Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Πόσες κάλπες μας χωρίζουν από το Grexit;



Όλα μα όλα μαρτυρούν ότι πάμε ολοταχώς για πρόωρες εκλογές επειδή η σημερινή κυβέρνηση και ο αρχηγός της Αλέξης Τσίπρας δεν αντέχουν να εφαρμόσουν όσα συμφώνησαν με τους δανειστές. Είναι τρελό να σκεφθεί κανείς ότι προτού καν συμπληρωθεί εξαετία από το 2009, που στήθηκαν οι τελευταίες… προμνημονιακές κάλπες, έχουμε κληθεί να ψηφίσουμε τέσσερις φορές σε γενικές εκλογές –τρεις για βουλευτικές και μια για ευρωεκλογές- και οδεύουμε για την πέμπτη.
Αν συνυπολογίσουμε και τις δύο αυτοδιοικητικές αναμετρήσεις, του 2010 και του 2014, αλλά και το πρόσφατο δημοψήφισμα, ο μέσος χρόνος που πηγαίνουμε στις κάλπες τα τελευταία χρόνια στις κάλπες είναι σχεδόν μια φορά το εξάμηνο και πρέπει να αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ.
Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη χώρα –ευρωπαϊκή ή τριτοκοσμική, πλούσια ή φτωχή, ευημερούσα ή πτωχευμένη- που οι πολίτες της να ψηφίζουν τόσο συχνά για να εκλέξουν τους εκπροσώπους τους χωρίς να τηρείται ο γενικά παραδεδεγμένος κανόνας ότι τα πρόσωπα που αναδεικνύονται σε θέσεις εξουσίας έχουν συγκεκριμένη θητεία εντός της οποίας ξεδιπλώνουν το έργο τους και κρίνονται γι΄ αυτό στο τέλος.
Δεν βρίσκω τον λόγο, ακόμη και στις ειδικές συνθήκες της μακρόσυρτης περιόδου κρίσης που διερχόμαστε, για τον οποίο οι εκλογές μπορούν να δώσουν λύση στα μεγάλα προβλήματα της χώρας που γίνονται πολύ μεγαλύτερα εξαιτίας της διαρκούς πολιτικής αβεβαιότητας που προστίθεται στην οικονομική ανασφάλεια. 
Τώρα πια, μάλιστα, που άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, σχεδόν όλοι -και σίγουρα οι βασικοί διεκδικητές της εξουσίας- «έβαψαν τα χέρια» τους με… μνημονιακό «αίμα», αναρωτιέμαι ειλικρινά γιατί δεν μπορεί να βρεθεί ένας κοινός τόπος που να διώξει μακριά τις εκλογές και να δημιουργήσει ατμόσφαιρα πολιτικής σταθερότητας που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος.
Πολύ περισσότερο που μετά τις προσεχείς εκλογές το σκηνικό που προδιαγράφεται δεν θα είναι πολύ διαφορετικό από το σημερινό. Δεν χρειάζεται να έχει κανείς ειδικό… χάρισμα για να προβλέψει ότι το πιθανότερο που θα συμβεί την επομένη της κάλπης είναι η δημιουργία ενός μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού ανάμεσα στον εναπομείναντα –μετά την σχεδόν προεξοφλημένη διάσπαση που επέρχεται- «ευρωπαϊκό» ΣΥΡΙΖΑ και στα κόμματα της τωρινής αντιπολίτευσης που ενστερνίζονται την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.
Γιατί, λοιπόν, εκείνο που θα είναι αναπότρεπτο την επομένη των εκλογών, δεν γίνεται από τώρα; Και ποιος είναι ο λόγος που πρέπει να επαναληφθεί το προηγούμενο του 2012 όταν οδηγηθήκαμε στη δεύτερη αναμέτρηση του Ιουνίου για να σχηματιστεί η τρικομματική συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ που μπορούσε και μάλιστα με καλύτερους όρους να συγκροτηθεί ήδη από τον Μάιο;
Τα ερωτήματα αυτά, που θεωρώ ότι απασχολούν κάθε σκεπτόμενο πολίτη που δεν έχει ειδικά συμφέροντα που ταυτίζονται αποκλειστικά με ένα κόμμα ή μια παράταξη, δεν θα βρουν, δυστυχώς, απαντήσεις. Ίσως και επειδή οι Έλληνες εκλογείς, είτε από ελλειπή πληροφόρηση ή κοντή μνήμη, είτε διότι έτσι τους βολεύει, είναι συνήθως ανεκτικοί, πλειοψηφικά τουλάχιστον, απέναντι σε εκείνους που τους εξαπατούν.
Κακά τα ψέματα, παρά τις αναμφισβήτητα μεγάλες επιδράσεις που είχε στις διαθέσεις της ελληνικής κοινωνίας η παρατεταμένη, όσο και γενικευμένη, κρίση των τελευταίων χρόνων, ορισμένα συλλογικά προτάγματα που έρχονται από τα παρελθόν μοιάζουν να μένουν αναλλοίωτα. Τα βλέπει, δε, κανείς να αναπαράγονται με τόση εντυπωσιακή ευκολία που αναρωτιέται αν και πότε μπορεί να τερματιστεί η μόνιμη παρέκκλιση από τα ευρωπαϊκά πρότυπα που παρουσιάζει η χώρα μας.
Παντού στον κόσμο υπάρχουν δημεγέρτες και λαοπλάνοι πολιτικοί, αλλά πουθενά αλλού, νομίζω, δεν κάνουν τόσο εύκολα καριέρα όσο στην Ελλάδα. Και, ακόμη χειρότερα, στην Ελλάδα της κρίσης. Να θυμηθούμε μόνον την ατάκα «κι εγώ αν είχα υποσχεθεί όσα ο Αλέξης Τσίπρας 80% θα έπαιρνα στις εκλογές και όχι 36%» με την οποία σχολίασε ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ τον ισχυρισμό της ελληνικής κυβέρνησης για εφαρμογή του (αλήστου μνήμης, πλέον) προεκλογικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο Λουξεμβούργο, βέβαια, όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, δύσκολα μπορεί να διανοηθεί κάποιος να δώσει καταφανώς ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, τάζοντας «λαγούς με πετραχήλια». Γιατί, απλούστατα, με τέτοια τακτική δεν κερδίζεις εκλογές. Αντιθέτως, εδώ μπορεί, όλα μα όλα, όσα είπες προεκλογικά να αποδεικνύεται ότι ήταν ένα συμπίλημα από ψέματα, αυταπάτες ή φαντασιώσεις, αυτό, όμως, δεν σε εμποδίζει να βρίσκεις άλλοθι για τη ζημιά που προκάλεσες με ισχυρισμούς του τύπου «ναι μεν ηττηθήκαμε, αλλά σπείραμε τον σπόρο της αλλαγής στην Ευρώπη…».  
Φαίνεται, όμως, ότι τον σπόρο τον σπείραμε με τρόπο τέτοιον που οι καρποί του μάλλον θα είναι πικροί. Γιατί, για παράδειγμα, οι δημοσκοπήσεις στη Γερμανία δείχνουν ότι η Άγκελα Μέρκελ επελαύνει για τρίτη θητεία στην καγκελαρία και μάλιστα με αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ενώ οι «Ποδέμος» στην Ισπανία βλέπουν τις δυνάμεις τους υποχωρούν.
Ποιος νοιάζεται, όμως, τι συμβαίνει αλλού; Εδώ στο «γαλατικό χωριό» των…. Αριστερίξ, όπως θα έλεγε ο Πάνος Καμμένος, προηγείται δημοσκοπικά ο… «τσιπρικός» ΣΥΡΙΖΑ. Και γι΄ αυτό κι εμείς δεν θα κάνουμε τίποτε άλλο από να στήνουμε κάθε τρεις και λίγο κάλπες. Μέχρις ότου κάνουμε –που θα πάει; Θα το πετύχουμε!- πραγματικότητα το Grexit. Για το οποίο, βεβαίως, θα φταίνε οι «άλλοι», οι «κακοί». Σιγά μην φταίμε εμείς. Ή μην κάνει λάθος ο «σοφός» ελληνικός λαός. Μα αφού έχει τον λόγο….

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

Κομματική φαρσο-τραγωδία!



            Σε πείσμα όσων επαινούν την υποτιθέμενη «λαϊκή σοφία», όπως κάθε φορά εκφράζεται μέσα από την εκλογική διαδικασία, είμαι εξ εκείνων που ενστερνίζονται την άποψη ότι οι λαοί πολύ συχνά κάνουν λάθη, ενίοτε και μοιραία, εμπιστευόμενοι, έστω πλειοψηφικά, πρόσωπα και συλλογικότητες που είτε τους εξαπατούν συνειδητά, για χάριν της εξουσίας, είτε είναι απλά ανίκανοι να διαχειριστούν τις καταστάσεις τις οποίες οι πολίτες τούς αναθέτουν δια της ψήφου.
            Παρέλκει νομίζω να παραθέσω αρκετά από τα άπειρα ιστορικά παραδείγματα, εγχώρια και διεθνή, που επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς μου και περιορίζομαι να επισημάνω την ευρύτατα αναγνωρισμένη ως την πλέον κραυγαλέα περίπτωση αντιφατικής λαϊκής συμπεριφοράς που ήταν η καταψήφιση του Ελευθερίου Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 που λειτούργησε ως προανάκρουσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Τι χρεία, άλλωστε, έχουμε να καταφύγουμε στο παρελθόν όταν στις μέρες μας βιώνουμε αυτή τη μοναδική και ανεπανάληπτη φάρσα διακυβέρνησης που αναδείχθηκε ως προϊόν της λαϊκής βούλησης που εκφράστηκε με την υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ, ενός πολιτικού συνονθυλεύματος; Και ενώ οι ίδιοι που απαρτίζουν αυτό το ετερόκλητο σχηματισμό αναγνωρίζουν, πλέον, την πλήρη αδυναμία να συμβιώσουν κάτω από την ίδια κομματική στέγη, είναι απορίας άξιον γιατί επιμένουν στην συγκατοίκηση, ταλαιπωρώντας τη χώρα και παίζοντας με τις τύχες όλων μας.
Εκείνο, εξάλλου, που όλος ο κόσμος το έχει εδώ και καιρό «τούμπανο», το ομολόγησε η κυβερνητική εκπρόσωπος Όλγα Γεροβασίλη, όταν προσερχόμενη στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ μίλησε ξεκάθαρα για τις δύο αντιτιθέμενες στρατηγικές που ενυπάρχουν στο μεγαλύτερο κοινοβουλευτικό κόμμα και είναι από τη μια όσοι θέλουν την Ελλάδα στην Ευρώπη και από την άλλη όσοι τη θέλουν εκτός Ευρώπης.
Δεν είναι εύκολο να εξηγήσει κανείς γιατί στο Μέγαρο Μαξίμου –εξ ονόματος του οποίου μιλάει η κυβερνητική εκπρόσωπος- τους πήρε τόσο πολύ χρόνο να αντιληφθούν αυτή την κορυφαία στρατηγική διαφορά που τους χωρίζει. Μεγαλύτερη εντύπωση, όμως, προκαλεί ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας εξακολουθεί να τηρεί επαμφοτερίζουσα  στάση και -παρότι δεν απειλείται πολιτικά, τουναντίον- αποφεύγει να ξεκαθαρίσει το εσωκομματικό πεδίο.
Τι νόημα, άραγε, έχει ο ισχυρισμός του ότι «η πρώτη αριστερή κυβέρνηση στην Ευρώπη μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είτε υποστηρίζεται από αριστερούς βουλευτές είτε πέφτει αν κατά τη γνώμη τους δεν είναι αρκετά αριστερή», όπως είπε στην Κ.Ε. όταν εκείνοι στους οποίους απευθύνονταν είχαν τόσο αποκλίνουσες προσεγγίσεις στο υπ΄ αριθμόν ένα ζήτημα που απασχολεί σήμερα την Ελλάδα και είναι ο -σχεδόν υπαρξιακών διαστάσεων- προβληματισμός για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας;    
Πολύ σωστά, αντιθέτως, ο κ. Τσίπρας είπε στους διαφωνούντες «συντρόφους» του ότι «δεν είναι δυνατόν κάποιοι να αξιοποιούν τις ψήφους άλλων κομμάτων για να αποφεύγουν την ευθύνη και την ίδια στιγμή να λένε ότι στηρίζουν την κυβέρνηση». Πλην, όμως, δίστασε να κάνει το επόμενο αποφασιστικό βήμα που δεν είναι άλλο από την υπόδειξη της «πόρτας εξόδου» ή έστω του «συναινετικού διαζυγίου» σε όσους ορέγονται αναβίωση της Οκτωβριανής Επανάστασης ή βλέπουν στο πρόσωπο του Πούτιν τη μετεμψύχωση του αγαπημένου τους Στάλιν.
Όπως και να έχει, πάντως, είναι φανερό πλέον ότι η απίστευτη πολιτική φάρσα την οποία –εν είδει διακυβέρνησης- βιώνουμε τους τελευταίους έξι μήνες έχει προ πολλού εκμετρήσει το ζην. Και είναι πια των αδυνάτων αδύνατο να συνεχιστεί επί πολύ το μοναδικά στα παγκόσμια χρονικά σημερινό σκηνικό που συγκροτείται από μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία την οποία απαρτίζουν στελέχη με εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις και επιδιώξεις.
Δεν μπορεί την ίδια ώρα που οι μισοί στο ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν για «πάση θυσία παραμονή στο ευρώ», κάποιοι άλλοι από τον –υποτίθεται- ίδιο χώρο να καταρτίζουν πλάνα για εφόδους στο Νομισματοκοπείο και στις τραπεζικές θυρίδες ή να εκπονούν αστεία σχέδια την εισαγωγή παράλληλου νομίσματος και να συγκροτούν επιτροπές την μονομερή διαγραφή του χρέους.
Δεν είναι, επίσης, δυνατόν ενώ, υπάρχει δικαιολογημένα η αίσθηση ότι δεν ασχολείται κανείς με τα τόσο μεγάλα αλλά και μικρά προβλήματα –στην Υγεία, στην Παιδεία, στην Αγορά, στην καθημερινότητα- με τα οποία είναι αντιμέτωποι όλοι οι πολίτες, να σπαταλάτε ωφέλιμος χρόνος για τα εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ και αν θα κάνουν δημοψήφισμα, Συνέδριο ή θα φλυαρούν, όπως έκαναν όταν ήταν στο 3% και δεν ενδιαφερόταν κανείς μαζί τους.
Είναι καιρός, λοιπόν, να λάβει επειγόντως ένα τέλος η απίστευτη φαρσοκωμωδία που εξελίσσεται μπροστά μας και η κυβέρνηση να αφοσιωθεί απερίσπαστη στο έργο για το οποίο έχει εκλεγεί: τη διακυβέρνηση της χώρας, πρώτη πράξη της οποίας είναι η το δυνατόν συντομότερα υπογραφή νέας συμφωνίας με τους εταίρους και δανειστές της χώρας.
Γιατί αλλιώς, η πολιτική φαρσοκωμωδία που έχουμε ενώπιον μας, σύντομα θα μετατραπεί σε τραγωδία για τη χώρα. Την πρώτη ελληνική φαρσοτραγωδία την οποία κινδυνεύουμε να ζήσουμε μόνον και μόνον για να παραμείνει τεχνητά συγκολλημένος ο ΣΥΡΙΖΑ!

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Το πολιτικό «ανάθεμα» αντιστοιχεί στο έγκλημα του Βαρουφάκη



Στη χώρα με την αναμφισβήτητα μεγαλύτερη, ενδεχομένως και σε ολόκληρο τον πλανήτη, ατιμωρησία, είναι παράδοξο ότι η σχεδόν μόνιμη επωδός, την οποία ακούει κανείς από τα χείλη πολλών ανθρώπων, ακόμη και σε περιπτώσεις που πολύ απλά συμβαίνει κάτι με το οποίο δεν συμφωνούν, είναι «θα σου κάνω μήνυση». Ή, σε παραλλαγή, «θα σου φέρω τον εισαγγελέα», «θα σε καθίσω στο σκαμνί» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.
Αν καταμετρήσει κανείς τις επανειλημμένες φορές που είτε ως απειλή είτε ως εκφοβιστική υποβολή μήνυσης ή αγωγής, ακούστηκαν αυτές οι εκφράσεις και τις συγκρίνει με τις υποθέσεις που όντως έχουν οδηγηθεί στις δικαστικές αίθουσες, θα βρει ότι μόνον ένα απειροελάχιστο ποσοστό υποθέσεων εκδικάζεται και ένα ακόμη πιο μικρό καταλήγει σε καταδικαστικές αποφάσεις.
Δεν πάει πολύ καιρός που βρέθηκα στα δικαστήρια της Ευελπίδων και ένα μεγάλο μέρος των εγγεγραμμένων στο πινάκιο υποθέσεων που αφορούσαν, κατά βάση, αντιδικίες στο πλαίσιο πολιτικών αντιπαραθέσεων, είτε αναβάλλονταν σωρηδόν, είτε ματαιώνονταν, καθώς είχαν καταστεί πλέον άνευ αντικειμένου, όπως επί παραδείγματι η αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση κατά της γερμανικής εφημερίδας Bild που πομπωδώς είχε υποβάλει προ διετίας ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο νυν πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ποτέ δεν εμφανίστηκε -δια νομικού εκπροσώπου, εννοείται- να την υποστηρίξει.
 Έκανα αυτόν τον μακρύ πρόλογο μόνον και μόνον για να δώσω το περίγραμμα της πελώριας απορίας που μου προκαλείται κάθε φορά που διαπιστώνω την εξόφθαλμη αδυναμία της πολιτικής να χειριστεί μεγάλα προβλήματα της δικής της αρμοδιότητας και την εκ μέρους της αμήχανη επίκληση της Δικαιοσύνης να ασχοληθεί με θέματα για τα οποία δεν έχει και δεν θα μπορούσε να έχει την ευθύνη.
Με διαφορά λίγων εβδομάδων είδαμε την ιστορία και από τις δύο όψεις. Την είδαμε κατ΄ αρχήν από την κυβερνητική όψη με τις ανοίκειες απειλές περί εισαγγελικής παρέμβασης που εξακόντισαν μέλη του υπουργικού συμβουλίου κατά του βουλευτή του Ποταμιού Χάρη Θεοχάρη, ο οποίος, με πολλή σύνεση και εγκράτεια, έκανε τις γνωστές και επιβεβαιωμένες, πλέον, καταγγελίες για τους αποτρόπαιους σχεδιασμούς περί νομισματικής αλλαγής.
Την βλέπουμε τώρα από την πλευρά της αντιπολίτευσης, στελέχη της οποίας με χαρακτηριστική ευκολία (εγ)καλούν τη Δικαιοσύνη να παρέμβει σε ένα πελώριο μεν ζήτημα, όπως είναι τα άφρονα σχέδια που επεξεργαζόταν ο απίθανος τύπος που παρίστανε επί πεντέμισι μήνες τον υπουργό Οικονομικών μιας ευρωπαϊκής χώρας, πλην, όμως, από τα μέχρι στιγμής δεδομένα, το “επίδικο” ζήτημα έχει αποκλειστικά πολιτική και καθόλου ποινική διάσταση.
Κακά τα ψέματα, δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός για να επισημάνει ότι από τη στιγμή που δεν στοιχειοθετείται κάποιο συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα που να συντελέστηκε, δεν είναι δουλειά της Δικαιοσύνης να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Είναι εύκολο να λέει κάποιος ότι «πρέπει να κάτσει στα σκαμνί ο Βαρουφάκης», αλλά για να έχει ουσιαστική ισχύ ο λόγος του θα πρέπει να υποδείξει και τη νομική παράβαση στην οποία υπέπεσε ώστε να του ασκηθεί δίωξη.
Ας μου συγχωρεθεί η γενικότητα της αναφοράς, αλλά αν υποτεθεί ότι θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εισαγγελικής δίωξης η διάσταση λόγων και έργων, ακόμη και δεν είναι σύνηθες να φθάνει αυτή στην ακραία εκδοχή της περίπτωσης Βαρουφάκη που υπονόμευε, πιθανότατα εσκεμμένα, τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της χώρας, τότε, ενδεχομένως, ουδείς πολιτικός θα... ξέφευγε της καταδίκης.
Μόνον, όμως, που η αθέτηση υποσχέσεων, ακόμη και όταν με την τρέχουσα -και όχι τη δικανική- ορολογία είναι δόλια, δεν συνιστά ποινικό αδίκημα και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως τέτοια, επειδή, ενδεχομένως, τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε καταστάσεις αυτού του είδους δεν είναι της αρεσκείας μας. Η εμπειρία, άλλωστε, της ανάμειξης της Δικαιοσύνης σε πρωτοβουλίες στοχοποίησης πολιτικών αντιπάλων είναι οδυνηρή στη χώρα μας. Και για την ίδια τη Δικαιοσύνη. Και για την Πολιτική.
Γι΄ αυτό και οι κατά τα λοιπά απολύτως δικαιολογημένες αντιδράσεις που προκαλούν στις τάξεις της αντιπολίτευσης οι συνεχιζόμενες αποκαλύψεις για τους σχεδιασμούς των αρκετών, κατά τα φαινόμενα, «δραχμιστών» που είχε στην κυβέρνησή του ο Αλέξης Τσίπρας, είναι ένα ακραιφνώς πολιτικό ζήτημα. Και μόνον με πολιτικά μέσα μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Το θεσμικό, άλλωστε, οπλοστάσιο του κοινοβουλευτικού μας συστήματος παρέχει αρκετές δυνατότητες, τις οποίες η αντιπολίτευση έχει την ευχέρεια να εξαντλήσει, υποχρεώνοντας τον κ. Τσίπρα να εμφανιστεί ενώπιον της Βουλής και να δώσει τις απαιτούμενες εξηγήσεις τόσο για την επιλογή του να εντάξει στην κυβέρνησή του τον κ. Βαρουφάκη, όσο και για την μετέπειτα αποπομπή του προσώπου που μερικές εβδομάδες νωρίτερα χαρακτήριζε... «asset».
Όσο για τον τέως υπουργό Οικονομικών -και για όσο φυσικά δεν αποδεικνύεται ότι πίσω από όλα αυτά δεν ελλοχεύει προσωπική οικονομική ιδιοτέλεια- νομίζω ότι η βαρύτερη ποινή που αντιστοιχεί στα ακραιφνώς πολιτικά εγκλήματα που έχει «υποπέσει» είναι αυτή που έχει ήδη αρχίσει να εκτίει. Και είναι ο πολιτικός εξοστρακισμός που υφίσταται από τον χώρο που τον ανέδειξε. Αλλά, κυρίως, το πολιτικό «ανάθεμα» που αργά ή γρήγορα θα του ρίχνει η μεγάλη πλειονότητα των σκεπτόμενων Ελλήνων.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Τα διάτρητα οχυρά του βερμπαλισμού



Ακούγοντας τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να κλείνει την ομιλία του στη Βουλή υποστηρίζοντας ότι «η διακυβέρνηση της χώρας, η προοπτική της, η συζήτηση και οι ιδεολογικές μας αντιπαραθέσεις για το μέλλον δεν μπορεί να εξαντλούνται στη διαπραγμάτευση», σού έδινε την αίσθηση ότι ετοιμαζόταν να προβεί σε κάποιες σημαντικές ανακοινώσεις που θα άλλαζαν την εικόνα της κυβερνητικής ανυπαρξίας που με περισσή ευκολία μπορεί να διαπιστώσει κανείς είτε κατοικεί σε αυτή τη χώρα είτε είναι απλός επισκέπτης της.
Η συνέχεια, υπήρξε, δυστυχώς, άκρως απογοητευτική, παρόλο που ο κ. Τσίπρας ξεκίνησε αποκρούοντας την πεποίθηση που, όπως είπε, έχουν κάποιοι -μάλλον στο ίδιο του το κόμμα -ότι «ο ρόλος μιας κυβέρνησης της Αριστεράς περιορίζεται στη διαπραγμάτευση και στη σύγκρουση με τους έξω». Και αμέσως μετά πρόσθεσε ότι ο ίδιος δεν πιστεύει πως «για όλα τα δεινά της χώρας μας ευθύνονται οι έξω» και ότι «υπάρχουν εγγενείς αδυναμίες στην οικονομία, στο πολιτικό σύστημα και σημαντικές διαχωριστικές γραμμές για τις οποίες θα άξιζε να συγκρουστούμε».
Οι γενικόλογες, μάλιστα, αναφορές που ακολούθησαν δεν άφηναν κανένα περιθώριο αισιοδοξίας, αφού η προαναγγελθείσα σύγκρουση συρρικνώθηκε σε χιλιοειπωμένες γενικότητες. Πολύ περισσότερο δε που αίφνης ξέχασε τα περί «κυβέρνησης της Αριστεράς» για να υποστηρίξει ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τους ΑΝΕΛ αναλάβαμε τη διακυβέρνηση του τόπου, υποσχόμενοι να αλλάξουμε τη χώρα». Και, όπως με μεγάλη δόση βερμπαλισμού, πρόσθεσε, «για να αντιπαρατεθούμε και να αποτελειώσουμε τη διαφθορά και τη διαπλοκή εντός της χώρας».
«Από αύριο και παράλληλα με τη διαπραγμάτευση ρίχνουμε το βάρος της κυβερνητικής πολιτικής σε τέσσερις μεγάλους άξονες με στόχο την προοδευτική ανασυγκρότηση της χώρας», συμπλήρωσε ο κ. Τσίπρας. Μόνον, όμως, που φαίνεται ότι κάπου εκεί τα έμπλεξε -πιθανότατα όχι μόνον με την αρίθμηση- και έμεινε ουσιαστικά μόνον σε έναν άξονα που ήταν το ξεκίνημα της δημόσιας διαβούλευσης για το νομοσχέδιο «που βάζει τέλος, επιτέλους, στην ασυδοσία της διαπλοκής και θεσπίζει καθεστώς διαφάνειας στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο».
Αν η αδειοδότηση των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, έστω και χωρίς τον προβληματικό τρόπο που περιγράφεται στο κυβερνητικό νομοσχέδιο, είναι στοιχείο της «προοδευτικής ανασυγκρότησης της χώρας», είναι σαφές ότι στο κυβερνητικό επιτελείο πρέπει να έχει χαθεί η αίσθηση πολλών εννοιών. Γιατί μπορεί όντως να αποτελεί «ευρωπαϊκή πρωτοτυπία» η επί εικοσιπενταετία χορήγηση προσωρινών αδειών στους καναλάρχες, αλλά ποιός, αλήθεια, θα θεωρήσει, οψέποτε δοθούν οριστικές άδειες, ότι λύθηκαν τα μεγάλα προβλήματα υπανάπτυξης -όχι μόνον οικονομικής, αλλά και κοινωνικής, πολιτικής και θεσμικής- με τα οποία είναι αντιμέτωπη η χώρα;
Πιστεύει κανείς ότι εφόσον δοθεί, κατά την πρωθυπουργική εξαγγελία, η δυνατότητα στην ΕΡΤ να γίνει πάροχος ψηφιακού σήματος απέναντι στο σημερινό μονοπώλιο της DIGEA, θα γεμίσουν τα δημόσια ταμεία με χρήμα, όπως άφησε να διαφανεί ο κ. Τσίπρας; Όχι, τίποτε άλλο, αλλά αυτές τις «μπαρούφες» έβαζαν και στα σημειώματα που έδιναν στους εκπροσώπους των εταίρων και δανειστών κατά την υποτιθέμενη σκληρή διαπραγμάτευση που έκαναν τους τελευταίους μήνες και όταν οι τροϊκανοί τούς τα γυρνούσαν πίσω υποστήριζαν ότι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον παρατεινόταν η εκκρεμότητα με τη διαπραγμάτευση μέχρι που φθάσαμε στο απονενοημένο διάβημα του δημοψηφίσματος.
Το πιο μεγάλο δυστύχημα, όμως, είναι ότι, παρά τις τραγικές συνέπειες που είχε για τη χώρα ο τρόπος που διαπραγματεύτηκε ο κ. Τσίπρας και την υποχρέωση που ένοιωσε να αναγνωρίσει γενικώς και αορίστως ότι «κάναμε κι εμείς λάθη»,  η ομιλία του στη Βουλή πιστοποίησε ότι τα «παθήματα» που αντιμετώπισε δεν φαίνεται να του έχουν γίνει «μαθήματα».
Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι ενώ παραδέχθηκε ότι στο πλαίσιο του δύσκολου συμβιβασμού που επεχείρησε «αγγίξαμε τα όρια της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος», εκείνος εμφανίστηκε να είναι ικανοποιημένος; Γιατί; Επειδή, λέει, «αναδείξαμε ταυτόχρονα και τα όρια της σημερινής Ευρώπης, τα όριά της και τις ανοχές της απέναντι στη δημοκρατική επιλογή των λαών της, τα όρια της σημερινής Ευρώπης, όπου ηγεμονεύουν δυνάμεις συντηρητικές και που είναι αποφασισμένες να θυσιάσουν κάθε αναφορά στις ιδρυτικές της αξίες, προκειμένου να την κρατήσουν πιστά προσηλωμένη στο σκληρό δόγμα της λιτότητας».
Κάποιου είδους παρανόηση θα έχει γίνει, προφανώς από τον κ. Τσίπρα και τους λογογράφους του, γιατί δεν ξέρω κανέναν Έλληνα που να τον εξουσιοδότησε να πάει στην Ευρώπη για να αποδείξει ότι έχουν το πάνω χέρι οι συντηρητικές δυνάμεις. Αυτό το ξέραμε και από τις προηγούμενες διαπραγματεύσεις και όφειλε να το ξέρει και ο κ. Τσίπρας όταν προεκλογικά αλλά και μετεκλογικά εμφανιζόταν βέβαιος ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να μη συμφωνήσουν μαζί μας».
Να, όμως, που δεν συμφώνησαν και το αποτέλεσμα, πλέον, που καλείται να διαχειριστεί ο κ. Τσίπρας είναι τα όσα συμφώνησε τις πρώτες ώρες της 13ης Ιουλίου στις Βρυξέλλες και, παρότι ισχυρίζεται ότι δεν αναγνωρίζει την «ιδιοκτησία» του προγράμματα, για την οποία υπέγραψε ρητώς και κατηγορηματικώς, καλείται τώρα και για όσο κρατά την πρωθυπουργική καρέκλα να εφαρμόσει.
Οι υπεκφυγές του τύπου «οι συντηρητικές δυνάμεις πέτυχαν μια πύρρειο νίκη απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση, απέναντι στον ελληνικό λαό, απέναντι στην Ελλάδα» και πως τάχατες σε αντιστάθμισμα «έχασαν κάτι εξαιρετικά πολύτιμο που είναι η αίσθηση της ηγεμονίας τους στην ευρωπαϊκή και στην παγκόσμια κοινή γνώμη», με συγχωρείτε, αλλά αισθάνομαι ότι απευθύνονται σε αφελείς.
Όπως, προφανώς μόνον αφελείς πρέπει να έχουν ως αποδέκτες ισχυρισμοί πως τάχατες «η παρουσία της Αριστεράς στην κυβέρνηση δεν είναι επιδίωξη αξιώματος», αλλά «οχυρό μάχης για τα συμφέροντα του λαού μας, για την προστασία των αδικημένων, για τις μεγάλες ταξικές συγκρούσεις εντός της χώρας με τα οργανωμένα συμφέροντα».
Όλα αυτά μπορεί -έστω και ως συλλογική φαντασίωση- να ίσχυαν πριν από έξι μήνες. Δεν ισχύουν, όμως, πλέον. Γιατί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ έχει πια παρελθόν. Ένα παρελθόν που βοά τόσο πολύ και σε τόσο πολλά επίπεδα που ίσως να μην αργήσει η ώρα που να... εξαγνιστούν πλήρως οι προηγούμενοι. Δεν ήταν, άλλωστε, μόνον ο Αλέξης Τσίπρας που έδειχνε να αντιδρά σαν πληγωμένο θηρίο στη κοινοβουλευτική αντιπαράθεση της Τετάρτης.
Ήταν και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος που νόμιζες ότι μαζί με το υπουργείο παρέλαβε και ένα μέρος από την ανεξάντλητη αλαζονεία του Γιάνη Βαρουφάκη. Παρά ταύτα και οι δύο έμοιαζαν τόσο ανοχύρωτα εκτεθειμένοι στα διάτρητα οχυρά του βερμπαλισμού τους.