Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Ο φανταστικός εξηντάρης φίλος του Αλέξη από την Τρίπολη


«Ενός κακού μύρια έπονται», έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Και το ίδιο φαίνεται να ισχύει και με τα ψέματα του Αλέξη Τσίπρα. Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, όπως θα πρέπει να αρχίσουμε να τον αποκαλούμε πλέον, αποφάσισε να κάνει ακόμη μία κωλοτούμπα, πηγαίνοντας να δώσει συνέντευξη στον Σκάι, στον οποίο είχε ο ίδιος κηρύξει εμπάργκο. Για να δικαιολογήσει, όμως, τη –χιλιοστή;- μεταστροφή του, δεν μπορούσε παρά να καταφύγει στην προσφιλή τακτική του που δεν είναι άλλη από την κατασκευή γεγονότων.
«Προχθές, στην Τρίπολη, με πλησίασε ένας άντρας γύρω στα εξήντα», έγραψε ο κ. Τσίπρας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θέλοντας να δείξει ότι επικοινωνεί με τους πολίτες. «Μου είπε, “θέλω να σου πω κάτι. Αφού ο Μητσοτάκης αρνείται το debate, πήγαινε εσύ στο γήπεδό του και άστον αν θέλει να μην έρθει να αγωνιστεί”», συμπλήρωσε. Λες και οι εξηντάρηδες που κυκλοφορούν στην Τρίπολη, ή οπουδήποτε αλλού στην Ελλάδα, κοιμούνται και ξυπνούν με τον καημό αν θα γίνει ή δεν θα γίνει ντιμπέιτ.
Ο συγκεκριμένος εξηντάρης, όμως, δεν έμεινε μόνον σε αυτό. Συμβούλεψε τον Αλέξη Τσίπρα και πως θα αντιμετώπιζε τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αφού, πάντα κατά την αφήγηση του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, οι δυο τους είχαν και την ακόλουθη συνέχεια στον «διάλογο» τους: «Του λέω τι εννοείς; Μου λέει, “πήγαινε στον ΣΚΑΙ και άστους να σε ρωτήσουν ό,τι θέλουν ανοιχτά και να απαντήσεις ανοιχτά. Και άστον να μην έρθει, αφού δεν τολμά. Εσύ τολμάς.... Του είπα δεν έχεις άδικο. Αποφάσισα λοιπόν την Τρίτη το βράδυ να πάω στη τηλεόραση του ΣΚΑΙ…».
Καταλάβετε; Πρωθυπουργός ευρωπαϊκής χώρας κήρυξε εμπάργκο σε τηλεοπτικό σταθμό επειδή ένα στέλεχος του καναλιού είχε μεταδώσει μια πληροφορία –ότι το Μέγαρο Μαξίμου σχεδίαζε να καρατομήσει τους υπευθύνους για το Μάτι- η οποία, μάλιστα, επιβεβαιώθηκε. Ο ίδιος με απειλές για διαγραφή των βουλευτών του οι οποίοι θα μιλούσαν στο κανάλι, διατήρησε τον αποκλεισμό επί σχεδόν ένα χρόνο ακόμη. Χωρίς να συγκινηθεί ούτε όταν ο σταθμός δέχθηκε ισχυρό τρομοκρατικό χτύπημα.
Το ήρε, εν τέλει, επειδή απλώς βρέθηκε στον δρόμο του ένας –προφανώς «φανταστικός»- εξηντάρης από την Τρίπολη για να του υποδείξει ότι με αυτή τη μεγαλεπήβολη κίνηση θα κατατροπώσει τον βασικό του αντίπαλο, ο οποίος πριν από λίγο καιρό του έριξε σχεδόν δέκα μονάδες στο κεφάλι, παρότι ο ίδιος νόμιζε ότι «τον είχε» και κομπορρημονούσε από τηλεοράσεως ότι «δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο» περίπτωση να χάσει τις εκλογές.
Όπως και με το εμπάργκο στον Σκάι, όμως, δεν ευθύνεται ο ίδιος για το εκλογικό αποτέλεσμα. Κάποιοι άλλοι -πραγματικοί ή… «φανταστικοί»- φίλοι και συνεργάτες τον είχαν πείσει ότι είναι «άχαστος». Του παρουσίαζαν, όπως εκ των υστέρων προέκυψε, ανύπαρκτες δημοσκοπήσεις από εταιρίες – «φαντάσματα» που υποτίθεται ότι έδειχναν μειώσεις στην ψαλίδα της διαφοράς που τον χώριζε από την αξιωματική αντιπολίτευση.
Αν, ωστόσο, οι φίλοι και οι συνεργάτες του κ. Τσίπρα τον έριξαν στα βράχια με τις προβλέψεις τους για τις εκλογές ή επειδή δεν τον συμβούλευαν να πάει στον Σκάι για να εξολοθρεύσει τους αντιπάλους του, το κακό θα ήταν πολύ μικρό. Στην επίμαχη τηλεοπτική συνέντευξή του, δικαιολογώντας τις μεγάλες αστοχίες της κυβερνητικής θητείας του, υποχρεώθηκε να παραδεχθεί ότι πορεύτηκε με σωρεία από αυταπάτες και λειτούργησε με ασυγχώρητες αφέλειες.  
«Καταλογίστε μου όσες ευθύνες θέλετε για άγνοια συσχετισμών στην Ευρώπη», υποστηρίζει τώρα ο πολιτικός που ισχυριζόταν ότι «άλλαζε την Ευρώπη» και ότι αν κάποιος μετέφερε στους εταίρους και δανειστές τις θέσεις του για κατάργηση του Μνημονίου με έναν νόμο και ένα άρθρο, εκείνοι «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν».
«Είχαμε την αφέλεια ότι οι εταίροι μας θα σέβονταν τη λαϊκή ετυμηγορία», ισχυρίζεται, πλέον, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρει δικαιολογίες επειδή έκανε «Ναι», το «Όχι» του άφρονος δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015 που είχε ζητήσει και του έδωσε η πλειονότητα των Ελλήνων. Το ακόμη πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι όταν του επισημαίνεται ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του πήγαν στη διαπραγμάτευση με τα πουκάμισα έξω και με διάθεση που θύμιζε όσους νομίζουν ότι μπορούν να περπατούν ξυπόλυτοι στα αγκάθια, ο Αλέξης Τσίπρας απαντά με το εκπληκτικό «επιχείρημα»: «Ήμασταν προετοιμασμένοι αλλά οι άλλοι ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι από εμάς…».
Αντίστοιχης βαρύτητας είναι οι ισχυρισμοί που επιστράτευσε για να δικαιολογήσει την απίστευτη σκηνοθεσία της 23ης Ιουλίου 2018 που στήθηκε στο Συντονιστικό Κέντρο της Πυροσβεστικής με στόχο τον επικοινωνιακό χειρισμό της τραγωδίας στο Μάτι. «Εκείνη την ώρα το μόνο που είχα ως φήμη, είναι ότι υπήρχε πιθανότητα για έναν ή δύο ανθρώπους που από αναθυμιάσεις είχαν χάσει τη ζωή τους. Σήμερα μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι αυτοί που βρίσκονταν στο τραπέζι, ακριβώς επειδή αιφνιδιάστηκαν με την ύπαρξη της κάμερας και της ζωντανής σύνδεσης, πάγωσαν και δεν μου είπαν τίποτα, εκείνη την ώρα. Μόλις έφυγαν οι κάμερες μου είπαν ότι υπάρχει πιθανότητα να είναι περισσότεροι οι νεκροί», υποστήριξε.
Και έπειτα από αυτό έστειλε τους φωστήρες της κυβέρνησής του να στήσουν μια συνέντευξη – φιάσκο, παρουσιάζοντας ανύπαρκτους δορυφόρους να κυνηγούν ανύπαρκτους εμπρηστές και ρίχνοντας στάχτη στα μάτια των πολιτών ότι για την τραγωδία ευθύνονταν αποκλειστικά και μόνον η αυθαίρετη δόμηση, για την αντιμετώπιση της οποίας, όπως γνωρίζει ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας, δεν έκαναν απολύτως τίποτε ούτε πριν, ούτε μετά το Μάτι.
Ίσως γιατί δεν βρέθηκε κάποιος φανταστικός φίλος –σαν τον εξηντάρη από την Τρίπολη που τον έστειλε στον Σκάι- για να του θυμίσει τη ρήση του Αβραάμ Λίνκολ ότι «μπορεί να κοροϊδεύεις όλον τον κόσμο για κάποιο διάστημα ή μια μερίδα του κόσμου για πάντα, αλλά δεν μπορεί να τους κοροϊδεύεις όλους για πάντα».
Ή, σε απλά ελληνικά, ας του πει κάποιος ότι «το ψέμα έχει κοντά ποδάρια». Πολύ περισσότερο όταν, όπως συνομολογούν πολλοί ειδικοί, «το φαινόμενο του φανταστικού φίλου είναι χαρακτηριστικό των παιδιών προσχολικής ηλικίας»…

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

«Λευκή πετσέτα» ή ξεκίνημα νέας εποχής;


Αν εξαιρέσει κανείς κάποιες λίγες φραστικές υπερβολές, όπως οι κινδυνολογικές αποστροφές ενός περιορισμένου αριθμού κυβερνητικών στελεχών για τον επερχόμενο Αρμαγεδδώνα μαζί με την κυβερνητική αλλαγή ή οι ισχυρισμοί του Αλέξη Τσίπρα ότι «δεν θα ξεμπερδέψουν έτσι εύκολα με την Αριστερά», σχεδόν τίποτε άλλο δεν θυμίζει ότι βρισκόμαστε δέκα μέρες πριν από την κορύφωση μιας κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης.
Αντιθέτως, ζούμε την πιο ήπια προεκλογική περίοδο, αν όχι από συστάσεως ελληνικού κράτους, σίγουρα της τελευταίας μεταπολιτευτικής 45ετίας. Ελάχιστες αφίσες στους δρόμους. Καθόλου ηχορύπανση στις πλατείες. Πουθενά δεν ηχούν εμβατήρια. Ούτε ακούγονται ντουντούκες που να καλούν τον κόσμο να συμμετάσχει σε ανοικτές συγκεντρώσεις για να κουνήσει πλαστικές σημαίες, συμβάλλοντας σε ένα στημένο τηλεοπτικό σόου με στόχο αποκλειστικά και μόνον τις εντυπώσεις.
Είναι, χωρίς αμφιβολία, απορίας άξιο πως ξαφνικά οι συνήθως φασαριόζοι Έλληνες μεταμορφωθήκαμε σε ψύχραιμους Ευρωπαίους που δεν θεωρούν ότι στην επερχόμενη κάλπη συγκρούονται δύο κόσμοι και ούτε αναμετρώνται το φως με το σκότος. Ακόμη και στα παραδοσιακά καφενεία, που το πάλαι ποτέ ήταν χωρισμένα ανάλογα με τα φρονήματα των θαμώνων τους, δεν συναντά κανείς ανθρώπους να λογομαχούν, πολύ περισσότερο να τσακώνονται για τη διαφορετική ψήφο που προτίθενται να ρίξουν.
Τα πρώτα δείγματα ότι κάτι αλλάζει στην πολιτική ατμόσφαιρα τα είχαμε ήδη από την παραμονή των πρόσφατων ταυτόχρονων αναμετρήσεων για την Ευρωβουλή και την Αυτοδιοίκηση. Τότε πολλοί απέδωσαν το φαινόμενο στην παραδοσιακή χαλαρότητα της ευρωψήφου και στο ότι δεν διακυβεύονταν η διακυβέρνηση της χώρας και άρα τα προνόμια που μεταφέρονται από μια ομάδα σε μια άλλη όποτε αλλάζουν νομέα τα κυβερνητικά οφίτσια.
Η άμεση, ωστόσο, προκήρυξη βουλευτικών εκλογών που ακολούθησε, όχι μόνον δεν αντέστρεψε την εικόνα, τροφοδοτώντας με πόλωση το πολιτικό σκηνικό, αλλά καταλάγιασε έτσι περαιτέρω τα πάθη, σε βαθμό τέτοιο που όποιος επισκέπτεται τη χώρα αυτή την περίοδο δεν βρίσκει κανένα σημάδι που να του δείχνει ότι πάμε σε εκλογές. Και μάλιστα σε εκλογές που σχεδόν μετά βεβαιότητας θα οδηγήσουν σε πολιτική αλλαγή.  
Τι συνέβη, λοιπόν; Να οφείλεται αυτή η απροσδόκητη εικόνα στο γεγονός ότι όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί που διεκδικούν την εξουσία έχουν ψηφίσει Μνημόνια, παρά τις περί του αντιθέτου προγενέστερες διακηρύξεις τους; Ή να έχει επιδράσει καθοριστικά στη συμπεριφορά των Ελλήνων η πολύχρονη κρίση η οποία κατέδειξε ότι σε πολύπλοκα προβλήματα δεν υπάρχουν απλές λύσεις;
Όπως ακριβώς οι λύσεις στα πολύπλοκα προβλήματα δεν είναι απλές, το ίδιο συμβαίνει και με τις εξηγήσεις σύνθετων κοινωνικών μεταβολών, όπως προφανώς είναι το εντελώς διαφορετικό κλίμα υπό το οποίο οδεύουμε προς τις κάλπες. Με άλλα λόγια, είναι βέβαιο ότι οι παράγοντες που διαδραμάτισαν ρόλο σε αυτή τη διαφοροποίηση είναι περισσότεροι του ενός.
Η απομυθοποίηση, για παράδειγμα, των λαϊκίστικων βερμπαλισμών που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια είναι σίγουρα ένας από τους λόγους που οι πολίτες δεν παθιάζονται και δεν παραληρούν στο άκουσμα μεγαλόστομων υποσχέσεων. Η «λευκή πετσέτα», επίσης, που πέταξαν στο τερέν οι οπαδοί, οι φίλοι και τα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης μετά την ψυχρολουσία που δοκίμασαν από την αναπάντεχη γι΄ αυτούς ήττα των ευρωεκλογών, είναι σίγουρα ένας ακόμη λόγος που συνέβαλε για να πέσουν οι τόνοι.
Από την άλλη, δεν μπορεί να παραβλεφθεί και το νέο ύφος με το οποίο πολιτεύθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τη μέρα που αναδείχθηκε στην ηγεσία του κόμματός του. Είτε επειδή, όπως λένε οι φίλοι του, έτσι είναι ο χαρακτήρας του, είτε διότι, όπως αντιτείνουν οι αντίπαλοί του, έτσι τον συμβούλεψαν οι επικοινωνιολόγοι του, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας χάραξε μια στρατηγική ήπιας πολιτικής αντιπαράθεσης που, κακά τα ψέματα, δεν άρεσε σε πολλούς ακόμα και μέσα στο κόμμα του.
Αντιμετώπισε αμυντικά σκληρές επιθέσεις που δέχθηκαν ο ίδιος, η σύζυγός του και συνεργάτες του. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να αποφασίσει να απαντήσει στις βολές που δεχόταν, αλλά και πάλι το έκανε τηρώντας προσχήματα και χωρίς τα υπερβαίνει τα εσκαμμένα, όπως τον συμβούλευαν ορισμένοι. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, τον δικαίωσε. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ο Αλέξης Τσίπρας κατέρρευσε όταν διαπίστωσε ότι «δεν τον έχει», όπως νόμιζε ο ίδιος επειδή έτσι τον είχαν πείσει οι κλασσικοί αυλοκόλακες που δεν λείπουν από καμία πολιτική αυλή.     
 Όπως και να έχει, το ενδιαφέρον γι΄ αυτό το φαινόμενο της νέας προεκλογικής συμπεριφοράς που επιδεικνύουν, ενόψει της 7ης Ιουλίου, τα κόμματα, οι υποψήφιοι, αλλά και οι ψηφοφόροι επικεντρώνεται στο ερώτημα: Πρόκειται για κάτι πρόσκαιρο που οφείλεται στη «λευκή πετσέτα» που πέταξαν οι απογοητευμένοι κυβερνητικοί ή βρισκόμαστε μπροστά στο ξεκίνημα μιας νέας εποχής που οι πολίτες θα κάνουν τις επιλογές τους χωρίς πάθος και –γιατί όχι- χωρίς φόβο;
Ο καιρός θα δείξει…

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

Καιρός να μπει φρένο στο «κάθε πέρυσι και καλύτερα»



Είναι αρκετά χρόνια τώρα κατά τα οποία κάθε φορά που διαλύεται η Βουλή, στον απολογισμό που κάνουν οι σκεπτόμενοι πολίτες βρίσκουν ότι τα πράγματα πήγαν χειρότερα από την προηγούμενη φορά.
Από το 2004 έως το 2007, από το 2007 έως το 2009, από το 2009 έως το 2012, από το 2012 έως το 2015 και από το 2015 έως το 2019, παρατηρείται μια συνεχής διολίσθηση τόσο στην ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης όσο και στη συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι αιρετοί εκπρόσωποι που εμείς στείλαμε στη Βουλή.
Στο κλείσιμο κάθε μιας από αυτές τις περιόδους, οι περισσότεροι συνομολογούν ότι ίσχυσε το «κάθε πέρυσι και καλύτερα…». Οι ελπίδες, ωστόσο, για αντιστροφή του κλίματος, στη λογική του «δεν πάει παρακάτω», κάθε φορά διαψεύδονται. Αποδεικνύεται ότι ο κατήφορος δεν έχει πάτο…   
Από πού να ξεκινήσει κανείς; Από την μεθυστική μετα-ολυμπιακή αμεριμνησία ή από την παραλυτική δεύτερη περίοδο διακυβέρνησης από τον Κώστα Καραμανλή, που με πρόσχημα την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία η χώρα έπλεε σαν ακυβέρνητο καράβι;   Οι έκτακτες συνθήκες που –μοιραία;- ακολούθησαν, δυστυχώς όχι μόνον δεν βελτίωσαν την κατάσταση αλλά καταφανώς τη δυσχέραναν.
Και κάπως, έτσι, τη μνημονιακή καταβύθιση των περιόδων διακυβέρνησης από τους Γιώργο Παπανδρέου και Αντώνη Σαμαρά, οπότε ήρθαν τα πάνω κάτω στο πολιτικό σύστημα, τη διαδέχθηκε ο μοναδικός στα χρονικά εκμαυλισμός βουλευτών από τον Αλέξη Τσίπρα που κυβέρνησε τη χώρα προσελκύοντας μεμονωμένους βουλευτές από… έξι διαφορετικά κόμματα.
Από τη μια άκρη, οπότε οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των πολιτών «λάκιζαν», μετακινούμενοι σε άλλα κόμματα για να μη πάρουν την ευθύνη της υπερψήφισης των σκληρών μέτρων τα οποία επέβαλαν τα Μνημόνια και ο κίνδυνος της άμεσης χρεοκοπίας, φθάσαμε στην άλλη άκρη. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ ψήφιζαν, σχεδόν χωρίς αντίρρηση, πολύ χειρότερα μέτρα από εκείνα που οι προηγούμενοι δεν διανοούνταν να εγκρίνουν.
Η… συντηρητική κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου συγκλονιζόταν συθέμελα προτού καταφέρει να περάσει από τη Βουλή ήσσονος σημασίας ρυθμίσεις, όπως η μικρή επιμήκυνση στην προθεσμία κατανάλωσης του γάλακτος. Η… προοδευτική κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου περνούσε αβρόχοις ποσί ακόμη και την κατάργηση του ΕΚΑΣ για τους μικροσυνταξιούχους ή την παράδοση ολόκληρης της δημόσιας περιουσίας στο ελεγχόμενο από τους δανειστές «Υπερταμείο».
Είναι εντυπωσιακό, μάλιστα, ότι μια πλειάδα βουλευτών οι οποίοι άλλαξαν στρατόπεδο, χαλώντας τον κόσμο επειδή δεν τους πήγαινε να ψηφίσουν Μνημόνια, στη συνέχεια δεν είχαν πρόβλημα να πουν «ναι σε όλα» αρκεί αυτή η οβιδιακή μεταμόρφωσή τους να διευκόλυνε την επανεκλογή τους με τη νέα σημαία ευκαιρίας που σήκωναν.
Το πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι για ορισμένους εξ αυτών οι πολίτες - ψηφοφόροι επιβράβευσαν την αναξιοπιστία, ου μην αλλά και την αναξιοπρέπεια, που επέδειξαν, επιλέγοντας να τους στείλουν εκ νέου στο Κοινοβούλιο ή να τους εξασφαλίσουν καταφύγιο στο Ευρωκοινοβούλιο.
Εξηγήσεις για το φαινόμενο που θέλει τους διαμαρτυρόμενους πολίτες να ξαναψηφίζουν εκείνους για την συμπεριφορά των οποίων διαμαρτύρονται, υπάρχουν πολλές. Η ελλιπής γνώση, η λάθος εκτίμηση και κυρίως η κυριαρχία του κριτηρίου της αναγνωρισιμότητας, η οποία δεν συμβαδίζει τις περισσότερες φορές με τη συνέπεια και την αξιοσύνη, είναι μερικές από αυτές.
Οι εξηγήσεις, όμως, δεν αποτελούν και δικαιολογίες. Και σίγουρα δεν μπορεί να λειτουργούν ως άλλοθι για να παρακολουθούμε και να αποδεχόμαστε παθητικά τη διαρκή καθοδική πορεία που παρατηρείται γύρω μας με την επίπλευση των φελλών, την επικράτηση των λαϊκιστών και τον εξοβελισμό από το προσκήνιο όσων τολμούν να πουν άβολες αλήθειες.     
Γι΄ αυτό και στις εκλογές που έρχονται, καθώς θα πηγαίνουμε προς την κάλπη ας έχουμε κατά νου ότι, εκτός από το ψηφοδέλτιο του κομματικού σχηματισμού που θα επιλέξουμε, επειδή μας έπεισε ότι ικανοποιεί περισσότερο αυτό που εμείς θεωρούμε δημόσιο συμφέρον, διαθέτουμε και τη δύναμη του σταυρού προτίμησης με την οποία μπορούμε να καθορίσουμε εκείνους που θα μας εκπροσωπήσουν στη Βουλή.
Δεν έχουμε, λοιπόν, παρά να αφιερώσουμε λίγο ή και περισσότερο χρόνο για να σχηματίσουμε προσωπική άποψη για όσους διεκδικούν την ψήφο μας. Διαβάζοντας έντυπα, σερφάροντας στο Διαδίκτυο ή ρωτώντας εκείνους που μπορεί να έχουν καλύτερη γνώση, μπορούμε να διακρίνουμε ποιος είναι άξιος γιατί, για παράδειγμα, στην προηγούμενη ζωή του έχει κάνει κάτι που αξίζει.
Μελετώντας θα μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε ποιος μπήκε στη λίστα των υποψηφίων επειδή είναι γόνος πολιτικού τζακιού, γέννημα του κομματικού σωλήνα, δημιούργημα της τηλεοπτικής υπερπροβολής ή και σκέτος γυρολόγος της πολιτικής που «τρούπωσε» εκεί που βρίσκεται διότι δεν είχε τίποτε αποδοτικότερο να κάνει στη ζωή του.
Όχι, τίποτε άλλο, αλλά να προσπαθήσουμε να βάλουμε, έστω, λίγο φρένο στο αποκαρδιωτικό «κάθε πέρυσι και καλύτερα». Στο χέρι μας είναι. Κυριολεκτικά! 

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Επιχείρηση «μπαμπούλας» ή «άρμεγε λαγούς και… δέσε χελώνες»



Μετά την αναπάντεχη για την ηγεσία και τα στελέχη του πανωλεθρία που υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ στις κάλπες των ευρωπαϊκών και των αυτοδιοικητικών εκλογών, στον ορίζοντα διεφάνησαν ορισμένα δείγματα ωριμότητας που εκφράστηκαν με την άρον – άρον εγκατάλειψη των διχαστικών διλημμάτων για «την Ελλάδα των πολλών» που (υποτίθεται ότι) συγκρούονταν με τις ελίτ.
Τα προηγούμενα προεκλογικά διλήμματα των κυβερνητικών λειτούργησαν, εν τέλει, προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που προσδοκούσαν το Μαξίμου και η Κουμουνδούρου. Άλλωστε, έπειτα από δέκα συναπτά χρόνια κρίσης και οικονομικής καχεξίας, η ελληνική κοινωνία έχει «μπουχτίσει» από άσκοπες κοκορομαχίες και ανούσιες αντιπαραθέσεις για το ποιος συνέβαλε λιγότερο ή περισσότερο στην πρωτοφανή για ειρηνική περίοδο παρατεταμένη παρακμή που βιώνουμε.
Καλώς ή κακώς, ήρθαν έτσι τα πράγματα ώστε –μετά τα πολλαπλά Μνημόνια που υιοθετήθηκαν- να μην μπορεί κανείς από όσους τουλάχιστον διεκδικούν την εξουσία να παραστήσει τον άσπιλο και τον αμόλυντο, όπως συνέβη σε παρελθούσες προεκλογικές περιόδους. Τα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων της 26ης Μαΐου έδειξαν ότι η πλειονότητα των ψηφοφόρων δεν δελεάζεται από μεγαλόστομες διακηρύξεις και δεν βολεύεται με ατάκτως ερριμένες εκμαυλιστικού τύπου ρουσφετολογικές μικροδιευθετήσεις.
Ίσως επειδή έπαθαν περισσότερες από μια φορές, δείχνουν να έμαθαν ότι δεν πρέπει να θαμπώνονται από «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα». Και μοιάζει πια να θέλουν να πειστούν ότι εκείνον που θα προτιμήσουν δεν θα είναι ένας απλός θεατρίνος που αναμηρυκάζει παρωχημένα υποσχεσιολογικά λεκτικά σχήματα, όπως η διαβόητη «κατάργηση του Μνημονίου με ένα νόμο και με ένα άρθρο».
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέβηκε στις ευρωεκλογές με μοναδικά «όπλα» του τα ρουσφέτια και το θράσος της υπεροψίας με το οποίο, σε πείσμα όλων των μετρήσεων, η ηγεσία και τα στελέχη του είχαν αυτοανακηρυχθεί ως «άχαστοι». Μετά το στραπάτσο που υπέστησαν φάνηκε να κάνουν στροφή προς το αυτονόητο που είναι ότι όποιος κατεβαίνει στις εκλογές είναι υποχρεωμένος να εμφανίσει –για τα μάτια του κόσμου, έστω- ένα υποτυπώδες Πρόγραμμα.
Οι αμυδρές, ωστόσο, ελπίδες για αναβάθμιση του πολιτικού διαλόγου και της ποιότητας της προεκλογικής αντιπαράθεσης τις οποίες δημιούργησε η εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής για την παρουσίαση των νέων προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, εξανεμίστηκαν πολύ γρήγορα. Από την επομένη κιόλας μέρα τα στελέχη της απερχόμενης κυβέρνησης, αντί να προωθούν τις θέσεις τους, επικέντρωσαν τις δυνάμεις τους στην προσπάθεια να εμφανίσουν τους αντιπάλους τους ως «μπαμπούλες».
Για να είμαστε ειλικρινείς δεν ακολούθησαν κάποια πρωτότυπη στρατηγική. Το αντίθετο, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς. Πριν από αυτούς αρκετοί άλλοι είχαν χαράξει την ίδια κινδυνολογική γραμμή, η οποία τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντα, αποδεικνύεται άγονη. Μην ξεχνάμε τι συνέβη το 2015, όταν, κόντρα στις προειδοποιήσεις της τότε κυβέρνηση Σαμαρά, οι πολίτες επέλεξαν πλειοψηφικά τον ΣΥΡΙΖΑ.
Μπορεί με την ύστερη γνώση να ξέρουν πλέον ότι οι εξελίξεις δικαίωσαν όσους προειδοποιούσαν για τους επερχόμενους κινδύνους, τότε, ωστόσο, η πλειονότητα γοητευόταν από τις εξαγγελίες που περιείχε το διαβόητο «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» και αρκούνταν σε επισημάνσεις του τύπου «και τα μισά να κάνει, πάλι καλύτερα θα είμαστε».
Τηρουμένων των αναλογιών, μοιάζει να ζούμε το ίδιο έργο με άλλους πρωταγωνιστές. Η Νέα Δημοκρατία καλπάζει προς την εξουσία με το Πρόγραμμα της για μείωση των φόρων, νέες δουλειές και ασφάλεια στην καθημερινότητα του πολίτη. Και ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει –άγονη, ως διαφαίνεται- μάχη οπισθοφυλακών, επικεντρώνοντας στο… κρυμμένο «μυστικό πρόγραμμα» που υποτίθεται ότι έχει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Η φέρελπις Έφη Αχτσιόγλου ξεκίνησε την καινούργια καριέρα της ως εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, καλώντας τα κανάλια όχι να παίξουν τις θετικές προτάσεις του δικού της κόμματος αλλά τα μονταρισμένα πλάνα ενός βίντεο που «αποκαλύπτει», κατά τους κυβερνητικούς προπαγανδιστικούς μηχανισμούς, τη διάθεση του αρχηγού της ΝΔ να λειτουργήσει ως «οδοστρωτήρας» για την επιβολή της «επταήμερης εργασίας».
Από κοντά και τα τρολ του ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσα τους και επώνυμοι δημοσιογράφοι, κατάπιναν αμάσητο το fake news ότι κάτοικοι του Καστελόριζου έδεσαν (!) μια χελώνα για να τη δει ο Κυριάκος Μητσοτάκης που επισκεπτόταν το νησί τους. Αναμφίβολα, είναι απορίας άξιον ποιος νοσηρός εγκέφαλος σκέφθηκε να κατασκευάσει μια τέτοια τερατώδη «είδηση». Αλλά μεγαλύτερη απορία προκαλεί το τι μυαλά κουβαλούν όλοι εκείνοι που την πίστεψαν και έσπευσαν να κάνουν την αναπαραγωγή της.
Πρόκειται, μάλλον, για πολιτική σκέψη που μπορεί να αποδοθεί με τη γνωστή λαϊκή ρήση «άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες» που στην παρούσα φάση περιγράφει γλαφυρά την άκρατη κινδυνολογία που καθοδηγεί την επιχείρηση «μπαμπούλας». Επιχείρηση με την οποία οι κυβερνητικοί φαίνεται να πιστεύουν ότι θα αποτρέψουν το μοιραίο, αρνούμενοι να αντιληφθούν ότι οι κίνδυνοι τους οποίους επισείουν για την κυβερνητική αλλαγή, λειτουργούν, εν τέλει, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία.