Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δεξιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δεξιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

Η «μετάλλαξη» της ΝΔ, ο γάμος των ομόφυλων, οι νέοι και το στεγαστικό

 

Υπό την αίρεση ότι μεταφέρθηκαν σωστά και με ακρίβεια όλα όσα ειπώθηκαν από τους «πικραμένους» βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που μίλησαν στη συνεδρίαση που έκανε η «γαλάζια» Κοινοβουλευτική Ομάδα την περασμένη Τετάρτη για την αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος της 9ης Ιουνίου, (μού) δημιουργείται η εντύπωση ότι η πλειονότητα τους είτε εξέφρασε υποκριτικές ενστάσεις ή είναι απλώς εκτός τόπου και χρόνου.

Αδυνατώ ειλικρινά να αντιληφθώ ότι οι συγκεκριμένοι αιρετοί εκπρόσωποι του λαού συνομίλησαν ή ήρθαν σε κάποιου είδους επαφή με όλους εκείνους οι οποίοι πριν από ένα χρόνο είχαν ψηφίσει ΝΔ, αλλά τώρα απείχαν ή έκαναν άλλη επιλογή ψήφου. Και από αυτές τις συνομιλίες και επαφές απεκόμισαν την εντύπωση ότι σχεδόν 1,3 εκατ. Έλληνες ψηφοφόροι -αριθμός μεγαλύτερος από τους 1,125 εκατ. που έριξαν και πάλι το γαλάζιο ψηφοδέλτιο στην κάλπη- διαφοροποίησαν την εκλογική τους συμπεριφορά επειδή διαπίστωσαν «μετάλλαξη του ιδεολογικού χαρακτήρα» της κυβερνητικής παράταξης.

«Μετάλλαξη» η οποία επήλθε τώρα εξαιτίας της επιμονής της ηγεσίας της ΝΔ να στοχεύει προς το Κέντρο και είχε ως αποκορύφωμα την καθιέρωση πριν από λίγους μήνες της δυνατότητας να συνάπτεται γάμος από ομόφυλα ζευγάρια.

Δεν είναι μόνον ότι ορισμένοι από τους ενιστάμενους γαλάζιους βουλευτές δεν διαθέτουν την έξωθεν καλή μαρτυρία της συνεπούς προσήλωσης στην παράταξή τους, όπως μαρτυρά το γεγονός ότι έχουν κατά καιρούς πολιτευθεί και οι ίδιοι με άλλους πολιτικούς σχηματισμούς.

Είναι κυρίως διότι τα στοιχεία από την ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς των ψηφοφόρων δεν επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς που διατύπωσε μια πλειάδα εξ αυτών για τους λόγους που οδήγησαν στην υποχώρηση της εκλογικής δύναμης του κυβερνώντος κόμματος.

Η εστίαση των περισσότερων στην καθιέρωση του γάμου των ομόφυλων ως βασικού λόγου της νεοδημοκρατικής καθίζησης δεν βρίσκει έρεισμα στην πραγματικότητα. Όσο και αν, κακά τα ψέματα, είναι αλήθεια ότι το συγκεκριμένο ζήτημα ενόχλησε την πλειονότητα των οπαδών και ψηφοφόρων της ΝΔ.

Εξίσου αληθές, όμως, είναι ότι, σε αντίθεση με τις μεγαλύτερες ηλικίες οι οποίες, αν και ενοχλήθηκαν σφόδρα από τη νομική κατοχύρωση της ισότητας στον γάμο, έμειναν πιστές στο κυβερνών κόμμα, εκείνοι που γύρισαν την πλάτη στη γαλάζια ευρωκάλπη ήταν κυρίως οι νεότερες γενιές για τις οποίες δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η εκλογική τους συμπεριφορά επηρεάστηκε από την επίμαχη νομοθετική πρωτοβουλία.

Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι όπως έδειξε το exit poll το οποίο ακτινογράφησε τον τρόπο με τον οποίο ψήφισαν όσοι συμμετείχαν στην αναμέτρηση της 9ης Ιουνίου, ο ΣΥΡΙΖΑ απέσπασε προβάδισμα ψήφου στις ηλικίες 17 έως 34 ετών, συγκεντρώνοντας σε αυτή την ηλιακή ομάδα ποσοστό 18,2%, την ίδια στιγμή που η ΝΔ συγκέντρωσε μόλις το 15,9% των ψηφοφόρων από τη συγκεκριμένη δεξαμενή. Στον αντίποδα, το κυβερνών κόμμα ψηφίστηκε από το 39,9% των συνταξιούχων και η αξιωματική αντιπολίτευση απέσπασε από την ίδια ηλιακή ομάδα ποσοστό 17,4%.

Ακόμη και στους φοιτητές, για τους οποίους η Νέα Δημοκρατία πανηγυρίζει κάθε χρόνο ανακοινώνοντας θηριώδη ποσοστά για λογαριασμό της ΔΑΠ, της φοιτητικής παράταξής της στα Πανεπιστήμια, το ποσοστό που έλαβε ήταν μόλις 13%. Με αποτέλεσμα να την υπερκεράσει κι εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, αν και πατώνει εκλογικά κάθε χρόνο στις φοιτητικές εκλογές, αφού έχει μια πολύ αναιμική οργάνωση νεολαίας, κατετάγη πρώτος με 17,4%. Η πολυδιαφημισμένη νομοθετική πρωτοβουλία για τα μη κρατικά ΑΕΙ, που πολλοί προεξοφλούν ότι θα οδηγήσει στην λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, δεν έδειξε να ενθουσιάζει ιδιαίτερα τους νέους ψηφοφόρους.

Για να έχουμε μέτρο σύγκρισης που να δείχνει παραστατικά τη διαφοροποίηση, αρκεί να επισημάνουμε ότι στις περυσινές βουλευτικές εκλογές η ΝΔ είχε καθαρό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ σε όλες τις ηλιακές ομάδες. Ειδικά, όμως, στις ηλικίες μεταξύ 17 και 24 ετών το κυβερνών κόμμα προηγήθηκε με 28,8% και ακολούθησε η αξιωματική αντιπολίτευση με 19,2%. Επίσης και στις ηλικίες από 25 έως 34 έτη, η ΝΔ το 2003 ήταν πρώτη με 27,6%, αφήνοντας δεύτερο τον ΣΥΡΙΖΑ με 20,6%.

Πέραν τούτων, εξάλλου, βέβαιο είναι ότι τα κόμματα που ξιφούλκησαν κατά του γάμου των ομόφυλων δεν κατάφεραν να εκτοξευθούν στα… ουράνια, αν εξαιρέσει κανείς την αξιοσημείωτη άνοδο του κόμματος του Κυριάκου Βελόπουλου, η οποία είναι μάλλον πολυπαραγοντική και οφείλεται και σε προσέλκυση ψήφων από αγρότες και ελεύθερους επαγγελματίες που ήθελαν να εκφράσουν δυσαρέσκεια για την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική που τους αφορά.

Υπό αυτή τη συνθήκη, έχω την αίσθηση ότι, αν όντως οι βουλευτές της ΝΔ διέθεταν την απαραίτητη κοινωνική γείωση και τους κατάλληλους αισθητήρες, θα απέφευγαν να… «κάνουν τον πόνο τους τραγούδι», σηκώνοντας τους τόνους της κριτικής τους επειδή υπουργοποιήθηκαν στελέχη προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι και όχι οι ίδιοι.

Ή, όπως ειπώθηκε στην ίδια συνεδρίαση, επειδή δεν αντικαθίστανται οι εξωκοινοβουλευτικοί, κάτι το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, δεν ισχύει αν θυμηθούμε την πρόσφατη καρατόμηση των Σταύρου Παπασταύρου και Γιάννη Μπρατάκου. Εκτός και αν εξαιρούνται οι συγκεκριμένοι επειδή προέρχονται από τα… «γαλάζια σπλάχνα».

Αν οι γαλάζιοι βουλευτές μιλούσαν με κάποιους από τους νέους που επέλεξαν την αποχή ή την υπερψήφιση άλλων κομμάτων, θα αντιλαμβάνονταν ενδεχομένως πόσο δυσκολότερη έχει γίνει η ζωή τους συγκριτικά με τους γονείς και τους παππούδες τους. Μπορεί την τελευταία πενταετία να υποχώρησε αισθητά η ανεργία και να αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός με τον οποίο αμείβονται οι πιο πολλοί νέοι, το επίπεδο ζωής, όμως, ακόμη και όσων εργάζονται με πλήρες ωράριο, πόρρω απέχει, για τη μεγάλη πλειονότητα, από το να τους επιτρέπει να ζήσουν χωρίς τη στήριξη των οικογενειών τους.

        Η ακρίβεια γενικά, η οποία με διαβαθμίσεις πλήττει όλο τον πληθυσμό, αλλά ειδικότερα το οξύ στεγαστικό πρόβλημα, που επιδεινώνεται χρόνο με τον χρόνο, κάνει τον βίο αβίωτο στις γενιές που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν μέσα στην κρίση και δεν πρόλαβαν να γευθούν τους γλυκούς καρπούς της ευημερίας των προηγούμενων δεκαετιών. Ο στόχος για το δικό τους «κεραμίδι» που ήταν εφικτός για τους περισσότερους που ανήκαν στις μεταπολεμικές γενιές, στις μέρες μας έχει μετατραπεί σε άπιαστο όνειρο.

        Ένας νέος της εποχής μας είναι σχεδόν αδύνατο να αποκτήσει τη δική του στέγη με την κατάσταση που επικρατεί στην κτηματαγορά. Ούτε φυσικά θα μπορέσει να «τα φέρει βόλτα» και να ζήσει αξιοπρεπώς εφόσον επιλέξει να μισθώσει το δικό του ακίνητο, εγκαταλείποντας το παιδικό δωμάτιο στο πατρικό σπίτι.

Όσα λοιπόν δεν είπαν οι γαλάζιοι βουλευτές, που έδειξαν να «κόπτονται» για την ιδεολογική καθαρότητα του κόμματός τους, το οποίο υποτίθεται ότι κινδυνεύει με μετάλλαξη από τους… εξωτικούς που ήρθαν να τους πάρουν τους υπουργικούς θώκους, τα είπε την ίδια μέρα ο Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος στην νομισματική έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος επεσήμανε ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος στέγης που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την κυβέρνηση.

Ο κεντρικός τραπεζίτης έθεσε «το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων» υπογραμμίζοντας ότι «η συνεχής αύξηση των τιμών, την οποία τροφοδοτεί η ζήτηση από το εξωτερικό, και το αυξημένο κόστος κατασκευής και δανεισμού διαμορφώνουν επίπεδα τιμών δυσανάλογα προς το διαθέσιμο εισόδημα, δυσχεραίνοντας την απόκτηση πρώτης κατοικίας και συμπαρασύροντας ανοδικά τόσο τις τιμές κατοικιών υποδεέστερων χαρακτηριστικών όσο και τα μισθώματα».

Τα στοιχεία είναι συντριπτικά: οι τιμές των ακινήτων τα τελευταία χρόνια αυξάνονται με ρυθμούς της τάξης πάνω από10% ετησίως και προσεγγίζουν τα επίπεδα προ κρίσης, ενώ στις απολαβές των εργαζομένων δεν έχει καλυφθεί ούτε το μισό χαμένο έδαφος από την εποχή που ξεκίνησε η μνημονιακή επέλαση. Και η οποία μεταξύ πολλών άλλων κατάπιε και θεσμούς όπως ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας που χορηγούσε σπίτια σε αστέγους ή επιδοτούσε το επιτόκιο των δανείων για την αγορά κατοικίας.

Αναρωτιέμαι ειλικρινά τι ανταπόκριση θα εύρισκε από τους συναδέλφους του αν ένας από τους διαμαρτυρόμενους βουλευτές της ΝΔ που πήραν τον λόγο στη γαλάζια Κ.Ο. επέλεγε να προτάξει το συγκεκριμένο ζήτημα ως ένα από τα μείζονα προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία.

Τι λέτε; Θα συγκινούνταν οι υπόλοιποι ή θα επέμεναν να θέτουν τον γάμο των ομόφυλων για να μη δυσαρεστηθεί ο… πνευματικός τους; Ας ελπίσουμε ότι το αίσθημα της (πολιτικής) επιβίωσης θα πρυτανεύσει οδηγώντας την κυβερνητική ηγεσία στη βέλτιστη επιλογή για τους πολίτες.

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Επιλογή ανέφελης σταθερότητας


Μπορεί να ακουστεί ως… προφητεία από «μετά Χριστόν προφήτη», αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ πιο ταιριαστή (με τον τρόπο που ο ίδιος πολιτεύεται) υποψηφιότητα για την Προεδρία της Δημοκρατίας από εκείνη που έκανε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο πρόσωπο της προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Αικατερίνης Σακελλαροπούλου.
Από τα τριάντα και πλέον πιθανά και… απίθανα ονόματα που διακινήθηκαν το τελευταίο δίμηνο στην πολιτικοδημοσιογραφική «αγορά», δύσκολα μπορεί να βρει κάποιος άλλο πρόσωπο που να είναι περισσότερο κατάλληλο για να εκφράσει αυθεντικότερα το πολιτικό στίγμα που τόσο ευδιάκριτα εκπέμπει ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την τετραετία που βρίσκεται στο τιμόνι της Νέας Δημοκρατίας και το τελευταίο εξάμηνο που έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας.
Είναι βέβαιο ότι η επιλογή της κυρίας Σακελλαροπούλου δεν… κατέπληξε τα πλήθη. Και το πιθανότερο είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο θα ασκήσει τα καθήκοντά της δεν θα εκπλήξει κανέναν. Το ακριβώς αντίθετο, θα συμβεί μάλλον, όπως με ασφάλεια μπορεί να προεξοφλήσει κάποιος κρίνοντας από τον τρόπο με τον οποίο πορεύτηκε στην προηγούμενη κοινωνική και επαγγελματική ζωή της.
Υπήρξε, κατά κοινή παραδοχή, μια προοδευτική γυναίκα αφοσιωμένη στο καθήκον της, μια άξια δικαστής, μια ενεργή πολίτης, μια προσωπικότητα που δεν διακρίθηκε στη δημόσια σφαίρα επειδή έκανε θόρυβο γύρω από τον εαυτό της ή γιατί επιδόθηκε στο άθλημα της προσκολλήσεως, αλλά επειδή ξεχώρισε με τις ικανότητες που διαθέτει, τη μόρφωση που απέκτησε και τη συνέπεια που επέδειξε στη δουλειά της.
Γι΄ αυτό και είναι αναμφισβήτητο, όπως φάνηκε, άλλωστε, από τις πρώτες στιγμές της ανακοίνωσης της υποψηφιότητάς της, ότι οποιοσδήποτε βουλευτής της συμπολίτευσης ή της αντιπολίτευσης, με κομματική εντολή ή προσωπική απόφαση, οδηγηθεί στην καταψήφιση της κυρίας Σακελλαροπούλου θα χρειαστεί να ζοριστεί πολύ για να βρει πειστική επιχειρηματολογία που να δικαιολογεί το «όχι» του.
Όλα τούτα, ωστόσο, κάθε άλλο παρά σημαίνουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε στο πρόσωπο της προέδρου του ΣτΕ μια «ουδέτερη» επιλογή, απαλλαγμένη από πολιτικούς υπολογισμούς. Η κατάληξη του πρωθυπουργού στην πρόταση να αναλάβει το ύπατο πολιτειακό αξίωμα η ανώτατη δικαστικός την οποία όρισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – και μάλιστα χωρίς εντάσεις και αντιρρήσεις- στην ηγεσία του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, έγινε με ακραιφνώς «πολιτικά» κριτήρια.
Αποτελεί αναμφίβολα μια απόφαση που συνάδει με μια σειρά ανάλογες κινήσεις και πρωτοβουλίες με τις οποίες ο πρωθυπουργός θέλησε να σηματοδοτήσει ότι δεν βολεύεται παραμένοντας προσκολλημένος στην καρέκλα του αρχηγού της παραδοσιακής ελληνικής Κεντροδεξιάς.
Όποιος ρίξει μια ματιά στα πρόσωπα που απαρτίζουν το επιτελείο του ή στη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου το οποίο συγκρότησε τον περασμένο Ιούλιο εύκολα μπορεί να βγάλει συμπέρασμα για την πρόθεση του κ. Μητσοτάκη να μην περιχαρακωθεί στα τείχη της κλασσικής Δεξιάς και να ανοιχθεί στο Κέντρο, μπολιάζοντας τον χώρο του με νέα πρόσωπα τα οποία είναι ικανά και αποτελούν φορείς νέων ιδεών.
Είναι προφανές ότι η κυρία Σακελλαροπούλου δεν ήταν ούτε η μόνη ικανή ούτε η μοναδική που θα μπορούσε να θεωρηθεί φορέας νέων ιδεών ανάμεσα στα πρόσωπα που ακούστηκαν ως πιθανές επιλογές του πρωθυπουργού. Κακά τα ψέματα, υπήρξαν και άλλοι ικανοί και άξιοι που μπορούσαν να επιλεγούν και να εκλεγούν ακόμη και αν συγκέντρωναν λιγότερες ψήφους.
Μετά την αποσύνδεση, άλλωστε, της προεδρικής εκλογής από την απειλή της πρόωρης προσφυγής σε βουλευτικές κάλπες, ο αριθμός των ψήφων που θα συγκεντρώσει ο/η Πρόεδρος θα ξεχαστεί την επόμενη ημέρα της ψηφοφορίας και θα τον θυμούνται μόνον όσοι ασχολούνται με την… τήρηση στατιστικών.
Το βασικό, λοιπόν, κριτήριο το οποίο, μαζί ενδεχομένως και με την εμφανή απουσία αντιθέσεων στο πρόσωπό της, διαφοροποίησε την επιλογή της προέδρου του ΣτΕ από όλους τους άλλους «διεκδικητές» του προεδρικού θώκου είναι ότι εξασφαλίζει στον πρωθυπουργό και στην κυβέρνηση πολιτικά αδιατάρακτη και θεσμικά ανέφελη πορεία με ορίζοντα το επόμενο ραντεβού των πολιτών με τις κάλπες που είναι στο… μακρινό 2023.
Ο τρόπος, άλλωστε, με τον οποίο χειρίστηκε ο κ. Μητσοτάκης τη συνταγματική αναθεώρηση, την αλλαγή του εκλογικού νόμου, αλλά και την προεδρική εκλογή δείχνει ότι κύριο μέλημά του είναι η εμπέδωση της πολιτικής σταθερότητας, η οποία αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη και την επαναφορά της χώρας στην «κανονικότητα».
Φυσικά δεν είναι η μόνη προϋπόθεση, αφού η πολιτική είναι δυναμική διαδικασία, όπως και η ζωή, αλλά το να αφαιρείς εμπόδια από τον δρόμο του και να το διαλύεις σύννεφα που μπορεί να φέρουν καταιγίδες, είναι σίγουρα προσόντα που οι πολίτες τις περισσότερες φορές επιβραβεύουν.