Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέσα Ενημέρωσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέσα Ενημέρωσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Εκλογή Κασσελάκη: Πολιτικό φαινόμενο ή μιντιακό γεγονός;


Ας ξεκινήσουμε με την αντικειμενική αλήθεια των αριθμών: Ο Στέφανος Κασσελάκης, επιβεβαιώνοντας όλα τα προγνωστικά, θριάμβευσε στην κούρσα για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με ποσοστό άνω του 56%, αφού ψηφίστηκε από περίπου 75.000 μέλη, οπαδούς και φίλους του κόμματός του. Είναι πολλοί; Ίσως. Εξαρτάται πως το βλέπει κανείς.

Θέμα οπτικής είναι, άλλωστε, και το γεγονός ότι σχεδόν ένας στους πέντε ψηφοφόρους που μετείχαν στον πρώτο γύρο της εκλογικής διαδικασίας δεν πήγαν να ψηφίσουν στον δεύτερο γύρο. Παρακολουθώντας ολημερίς τη χθεσινή ειδησεογραφία που βασίζονταν μάλλον στα non paper της Κουμουνδούρου -τα οποία έχουν γίνει πια «του συρμού», αφού τα χρησιμοποιούν και τα άλλα κόμματα- έμενες με την εντύπωση ότι είχαν βγει στους δρόμους εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες για να αποθεώσουν τον νέο «Μεσσία».

Όποιος βέβαια είχε την πρόνοια να περάσει έξω από ένα από τα πάμπολλα εκλογικά τμήματα δεν είχε την ίδια εικόνα, κάτι που επιβεβαίωσε και η ανακοίνωση νωρίς το βράδυ του αριθμού των ψηφισάντων. Ήταν συνολικά 15.000 λιγότεροι από την προηγούμενη Κυριακή και αν προσθέσει κανείς τους 7.000 που ψήφισαν τώρα, χωρίς να έχουν ψηφίσει στον πρώτο γύρο, τότε προκύπτει σαφώς ότι περίπου 22.000 ψηφοφόροι της πρώτης Κυριακής δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να ξαναψηφίσουν.

Τι συμπέρασμα βγάζει όλο αυτό; Ότι η πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύει σε καμία περίπτωση τις εντυπώσεις που τα (περισσότερα) μέσα ενημέρωσης δημιούργησαν. Το απέδειξε, άλλωστε, περίτρανα το ισχνό ακροατήριο το οποίο είχε συγκεντρωθεί έξω από την Κουμουνδούρου και με τα παρωχημένα και χιλιοακουσμένα συνθήματα («Στέφανε προχώρα…», κλπ) προσπαθούσε να δώσει υπόσταση σε ένα γεγονός που κινητοποίησε δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν κάτι λιγότερο από το 2% του εκλογικού σώματος.

Επιμένοντας στη γλώσσα των αριθμών, δύσκολα μπορεί να παραβλέψει κάποιος ότι το περίφημο «κίνημα Κασσελάκη», γύρω από το οποίο στρατεύτηκαν τόσες ετερόκλητες δυνάμεις, εκείνο που ουσιαστικά πέτυχε ήταν να κινητοποιήσει κάτι ελάχιστα περισσότερο από το 1% της ελληνικής κοινωνίας, αν ληφθεί υπόψη ότι δόθηκε δικαίωμα ψήφου ακόμη και σε 15χρονα παιδιά, με στόχο να αυξηθεί το ενδιαφέρον των πολιτών και η συμμετοχή στις κάλπες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χωρίς τη συμμετοχή του Στέφανου Κασσελάκη στην εκλογική κούρσα, η ανάδειξη του επόμενου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν μια υπόθεση που θα περνούσε εντελώς απαρατήρητη. Κακά τα ψέματα, ο ουρανοκατέβατος και αμερικανοτραφής 35χρονος οικονομολόγος, ο οποίος μέχρι πρότινος αποτελούσε το απόλυτο αντιπαράδειγμα που θα ήθελαν οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ για αρχηγό τους, έδωσε με την υποψηφιότητά του επικοινωνιακή πνοή σε ένα γεγονός που είχε αφήσει παγερά αδιάφορη τη μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Υπό αυτή την έννοια, οι αραχνιασμένοι τοίχοι της Κουμουνδούρου έχουν όντως ανάγκη από ένα φως, όπως αυτό που υποσχέθηκε να φέρει ο κ. Κασσελάκης. Βλέποντας, ωστόσο, κανείς όλους εκείνους που στάθηκαν δίπλα του τόσο τον προηγούμενο καιρό που έτρεξε την καμπάνια του μέσα από τα σόσιαλ μίντια, όσο και εκείνα που διημείφθησαν στη διάρκεια της επινίκιας παράστασης, την οποία έδωσε έξω από τα κεντρικά γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα μπορεί να πιστέψει κάποιος ότι η χθεσινή ημέρα ήταν η απαρχή ενός πολιτικού φαινομένου που ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες για αλλαγή που έχει η χώρα.

Με τον ομόφωνα καταδικασμένο από Ειδικό Δικαστήριο Νίκο Παπά στο πλευρό του και με τον γνωστό και μη εξαιρετέο Παύλο Πολάκη να αποτελεί τον πολιτικό μέντορα και παρασκηνιακό καθοδηγητή του, τίποτε καλό δεν μπορεί να προοιωνίζεται για τη συνέχεια. Διότι ακόμη και αν είναι τόσο φιλομαθής όσο θέλει να λέει ότι είναι, για να δικαιολογήσει τις αντιφάσεις και τις γκάφες στις οποίες υπέπεσε, αν επιλέξει ως δασκάλους τους ίδιους που τον έπεισαν να ισχυρίζεται όσα ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας, η κατάληξη την οποία θα έχει η επικοινωνιακή καταιγίδα που συνόδευσε την παρουσία του στο μιντιακό προσκήνιο, είναι μάλλον προδιαγεγραμμένη.

Πέρα από συνωμοσιολογικού τύπου προσεγγίσεις, τα μίντια, ως εκ της φύσεώς τους, αρέσκονται σχεδόν εξίσου τόσο με τη δημιουργία ειδώλων όσο και με την κατακρήμνισή τους. «Τρελαίνονται» με όσους επικοινωνούν μέσω το tik tok, διότι δίνουν «έτοιμη τροφή». «Εξιτάρονται» με το πηγαινέλα στο γυμναστήριο. «Παθαίνουν ντελίριουμ» με τις οικογένειες, κυρίως όταν δεν είναι συμβατικές. Όπως και με τα χαριτωμένα σκυλάκια που βγαίνουν βόλτα μπροστά στις κάμερες.

Οι συγκεκριμένες προδιαγραφές σε κάνουν μια τηλεοπτική και, εν γένει, μια μιντιακή περσόνα. Είναι στην πραγματικότητα ένας ρόλος που πρέπει να παίζεται για όσο οι αδηφάγες κάμερες είναι ανοιχτές. Και δεν αρκεί να παίζεται με το ίδιο μοτίβο. Το ρεπερτόριο πρέπει να αλλάζει συχνά γιατί οι επαναλήψεις το κάνουν βαρετό. Και όταν τελειώνουν τα ερωτήματα για τους γονείς, τους συντρόφους και τα κατοικίδια, τότε αρχίζουν τα δύσκολα.

Οι «κακομαθημένοι» δημοσιογράφοι ξεκινούν πια να ρωτούν για τις πολιτικές θέσεις, τις προτεραιότητες της διακυβέρνησης, την ακρίβεια, τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, τον πόλεμο στην Ουκρανία, το Κυπριακό και τόσα άλλα για τα οποία ο Στέφανος Κασσελάκης δεν μίλησε όλον αυτόν τον καιρό. Και όταν μίλησε για κάποια εξ αυτών, ή κατέφυγε σε λαϊκίστικες γενικότητες ή απλώς απέδειξε πόσο αδαής είναι για την ελληνική πραγματικότητα.

Φρονίμως, μάλλον, ποιών ο ίδιος, δεν δείχνει να βιάζεται να μπει στο Κοινοβούλιο, όπως θα μπορούσε να γίνει αν παραιτούνταν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που διόρισε πριν από εκείνον στη λίστα Επικρατείας ο Αλέξης Τσίπρας. Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι ούτε εκείνοι προτίθενται να παραιτηθούν –«ΣΥΡΙΖΑ είναι οι άνθρωποι, δεν είναι κορόιδα…»-, αλλά ούτε ο ίδιος φαίνεται να έχει καμία σχετική πρεμούρα.

Διότι, όση άγνοια κινδύνου και αν διαθέτει ο κ. Κασσελάκης, μπορεί να αντιληφθεί ότι αν ανέβαινε το στο βήμα της Βουλής στην παρούσα φάση, η πιθανότητα να έρθει στο φως η ασχετοσύνη που τον διακρίνει είναι πολύ μεγάλη. Οπότε μέχρι τότε και για όσο μπορεί θα εξακολουθήσει να κρύβεται. Διότι η περίπτωσή του δεν αποτελεί πολιτικό φαινόμενο, όπως διατείνονται οι υποστηρικτές του, καθώς δεν έχει τίποτε να πει, τουλάχιστον ως ηγέτης ενός κόμματος το οποίο θέλει να ισχυρίζεται ότι ανήκει στη ριζοσπαστική Αριστερά. Αντιθέτως, όλη η μέχρις στιγμής παρουσία του στο πολιτικό στερέωμα, δεν είναι παρά ένα μιντιακό γεγονός το οποίο δεν θα πάρει πολύ καιρό για να ξεφουσκώσει.

Όπως άλλωστε συμβαίνει στην φυσική, έτσι και στην πολιτική, οι κομήτες όσο ξαφνικά εμφανίζονται, τότε γρήγορα εξαφανίζονται. Εδώ μπορεί να περιμένουμε ως τις ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου.

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

Ψηφίζουν Έφη, αλλά το πνεύμα τους το οδηγεί ο…. «Παυλάρας»

Δεν είμαι σίγουρος ότι συμβαίνει αλλού, τουλάχιστον στην ίδια έκταση, αλλά στη χώρα μας ενδημεί μια μεγάλη κατηγορία μέσων ενημέρωσης και δημοσιολόγων που δεν περιορίζονται στην αποστολή τους που είναι να μεταδίδουν ή να σχολιάζουν τα γεγονότα, τις ειδήσεις και ό,τι άλλο συμβαίνει γύρω μας.

Το ενδιαφέρον τους, σχεδόν εμμονικά, είναι στραμμένο στον σχολιασμό της συμπεριφοράς των άλλων μέσων ενημέρωσης. Δεν αρκούνται, για παράδειγμα, στην πεποίθηση που μπορεί να έχουν -και είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους!- ότι η κυβέρνηση έχει ευθύνες για τις πυρκαγιές και, όπως ισχυρίζονται, κακώς κάνει εκκενώσεις μέσω του 112. Εκείνο το οποίο κυρίως τους απασχολεί και σε αυτό εστιάζουν όλη τους την επικριτική διάθεση είναι γιατί τα «συστημικά», όπως αρέσκονται να τα χαρακτηρίζουν, μέσα ενημέρωσης δεν ακολουθούν την ίδια «γραμμή».

Με την ίδια μανία με την οποία καταφέρονταν όλα τα προηγούμενα χρόνια κατά των «βοθροκάναλων», επειδή μετέδιδαν τις δημοσκοπήσεις, που καταδείκνυαν την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, τώρα εγκαλούν τους –«πετσοταϊσμένους», κατ΄ αυτούς- επαγγελματίες της ενημέρωσης για τον τρόπο που καλύπτουν την τρέχουσα επικαιρότητα η οποία, εκ των πραγμάτων, κατακλύζεται από την επέλαση των πύρινων μετώπων που κατακαίουν τα ελληνικά δάση.

«Ναι, αλλά γιατί τα κανάλια και τα ραδιόφωνα δεν έχουν 24ωρη κάλυψη;», είναι ο, εν μέσω θέρους και διακοπών για πολλούς εργαζόμενους, ισχυρισμός των -συνήθως άκαπνων- σχολιαστών. Οι οποίοι, κρίνοντας προφανώς εξ ιδίων, υποστηρίζουν άλλοτε ευθέως και άλλοτε υπαινικτικά ότι όλοι οι άλλοι έχουν πάρει γραμμή από την κυβέρνηση να «κρύβουν την πραγματικότητα». Παραβλέπουν, φυσικά, (ή, μάλλον, κάνουν πως παραβλέπουν) ότι αν ίσχυε κάτι τέτοιο, αυτό θα ήταν το καλύτερο βούτυρο για το δικό τους ψωμί.

Χωρίς αμφιβολία, αν ήταν αληθινές οι καταγγελίες τους για απόκρυψη γεγονότων, θα είχαν χρυσή ευκαιρία να αποκαλύψουν εκείνοι όλη την αλήθεια και να κερδίσουν την αποκλειστικότητα στο αναγνωστικό, στο ραδιοφωνικό και στο τηλεοπτικό κοινό. Φανταστείτε την απήχηση που θα είχε ένας ραδιοφωνικός ή τηλεοπτικός σταθμός, μια εφημερίδα ή ένα site που θα αποκάλυπτε πραγματικά και αποκλειστικά «όσα όλοι οι άλλοι κρύβουν».

Σε μια τέτοια κατάσταση, τα υπόλοιπα μέσα ενημέρωσης θα είχαν χρεωκοπήσει. Και θα ήταν ζήτημα μόνο λίγων εβδομάδων το πότε θα έβαζαν λουκέτο, όση βοήθεια και αν τους παρείχε «το σύστημα». Ενώ αυτοί που θα αποκάλυπταν την… κρυμμένη αλήθεια θα ήταν στην κορυφή της τηλεθέασης, της ακροαματικότητας και της αναγνωσιμότητας.

Αν και την πραγματικότητα ισχύει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή το κοινό, που έχει κριτήριο επιλογής για τα μέσα που του δίνουν ενημέρωση και όχι «fake news» και «wishful thinking» (ευσεβείς πόθους, ελληνιστί) είναι στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, όποιος δεν καταγγέλλει ως μέγιστη υποκρισία την… αξυρισία του Κικίλια «σίγουρα τα έχει πιάσει». Ενώ όποιος διανοηθεί να θυμίσει ότι ο Τσίπρας που είχε υποσχεθεί να μείνει επί των επάλξεων την… έκανε για το Αμέρικα «είναι απολύτως εξωνημένος».

Η αλήθεια είναι ότι στα χρόνια της μνημονιακής κρίσης, που συνέπεσαν με την άνθηση της διαδικτυακής ενημέρωσης, η οποία έδωσε στον κάθε πικραμένο που αγόραζε ένα smart phone ίσα «δικαιώματα» μετάδοσης και σχολιασμού ειδήσεων με τους επαγγελματίες του κλάδου, δημιουργήθηκε στη χώρα μας ένα μεγάλο κοινό που ήθελε εύκολες δικαιολογίες για τα δεινά που επέπεσαν επί των κεφαλών των Ελλήνων.

Ήταν ένα κοινό που προτιμούσε τις εύπεπτες θεωρίες συνωμοσίας για τις ευθύνες των άλλων. Και το οποίο απέστρεφε το βλέμμα έκλεινε τα αυτιά σε κάθε αναφορά που θα μπορούσε να περιλαμβάνει και τον ίδιο στους υπαίτιους της κρίσης. 

Οι ξένοι, οι δημοσιογράφοι (σ.σ.: θυμηθείτε το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι…», που δονούσε τους δρόμους και τις πλατείες), αλλά και όσοι κυβέρνησαν τα προηγούμενα χρόνια και δεν άλλαξαν στρατόπεδο μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ήταν οι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την οικονομική δυσπραγία, την εκτίναξη της ανεργίας και τη συρρίκνωση των εισοδημάτων -σχεδόν- όλων μας.

Παρόλο που τα τελευταία χρόνια μειώθηκε σημαντικά το συγκεκριμένο κοινό, η λαϊκίστικη τοξικότητα με την οποία εμποτίστηκε η ελληνική κοινωνία ήταν δύσκολο να ξεριζωθεί. Γι΄ αυτό και τη βλέπουμε να παραμένει διάχυτη γύρω μας και να εκφράζεται με πολλούς τρόπους και από πολλές κατευθύνσεις.

Είναι, για παράδειγμα, απολύτως χαρακτηριστικές οι επιθέσεις που δέχθηκε αυτές τις μέρες η υποψήφια για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ Έφη Αχτσιόγλου, επειδή εξέφρασε την αυτονόητη αλήθεια προτρέποντας τους «συντρόφους» της «να μην αδικούμε τους δημοσιογράφους», έτσι ώστε «ούτε και εκείνοι να μας αδικούν…».

Με προεξάρχοντα τον γνωστό και μη εξαιρετέο διαπρύσιο… μαχητή του πληκτρολογίου Παύλο Πολάκη, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει ότι θα… συνεχίσει να «αδικεί», εκατοντάδες ή ίσως και χιλιάδες στελέχη, μέλη και φίλοι του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ξιφούλκησαν κατά των όσων είπε η Αχτσιόχλου.

Είναι προφανώς πάνω – κάτω οι ίδιοι που ξεσηκώθηκαν τον περασμένο Μάρτιο και δεν άφησαν τον Αλέξη Τσίπρα να διαγράψει τον «αψύ Σφακιανό» που είχε επιδοθεί σε… «προγραφές» δημοσιογράφων, δικαστών και θεσμικών παραγόντων οι οποίοι δεν ήταν αρεστοί στον ίδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο τότε αρχηγός του πλήρωσαν στις πρόσφατες εκλογές βαρύ τίμημα -και- εξαιτίας της υπαναχώρησης στη διαγραφή Πολάκη.

Φαίνεται, όμως, ότι το εναπομείναν εκλογικό σώμα των υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ εμφορείται σε μεγάλο βαθμό από τις ίδιες ιδέες της βολικής στοχοποίησης των μέσων ενημέρωσης και των εργαζομένων σε αυτά. Γι΄ αυτό και ουδείς από τους τέσσερις υποψηφίους αρχηγούς δεν αντέδρασε στους ισχυρισμούς του Πολάκη, τον οποίο φαίνεται ότι, όπως έκανε και ο Τσίπρας, ουδείς θέλει να βρει απέναντί του.

Επειδή, προφανώς, ο επονομαζόμενος από τους υποστηρικτές του και… «Παυλάρας», έχει με το μέρος του το μεγαλύτερο μέρος των διαδικτυακών στρατευμάτων που έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και τον διατήρησαν, έστω οριακά, στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Όλα -ακόμη και οι δημοσκοπήσεις που κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν αρχίσει να μην αμφισβητούν πια- δείχνουν ότι η κ. Αχτσιόγλου θα είναι η νέα αρχηγός στην Κουμουνδούρου. Στην παρούσα φάση δείχνει να διστάζει να έρθει σε ανοιχτή ρήξη με τους οπαδούς του «Παυλάρα». Και δικαίως ίσως, λένε κάποιοι, αφού χρειάζεται ψήφους για να εκλεγεί στην ηγεσία.

Αν, όμως, συμβιβαστεί μέχρι τέλους με όσους διακατέχονται από το πολάκειο πνεύμα της τυφλής και δαιμονολογικής σύγκρουσης με τα μέσα ενημέρωσης και τους εργαζομένους σε αυτά, θα κερδίσει ίσως ευκολότερα την εσωκομματική κούρσα. Περπατησιά, όμως, υποψήφιας πρωθυπουργού αποκλείεται να αποκτήσει χωρίς να συγκρουστεί με τέτοιες απόψεις και νοοτροπίες.

Υ.Γ.: Α, και για την ιστορία, ώστε να μην έχουν διάφοροι αυταπάτες, θέλω να θυμίσω ότι πριν από τις νικηφόρες για εκείνον εκλογές του 2015, ο Αλέξης Τσίπρας δεν συναντήθηκε μόνον στα κρυφά με την περιβόητη πλέον «γάτα Ιμαλαΐων». Ήρθε και στο «Θέμα» και φωτογραφήθηκε μαζί μας στα φανερά. Παρά τα όσα ακολούθησαν όταν έγινε πρωθυπουργός…

Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

«Δεν έμαθαν τίποτε, δεν ξέχασαν τίποτε», παραμένουν… ΣΥΡΙΖΑίοι


Κακώς εκπλήσσονται, όσοι εκπλήσσονται, από το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ στο οποίο γίνεται λόγος για «αγορασμένες ειδήσεις» και εμφανίζονται συλλήβδην οι δημοσιογράφοι να… κυνηγούν το χρήμα που τους μοιράζει η κυβέρνηση.
Ο λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς είναι διότι στο συγκεκριμένο σποτ αποτυπώνεται ανάγλυφα όλη η αντιδημοκρατική νοοτροπία της ηγετικής ομάδας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως τη βιώσαμε την περίοδο διακυβέρνησης από τους διαβόητους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει κανείς; Την εχθροπάθεια και τη μισαλλοδοξία με την οποία αντιμετωπίζονταν όσοι δημοσιογράφοι δεν έδιναν «γη και ύδωρ» στην εξουσία τους; Τα non paper του Μεγάρου Μαξίμου με τα οποία στοχοποιούνταν προσωπικά όσοι υπέγραφαν ρεπορτάζ που δεν ήταν της αρεσκείας των ενοίκων του πρωθυπουργικού γραφείου; Τον αποκλεισμό των μη αρεστών μέσων από το δικαίωμα υποβολής ερώτησης στο πλαίσιο της ΔΕΘ;
Θα μπορούσε να συνεχίσει κανείς θυμίζοντας την Εξεταστική για τα δάνεια των ΜΜΕ, στην οποία κλήθηκαν επιλεκτικά πρόσωπα μόνον και μόνον για να εκτεθούν στα μάτια της κοινής γνώμης, την απόπειρα οικονομικού στραγγαλισμού στα μέσα που προασπίζονταν την ανεξαρτησία τους, το διαβόητο πόρισμα του Ινστιτούτου για τον αριθμό των καναλιών που χωρούν τάχατες στο φάσμα των συχνοτήτων ή τον απροκάλυπτο  εξοβελισμό από τις τηλεοπτικές οθόνες καναλιών που χαλούσαν το αφήγημα ότι «αφού πήραμε την κυβέρνηση, πρέπει να πάρουμε και την εξουσία».
Ο κατάλογος είναι μακρύς, αλλά και οι περιπτώσεις αυτές που μαρτυρούν τη μανία με την οποία επιχειρούσαν να ελέγξουν την ενημέρωση είναι απλώς ενδεικτικές και αφορούν περιστατικά που είναι παγκοίνως γνωστά. Τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα με τους υπόγειους εκβιασμούς και τις παρασκηνιακές ίντριγκες μέσω των οποίων εξέφραζαν τη δυσανεξία τους στην κριτική που τους ασκείτο ή επιχειρούσαν να επιβάλουν τη μονολιθικότητα στην προσέγγιση της ειδησεογραφίας, εξουθενώνοντας κάθε αντίθετη άποψη. Όποιος δεν ακολουθούσε τη γραμμή που χάραζαν τα non paper των προπαγανδιστικών μηχανισμών που είχαν εγκατασταθεί στα υπόγεια του πρωθυπουργικού γραφείου ήταν «πράκτορας του εχθρού».   
Έχοντας, πλέον, μετακομίσει στην Κουμουνδούρου, οι ίδιοι αυτοί προπαγανδιστικοί μηχανισμοί συνεχίζουν να κάνουν το μόνο που ξέρουν να κάνουν: να μοιράζουν τη γραμμή που έρχεται από πάνω και να προσπαθούν να την επιβάλλουν σε όλα τα μέσα και με όλες τις μεθόδους. Όσοι συμμορφώνονται με τις υποδείξεις δεν έχουν πρόβλημα. Όσοι δεν εννοούν να γίνουν… συνεργάσιμοι, υφίστανται τις συνέπειες, κυρίως μέσω της συκοφάντησης, αφού δεν έχουν πια στη διάθεσή τους άλλα μέσα αθέμιτου ελέγχου.
Είναι άκρως χαρακτηριστικό το πρόσφατο παράδειγμα με την περιβόητη «Παπαδημούπολη» που έφερε στο φως το «Θέμα», αποκαλύπτοντας με στοιχεία ότι ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης αγόρασε μέσα σε δύο χρόνια 15 ακίνητα σε υποβαθμισμένες συνοικίες της Αθήνας προκειμένου να τα νοικιάσει, μέσω ΜΚΟ, σε μετανάστες και πρόσφυγες. Μη μπορώντας να αντιδράσει αλλιώς, ο ίδιος ο κ. Παπαδημούλης ξιφούλκησε κατά της Νέας Δημοκρατίας, επιχειρώντας να πείσει ότι το κυβερνών κόμμα ήταν πίσω από το δημοσίευμα που είχε τις υπογραφές τριών επαγγελματιών δημοσιογράφων.
Αλλά και η ηγεσία της Κουμουνδούρου, δεν πήγε πίσω. Μπορεί να χρειάστηκε χρόνο για να αποδοκιμάσει την επιχειρηματική δραστηριότητα του στελέχους του, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να μην καταφύγει στην προσφιλή τακτική της κατασκευής εχθρού. Μαθαίνουμε από τις επίσημες διαρροές ότι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, αφού θεώρησε το «θέμα λήξαν», επειδή ο Δ. Παπαδημούλης δήλωσε ότι θα διαθέσει σε… αγαθοεργίες τα καθαρά κέρδη από τις ενοικιάσεις σε ΜΚΟ και μετανάστες, συμπλήρωσε:
«Από εδώ και στο εξής, οποιαδήποτε αναπαραγωγή του θέματος συνιστά μονάχα αντιπερισπασμό της ΝΔ στην προσπάθειά της να κρύψει και να συμψηφίσει τα πραγματικά οικονομικά σκάνδαλα εκατοντάδων εκατομμυρίων που βλέπουν καθημερινά το φως της δημοσιότητας. Και αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψουμε». Ήρθε, δηλαδή, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να επαναλάβει με πέντε ημέρες καθυστέρηση τις δικαιολογίες και τις αιριάσεις του κ. Παπαδημούλη για «δάκτυλο της ΝΔ».
Ε, αυτή ακριβώς τη νοοτροπία αποπνέει και το σποτ με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να χλευάσει την καμπάνια για το «Μένουμε σπίτι». Αναζητώντας άλλοθι για τη συνεχή δημοκοπική υποχώρηση που υφίστανται κατά τον ένα χρόνο που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, στοχοποιούν τους εργαζόμενους στην ενημέρωση. Επειδή αυτό είναι το μόνο που ξέρουν να κάνουν.
Στην περίπτωσή τους ισχύει ο αφορισμός του Ταλεϋράνδου μετά την παλινόρθωση των Βουρβόνων ότι «δεν έμαθαν τίποτε, δεν ξέχασαν τίποτε». Κατά τον ίδιο τρόπο, η ΣΥΡΙΖΑϊκή ηγεσία, όσες στροφές προς το Κέντρο και αν ανακοινώνει, όσα προσωνύμια και αν προσθέτει στον τίτλο τους –όπως το βαρύγδουπο «Προοδευτική Συμμαχία»- παραμένει ίδια και απαράλλακτη. Με την ίδια αντιδημοκρατική νοοτροπία που της επέτρεπε να συνεργάζεται με την Ακροδεξιά και να στήνουν από κοινού σκευωρίες κατά των πολιτικών τους αντιπάλων και όποιον αντιτίθετο στην εξουσία τους. 
Υ.Γ.: Και για όποιον έχει απορία γιατί στοχοποιούνται οι δημοσιογράφοι και όχι οι ιδιοκτήτες των μέσων -που στο τέλος τέλος είναι εκείνοι που εισέπραξαν τα χρήματα από την καμπάνια του «Μένουμε στο Σπίτι»- η απάντηση ίσως βρίσκεται στην γνωστή ιστορία με τη «γάτα των Ιμαλαίων». Ο μεγάλος αρχηγός συναντάται κρυφά με τους ιδιοκτήτες των μέσων και αν «τα βρουν» έχει καλώς. Αν όχι, τότε υπάρχει η στοχοποίηση και η απειλή του λουκέτου, αναλόγως με το σε πόσο δύσκολη θέση είναι ο «αντίπαλος».

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

«Σκοτώστε τους αγγελιαφόρους!»

          Ίσως να μην εξέπληξαν πολλούς οι ειρωνείες που επιστράτευσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος για να αποφύγει να δώσει ουσιαστική απάντηση στο τεράστιο ζήτημα με τον πολλαπλασιασμό των σταθμών διοδίων στην Εγνατία Οδό και την εκτίναξη του κόστους διέλευσης των αυτοκινήτων από τον τόσο σημαντικό για όλο το βορειοελλαδικό χώρο οδικό αυτό άξονα.
Και δεν εξέπληξαν μάλλον επειδή φαίνεται να έχουν γίνει ρουτίνα τα συνεχή κρούσματα της καθεστωτικής νοοτροπίας από την οποία διακατέχονται οι άνθρωποι που –με βασικότερο μοχλό τα μέσα ενημέρωσης- αναρριχήθηκαν στην εξουσία εξαπατώντας τους πάντες και ελπίζουν ότι θα μακροημερεύσουν στις καρέκλες τους καθυποτάσσοντας την ενημέρωση και λοιδορώντας τους λειτουργούς της.

Η δυσανεξία που επιδεικνύουν όχι μόνον όταν τους ασκείται κριτική, αλλά ακόμη και όταν τους υποβάλλονται απλά και αυτονόητα ερωτήματα που απασχολούν τους πολίτες, κάνει το αλήστου μνήμης «δεν δικαιούστε δια να ομιλείτε» του μακαρίτη Μένιου Κουτσόγιωργα να ωχριά μπροστά στη θρασύτητα νεόκοπων πολιτικάντηδων που εκείνο για το οποίο μπορούν να επαίρονται είναι η… επί διετία διαμονή τους σε λαϊκά προάστια.

Οι γκεμπελικού τύπου σκόπιμα απαξιωτικοί ισχυρισμοί του τύπου «θυμάμαι ότι πολλές φορές είχατε δείξει αντίστοιχη ευαισθησία…» αποτελεί τον κανόνα με τον οποίο έχουν επιλέξει να πολιτεύονται οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Οι ανοίκειες αναρτήσεις και οι άναρθρες κραυγές του Πολάκη και των ομοίων του για τα «βοθροκάναλα», δυστυχώς, δεν συνιστούν εξαίρεση. Αντιθέτως κάθε μέρα που περνά πείθονται και οι πλέον άπιστοι ότι ήταν οι τροχιοδεικτικές βολές που προοιωνίζονταν τον πόλεμο με όλα τα μέσα που έχει αποφασιστεί από την κορυφή της κυβερνητικής πυραμίδας.

Τον πολεμικό τόνο, άλλωστε, τον δίνει ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας που δεν χάνει ευκαιρία να αντιδικεί με τα μέσα ενημέρωσης και να στοχοποιεί ό,τιδήποτε δεν του είναι αρεστό και οποιονδήποτε δεν υποτάσσεται στην εξουσία του. Δεν αρκείται, μάλιστα, ο κ. Τσίπρας στα υβριστικά non paper που εκδίδονται –με την προφανή επίνευσή του, αν όχι και την υπαγόρευσή του- αλλά αναβαθμίζει την επιθετικότητά του και με προσωπικές δηλώσεις.

«Μόνο μεμψιμοιρία, χαιρεκακία και εμφανής στοίχιση ορισμένων κυριακάτικων πρωτοσέλιδων τίτλων με τις πιο ακραίες φωνές των δανειστών, σε σχέση με το χρέος», διαπίστωσε προ ημερών ο πρωθυπουργός της χώρας. Και εξέδωσε γραπτή προσωπική δήλωση με αυτές τις διατυπώσεις επιχειρώντας να ασκήσει πίεση στα μέσα ενημέρωσης ώστε να αποσιωπηθεί το ομολογημένο ναυάγιο της ανερμάτιστης διαπραγμάτευσης που κάνει δύο χρόνια τώρα με τους πιστωτές και, αντ΄ αυτού, να προβληθεί το υποτιθέμενο success story του αναιμικού 0,4% της ανάπτυξης που έδειξαν τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Η συνεχής ενασχόληση των κυβερνητικών αξιωματούχων με τον συστηματικά αρνητικό σχολιασμό του τρόπου με τον οποίο επιλέγουν να παρουσιάσουν κάθε φορά την επικαιρότητα τα μέσα ενημέρωσης είναι ίσως το μικρότερο κακό με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωποι όσοι απασχολούνται σε αυτά. Άλλωστε, μια ματιά στις κυκλοφορίες των εντύπων, στην ακροαματικότητα των ραδιοσταθμών, στην τηλεθέαση των καναλιών και στην επισκεψιμότητα των διαδικτυακών μέσων καταδεικνύει ότι οι πολίτες –όπως κάνουν διαχρονικά, έτσι και τώρα- επιβραβεύουν όσους σέβονται τους αναγνώστες, τους ακροατές ή τους θεατές τους και αποστρέφονται όσους επιδίδονται αποκλειστικά στη λιβανιστική προπαγάνδα.
Το χειρότερο όλων είναι η εκδικητικότητα με την οποία αντιμετωπίζονται από τους κυβερνώντες όλοι όσοι εργάζονται στα μέσα ενημέρωσης. Δεν εξηγείται αλλιώς ο αργός θάνατος στον οποίο έχει καταδικαστεί το Ταμείο Περίθαλψης και Επικουρικής Ασφάλισης των εργαζομένων στα μέσα ενημέρωσης. Μόνον τυχαίο δεν μπορεί να είναι το γεγονός ότι έναν ολόκληρο χρόνο μετά την κατακρεούργηση όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης από τον περιώνυμο «νόμο Κατρούγκαλου», ο ΕΔΟΕΑΠ, όπως αποκαλείται ο φορέας της υγειονομικής περίθαλψης των εργαζομένων στα ΜΜΕ, βρίσκεται υπό καθεστώς απόλυτης οικονομικής ασφυξίας. Καταργήθηκαν οι πόροι που είχε τις τελευταίες δεκαετίες (από το λεγόμενο «αγγελιόσημο») χωρίς, όμως, να αντικατασταθούν από ο,τιδήποτε άλλο (π.χ. αναδιάρθρωση των εισφορών ασφαλισμένων και συνταξιούχων).
Ο ΕΔΟΕΑΠ είναι ο πρώτος -και ο μόνος προσώρας- ασφαλιστικός φορέας που εδώ και μερικές εβδομάδες έχει συντονισμένα οδηγηθεί σε στάση πληρωμών, αφού αδυνατεί να πληρώσει το προσωπικό του, να καλύψει τις παροχές προς τους ασφαλισμένους του και να καταβάλει τις επικουρικές συντάξεις προς τους συνταξιούχους. Το τι μέλλει γενέσθαι εφεξής ουδείς γνωρίζει. Και πάντως κανείς από την κυβέρνηση δεν δείχνει να ενδιαφέρεται τι θα γίνει με τους χιλιάδες ανθρώπους –εργαζόμενους, ανέργους και συνταξιούχους- που μένουν χωρίς περίθαλψη.
Το πιθανότερο, μάλιστα, είναι ότι το όποιο κυβερνητικό «ενδιαφέρον» εξαντλείται στην επίδειξη πυγμής έναντι μιας υποτιθέμενης «κάστας ισχυρών», όπως εμφανίζονται να είναι οι άνθρωποι της ενημέρωσης, που πρέπει να τιμωρηθούν για να ικανοποιηθούν τα ένστικτα των μαζών που έχουν εκπαιδευθεί να μισούν –τον γείτονα και την… κατσίκα του- καθώς και να αντλούν ικανοποίηση από την ισοπέδωση των πάντων.

Με αυτές και με πολλές άλλες μεθοδεύσεις, όπως η εμμονή στον περιορισμό των τηλεοπτικών αδειών, ή η σκανδαλώδης εύνοια στους φίλιους επιχειρηματίες που εμπλέκονται στα μέσα ενημέρωσης και το κυνήγι όλων των υπολοίπων, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχει επενδύσει στο «σκοτώστε τους αγγελιαφόρους». Θεωρούν ότι η καθυπόταξη των μέσων ενημέρωσης σε βαθμό που να αναμεταδίδουν μόνον τα προπαγανδιστικά non paper μπορεί να διασώσει την καταρρέουσα εξουσία τους. Υποτιμούν τους πολίτες, κρίνοντας ίσως από την ευκολία με την οποία τους εμπιστεύτηκαν παρά τις τερατώδεις υποσχέσεις που είχαν δώσει.
Ας μην τρέφουν, όμως, άλλες αυταπάτες. Και ας μην ματαιοπονούν. Δεν θα τα καταφέρουν. Όπως δεν τα κατάφεραν τόσες και τόσες αυταρχικές εξουσίες πριν από αυτούς. Όσους αγγελιαφόρους και αν στοχεύσουν, οι ειδήσεις, οι πληροφορίες και η ενημέρωση δεν θα σταματήσουν ποτέ να «τρέχουν». Και, όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει, στο διάβα τους παρασέρνουν τους κάθε λογής αυταρχικούς και ανιστόρητους πολιτικάντηδες και σαρώνουν τις πρόσκαιρες εξουσίες του που –κακώς, κάκιστα- θεωρούν πως είναι αιώνιες.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

Ας το πάρει αλλιώς, με μια μπουλντόζα



            Σε μια συνέντευξη 3.500 λέξεων, την οποία παραχώρησε με αφορμή τα δύο χρόνια από την πρώτη εκλογική νίκη του και την ανάληψη της εξουσίας από τον ίδιο και τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δεν ανέφερε ούτε μια φορά τη λέξη «επένδυση» ή κάποιο παράγωγό της.
Όποιος το θεωρήσει τυχαία παράλειψη, που ίσως να σχετιζόταν και με τις ερωτήσεις που του υπεβλήθησαν, δεν έχει παρά να ανατρέξει στην τελευταία ωριαία ομιλία του στη Βουλή για την περιλάλητη διαπλοκή. Ομιλία η οποία εξελίχθηκε σε «εφ΄ όλης της ύλης» παρέμβαση, πλην, όμως, οι λέξεις «επενδύσεις» και «επενδυτές» και πάλι δεν βρήκαν θέση στο πρωθυπουργικό λεξιλόγιο.   
Τούτων δοθέντων, ίσως να μην προκαλεί έκπληξη ότι στα δημοσιεύματα των ημερών διαβάζει κανείς τα εξής διόλου ελπιδοφόρα νέα: «Καλώς εχόντων των πραγμάτων, μπουλντόζες στο Ελληνικό δεν αναμένονται πριν από τα τέλη του 2017 ή ακόμη και στις αρχές του 2018».
Πρόκειται, όπως ευλόγως αντιλαμβάνεται ο καθείς, για την πολυθρύλητη αξιοποίηση του παλαιού αεροδρομίου της πρωτεύουσας που συνιστά την, από κάθε άποψη, μεγαλύτερη επένδυση των τελευταίων δεκαετιών. Και παρότι διαδοχικές κυβερνήσεις της παρελθούσας εικοσαετίας έχουν δεσμευτεί να την προωθήσουν ταχέως, τα εμπόδια που ορθώνονται σε αυτή την προοπτική αποδεικνύονται πιο ισχυρά από τις διακηρυγμένες βουλήσεις των κυβερνώντων.
Με μια πρόχειρη αναζήτηση στο Διαδίκτυο βρίσκει κανείς ότι, ακόμη και πριν από το 2001, οπότε ολοκληρώθηκε η μεταφορά των αεροπορικών υπηρεσιών στα Σπάτα, υπήρξε μια πλειάδα μελετών οι οποίες υπογράμμιζαν τις θετικές οικονομικές επιπτώσεις από μια τέτοια επένδυση. «Η αξιοποίηση αναμένεται να έχει μια εμπροσθοβαρή θετική επίπτωση στην καταπολέμηση της ανεργίας με τη δημιουργία 10.000 άμεσων θέσεων εργασίας και στην αναζωπύρωση του κατασκευαστικού τομέα, που τόσο έχει πληγεί από την παρατεταμένη κρίση», αναφέρεται σε πρόσφατη έκθεση της πλειοδότριας εταιρίας η οποία μετά βασάνων και κόπων ανέλαβε το έργο. Έργο, το οποίο, κατά την ίδια έκθεση, στην πλήρη ανάπτυξή του «αναμένεται να απασχολεί περίπου 70.000 άτομα πολλών επαγγελματικών ειδικοτήτων».
Τηρουμένων των αναλογιών, μιλάμε για κολοσσιαίους αριθμούς απασχολούμενων, τέτοιους που μάλλον κανένα άλλο εγχώριο επενδυτικό σχέδιο δεν μπορεί να δημιουργήσει σε αντίστοιχους χρόνους. Ως μέτρο σύγκρισης, ας ληφθεί υπόψιν ότι το μισθοδοτούμενο από τη ΔΕΗ προσωπικό αριθμεί λιγότερους από 19.000 υπαλλήλους, ενώ το σύνολο των υπηρετούντων σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες της ελληνικής επικράτειας μόλις που ξεπερνούν τις 150.000.
Με άλλα λόγια, μόλις ολοκληρωθούν τα έργα αξιοποίησης, στα λίγα στρέμματα της έκτασης του Ελληνικού θα δουλεύουν τριπλάσιοι και πλέον εργαζόμενοι από όσους εργάζονται σήμερα σε όλο το εύρος των εγκαταστάσεων της ΔΕΗ ή εκείνοι που θα κτυπούν καθημερινά κάρτα θα αντιστοιχούν στο μισό εκπαιδευτικό προσωπικό που υπηρετεί από άκρου εις άκρον της χώρας
Θα περίμενε, λοιπόν, κανένας από έναν πρωθυπουργό, που θέλει να εμφανίζεται πως δήθεν ενδιαφέρεται για τους εργαζομένους, να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να προχωρήσει μια τέτοια επένδυση. Και, αντί να αναλώνεται ασχολούμενος ολημερίς και ολονυχτίς πως θα φιμώσει όποιον του ασκεί κριτική, θα κινούσε γη και ουρανό για να σχεδιαστούν και, ει δυνατόν, να υλοποιηθούν και άλλες τέτοιες επενδύσεις.
Φανταστείτε, δηλαδή, τι θα συνέβαινε αν ο κ. Τσίπρας, αντί να πάει στη Βουλή και να προσπαθεί να βγάλει από τη μύγα ξίγκι, πασχίζοντας να αποκαλύψει την… τεράστια διαπλοκή πίσω από τη δανειοδότηση του «Κήρυκα» Χανίων,  αποφάσιζε ξαφνικά να πάρει μια μπουλντόζα και να κατευθυνθεί στο Ελληνικό. Δεν χρειαζόταν ν κάνει πολλά. Ας περιοριζόταν, σε πρώτη φάση, να γκρεμίσει συμβολικά έναν από τους εκείνους τους φράκτες στους οποίους αλυσοδένονταν παλαιότερα οι ομοϊδεάτες του για να μην… περάσουν οι επενδυτές.
Είναι βέβαιο ότι ο υψηλός συμβολισμός της πρωτοβουλίας του θα έστελνε παντού το μήνυμα ότι τόσο ο ίδιος όσο και εκείνοι που τον περιστοιχίζουν έχουν απαλλαγεί από τις ιδεοληπτικές εμμονές του παρελθόντος. Και, την ίδια ώρα, θα λειτουργούσε πολλαπλασιαστικά για όλους όσοι θέλουν να επενδύσουν στην -«υποτιμημένη», πλέον, κακά τα ψέματα- Ελλάδα αλλά δεν το κάνουν επειδή δεν εμπιστεύονται την ηγεσία της που βολοδέρνει και δεν ξέρει αν πρέπει να διώξει το ΔΝΤ ή να φέρει πίσω τη δραχμή.
Υπάρχει, άλλωστε, το προηγούμενο του Κωνσταντίνου Καραμανλή ο οποίος, ξηλώνοντας –καλώς ή κακώς, μικρή πλέον σημασία έχει- με τα ίδια του τα χέρια τις απαρχαιωμένες γραμμές του τραμ στην Αθήνα της δεκαετίας του 1950, έδωσε το έναυσμα για την οικονομική ανάπτυξη που ξεκίνησε τότε και διατηρήθηκε σε υψηλούς ρυθμούς επί μισό αιώνα.
            Μπορεί να κάνει κάτι αντίστοιχο ο Αλέξης Τσίπρας; Αν υπολογίσει κανείς τη μέχρι τώρα πρακτική του μοιάζει δύσκολο, πολύ δύσκολο. Τίποτε, όμως, δεν μπορεί να αποκλείεται, αφού η πολιτική του επιβίωσή του μόνον με ένα σοκ μπορεί να διαφυλαχθεί. Σκεφτείτε μόνον ότι σε έρευνα της προσφιλούς του «Εφημερίδας των Συντακτών» υπολείπεται του Κυριάκου Μητσοτάκη ακόμη και στο ερώτημα για το ποιος είναι περισσότερο έντιμος...
Άρα, ο θόρυβος με τον «Κήρυκα» Χανίων μάλλον δεν αποδίδει τα αναμενόμενα. Οπότε δεν έχει παρά να το πάρει αλλιώς. Με τη μπουλντόζα.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Οι μονομανίες με τα media και το χρέος



                Αν έφθανε κανείς αυτές τις μέρες στην Ελλάδα από το εξωτερικό και παρακολουθούσε τα θέματα που κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο, θα είχε την αίσθηση ότι όλα τα προβλήματα της χώρας έχουν λυθεί και τα μόνα τα οποία απασχολούν τους πολίτες δεν είναι παρά, στο εσωτερικό μέτωπο, η αδειοδότηση των τηλεοπτικών καναλιών και, στο διεθνές πεδίο, η ρύθμιση του δημοσίου χρέους.
Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μόλις ναυάγησε το σχέδιο που είχε να πάει την Τετάρτη στη Βουλή για να… πανηγυρίσει τη νίκη που ανέμενε ότι θα είχε την προηγουμένη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, μετά την ανατροπή που σημειώθηκε στη δικαστική κρίση επί του νόμου για τις τηλεοπτικές αδειοδοτήσεις, πήρε το κυβερνητικό αεροπλάνο για μια μίνι ευρωπαϊκή τουρνέ με θέμα –τι άλλο;- την πολυθρύλητη δανειακή ελάφρυνση.       
Από τις αρχές του περασμένου καλοκαιριού, οπότε «τσάτρα πάτρα» ψηφίστηκαν οι ρυθμίσεις για το Ασφαλιστικό, οι οποίες, όσο περνά ο καιρός, αποδεικνύεται ότι, εκτός από άδικες, ήταν και ανεπαρκείς για την έκταση του προβλήματος, η επικαιρότητα κατακλύζεται από τις αντιπαραθέσεις για τα κανάλια και το χρέος. Αντιπαραθέσεις οι οποίες επισκιάζουν ο,τιδήποτε άλλο, είτε πρόκειται για τις κάθε είδους εξωτερικές απειλές που διατυπώνονται σε βάρος της χώρας, είτε για το διαρκώς επεκτεινόμενο φαινόμενο της φτωχοποίησης όλο και ευρύτερων τμημάτων του ελληνικού πληθυσμού.
Με τη γνωστή ευκολία που διακρίνει όλες τις πρωτοβουλίες του, οι κυβερνητικοί  επικοινωνιακοί μηχανισμοί ρίχνουν το ανάθεμα στα μέσα ενημέρωσης, τα οποία, ως… «όργανα της διαπλοκής» που είναι, «υπονομεύουν την… εθνοσωτήριο κυβέρνηση», προβάλλοντας μόνον τα αρνητικά και όχι τα θετικά της. Όπως συνέβη, για παράδειγμα, με την Ευρωμεσογειακή Διάσκεψη που συγκλήθηκε τον περασμένο μήνα στην Αθήνα και η περιορισμένη προβολή της οποίας προκάλεσε τη μήνη της κυβερνητικού εκπροσώπου.
                Με την απόσταση των αρκετών εβδομάδων που παρήλθαν έκτοτε, θα είχε ενδιαφέρον να άκουγε κανείς την Όλγα Γεροβασίλη να κάνει έναν μικρό απολογισμό για το τι έχασαν οι Έλληνες πολίτες επειδή δεν διέκοψαν τότε τα κανάλια για να μεταδώσουν απευθείας τις δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα και των προσκεκλημένων του ηγετών από τις γειτονικές –και, κατά κάποιον τρόπο, ομοιοπαθείς- χώρες. Τί διαφορετικό, άραγε, από τη διαρκή ανάγκη για σπάσιμο των «κουμπαράδων» που προορίζονται για τις μελλοντικές γενιές, ώστε να πληρωθούν οι συντάξεις, θα μας επεφύλασσε η μοίρα;
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχε να μπορούσε ν κάποιος να καταμετρήσει τις απεριόριστες εργατοώρες που έχουν αφιερώσει ο ίδιος ο Τσίπρας και ο πολυπληθής περίγυρος του για να προετοιμάσουν το «μαύρο» που, στο όνομα της πάταξης της διαπλοκής, σχεδιάζουν να ρίξουν στα μέσα ενημέρωσης που δεν τους είναι αρεστά. Και να συνέκρινε το άθροισμα του χρόνου με εκείνον που το ίδιο διάστημα αναλώθηκε σε άλλα ζητήματα που επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών, όπως η κατάσταση στην Υγεία και στην Παιδεία ή η χαίνουσα κοινωνική πληγή της Απασχόλησης.
Θα είχε, εξάλλου, μεγάλη αξία να μαθαίναμε τα αποτελέσματα των υποτιθέμενων προσπαθειών που καταβάλλονται από σωρεία κυβερνητικών στελεχών για την προσέλκυση νέων επενδύσεων ή ακόμη και την προώθηση παλαιότερων που είχαν παραλάβει από τους προκατόχους τους. Τι γίνεται, για παράδειγμα, με το Ελληνικό και γιατί δεν ξεκινούν τα έργα; Να είχε, άραγε, ο πρωθυπουργός, ο οποίος φέρεται να έχει αποστηθίσει το ύψος της ετήσιας διαφημιστικής δαπάνης και του ανεξόφλητου χρέους για κάθε μικρή ή μεγαλύτερη επιχείρηση στον τομέα της ενημέρωσης, την απορία ώστε να σηκώσει ένα πρωί το τηλέφωνο και να ρωτήσει τους αρμόδιους συνεργάτες του πότε προβλέπουν να μπει στον χώρο του παλαιού αεροδρομίου η πρώτη μπουλντόζα; Μάλλον όχι. Όλα δείχνουν ότι είναι άλλες οι προτεραιότητες του. Τόσο οι δικές του όσο και των συνεργατών του. Τουλάχιστον αν κρίνει κανείς από τη συχνότητα με την οποία εκδίδουν σωρηδόν non paper για κάθε θέμα που οι ίδιοι κρίνουν ότι έχει σημασία.
Θύματα των ίδιων των ιδεοληπτικών εμμονών που έχουν με τα media και εξηγούν το ιερό μένος με το οποίο καταφέρονται εναντίον τους, έχουν αναγάγει την προσπάθεια καθυπόταξης της ενημέρωσης σε υπέρτατο σκοπό που είναι συνυφασμένος με την παραμονή τους στην εξουσία. Όποιος έχει παρακολουθήσει έστω και μία από τις συνεδριάσεις της διαβόητης Εξεταστικής Επιτροπής για τα δάνεια των μέσων ενημέρωσης, δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία για τις προθέσεις των εμπνευστών της. Η μισαλλόδοξη, άλλωστε, διάθεση, όπως και η εχθροπαθής προκατάληψη, με τις οποίες αντιμετωπίζουν τους εκπροσώπους όποιου μέσου δεν τους λιβανίζει, είναι παροιμιώδεις.
Εξίσου παροιμιώδης μέλλει να αποδειχθεί και η δεύτερη πρωθυπουργική μονομανία που είναι η παθιασμένη ενασχόληση με την «εδώ και τώρα» ρύθμιση του χρέους, η οποία έχει αναχθεί ως μοναδικό και υπέρτατο κινητήριο μοχλό για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Και που ακριβώς για τν χαρακτήρα που της έχει δοθεί, λειτουργεί, εν τέλει, ως τροχοπέδη για την αναγκαία επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας, αφού δεν γίνεται τίποτε όσο καθυστερεί η διευθέτηση της συγκεκριμένης εκκρεμότητας .
Όμως, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, όποια τροπή και αν πάρουν τα πράγματα, οι χειρισμοί της κυβέρνησης υπήρξαν τόσο άθλιοι που τη μόνη κατάληξη την οποία μπορεί να έχουν είναι να φέρνουν όλο και πιο κοντά την κατάρρευσή της. Διότι, αν ρίξει «μαύρο» στα κανάλια, είναι βέβαιο θα τη φάει το «μαύρο σκοτάδι» και γι΄ αυτό επιζητεί συνενόχους στην αντιπολίτευσης ή στη Δικαιοσύνη. Αν πάλι δεν μπορέσει να το επιβάλει, οι μέρες της στην εξουσία είναι μετρημένες. Το ίδιο, πάνω – κάτω, ισχύει και με το χρέος: Αν επιτευχθεί η διευθέτησή του, τότε δεν θα έχει καμία δικαιολογία κανένας Σκουρλέτης να λέει ότι «δεν βγαίνει το πρόγραμμα» για να δικαιολογήσει την αδράνεια του που θα γίνει πασιφανής. Αν πάλι δεν επιτευχθεί, ας αναλογιστεί ο καθένας αν μπορούν να σταθούν στις κυβερνητικές καρέκλες με τη ζημιά που θα έχουν προκαλέσει ως τότε.
Αλλά, σχεδόν πάντα, έτσι συμβαίνει με τους μονομανείς: το πάθος τους αποτελεί και τη μήτρα της καταστροφής τους.