία επιδίδονται; Δεν είμαι
βέβαιος. Τα περιβόητα, άλλωστε, non paper, με τα οποία βομβαρδίζεται καθημερινά η κοινή
γνώμη, δεν δείχνουν τέτοια πρόθεση. Αντιθέτως, εκπέμπουν μια αυτάρεσκη βεβαιότητα
που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για να ελπίσει κανείς ότι δεν έχουμε να κάνουμε
με... ανεπίδεκτους μαθήσεως.