Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απεργία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απεργία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Δυναμικές μειοψηφίες κολλημένες στη μιζέρια του χθες


            Για όσους ενδεχομένως δεν το πληροφορήθηκαν, που φαντάζομαι είναι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, έχει αξία να μάθουν ότι η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) κάλεσε τους καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης, τους οποίους υποτίθεται ότι εκπροσωπεί, να μην εμφανιστούν στα σχολεία μετά τη δίμηνη ανάπαυλα που τους επέβαλε η πανδημία του κορωνοϊού.
            «Προκηρύσσουμε 3ωρη στάση εργασίας για την Τετάρτη 6 Μαΐου για τις 3 πρώτες ώρες του ημερήσιου και του εσπερινού ωραρίου και καλούμε τις ΕΛΜΕ να προκηρύξουν 3ωρες στάσεις εργασίας για το υπόλοιπο του ωραρίου ως πρώτο βήμα αντίδρασης τόσο για το άνοιγμα των σχολείων όσο και για το κατατεθέν νομοσχέδιο», διαβάζουμε αυτολεξεί στην ανακοίνωση που είναι ανηρτημένη στην ιστοσελίδα της Ομοσπονδίας.
            Είναι μια ανακοίνωση πραγματικό «περιβόλι παραδοξολογίας» που ξεκινά από τον τίτλο της, καθώς επιγράφεται ως «Πρόγραμμα δράσης της ΟΛΜΕ για την επαναλειτουργία των σχολείων», ενώ εκείνο το οποίο στην ουσία (επι-)ζητεί είναι να μην ανοίξουν τα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Είναι ένα κείμενο το οποίο βρίθει στρεψοδικιών και προσχηματικών υπεκφυγών μέσω των οποίων επιχειρείται να δώσουν άλλοθι σε όσους καλόμαθαν και δεν θέλουν να επιστρέψουν στη δουλειά τους.
Κατηγορεί, για παράδειγμα, η ανακοίνωση της ΟΛΜΕ το υπουργείο Παιδείας ότι «εξακολουθεί να μην παίρνει κανένα μέτρο προκειμένου να ικανοποιηθούν τα αιτήματα υγειονομικής προστασίας, όπως αυτά εκφράστηκαν στο υπόμνημα της ΟΛΜΕ (30.4.20) και ταυτόχρονα καλεί τους εκπαιδευτικούς, με οδηγία που εστάλη Σάββατο βράδυ, να παρουσιαστούν στα σχολεία τους στις 6 Μαΐου, παρότι η σχετική ΚΥΑ αναφέρει ρητά ότι τα σχολεία παραμένουν κλειστά μέχρι τις 10 Μαΐου».
Ευλόγως, λοιπόν, αναρωτιέται κάθε εχέφρων άνθρωπος: Τι είναι εκείνο που τους ενόχλησε; Επειδή η οδηγία βγήκε σαββατόβραδο; Ή επειδή φοβούνταν ότι θα εύρισκαν κλειστά τα σχολεία αν μετέβαιναν σε αυτά πριν τις 10 Μαΐου; Και επιπλέον: Αν δεν πάνε νωρίτερα οι εκπαιδευτικοί πως θα προετοιμαστεί το έδαφος για να ληφθούν μέτρα για την υγειονομική προστασία διδασκόντων και διδασκομένων όταν θα ανοίξουν τα σχολεία; Ποιος θα κάνει την προετοιμασία; Η Νίκη Κεραμέως ή η Σοφία Ζαχαράκη;
Με την επόμενη, ωστόσο, άκρως «σχοινοτενή» πρόταση της ανακοίνωσης της ΟΛΜΕ –που ελπίζει κανείς να μην την έγραψε και να μην τη διάβασε, πριν εκδοθεί, εκπαιδευτικός που διδάσκει φιλολογικά μαθήματα- δεν μένουν πολλές απορίες για τις πραγματικές προθέσεις. Θαυμάστε την, όπως ακριβώς είναι γραμμένη και δημοσιευμένη, χωρίς περαιτέρω σχόλια:    
«Παρά τις δηλώσεις αρκετών λοιμωξιολόγων, που θεωρούν επικίνδυνη την επαναλειτουργία των σχολείων, παρά τις ελλείψεις σε ατομικά μέτρα προστασίας (μάσκες, γάντια, αντισηπτικά) στα σχολεία, παρά το γεγονός ότι στα περισσότερα σχολεία δεν έχουν γίνει απολυμάνσεις, παρά το ότι δεν υπάρχουν οι απαραίτητες κτιριακές υποδομές (αίθουσες με τα απαραίτητα τετραγωνικά μέτρα), παρά το ότι δεν έχουν προβλεφθεί άδειες για τους εκπαιδευτικούς που έχουν ασθένειες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο ΦΕΚ του ΥΠΕΣ ή άτομα που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες στο άμεσο οικογενειακό τους περιβάλλον, ούτε υπάρχει μέριμνα για τις άδειες ειδικού σκοπού των αναπληρωτών, το ΥΠΑΙΘ καλεί τους εκπαιδευτικούς νωρίτερα στα σχολεία και επιμένει στο άνοιγμα Γυμνασίων και Α και Β Λυκείου, παρά την αντίθετη πρόταση της ΟΛΜΕ».
Τα προσχήματα και οι υπεκφυγές κορυφώνονται αμέσως μετά όταν εκφράζεται ανησυχία επειδή οι καθηγητές που θα πάνε στα σχολεία θα σταματήσουν την τηλεκπαίδευση. «Η απόφαση του ΥΠΑΙΘ να καλέσει τους εκπαιδευτικούς να παραστούν στα σχολεία από τις 6 Μαΐου ακυρώνει στην πράξη την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, αποκλείοντας τους μαθητές του Γυμνασίου και Α και Β Λυκείου από κάθε μαθησιακή διαδικασία για 2 βδομάδες», ισχυρίζονται. Και δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να κλάψει ή να γελάσει με αυτή τη στρεψόδικη «επιχειρηματολογία».
Το γεγονός ότι ο πρόεδρος και η πλειοψηφία της διοίκησης της ΟΛΜΕ ανήκουν στην προσκείμενη στη Νέα Δημοκρατία συνδικαλιστική παράταξη δεν έχει καμία σημασία. Άλλωστε, όποιος κάνει μια μικρή περιήγηση στην ιστοσελίδα της Ομοσπονδίας, που δημοσιεύει τις ανακοινώσεις όλων των παρατάξεων, δυσκολεύεται να αντιληφθεί το ιδεολογικό υπόβαθρο ενός εκάστου των συνδικαλιστών.
Λίγο ως πολύ, δεξιοί ή ακροαριστεροί συνδικαλιστές, όλοι τους χρησιμοποιούν πανομοιότυπη φρασεολογία. Σε βαθμό που όταν διαβάζεις τις απόψεις τους δεν μπορείς να διακρίνεις αν εμφορούνται από φιλελεύθερες ιδέες ή αν διακατέχονται από… εμμονές υπέρ της «δικτατορίας του προλεταριάτου».
Σχεδόν χωρίς εξαίρεση, όλες τους οι δηλώσεις και οι ανακοινώσεις χαρακτηρίζονται από ακατάσχετες γκρίνιες, μίζερη άρνηση, στείρες διαμαρτυρίες και οπισθοδρομικές καταγγελίες. Αντιθέτως, πουθενά δεν συναντά κάποιος δημιουργική διεκδίκηση που να προωθεί τη χαρά της διδασκαλίας και να εκφράζει τη διάθεση που ξέρουμε ότι έχουν αρκετοί εκπαιδευτικοί, οι οποίοι αδημονούν να βρεθούν το συντομότερο κοντά στους μαθητές τους.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις πολέμησαν και πολεμούν από κοινού κάθε απόπειρα αξιολόγησης του έργου που προσφέρει κάθε εκπαιδευτικός. Ενώ δέχονται ευχαρίστως κάθε κατεδαφιστική προσπάθεια που θέτει εκ ποδών την αξιοκρατία και προωθεί τη λογική της ήσσονος προσπάθειας από καθηγητές και μαθητές.    
Παρά ταύτα, δεν μπορώ να φανταστώ ότι αυτή η ισοπεδωτική εικόνα που αναδύεται από τις απόψεις και τις θέσεις της ΟΛΜΕ αντιπροσωπεύει το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας, ακόμη και αν οι αποφάσεις της Ομοσπονδίας είναι συνήθως ομόφωνες, αφού όλες οι παρατάξεις που την απαρτίζουν ακολουθούν την ίδια συνδικαλιστική μανιέρα.
Θέλω να πιστεύω ότι η διοίκηση της ΟΛΜΕ προέκυψε από τις γνωστές πολιτικάντικες διαδικασίες τις οποίες ακολουθούν συνήθως οι δυναμικές μειοψηφίες που είναι κολλημένες στο μίζερο παρελθόν.
Το γεγονός, άλλωστε, ότι η πραγματική συμμετοχή των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης στις κινητοποιήσεις της ΟΛΜΕ κινείται σε μονοψήφια ποσοστά, αποδεικνύει ότι έχουμε να κάνουμε με έναν αυτοαναφορικό μηχανισμό που δεν έχει καμία σχέση ή σύνδεση με την ελληνική κοινωνία η οποία επιδεικνύει υψηλή διάθεση προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα που φέρνει η εποχή του κορωνοϊού.

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

Πόσο καλύτερα από το Δημόσιο λειτουργεί ο ιδιωτικός τομέας;


Κάποιοι με μένος και… ιερά οργή, άλλοι πιο ψύχραιμα, οι περισσότεροι αντιδράσαμε στην… ασύμμετρη στάση εργασίας την οποία προκήρυξαν την Τρίτη οι εργαζόμενοι στο Μετρό, δημιουργώντας κομφούζιο στην πρωτεύουσα που ταλαιπώρησε αναίτια εκατομμύρια πολιτών και οδήγησε σε σημαντική απώλεια εργατοωρών.
Είναι αλήθεια ότι από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους ο δημόσιος τομέας λειτουργούσε και λειτουργεί κατά τρόπο προβληματικό και ανορθολογικό. Γι΄ αυτό και το Δημόσιο και οι υπάλληλοί του υπήρξαν ανέκαθεν προσφιλής στόχος για όσους ήθελαν να ασκήσουν δικαιολογημένη κριτική για τα κακώς κείμενα στη χώρα ή να βρουν άλλοθι και δικαιολογίες για όσα άσχημα συμβαίνουν γύρω μας.
Μερικά, ωστόσο, ερωτήματα που ευλόγως απασχολούν όλους όσοι δεν προσεγγίζουν το ζήτημα με εύκολες ιδεοληπτικές προκαταλήψεις είναι τα εξής:
*Πόσο διαφορετικά από το Δημόσιο λειτουργεί ο ιδιωτικός τομέας;
*Αν κοιτάξουμε γύρω μας θα διαπιστώσουμε κάποιο χάσμα που χωρίζει την αποτελεσματικότητα των δημόσιων από τους ιδιωτικούς υπαλλήλους;
*Σε άλλες χώρες (π.χ. Γερμανία ή ΗΠΑ) διαφέρει ριζικά η παραγωγικότητα ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες;
Τις απαντήσεις τις ξέρουμε λίγο ως πολύ όλοι όσοι συναλλάσσονται με ιδιωτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα και κυρίως με τις μεγαλύτερες εξ αυτών που υποτίθεται ότι απευθύνονται σε μεγαλύτερο αριθμό πελατών και άρα η προσέλκυση των τελευταίων αποτελεί σημαντικό όρο για την οικονομική τους βιωσιμότητα.
Αντιμέτωπος με ανεκπαίδευτο και κακοπληρωμένο προσωπικό που προσλαμβάνουν πολλές επιχειρήσεις, ο Έλληνας πολίτης – καταναλωτής προϊόντων ή συνδρομητής υπηρεσιών, χρειάζεται να τραβήξει των παθών του τον τάραχο στην προσπάθεια του να βρει κάποια άκρη.
Μεγάλο μέρος της εγχώριας επιχειρηματικής τάξης, εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι ο υγιής ανταγωνισμός δεν ισχύει στη χώρα μας για να κερδοσκοπήσουν με εύκολους τρόπους. Βλέπετε οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες να ελέγξουν την εφαρμογή των κανόνων που διέπουν τα συναλλακτικά ήθη, αποστρέφουν το πρόσωπό τους από τις εναρμονισμένες πρακτικές που κατά κόρον ακολουθούνται. Όπως και από τα εμπόδια που ορθώνονται σε τυχόν νέους παίκτες που προσπαθούν να μπουν στην ούτως ή αλλιώς μικρή σε μέγεθος ελληνική αγορά.
Αλλά για να μιλήσουμε με παραδείγματα, θα πρέπει να πούμε ότι όποιος πέσει θύμα ηλεκτρονικής απάτης και δει στην πιστωτική του κάρτα του χρέωση για αγορά που δεν έκανε ο ίδιος, θα… νοσταλγήσει τις ουρές στην εφορία, που, κακά τα ψέματα, έχουν μειωθεί λόγω του Taxisnet, από τις άπειρες ώρες που θα χάσει για να αποδείξει ότι δεν είναι… ελέφαντας και να πετύχει να του επιστραφούν τα χρήματα.
Τα πράγματα μπορεί να αποδειχθούν ακόμη χειρότερα για όποιον παραγγείλει ηλεκτρονικά κάποιο προϊόν, το οποίο μπορεί να αποδειχθεί ελαττωματικό. Για να την επιστροφή των χρημάτων που έχει υποχρεωτικά προκαταβάλει, μπορεί να χάσει περισσότερες ώρες από όσες έχασαν οι Αθηναίοι οδηγοί με την προαναφερθείσα στάση εργασίας.
Το στερεότυπο «όλες οι γραμμές μας είναι κατειλημμένες» θα το ακούσεις έως και εκατοντάδες φορές έως ότου ένας αγχωμένος υπάλληλος απαντήσει στην κλήση διαμαρτυρίας του για να σου επιβεβαιώσει ότι ο πελάτης είναι ο «αδύναμος κρίκος» στη σχέση με το ελληνικό επιχειρείν.
Αν διανοηθείς να τους προειδοποιήσεις ότι μπορεί να προσφύγεις στον Συνήγορο του Πολίτη ή του Καταναλωτή όχι μόνον δεν ιδρώνει το αυτί τους, αλλά, αν δεν σε βρίσουν, σίγουρα θα σε ειρωνευθούν. Το ίδιο θα υποστείς αν ζητήσεις, όπως έχεις δικαίωμα, να μην σου τηλεφωνούν στο σταθερό ή στο κινητό τηλέφωνο σου επιμένοντας φορτικά και με αγένεια να σου πωλήσουν κάποιο προϊόν που δεν θέλεις ή να σε κάνουν συνδρομητή μιας υπηρεσίας που δε σε ενδιαφέρει.
Τηλεφωνικά κέντρα που έχουν συγκροτήσει –συχνά με πρόσωπα έξω από το συμβατικό στελεχιακό τους δυναμικό (outsourcing)- εταιρίες κινητής τηλεφωνίας, πώλησης ρεύματος ή φυσικού αερίου, συνδρομητικής τηλεόρασης, καθώς και τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρίες, συναγωνίζονται στο ποιος θα γίνει πιο πιεστικός προς τους υποψήφιους πελάτες, οι οποίοι θα πρέπει να… λογοδοτήσουν όταν διανοούνται να απαντήσουν ότι δεν θέλουν τη συγκεκριμένη υπηρεσία.
«Μα, είστε τόσο πλούσιος που δεν θέλετε να πληρώνετε πιο φθηνά το ρεύμα σας;», είναι ένα από τα συνήθη σχόλια με τα οποία έχουν προφανώς διδαχθεί να αντιδρούν όταν ευγενικά τους πληροφορείς ότι δεν σε ενδιαφέρει η προσφορά τους και δεν έχεις χρόνο για να το συζητήσεις. Αν τους πεις ότι αυτό που κάνουν, εκτός από ενοχλητικό, είναι παράνομο, όχι μόνον δεν ζητούν συγνώμη αλλά μάλλον καγχάζουν με την… αφέλεια σου να μιλάς για νομιμότητα σε μια χώρα με τόσο εκτεταμένη ανομία.
Και όμως, από το 2006 και κατ΄ εφαρμογήν σχετικής Κοινοτικής Οδηγίας, ισχύει το άρθρο 11 του Νόμου 3471/2006, «δεν επιτρέπεται η πραγματοποίηση μη ζητηθεισών επικοινωνιών, με ή χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς».
Με την ίδια διάταξη, μάλιστα, κάθε πάροχος υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, «οφείλει να τηρεί έναν ειδικό κατάλογο (“Μητρώο”) με στοιχεία των συνδρομητών του, οι οποίοι έχουν ζητήσει να μην δέχονται τηλεφωνικές κλήσεις για απ' ευθείας εμπορική προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς».
Η ειρωνεία, βεβαίως, είναι ότι οι εταιρίες τηλεφωνίας που είναι υποχρεωμένες να τηρούν το προαναφερθέν «Μητρώο», στο οποίο έχεις ζητήσει να περιληφθείς και να μη δέχεσαι οχλήσεις, είναι οι πρώτες που παραβιάζουν τον νόμο, ποντάροντας, προφανώς, ότι ο πολίτης τον οποίο ενοχλούν δεν θα μπορέσει να βρει το δίκιο του.
Τι διαφορετικό, άραγε, κάνουν οι ελάχιστοι απεργοί οι οποίοι ακινητοποιούν για ψύλλου πήδημα επί τέσσερις ώρες όλους τους συρμούς του Μετρό; Και εκείνοι στο ίδιο ποντάρουν: Ότι ο νόμος που προβλέπει συνέπειες για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος στην απεργία δεν εφαρμόζεται.

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019

Ποιον φθείρουν τέτοιες «γενικές» απεργίες;


Τα παλαιότερα χρόνια έπειτα από κάθε απεργία δημιουργούνταν μια διελκυστίνδα ανάμεσα στους υποστηρικτές και στους αντιπάλους της που αφορούσε τη συμμετοχή στην εκάστοτε κινητοποίηση: οι μεν προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι ήταν πάνδημη οι δε πάσχιζαν να εμφανίσουν ότι ήταν περιορισμένος ο αριθμός των απεργών.
Τις περισσότερες φορές τα στοιχεία, τα οποία η κάθε πλευρά παρουσίαζε απέκλιναν μεταξύ τους σε σημαντικό βαθμό. Διότι και οι δύο, στοχεύοντας στις εντυπώσεις, υπερέβαλαν. Και είτε «φούσκωναν» είτε «ξεφούσκωναν» τα ποσοστά. Η αλήθεια ήταν συνήθως κάπου στη μέση. Όταν οι υποστηρικτές της απεργίας μιλούσαν για συμμετοχή της τάξης του 75% και οι αντίπαλοί τους αντέτειναν ότι δεν ξεπέρασαν το 35% ή το 40%, όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι είχε απεργήσει γύρω στο 50 με 55% του συγκεκριμένου κλάδου.
Τα τελευταία πολλά χρόνια έχουν πάψει οι καβγάδες αυτού του είδους. Με εξαίρεση, άλλωστε, κάποιες ελάχιστες εμβληματικού τύπου κινητοποιήσεις, όπως για παράδειγμα εκείνη του Μαίου του 2010 όταν ψηφιζόταν το πρώτο Μνημόνιο, σε όλες τις υποτιθέμενες «γενικές» απεργίες οι άνθρωποι που συμμετέχουν είναι τόσο λίγοι που κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να προσπαθήσει να πείσει για το αντίθετο.
Αποτελεί κοινό μυστικό πως οι απεργίες έχουν επιτυχία μόνον εκεί που επιβάλλεται η συμμετοχή όλων και δεν υπάρχει η δυνατότητα της προσωπικής επιλογής. Στα μέσα μαζικής μεταφοράς, για παράδειγμα, όποιος διαφωνεί με την κινητοποίηση δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί και ο μόνος τρόπος για να μη χάσει το μεροκάματο είναι να περιληφθεί στους… τυχερούς που έχουν ρεπό ή βρίσκονται σε άδεια.
Σε ορισμένους κλάδους, όπως είναι τα μέσα μεταφοράς (αλλά και τα μέσα ενημέρωσης!) όλοι οι εργαζόμενοι σε αυτούς λογίζονται, εκόντες – άκοντες, ως απεργοί. Και ας μην τους έχει ρωτήσει κανείς αν συμφωνούν ή διαφωνούν με το υπαρκτό –ή και ανύπαρκτο- διεκδικητικό πλαίσιο που υποτίθεται ότι έχει η απεργία στην οποία συμμετέχουν. Η βούλησή τους δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Η συμμετοχή τους στην κινητοποίηση είναι υποχρεωτική, ακόμη και όταν οι ίδιοι πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο αντιστρατεύεται τα συμφέροντά τους.
Η θέληση της –πλειοψηφούσας, ου μην αλλά και μειοψηφούσας, σε αρκετές περιπτώσεις- συνδικαλιστικής νομενκλατούρας, είναι υπεράνω όλων. Μόνον όμως που αυτός είναι ένας κανόνας που ισχύει εκεί που υπάρχει «διακόπτης». Ένας «διακόπτης», ο οποίος κατεβαίνει αυτομάτως και κανείς δεν μπορεί να εργαστεί. Επί παραδείγματι, ένας μεμονωμένος εργαζόμενος στο Μετρό ή και περισσότεροι, δεν μπορούν να πάρουν έναν συρμό και να μεταφέρουν επιβάτες, ακόμη και αν διαφωνούν με την απεργία.
Στους περισσότερους, ωστόσο, κλάδους, στους οποίους δεν υπάρχουν «διακόπτες» και άρα άνωθεν επιβολή στην κινητοποίηση, ο αριθμός των συμμετεχόντων στις απεργίες ποικίλλει ανάλογα με το αν η πλειονότητα του κλάδου έχει πειστεί, όχι μόνον για το δίκαιο χαρακτήρα που έχουν τα προβαλλόμενα κάθε φορά αιτήματα, αλλά και για την αποτελεσματικότητα που θα έχει αυτή καθεαυτή η συμμετοχή τους.
Όποιος κυκλοφόρησε χθες, μέρα (υποτιθέμενης) γενικής απεργίας, στο κέντρο της Αθήνας μπορούσε να πάρει μια πολύ καλή γεύση για το βαθμό συμμετοχής. Η υποχρεωτική συμμετοχή των εργαζομένων στα μέσα μεταφοράς είχε ως αποτέλεσμα να κατακλυστεί το κέντρο της πρωτεύουσας από ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα.
Σχεδόν καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας η κίνηση στους δρόμους αλλά και η αδυναμία εξεύρεσης χώρου στάθμευσης ήταν τόσο έντονη που ο καθένας μπορούσε βασίμως να διαπιστώσει ότι ενδεχομένως ούτε οι... ίδιοι οι συνδικαλιστές οι οποίοι προκήρυξαν τη συγκεκριμένη… «γενική απεργία» δεν συμμετείχαν σε αυτή την κινητοποίηση.
Κακά τα ψέματα, όταν ακόμη δεν έχουν συμπληρωθεί τρεις μήνες από τη νωπή λαϊκή εντολή που έχει η σημερινή κυβέρνηση, οποιαδήποτε «γενική απεργία» είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Πολύ περισσότερο που στην προκειμένη περίπτωση η κοινή γνώμη είναι σαφές ότι δίνει πίστωση χρόνου στη σημερινή κυβέρνηση και προσδοκά, όπως όλες οι μετρήσεις δείχνουν, στα αποτελέσματα που μπορεί να φέρει η εφαρμογή της δικής της πολιτικής.
Γι΄ αυτό και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν μπορεί παρά να τα λαμβάνουν υπόψιν τους αυτή την κατάσταση. Αν, όντως, θέλουν να διερμηνεύουν τη θέληση της κοινωνίας και των ανθρώπων που εκπροσωπούν. Και όχι απλώς να δικαιολογούν την ύπαρξή τους, προκηρύσσοντας απεργίες επειδή αυτό θωρείται μέρος της «δουλειάς» τους, αδιαφορώντας για την αποτελεσματικότητά τους.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αντιληφθούν ότι «τυφλές» απεργίες, όπως, εν πολλοίς, ήταν η χθεσινή, δεν φθείρουν τις κυβερνήσεις εναντίον των οποίων στρέφονται. Στην πραγματικότητα φθείρουν τους ίδιους τους εαυτούς τους. Και, εν τέλει, αδυνατίζουν την ισχύ του έσχατου όπλου το οποίο διαθέτουν οι εργαζόμενοι και είναι οι απεργιακές κινητοποιήσεις.
Ας κάνουν σήμερα έναν ψύχραιμο απολογισμό και ας αποφασίσουν τα επόμενα βήματά τους. Ίσως πειστούν και οι ίδιοι ότι «γενικές απεργίες», στις οποίες σε λίγο καιρό δεν θα απεργεί κανείς, δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα…