Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βουλευτές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βουλευτές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

Με τέτοιους βουλευτές δεν μπορεί να ηγείσαι στην… Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση

 Την ημέρα που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου δήλωνε ότι… «η Ελλάδα ηγείται στην Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση», ο μητροπολίτης Ζακύνθου Διονύσιος προέβαινε σε μια ασυνήθιστη ενέργεια, απευθύνοντας επιστολή τον πρωθυπουργό διαμαρτυρόμενος για τη στάση του εκλεγμένου με τη Νέα Δημοκρατία βουλευτή της περιοχής του Διονύση Ακτύπη ο οποίος επέλεξε να επισκεφτεί μοναστήρια του νησιού στα οποία κατοικοεδρεύουν μοναχοί που αρνούνται να εμβολιαστούν.

Η ενέργεια του συγκεκριμένου Ιεράρχη έχει ιδιαίτερη αξία διότι ο κ. Διονύσιος είναι ένας από τους ελάχιστους μητροπολίτες της ελλαδικής Εκκλησίας που υποστήριξαν εξ αρχής και σθεναρά το εμβολιαστικό πρόγραμμα κατά της μάστιγας του κορωνοϊού. Ο ίδιος μάλιστα έδειξε ξεχωριστό σθένος καθιερώνοντας κυρώσεις κατά των κληρικών της μητρόπολης του που «αποδείχθηκαν απειθείς, παρά τις συστάσεις και τις αγωνιώδεις οδηγίες του Ποιμενάρχου περί της ανάγκης εμβολιασμού και μη χειραγωγήσεως των πιστών σε αντιεπιστημονικές συμπεριφορές».

Ανάμεσα στις «κυρώσεις» που επέβαλε ο Μητροπολίτης ήταν και το «εμπάργκο» των επισκέψεων στα μοναστήρια που διαβιούν αντιεμβολιαστές μοναχοί. Ο κυβερνητικός βουλευτής, όμως, που είναι και ο μοναδικός εκπρόσωπος της Ζακύνθου στην Εθνική Αντιπροσωπεία, όχι μόνον επέλεξε να ξεκινήσει τις περιοδείες του, επ΄ ευκαιρία του νέου χρόνου, από τα συγκεκριμένα μοναστήρια αλλά τις διαφήμισε κιόλας με αναρτήσεις φωτογραφιών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που τον έδειχναν να ψάλλει και να ποζάρει δίπλα σε μοναχούς και μοναχές που φυσικά δεν φορούσαν μάσκες.

Δικαίως του λόγου, κατόπιν αυτού ο Μητροπολίτης απευθύνθηκε στον πρωθυπουργό για να καταγγείλει ότι ο κ. Ακτύπης υπονομεύει τον αγώνα υπέρ του εμβολιασμού «Όταν εμείς δίνουμε καθημερινά και με μεγάλο κόστος τη μάχη να πείσουμε για την αναγκαιότητα του εμβολιασμού, τιμωρώντας και επιβάλλοντας αυστηρές κυρώσεις στους αντιεμβολιαστές ιερείς και μοναχούς, προκειμένου να απαλλαγεί η πατρίδα μας από την πανδημία, ο βουλευτής Ζακύνθου μεταβαίνει στα μοναστήρια τα οποία εμείς δεν επισκεπτόμεθα, συντρώγοντας με αρνητές μοναχούς και παριστάνοντας τον ιεροψάλτη, προκαλώντας έτσι το δίκαιο αίτημα της απογοήτευσης, σε όσους δίνουν την άνιση μάχη αυτές τις κρίσιμες ώρες», έγραψε ο κ. Διονύσιος.

Ο γαλάζιος βουλευτής, ο οποίος μάλιστα συμβαίνει να είναι και γιατρός, προσπάθησε, εκ των υστέρων, να… δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Υποστήριξε ότι βρέθηκε σε μια από τις μονές που φωτογραφίστηκε ως ψάλτης –την πρώτη Κυριακή του νέου έτους- επειδή αντιμετώπιζε... πρόβλημα εισροής υδάτων σε κάποιο από τα κτίρια της. Καθώς, όμως, φαίνεται ότι και ο ίδιος αντελήφθη την αδυναμία του επιχειρήματος του, δεν δίστασε να το ρίξει και στη… συνωμοσιολογία. Ισχυρίστηκε ότι ο σάλος που ξέσπασε για την πρωτοβουλία του, την οποία είναι αλήθεια ότι έσπευσαν να εκμεταλλευθούν οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις της περιοχής, προήλθε δήθεν από κάποιους που ενοχλούνται από την… καθαρτήρια δράση του.

«Προσωπικά εκτιμώ πως οι τοποθετήσεις μου το τελευταίο διάστημα αναφορικά με τα ζητήματα του Ναυαγίου Ζακύνθου έχουν θίξει, τελικά σε πολύ μεγάλο βαθμό, τα συμφέροντα πολλών», έγραψε ο βουλευτής στην απαντητική του δήλωση. Παρέλειψε, ωστόσο, να μπει στον κόπο να εξηγήσει ποιοι είναι αυτοί οι «πολλοί» που έχουν συμφέροντα στο Ναυάγιο και αν ανάμεσά τους περιλαμβάνει και τον διαμαρτυρόμενο Μητροπολίτη. Αναφέρει επίσης ότι ο «υπεύθυνος» (;) της μιας από τις μονές είναι εμβολιασμένος. Χωρίς να διευκρινίζει τι συμβαίνει με τους υπολοίπους και κυρίως με όσους ήταν δίπλα του χωρίς μάσκες στις φωτογραφίες που ο ίδιος δημοσιοποίησε.

Παρά το γεγονός ότι όσο και αν έψαξα δεν βρήκα –και ελπίζω να μην τον αδικώ- μια δήλωση του κ. Ακτύπη που να στηρίζει την προσπάθεια του Μητροπολίτη της περιοχής του να τιθασεύσει το αντιεμβολιαστικό πνεύμα που έχει εκδηλωθεί στις τάξεις των ρασοφόρων, οφείλω να ομολογήσω ότι η στάση του συγκεκριμένου βουλευτή δεν αποτελεί την εξαίρεση αλλά μάλλον τον κανόνα μεταξύ των στελεχών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κυβερνώντος κόμματος.

Ενόσω, άλλωστε, διαδραματίζονταν όλη αυτή η αντιδικία στο νησί της Ζακύνθου, λίγο βορειανατολικότερα, στο Μεσολόγγι, λάμβανε χώρα ένας απίστευτος συναγωνισμός των τοπικών βουλευτών της ΝΔ για το ποιος θα εκθειάσει εντονότερα τον εκλιπόντα Μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας, ο οποίος έχασε αυτές τις μέρες την ζωή του από επιπλοκές του κορωνοϊού και όσο ζούσε ήταν μεταξύ των διαπρύσιων αρνητών για ό,τιδήποτε σχετιζόταν με την πανδημία: το lockown, τις μάσκες και τους εμβολιασμούς.

Δύο σχετικά νέοι πολιτικοί, ο 55χρονος υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Σπήλιος Λιβανός και ο 47χρονος πρώην υφυπουργός Κώστας Καραγκούνης, γόνοι και οι δύο οικογενειών με παράδοση στην πολιτική, ανταγωνίστηκαν μεταξύ τους στον εγκωμιασμό του μακαριστού Ιεράρχη, χωρίς να βρουν και να προσθέσουν στις επαινετικές δηλώσεις τους έστω μια φράση για τον αρνητικό ρόλο που είχε ο συγκεκριμένος Ιεράρχης καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, υποχρεώνοντας ακόμη και την Ιερά Σύνοδο να τον καλέσει σε απολογία.

Η στάση τους γίνεται ακόμη πιο λυπηρή αν αναλογιστεί κανείς ότι και οι δύο περί ων ο λόγος Αιτωλοακαρνάνες πολιτικοί έχουν νοσήσει από κορωνοϊό και, κατά δήλωσή τους, σώθηκαν επειδή είχαν εμβολιαστεί. Ειδικά ο κ. Καραγκούνης, ο οποίος με βάση τα λεγόμενα του νόσησε πολύ βαριά και χρειάστηκε να νοσηλευτεί, είχε περιγράψει με μελανά χρώματα τον φόβο που τον κυριάρχησε όταν χρειάστηκε να βάλει μάσκα οξυγόνου.

Το ερώτημα που ευλόγως ανακύπτει είναι γιατί ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να επαναλάβουν στον θερμό αποχαιρετισμό που έκαναν στον εκλιπόντα Μητροπολίτη κάτι από όσα οι ίδιοι έζησαν. Ή έστω μια προτροπή υπέρ του εμβολιασμού και της τήρησης των υγειονομικών κανόνων. Αλλά και γενικότερα δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κάποιος τον λόγο για τον οποίο μέχρι τώρα κανένας κυβερνητικός βουλευτής δεν στάθηκε στο πλευρό των λίγων Ιεραρχών που στήριξαν το εμβολιαστικό πρόγραμμα και δεν βρήκε μια λέξη αποδοκιμασίας για εκείνους που παραβίαζαν προκλητικά τους κανόνες φθάνοντας στο σημείο να κατεβάζουν τις μάσκες των πιστών που ήθελαν να τους ασπαστούν το χέρι.

Είναι κρίμα να το διαπιστώνει κανείς, αλλά με τέτοιους (κοντόφθαλμα ψηφοθήρες και εξόφθαλμα ψοφοδεείς) βουλευτές ούτε ανοίγματα στο Κέντρο μπορεί να ισχυρίζεται κανείς ότι κάνει, ούτε, πολύ περισσότερο, να θεωρεί ότι βρίσκεται σε χώρα που είναι στην… ηγεσία της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης.

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

Καιρός να μπει φρένο στο «κάθε πέρυσι και καλύτερα»



Είναι αρκετά χρόνια τώρα κατά τα οποία κάθε φορά που διαλύεται η Βουλή, στον απολογισμό που κάνουν οι σκεπτόμενοι πολίτες βρίσκουν ότι τα πράγματα πήγαν χειρότερα από την προηγούμενη φορά.
Από το 2004 έως το 2007, από το 2007 έως το 2009, από το 2009 έως το 2012, από το 2012 έως το 2015 και από το 2015 έως το 2019, παρατηρείται μια συνεχής διολίσθηση τόσο στην ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης όσο και στη συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι αιρετοί εκπρόσωποι που εμείς στείλαμε στη Βουλή.
Στο κλείσιμο κάθε μιας από αυτές τις περιόδους, οι περισσότεροι συνομολογούν ότι ίσχυσε το «κάθε πέρυσι και καλύτερα…». Οι ελπίδες, ωστόσο, για αντιστροφή του κλίματος, στη λογική του «δεν πάει παρακάτω», κάθε φορά διαψεύδονται. Αποδεικνύεται ότι ο κατήφορος δεν έχει πάτο…   
Από πού να ξεκινήσει κανείς; Από την μεθυστική μετα-ολυμπιακή αμεριμνησία ή από την παραλυτική δεύτερη περίοδο διακυβέρνησης από τον Κώστα Καραμανλή, που με πρόσχημα την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία η χώρα έπλεε σαν ακυβέρνητο καράβι;   Οι έκτακτες συνθήκες που –μοιραία;- ακολούθησαν, δυστυχώς όχι μόνον δεν βελτίωσαν την κατάσταση αλλά καταφανώς τη δυσχέραναν.
Και κάπως, έτσι, τη μνημονιακή καταβύθιση των περιόδων διακυβέρνησης από τους Γιώργο Παπανδρέου και Αντώνη Σαμαρά, οπότε ήρθαν τα πάνω κάτω στο πολιτικό σύστημα, τη διαδέχθηκε ο μοναδικός στα χρονικά εκμαυλισμός βουλευτών από τον Αλέξη Τσίπρα που κυβέρνησε τη χώρα προσελκύοντας μεμονωμένους βουλευτές από… έξι διαφορετικά κόμματα.
Από τη μια άκρη, οπότε οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των πολιτών «λάκιζαν», μετακινούμενοι σε άλλα κόμματα για να μη πάρουν την ευθύνη της υπερψήφισης των σκληρών μέτρων τα οποία επέβαλαν τα Μνημόνια και ο κίνδυνος της άμεσης χρεοκοπίας, φθάσαμε στην άλλη άκρη. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ ψήφιζαν, σχεδόν χωρίς αντίρρηση, πολύ χειρότερα μέτρα από εκείνα που οι προηγούμενοι δεν διανοούνταν να εγκρίνουν.
Η… συντηρητική κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου συγκλονιζόταν συθέμελα προτού καταφέρει να περάσει από τη Βουλή ήσσονος σημασίας ρυθμίσεις, όπως η μικρή επιμήκυνση στην προθεσμία κατανάλωσης του γάλακτος. Η… προοδευτική κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου περνούσε αβρόχοις ποσί ακόμη και την κατάργηση του ΕΚΑΣ για τους μικροσυνταξιούχους ή την παράδοση ολόκληρης της δημόσιας περιουσίας στο ελεγχόμενο από τους δανειστές «Υπερταμείο».
Είναι εντυπωσιακό, μάλιστα, ότι μια πλειάδα βουλευτών οι οποίοι άλλαξαν στρατόπεδο, χαλώντας τον κόσμο επειδή δεν τους πήγαινε να ψηφίσουν Μνημόνια, στη συνέχεια δεν είχαν πρόβλημα να πουν «ναι σε όλα» αρκεί αυτή η οβιδιακή μεταμόρφωσή τους να διευκόλυνε την επανεκλογή τους με τη νέα σημαία ευκαιρίας που σήκωναν.
Το πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι για ορισμένους εξ αυτών οι πολίτες - ψηφοφόροι επιβράβευσαν την αναξιοπιστία, ου μην αλλά και την αναξιοπρέπεια, που επέδειξαν, επιλέγοντας να τους στείλουν εκ νέου στο Κοινοβούλιο ή να τους εξασφαλίσουν καταφύγιο στο Ευρωκοινοβούλιο.
Εξηγήσεις για το φαινόμενο που θέλει τους διαμαρτυρόμενους πολίτες να ξαναψηφίζουν εκείνους για την συμπεριφορά των οποίων διαμαρτύρονται, υπάρχουν πολλές. Η ελλιπής γνώση, η λάθος εκτίμηση και κυρίως η κυριαρχία του κριτηρίου της αναγνωρισιμότητας, η οποία δεν συμβαδίζει τις περισσότερες φορές με τη συνέπεια και την αξιοσύνη, είναι μερικές από αυτές.
Οι εξηγήσεις, όμως, δεν αποτελούν και δικαιολογίες. Και σίγουρα δεν μπορεί να λειτουργούν ως άλλοθι για να παρακολουθούμε και να αποδεχόμαστε παθητικά τη διαρκή καθοδική πορεία που παρατηρείται γύρω μας με την επίπλευση των φελλών, την επικράτηση των λαϊκιστών και τον εξοβελισμό από το προσκήνιο όσων τολμούν να πουν άβολες αλήθειες.     
Γι΄ αυτό και στις εκλογές που έρχονται, καθώς θα πηγαίνουμε προς την κάλπη ας έχουμε κατά νου ότι, εκτός από το ψηφοδέλτιο του κομματικού σχηματισμού που θα επιλέξουμε, επειδή μας έπεισε ότι ικανοποιεί περισσότερο αυτό που εμείς θεωρούμε δημόσιο συμφέρον, διαθέτουμε και τη δύναμη του σταυρού προτίμησης με την οποία μπορούμε να καθορίσουμε εκείνους που θα μας εκπροσωπήσουν στη Βουλή.
Δεν έχουμε, λοιπόν, παρά να αφιερώσουμε λίγο ή και περισσότερο χρόνο για να σχηματίσουμε προσωπική άποψη για όσους διεκδικούν την ψήφο μας. Διαβάζοντας έντυπα, σερφάροντας στο Διαδίκτυο ή ρωτώντας εκείνους που μπορεί να έχουν καλύτερη γνώση, μπορούμε να διακρίνουμε ποιος είναι άξιος γιατί, για παράδειγμα, στην προηγούμενη ζωή του έχει κάνει κάτι που αξίζει.
Μελετώντας θα μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε ποιος μπήκε στη λίστα των υποψηφίων επειδή είναι γόνος πολιτικού τζακιού, γέννημα του κομματικού σωλήνα, δημιούργημα της τηλεοπτικής υπερπροβολής ή και σκέτος γυρολόγος της πολιτικής που «τρούπωσε» εκεί που βρίσκεται διότι δεν είχε τίποτε αποδοτικότερο να κάνει στη ζωή του.
Όχι, τίποτε άλλο, αλλά να προσπαθήσουμε να βάλουμε, έστω, λίγο φρένο στο αποκαρδιωτικό «κάθε πέρυσι και καλύτερα». Στο χέρι μας είναι. Κυριολεκτικά! 

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Ζητείται κουλτούρα συνεργασίας



            Δύο βουλευτές που εκλέγονται στην ίδια εκλογική περιφέρεια και συστεγάζονται στο ίδιο κόμμα κατέθεσαν αυτές τις μέρες μια τροπολογία στη Βουλή για ένα θέμα της περιοχής του. Ο αρμόδιος υπουργός, που είχε οδηγία από υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια να την κάνει δεκτή, ήρθε σε δύσκολη θέση γιατί η τροπολογία, αν και είχε όμοιο περιεχόμενο, είχε κατατεθεί εις διπλούν.
            Ο έχων την αρχική πρωτοβουλία κυβερνητικός βουλευτής είχε ζητήσει την προσυπογραφή της δικής του τροπολογίας από συντοπίτη του βουλευτή άλλου κόμματος. Ο έτερος κυβερνητικός βουλευτής, μη βρίσκοντας άλλον διαθέσιμο από την περιφέρεια τους, ζήτησε να του συνυπογράψει το δικό του κείμενο ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος, ο οποίος εξεπλάγη όταν αργότερα πληροφορήθηκε ότι υπήρχε ήδη κατατεθειμένη πανομοιότυπη τροπολογία.
            Ο υπουργός είπε στους κοινοβουλευτικούς ιθύνοντες να καλέσουν τους δύο βουλευτές για να συνεννοηθούν μεταξύ τους ώστε να αποσυρθεί η μια από τις δυο τροπολογίες και να υπογράψουν από κοινού μια άλλη, αλλά η απάντηση που πήρε ήταν: «Είναι αδύνατο αυτό που ζητάτε. Οι δύο βουλευτές δεν μιλιούνται μεταξύ τους…».
            Το απολύτως πραγματικό αυτό περιστατικό –τα ονόματα των πρωταγωνιστών παρέλκουν γιατί δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία…- είναι αποκαλυπτικό για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ελληνική πολιτική ζωή. Δύο βουλευτές από την ίδια παράταξη και την ίδια εκλογική περιφέρεια αδυνατούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους και συμπεριφέρονται ως… ανταγωνιστικές συμμαθήτριες που διεκδικούν το ίδιο… αγόρι και η μια πεισμώνει με την άλλη και δεν της μιλάει.
            Το φαινόμενο της αδυναμίας συνεννόησης του εγχώριου πολιτικού προσωπικού δεν περιορίζεται στους ανταγωνιζόμενους βουλευτές στο πλαίσιο της τοπικής ψηφοθηρικής διαμάχης. Έχει, δυστυχώς, ευρύτερες διαστάσεις και διατρέχει οριζοντίως και καθέτως το πολιτικό σύστημα, το οποίο φαίνεται να πάσχει από χρόνια έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας.
            Είναι η «ασθένεια» που εμποδίζει τον διάλογο ανάμεσα στις βασικές πολιτικές δυνάμεις. Παλαιότερα ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και στο ΠΑΣΟΚ. Και τα τελευταία χρόνια μεταξύ της συγκυβέρνησης ανάγκης που συνήψαν οι άλλοτε «αιώνιοι» αντιπάλοι και του ΣΥΡΙΖΑ που αποτελεί την κύρια πολιτική δύναμη της αντιπολίτευσης.
            Είναι η «παθογένεια» που δεν επιτρέπει να υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα, οι οποίοι δεν ανταλλάσσουν ούτε χειραψία, ακόμη και στις σπάνιες κοινές εκδηλώσεις που συνευρίσκονται, όπως κατά την πρόσφατη εκδήλωση για τα σαραντάχρονα από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
            Έκφανση του ίδιου φαινομένου είναι, εξάλλου, ο προβληματικός τρόπος με τον οποίο πορεύεται η δικομματική κυβέρνηση που δεν καταφέρνει να τηρήσει ούτε τη στοιχειώδη και τόσο γενικόλογη προγραμματική συμφωνία που συναποφάσισε. Με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κάθε τρεις και λίγο τριβές ανάμεσα στους κυβερνητικούς εταίρους για ζητήματα που δεν άπτονται των ιδεολογικών διαφορών που τους χωρίζουν.
            Στον ίδιο καμβά, επίσης, διαγράφεται ο προσχηματικός και απολύτως υποκριτικός τρόπος με τον οποίο –υποτίθεται ότι- ξεκίνησε ο διάλογος για την Κεντροαριστερά όταν είναι φανερό ότι καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές –είτε πρόκειται για τη ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ, είτε για την ΔΗΜΑΡ και τον ΣΥΡΙΖΑ- δεν έχει ειλικρινή βούληση να προχωρήσει αυτή η διαδικασία.            
            Υπό αυτές τις συνθήκες και με την απόλυτη επικράτηση της νοοτροπίας που θέλει τους πολιτικούς αντιπάλους –εσωκομματικούς και μη- να αντιμετωπίζονται ως «εχθροί», η επαγγελλόμενη επιστροφή της χώρας στην ευρωπαϊκή «κανονικότητα» δεν μπορεί παρά να ηχεί παράταιρα. Και, σε κάθε περίπτωση, δύσκολα μπορεί να καλύψει τις ένθεν κακείθεν παρωχημένες εμφυλιοπολεμικές κραυγές που δίνουν τον τόνο στον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η πολιτική αντιπαράθεση.
            Κακά τα ψέματα, χωρίς εμπεδωμένη κουλτούρα συνεργασίας τόσο μέσα στα ίδια τα κόμματα όσο και στον αναγκαίο για τη λειτουργία των θεσμών διάλογο μεταξύ των αντιπάλων πολιτικών δυνάμεων, η Ελλάδα θα εξακολουθήσει, ακόμη και στη μεταμνημονιακή -οψέποτε αυτή έρθει…- εποχή να είναι ένας ευρωπαϊκός «παρίας».

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Ο ναύαρχος Τούμπας και οι σύγχρονοι κωλοτούμπες

Ο ναύαρχος Ιωάννης Τούμπας υπήρξε ένας από τους πιο μπαρουτοκαπνισμένους ήρωες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Διακρίθηκε και έτυχε διεθνούς αναγνώρισης για τα παράτολμα κατορθώματά του ως κυβερνήτης σκαφών του συμμαχικού στόλου που ναυμαχούσαν με γερμανικά υποβρύχια για τον έλεγχο της Μεσογείου.
Μεταπολεμικά έφθασε ως το αξίωμα του Αρχηγού Στόλου και μετά την αποστρατεία του πολιτεύθηκε, εκλεγόμενος ανελλιπώς από το 1956 βουλευτής με το Κέντρο. Στην πρώτη κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, το 1963, έγινε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και στην επόμενη που σχηματίστηκε λίγο αργότερα, μετά τη δεύτερη θριαμβευτική εκλογική νίκη της παράταξής του, ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών.
Όταν, στις αρχές του -καθοριστικού για τις επελθούσες πολιτικές εξελίξεις- 1965, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε να τον μετακινήσει από το υπουργικό πόστο, ο ναύαρχος Τούμπας, κατά τα δημοσιεύματα της εποχής, «αντετάχθη δια σοβαρούς εθνικού λόγους» στη διαδοχή του από τον Ηλία Τσιριμώκο, επειδή ο τελευταίος προερχόταν από την Αριστερά και ο Τύπος της αντιπολιτευόμενης τότε Δεξιάς τον αποκαλούσε «κατσαπλιά».
Ο τιμημένος στρατιωτικός, μάλιστα, ζήτησε ακρόαση από τον Βασιλιά για να διαμαρτυρηθεί, ενώ αρνήθηκε να συμμετάσχει στο νέο Υπουργικό Συμβούλιο του Παπανδρέου, με το επιχείρημα ότι η υπουργοποίηση του Τσιριμώκου οδηγούσε «εις Κυβέρνησιν Κερένσκυ», από το όνομα του τελευταίου πρωθυπουργού της τσαρικής Ρωσίας πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Επτά μήνες αργότερα, όπως εύστοχα σημειωνόταν πρόσφατα στη στήλη «Ο Φιλίστωρ» της Καθημερινής, ο ναύαρχος Τούμπας συμμετέσχε ως υπουργός Δημοσίων Έργων στη δεύτερη κυβέρνηση των «Αποστατών» που σχηματίστηκε με πρωθυπουργό τον Ηλία Τσιριμώκο, ο οποίος είχε πλέον τις ευλογίες του Παλατιού αλλά και όλων όσοι επιθυμούσαν την ανατροπή του Γεωργίου Παπανδρέου.
Θυμήθηκα την υπόθεση αυτή με αφορμή τα όσα συμβαίνουν τελευταία στο Κοινοβούλιο με τις αποστασιοποιήσεις, τις μετακινήσεις και τις διαγραφές βουλευτών, που παραπέμπουν στα ακραία φαινόμενα πολιτικού αμοραλισμού που προηγήθηκαν των γεγονότων του 1965 και στις ανώμαλες πολιτικά εξελίξεις που επέφεραν.
Μισό αιώνα αργότερα, θα περίμενε κανείς ότι στο συλλογικό ιστορικό υποσυνείδητο η κάθε είδους αποστασία να ήταν μια πράξη απολύτως καταδικαστέα, όπως και οι συνεχείς «κωλοτούμπες» στις οποίες επιδίδονται εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του Έθνους. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι τα κόμματα ως συλλογικοί φορείς θα έπαυαν να είναι αρχηγικά και θα λειτουργούσαν με -στοιχειώδεις, έστω- δημοκρατικές διαδικασίες.
Δυστυχώς, ωστόσο, δεν συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο, αφού ούτε τα κόμματα λειτουργούν δημοκρατικά, ούτε καταδικάζονται οι αποστασιοποιηθέντες, οι οποίοι τις περισσότερες φορές διατηρούν τις έδρες τους, με το επιχείρημα –βάσιμο, σε λίγες περιπτώσεις- ότι δεν παρέβησαν την –μάλλον… ευρύχωρη- δεοντολογία. Κάπως έτσι, μόνον στην τρέχουσα σύνθεση της Βουλής, που μετρά θητεία μόλις ενάμισι έτους, είναι περισσότεροι από 20 βουλευτές, οι οποίοι έχουν αλλάξει στέγη, είτε παραμένοντας «ανεξάρτητοι» είτε έχοντας ενταχθεί σε άλλες κοινοβουλευτικές ομάδες από εκείνες με τις οποίες εξελέγησαν.
Το ακόμη πιο απογοητευτικό, πάντως, είναι το πολύ χαμηλό επίπεδο που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος του σημερινού πολιτικού προσωπικού, προϊόν, προφανώς, των επιλογών θυμού που έκαναν πολλοί ψηφοφόροι στη δίδυμη εκλογική αναμέτρηση του 2012, στέλνοντας στη Βουλή πρόσωπα που δεν τιμούν το αξίωμα που κατέχουν.
Διότι όσο και αν συμφωνεί κάποιος με τις -μάλλον δικαιολογημένες-… συνταξιοδοτήσεις στις οποίες οδηγήθηκε ένα μεγάλο μέρος του παλαιού και, κατά πολλούς, φθαρμένου πολιτικού δυναμικού, δύσκολα μπορεί να εκφραστεί θετικά για τους αντικαταστάτες τους, αρκετοί εκ των οποίων συμπεριφέρονται, εντός και εκτός Βουλής, ως... τυχάρπαστα μέλη περιοδεύοντος θιάσου παρά ως υπεύθυνοι εκπρόσωποι σκεπτόμενων πολιτών.
Το αρχέτυπο του ψηφοθήρα βουλευτή που έδινε βάση στις πελατειακές σχέσεις, το οποίο επικράτησε τις προηγούμενες δεκαετίες, τείνει, δυστυχώς, να αντικατασταθεί από το νέο πρότυπο του θορυβοποιού πολιτικού, ο οποίος κερδίζει πόντους όχι επειδή ασκεί τα νομοθετικά και ελεγκτικά του καθήκοντα, για τα οποία εξελέγη, αλλά γιατί στήνει καβγάδες, εκτοξεύει απειλές και χρησιμοποιεί ακραίο βερμπαλιστικό λόγο που χαϊδεύει αυτιά.
Τουλάχιστον ο ναύαρχος Τούμπας, με τον οποίο ξεκίνησε τούτο το σημείωμα, μπορεί να αποστάτησε, αλλά έμεινε στην Ιστορία και για τις ηρωικές του πράξεις στα πραγματικά δύσκολα χρόνια της Κατοχής, ενώ μεταγενέστερα έγινε και Πρόεδρος στην Ακαδημία Αθηνών. Αναρωτιέμαι, για ποιους… ηρωισμούς μπορεί να μείνουν στη συλλογική μνήμη ορισμένοι από τους θορυβοποιούς του σήμερα, οι οποίοι, ελέω κρίσης, κάθονται στα κοινοβουλευτικά έδρανα, παρότι ψηφίστηκαν από 800 ή 1.000 συμπολίτες τους και χωρίς να έχουν να επιδείξουν κάποια ουσιώδη – επαγγελματική ή άλλη- διάκριση στην προηγούμενη ζωή τους…
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.1.2014)

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Η αυτοϋπονόμευση των «επαγγελματιών» της πολιτικής

Αν ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας λαμβάνει υπόψη του τον τρόπο φορολόγησης των βουλευτών, τότε μάλλον έχει δίκιο όταν λέει ότι στην Ελλάδα… δεν υπάρχει υπερφορολόγηση. Όπως δίκιο φαίνεται να έχουν και όσοι υποστηρίζουν ότι το πολιτικό σύστημα και οι άνθρωποι που το απαρτίζουν είναι ένα από τα βαρίδια που δεν επιτρέπουν την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Πως αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να εξηγηθεί ο συνδικαλιστικός ακτιβισμός με τον οποίο επιφανείς εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου αντιδρούν κάθε φορά που ανοίγει η συζήτηση για τα «κεκτημένα» που έχουν αποκτήσει την περίοδο της αμέριμνης ευημερίας και τη σκληρή μάχη που δίνουν για τη διατήρησή τους οι ίδιοι που ομοθύμως διατυμπανίζουν την ανάγκη για δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών.
Η παρελκυστική υπεκφυγή που συνιστά η πρόταση για την καθιέρωση βιβλίου εσόδων – εξόδων για τους βουλευτές, προκειμένου να αποφύγουν την κατάργηση του ειδικού φορολογικού καθεστώτος που έχουν εξασφαλίσει για τους εαυτούς τους, είναι νομίζω ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά της αδυναμίας του πολιτικού κόσμου να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και, λειτουργώντας με γνώμονα τη δύναμη του παραδείγματος, να προασπίσει τον ίδιο το θεσμό του κοινοβουλευτισμού.
Η…. φαεινή ιδέα για την αλλαγή του τρόπου φορολόγησης των βουλευτών δεν είναι καινούργια και δεν είναι η πρώτη φορά που πέφτει στο τραπέζι. Λανσαρίστηκε για πρώτη φορά το 1998 όταν και πάλι τότε είχε τεθεί ζήτημα κατάργησης του αφορολόγητου της βουλευτικής αποζημίωσης, η οποία άρχισε έκτοτε να φορολογείται μερικώς, αφού, όμως, στο μεταξύ το ύψος της είχε εκτιναχθεί προς τα πάνω.
Νουνεχείς άνθρωποι που ήταν τότε στα πράγματα αντιλήφθηκαν τον προβληματικό –και μάλλον προσβλητικό- χαρακτήρα που θα είχε το μέτρο της καθιέρωσης βιβλίων εσόδων - εξόδων και το απέρριψαν ασυζητητί, με το βάσιμο επιχείρημα ότι η ιδιότητα του βουλευτή δεν είναι ελεύθερο επάγγελμα για να τύχει αυτού του είδους τη φορολογική αντιμετώπιση.
Με όσα έχουν επισυμβεί την παρελθούσα δεκαπενταετία και ιδίως την τελευταία μνημονιακή τετραετία, θα περίμενε, λοιπόν, κανείς ότι στο άκουσμα και μόνον της πρότασης, οι ίδιοι οι σημερινοί βουλευτές, η πλειονότητα των οποίων είναι «γεννήματα» της κρίσης, θα ξεσηκωνόταν, διαμαρτυρόμενοι για τον προσβλητικό χαρακτήρα της πρότασης να μετατραπούν σε «επαγγελματίες».
Δυστυχώς, όμως, όχι μόνον δεν υπήρξε κύμα διαμαρτυρίας από τους ίδιους τους βουλευτές, αλλά η πρόταση υιοθετήθηκε και από έμπειρους πολιτικούς, μεταξύ αυτών και ο πρόεδρος της Βουλής Ευάγγελος Μεϊμαράκης, που μάλλον αγνοούν τον αντίκτυπο που θα είχε τυχόν καθιέρωση ενός τέτοιου μέτρου που θα αποτελούσε παγκόσμια πρωτοτυπία.
Με ποια λογική, αλήθεια, θα μπορούσε να δοθεί στους βουλευτές δικαίωμα να καταγράφουν τις δαπάνες τους και να τις αφαιρούν από τα έσοδά τους; Ποιες από τις δαπάνες θα αναγνωρίζονται ως «επαγγελματικές» και ποιες ως προσωπικές ή οικογενειακές; Και πως θα φορολογούνται εν τέλει;  Επί των… κερδών, όπως οι επιχειρήσεις; Θα δημοσιεύουν, άραγε, και ισολογισμούς με αποτελέσματα χρήσης;
Το γεγονός ότι οι βουλευτές έχουν έξοδα δεν μπορεί να αποτελέσει βάσιμο επιχείρημα. Γιατί το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών (που έχουν ακόμη εισοδήματα). Και εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι αν αναγνωριζόταν σε όλους μας η δυνατότητα να καταγράφουμε τις δαπάνες μας και να τις αφαιρούμε από τα έσοδα, τότε, πιθανότατα, κανείς δεν έπρεπε να πληρώνει φόρο, αφού σπανίζουν οι Έλληνες που καταφέρνουν σήμερα να καλύψουν τα έξοδα τους με τα τρέχοντα εισοδήματα.
Αποφεύγοντας τον πειρασμό του λαϊκισμού που συνήθως συνοδεύει τις συζητήσεις για τα οικονομικά των βουλευτών, δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι με τέτοιες «συντεχνιακές» νοοτροπίες το ίδιο το πολιτικό σύστημα αυτοϋπονομεύεται, στέλνοντας λάθος μηνύματα στη χειμαζόμενη ελληνική κοινωνία και ρίχνοντας νερό στο μύλο όσων αποστρέφονται τον κοινοβουλευτισμό.
Το αντιλαμβάνονται, άραγε, εκεί στην Πλατεία Συντάγματος;

(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 27.11.2013)