Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

 

Μια ενδιαφέρουσα έκπληξη επεφύλαξε την περασμένη Τετάρτη στους θεατές της, η εκπομπή της ΕΡΤ 1 «Μουσικό Κουτί» που κοσμεί τη δημόσια τηλεόραση. Ο τραγουδοποιός Νίκος Πορτοκάλογλου, ο οποίος, μαζί με την ταλαντούχα τραγουδίστρια Ρένα Μόρφη, παρουσιάζει την εκπομπή, είχε φιλοξενούμενο τον ομότεχνό του Σταμάτη Κραουνάκη, για τον οποίο όποια άποψη κι αν έχει κανείς, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι είναι ένας χαρισματικός καλλιτέχνης.

Στη διάρκεια της εκπομπής, λοιπόν, όταν ήρθε η ώρα να πει ένα αγαπημένο του τραγούδι, ο Κραουνάκης επέλεξε το φορτισμένο «θα περάσει κι αυτό…», το οποίο όταν το έγραψε τέτοιες μέρες πριν από έξι χρόνια ο Πορτοκάλογλου είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από μια πλειάδα οπαδών της τότε κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ που το είχαν θεωρήσει… αντικαθεστωτικό και υπονομευτικό για τη μακροημέρευση εκείνης της αλλοπρόσαλλης συγκυβέρνησης.

Έχει, νομίζω, σημασία, να θυμηθούμε τους στίχους του συγκεκριμένου τραγουδιού που είχε προκαλέσει τη μήνη των τότε κυβερνώντων που δεν ήθελαν να αιωρείται στην ατμόσφαιρα ούτε καν υπαινιγμός ότι, όπως συνήθως συμβαίνει στις δημοκρατικές χώρες, δεν ήταν αιώνια η εξουσία που μόλις είχαν αποκτήσει.

«Δεν κοιμάμαι πια τις νύχτες κι ανεβάζω πυρετό, δηλητήριο στο αίμα τρικυμία στο μυαλό. Κάποιος θέλει να με σώσει μ’ ένα φάρμακο φριχτό, ίσως και να με σκοτώσει αν τολμήσω ν’ αρνηθώ», ανέφερε το πρώτο κουπλέ του άσματος που ακολουθούνταν από το ρεφρέν: «Θα περάσει κι αυτό, θα περάσει η ζωή, θα περάσεις κι εσύ, θα περάσω κι εγώ».

«Θέλω να στο τραγουδήσω, θέλω να το μοιραστώ, το ηφαίστειο να σβήσω που μου καίει το λαιμό. Διχασμένη μου πατρίδα, διχασμένη μου καρδιά, μεσ’ τα ερείπια σε είδα να μετράμε τη ζημιά», έλεγε το δεύτερο κουπλέ για να ακολουθήσει και πάλι το ρεφρέν: «Θα περάσει κι αυτό, θα περάσει η ζωή, θα περάσεις κι εσύ, θα περάσω κι εγώ».

«Πέφτει γύρω μου σκοτάδι ή εγώ είμαι τυφλός κι όποιος βγαίνει απ’ το κοπάδι εφιάλτης και εχθρός. Είναι η πόλη μου καμένη, ειν’ η χώρα μου μισή, νικητές και νικημένοι όλοι χάσαμε μαζί», συνέχιζε το τρίτο κουπλέ και το τραγούδι έκλεινε με το ρεφρέν: «Θα περάσει κι αυτό, θα περάσει η ζωή, θα περάσεις κι εσύ, θα περάσω κι εγώ».

Με την απόσταση των χρόνων, είναι λογικό να δυσκολεύεται κάποιος να αντιληφθεί τι ακριβώς ήταν εκείνο που είχε αφιονίσει τόσους συμπατριώτες μας που εκφράζονταν με τόσο πάθος και μισαλλοδοξία σε βάρος όσων είχαν διαφορετική από τη δική τους άποψη και δεν ενστερνίζονταν τις λαϊκίστικες απλοϊκότητες του τύπου «θα καταργήσουμε τα Μνημόνια με ένα νόμο και με ένα άρθρο» και «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν».

Το πιο παράδοξο, μάλιστα, είναι πως, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς με μια σύντομη περιήγηση στο Διαδίκτυο, εκείνο που είχε περισσότερο ενοχλήσει ήταν το μάλλον συμφιλιωτικό σημείωμα με το οποίο ο Πορτοκάλογλου συνόδευε το άσμα του: «Αφιερωμένο από καρδιάς σε όλους μας με την ευχή να θυμόμαστε πιο συχνά ότι και “εμείς” και οι “άλλοι” είμαστε όλοι ταξιδιώτες στο ίδιο καράβι…», έγραφε ο τραγουδοποιός.

Το τι ειπώθηκε και γράφηκε τότε εναντίον του είναι ασύλληπτο. Μύδροι επί μύδρων. Και επιθέσεις επί επιθέσεων. Δεν του συγχωρούσαν, λέει, το γεγονός ότι «δεν κινητοποιήθηκε με τέτοιο πείσμα και σπουδή να γράψει πολιτικότροπο τραγούδι ούτε όταν άρχισε η χώρα να καταρρέει, όταν χάσαμε τις δουλειές μας, όταν πύκνωναν οι άνεργοι και μαζί τα ασφυκτικά οικονομικά μέτρα, όταν θερμαίνονταν οι διαδηλώσεις, όταν άρχισαν οι αυτοκτονίες, όταν ισοπεδώνονταν ζωές και άλλαζαν συνθήκες».

Αντιθέτως, όπως διατείνονταν οι επικριτές του, εκείνος «όταν συνέβαιναν όλα αυτά συνιστούσε ψυχραιμία, αυτοκριτική και ομαδική ανάληψη ευθυνών» και «σε συνέντευξή του αποκάλεσε “λαϊκίστικο σύνθημα το ότι οι πολιτικοί μας είναι διεφθαρμένοι που μας καταπιέζουν”». Αυτά τότε. Διότι τώρα, έξι χρόνια μετά, ήταν χάρμα ιδέσθαι να ακούει κανείς τον διαπρύσιο υπερασπιστή εκείνης της συγκυβέρνησης Σταμάτη Κραουνάκη να τραγουδά από τη συχνότητα της δημόσιας τηλεόρασης το πάλαι ποτέ επάρατο «θα περάσει κι αυτό».

Παλαιότερα, κάποιοι είχαν υποστηρίξει ότι ο αιματηρός και αδελφοκτόνος Εμφύλιος Πόλεμος της περιόδου 1945-1949 έληξε ουσιαστικά όταν συναντήθηκαν και έδωσαν τα χέρια οι δύο πρωταγωνιστικές μορφές του: ο επικεφαλής του εθνικού στρατού στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος και ο αρχηγός του αντάρτικου ΔΣΕ Μάρκος Βαφειάδης.

Η συνάντηση Τσακαλώτου -Βαφειάδη έγινε το 1984 και τα μέσα ενημέρωσης της εποχής κατέγραψαν τον εξής διάλογο που είχαν οι δύο άνδρες: «Κάναμε λάθος τότε», είπε ο στρατηγός Τσακαλώτος και ο καπετάν Μάρκος απάντησε: «Μάλλον, στρατηγέ μου». Για να συμπληρώσουν και οι δύο για τα θύματα του εμφυλίου: «Ήταν όλοι καλοί Έλληνες».

Εκείνο το ιστορικό τετ α τετ πανηγυρίστηκε από όλες τις πλευρές, παρόλο που, μόλις δύο χρόνια πριν, όταν η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου είχε αναγνωρίσει και τη συμμετοχή της Αριστεράς στην Εθνική Αντίσταση, η αξιωματική αντιπολίτευση του Ευάγγελου Αβέρωφ είχε αντιδράσει με οξύτητα και είχε αποχωρήσει από τη Βουλή.

Όσο και αν οι αναλογίες δεν είναι ευθείες, η συνύπαρξη του Κραουνάκη με τον Πορτοκάλογλου στη δημόσια τηλεόραση ήταν μια εξίσου καλή στιγμή της ελληνικής ιστορίας όσο και η χειραψία Τσακαλώτου – Βαφειάδη. Και μακάρι να αποτελέσει το έναυσμα για να αφήσουμε οριστικά πίσω μας τις διχαστικές λογικές του χθες με τις εντάσεις και τους «ψόφους»…

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Ποιος θα βάλει τάξη στη ζούγκλα του Εργασιακού;

 

Αν υπάρχει ένα σημείο επαφής ανάμεσα στους υποστηρικτές και στους επικριτές του νομοσχεδίου για τις εργασιακές σχέσεις το οποίο, έπειτα από πολύμηνη κυοφορία, παρουσίασε η ηγεσία του αρμόδιου υπουργείου Εργασίας, αυτό δεν είναι άλλο από την παραδοχή ότι το τοπίο που επικρατεί στη χώρα μας θυμίζει ζούγκλα.

Για όποιον δεν εθελοτυφλεί, η κατάσταση που επικρατεί στην εγχώρια αγορά εργασίας δεν περιποιεί τιμή. Ούτε στα κόμματα, ούτε στα συνδικάτα, ούτε συνολικά στην κοινωνία μας. Κακά τα ψέματα, τα φαινόμενα εργοδοτικής αυθαιρεσίας, κυρίως στις πολλές μικρές επιχειρήσεις που απαρτίζουν την κατακερματισμένη ελληνική οικονομία, είναι πολύ συχνά. Και στις περισσότερες περιπτώσεις γίνονται ανεκτά, αφενός, λόγω της υψηλής ανεργίας και, αφετέρου, εξαιτίας της εγγενούς ανεπάρκειας των ελεγκτικών μηχανισμών να εκπληρώσουν τον ρόλο τους.

Δεν νομίζω ότι μπορεί κάποιος από τους νυν ή και τους πρώην κυβερνώντες να ισχυριστεί βασίμως ότι το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), όπως αποκαλείται την τελευταία 12ετία η πάλαι ποτέ «Επιθεώρηση Εργασίας», ανταποκρίνεται στη βασική αποστολή του που είναι «να ελέγχει όλες τις επιχειρήσεις/εκμεταλλεύσεις ως προς την τήρηση και εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας».

Βοηθούσης και της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών, δεν είναι, δυστυχώς, σπάνιες οι φορές που η 8ωρη απασχόληση και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη μεγαλύτερη, δηλώνεται ως 4ωρη εργασία. Με προφανή στόχο να καταβληθούν μικρότερες από τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές. Εννοείται ότι τη διαφορά την καρπώνεται ο εργοδότης, ο οποίος, με τον τρόπο αυτό, εκτός των άλλων, νοθεύει τον υγιή ανταγωνισμό, κάνοντας δυσχερέστερη τη θέση όχι μόνον των ίδιων των εργαζομένων του αλλά και των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο και επιμένουν να είναι νομοταγείς.

Σε ακραίες περιπτώσεις έχουν καταγγελθεί ακόμη και υποθέσεις εργαζομένων που οδηγούνται σε ΑΤΜ τραπεζών για να αναλάβουν χρήματα που τους καταβλήθηκαν επειδή τα δικαιούνταν ως νόμιμες αμοιβές, αλλά, παρά ταύτα, υποχρεώνονται να τα επιστρέψουν επειδή οι εργοδότες τους δεν συμφωνούσαν με το θεσπισμένο επίπεδο αμοιβών. Για διάφορους, ωστόσο, λόγους που έχουν κυρίως να κάνουν με την αναξιοπιστία και την αναποτελεσματικότητά τους, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί της Πολιτείας δεν καταφέρνουν να επιβάλουν τη νομιμότητα και να τιμωρήσουν τους προκλητικούς παραβάτες.

Τούτων δοθέντων, ουδείς μπορεί να αρνηθεί την αναγκαιότητα παρέμβασης στις υφιστάμενες συνθήκες εργασιακής ζούγκλας που αναμφισβήτητα επικρατούν στην ελληνική αγορά εργασίας. Το ερώτημα, όμως, που ανακύπτει από τις οξύτατες αντιπαραθέσεις τις οποίες έχει προκαλέσει, πριν καν γίνει γνωστό το περιεχόμενό του, το νομοσχέδιο που ετοίμασε ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης, είναι αν δίνει τις απαιτούμενες απαντήσεις στα προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωποι οι πραγματικά εργαζόμενοι και όχι τα κατά βάση επαγγελματικά στελέχη που απαρτίζουν τις διοικήσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Δυστυχώς, η ένθεν κακείθεν ένταση, με την οποία διεξάγεται μέχρι στιγμής ο δημόσιος διάλογος για τις αλλαγές τις οποίες φιλοδοξεί να επιφέρει το κυβερνητικό νομοθέτημα, δεν επιτρέπει να δοθούν νηφάλιες απαντήσεις στα ερωτήματα αν από τις ρυθμίσεις που προτείνονται ευνοούνται οι εργαζόμενοι, όπως διατείνεται η κυβέρνηση, ή αν ικανοποιούνται οι εργοδότες, όπως επιμένουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ο πραγματικός υπαίτιος του συγκρουσιακού κλίματος που εκ των πραγμάτων έχει δημιουργεί είναι δύσκολο να υποδειχθεί.

Διότι όσο δίκιο έχουν όσοι υποστηρίζουν ότι είναι αβάσιμοι οι ισχυρισμοί περί καθιέρωσης «εργασιακού Μεσαίωνα» από τη στιγμή που είναι οριακές οι μεταβολές στην προϋπάρχουσα διευθέτηση του χρόνους της 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας, άλλο τόσο δίκιο έχουν όσοι επιχειρηματολογούν ότι «η κυβέρνηση καταφεύγει στη μέθοδο του καρότου και του μαστιγίου».

Πώς αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να εξηγηθεί ότι με το ίδιο νομοσχέδιο θεσπίζονται κάποιες (λίγες;) ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους, όπως η καθιέρωση της ψηφιακής κάρτας εργασίας ή η επέκταση των γονικών αδειών και στους πατέρες, αλλά την ίδια ώρα ο πυρήνας του κατατείνει στη μείωση του εργασιακού κόστους;

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η συνθήκη που οδήγησε στη μεταπολεμική οικονομική ευημερία την οποία γρηγορότερα ή αργότερα απόλαυσαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν στηρίχθηκε στη συμπίεση των εισοδημάτων των εργαζομένων, αλλά στη ισορροπημένη κατανομή του αυξανόμενου πλούτου που κάθε φορά συνομολογούσαν οι κοινωνικοί εταίροι. Στις περισσότερες των περιπτώσεων η δικαιότερη κατανομή των εισοδημάτων τροφοδοτούσε την αυξημένη ζήτηση καταναλωτικών αγαθών και έδινε ώθηση στην ανάπτυξη.

Γι΄ αυτό και αν πράγματι η κυβέρνηση ενδιαφέρεται, όπως υποστηρίζει, «για τα πραγματικά συμφέροντα των πραγματικά εργαζομένων», στις νομοθετικές πρωτοβουλίες που θα καταλήξει εν τέλει για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, δεν έχει παρά να ρίξει το βάρος της στην ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών για την προστασία των συμφερόντων αφενός των εργαζομένων και αφετέρου της υγιούς επιχειρηματικότητας, η οποία ανθεί όταν οι εργαζόμενοί της δρουν δημιουργικά επειδή είναι ικανοποιημένοι.

Ιδού, λοιπόν, πεδίον δόξης λαμπρό. Τόσο για την κυβέρνηση που διατυμπανίζει ότι πρόθεσή της είναι να βάλει τάξη στην εργασιακή ζούγκλα. Όσο και για την αντιπολίτευση που προσπαθεί να πείσει ότι «κόπτεται» για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων.

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Ο λαϊκισμός έχει πολλά πρόσωπα

 

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να εκφράσουν ικανοποίηση για το άδοξο τέλος στο οποίο φαίνεται να καταλήγει η πολιτική καριέρα του πάλαι ποτέ φερέλπιδος αρχηγού των Ισπανών «Ποδέμος» Πάμπλο Ιγκλέσιας.

Ο πολιτικός με το φετίχ της αλογοουράς, την οποία διατήρησε ακόμη και όταν μετακόμισε στα προάστεια της Μαδρίτης και ανέλαβε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της χώρας του, οδηγήθηκε, πριν καν κλείσει το 43ο έτος της ηλικίας του, σε πρόωρη αποστρατεία. Πρόλαβε να διαγράψει στο ισπανικό πολιτικό στερέωμα μια μάλλον μετεωρική τροχιά η οποία ξεκίνησε όταν ηγήθηκε των συμπατριωτών του που συμμετείχαν στο διαβόητο «Κίνημα των Αγανακτισμένων».

Όσο ήταν στην αντιπολίτευση, οι προοπτικές ήταν ευοίωνες για τον άνθρωπο που στο βιογραφικό του αναφέρεται ότι «από την ηλικία των 13 άρχισε να ασχολείται με την αριστερά, διαβάζοντας Καρλ Μαρξ και Βλαντίμιρ Λένιν, ενώ εντάχθηκε και στην κομμουνιστική νεολαία, σε ηλικία 15 ετών». Ο ίδιος και το κόμμα του συνάρπαζαν τα πλήθη και έκαναν… εξαγωγή του μοντέλου διαμαρτυρίας που ακολουθούσαν και σε χώρες όπως η Ελλάδα.

Από τις πλατείες στην αρχή κι αργότερα από την Ευρωβουλή και το Ισπανικό Κοινοβούλιο, ο Ιγκλέσιας μπορούσε να λέει ό,τι του κατέβαζε η… γκλάβα του. Το αναμφισβήτητο επικοινωνιακό χάρισμα, το οποίο διέθετε και αναδείχθηκε μέσα από τις εμφανίσεις του στην τηλεόραση, ήταν, μαζί με την άκρατη υποσχεσιολογία, το όχημα που εκτόξευε στα ύψη τη δημοφιλία του εντός και εκτός των ισπανικών συνόρων.

Τα πράγματα, ωστόσο, άλλαξαν άρδην για τον αρχηγό των «Ποδέμος» και το κόμμα του, που ο τίτλος του στα ελληνικά σημαίνει «Μπορούμε», όταν έφθασε η ώρα να αναλάβουν ευθύνες. Ο λαϊκισμός στον οποίο είχαν επιδοθεί δοκίμασε τα όρια του όταν έκαναν συγκυβέρνηση με τους Σοσιαλιστές του Πέδρο Σάντσες. Διότι, όπως πολύ καλά μάθαμε κι εμείς εδώ στη χώρα μας, όσο εύκολο είναι να τάζεις «σεισάχθεια» σε ανήμπορους -και μη- να ανταποκριθούν στα χρέη τους, τόσο δύσκολο είναι το εφαρμόσεις.

Φαίνεται, όμως, ότι η αλαζονεία, η οποία συνήθως εμφιλοχωρεί στις απότομες εκτοξεύσεις προς την κορυφή, δεν επέτρεψε στον Πάμπλο Ιγκλέσιας να αντιληφθεί ότι ο δικός του λαϊκισμός είχε πλέον εκμετρήσει το ζην. Έτσι ερμηνεύεται ότι επέλεξε να εγκαταλείψει την αντιπροεδρία της συγκυβέρνησης με τους Σοσιαλιστές για να αναμετρηθεί μετωπικά με μια ευειδή λαϊκίστρια της Δεξιάς στη διεκδίκηση του αξιώματος του περιφερειάρχη της ισπανικής πρωτεύουσας.

Με μια δυναμική καμπάνια κατά των περιοριστικών μέτρων για την εξάπλωση του κορωνοϊού, που κινητοποίησε τους επαγγελματίες της ισπανικής πρωτεύσας, η 42χρονη Ιζαμπέλ Ντίας Αγιούσο, η οποία λάνσαρε το εύληπτο σύνθημα «Ελευθερία», θριάμβευσε στις κάλπες της περασμένης Κυριακής. Ο Πάμπλο Ιγκλέσιας, ο οποίος κατέβηκε στις εκλογές για να… ανασχέσει την επέλαση της Δεξιάς, κατατροπώθηκε.

Οι Μαδριλένοι ψηφοφόροι έδωσαν διπλάσια, σε σχέση με δύο χρόνια νωρίτερα, ποσοστά στην «Ισπανίδα Τραμπ», όπως αποκαλείται στη χώρα της η δεξιά περιφερειάρχης, και έστειλαν τον Ιγκλέσιας σε πρόωρη πολιτική συνταξιοδότηση. Το ρολόι της ιστορίας άλλαξε ρότα, αλλά οι δείκτες του επέστρεψαν στον αστερισμό του λαϊκισμού. Απλώς το «Μπορούμε» («Podemos») έγινε «Ελευθερία» («Libertad»). Και, κατά τα λοιπά, η ζωή συνεχίζεται…

Βλέπετε, ο λαϊκισμός έχει πολλά πρόσωπα. Και μερικές φορές μοιάζει με τη Λερναία Ύδρα που ένα κεφάλι κόβεις και δύο φυτρώνουν στη θέση του. Έτσι ακριβώς έγινε στη Μαδρίτη διότι η κυρία Αγιούσο πήρε εντολή να κυβερνήσει τη Μαδρίτη από κοινού με τον ακροδεξιό σχηματισμό VOX, που απαρτίζεται από νοσταλγούς του Φράνκο, καθώς οι μέχρι πρότινος συγκυβερνώντες «Πολίτες» («Ciudadanos») οδηγήθηκαν σε πολιτική εξαφάνιση, αφενός λόγω της μετριοπάθειάς τους και αφετέρου λόγω της αναποφασιστικότητάς τους.

Αν και έχουν διαφορετικό ιστορικό υπόβαθρο και ανόμοιο μέγεθος, η Ισπανία και η Ελλάδα είναι δύο χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με αρκετά κοινά στοιχεία στην πολιτική διαδρομή που ακολουθούν τις τελευταίες δεκαετίες. Αμφότερες βίωσαν βίαιους αδελφοκτόνους εμφυλίους και δοκιμάστηκαν σκληρά από οπισθοδρομικές δικτατορίες. Αλλά και πιο πρόσφατα συνταράχθηκαν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2009 που πυροδότησε τα ακραία λαϊκίστικα «Κινήματα των Αγανακτισμένων» τα οποία βρήκαν πρόσφορο έδαφος τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά.

Στην Ισπανία το εκκρεμές του λαϊκισμού πήρε τώρα δεξιά κατεύθυνση. Στη δική μας χώρα κάποιοι υποστηρίζουν ότι το 2019, οπότε φάνηκε να κλείνει μια δεκαετία λαϊκίστικων προσεγγίσεων, αφήσαμε πίσω αυτό το κεφάλαιο. Με αποκορύφωμα, ωστόσο, το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των συμπατριωτών μας στο εμβολιαστικό πρόγραμμα, ίσως βιάστηκαν όσοι έσπευσαν να κηρύξουν το τέλος του ελληνικού λαϊκισμού.

Στον δικό μας ορίζοντα μέχρι στιγμής δεν προβάλλουν ούτε Έλληνας Ιγκλέσιας, ούτε Ελληνίδα Αγιούσο. Ενδεχομένως επειδή είναι πολύ πρόσφατη η συγκατοίκηση της λαϊκίστικης Αριστεράς με ένα τμήμα της λαϊκίστικης Ακροδεξιάς. Η πολιτική, όμως, είναι δυναμικό παίγνιο. Και γι΄ αυτό ποτέ κανείς δεν ξέρει με ποιο πρόσωπο θα εμφανιστεί το επόμενο λαϊκίστικο κρεσέντο.

Ας έχουμε, λοιπόν, τον νου μας!