Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Αν τους ένοιαζε η συναίνεση…



Ακόμη και όσοι έχουν προεξοφλήσει το διαζύγιο το οποίο έχει πάρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με την αλήθεια, δεν μπορεί να μην εκπλήσσονται με τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς περί καθιέρωσης για πρώτη φορά εκλογικού συστήματος απλής αναλογικής.
Την άνοιξη του 1989, η ελληνική Βουλή είχε ψηφίσει εκλογικό νόμο με τον οποίο η κατανομή των εδρών γινόταν με ακόμη πιο «δίκαιο» τρόπο από αυτόν που καθιερώνεται τώρα, αφού τότε δεν ίσχυε το πλαφόν του 3% για την εκλογή βουλευτή από τους συνδυασμούς που μετείχαν στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις οι οποίες έγιναν με το συγκεκριμένο σύστημα.
Δεν είναι, όμως, αυτός ο μόνος λόγος για τον οποίο εντυπωσιάζεται κανείς με το εύρος της ιστορικής άγνοιας που αποπνέει η επιχειρηματολογία πολλών από τους ΣΥΡΙΖΑίους βουλευτές που ανεβαίνουν αυτές τις μέρες στο βήμα της Βουλής για να στηρίξουν το κυβερνητικό νομοσχέδιο. Με έτοιμες ομιλίες, που είναι προφανές ότι γράφηκαν από άλλο χέρι, οι περισσότεροι σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν λένε όσα λένε επειδή απουσίαζαν από τη χώρα τα προηγούμενα χρόνια ή απλώς επειδή τελούν υπό καθεστώς πλήρους σύγχυσης.
Όπως και να έχει, ωστόσο, εκείνο που όντως ισχύει για πρώτη φορά στην προκειμένη περίπτωση αλλαγής του εκλογικού νόμου είναι το διχαστικό κλίμα υπό το οποίο επιχειρείται να καθιερωθεί η λεγόμενη «απλή αναλογική». Διότι, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, όποιος μπει στον κόπο να ανατρέξει στα πρακτικά των συζητήσεων που προηγήθηκαν στο ελληνικό Κοινοβούλιο κατά την αμέσως προηγούμενη ψήφιση αναλογικού εκλογικού συστήματος, θα διαπιστώσει ότι οι αλλαγές που προωθήθηκαν από την τότε κυβέρνηση υιοθετήθηκαν από ευρύτατη πλειοψηφία και πάντως συνάντησαν τη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όσο και αν ηχεί παράδοξο, με την εκ των υστέρων γνώση των όσων επακολούθησαν, αλλά και το γεγονός ότι η συμφωνία της αντιπολίτευσης δεν είχε τη σημασία που έχει τώρα, καθώς είναι μεταγενέστερη η συνταγματική πρόβλεψη για άμεση εφαρμογή των αλλαγών μόνον αν ψηφιστούν από πλειοψηφία 200 βουλευτών, ο τότε ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συναίνεσε με τις προωθούμενες ρυθμίσεις, είτε από υπερβολική σιγουριά για την επερχόμενη νίκη του είτε επειδή έκανε την ανάγκη φιλοτιμία αφού δεν μπορούσε να αποτρέψει τις αλλαγές, με τις οποίες, εξάλλου, επανερχόταν και ο σταυρός προτίμησης που είχε καταργηθεί στις αμέσως προηγούμενες εκλογές του 1985.
Σε πείσμα, λοιπόν, της πολιτικής οξύτητας που είχε προκληθεί από το σκάνδαλο Κοσκωτά και της έντονης αντιπαράθεσης που δημιουργούνταν από το μετωπικό σχήμα το οποίο είχαν συμπτύξει το προηγούμενο διάστημα τα κόμματα της αντιπολίτευσης –η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη, η ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου και ο υπό διαμόρφωση Συνασπισμός των Χαρίλαου Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκου-, οι δύο μεγάλες παρατάξεις της εποχής ψήφισαν από κοινού τις νέες ρυθμίσεις. Και μαζί επίσης καταψήφισαν την τροπολογία με την οποία το ΚΚΕ ήθελε να κάνει ακόμη… απλούστερη τη νέα αναλογική, προτείνοντας να απαλειφθεί το περιβόητο «συν ένα» στην πρώτη κατανομή των εδρών.
Παρόλο που ουσιαστικά επρόκειτο για μια… ανθυπολεπτομέρεια, η τότε Αριστερά, ίσως και θέλοντας να διαφοροποιηθεί από τους Μητσοτάκη και Στεφανόπουλο και να αποσείσει τις καταγγελίες του κυβερνώντος ΠΑΣΟΚ ότι είχαν συγκροτήσει τη… «συμμορία των τεσσάρων», είχε δώσει τεράστιες διαστάσεις στο «συν ένα», παρόλο που ο συσχετισμός των κοινοβουλευτικών εδρών δεν άλλαζε ουσιωδώς.
Όλο αυτό, μάλιστα, το -εν πολλοίς επικοινωνιακό- κατασκεύασμα περί της σημασίας του «συν ένα» έγινε αργότερα μπούμερανγκ για τον νεοπαγή Συνασπισμό της Αριστεράς, όταν επί των ημερών της συγκυβέρνησής του με τη Νέα Δημοκρατία στο ετερόκλητο σχήμα με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη, το –δήθεν… μετανοημένο- ΠΑΣΟΚ εισηγήθηκε, μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 1989, που έγιναν με την καινούργια νομοθεσία, την κατάργηση της επίμαχης ρύθμισης, ευελπιστώντας ότι έτσι θα δυσκόλευε ακόμη περισσότερο η προσπάθεια της ΝΔ να αποκτήσει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την οποία θα έπρεπε να προσεγγίσει το 50% των ψήφων.
Σε εκείνη τη δεύτερη φάση των αντιπαραθέσεων για το εκλογικό σύστημα, οι ρόλοι αντιστράφηκαν: το μεν ΠΑΣΟΚ ήθελε την κατάργηση του «συν ένα», η δε αριστερή συνιστώσα του κυβερνητικού συνασπισμού απέρριπτε ένα τέτοιο ενδεχόμενο επειδή δεν ήθελε να διαταράξει την κυβερνητική συνεργασία που είχε συγκροτήσει με τη ΝΔ και στην οποία, αφού μεσολάβησαν οι νέες κάλπες που έγιναν τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου χωρίς να αλλάξει το εκλογικό σύστημα, προστέθηκε και το ΠΑΣΟΚ, σχηματίζοντας όλοι μαζί την εξίσου βραχύβια κυβέρνηση Ζολώτα.
Χωρίς να είναι ίδιες οι συνθήκες, θα είχε πολύ μεγάλη αξία να ανέτρεχαν σε εκείνη την εποχή όλοι όσοι καλούνται να ψηφίσουν τις νέες αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία. Από τον Τσίπρα, ο οποίος θυμήθηκε ότι έπρεπε να δεχθεί παραμονή της ψήφισης του νομοσχεδίου του στο Μέγαρο Μαξίμου τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Φώτη Κουβέλη, έως τον κλαίοντα Βασίλη Λεβέντη που θεωρεί την αναλογική «πανάκεια δια πάσαν νόσον και πάσαν…». Και από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι πρέπει να βρουν σοβαρά επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν την αποστασιοποίησή τους έναντι όσων πρότειναν πριν από έναν χρόνο, έως τον Κυριάκο Μητσοτάκη ο οποίος δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως εκσυγχρονιστής με παλαιοκομματικής κοπής διακηρύξεις ότι θα καταργήσει ό,τι ψηφίσει η σημερινή κυβέρνηση χωρίς να αντιπροτείνει κάτι περισσότερο από την επαγγελία κατάτμησης της Β΄ Αθηνών.
Αν προσέτρεχαν με ειλικρινή διάθεση στη μελέτη του παρελθόντος, είναι βέβαιο ότι θα κατέληγαν σε διδάγματα που θα απέτρεπαν την επανάληψη λαθών και θα έβρισκαν τον κοινό τόπο ώστε να επικρατήσει η λογική και να προχωρήσουν οι αλλαγές που είναι αναγκαίες για να εμπεδωθεί μια νέα πολιτική ατμόσφαιρα στη χώρα.
Κακά τα ψέματα, όμως. Μόνον όποιος εθελοτυφλεί δεν αντιλαμβάνεται ότι η συζήτηση που γίνεται στη Βουλή δήθεν για τον εκλογικό νόμο ελάχιστα αφορά τον ίδιο τον εκλογικό νόμο. Διότι αν οι νυν κυβερνώντες και οι «πρόθυμοι» σύμμαχοί τους ενδιαφερόταν για πραγματικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα θα ξεκινούσαν από την επιδίωξη της συναίνεσης που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ελπίσει κανείς ότι μπορεί κάτι να αλλάξει. Όταν, όμως, μιλάμε για μια Βουλή που η πλειοψηφία της προήλθε από προεκλογικές διακηρύξεις του τύπου «να τελειώνουμε με το παλαιό», είναι αυταπάτη να περιμένει κάποιος κάτι καλύτερο από όσα προσχηματικά βλέπουμε να εκτυλίσσονται ενώπιον μας.

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Κάποιος να τους πει ότι η διακυβέρνηση δεν έχει μόνον βολέματα



«O Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επικοινώνησε σήμερα με τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Νίκο Παρασκευόπουλο από τον οποίο ενημερώθηκε αναλυτικά για τις εξελίξεις στην δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης Siemens» διαβάζουμε αυτολεξεί σε επίσημο κυβερνητικό ανακοινωθέν που εξεδόθη από το Μέγαρο Μαξίμου για να μας πληροφορήσει ότι ο επικεφαλής της κυβέρνησης επικοινωνεί με τους συνεργάτες του τους οποίους ο ίδιος όρισε να είναι μέλη του υπουργικού συμβουλίου.
Ο συντάκτης του ανακοινωθέντος, με το οποίο μαθαίνουμε ακόμη ότι «ο Υπουργός Δικαιοσύνης θα μεταβεί αύριο στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και θα ζητήσει από την Εισαγγελέα κα Ξένη Δημητρίου να παραγγείλει την εκδίκαση των δύο υποθέσεων της Siemens που βρίσκονται στο ακροατήριο (ψηφιοποίηση παροχών του ΟΤΕ και δωροδοκία τέως κυβερνητικών στελεχών), κατ’ απόλυτη προτεραιότητα», θα είχε προφανώς επίγνωση της… σπανιότητας του γεγονότος να επικοινωνεί ο πρωθυπουργός με τον υπουργό και γι΄ αυτό χρησιμοποίησε τις συγκεκριμένες διατυπώσεις.
Η κυβερνητική αντίδραση απέναντι στο φιάσκο με τις προκλητικές νέες αναβολές στην εκδίκαση των επίμαχων υποθέσεων του σκανδάλου με τις μίζες της γερμανικής εταιρίας είναι η καλύτερη απόδειξη ότι η χώρα πορεύεται ουσιαστικά ακυβέρνητη, επειδή οι άνθρωποι που έχουν αναλάβει τα ηνία της διακυβέρνησης έχουν παρεξηγήσει τον ρόλο και την αποστολή που τους έχουν ανατεθεί. Εξακολουθούν να συμπεριφέρονται όπως όταν ήταν στην αντιπολίτευση, δηλαδή ως σχολιαστές και καταγγέλλοντες τα κακώς κείμενα ακόμη και όταν αυτά δεν είναι παρά αποτελέσματα της δικής τους ιδιότυπης πρακτικής να αποδέχονται μόνον τα προνόμια της εξουσίας και καμία από τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η ανάληψη της κυβερνητικής ευθύνης.
Αν στο μείζον ζήτημα της απονομής της δικαιοσύνης, που αφορά άμεσα τόσο την καθημερινότητα των πολιτών όσο και τη θεσμική υπόσταση της χώρας, είχε επιδειχθεί μόνον ένα πολλοστημόριο από το αυξημένο, σχεδόν αποκλειστικό, ενδιαφέρον που επιδεικνύεται σε συγκριτικά ήσσονος σημασίας ζητήματα, όπως είναι, επί παραδείγματι, οι άδειες των τηλεοπτικών καναλιών ή ακόμη και ο εκλογικός νόμος, είναι βέβαιο ότι τα πράγματα στη χώρα θα ήταν πολύ καλύτερα.
Εξίσου βέβαιο είναι ότι θα είχαν περιοριστεί τα φαινόμενα ανομίας και δεν θα διαιωνιζόταν η ατιμωρησία αν, αντί για την απόπειρα ποδηγέτησης της Δικαιοσύνης, αποτελούσε κυβερνητική προτεραιότητα η επιτάχυνση των απαράδεκτα αργών ρυθμών εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων που προκαλούν το φαινόμενο της αρνησιδικίας το οποίο δηλητηριάζει τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, για την ομαλή εξέλιξη των οποίων προϋπόθεση εκ των ων άνευ συνιστά η έκδοση δικαστικών αποφάσεων μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, βεβαίως, είναι ότι τα διαλαμβανόμενα στον χώρο της Δικαιοσύνης δεν αποτελούν την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα της διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Η κατάσταση παρατηρητή των εξελίξεων, την οποία έχουν επιλέξει κυβερνητικά στελέχη, είναι εκτεταμένο ζήτημα. Το σύνολο, σχεδόν, των κυβερνητικών ιθυνόντων φλυαρούν ακαταπαύστως, κυρίως στα κανάλια (που, κατά τα άλλα, καταγγέλλουν) και σπανιότερα στη Βουλή. Μιλούν, κατά βάση, για θέματα που δεν είναι της αρμοδιότητάς τους. Ενώ όταν συμβαίνει το αντίθετο αρκούνται σε επικρίσεις προς τους προηγούμενους που –τι κακοί άνθρωποι!- δεν είχαν λύσει όλα τα προβλήματα και δεν φρόντισαν να τους παραδώσουν την εξουσία εξασφαλίζοντας τους μια ανέφελη διακυβέρνηση.
Πάρτε για παράδειγμα τον διαβόητο αναπληρωτή υπουργό Π. Πολλάκη, ο οποίος αδιαφορώντας πλήρως για τα θανατηφόρα αποτελέσματα της πολιτικής που ασκεί, πρέπει να περνάει το μισό ωράριο εργασίας στο υπουργείο Υγείας κάνοντας αναρτήσεις στο facebook, πότε με τα κεράκια γενεθλίων που σβήνει ενώπιον πορτρέτων του Βελουχιώτη και πότε με υβριστικές επιθέσεις εναντίον όσων του ασκούν κριτική, ενώ τις υπόλοιπες ώρες ξιφουλκεί σε κομματικές εκδηλώσεις ενάντια στα «βοθροκάναλα της διαπλοκής» που αναδεικνύουν την άθλια κατάσταση στον χώρο ευθύνης του που, κατά κοινή παραδοχή, έγινε χειρότερη στη διάρκεια της 18μηνης παρουσίας στους υπουργικούς θώκους των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Αλλά ούτε ο πολύς Πολλάκης αποτελεί παρεκκλίνουσα μοναδικότητα. Είναι μάλλον ο μέσος όρος του κυβερνητικού κουτσαβακισμού και ενδεχομένως υπάρχουν συνάδελφοί του που τον ξεπερνούν σε καταγγελτικό κρεσέντο. Τη μέρα που όλοι ασχολούνταν με τη Siemens, από δελτίο Τύπου των Ανεξαρτήτων Ελλήνων πληροφορηθήκαμε «καταγγελίες – φωτιά του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ Τέρενς Κουίκ». Τι λένε αυτές οι… «καυτές» καταγγελίες; Λένε ότι «οι λαθρέμποροι τσιγάρων απειλούν με σφαίρες και “φουσκωτούς” και εκβιάζουν με προβοκάτσιες και αθλιότητες». Και που έγιναν οι καταγγελίες; Μα, που αλλού; Σε… ραδιοφωνικό σταθμό! Έτσι, ακριβώς. Κοτζάμ υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ έκανε, κατά δήλωσή του, «καταγγελίες – φωτιά» για εκβιασμούς λαθρεμπόρων σε ραδιοφωνικό σταθμό και όχι στα αρμόδια όργανα της Πολιτείας που σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου θα είχαν κινητοποιηθεί οι πάντες για να συλληφθούν οι εγκληματίες.
Ας μην απορούμε, ωστόσο. Το πολιτικό συνονθύλευμα που απαρτίζουν τα πρόσωπα που μας κυβερνούν, είτε προέρχονται από την λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά, όπως ο Τσίπρας, ο Πολλάκης και οι λοιποί, είτε από τη λαϊκίστικη Δεξιά, όπως ο Καμμένος ή ο Κουίκ, έχει ένα κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα: όλοι τους ανδρώθηκαν πολιτικά ασκούμενοι στην καταγγελιομανία. Από το συγγραφικό πόνημα του νυν υπουργού Άμυνας που εκδόθηκε για να υποδείξει τον Ανδρέα Παπανδρέου ως αρχηγό ης 17 Νοέμβρη μέχρι τα «go back κυρίες και κύριοι της συντηρητικής νομενκλατούρας» του πρωθυπουργού που υπέγραψε λίγο μετά το Μνημόνιο που κανείς… συντηρητικός δεν θα τολμούσε να υπογράψει, όλη τους η διαδρομή ήταν καταγγελίες και μόνον καταγγελίες, ανάμεικτες με μεγάλες δόσεις συνωμοσιολογίας. Αυτό έμαθαν. Αυτό ξέρουν. Αυτό έκαναν. Αυτό κάνουν.
Μέχρι προφανώς να τους υποχρεώσει κάποιος να αντιληφθούν ότι η διακυβέρνηση της χώρας δεν είναι μόνον καταγγελίες και βολέματα. Είναι και ανάληψη ευθύνης και μάχη με τα προβλήματα. Ποιος θα τους τα μάθει αυτά; Μα, ο ελληνικός λαός που, επειδή τον κορόιδευαν με τις καταγγελίες τους, νομίζουν ότι θα τον κοροϊδεύουν με τον ίδιο τρόπο για πάντα.

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Διάβημα, κόντρα στην εικονική πραγματικότητα



Οι Κινέζοι δεν φημίζονται για την υψηλή αίσθηση του χιούμορ, αλλά αυτό ίσως να αποτελεί μια ιστορική ανακρίβεια αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι έβαλαν τον έλληνα πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να φωτογραφηθεί με μια συσκευή εικονικής πραγματικότητας.
Η εικόνα του κ. Τσίπρα να ατενίζει μια άλλη πραγματικότητα είναι ίσως ό,τι πιο αντιπροσωπευτικό μπορούσε να εκπεμφθεί από ένα ταξίδι το οποίο ούτως ή άλλως εκείνο που προσέφερε ήταν ευκαιρίες για να φωτογραφηθεί η πρωθυπουργική κουστωδία σε διάφορες τουριστικού κυρίως χαρακτήρα πόζες.
Όλες τις προηγούμενες ημέρες ο ιδιαίτερος φωτογράφος του Μεγάρου Μαξίμου, που μετείχε της επίσημης αποστολής, διοχέτευε αφειδώς στα εγχώρια μέσα στιγμιότυπα με τον κ. Τσίπρα στο Σινικό Τείχος και στην Απαγορευμένη Πόλη, τα οποία, όσοι δεν τα είδατε να δημοσιεύονται στον φιλοκυβερνητικό Τύπο, καλό είναι να τα αναζητήσετε για να έχετε τη δική σας θεώρηση και το δικό σας μέτρο των πραγμάτων που διημείφθησαν εκεί.
Την ίδια ώρα, οι απεσταλμένοι των κρατικών μέσων ενημέρωσης μετέδιδαν εκστασιασμένοι ότι  σε κεντρικά σημεία του Πεκίνου κυμάτιζε η ελληνική σημαία από κοινού με την κινεζική, λες και όσοι τους άκουγαν δεν είχαν κυκλοφορήσει ποτέ στο κέντρο της Αθήνας και δεν είχαν δει τον ανάλογο σημαιοστολισμό που γίνεται κι εδώ, ακόμη και όταν φθάνει ηγέτης τριτοκοσμικής χώρας. 
Για την ουσία της επίσκεψης θα πρέπει ίσως να περιμένουμε για να δούμε τα αποτελέσματά της, αφού το μόνο απτό που έχουμε μέχρι στιγμής είναι η αναγγελία από τα πρωθυπουργικά χείλη ότι… εξάγουμε ενδυματολογικό στυλ, το οποίο όποιος είδε τις εικόνες της πρωθυπουργικής συνοδείας να περπατάει, με παράταξη ρεμπέτ ασκέρ, στο κόκκινο χαλί που είχαν στρώσει οι Κινέζοι, θα κατάλαβε γιατί η διεθνής αξιοπιστία της χώρας βρίσκεται στο ναδίρ.
Δεν είναι, εξάλλου, μόνον οι Ευρωπαίοι εταίροι που, με εξαίρεση ορισμένους κουτοπόνηρους σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς που «χρησιμοποιούν» τον κ. Τσίπρα για ιδιοτελείς εκλογικές επιδιώξεις, δείχνουν πόσο δεν μας υπολογίζουν και γι΄ αυτό μας έκαναν ανέκδοτο για το πως θα μεταλαμπαδεύσουμε στους Βρετανούς την τεχνογνωσία της μεταστροφής της λαϊκής δημοψηφισματικής βούλησης.
Είναι και όλοι οι άλλοι που δεν μας πλησιάζουν, παρά τις ρεβεράντζες που τους κάνουμε, όπως, καλή ώρα, οι Ρώσοι οι οποίοι όχι μόνον δεν μας έστειλαν τα δισεκατομμύρια που περιμέναμε πέρυσι να μπουν στον αγωγό φυσικού αερίου, που ποτέ δεν έγινε, αλλά –κρίμα στη θερμή υποδοχή που κάναμε στον Βλαντιμίρ Πούτιν- ούτε μια πρόταση για να πάρουν τον ΟΣΕ δεν καταδέχτηκαν να μας κάνουν.
Ηχούν ακόμη στα αυτιά μας οι ιερεμιάδες που εκτοξεύτηκαν από κυβερνητικά χείλη για τα κακά συστημικά μέσα ενημέρωσης τα οποία, σε αντίθεση με τα υπάκουα κρατικά, δεν έδωσαν τη δέουσα σημασία στην «πολυσήμαντη», κατ΄ αυτούς, επίσκεψη του Ρώσου Προέδρου.
Το ποιος είχε δίκιο και ποιος όχι το απέδειξε, ωστόσο, η ίδια η ζωή. Όπως θα είναι πάλι η ζωή και ο χρόνος που θα αποδείξουν αν τα αποτελέσματα της πρωθυπουργικής επίσκεψης στην Κίνα θα είναι τέτοια που θα υπερκαλύψουν το κόστος από τα… αεροπορικά εισιτήρια που πληρώσαμε οι Έλληνες φορολογούμενοι σε τόσο πολλούς ταξιδιώτες.
Αν λάβουμε, ωστόσο, υπόψη μας ότι οι απεσταλμένοι των ελληνικών μέσων ενημέρωσης ασχολήθηκαν λιγότερο με τις μελλοντικές κινεζικές επενδύσεις που θα ακολουθήσουν την Cosco και περισσότερο με τις διαρροές για το πώς «βλέπει» η κυβερνητική εξουσία να εξελίσσεται η απόπειρα διεμβολισμού της αντιπολίτευσης μέσω της νομοθετικής πρωτοβουλίας για τον εκλογικό νόμο, πιο πιθανό είναι να αποδειχθεί ότι το ταξίδι δεν άξιζε ούτε όσο τα εισιτήρια.
Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι υπήρχαν «πηγές» που μιλούσαν από το Πεκίνο για τα εσωτερικά ζητήματα, παρά ως απόλυτη απόδειξη μιας άλλης πραγματικότητας στην οποία ζουν οι άνθρωποι που μας κυβερνούν;  Είναι, προφανώς, αυτή η άλλη πραγματικότητα, η εικονική μέσα στην οποία ζουν, που τους κάνει να πιστεύουν στην αιώνια εξουσία τους και να μεθοδεύουν κάθε λογής τερτίπια για να την παρατείνουν.
Το ευτύχημα, βεβαίως, είναι ότι τα κορόιδα, τα οποία δεν εξέλιπαν παντελώς, έχουν μειωθεί αισθητά. Και αυτή τη φορά δεν θα πιαστούν πολλοί στον ύπνο, όπως συνέβη πέρυσι τον Αύγουστο με τους ηγέτες της αντιπολίτευσης που τους κατέστησε συνενόχους ο κ. Τσίπρας στην υιοθέτηση του Μνημονίου του.
Το πόσο ατυχής ήταν εκείνη η επιλογή φαίνεται τώρα που –αν είναι δυνατόν- τους εγκαλεί ο  Κατρούγκαλος ότι συνομολόγησαν στην κατάργηση του ΕΚΑΣ, παρόλο που τόσο στις εκλογές εξπρές που ακολούθησαν τον Σεπτέμβριο όσο και μεταγενέστερα κυβερνητικοί παράγοντες, με πρώτον τον ίδιο τον πρωθυπουργό, διαβεβαίωναν ότι το συγκεκριμένο επίδομα, που εισέπρατταν αποκλειστικά μικροσυνταξιούχοι, θα παρέμενε αλώβητο.
Με συγχωρείτε, αλλά και μόνον γι΄ αυτή την απροκάλυπτη εξαπάτηση, που θίγει τους πιο αδύναμους της ελληνικής κοινωνίας, τα κόμματα της αντιπολίτευσης έπρεπε να δεσμευτούν, πρωτίστως, στους εαυτούς τους ότι εφεξής δεν πρόκειται να συναινέσουν όχι μόνον σε σημαντικά ζητήματα, όπως είναι ο εκλογικός νόμος, αλλά σε καμία απολύτως νομοθετική διάταξη που θα εισάγει η κυβέρνηση Τσίπρα – Κατρούγκαλου!
Είναι το ελάχιστο διάβημα διαμαρτυρίας που μπορούν να κάνουν για να διαλύσουν, επιτέλους, την εικονική πραγματικότητα στην οποία θέλουν, εκτός από τους εαυτούς τους, να βάλουν να ζει αιωνίως ολόκληρη η χώρα.

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Μας είχε πει για τον… Πάμπλο, αλλά όχι για τις συντάξεις



Βλέποντας τον Αλέξη Τσίπρα να «τρουπώνει» στη τελευταία σύναξη των ευρωσοσιαλιστών και ακούγοντας τα στελέχη της παράταξής του να προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα για τη σφαγή των συντάξεων, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι «ο κόσμος που μας ψήφισε τον Σεπτέμβριο ήξερε ότι θα έρθουν δύσκολα», μού δημιουργήθηκε η απορία αν όντως οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ έδωσαν πολιτική νομιμοποίηση για όλα όσα ζούμε τους τελευταίους μήνες.
Σκέφτηκα, λοιπόν, να ανατρέξω στην προεκλογική περίοδο για να επιβεβαιώσω ή να διαψεύσω το ερώτημα αν η ψήφος που απέσπασε ο κ. Τσίπρας ήταν συνειδητή πολιτική επιλογή που προερχόταν από πολίτες που ήταν ενήμεροι. Και αν τους είχε προειδοποιήσεις κανείς ότι λίγους μήνες μετά θα ακολουθούσε μια άνευ προηγουμένου φορολογική επιδρομή. Αν είχαν επίγνωση ότι οι κατά τεκμήριο φτωχοί συνταξιούχοι θα έχαναν το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το ΕΚΑΣ, για να μείνουμε στα πιο κραυγαλέα μνημονιακά μέτρα που άρχισαν να εφαρμόζονται, πλήττοντας τους κατά βάση πιο αδύναμους συμπολίτες που υποτίθεται ότι θα προστάτευε η «αριστερή κυβέρνηση».
Αναζήτησα, έτσι, την τελευταία προεκλογική ομιλία που εκφώνησε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ στην Πλατεία Συντάγματος την Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου. Μίλησε μπροστά σε μια μεγάλη συγκέντρωση, όπως έγραφαν τα μέσα ενημέρωσης, και εκφώνησε μια παθιασμένη ομιλία που διήρκεσε 40 λεπτά. Μια ομιλία στην οποία ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως μπορεί ακόμη να δει κανείς στην ιστοσελίδα του, εμφάνιζε τον κ. Τσίπρα να λέει στους συγκεντρωμένους: «Ο πόθος του λαού για ζωή δε θα γίνει παρένθεση».
Η φράση αυτή ήταν το συμπύκνωμα ενός κατά τα άλλα φλύαρου λόγου, που, όμως, στις 2.915 λέξεις που ακούστηκαν από τα χείλη του πρωθυπουργού δεν χώρεσε ούτε μια (!) αναφορά στο Μνημόνιο το οποίο είχε υπογραφεί τον Ιούλιο και ψηφίστηκε άρον – άρον τον Δεκαπενταύγουστο. Βλέπετε, έπρεπε να προλάβει ο κ. Τσίπρας να πάει σε εκλογές και να πιάσει στον ύπνο την αιφνιδιασμένη αντιπολίτευση που καλή τη πίστει είχε προτάξει το εθνικό συμφέρον συμβάλλοντας στην προσπάθεια να μείνει η χώρα στην Ευρώπη ώστε να πηγαίνει ο πρωθυπουργός της στα Συμβούλια Κορυφής και να εγκαλεί τους Βρετανούς επειδή δεν είχαν προετοιμαστεί για το… Brexit.
Δεν ήταν, όμως, μόνον ο όρος «Μνημόνιο» που δεν εκστόμισε ο σίγουρος για τη νίκη του αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν και οι λέξεις «σύνταξη» ή «συνταξιούχος» που, όσο και αν ψάξει κανείς, δεν πρόκειται να τις βρει στην ομιλία του. Όπως δεν θα βρει την παραμικρή κουβέντα για το 99χρονο «Υπερταμείο» ή τον αυτοματοποιημένο «κόφτη» δημοσίων δαπανών που μπήκαν μεταγενέστερα στη ζωή μας.
Ακόμη, όμως, και οι ελάχιστες αναφορές στη λέξη «φόρος» ή σε παράγωγά της δεν έγιναν παρά για λόγους παραπειστικούς. «Ποιός θα διαπραγματευτεί τη φορολογική ελάφρυνση των αγροτών; Αυτοί που τον Ιούνη προπαγάνδιζαν το ΝΑΙ στη συμφωνία που μας έδιναν και καταργούσαν μονομιάς όλες τις φορολογικές τους διευκολύνσεις;», περιορίστηκε να ρωτήσει το ακροατήριό του ο πολιτικός ηγέτης που αγανακτεί όταν υπαινίσσεται κάποιος ότι είπε ψέματα, μιας κι εκείνος δέχεται μόνον ότι είχε «αυταπάτες».
Και αν απορείτε τι είπε σε όλη την υπόλοιπη ομιλία, αφού δεν μίλησε για «Μνημόνια», «συντάξεις» και «φόρους», η απάντηση είναι απλή: μεγαλόστομες ηρωικού τύπου διακηρύξεις για το πώς θα κατατροπωθεί το «παλιό» και «κούφια λόγια» για επερχόμενες ανατροπές στην Ευρώπη με τη συνεργασία «συντρόφων» του, που –φεύ!- οι ψηφοφόροι των χωρών τους ήταν, φαίνεται, λιγότερο εύπιστοι από τους έλληνες και δεν τους ανέθεσαν εντολή διακυβέρνησης. 
«Η μάχη για την αλλαγή της Ευρώπης, όχι μόνο δε τελείωσε τον Ιούλη, αλλά τώρα καλούμαστε να αποδείξουμε ότι δεν παραδίδουμε τα όπλα και συνεχίζουμε για να δρέψουμε όλοι μαζί τους καρπούς που έσπειρε ο αγώνας του ελληνικού λαού», έλεγε ο κ. Τσίπρας κάνοντας ειδική αναφορά στον ηγέτη των Ισπανών Podemos Πάμπλο Ιγκλέσιας που στο τέλος της προεκλογικής εκδήλωσης βγήκε κι ο ίδιος στο μπαλκόνι και απευθύνθηκε στους συγκεντρωμένους.
«Το αποτέλεσμα στις ελληνικές εκλογές θα είναι καθοριστικής σημασίας για τις εξελίξεις στην Ευρώπη», επέμεινε στη δική του ομιλία ο έλληνας πολιτικός ηγέτης που διακινδύνευσε προβλέψεις που η ζωή διέψευσε. «Γιατί σε λίγες μέρες έχει εκλογές στην Πορτογαλία, στην Ισπανία, στην Ιρλανδία», είπε, προσθέτοντας: «Φανταστείτε το μήνυμα της δικής μας νίκης στις δυνάμεις της αλλαγής της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Και φανταστείτε πόσο σημαντικό θα είναι αν ο έλληνας πρωθυπουργός στις Βρυξέλλες, από δω και στο εξής δεν είναι μόνος εναντίον πολλών. Αλλά θα έχει μαζί του και τον Πάμπλο από την Ισπανία και τον Τζέρεμι Άνταμς από την Ιρλανδία, έναν προοδευτικό πρωθυπουργό στη Πορτογαλία».
Αν εξαιρέσει κανείς την επιτυχία της πρόβλεψης του για την Πορτογαλία, που ήρθε από σπόντα, καθώς σχηματίστηκε κυβέρνηση από τους δεύτερους σε εκλογική δύναμη σοσιαλδημοκράτες, στα υπόλοιπα έπεσε έξω ο κ. Τσίπρας. Ο αγαπημένος του Πάμπλο, άλλωστε, υπέστη την περασμένη Κυριακή μια δεύτερη εκλογική ψυχρολουσία από την οποία δεν κατάφερε να τον διασώσει ούτε ο χαρακτηρισμός «προτεκτοράτο» που επιδαψίλευσε στη χώρα μας. Αλλά και μέσα να έπεφτε, παγερά αδιάφορους, μάλλον, θα άφηνε και πάλι όσους χάνουν αυτό το διάστημα τη δουλειά τους ή βλέπουν τα εισοδήματά τους να καταβυθίζονται εξαιτίας και των υψηλότερων φορολογικών επιβαρύνσεων.  
Μια κρίσιμη, ίσως, λεπτομέρεια είναι ότι στη συγκεκριμένη επικού τύπου ομιλία του ο νυν πρωθυπουργός είχε, σε τέσσερεις διαφορετικές αποστροφές του λόγου του, χαρακτηρίσει τις επερχόμενες κάλπες «δεύτερο δημοψήφισμα». Λέτε να ήθελε με αυτό τον τρόπο να στείλει το μήνυμα ότι θα έδειχνε στη λαϊκή ετυμηγορία των βουλευτικών εκλογών τον ίδιο… σεβασμό που επέδειξε και στην απόφαση του διαβόητου δημοψηφίσματος του Ιουλίου;