Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέξης Τσίπρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέξης Τσίπρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Οι αυτάρεσκες αυταπάτες του κ. Κουβέλη



Δεν χρειάζεται να είναι γίνει κανείς κυνικός για να αναγνωρίσει ένα αυτονόητο χαρακτηριστικό της μάχης για τα πολιτικά αξιώματα που –διαχρονικά και μάλλον διατοπικά- αποτελεί ένα πολύ σκληρό «άθλημα», το οποίο δεν διέπεται, τις περισσότερες φορές, από κανόνες καλής συμπεριφοράς και αστικής ευγένειας.
Στις προεκλογικές περιόδους, ειδικότερα, και, πολύ περισσότερο, όταν τα διακυβεύματα της εκλογικής επερχόμενης αναμέτρησης αφορούν την κατάκτηση της εξουσίας, η αδυσώπητη μάχη δίνεται με ακόμη μεγαλύτερη σκληρότητα και χωρίς αβροφροσύνες. Το δόγμα που επικρατεί, είτε αφορά ανταγωνισμούς κομμάτων είτε διαμάχες προσώπων, είναι ένα: «ο θάνατος σου, η ζωή μου». 
Ο Φώτης Κουβέλης είναι ένας πολύ έμπειρος πολιτικός. Και, εξ αυτού, είναι μάλλον βέβαιο ότι, ανεξαρτήτως αν ο ίδιος μετήλθε ή όχι αθέμιτων πρακτικών κατά την πολυετή πολιτική του διαδρομή, τουλάχιστον έχει γνώση του τρόπου με τον οποίο παίζεται το «παιχνίδι». Εκείνος που έχει το «πάνω χέρι» τα θέλει όλα δικά του. Αντιθέτως, όποιος δεν διαθέτει διαπραγματευτική δύναμη είτε υποχωρεί και δέχεται τους όρους του ισχυρού είτε αποχωρεί και πάει σπίτι του...
Υπό αυτή την έννοια, δεν κατανοώ γιατί ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, όπως διαβάζω δεξιά και αριστερά, παραπονείται στους συνεργάτες του ότι «τον εξαπάτησαν» από τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή δεν δέχονται τους όρους τους οποίους θέτει ο ίδιος για την εκλογική συνεργασία ανάμεσα σε ένα κόμμα που τα στελέχη του πιστεύουν ότι καλπάζει ακάθεκτο για την  αυτοδύναμη διακυβέρνηση και σε ένα άλλο που όλοι βλέπουν ότι ψυχορραγεί.
Δεν έχει γίνει λεπτομερώς γνωστό τι ειπώθηκε στη συνομιλία που είχε με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, πριν από την εκλογή Προέδρου και ποιες διαβεβαιώσεις έλαβε. Αλλά, ό,τι και αν ειπώθηκε, πόσο δύσκολο είναι να αντιληφθεί ο κ. Κουβέλης ότι η ισχύς που διέθετε πριν από τις 29 Δεκεμβρίου, όταν ήταν επικεφαλής μιας κοινοβουλευτικής ομάδας που είχε καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, δεν υφίσταται πλέον;
Και μόνο το γεγονός ότι από την Κουμουνδούρου τρέναραν την ανακοίνωση της συνεργασίας για μετά την τρίτη ψηφοφορία για την προεδρική εκλογή, που ήταν βέβαιο ότι οι εξελίξεις θα έτρεχαν γοργά, έπρεπε να αποτελέσει για τον κ. Κουβέλη ένα ισχυρό προειδοποιητικό σήμα. Το ότι δεν τον αποκαλούσαν, πλέον, «Τσιριμώκο» ή «Καρατζαφέρης της Αριστεράς», δεν συνιστά επαρκή λόγο για να θολώσει η κρίση του.
Φαίνεται, όμως, ότι το προειδοποιητικό σήμα που εξέπεμπε η καθυστέρηση δεν έφθασε ποτέ στην Αγίου Κωνσταντίνου. Όπως δεν είχε φθάσει και το μήνυμα της ηχηρής λαϊκής αποδοκιμασίας για τα «μπρος πίσω» της ηγετικής ομάδας της ΔΗΜΑΡ που συνιστούσε το συντριπτικό 1,2% της ευρωκάλπης του περασμένου Μαΐου.
Όπως και να έχει, πάντως, γίνεται μάλλον σαφές ότι με το διαφαινόμενο ναυάγιο της επανασύνδεσης της ΔΗΜΑΡ με τον ΣΥΡΙΖΑ ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να καταρριφθούν αναδρομικά οι αυτάρεσκες αυταπάτες με τις οποίες πορεύτηκε ο κ. Κουβέλης τα τελευταία τέσσερα χρόνια που οι πολιτικές συγκυρίες του έδωσαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Εγκατέλειψε τον «αντιευρωπαϊκό» ΣΥΡΙΖΑ, την άνοιξη του 2010, που η χώρα συγκλονιζόταν από την έναρξη της εφαρμογής του Μνημονίου. Οδήγησε τον τόπο σε δεύτερες εκλογές, αρνούμενος, μετά την αναμέτρηση του Μαΐου του 2012, να κάνει, ίσως και με καλύτερους όρους, αυτό που έκανε ενάμιση μήνα αργότερα, συμμετέχοντας στην τρικομματική συγκυβέρνηση που σχηματίστηκε τον Ιούνιο.
Έφυγε από την κυβέρνηση, σχεδόν πριν συμπληρωθεί χρόνος από τη συγκρότησή της, χωρίς ποτέ να εξηγήσει επαρκώς τους λόγους που τον οδήγησαν σε μια τέτοια απόφαση. Στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει πολιτικοί του φίλοι συμμετείχαν κανονικά στη διανομή των οφιτσίων με το απαράδεκτο σύστημα «4-2-1». Ενώ ο ίδιος δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ ούτε για την αθέτηση της, ούτως ή άλλως, γενικόλογης προγραμματικής συμφωνίας ούτε για την αντιθεσμική λειτουργία της κυβέρνησης που οι αποφάσεις της λαμβάνονταν από τους τρεις αρχηγούς και όχι από το υπουργικό συμβούλιο.
Υπονόμευσε όλες τις προσπάθειες για την ενότητα της Κεντροαριστεράς, στην οποία, κατά τα άλλα, τοποθετούσε το κόμμα του, διεκδικώντας να είναι ο εν Ελλάδι εκπρόσωπος των ευρωσοσιαλιστών. Και μετά την ήττα των ευρωεκλογών, αντί να αναλάβει την ευθύνη για το δυσμενές αποτέλεσμα, επεδίωξε και πέτυχε την παραμονή του στην ηγεσία της υπό διάλυση ΔΗΜΑΡ.
Από το καλοκαίρι ως το φθινόπωρο, μετέβαλε επανειλημμένα τη θέση του για την προεδρική εκλογή, αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά, ακόμη και όταν διαβεβαίωνε ότι δεν ενδιαφερόταν προσωπικά για το αξίωμα, και παίρνοντας, εν τέλει, την απόφαση να οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές για να ανοίξει, όπως έλεγε, ο δρόμος για «προοδευτική διακυβέρνηση».
Δικαίωμά του προφανώς. Όπως, φυσικά, είναι και… δικαίωμα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ να του ζητούν «δήλωση (αντιμνημονιακής) μετανοίας» για να του επιτρέψουν να μπει στα ψηφοδέλτια τους, κατερχόμενος, αυτός ο παρ΄ ολίγον Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με «σταυρό» για να μετρηθεί και η «πραμάτεια» που φέρνει πίσω.        
Αν υπάρχει ένα επιμύθιο σε όλα αυτά είναι ότι η περίπτωση του κ. Κουβέλη αποτελεί αυτό που οι Αγγλοσάξονες λένε case study. Μια περίπτωση που θα πρέπει να μελετηθεί εις βάθος από πανεπιστημιακά τμήματα της Πολιτικής –και όχι μόνον- Επιστήμης για να διακριβωθεί πως οι αυτάρεσκες αυταπάτες μπορούν να καταστρέψουν έναν πολιτικό που έδειχνε και θα μπορούσε να πάει ψηλά.

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Βαράτε βιολιτζήδες!



           Η διεκδίκηση της εξουσίας υπήρξε ανέκαθεν ένας αδυσώπητος αγώνας που συχνά γίνεται χωρίς την τήρηση ακόμη και των πιο στοιχειωδών κανόνων του παιχνιδιού. Αρκετές φορές, ωστόσο, οι άνθρωποι που τη διεκδικούν χάνουν το μέτρο. Και τυφλωμένοι μάλλον από το πάθος για το αντικείμενο του πόθου τους χρησιμοποιούν τόσο αθέμιτα μέσα για να κατακτήσουν που σε κάποιες περιπτώσεις αντί να τους φέρνουν πιο κοντά στο στόχο που θέτουν, τους απομακρύνουν.
Με τούτες τις σκέψεις να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, καθώς παρακολουθώ τα τεκταινόμενα περί την προεδρική εκλογή, δεν μπορώ, με τα όσα κωμικοτραγικά διαδραματίζονται γύρω μας, να μην αναρωτηθώ αν οι πρωταγωνιστές της κεντρικής πολιτικής σκηνής έχουν αίσθηση των πραγμάτων και των καταστάσεων που καλούνται να διαχειριστούν.
Πόσο, για παράδειγμα, ανταποκρίνεται στο πραγματικό διακύβευμα αυτής τη εκλογής το άκρως επικίνδυνο παιχνίδι με την οικονομική σαποσταθεροποίηση της χώρας που παίζεται -αν όχι συντονισμένα, σίγουρα ανεμπόδιστα- τις τελευταίες μέρες από όσους εμφανίζονται να κόπτονται για τη διαφύλαξη της σταθερότητας;
Ποιος, αλήθεια, είναι εκείνος που πιστεύει ότι ακόμη και αν κλείσουν τα ΑΤΜ, όπως διάφοροι ανεύθυνα υπαινίσσονται ή και διαδίδουν, οι πανικόβλητοι καταθέτες, που ενδεχομένως αγνοούν ότι οι καταθέσεις τους τουλάχιστον μέχρι το ύψος των 100 χιλιάδων ευρώ είναι ασφαλισμένες, θα στρέψουν την οργή τους μόνον κατά όσων δεν ψηφίσουν τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας και όχι εναντίον όσων άφησαν τα πράγματα να φθάσουν ως εκεί;
Είναι, άραγε, τόσο δύσκολο να συνειδητοποιήσουν ότι αν επέλθει το απευκταίο Grexit, οι πρώτοι που θα την πληρώσουν είναι όσοι ικανοποιούνται να αποτελούν «οικεία πρόσωπα» του κ. Γιούνκερ και αδιαφορούν για την συνεννόηση στο εσωτερικό της χώρας, επιμένοντας στο αλαζονικό «πάρτα όλα»;  
Γιατί, κακά τα ψέματα, με τη φορά που έχουν πάρει τα πράγματα είναι πολύ πιθανό το περιβόητο πλέον bankrun, που υποτίθεται ότι μας απειλεί, επειδή η χώρα, αντί να εκλέξει Πρόεδρο, θα πάει σε εκλογές, να λειτουργήσει, εν τέλει, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία και να επιπέσει επί των κεφαλών των ίδιων των ψευδοπροφητών της επερχόμενης καταστροφής.
Αλλά και από την άλλη, τι νόημα μπορεί να έχουν οι ιδεοληπτικές πομφόλυγες που εξαπολύονται κατά των «αγορών»; Υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που πιστεύει ότι τα διεθνή τραπεζικά ιδρύματα, οι ευρωπαϊκές χώρες, τα επενδυτικά κεφάλαια και όποιοι άλλοι θεσμοί του καπιταλιστικού κόσμου έχουν τοποθετήσει ή σκοπεύουν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους στην Ελλάδα, θα τρομοκρατηθούν από μια κυβερνητική αλλαγή και θα χορεύουν πεντοζάλη ή όποιον άλλο σκοπό θα βαράει η λύρα και ο ζουρνάς του κ. Τσίπρα;
Έχω την ειλικρινή απορία να μάθω ποια επικοινωνιακή στρατηγική υπηρετούν τέτοιοι ανυπόστατοι ισχυρισμοί. Και, πολύ περισσότερο, πως συνδέονται αυτές του είδους οι ανευθυνότητες με την προσπάθεια που κατέβαλε όλο το προηγούμενο διάστημα ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ για να αποδείξει ότι έχει κάνει στροφή στον ρεαλισμό και στη σοβαρότητα, αφήνοντας να φανεί ότι έχει απομακρυνθεί από την εποχή που ισχυριζόταν ότι θα περιέφερε ανά τας οδούς και τας ρίμας την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Είναι δυνατόν ένα κόμμα που υποτίθεται, βασίμως, ότι βρίσκεται μια ανάσα από την εξουσία, να καταφεύγει σε φραστικές ακρότητες αυτού του είδους ή, ακόμη χειρότερα, όπως εκείνες που εκστομίζουν άλλα στελέχη του τα οποία απειλούν να καθήσουν στο σκαμνί του Ειδικού Δικαστηρίου όλο το πολιτικό προσωπικό της τελευταίας πενταετίας; Τι είναι εκείνο που τους κάνει να παραβλέπουν ότι με κάποιους εξ αυτών ίσως υποχρεωθούν αύριο να συγκυβερνήσουν; Σε ποιο κοινό, αλήθεια, απευθύνονται και ποιους πιστεύουν ότι μπορεί να πείσουν να αλλάξουν την ψήφο τους με τέτοια επιχειρηματολογία;
Εν κατακλείδι, είτε εκλεγεί Πρόεδρος, όπως θέλει η κυβέρνηση (ή έστω ένας μέρος της), είτε πάμε σε εκλογές, όπως επιθυμεί η αντιπολίτευση (ή, επίσης, ένα μέρος της), το μόνο βέβαιο είναι ότι η χώρα θα συνεχίσει να πορεύεται με το «βαράτε βιολιτζήδες» και ό,τι βγεί…

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

«…Ημείς άδομεν»

          Μάθαμε, άραγε, τίποτε από την πολύχρονη κρίση;
Το ερώτημα, που προέρχεται από την παλαιότερη επωδό που ήθελε να γίνεται «η κρίση ευκαιρία», όπως τουλάχιστον υποστήριζαν ορισμένοι που τα πρώτα χρόνια ήλπιζαν σε μια γρήγορη έξοδο από τον ασφυκτικό μνημονιακό κορσέ, επανέρχεται μάλλον με μεγαλύτερη ένταση τώρα που, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, πλησιάζουμε προς το τέλος του βίαιου οικονομικού προγράμματος που μας επιβλήθηκε πριν από τεσσεράμισι χρόνια.
          Στρέφοντας, ωστόσο, κανείς το βλέμμα γύρω του, το πιθανότερο είναι ότι, σε γενικές γραμμές, θα δει να αναπαράγονται τα ίδια φαινόμενα και να ζουν και να βασιλεύουν οι ίδιες νοοτροπίες που επικρατούσαν πριν από την κρίση.
Αν εξαιρέσει, άλλωστε, κάποιος τη βίαιη φτωχοποίηση που υπέστησαν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού από τις επώδυνες περικοπές των εισοδημάτων και την απότομη αύξηση της φορολογίας, η κατάσταση, σε γενικές γραμμές, ελάχιστα έχει αλλάξει στους περισσότερους τομείς: στη δημόσια διοίκηση, στις επιχειρήσεις, στην καθημερινή συμπεριφορά των περισσότερων συμπολιτών μας.
Οι αντιφάσεις, η προχειρότητα, η άρνηση της πραγματικότητας και η μετάθεση ολόκληρης της ευθύνης στους… «άλλους» (εγχώριους ή ξένους) για ό,τι (μας) συμβαίνει, φαίνεται να αποτελούν τον γενικό κανόνα που χαρακτηρίζει τις συμπεριφορές τις οποίες εξακολουθεί να έχει το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού σώματος, ου μην αλλά και του πολιτικού συστήματος, που, στο τέλος της γραφής, δεν είναι παρά αντανάκλαση των κοινωνικών τάσεων και του τρόπου που αυτές εκφράζονται και μέσα από τα μέσα ενημέρωσης.
Πάρτε για παράδειγμα τις τρέχουσες, ατέρμονες, όπως προδιαγράφονται, διαπραγματεύσεις με την τρόικα και τον απολύτως αποκαρδιωτικό τρόπο με τον οποίο τις χειρίζονται οι πολιτικές δυνάμεις.            
          Έχουμε από τη μια την κυβέρνηση να αδυνατεί να διαγνώσει, ως όφειλε, έπειτα από την εμπειρία των προηγούμενων χρόνων, τις διαθέσεις της πλευράς των δανειστών και εταίρων, με αποτέλεσμα να βολοδέρνει, μήνες τώρα, κινούμενη ανάμεσα στις «μονομερείς ενέργειες» και στην παρακλητική προσπάθεια να… συγκινηθούν οι τροϊκανοί και να επιστρέψουν στην Αθήνα (όπου δεν τους θέλαμε…). Και τους ζητάμε να το κάνουν, χωρίς να επιμείνουν στη λήψη νέων μέτρων, ούτε καν στην εφαρμογή παλαιότερων, επειδή αυτά οδηγούν σε κυβερνητική αποσταθεροποίηση.
          Κακά τα ψέματα, οι απανωτές διαπραγματευτικές γκάφες που έγιναν από τον περασμένο Αύγουστο ως τώρα, δεν μπορούν να καλυφθούν με δικαιολογίες, όπως η κοντόθωρη αναλγησία που επιδεικνύει η πλευρά των δανειστών ή η εκ των ένδον υπονόμευση από την έλλειψη ενιαίου εθνικού μετώπου που (μπορεί να) κάνει πιο αδιάλλακτους τους τροϊκανούς και, ενδεχομένως, τροφοδοτεί την επιθυμία τους να «δέσουν χειροπόδαρα» την Ελλάδα, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές και, πολύ περισσότερο, τις πολιτικές συνέπειες από τη διαιώνιση της δημοσιονομικής λιτότητας.
          Έχουμε, όμως, από την άλλη τις ακόμη μεγαλύτερες αντιφάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα στελέχη της οποίας δυσκολεύονται να αποδεχθούν το αυτονόητο: ότι, δηλαδή, αν οι ευρωπαίοι εταίροι πιέζουν σήμερα τούτη την κυβέρνηση, που υποτίθεται ότι είναι φιλική τους, γιατί, άραγε, μπορεί να γίνουν πιο διαλλακτικοί με την επόμενη η οποία θα τους απειλεί με πολύ περισσότερες «μονομερείς ενέργειες». Ενέργειες, μάλιστα, που μπορεί να φθάσουν ως «μια Παρασκευή απόγευμα» που, όπως είπε ο Παναγιώτης Κουρουμπλής, θα συγκληθεί η Βουλή για να ανακοινωθεί στα άλλα κράτη μέλη της ευρωζώνης η απόφαση να μην τους επιστραφούν τα δανεικά με τα οποία στέκεται όρθια η Ελλάδα την τελευταία τετραετία.
          Μου έκανε, προσωπικά, ιδιαίτερη εντύπωση η τοποθέτηση ενός άλλου επιφανούς στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ που είναι από τους ανθρώπους που επηρεάζουν άμεσα τον Αλέξη Τσίπρα, του Νίκου Παπά, ο οποίος στην ίδια συνέντευξή του υποστήριζε από την μια ότι η κυβέρνηση είναι «σε συνεννόηση με την τρόικα και θα πάρει, εν τέλει, όποια μέτρα της ζητηθούν», την ίδια ώρα που, θέλοντας να εκφράσει την «απόλυτη πεποίθησή» του, όπως ακριβώς είπε, ότι δεν θα εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πρόσθετε τα εξής εκπληκτικά: «και το ξέρουν αυτό και εκτός της χώρας και εξηγεί κάποιες συμπεριφορές».
          Το πώς γίνεται η κυβέρνηση να κάνει «σικέ» παιχνίδι με τους εκπροσώπους των δανειστών για να πάρει τα σκληρότατα μέτρα που ζητούν εκείνοι, ενώ οι «εκτός της χώρας» έχουν προεξοφλήσει την, μέσω της προεδρικής εκλογής, ανατροπή της κυβέρνησης, είναι μια απορία που ίσως μπορεί να τη λύσει κανείς μόνον σε ευφάνταστα σενάρια πολιτικών θρίλερ με μεγάλες δόσεις ίντριγκας και συνωμοσίας.  

Με αυτά, πάντως, και με άλλα πολλά, έχω την αίσθηση ότι τα παθήματα της κρίσης διόλου μας έγιναν μαθήματα. Αντιθέτως, μάλλον αρειμάνιοι, πορευόμαστε κατά τη γνωστή παράφραση της Αισώπειας ρήσης σύμφωνα με την οποία «των οικιών ημών εμπιπραμένων ημείς άδομεν»…