Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

«Πολλά ήταν τα ψέματα που είπαμε ως εδώ…»



Διαβάζοντας το κυβερνητικό non paper που έγραφε ότι «η επιλογή της κ. Έλενας Παναρίτη, ως εκπροσώπου της χώρας στο ΔΝΤ, έγινε συλλογικά» και πρόσθετε ότι «οι απόψεις (sic!) που ακούστηκαν ότι την επέβαλε ο κ. Γιάνης Βαρουφάκης δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα», μου ήρθε στον νου ο ανυπέρβλητος στίχος του Διονύση Σαββόπουλου στο άσμα υπό τον –τόσο ταιριαστό στην περίσταση- τίτλο «Σημαία από νάιλον».
«Πολλά ήταν τα ψέματα που είπαμε ως εδώ, ας πούμε και μια αλήθεια κι ας πέσει στο γιαλό», τραγουδάει εδώ και κάμποσες δεκαετίες ο πολυαγαπημένος «Νιόνιος». Και είμαι περισσότερο από βέβαιος ότι η μεγάλη πλειονότητα από όσους σήμερα μας κυβερνούν θα το έχουν τραγουδήσει πολλάκις και θα έχουν απολαύσει ιδιαίτερα το ρεφρέν του που έχει ως εξής: «Σημαία από νάιλον υψώνουμε σημαία πλαστική, ο κόσμος δεν έχει τίποτε να χάσει και τίποτε να βρει»!
 Είναι ίδιον των κάθε λογής εξουσιών να καταφεύγουν στα –όχι πάντοτε λεγόμενα «κατά συνθήκη»- ψέματα. Το φαινόμενο γνωρίζει έξαρση όταν, προϊόντος του χρόνου, οι κυβερνώντες αντιλαμβάνονται ότι οι προσδοκίες που καλλιέργησαν συγκρούονται με την αδυσώπητη πραγματικότητα.
Το μεγάλο δυστύχημα, όμως, με τη σημερινή κυβέρνηση είναι ότι για τη δική της σύγκρουση με την πραγματικότητα δεν χρειάστηκε να περάσει καθόλου χρόνος. Με αυτή καθεαυτή την ανάληψη της διακυβέρνησης, οι υπερφίαλες προεκλογικές υποσχέσεις βρήκαν απέναντι τους την πραγματικότητα. Και πως, άλλωστε, θα μπορούσε να γίνει αλλιώς όταν ακόμη και μετά τις εκλογές κάποιοι απερίσκεπτα (;) σάλπιζαν την κατάργηση του Μνημονίου «με ένα μόνο και με ένα άρθρο».
Με λίγα λόγια, η πορεία της σημερινής κυβέρνησης ήταν εξ αρχής υπονομευμένη, όχι από τους πολιτικούς αντιπάλους τους, όπως διατείνονται ορισμένα κυβερνητικά στελέχη, αλλά από το βασικό ψέμα περί αυτόματης κατάργησης του Μνημονίου με το οποίο διεκδίκησαν και κέρδισαν τις εκλογές.
Το βασικό αυτό ψέμα αποτελεί από ό,τι φαίνεται και τη γενεσιουργό αιτία για τα τόσα πολλά άλλα ψέματα που λέχθηκαν και εξακολουθούν να λέγονται στους λίγους μήνες αυτής της αλλοπρόσαλλης –και μόνον από το γεγονός της συγκατοίκησης στα υπουργεία ακροδεξιών και ακροαριστερών- διακυβέρνησης.
Από τα πιο μικρά, όπως το πόσο κοστίζουν και ποιος πληρώνει τα υπερατλαντικά ταξίδια του υπουργού Εθνικής Άμυνας, έως τα πιο μεγάλα, όπως είναι οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους δεν επέρχεται η συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές της χώρας, που επιχειρούν να την αποδώσουν στις διαφωνίες των άλλων, διαπιστώνεται μια απαράμιλλη προσήλωση στις υπεκφυγές, στα ψέματα και εν γένει στην άρνηση της πραγματικότητας, ακόμη και όταν η τελευταία βοά.
Υπό αυτή την έννοια, ίσως να μην είχε και τόσο μεγάλη αξία η επισήμανση των ψεμάτων γύρω από τον ορισμό της κυρίας Παναρίτη ως εκπροσώπου στο ΔΝΤ και την ανάκλησή του έπειτα από περίπου 40 ώρες. Δεν θα ήταν, άλλωστε, η πρώτη φορά που ο κ. Βαρουφάκης θα βρισκόταν αντιμέτωπος με τις κραυγαλέες αντιφάσεις του οι οποίες φαίνεται να αποτελούν για εκείνον αυτό που λέγεται «έξις, δευτέρα φύσις».
Το συγκεκριμένο ψέμα, ωστόσο, μοιάζει να είναι οριακό, γιατί διατυπώνεται σε μια κρίσιμη χρονική συγκυρία κατά την οποία ενώ η κυβερνητική ηγεσία έχει στην πραγματικότητα προετοιμαστεί για την αποδοχή της επώδυνης μνημονιακής συμφωνίας, διστάζει να κάνει το τελευταίο και αποφασιστικό βήμα προς την υπογραφή επειδή φοβάται τις εσωκομματικές αντιδράσεις.
Γι΄ αυτό και χρειάστηκε –με τη φράση «συλλογικά»- να επιμεριστεί σε περισσότερους το κόστος από το φιάσκο της επιλογής Παναρίτη και να αναλάβει ένα μεγάλο μέρος της ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προκειμένου, από τη μια, να ικανοποιηθούν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που ήθελαν εναγωνίως ένα εξιλαστήριο… «μνημονιακό» θύμα και, από την άλλη, να κατευναστεί ο Γ. Βαρουφάκης για να μην τα τινάξει όλα στον αέρα τις παραμονές της πολυαναμενόμενης συμφωνίας.
Καθώς, λοιπόν, «πολλά ήταν τα ψέματα που είπαμε ως εδώ…», κατά πως άδει ο Σαββόπουλος, νομίζω ότι κανείς δεν θα διαφωνήσει μαζί του με τη συνέχεια που λέει «…ας πούμε και μια αλήθεια κι ας πέσει στο γιαλό». Ποια αλήθεια; Ότι τα δύσκολα είναι μπροστά μας. Και όσο νωρίτερα το αποφασίσουμε, τόσο το καλύτερο. Για όλους μας.

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Τα δίκια της Ζωής



            Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 που επί προεδρίας Αθανασίου Τσαλδάρη  άρχισε, ως δήθεν αντίδοτο στον ασύδοτο κομματισμό, να εφαρμόζεται ο θεσμός της ακρόασης από το Κοινοβούλιο προσώπων τα οποία προτείνονται από την εκάστοτε κυβέρνηση για να στελεχώσουν έναν συγκεκριμένο αριθμό διευθυντικών θέσεων σε φορείς του δημοσίου, ελάχιστες ήταν οι φορές που δικαιώθηκαν οι εμπνευστές της εισαγωγής στην Ελλάδα μιας -μάλλον- ξένης προς τις εγχώριες... παραδόσεις συνήθειας.
            Μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού οι περιπτώσεις ακατάλληλων προσώπων που «κόπηκαν» κατά τη διαδικασία της ακρόασή τους. Προσωπικά, έχοντας παρακολουθήσει εκατοντάδες συνεδριάσεις κοινοβουλευτικών Επιτροπών με αυτό το αντικείμενο, σε εποχές που όχι μόνον δεν τύγχαναν απευθείας μετάδοσης από το Κανάλι της Βουλής, αλλά και εμείς οι δημοσιογράφοι ίσα που τους αφιερώναμε ένα μονοστηλάκι, θυμάμαι μόλις δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν ικανοποιήθηκε η κυβερνητική βούληση: μια παλαιότερη, με έναν αμερικανοτραφή, αν θυμάμαι καλά, μάνατζερ που είχε απαντήσει ότι ήταν στις προθέσεις του να... λιώσει σα μυρμήγκια τους εργαζομένους που θα είχαν αντιρρήσεις στους σχεδιασμούς του, και μια πολύ πρόσφατη με την... ψεκασμένη κυρία που αυτοαποσύρθηκε (;) όταν έγιναν γνωστές οι πεποιθήσεις της για τα αμερικανοκατευθυνόμενα κουνούπια.
            Ακόμη και αν υπολογίσει κανείς ότι σε κάποιες περιπτώσεις, ο θεσμός της ακρόασης λειτούργησε αποτρεπτικά, τουλάχιστον ως προς τον περιορισμό φαινομένων του παρελθόντος που σε δημόσια αξιώματα ανελίσσονταν πρόσωπα που δεν διέθεταν ούτε καν τα τυπικά προσόντα διορισμού, πάλι το αποτέλεσμα της εφαρμογής... αλά ελληνικά του θεσμού της ακρόασης, πόρρω απέχει από την αίγλη και την περιωπή που έχει κατακτήσει σε άλλα κοινοβουλευτικά συστήματα. Και πρωτίστως στο αμερικανικό, σύμφωνα με το οποίο ένας μεγάλος αριθμός προσώπων που ασκούν εξουσία -από τους υπουργούς έως τους ανά την υφήλιο πρέσβεις- περνούν από τη βάσανο της ακρόασης από τη Γερουσία.
            Στην Ουάσιγκτον μπορεί να περάσουν εβδομάδες και μήνες προτού οι προτεινόμενοι από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ πάρουν το «πράσινο φως» του νομοθετικού σώματος για να αναλάβουν καθήκοντα. Στην... απομίμηση που ισχύει εδώ και δυόμισι δεκαετίες στη χώρα μας, η καθυστέρηση ολίγων ημερών, όπως αυτή που προκάλεσε η Πρόεδρος της Βουλής στον διορισμό της νέας διοίκησης της ΕΡΤ, θεωρείται τεράστιο γεγονός. Βλέπετε, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει αλλού, στη δική μας «παράδοση» η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν επιτρέπεται να παρεκκλίνει από τις βουλές της κυβέρνησης.
            Το σύνηθες και το “κανονικό” ήταν και παραμένει αναλλοίωτο: Μέσα σε λίγα λεπτά οι βουλευτές της συμπολίτευσης καλούνται να επικυρώνουν τις αποφάσεις της κυβέρνησης όπως αυτές φθάνουν στη Βουλή για έγκριση με μόνη τη συνοδεία ενός ψευτοβιογαφικού του προτεινόμενου το οποίο σπανίως μπαίνουν στον κόπο να διαβάσουν -πόσω μάλλον να ξεψαχνίσουν- οι βουλευτές που μετέχουν στις Επιτροπές ακροάσεων και στο τέλος καλούνται να εκφράσουν γνώμη. Αν, μάλιστα, ο προτεινόμενος είναι για θέση  με προνόμια, όπως, π.χ., η δυνατότητα εξυπηρετήσεων, συχνά οι βουλευτές διαγκωνίζονται σε ύμνους για τα προσόντα και τις ικανότητες του.
            Υπό αυτές, λοιπόν, τις συνθήκες του παρελθόντος, όχι μόνον του απώτερου αλλά και του πολύ πολύ πρόσφατου, ξένισε πολλούς και προκάλεσε πλημμυρίδα σχολίων η διαδικασία την οποία επέβαλε η Πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου κατά την ακρόαση των προσώπων που θα στελεχώσουν τη νέα διοίκηση της ΕΡΤ. Τόσο η χρονική διάρκεια της συνεδρίασης που ξεπέρασε τις εννέα ώρες, όσο και η επίμονη μεθοδικότητα με την οποία η Πρόεδρος της Βουλής εξέτασε τον επαναδιορισθέντα στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης Λάμπη Ταγματάρχη, υπήρξαν φαινόμενα εντελώς ασυνήθιστα για τα εγχώρια κοινοβουλευτικά θέσμια.
            Από κεκτημένη, μάλλον, ταχύτητα, ου μην αλλά και από προκατάληψη, αμφότερα -η μεγάλη διάρκεια και τα πιεστικά ερωτήματα- έγιναν αντικείμενα ψόγου προς την κυρία Κωνσταντοπούλου, ενώ στην πραγματικότητα θα έπρεπε να ήταν αφορμή, αν όχι προς έκφραση επαίνου, για την αλλαγή της νοοτροπίας που επιβάλει στη Βουλή ρόλο απλού επικυρωτή των κυβερνητικών αποφάσεων.  
            Γιατί, κακά τα ψέματα, σε οποιαδήποτε ουσιώδη ελεγκτική διαδικασία, όπως ήταν οι επίμαχες ακροάσεις, όσα επιβαλλόταν να ρωτηθούν, ήταν η κυρία Κωνσταντοπούλου εκείνη που τα ρώτησε. Εκείνη έθεσε το ζήτημα της ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων του κ. Ταγματάρχη. Εκείνη επέμεινε να πάρει απαντήσεις για τον πρότερο βίο και την προηγούμενη πολιτεία του στην ΕΡΤ που τον είχε φέρει αντιμέτωπο με τη Δικαιοσύνη. Εκείνη ανέδειξε την κοντή μνήμη του προτεινόμενου που δεν θυμόταν αντίστοιχη ακρόαση στη Βουλή πριν από μόλις τρία χρόνια.
            Αν, μάλιστα, είχε αφήσει στην άκρη τη μονομερή προσήλωση στον διαχωρισμό των ανθρώπων ανάλογα με το πως αντέδρασαν μετά την “μαύρη” 11η Ιουνίου 2013, ίσως να είχε αποδειχθεί άψογη στα συγκεκριμένα καθήκοντα της και να είχε δώσει νόημα και ουσία σε μια προσχηματική κοινοβουλευτική διαδικασία που απαιτεί αμεροληψία και τιθάσευση των εσωτερικών παρορμήσεων και των προσωπικών παθών.
            Δυστυχώς, όμως, δεν το έκανε. Και είναι κρίμα που έτσι δεν δικαίωσε συνολικά τη στάση που τήρησε στην περί ής ο λόγος ακρόαση. Γιατί δεν μπορεί, την ίδια ώρα που «βασάνισε» -και πολύ σωστά- τον Λ. Ταγματάρχη, να παρακάμπτει την παντελή έλλειψη διοικητικής εμπειρίας από τον προτεινόμενο για την προεδρία της εταιρίας Διονύση Τσακνή και να περιορίζεται να εκφράσει «χαρά και τιμή» που ψηφίζει υπέρ του, μόνον και μόνον επειδή είχε συμμετείχε στις κινητοποιήσεις ενάντια στο «λουκέτο».
            Έτσι, παρόλο που είχε πολλά δίκια, η πείσμων πρόεδρος της Βουλής, ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα απώλεσε στον βωμό των προσωπικών της παθών. Κρίμα για την αρχή. Θα έχει, όμως, και άλλες ευκαιρίες. Για να αποδείξει ότι όλο αυτό το σκηνικό δεν στήθηκε μόνον για την «εμβληματική» ΕΡΤ και αποκλειστικά για τον διευθύνοντα σύμβουλο της, ο οποίος, καλώς ή κακώς, αποτελεί προσφιλής στόχος για ένα συγκεκριμένο ακροατήριο.

Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Ας τους «κόψει» ο Τσίπρας την αφόρητη φλυαρία



            Μέσα στις πάμπολλες ελληνικού τύπου παραδοξότητες που συνθέτουν το σκηνικό της αξεπέραστης κρίσης που βιώνουμε, έχω την αίσθηση ότι κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει και η αφόρητη φλυαρία από την οποία διακατέχεται το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού δυναμικού τη χώρας αλλά και των κάθε είδους, ούτω καλούμενων, διαμορφωτών της κοινής γνώμης.
            Είναι απίστευτο το πλήθος των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών «καφενείων» που στήνονται σε καθημερινή βάση στις αναρίθμητες «εκπομπές λόγου» στις οποίες βουλευτές και άλλα πολιτικά στελέχη καλούνται και προσέρχονται να εκθέσουν τις απόψεις τους για ζητήματα για τα οποία, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, είναι προφανές ότι δεν έχουν την παραμικρή ιδέα.
            Είναι πλέον ή βέβαιο ότι πουθενά αλλού στην Ευρώπη και πιθανότατα ούτε στον υπόλοιπο κόσμο δεν συναντά κανείς τόσο πολλά τηλεοπτικά πρωινάδικα και... βραδυνάδικα και ούτε μπορεί να βρει σε χώρες με πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό τόσο πολλά πολιτικά στελέχη που είναι έτοιμα να μιλήσουν για πράγματα και καταστάσεις που εμφανώς αγνοούν.     
            Βλέπουμε, για παράδειγμα, το τελευταίο διάστημα μια πλειάδα κυβερνητικών βουλευτών να παρελαύνουν από κανάλια και ραδιόφωνα και να προβαίνουν σε δηλώσεις για το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους και δανειστές της χώρας όταν είναι γνωστό ότι μόνον ένας πολύ περιορισμένος -και σωστά- κύκλος των προσώπων εντός της κυβέρνησης έχουν πραγματική γνώση για τις διαβουλεύσεις.
            Για να είμαστε, ωστόσο, δίκαιοι στην κριτική έναντι των βουλευτών, δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι τον τόνο της υπερέκθεσης στα μέσα ενημέρωσης δίνουν αρκετοί υπουργοί, των οποίων η παρουσία είναι τόσο συχνή που αναρωτιέται κανείς πότε βρίσκουν χρόνο όχι για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, αλλά ακόμη και για να προετοιμαστούν στοιχειωδώς για τις ανάγκες αυτών καθεαυτών των εμφανίσεων τους. Να ενημερωθούν, αν θέλετε, για το «τι τρέχει», έτσι ώστε να μπορούν να πουν κάτι που να ισχύει και να μην τροφοδοτεί έτι περαιτέρω την ήδη μεγάλη σύγχυση των πολιτών για τις διαστάσεις των προβλημάτων και τις ενδεχόμενες λύσεις.
            Δεν φαίνεται, για παράδειγμα, να γίνονται μαθήματα τα συνεχή παθήματα του υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, ο οποίος συλλαμβάνει διάφορες φαεινές ιδέες -από τις καλωδιωμένες τουρίστριες που θα κυνηγούν τη φοροδιαφυγή έως την έκπτωση του ΦΠΑ στις συναλλαγές χωρίς μετρητά- που, ενώ τις παρουσιάζει πομπωδώς στα μέσα ενημέρωσης ως «τέλειες», αποδεικνύονται στη συνέχεια εντελώς ανεφάρμοστες. Το πιθανότερο είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν επειδή προφανώς, ανάμεσα στον καταιγιστικό ρυθμό με τον οποίο δίνει συνεντεύξεις ή παρεμβαίνει στα social media, δεν βρίσκει τον απαιτούμενο χρόνο να «βασανίσει» τις ιδέες του, συζητώντας τες με ανθρώπους που ξέρουν.
            Για να μην αδικήσουμε, ωστόσο, ούτε τον κ. Βαρουφάκη, που γίνεται τελευταία από πολλές πλευρές «σάκος του μποξ», πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν είναι το μοναδικό κυβερνητικό στέλεχος που υπερεκτίθεται στα μέσα. Απλά οι παρεμβάσεις του προκαλούν μεγαλύτερο ενδιαφέρον αφού και η προσωπικότητα αλλά και η συγκεκριμένη υπουργική ιδιότητά του προκαλούν διεθνές ενδιαφέρον.
            Ευρύτερα, πάντως, μια εξήγηση για το φαινόμενο είναι ότι η πλειονότητα των προσώπων που ανακυκλώνονται στα τηλεπαράθυρα αποτελούν «δημιουργήματα» αυτού του ίδιου μηντιακού συστήματος. Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, οι συμμετέχοντες στα πάνελ έχουν κατοχυρώσει μόνιμα στασίδια όχι επειδή διαθέτουν κάποιο προσόν που κάνει διακριτή την περίπτωσή τους εξαιτίας μιας επαγγελματικής ή άλλης επιτυχίας, αλλά διότι «τα λένε», ακόμη και όταν -τις περισσότερες φορές- μιλούν για πράγματα που έχουν πλήρη άγνοια.
            Αν και το φαινόμενο δεν είναι τωρινό, καθώς μετράει σχεδόν δυόμισι δεκαετίες, όσες, δηλαδή, και η ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση, έχω την αίσθηση ότι τελευταία η κατάσταση έχει εκτραχυνθεί, με αποτέλεσμα να εντείνεται η ανασφάλεια των πολιτών που δεν ξέρουν πια τι να πιστέψουν και τι να απορρίψουν από όλα όσα βλέπουν και ακούν.
            Επειδή, λοιπόν, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, όπως όλα δείχνουν,  μάλλον δεν θα καταφέρει να πρωτοτυπήσει τηρώντας τις (υπερβολικές) προεκλογικές υποσχέσεις του, ίσως θα είχε να προσφέρει στη χώρα και στην κυβέρνησή του καταφεύγοντας σε μια άλλη πρωτοτυπία: να ζητήσει από τους υπουργούς του να “αποσυρθούν” από τα μέσα ενημέρωσης μέχρι την υπογραφή της συμφωνίας, παύοντας να μιλούν για «κόκκινες γραμμές» που δυσκολεύουν τον συμβιβασμό που διατρανώνει ότι έχει αποφασίσει να κάνει η κυβερνητική ηγεσία.
            Αν ο κ. Τσίπρας, θέλοντας να σηματοδοτήσει την κρισιμότητα των στιγμών τους «κόψει» την αφόρητη φλυαρία, είναι βέβαιο ότι οι εξελίξεις θα επιταχυνθούν και η συμφωνία θα έρθει πιο κοντά. Κι όταν, με το καλό, πέσουν οι υπογραφές, ας βγουν να την υπερασπιστούν, ξέροντας τι έχουν μπροστά τους. Θα το κάνουν πιο αξιόπιστα και πιο αποτελεσματικά.

Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Από τo «δόξα τω Τσίπρα» στο «βοήθα Λαφαζάνη»

              Την τελευταία πενταετία, αναμφισβήτητα, ζήσαμε πολλά πρωτόγνωρα πράγματα και βιώσαμε αναρίθμητες παράδοξες καταστάσεις που με τα παλαιά μέτρα ήταν απολύτως αδιανόητες. Χωρίς ίσως μεγάλη δόση υπερβολής θα μπορούσε βάσιμα να ισχυριστεί κάποιος ότι βιώσαμε μια γενικευμένη κατάρρευση αξιών που επεκτάθηκε πολύ πέρα από την οικονομία. 
              Κουτσά – στραβά, ωστόσο, αυτά τα πέντε χρόνια η χώρα πορεύτηκε. Με μεγάλα προβλήματα, σίγουρα. Με τρομακτικές δυσκολίες για την πλειονότητα των πολιτών, δίχως άλλο. Ήταν, άλλωστε, ακριβώς τα προβλήματα και οι δυσκολίες που έκαναν τόσο πολύ κόσμο να καταψηφίσει όσους είχαν την ατυχία να κυβερνούν την περίοδο της κατάρρευσης και να αναζητήσει τη σωτηρία σε δυνάμεις που ούτε στην Ελλάδα ούτε πουθενά αλλού στον κόσμο θα μπορούσαν, υπό κανονικές συνθήκες, να βρεθούν σε κυβερνητικά αξιώματα.  
               Καθώς, όμως, περνούν οι μέρες, οι εβδομάδες και οι μήνες, η αίσθηση που κυριαρχεί είναι ότι η χώρα σα να έπαψε να πορεύεται. Τα περισσότερα από όσα συμβαίνουν γύρω μας μοιάζουν σα να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια φάρσα. Μια ανερμάτιστη καρικατούρα διακυβέρνησης που αν της αφαιρέσει κάποιος το βόλεμα «ημετέρων» είναι να αναρωτιέται τι άλλο μπορεί να θυμίζει οργανωμένο κράτος με ευρωπαϊκές προδιαγραφές.
               Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς; Την προχειρότητα με την οποία ένας υπουργός Παιδείας χαρακτηρίζει «ρετσινιά» την αριστεία. Την παραδοχή της αρμόδιας υπουργού ότι δεν μπορεί να συντάξει τη φορολογική της δήλωση; Την ευκολία με την οποία παραχωρούνται σε ξένες δυνάμεις οι υδρογονάνθρακες του Αιγαίου; Τις ανοησίες για την εξασφάλιση δωρεάν οικονομικών πόρων από χώρες που δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους; Και τόσα άλλα που είναι ταυτόχρονα για γέλια και για κλάματα.
               Το χειρότερο, πάντως, από όλα όσα μας συμβαίνουν αυτές τις πρώτες 110 μέρες της αριστεροδεξιάς κυβέρνησης είναι το πνεύμα της άρνηση της πραγματικότητας που αναδύεται από τις ακατάσχετες δηλώσεις στις οποίες επιδίδονται τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη. Είναι η αίσθηση ότι έχεις απέναντι σου πρόσωπα που κινούνται σε άλλα σύμπαντα, πολιτικούς που δεν έχουν σχέση με την υπαρκτή πραγματικότητα ή που, τέλος πάντων, δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν κάτι που να αφορά τα γήινα και τα κοινώς παραδεκτά για μια -όσο άπειρη και αν είναι...- ομάδα διακυβέρνησης.
               Η άγνοια και η αδαημοσύνη ακόμη και για τα στοιχειώδη που χαρακτηρίζουν πολλούς από όσους βρέθηκαν σε υπεύθυνες θέσεις είναι μάλλον το μικρότερο κακό μπροστά στις φαντασιώσεις και τις αυταπάτες από τις οποίες διακατέχονται οι περισσότεροι, αλλά και τις ψευδαισθήσεις που καλλιεργούν με ένα μείγμα κινήτρων που συνδυάζει ιδεοληπτικές εμμονές με ιδιοτελή προδιάθεση.
                Οι αντιφάσεις είναι τόσο κραυγαλέες που δεν προλαβαίνεις, διαβάζοντας ένα από τα non paper με τα οποία βομβαρδίζει η κυβέρνηση τα μέσα ενημέρωσης, να πεις «δόξα τω Θεώ» και έρχεται το επόμενο χτύπημα ενός κυβερνητικού αξιωματούχου που σε κάνει να αναφωνείς «βοήθα Παναγιά».
                Αφήνοντας, ίσως, κατά μέρος τις εντυπώσεις που δημιουργούνται στο εσωτερικό, θα είχε, νομίζω, μεγαλύτερη αξία να έκανε κάποιος από τους ιθύνοντες της κυβέρνησης έναν μίνι συγκριτικό απολογισμό για το πως υποδέχθηκαν διεθνώς στο τέλος του περασμένου Ιανουαρίου τον νέο πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνησή του και ποια είναι τρεις μήνες μετά η εικόνα που αναδύεται από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.
                 Πόσους, άραγε, φίλους κερδίσαμε αυτό το διάστημα; Οι «εχθροί» μας, οι «αντίπαλοί» μας και γενικά όσοι δεν μας συμπαθούν στον υπόλοιπο κόσμο είναι περισσότεροι ή λιγότεροι από όσοι ήταν μέχρι τον προηγούμενο χρόνο; Αλήθεια, θα κλάψει κανείς, αν από... ατύχημα οδηγηθούμε στην απόλυτη χρεωκοπία ή εκτός ευρώ; Υπάρχει, τέλος, κάποιος -στην υπόλοιπη, εκτός Ε.Ε., ήπειρο μας ή οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη- που να αντιλαμβάνεται τι πραγματικά διαπραγματευόμαστε και να μας συνιστά να συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο;
                Είμαι εξ εκείνων που ήδη από την προεκλογική περίοδο ισχυρίζονταν ότι η ισχυρή βούληση του κ. Τσίπρα και ενός στενού πυρήνα γύρω του μπορούσε να τιθασεύσει τις άτακτες δυνάμεις που τους περιέβαλαν. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι το δύσκολο εγχείρημα της προσαρμογής στη λογική ήθελε το χρόνο του για να μπορέσουν να απαλυνθούν οι εντυπώσεις από τις υπερβολικές προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί. 
                Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι ο χρόνος αυτός εξαντλείται πλέον επικίνδυνα. Η συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στo... «δόξα τω Τσίπρα» και στο.... «βοήθα Λαφαζάνη» φαίνεται να έχει εκμετρήσει το ζην. Σε βαθμό που οσονούπω δεν θα μας σώζει ούτε η... θαυματουργός Αγία Βαρβάρα.