Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Γιατί (δεν) φθάνουν ως την Ελλάδα τα «πετροδόλαρα»;

Έχουν περάσει σχεδόν σαράντα από το φθινόπωρο του 1981 όταν μια επανεκδιδόμενη, τότε, λαϊκή εφημερίδα, που καθιέρωσε το σχήμα ταμπλόιντ στα μέρη μας, κυκλοφορούσε το πρώτο φύλλο της με κεντρικό τίτλο «Έρχονται πετροδόλαρα».
Ήταν ένας τίτλος, ο οποίος βασιζόταν στην προσδοκία ότι με την επερχόμενη πολιτική αλλαγή στη χώρα μας και την ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ακολουθούσε σαφώς πιο φιλοαραβική πολιτική από την απερχόμενη κυβέρνηση, θα άνοιγαν οι κρουνοί και ένα μέρος από τα τεράστια κεφαλαιακά πλεονάσματα που συσσώρευαν οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Αραβικής Χερσονήσου θα κατευθυνόταν προς την Ελλάδα.
Οι προσδοκίες τις οποίες αποτύπωνε το εν λόγω πρωτοσέλιδο δεν εκπληρώθηκαν ποτέ. Παρά την έντονα φιλοαραβική και φιλοπαλαιστινιακή πολιτική που χάραξε η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, η Ελλάδα δεν είδε ούτε καν το… χρώμα των «πετροδόλαρων», τα οποία κινήθηκαν προς πολλές άλλες κατευθύνσεις και επενδύθηκαν σχεδόν παντού, αλλά όχι στην Ελλάδα.
Οι βασιλικές οικογένειες των χωρών του Κόλπου και οι κάθε λογής σεΐχηδες και μονάρχες που νέμονταν την εξουσία στις χώρες τους, όσο εύκολα και αν έβγαζαν τα δολάρια από τις πωλήσεις του πετρελαίου –εξ ου και ο όρος «πετροδόλαρα»- δεν τα τοποθετούσαν όπου - όπου, παρά μόνο εκεί που αυτά είχαν περισσότερη σιγουριά και μεγαλύτερες πιθανότητες για να αποκομίσουν κέρδη.
Κάπως έτσι, για παράδειγμα οι Άραβες «πετρελαιάδες» είναι από τους μεγαλύτερους κατόχους του υπέρογκου δημοσίου χρέους των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Με τα έσοδα, δηλαδή, από το πετρέλαιο οι «σεΐχηδες» αγόραζαν χρεόγραφα του αμερικανικού δημοσίου και, όπως έλεγε μια παλαιά ελληνική διαφήμιση για επενδύσεις στους τίτλους τράπεζας που δεν υπάρχει σήμερα, «είχαν σίγουρα λεφτά και εισόδημα μεγάλο».
Κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία ακούστηκαν και άλλες φορές πολλά και ελπιδοφόρα για τις αραβικές επενδύσεις που θα έρχονταν στην Ελλάδα, αλλά ποτέ δεν έφθασαν. Επανειλημμένα πήγαν και ήρθαν υπουργικές αντιπροσωπείες επιδιώκοντας, από τη μια, να πείσουν τους Άραβες κεφαλαιούχους να επενδύσουν στην Ελλάδα και, από την άλλη, ελληνικές επιχειρήσεις να κάνουν δουλειές στον Κόλπο, όπου παρουσιαζόταν μια τεράστια (αν)οικοδομική δραστηριότητα, παράλληλα με την αλλαγή και τη σημαντική αύξηση των καταναλωτικών συνηθειών εκατομμυρίων ανθρώπων που είχαν δει τα εισοδήματά τους να αυξάνονται κατακόρυφα.
Τα αποτελέσματα των επισκέψεων Ελλήνων αξιωματούχων, αλλά και επιχειρηματιών, υπήρξαν από πενιχρά έως ανύπαρκτα. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 αρκετές ελληνικές τεχνικές εταιρίες είχαν πάρει συμβόλαια στη Σαουδική Αραβία όπου είχαν δουλέψει κάποιες χιλιάδες μηχανικοί και άλλοι εργαζόμενοι στον κατασκευαστικό κλάδο. Συν τω χρόνω, όμως, η ελληνική επιχειρηματική παρουσία στην Αραβική Χερσόνησο αντί να αυξάνεται, μειωνόταν.
Ξένοι ανταγωνιστές, αλλά και τα παιδιά και τα εγγόνια των Βεδουίνων που είχαν σπουδάσει και είχαν ενστερνισθεί τον ρόλο της επιχειρηματικότητας, εξοβέλισαν τους Έλληνες επιχειρηματίες που είχαν βρεθεί πρώτοι εκεί, αλλά, όπως αποδείχθηκε, δεν έκαναν όλα όσα χρειάζονταν για να εδραιώσουν τη θέση την οποία είχαν κατακτήσει.
Ακόμη και τα χρόνια της κρίσης που η Ελλάδα «φθήνυνε», οι Άραβες, όπως και πολλοί άλλοι κεφαλαιούχοι, έμειναν μακριά της. Η πιο σημαντική… οικονομική είδηση όλων αυτών των χρόνων από το μέτωπο των ελληνοαραβικών σχέσεων ήταν ότι το πολυτελές κέντρο διασκέδασης της Μυκόνου «Nammos» άνοιξε παράρτημα στο Ντουμπάι.
Αντιθέτως, όλα τα άλλα deals, τα οποία κατά καιρούς ακουγόταν ότι «ψήνονται», ναυάγησαν. Για παράδειγμα όταν ένας μεγαλόσχημος εγχώριος επιχειρηματίας πήγε να ιδρύσει μεγάλο ιατρικό κέντρο στα Εμιράτα, το σχέδιο του «κόπηκε» στην αξιολόγηση επειδή μαθεύτηκε ότι είχε μπλεξίματα με την Ελληνική Δικαιοσύνη για ζητήματα διαφθοράς.
Ο Σαουδάραβας υπουργός Εμπορίου και Επενδύσεων, που ήταν ο πρώτος επίσημος τον οποίο συνάντησε τη Δευτέρα στο Ριάντ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, προσπάθησε να δικαιολογήσει την επενδυτική αποχή της χώρας του με το επιχείρημα ότι «η οικονομική κρίση (σ.σ.: της Ελλάδας) και μια σειρά άλλων παραγόντων είχαν δημιουργήσει ένα σύννεφο αβεβαιότητας με αρνητικές επιπτώσεις για την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις».
Συμπλήρωσε ότι «τώρα υπάρχει ένα σημάδι ελπίδας ότι επιστρέφουν», αλλά με έμμεσο τρόπο ξεκαθάρισε ότι κάτι τέτοιο δεν θα γίνει αυτόματα. Γι΄ αυτό και ζήτησε από τους συνομιλητές του να του υποδείξουν τις πιθανές επενδυτικές ευκαιρίες. «Και εμείς», πρόσθεσε, «θα δημιουργήσουμε μια επιχειρηματική αποστολή για να επισκεφθεί την Ελλάδα και να διερευνήσει αυτές τις ευκαιρίες, να συναντήσει τους κατάλληλους ανθρώπους και να αντιληφθούν ποιο είναι το νέο πλαίσιο που ευνοεί τις επενδύσεις…».
Με άλλα λόγια, ο Σαουδάραβας αξιωματούχος είπε χωρίς περιστροφές το αυτονόητο που είναι ότι κανείς δεν επενδύει για την… καλή καρδιά του άλλου, παρά μόνον αν εκείνος που τον καλεί να επενδύσει, τον πείσει ότι υπάρχει ευκαιρία για να βγάλει χρήματα. Τα ίδια, πάνω – κάτω, άκουσαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του και την επόμενη μέρα που είχαν επαφές με την ηγεσία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στο Αμπού Ντάμπι.
Κακά τα ψέματα, λοιπόν, οι μπίζνες και εν γένει οι οικονομικές σχέσεις δεν αναπτύσσονται με ψευδαισθήσεις ότι κάποιοι «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» ή με αυταπάτες ότι θα μας έστελνε η Ρωσία… σωτήρια προκαταβολή έξι δισεκατομμυρίων ευρώ για έναν αγωγό αερίου ο οποίος, ούτως ή άλλως, δεν θα γινόταν ποτέ.
Οι ιθύνοντες της κυβέρνησης ισχυρίζονται ότι ταξίδεψαν στην Αραβική Χερσόνησο έτοιμοι και έδωσαν τη λίστα με τις «επενδυτικές ευκαιρίες» που ζήτησε η άλλη πλευρά. Το αν είναι έτσι, θα το μάθουμε τους προσεχείς μήνες. Και τότε ίσως θα δούμε το… χρώμα του «πετροδόλαρου». Και, ενδεχομένως, έτσι να υποχρεωθούμε να βγάλουμε και το παρενθετικό «δεν» από τον τίτλο τούτου του κειμένου.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Αυτογκόλ από ένα ψοφοδεές πολιτικό προσωπικό


Η ταραχή και ο πανικός που επικράτησαν στην πολιτική σκηνή από την πρώτη στιγμή που γνωστοποιήθηκε η εισήγηση της επιτροπής επαγγελματικού αθλητισμού για τον υποβιβασμό των ποδοσφαιρικών ομάδων του ΠΑΟΚ και της Ξάνθης είναι άκρως ενδεικτικά στοιχεία για την πολιτική ανωριμότητα η οποία, πλειοψηφικά τουλάχιστον, χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που επιλέγει ο ελληνικός λαός για να τον εκπροσωπήσουν.
Το Σύνταγμα ορίζει ρητά (στο άρθρο 51) ότι «οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος». Και αμέσως μετά (στο άρθρο 60) συμπληρώνει ότι «έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Καμία από τις δύο βασικές πρόνοιες του καταστατικού χάρτη της ελληνικής Δημοκρατίας δεν τηρήθηκε στους χειρισμούς του ζητήματος το οποίο ανέκυψε αιφνιδίως και όλως παραδόξως έλαβε πολιτικές διαστάσεις που δεν του αναλογούσαν.
Με μια πρωτόγνωρη σπουδή, την οποία επέδειξε πρωτίστως η κυβέρνηση, κονιορτοποιήθηκαν εν μια νυκτί παραδεδεγμένες αξίες, υφιστάμενοι κανόνες και καθιερωμένοι θεσμοί, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πρόσκαιρες σκοπιμότητες και να μη δυσαρεστηθούν οι… στρατιές των ένθεν κακείθεν φανατισμένων που το ύψιστο ενδιαφέρον της ζωής τους είναι να στεφθεί πρωταθλήτρια η ομάδα τους είτε αξίζει είτε όχι τον τίτλο που διεκδικεί.
Το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες «στρατιές» υπακούουν τυφλά στα κελεύσματα συγκεκριμένων επιχειρηματιών, οι οποίοι χρησιμοποιούν τους οπαδούς των ομάδων που χρηματοδοτούν για να αυξήσουν την ισχύ τους, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Τα κάνει μάλλον χειρότερα. Διότι οι συμπεριφορές του πολιτικού προσωπικού προσβάλουν τη νοημοσύνη των μετριοπαθών πολιτικών που αποτελούν την πλειονότητα και οι οποίοι ψηφίζουν με βασικό κριτήριο την βούλησή τους να υπάρχει σαφής διάκριση των εξουσιών και να εφαρμόζονται οι ισχύοντες κάθε φορά κανόνες που εμπεδώνουν τη νομιμότητα.
Στις ευνομούμενες χώρες, η πολιτική τάξη, που απαρτίζεται από το στελεχιακό δυναμικό της κυβέρνησης, αλλά και της αντιπολίτευσης, δεν ασχολείται με την εφαρμογή των κανονισμών του ποδοσφαίρου και δεν έχει λόγο ούτε για το ποια ομάδα θα πάρει το πρωτάθλημα ούτε για το ποια θα υποβιβαστεί. Για τα ζητήματα αυτά, πολύ περισσότερο όταν αφορούν τον απολύτως επαγγελματικό αθλητισμό και τη λειτουργία ανωνύμων εταιριών, ο πρώτος και ο τελευταίος λόγο ανήκει στις συλλογικότητες που συγκροτούν οι ίδιες οι ομάδες.
Λίγο ως πολύ, μάλιστα, οι κανόνες του παιχνιδιού είναι ίδιοι παντού, αφού τους προκαθορίζουν οι διεθνείς Ομοσπονδίες. Η Ελλάδα, δυστυχώς, αποτελεί εξαίρεση σε όλα αυτά. Εδώ τα αθλητικά γεγονότα κομματικοποιούνται απροκάλυπτα, οι βουλευτές εισβάλουν στα γήπεδα για να… συνετίσουν τους διαιτητές, έχουν τη συνήθεια να συμμετέχουν σε «τηλεοπτικές δίκες» και δεν διστάζουν να διατυπώνουν «προφητείες» για τα αποτελέσματα των αγώνων.
Αν η ανάμειξη των πολιτικών ταγών με το ποδόσφαιρο ήταν προϊόν του ενδιαφέροντός τους γι΄ αυτό καθεαυτό το άθλημα ή έστω για να τηρηθούν οι κανόνες, θα μπορούσε κανείς να δείξει κατανόηση. Με το σκεπτικό ότι η ενασχόληση με το σπορ που συγκινεί τόσο μεγάλα πλήθη σχεδόν σε όλη την υφήλιο είναι μια κοινωνική πραγματικότητα που δεν μπορεί να παραβλέπει κάποιος που μετέχει στα κοινά.
Δεν είναι, όμως, έτσι. Διότι στην πράξη τα πράγματα αποδεικνύονται εντελώς διαφορετικά. Η πολιτικοποίηση του ποδοσφαίρου –ή, κατ΄ άλλους, η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής- έχει ξεκάθαρα ψηφοθηρικά ελατήρια. Οι τοποθετήσεις των περισσοτέρων πολιτικών στελεχών γίνονται με… οπαδικά κριτήρια. Και κάπως έτσι οι υποτιθέμενοι ταγοί της κοινωνίας που εκλέγονται για να καθοδηγούν τους πολίτες μετατρέπονται σε ενεργούμενα των ολίγων φανατικών των οποίων ολόκληρος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από τις γηπεδικές θύρες.
Η αδυναμία της πολιτικής τάξης να πάρει θέση υπέρ της νομιμότητας και να τηρήσει στάση ουδετερότητας απέναντι σε ζητήματα που δεν έχουν πολιτική χροιά αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για το πόσο ψοφοδεές είναι το πολιτικό προσωπικό που μας εκπροσωπεί. Ένα πολιτικό προσωπικό το οποίο μπορεί να ψηφίζει Μνημόνια, να κόβει μισθούς και συντάξεις, επειδή έτσι επιβάλει η κομματική πειθαρχία ή η διατήρηση της βουλευτικής έδρας που θα κινδύνευε σε περίπτωση πτώσης της κυβέρνησης και προσφυγής σε εκλογές, πλην όμως, δεν μπορεί να αντισταθεί στις απειλές των παραγόντων που κινητοποιούν τους οπαδικούς στρατούς.
Φαίνεται ότι τα λόμπι των χούλιγκανς είναι ισχυρότερα από όλες τις άλλες «ομάδες πίεσης» που λειτουργούν στη χώρα. Το ζήσαμε παλαιότερα όταν η Ελλάδα κόπηκε στα δύο για να μην… ανιχνευθούν παράνομες ουσίες στα ούρα ενός Βούλγαρου ποδοσφαιριστή. Το είδαμε πιο πρόσφατα με την πολιτική υποστήριξη που έτυχε ο παράγων που εισέβαλε ένοπλος στον αγωνιστικό χώρο. Το βλέπουμε και τώρα με την (ν)τροπολογία που η ψήφισή της ισοπέδωσε όλες τους κανόνες και όλες τις πρακτικές της καλής νομοθέτησης που είχε υποσχεθεί η σημερινή κυβέρνηση, δεσμευόμενη να μην κάνει όσα έκαναν οι «άλλοι»…
Γι΄ αυτό και το αυτογκόλ το οποίο δέχθηκε η κυβέρνηση είναι αμφίβολο αν θα ισοφαριστεί πολύ σύντομα. Πριν καν ακουστεί η πρώτη ιαχή από την εξέδρα κλείστηκε φοβισμένη στα καρέ της και μοιραία βρέθηκε πίσω στο σκορ καθώς κατελήφθη από, μάλλον αδικαιολόγητο, πανικό.

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Το συμφέρον… über alles

Επί δεκαετίες ολόκληρες η δημόσια συζήτηση στη χώρα μας για τις διπλωματικές επιλογές μας ήταν –και, εν πολλοίς, παραμένει- εγκλωβισμένη σε παιδαριώδεις μυθολογικές προσεγγίσεις για το ποιος είναι φίλος ή εχθρός είτε πρόκειται για τη γειτονιά μας, είτε ευρύτερα για τη διεθνή σκηνή.
Παρότι από την περίοδο της Ανεξαρτησίας ή και νωρίτερα –ποιος θυμάται τα «Ορλοφικά»;- έχει αποδειχθεί ότι τα ζητήματα αυτά δεν προσεγγίζονται με λογικές άσπρο ή μαύρο, τα πικρά παθήματα που συχνά – πυκνά υπέστημεν ως Έθνος στην πάροδο των αιώνων, εξαιτίας της ευκολοπιστίας, δυστυχώς δεν μας έγιναν μαθήματα.
Ειδικά, από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα όταν, υπό το κράτος του Ψυχρού Πολέμου που επέβαλε τον παγκόσμιο διπολισμό σε ολόκληρο τον πλανήτη, το ελληνικό πολιτικό σύστημα –κυρίαρχο και μη- και, κατ’ επέκταση, οι Έλληνες πολίτες, έσπευδαν να λάβουν θέση υπέρ των μεν ή των δε.
Με επιδερμικά απλουστευτικές αναλύσεις για το «καλό» και το «κακό» και με υιοθέτηση ανυπόστατων κριτήριων του τύπου ότι «ο τάδε ξένος ηγέτης είναι ομοϊδεάτης μας» ή ότι «ο δείνα λαός είναι ομόδοξος και θα μας στηρίξει».
Ήταν σχεδόν επιβεβλημένο να διαλέγουμε στρατόπεδο. Όσοι από παράδοση, ατταβισμό ή επιλογή ήταν «δεξιοί» δεν μπορούσαν παρά να ενστερνίζονται το δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν». Ενώ όσοι δήλωναν «αριστεροί» ήταν υποχρεωτικό να είναι αντιαμερικανοί, εξεγειρόμενοι για τον Πόλεμο του Βιετνάμ αλλά δικαιολογούντες την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στις ανατολικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες ή στο Αφγανιστάν.
Κάπως έτσι, για παράδειγμα, ανδρωθήκαμε πολιτικά δύο, ίσως και τρεις, γενιές Ελλήνων με την εμμονή να τασσόμαστε γενικώς και αορίστως στο πλευρό των Αράβων, αγνοώντας και αυτούς τους ίδιους τους εσωτερικούς τους διχασμούς που τους οδηγούσαν στον αλληλοσκοτωμό. Και αφού οι Άραβες ήταν κατά του Ισραήλ, έπρεπε και εμείς να είμαστε κατά της κρατικής οντότητας την οποία δια πυρός και σιδήρου προσπαθούσαν να στήσουν οι Εβραίοι της Διασποράς.
Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης ζούσε με την αυταπάτη των επενδύσεων που θα έρχονταν από τα αραβικά «πετροδόλλαρα», τα οποία ποτέ δεν τα είδαμε. Έγινε, έτσι, η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ παρόλο που είχε προφανή συμφέροντα, μεταξύ άλλων και σε σχέση με τη διαχείριση των Αγίων Τόπων που βρίσκονται εντός των ορίων του.
Το διπλωματικό κεφάλαιο που χάσαμε όλο το προηγούμενο διάστημα είναι αμφίβολο εάν καταφέραμε να το αναπληρώσουμε από το 2010 που –επί των ημερών του, όσο και αν δεν αρέσει να το παραδέχονται αρκετοί, Γιώργου Παπανδρέου- αποφασίσαμε να αλλάξουμε τη στρατηγική μας και να συσφίξουμε τις σχέσεις μας με το Τελ Αβίβ.
Οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο είναι άκρως διδακτικές. Το κουβάρι των περίπλοκων σχέσεων που διαμορφώνονται στη γειτονιά μας δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχουν ούτε μόνιμοι φίλοι ούτε αιώνιοι εχθροί. Το αμερικανικό διπλωματικό και στρατιωτικό κατεστημένο, που χρόνια τώρα… λατρεύαμε να μισούμε, έχει γίνει ο κύριος εγγυητής για την ασφάλεια των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων που απειλεί η Άγκυρα.
Καλώς ή κακώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αποτελούν αυτή την περίοδο τους πιο θερμούς συμπαραστάτες μας. Και αυτό επειδή η Ελλάδα είναι ο πιο αξιόπιστος σύμμαχός του. Φρόντισε κυρίως προς τούτο η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ η οποία –αφήνοντας μια σημαντική παρακαταθήκη στους διαδόχους της- έδωσε όλα όσα χρειαζόταν η Ουάσιγκτον για να εδραιώσει την παρουσία της στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Στον αντίποδα, οι Ευρωπαίοι, που θεωρητικώς αποτελούμε σάρκα εκ της σαρκός τους και που τόσα κατά καιρούς έχουμε «επενδύσει» σε εκείνους, αποδεικνύονται στις κρίσιμες τούτες ώρες κατώτεροι των περιστάσεων. Με μόνη εμφανή διαφοροποίηση τη στάση των Γάλλων του Εμάνουελ Μακρόν που θα στείλουν να καταπλεύσει στα μέρη της το αεροπλανοφόρο Σαρλ Ντε Γκολ. Διαφοροποίηση για την οποία κάποιοι λένε ότι… είναι με το αζημίωτο αφού έχουμε συνομολογήσει ότι θα παραγγείλουμε γαλλικές φρεγάτες.
Την ίδια στιγμή, το στερεότυπο που ήθελε την κεντροδεξιά καγκελάριο Μέρκελ να στηρίζει τον ομοϊδεάτη της Έλληνα πρωθυπουργό και για τον επιπλέον λόγο ότι «η οικογένεια Μητσοτάκη είχε παραδοσιακά στενούς δεσμούς με τη γερμανική πολιτική τάξη» αποδεικνύεται ότι δεν παρά μια φαντασίωση όλων όσοι αρέσκονται στις εύκολες αναλύσεις.
Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους τα συμφέροντα του Βερολίνου επιβάλουν στην παρούσα συγκυρία να μην έρθει η Άνγκελα Μέρκελ αντιμέτωπη με τον Ερντογάν. Και, ως τούτου, η κάποτε… «ευαίσθητη» καγκελάριος κάνει πια τα στραβά μάτια σε όλα.
Το κάνει στο δράμα των μεταναστών που υποτίθεται παλαιότερα ότι την είχε συγκινήσει. Και το κάνει ακόμη πιο απροκάλυπτα στην προκλητική καταπάτηση του Διεθνούς Δικαίου εκ μέρους της Άγκυρας, εμποδίζοντας την επιβολή κυρώσεων στους θρασείς σφετεριστές των δικαιωμάτων δύο ευρωπαϊκών χωρών, όπως είναι η Ελλάδα και η Κύπρος.
Το συμφέρον, λοιπόν, είναι υπεράνω όλων. «Über alles», όπως εμφαντικά λένε και στη γλώσσα της καγκελαρίου.