Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Η εκδίκηση της... ψευτιάς



Επιβεβαιώνοντας τις χειρότερες προβλέψεις όλων όσοι δραματικά επισήμαιναν, κατά το τετράμηνο της απραξίας που μεσολάβησε από την 20ή Φεβρουαρίου, ότι η καθυστέρηση κοστίζει, ο Αλέξης Τσίπρας υποχρεώθηκε να βάλει την υπογραφή του κάτω από ένα τόσο επώδυνο πρόγραμμα που ούτε στα πιο εφιαλτικά του όνειρα δεν θα μπορούσε να διανοηθεί.
 Δεν υπάρχει, σχεδόν, κακοτοπιά που να διακήρυσσε ότι ήθελε να αποφύγει και να κατάφερε, εν τέλει, να μην τη βρει μπροστά του. Από τον άκρως υφεσιακό πυρήνα του προγράμματος που ο ίδιος έφθασε να προτείνει, μέχρι τον τελεσιγραφικό χαρακτήρα με τον οποίο τού επιβλήθηκαν τα σκληρά μέτρα, όλα, μα όλα, ήρθαν λες και ήταν παραγγελία για να διαψεύσουν τις προεκλογικές ψευδαισθήσεις που συνεχίστηκαν ως μετεκλογικές αυταπάτες.
Χρειάστηκε να κινδυνέψουν να διαλυθούν τα πάντα, να αδειάσουν οι τράπεζες από καταθέσεις και, το κυριότερο, να φθάσει η χρόνια χειμαζόμενη οικονομία στο απώτατο άκρο της αβύσσου για να αναλάβει να κάνει η σημερινή κυβέρνηση όλα εκείνα για τα οποία λοιδωρούσε τους προκατόχους της, τους καθύβριζε, αμφισβητούσε την προσωπική ακεραιότητα και τον πατριωτισμό τους και τους απειλούσε -μέχρι πρότινος!- με δικαστικές διώξεις.
Κακά τα ψέματα, η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. βρίσκεται αντιμέτωπη με την ιστορικά πιο κραυγαλέα αθέτηση υποσχέσεων εδώ και πολλές δεκαετίες. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που, όπως όλα δείχνουν, η αθέτηση θα συνοδεύεται και από μια επιπλέον προσβλητική υπαναχώρηση από παλαιότερες δεσμεύσεις που είναι η υποχρέωση για καταφυγή σε κατεπείγουσα διαδικασία έγκρισης των μέτρων από το Κοινοβούλιο.
Εν ολίγοις, τα κατάφεραν τελικά έτσι οι σημερινοί κυβερνώντες ώστε σχεδόν να μην υπάρχει κάτι για το οποίο να έχουν κατηγορήσει τους προκάτοχους τους στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας και να μην το έχουν διαπράξει οι ίδιοι. Και μάλιστα σε χρονικό διάστημα πολύ πιο σύντομο από εκείνο που πήρε στους... πρώτους διδάξαντες να υποπέσουν στο αντίστοιχο αμάρτημα.
Το πολιτικό προσωπικό και τα κόμματα της προηγούμενης περιόδου πλήρωσαν βαρύ τίμημα για τις προεκλογικές υποσχέσεις τις οποίες αφειδώς έδιναν και στην πράξη ήταν αδύνατο να εκπληρώσουν. Όχι, φυσικά, επειδή δεν ήθελαν, όπως μάλλον απερίσκεπτα διατείνονταν οι επικριτές τους, αλλά διότι οι συνθήκες ήταν τέτοιες που δεν υπήρχε περίπτωση να φανούν συνεπείς.
Πολλοί από τους πολιτικούς της παρελθούσας περιόδου δεν άντεξαν και, κάποιοι λίγοι εκόντες, αλλά οι περισσότεροι άκοντες, αποχώρησαν από τη σκηνή. Τους “κατάπιε” η κρίση. Όπως και αρκετού άλλους που επέμειναν, προσπαθώντας, εις μάτην οι περισσότεροι, να πείσουν τους πολίτες για την ανατροπή των δεδομένων που δεν τους επέτρεψαν να είναι τόσο συνεπείς όσο ήταν παλαιότερα.
Στον αντίποδα, ωστόσο, κάποιοι οι οποίοι φρόντισαν να καβαλήσουν τον... συρμό των αντιμνημονιακών, που πρόσθετε συνεχώς και νέα βαγόνια στην πλατφόρμα του, κατάφεραν όχι απλά να επιβιώσουν μέσα στη μνημονιακή θύελλα αλλά και να αποκτήσουν αδιανόητες πολιτικές προίκες που τους έδωσαν την ευκαιρία να βρεθούν σε θέσεις ευθύνης που, υπό κανονικές συνθήκες, ουδείς θα τους τις εμπιστεύονταν.
Όπως και να έχει, όμως, εκείνο που κάνει να μοιάζουν ασυγχώρητα πολλά από όσα συμβαίνουν τελευταία στη χώρα, είναι το γεγονός ότι ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ υπήρξαν προϊδεασμένοι για την κατάσταση που τους ανέμενε. Και, ως εκ τούτου, έπρεπε να είναι προετοιμασμένοι. Είναι επιβεβαιωμένο ότι ο Ευάγγελος Βενιζέλος ήταν ένας εξ εκείνων που είχε με σαφήνεια προειδοποιήσει, συνιστώντας στον νυν πρωθυπουργό να μην βιάζεται, πλην, όμως, εκείνος αγνόησε τις προειδοποιήσεις, καθώς η σπουδή να βρεθεί μια ώρα αρχύτερα στον θώκο της εξουσίας ήταν ισχυρότερη από την υπομονή του.
Μοιραία, λοιπόν, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται τώρα αντιμέτωπος με όσα έλεγε μέχρι πρότινος, αδιαφορώντας (;) ότι πολλά από αυτά θα έμεναν ανεκπλήρωτα. Γιατί, αργά ή γρήγορα, η ώρα που τα ψέματα -συνειδητά ή μη- παίρνουν την εκδίκησή τους φθάνει. Από τον κανόνα αυτόν σχεδόν κανείς δεν ξεφεύγει. Γιατί να αποτελέσει εξαίρεση ο κ. Τσίπρας;
 Έτσι, ακόμη και αν -με τη βοήθεια της αντιπολίτευσης ή όχι χωρίς αυτήν- καταφέρει σε πρώτη φάση να περάσει την τελική συμφωνία που θα συνομολογήσει τις επόμενες μέρες, η εφαρμογή της θα αποτελέσει τόσο δύσκολο εγχείρημα για τον νυν πρωθυπουργό που μόνον με ανανέωση της λαϊκής ετυμηγορίας θα μπορέσει να την “τρέξει” για να οδηγηθούμε κάποια στιγμή στην ανάκαμψη.
Με υπουργούς που... κάθονται στα πατώματα ή που απερίσκεπτα προπαγανδίζουν τη ρήξη, για να δοκιμάσουν τις θεωρίες τους και να ικανοποιήσουν το υπερεγώ τους, ανάκαμψη δεν βλέπουμε στον αιώνα τον άπαντα.

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Μπέτυ ή «Λυσιστράτη»; Συμφιλίωση ή Διχόνοια;



Η «Κανάρ Ανσενέ» είναι η μεγαλύτερη γαλλική σατιρική εφημερίδα που έχει καθιερωθεί και αποκτήσει διεθνές κύρος όχι μόνον για το χιούμορ που εκπέμπουν τα δημοσιεύματά της, αλλά και για την αποκαλυπτική διάστασή τους.
Σε ένα πρόσφατο δημοσίευμα της, το οποίο αναπαρήχθη από τους -διόλου σατιρικούς- βρετανικούς «Τάιμς», η «Αλυσοδεμένη Πάπια», όπως μεταφράζεται στα ελληνικά το όνομα του εμβληματικού παρισινού εντύπου, υποστηρίζει ότι ο Αλέξης Τσίπρας φοβάται ότι, αν υποκύψει στις πιέσεις των δανειστών, θα τον εγκαταλείψει η σύντροφος και μητέρα των παιδιών του, Μπέτυ Μπαζιάνα.
Πηγή της είδησης (;) φέρεται να είναι εκμυστηρεύσεις του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ που έφερε στο φως η «Κανάρ Ανσενέ» και σύμφωνα με τις οποίες ο Έλληνας πρωθυπουργός του είπε σε μια από τις συναντήσεις που είχαν ότι «αν υποχωρήσει σε πολλές από τις απαιτήσεις της τρόικας, ρισκάρει όχι μόνο να χάσει το κόμμα του αλλά και τη σύντροφό του, που είναι σφόδρα πολέμια των δανειστών και πολύ πιο αριστερή από αυτόν».
Αν στα γραφόμενα της «Αλυσοδεμένης Πάπιας» προέχει η σάτιρα, έστω και υπό την μορφή του αυτοσαρκασμού από μεριάς του κ. Τσίπρα, έχει καλώς... Αν, αντιθέτως, κυριαρχεί η αποκαλυπτική διάσταση των δημοσιευμάτων της γαλλικής εφημερίδας, έχω την αίσθηση ότι δεν μπορούμε να προσδοκούμε πολλά από τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους και δανειστές της χώρας που φθάνουν αυτές τις μέρες στην κορύφωσή τους.
Άλλωστε, από την εποχή του Αριστοφάνη, του παγκόσμιου «Πατριάρχη» του σατιρικού λόγου, είναι γνωστή η τεράστια επιρροή που μπορεί να ασκήσουν οι γυναίκες στη λήψη των αποφάσεων από τους άνδρες, οι οποίοι, κατά τα άλλα, βαυκαλίζονται ότι αποτελούν το «ισχυρό φύλο».
Στην εμβληματική «Λυσιστράτη», που αποτελεί έναν ανυπέρβλητο ύμνο στην ειρήνη, στη συμφιλίωση και στον συμβιβασμό, η ομώνυμη πρωταγωνίστρια της εκπληκτικής αριστοφανικής κωμωδίας, τέθηκε επικεφαλής των Αθηναίων γυναικών οι οποίες αποφάσισαν , μεσούντος του Πελοποννησιακού Πολέμου, να δράσουν για να σταματήσουν τις πολεμικές συρράξεις και να επαναφέρουν την ειρήνη στον τόπο τους.
Η Λυσιστράτη συγκάλεσε κρυφά τις Αθηναίες, αλλά και αντιπροσώπους από άλλες πόλεις, προτείνοντάς τους την κήρυξη ερωτικής αποχής μέχρις ότου οι άντρες αποφασίσουν να τερματίσουν τον πόλεμο. Οι άντρες, εξοργισμένοι από την ανταρσία των γυναικών, συγκρούονται μαζί τους, πλην, όμως, ο στόχος τους να επιστρέφουν οι συμβίες της στις συζυγικές κλίνες δεν επιτυγχάνεται.
Οι γυναίκες, ακολουθώντας οδηγίες της Λυσιστράτης, τους προκαλούν όσο γίνεται περισσότερο, χωρίς, όμως, να υποκύπτουν στις επιθυμίες τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Αθηναίοι άνδρες αλλά και απεσταλμένοι των Σπαρτιατών, υποχρεώθηκαν να απευθύνουν έκκληση στη Λυσιστράτη να συμβάλει στον συμβιβασμό που, εν τέλει, επέρχεται με τη βοήθεια μιας καλλονής, της προσωποποιημένης Συμφιλίωσης, η οποία γοητεύει με τα κάλλη της τις δύο αντιμαχόμενες, ως τότε, πόλεις που με αμοιβαίες παραχωρήσεις καταλήγουν στη σύναψη ειρήνης.
Μπορεί, άραγε, η σύντροφος του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να γίνει η σύγχρονη Λυσιστράτη η οποία, με τη συνδρομή της Συμφιλίωσης, θα συμβάλει στην επικράτηση της ειρήνης ανάμεσα στην Ελλάδα και στους Ευρωπαίους εταίρους;
Αν δεν τον κάνει, το πιθανότερο είναι ότι θα επικρατήσουν εκείνοι που θέλουν να ρίξουν στη σκηνή αντί για τη Συμφιλίωση, τη «Διχόνοια», η οποία ελλοχεύει και, κατά τα φαινόμενα, θα πρωταγωνιστήσει το επόμενο διάστημα εφόσον αποτύχει ο συμβιβασμός και συνεχιστεί ο πόλεμος.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Ο χρόνος είναι χρήμα, όπως και το... «χασομέρι»



Αν όλα αυτά που ζούμε τα τελευταία εικοσιτετράωρα δεν είναι μέρος μιας «ενορχηστρωμένης δραματοποίησης», όπως θέλουν να πιστεύουν ορισμένοι καλοπροαίρετοι (ή μήπως αθεράπευτα αφελείς;), τότε μάλλον βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ιστορικών διαστάσεων φάρσα που συνιστά το γεγονός ότι οι άνθρωποι στους οποίους έχουν ανατεθεί οι τύχες της χώρας δεν έχουν μόνον άγνοια κινδύνου αλλά είναι και ανεπίδεκτοι μαθήσεως.
Πως αλλιώς μπορεί να εξηγηθούν οι διαρκείς παλινωδίες και οι πελώριες αντιφάσεις για την -υποτίθεται- επερχόμενη συμφωνία η οποία, κατά την ελληνική πλευρά, τη μια στιγμή είναι “ολοένα και πιο κοντά” και την επομένη διαπιστώνεται ότι τις δύο πλευρές χωρίζει ένα απροσμέτρητο χάος; Δικαιολογούνται, άραγε, να εμφανίζονται έκπληκτοι για την τροπή που έχουν λάβει οι -ούτω καλούμενες- «διαπραγματεύσεις» όταν έχει προηγηθεί το κείμενο της 20ής Φεβρουαρίου στο οποίο αποτυπώθηκε με ενάργεια η ένθεν κακείθεν βούληση;
Αν, όντως, στους τέσσερις μήνες που πέρασαν από εκείνη την πρώτη καταγραφή των επιδιώξεων ή και επιθυμιών της μιας και της άλλης πλευράς, η ελληνική κυβέρνηση δεν κατάφερε να αναλύσει την διαμορφωμένη -και εν πολλοίς γνωστή από το παρελθόν- πραγματικότητα, είναι πολύ αμφίβολο ότι μπορεί να υπάρξει θετική κατάληξη στο εναπομείναν ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο που έχει οδηγήσει το πολύμηνο «χασομέρι» στο οποίο επιδόθηκε -ή παρασύρθηκε;- η δική μας πλευρά.
«Ο χρόνος είναι χρήμα» και, δυστυχώς, στην προκειμένη περίπτωση η συγκεκριμένη ρήση δεν είναι «σχήμα λόγου». Το παιχνίδι της καθυστέρησης, ανεξαρτήτως του ποιος το επέβαλε -η ελληνική πλευρά υπαινίσσεται ότι το έκαναν οι άλλοι, αλλά από «έξω» όλες οι ευθύνες επιρρίπτονται στην Αθήνα- κοστίζει ακριβά. Το ακόμη χειρότερο, όμως, είναι ότι το κόστος δεν επιμερίζεται στις δύο πλευρές, αλλά σχεδόν μονομερώς πίπτει επί των κεφαλών μας.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο «λογαριασμός» των μέτρων που θα συνοδεύουν τη νέα «μνημονιακή», ή όπως αλλιώς αποκληθεί, συμφωνία, αντί να μειώνεται από τις ατέρμονες «υπερήφανες», τάχατες, διαπραγματεύσεις, μάλλον αυξάνει μέρα με τη μέρα, με τη δικαιολογία ή το πρόσχημα ότι, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων, όλοι σχεδόν οι οικονομικοί δείκτες έχουν χειροτερεύσει.
Η κυβέρνηση δείχνει να είναι απολύτως εγκλωβισμένη στην ίδια την πλανεύτρα ρητορική της, για την οποία όσα ελαφρυντικά και αν της δοθούν για τον τρόπο που την άσκησε προεκλογικά, είναι απορίας άξιον γιατί δεν προσπαθεί να την προσαρμόσει τώρα που όλα τα αδιέξοδα είναι μπροστά της. Κανείς εχέφρων, εξάλλου, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. οδηγείται σε έναν επώδυνο συμβιβασμό ακόμη και αν όλως αιφνιδίως η πλευρά των εταίρων και δανειστών αποφασίσει να δεχθεί στο σύνολό τους τις πιο πρόσφατες προτάσεις της δικής μας πλευράς που μόλις το τελευταίο δεκαπενθήμερο πήραν συγκεκριμένη μορφή.
Αν μέχρι πρότινος είχαν το «άλλοθι» της άγνοιας και έλεγαν -πριν αλλά και μετά τις εκλογές- όσα έλεγαν κατά των αντιπάλων τους και υπέρ των συμμαχιών που εκείνοι θα συγκροτούσαν για να... αλλάξουν τον ρου της παγκόσμιας Ιστορίας, τώρα πλέον δεν δικαιούνται να προβάλουν τους ίδιους ισχυρισμούς. Δοκίμασαν τους Ρώσους, «έπαιξαν» με τους Αμερικανούς, έφθασε η χάρη τους και στη Λατινική Αμερική, πλην, όμως, στο τέλος με τους Ευρωπαίους κάθισαν, έστω καθυστερημένα στο ίδιο τραπέζι.
Κακά τα ψέματα, η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη και στην Ευρώπη θα παραμείνει. Για πολλούς και αρκετών ειδών λόγους. Κυρίως, όμως, επειδή έχει αποδειχθεί ότι εκεί είναι το συμφέρον της, τόσο της ίδιας ως χώρας όσο και των πολιτών της. Γι΄ αυτό ακριβώς και οι τελευταίοι, παρά τις τεράστιες δυσκολίες των προηγούμενων χρόνων και εκείνες που προοιωνίζεται ότι έχουμε ακόμη μπροστά μας, παραμένουν πλειοψηφικά θιασώτες της ευρωπαϊκής κατεύθυνσης, απορρίπτοντας τις «Σειρήνες» του δήθεν αξιοπρεπούς απομονωτισμού.
Αν, λοιπόν, πράγματι ο Αλέξης Τσίπρας και το επιτελείο του εννοούν όσα λένε και, στο μεταξύ, διδάχθηκαν κάτι από όσα εκτυλίχθηκαν μπροστά τους το τελευταίο πεντάμηνο, δεν έχουν παρά να τερματίσουν μια ώρα αρχύτερα το επικίνδυνο παιχνίδι στο οποίο -εκόντες ή άκοντες- παίζουν υπό τον φόβο του πως θα γίνει δεκτή η συμφωνία στο στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Από τη στιγμή που οι ίδιοι οι κυβερνώντες λένε ότι είναι κοντά σε συμφωνία και έχουν συμβιβαστεί με τους στόχους που αυτή θα υπηρετεί, ας μη δεχθούν όσα τους προτείνονται (ΕΚΑΣ, ΦΠΑ στο ρεύμα, κ.ά.). Ας φροντίσουν, όμως, να κάνουν τις δικές τους αντιπροτάσεις που να είναι ουσιώδεις και να ξεπερνούν το σύνηθες... μπαλαμούτι «θα βρούμε έσοδα από την καταπολέμηση της... διαφθοράς και τις... άδειες των τηλεοπτικών καναλιών».
Ο χρόνος τρέχει. Και τρέχει αποκλειστικά και μόνον εις βάρος μας. Εκτός πια και αν πιστεύει κανείς ότι η ύφεση, η κατάρρευση των δημοσίων εσόδων και η διαρροή των τραπεζικών καταθέσεων είναι εξίσου βλαπτικά φαινόμενα και για τους «έξω». Αν είναι έτσι, ας τους... τιμωρήσουμε συνεχίζοντας το «χασομέρι».

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Αλλάζουν οι κάλπες την κοινή λογική;



Σε ολόκληρο τον πλανήτη δεν υπάρχει ένας υπεύθυνος –με την έννοια του έχοντος την ευθύνη για αυτά που λέει ή πράττει- ηγέτης ο οποίος να έχει πάρει θέση στη διελκυστίνδα ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους πιστωτές της χώρας και να μην έχει ταχθεί υπέρ του συμβιβασμού και της ανάληψης από τη δική μας πλευρά της υποχρέωσης να φέρουμε εις πέρας μεταρρυθμίσεις που να –επιχειρούν, έστω, να- αλλάξουν το λανθασμένο παραγωγικό πρότυπο που δεκαετίες τώρα ακολουθούμε.
Δεν είναι μόνον η Άνγκελα Μέρκελ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που επιμένουν στερεότυπα, ήδη από των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης, ότι η Ελλάδα πρέπει «να κάνει τα μαθήματα της» και μόνον έτσι θα μπορεί να απαιτεί την έκφραση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Είναι και ο Μάρτιν Σουλτς με τον Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, όπως και ο Φρανσουά Ολάντ με τον Ματέο Ρέντσι, αλλά και ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και τόσοι άλλοι από τον δυτικό –για να μιλήσουμε με παραδοσιακούς όρους- κόσμο που, λίγο ως πολύ, κινούνται στην ίδια ακριβώς γραμμή.
Από τους –πέστε τους και «γκρινιάρηδες»- Σλοβάκους ή τους –ας τους θεωρήσουμε, λόγω «Ποδέμος», «φοβητσιάρηδες»- Ισπανούς, έως τους Αυστριακούς, τους Βέλγους, τους Λουξεμβούργιους, ακόμη και τους ομοεθνείς Κυπρίους, δεν υπάρχει ούτε μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση που να στέκεται στο πλευρό μας και να συμμαχεί μαζί μας στο Eurogoup ή σε οποιοδήποτε άλλο ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο forum.
Για όλους όσοι έχουν επίγνωση της πραγματικότητας των διαπραγματεύσεων, αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι έχουν μικρή σχέση με την πραγματικότητα οι «διαρροές» περί δήθεν διαφωνιών είτε ανάμεσα στη Μέρκελ και τον Σόιμπλε ή μεταξύ των  εκπροσώπων των τριών «θεσμών», που παλαιότερα λέγαμε «τρόικα». Σε κάθε περίπτωση, οι υποτιθέμενες αυτές διαφωνίες, οι οποίες και επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης προβαλλόταν ως άλλοθι για τα συνεχή «ναυάγια», δεν είναι αρκετές για να δικαιολογηθούν τη διάσταση που επιχειρείται να τους δοθούν.
 Αν σε όλους αυτούς προσθέσουμε Ρώσους και Κινέζους, οι οποίοι όχι μόνον δεν ανοίγουν πιστωτικές γραμμές, όπως φαντασιώνονται διάφοροι από αριστερά και δεξιά, αλλά μας προτρέπουν να βρούμε λύση στα προβλήματά μας εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας στην οποία ανήκουμε, δεν είναι να απορεί κανείς για την τύχη που θα μας επιφυλαχθεί αν, παρ΄ ελπίδα, συμβεί το αδιανόητο της εξόδου από την ευρωζώνη, ως αποτέλεσμα ενός πτωχευτικού «ατυχήματος», και χρειαστούμε βοήθεια για να σταθούμε στα πόδια μας.
 Όπως και να έχει, όμως, τεσσεράμισι μήνες μετά τις εκλογές, η προεκλογική «προφητεία» του Αλέξη Τσίπρα για «τα νταούλια και τις αγορές» μοιάζει να… εκπληρώνεται. Μόνον που μάλλον εκπληρώνεται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που είχε προφητέψει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. Εκείνες που χορεύουν δεν είναι οι αγορές, οι οποίες μια… χαρά την βγάζουν. Είναι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας ο οποίος επί 130 μέρες τώρα βολοδέρνει αδύναμος να αποφασίσει «με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει».
Γιατί τι άλλο από αδυναμία και αναποφασιστικότητα εκπέμπει η στάση που τηρεί η ελληνική κυβέρνηση, η οποία την ίδια ακριβώς ώρα που προετοιμάζει τον συμβιβασμό, με συναντήσεις και τηλεφωνήματα προς εκείνους που κρατούν τα κλειδιά της λύσης στο εξωτερικό, για λόγους εσωτερικών ισορροπιών διστάζει να ολοκληρώσει την προσαρμογή στην πραγματικότητα, όπως σε όλους τους τόνους και σε όλες τις γλώσσες της ζητείται με επίκληση της κοινής λογικής που ενστερνίζονται οι πάντες στον υπόλοιπο πλανήτη;
 Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι η ίδια η κυβέρνηση, αντί να προσπαθεί να αίρει την διάχυτη αβεβαιότητα που προκαλεί η αναποφασιστικότητά της επιδεινώνοντας την αδηφάγο ύφεση, που υποτίθεται ότι θέλει να αποφύγει, πυροδοτεί την παραλυτική ανασφάλεια με την μάλλον παιδαριώδη αντίδραση της καλλιέργειας εκλογικών σεναρίων.
Αλήθεια, ποιο ακριβώς πρόβλημα της κυβέρνησης -και πολύ περισσότερο της χώρας- θα μπορούσε να επιλυθεί με το πρόωρο στήσιμο κάλπης για βουλευτικές εκλογές; Μάλλον κανένα, αφού και μετά τις εκλογές οι συσχετισμοί είναι μάλλον απίθανο να αλλάξουν. Και διότι, αν ήταν να αλλάζουν έτσι εύκολα τα πράγματα δεν είχαμε παρά να κάνουμε κάθε τρεις και λίγο εκλογές. Και εννοείται με όλο και πιο… φιλολαϊκά προεκλογικά προγράμματα… 
Δεν νομίζω να αμφιβάλει κανείς ότι μόνον ασυγχώρητα αφελείς θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι οι ξένοι –εταίροι και δανειστές μας- θα μας έδιναν μια καλύτερη συμφωνία επειδή θα εκφραζόταν κατ΄ αυτόν τον τρόπο ο ελληνικός λαός. Έχουμε, νομίζω, υποστεί πολλές διαψεύσεις τα τελευταία χρόνια και από πολλές διαφορετικές κυβερνήσεις για να πιστέψουμε ότι με τις κάλπες μπορεί να ανατραπεί αυτό που για όλους τους άλλους συνιστά κοινή λογική. Ή μήπως όχι;