Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αποχή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αποχή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

Η «μετάλλαξη» της ΝΔ, ο γάμος των ομόφυλων, οι νέοι και το στεγαστικό

 

Υπό την αίρεση ότι μεταφέρθηκαν σωστά και με ακρίβεια όλα όσα ειπώθηκαν από τους «πικραμένους» βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που μίλησαν στη συνεδρίαση που έκανε η «γαλάζια» Κοινοβουλευτική Ομάδα την περασμένη Τετάρτη για την αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος της 9ης Ιουνίου, (μού) δημιουργείται η εντύπωση ότι η πλειονότητα τους είτε εξέφρασε υποκριτικές ενστάσεις ή είναι απλώς εκτός τόπου και χρόνου.

Αδυνατώ ειλικρινά να αντιληφθώ ότι οι συγκεκριμένοι αιρετοί εκπρόσωποι του λαού συνομίλησαν ή ήρθαν σε κάποιου είδους επαφή με όλους εκείνους οι οποίοι πριν από ένα χρόνο είχαν ψηφίσει ΝΔ, αλλά τώρα απείχαν ή έκαναν άλλη επιλογή ψήφου. Και από αυτές τις συνομιλίες και επαφές απεκόμισαν την εντύπωση ότι σχεδόν 1,3 εκατ. Έλληνες ψηφοφόροι -αριθμός μεγαλύτερος από τους 1,125 εκατ. που έριξαν και πάλι το γαλάζιο ψηφοδέλτιο στην κάλπη- διαφοροποίησαν την εκλογική τους συμπεριφορά επειδή διαπίστωσαν «μετάλλαξη του ιδεολογικού χαρακτήρα» της κυβερνητικής παράταξης.

«Μετάλλαξη» η οποία επήλθε τώρα εξαιτίας της επιμονής της ηγεσίας της ΝΔ να στοχεύει προς το Κέντρο και είχε ως αποκορύφωμα την καθιέρωση πριν από λίγους μήνες της δυνατότητας να συνάπτεται γάμος από ομόφυλα ζευγάρια.

Δεν είναι μόνον ότι ορισμένοι από τους ενιστάμενους γαλάζιους βουλευτές δεν διαθέτουν την έξωθεν καλή μαρτυρία της συνεπούς προσήλωσης στην παράταξή τους, όπως μαρτυρά το γεγονός ότι έχουν κατά καιρούς πολιτευθεί και οι ίδιοι με άλλους πολιτικούς σχηματισμούς.

Είναι κυρίως διότι τα στοιχεία από την ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς των ψηφοφόρων δεν επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς που διατύπωσε μια πλειάδα εξ αυτών για τους λόγους που οδήγησαν στην υποχώρηση της εκλογικής δύναμης του κυβερνώντος κόμματος.

Η εστίαση των περισσότερων στην καθιέρωση του γάμου των ομόφυλων ως βασικού λόγου της νεοδημοκρατικής καθίζησης δεν βρίσκει έρεισμα στην πραγματικότητα. Όσο και αν, κακά τα ψέματα, είναι αλήθεια ότι το συγκεκριμένο ζήτημα ενόχλησε την πλειονότητα των οπαδών και ψηφοφόρων της ΝΔ.

Εξίσου αληθές, όμως, είναι ότι, σε αντίθεση με τις μεγαλύτερες ηλικίες οι οποίες, αν και ενοχλήθηκαν σφόδρα από τη νομική κατοχύρωση της ισότητας στον γάμο, έμειναν πιστές στο κυβερνών κόμμα, εκείνοι που γύρισαν την πλάτη στη γαλάζια ευρωκάλπη ήταν κυρίως οι νεότερες γενιές για τις οποίες δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η εκλογική τους συμπεριφορά επηρεάστηκε από την επίμαχη νομοθετική πρωτοβουλία.

Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι όπως έδειξε το exit poll το οποίο ακτινογράφησε τον τρόπο με τον οποίο ψήφισαν όσοι συμμετείχαν στην αναμέτρηση της 9ης Ιουνίου, ο ΣΥΡΙΖΑ απέσπασε προβάδισμα ψήφου στις ηλικίες 17 έως 34 ετών, συγκεντρώνοντας σε αυτή την ηλιακή ομάδα ποσοστό 18,2%, την ίδια στιγμή που η ΝΔ συγκέντρωσε μόλις το 15,9% των ψηφοφόρων από τη συγκεκριμένη δεξαμενή. Στον αντίποδα, το κυβερνών κόμμα ψηφίστηκε από το 39,9% των συνταξιούχων και η αξιωματική αντιπολίτευση απέσπασε από την ίδια ηλιακή ομάδα ποσοστό 17,4%.

Ακόμη και στους φοιτητές, για τους οποίους η Νέα Δημοκρατία πανηγυρίζει κάθε χρόνο ανακοινώνοντας θηριώδη ποσοστά για λογαριασμό της ΔΑΠ, της φοιτητικής παράταξής της στα Πανεπιστήμια, το ποσοστό που έλαβε ήταν μόλις 13%. Με αποτέλεσμα να την υπερκεράσει κι εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, αν και πατώνει εκλογικά κάθε χρόνο στις φοιτητικές εκλογές, αφού έχει μια πολύ αναιμική οργάνωση νεολαίας, κατετάγη πρώτος με 17,4%. Η πολυδιαφημισμένη νομοθετική πρωτοβουλία για τα μη κρατικά ΑΕΙ, που πολλοί προεξοφλούν ότι θα οδηγήσει στην λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, δεν έδειξε να ενθουσιάζει ιδιαίτερα τους νέους ψηφοφόρους.

Για να έχουμε μέτρο σύγκρισης που να δείχνει παραστατικά τη διαφοροποίηση, αρκεί να επισημάνουμε ότι στις περυσινές βουλευτικές εκλογές η ΝΔ είχε καθαρό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ σε όλες τις ηλιακές ομάδες. Ειδικά, όμως, στις ηλικίες μεταξύ 17 και 24 ετών το κυβερνών κόμμα προηγήθηκε με 28,8% και ακολούθησε η αξιωματική αντιπολίτευση με 19,2%. Επίσης και στις ηλικίες από 25 έως 34 έτη, η ΝΔ το 2003 ήταν πρώτη με 27,6%, αφήνοντας δεύτερο τον ΣΥΡΙΖΑ με 20,6%.

Πέραν τούτων, εξάλλου, βέβαιο είναι ότι τα κόμματα που ξιφούλκησαν κατά του γάμου των ομόφυλων δεν κατάφεραν να εκτοξευθούν στα… ουράνια, αν εξαιρέσει κανείς την αξιοσημείωτη άνοδο του κόμματος του Κυριάκου Βελόπουλου, η οποία είναι μάλλον πολυπαραγοντική και οφείλεται και σε προσέλκυση ψήφων από αγρότες και ελεύθερους επαγγελματίες που ήθελαν να εκφράσουν δυσαρέσκεια για την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική που τους αφορά.

Υπό αυτή τη συνθήκη, έχω την αίσθηση ότι, αν όντως οι βουλευτές της ΝΔ διέθεταν την απαραίτητη κοινωνική γείωση και τους κατάλληλους αισθητήρες, θα απέφευγαν να… «κάνουν τον πόνο τους τραγούδι», σηκώνοντας τους τόνους της κριτικής τους επειδή υπουργοποιήθηκαν στελέχη προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι και όχι οι ίδιοι.

Ή, όπως ειπώθηκε στην ίδια συνεδρίαση, επειδή δεν αντικαθίστανται οι εξωκοινοβουλευτικοί, κάτι το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, δεν ισχύει αν θυμηθούμε την πρόσφατη καρατόμηση των Σταύρου Παπασταύρου και Γιάννη Μπρατάκου. Εκτός και αν εξαιρούνται οι συγκεκριμένοι επειδή προέρχονται από τα… «γαλάζια σπλάχνα».

Αν οι γαλάζιοι βουλευτές μιλούσαν με κάποιους από τους νέους που επέλεξαν την αποχή ή την υπερψήφιση άλλων κομμάτων, θα αντιλαμβάνονταν ενδεχομένως πόσο δυσκολότερη έχει γίνει η ζωή τους συγκριτικά με τους γονείς και τους παππούδες τους. Μπορεί την τελευταία πενταετία να υποχώρησε αισθητά η ανεργία και να αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός με τον οποίο αμείβονται οι πιο πολλοί νέοι, το επίπεδο ζωής, όμως, ακόμη και όσων εργάζονται με πλήρες ωράριο, πόρρω απέχει, για τη μεγάλη πλειονότητα, από το να τους επιτρέπει να ζήσουν χωρίς τη στήριξη των οικογενειών τους.

        Η ακρίβεια γενικά, η οποία με διαβαθμίσεις πλήττει όλο τον πληθυσμό, αλλά ειδικότερα το οξύ στεγαστικό πρόβλημα, που επιδεινώνεται χρόνο με τον χρόνο, κάνει τον βίο αβίωτο στις γενιές που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν μέσα στην κρίση και δεν πρόλαβαν να γευθούν τους γλυκούς καρπούς της ευημερίας των προηγούμενων δεκαετιών. Ο στόχος για το δικό τους «κεραμίδι» που ήταν εφικτός για τους περισσότερους που ανήκαν στις μεταπολεμικές γενιές, στις μέρες μας έχει μετατραπεί σε άπιαστο όνειρο.

        Ένας νέος της εποχής μας είναι σχεδόν αδύνατο να αποκτήσει τη δική του στέγη με την κατάσταση που επικρατεί στην κτηματαγορά. Ούτε φυσικά θα μπορέσει να «τα φέρει βόλτα» και να ζήσει αξιοπρεπώς εφόσον επιλέξει να μισθώσει το δικό του ακίνητο, εγκαταλείποντας το παιδικό δωμάτιο στο πατρικό σπίτι.

Όσα λοιπόν δεν είπαν οι γαλάζιοι βουλευτές, που έδειξαν να «κόπτονται» για την ιδεολογική καθαρότητα του κόμματός τους, το οποίο υποτίθεται ότι κινδυνεύει με μετάλλαξη από τους… εξωτικούς που ήρθαν να τους πάρουν τους υπουργικούς θώκους, τα είπε την ίδια μέρα ο Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος στην νομισματική έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος επεσήμανε ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος στέγης που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την κυβέρνηση.

Ο κεντρικός τραπεζίτης έθεσε «το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων» υπογραμμίζοντας ότι «η συνεχής αύξηση των τιμών, την οποία τροφοδοτεί η ζήτηση από το εξωτερικό, και το αυξημένο κόστος κατασκευής και δανεισμού διαμορφώνουν επίπεδα τιμών δυσανάλογα προς το διαθέσιμο εισόδημα, δυσχεραίνοντας την απόκτηση πρώτης κατοικίας και συμπαρασύροντας ανοδικά τόσο τις τιμές κατοικιών υποδεέστερων χαρακτηριστικών όσο και τα μισθώματα».

Τα στοιχεία είναι συντριπτικά: οι τιμές των ακινήτων τα τελευταία χρόνια αυξάνονται με ρυθμούς της τάξης πάνω από10% ετησίως και προσεγγίζουν τα επίπεδα προ κρίσης, ενώ στις απολαβές των εργαζομένων δεν έχει καλυφθεί ούτε το μισό χαμένο έδαφος από την εποχή που ξεκίνησε η μνημονιακή επέλαση. Και η οποία μεταξύ πολλών άλλων κατάπιε και θεσμούς όπως ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας που χορηγούσε σπίτια σε αστέγους ή επιδοτούσε το επιτόκιο των δανείων για την αγορά κατοικίας.

Αναρωτιέμαι ειλικρινά τι ανταπόκριση θα εύρισκε από τους συναδέλφους του αν ένας από τους διαμαρτυρόμενους βουλευτές της ΝΔ που πήραν τον λόγο στη γαλάζια Κ.Ο. επέλεγε να προτάξει το συγκεκριμένο ζήτημα ως ένα από τα μείζονα προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία.

Τι λέτε; Θα συγκινούνταν οι υπόλοιποι ή θα επέμεναν να θέτουν τον γάμο των ομόφυλων για να μη δυσαρεστηθεί ο… πνευματικός τους; Ας ελπίσουμε ότι το αίσθημα της (πολιτικής) επιβίωσης θα πρυτανεύσει οδηγώντας την κυβερνητική ηγεσία στη βέλτιστη επιλογή για τους πολίτες.

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024

Δεν κρύβονται τα 2 εκατ. των χαμένων ψηφοφόρων με το… «ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτε»

Το γνωστό και αρκούντως μακάβριο ανέκδοτο με το θύμα ενός τροχαίου ατυχήματος το οποίο, προκειμένου να αποφύγει την επαπειλούμενη εκτέλεση από τον υπαίτιο του βαρύτατου τραυματισμού του, κρύβει επιμελώς τις πληγές του, αναφωνώντας «ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτε…», θύμιζαν στην πλειονότητά τους οι χθεσινοβραδινές αναλύσεις του εκλογικού αποτελέσματος.

Οι περισσότεροι εκπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων που παρήλασαν από τα στούντιο των τηλεοπτικών καναλιών έδειχναν να μην έχουν συναίσθηση ότι η έκβαση της ευρωκάλπης βοούσε από τα ηχηρά μηνύματα αποδοκιμασίας του συνόλου του εγχώριου πολιτικού συστήματος. 

Αποδοκιμασία η οποία εκφράστηκε πρωτίστως μέσω της συντριπτικής αποχής των ψηφοφόρων από την εκλογική διαδικασία και δευτερευόντως από το γεγονός ότι, με ελάχιστες -και πάντως όχι αξιομνημόνευτες- εξαιρέσεις, σχεδόν καμία από τις πολιτικές δυνάμεις που αναμετρήθηκαν σε αυτό τον εκλογικό στίβο δεν κατάφερε να περάσει τον στόχο που είχε θέσει προεκλογικά.

Αν και, για να μην αδικούμε κανέναν, πρέπει να επισημάνουμε ότι, με εξαίρεση κάποια χειροκροτήματα για την… τόνωση της ψυχολογίας των αρχηγών, έλλειψαν οι πανηγυρισμοί από τους ελάχιστους συγκεντρωμένους οπαδούς έξω από τα κομματικά γραφεία, την ίδια στιγμή δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ότι στις μετεκλογικές δηλώσεις δεν ακούστηκε από κανένα ηγετικό χείλος η αναγνώριση της αυτονόητης αλήθειας που είναι ότι σχεδόν όλοι πέρασαν κάτω από τον πήχη των προσδοκιών που οι ίδιοι είχαν θέσει.

Όπως και στις τοποθετήσεις που έγιναν στα τηλεοπτικά πάνελ από στελέχη που είχαν πάει εκεί από νωρίς εφοδιασμένα με «σκονάκια» για την ωραιοποίηση της δικής τους κατάστασης και την ανάδειξη των αδυναμιών των αντιπάλων τους, έτσι και από τις δηλώσεις των αρχηγών έλειψαν οι θαρραλέες παραδοχές και η διάθεση για αυτοκριτική.

Αντιθέτως, όλοι είχαν να προβάλλουν κάποιον δικαιολογητικό ισχυρισμό, προκειμένου να διασκεδάσουν τις αρνητικές εντυπώσεις. Το κυβερνητικό κόμμα, για παράδειγμα, έδωσε έμφαση στο διψήφιο προβάδισμα που το χωρίζει από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας ότι είναι η μεγαλύτερη διαφορά που έχει καταγραφεί ποτέ σε ευρωεκλογές. 

Επεχείρησε έτσι να παρακάμψει το γεγονός ότι όχι μόνον δεν πέτυχε τον στόχο της επανάληψης του 33,12% που είχε λάβει στις προηγούμενες ευρωεκλογές, αλλά και ότι, με το 28,27% στο οποίο υποχώρησε και είναι το χαμηλότερο που έχει πάρει πρώτο κόμμα σε ευρωπαϊκές εκλογές, έχασε και την άτυπη δεύτερη γραμμή άμυνας που ήταν να μην πέσει κάτω από 30%.

Ομοίως, ο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος υποχώρησε στο 14,9% και βρέθηκε τρεις μονάδες κάτω από το περυσινό βουλευτικό ποσοστό που πέτυχε ο Αλέξης Τσίπρας και οκτώ μονάδες κάτω από το ποσοστό που είχε στην ευρωκάλπη του 2019, επεχείρησε να ρίξει το βάρος στη μείωση της διαφοράς με τη ΝΔ από τις 23 στις 13,5 μονάδες. 

Πλην, όμως, η επιχείρηση παραπέμπει σε ένα ακόμη γνωστό και μακάβριο ανέκδοτο με τους υδατοσφαιριστές οι οποίοι, ενώ είχαν χάσει συντριπτικά τον αγώνα, πανηγύριζαν έξαλλα επειδή στο προηγούμενο παιχνίδι είχαν και… ανθρώπινες απώλειες από πνιγμό.

Ούτε φυσικά το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη μπορεί να είναι ευχαριστημένο με την επίδοση του 12,8% που πέτυχε σε αυτή την κάλπη διαψεύδοντας δημοσκοπήσεις και αναλυτές. 

Η αύξηση, όμως, της δύναμής του σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του προηγούμενου χρόνου είναι πολύ ισχνή και δεν διασκεδάζει την εντύπωση από το γεγονός ότι δεν πέτυχε τον στόχο της δεύτερης θέσης που είχε θέσει. 

Πολύ περισσότερο που δεν κατάφερε να καρπωθεί από τη φθορά της κυβερνητικής παράταξης αλλά και από την εμφανή κρίση ηγεσίας που αντιμετωπίζει ο όμορος ΣΥΡΙΖΑ. 

Με τους ρυθμούς ανόδου που εμφανίζει θα χρειαστεί να περάσουν πολλές εκλογικές αναμετρήσεις για να μετατραπεί σε εναλλακτική δύναμη διακυβέρνησης.

Επίσης τα ποσοστιαία κέρδη τα οποία αποκόμισαν τα επόμενα στην κατάταξη κόμματα, όπως είναι η Ελληνική Λύση που υπερδιπλασίασε τις δυνάμεις της ή το ΚΚΕ που κινήθηκε μεν ανοδικά αλλά έχασε την τέταρτη θέση και η Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου που απέσπασε ευρωέδρα, δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι ανατρέπουν τους υφιστάμενους συσχετισμούς δυνάμεων ή δημιουργούν νέα δεδομένα για τους διεκδικητές της μελλοντικής διακυβέρνησης.

Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, από μόνο του το γεγονός ότι από αυτήν την εκλογική αναμέτρηση απουσίασαν πάνω από δύο εκατ. Έλληνες που ψήφισαν πριν από ένα χρόνο, συνιστά μια δυσμενή πραγματικότητα που ουδείς μπορεί να την παραβλέψει, χρεώνοντάς την στους αντιπάλους. 

Επειδή τα ποσοστά της αποχής μπορεί να μη δίνουν την πραγματική εικόνα, εξαιτίας του ότι οι εκλογικοί κατάλογοι χρόνια τώρα δεν έχουν εκκαθαριστεί από τεθνεώτες και ίσως και από διπλοεγγεγραμμένους, ας προσεγγίσουμε το θέμα από την μεριά της συμμετοχής.

Στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 2023 ψήφισαν σχεδόν 6,1 εκατ. Έλληνες πολίτες, αριθμός που στην επαναληπτική εκλογή που έγινε τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου υποχώρησε στα 5,3 εκατ. ψηφοφόρους. Σε αυτές τις ευρωεκλογές οι εκλογείς που άσκησαν το δικαίωμά τους μόλις μετά βίας πέρασαν τα 4 εκατ., σπάζοντας κάθε προηγούμενο αρνητικό ρεκόρ συμμετοχής. 

Με άλλα λόγια, ένας στους τρεις που ψήφισαν πέρυσι δεν αισθάνθηκε την υποχρέωση να το επαναλάβει φέτος, παρά τη διευκόλυνση που είχαμε από την καινοτόμα διαδικασία της επιστολικής ψήφου.

Συγκριτικά, εξάλλου, με την αντίστοιχη ευρωκάλπη του 2019, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ έχασαν από 750 χιλιάδες ψηφοφόρους, ενώ στον αντίποδα η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου κέρδισε 134 χιλιάδες ψηφοφόρους, το ΚΚΕ προσεταιρίστηκε 65 χιλιάδες περισσότερους ψηφοφόρους και το ΠΑΣΟΚ πρόσθεσε στις δυνάμεις του μόλις 62 χιλιάδες επιπλέον ψηφοφόρους.

Κατόπιν τούτων, ποιο αλήθεια από τα κόμματα, δικαιούται να αναλύσει τα αποτελέσματα της Κυριακής καταλήγοντας στο ανεκδοτικό… «ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτε»;

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Γιατί οι πλατείες… γεμίζουν μόνον από οπαδούς αθλητικών ομάδων;

        Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τις οποίες καταβάλουν οι πολιτικοί αρχηγοί και τα άλλα στελέχη των κομμάτων, η συμμετοχή του κόσμου στις προεκλογικές συγκεντρώσεις, που οργανώνονται μόλις μια βδομάδα πριν από τις ευρωεκλογές, είναι, τηρουμένων των αναλογιών με τα ειωθότα εδώ και δεκαετίες στη χώρα μας, από πενιχρές έως πλήρως απογοητευτικές.

Οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές όλων των κομμάτων, οι οποίοι ασθμαίνοντας περιοδεύουν από πόλη σε πόλη για να μπορέσουν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να επικοινωνήσουν με τους ψηφοφόρους όλης της επικράτειας, δυσκολεύονται να βρουν ένα αξιοπρεπές ακροατήριο για να μιλήσουν και να ζητήσουν τον σταυρό των εκλογέων. Και, έτσι, τις περισσότερες φορές εξαντλούν τη δραστηριότητά τους σε μερικές ανόρεκτες χειραψίες που ανταλλάσσουν με συνήθως αδιάφορους θαμώνες καφετεριών ή με καταναλωτές και περιπατητές που κόβουν βόλτες στις αγορές και στα… νυφοπάζαρα.

Η συνθήκη γίνεται ακόμη πιο αποκαρδιωτική αν συγκριθεί με τις τεράστιες κινητοποιήσεις που έγιναν το τελευταίο δεκαπενθήμερο στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και στον Πειραιά από οπαδούς των αθλητικών ομάδων του ΠΑΟΚ, του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού οι οποίοι βγήκαν κατά δεκάδες χιλιάδες στους δρόμους και στις πλατείες για να πανηγυρίσουν τις διακρίσεις και τα τρόπαια που απέσπασαν οι σύλλογοι τους οποίους υποστηρίζουν.

Βλέποντας τον κόσμο που συγκεντρώθηκε το βράδυ της Τετάρτης στην πλατεία Κοραή για να γιορτάσει τον ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό τίτλο που κατέκτησε ο Ολυμπιακός, παλαιός πειραιώτης με έκπληξη επεσήμαινε ότι ήταν ο περισσότερος κόσμος από κάθε άλλη συνάθροιση των τελευταίων δεκαετιών. Και, όπως ο ίδιος παρατηρούσε, μόνον με τη συμμετοχή στις μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις της δεκαετίας του 1980 θα μπορούσε να βρεθεί μια κάποια αριθμητική αναλογία, παρόλο που τα τελευταία χρόνια δεν έλειψαν οι ευκαιρίες των φίλων της πειραϊκής ομάδας για να βγουν στους δρόμους και να διαδηλώσουν τη χαρά τους.

Με αποκορύφωμα τη μεγάλη ανάταση του 2004 όταν οι Έλληνες ξεσπάσαμε σε διαδοχικούς πανηγυρισμούς εκφράζοντας τη χαρά μας για τη θετική πορεία της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα που έγινε στην Πορτογαλία, οι μεγάλες αθλητικές επιτυχίες υπήρξαν πάντοτε αφορμές για μαζικές λαοσυνάξεις και συλλογικούς πανηγυρισμούς. Σε κάθε περίπτωση, το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Το συναντάμε -με διαβαθμίσεις είναι η αλήθεια που έχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία κάθε λαού- σε πολλές χώρες: μικρές και μεγάλες, ευρωπαϊκές και τριτοκοσμικές.

Για την ερμηνεία του θα πρέπει μάλλον να καταφύγουμε στα εργαλεία της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας - ψυχανάλυσης που εστιάζουν στη θεμελιώδη ψυχολογική ανάγκη του «ανήκειν» που χαρακτηρίζει κάθε μέλος του ανθρωπίνου γένους. Οι ειδικοί επιστήμονες θεωρούν ότι το να ανήκουμε σε κάποια ομάδα, είτε πρόκειται για την οικογένειά μας, την κοινότητα των φίλων μας, το σχολικό και εργασιακό περιβάλλον μας, ή τις οποιεσδήποτε άλλες συλλογικότητες, των οποίων για διάφορους λόγους επιλέγουμε να αποτελούμε μέλη, συνιστά έναν σημαντικό παράγοντα κοινωνικοποίησης, ο οποίος μας κάνει να νιώθουμε καλά, μας προσπορίζει οφέλη για τη σωματική και ψυχική υγεία μας και αυξάνει τις πιθανότητες για επαγγελματική επιτυχία.

Πως το λέει ο μέγας Σαββόπουλος στο τραγούδι του με τίτλο «Ας κρατήσουν οι χοροί»; «…των Eλλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία». Για να συμπληρώσει αμέσως μετά ο ίδιος την ευχή η οποία αναμφισβήτητα απηχεί κάθε κοινότητα: «Να μας έχει ο Θεός γερούς πάντα ν' ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε, βρε, με χορούς κυκλωτικούς κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς». Από αρχαιοτάτων χρόνων, άλλωστε, οι άνθρωποι αναζητούσαν λόγους για να ανταμώνουν και να ξεφαντώνουν. Γι΄αυτό και έστηναν πανηγύρια, διοργάνωναν αγώνες, συμμετείχαν σε θρησκευτικές, πολιτιστικές και άλλες εκδηλώσεις, κάτι που αδιάκοπα συνεχίζεται ως τις μέρες μας.

Τις προηγούμενες πολλές δεκαετίες και κυρίως μετά τη Μεταπολίτευση, οι Έλληνες εξέφραζαν την ανάγκη του «ανήκειν» και μέσω της κομματικής ένταξης. Τα μεγάλα κόμματα, που ταυτίζονταν με τις παραδοσιακές παρατάξεις, αλλά και κάποια μικρότερα, είχαν εγγεγραμμένους στα μητρώα των μελών τους δεκάδες ή και εκατοντάδες ανθρώπους, ένα σημαντικό μέρος των οποίων συμμετείχε στις εκδηλώσεις που οργάνωνε ο πολιτικός φορέας με τον οποίο ταυτίζονταν.

Αν και σε αρκετές περιπτώσεις ήταν τα ίδια πρόσωπα που μετακινούνταν από περιοχή σε περιοχή για τη δημιουργία εντυπώσεων… λαοθάλασσας, κανείς δεν μπορεί να συγκρίνει, από άποψη συμμετοχής, τις πολιτικές συγκεντρώσεις του παρελθόντος με τις σημερινές. Η μεγάλη τομή και το σημείο καμπής φαίνεται να ήταν η επέλαση του Μνημονίου και η συνακόλουθη κατάρρευση των πελατειακών δικτύων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτελούσαν τον συνεκτικό δεσμό για τα μέλη των κομμάτων.

Παρόλο που δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία για τον πραγματικό αριθμό των μελών που διαχρονικά είχαν τα κόμματα, καθώς εδώ και χρόνια δεν ακολουθούνται κανόνες εγγραφής και με δύο ευρώ μπορεί ο καθένας να εμφανιστεί για μια και μόνη φορά και να ψηφίσει για την εκλογή αρχηγού, οι αριθμοί των ψηφοφόρων που συμμετέχουν στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις δίνει μια σαφή εικόνα για το ολοένα και μικρότερο ενδιαφέρον των Ελλήνων για το πολιτικό γίγνεσθαι.

Η πολιτική και οι πολιτικοί στη χώρα μας -αλλά η αλήθεια είναι όχι μόνον σε αυτή- έχουν πάψει να παρέχουν θετική προσδοκία, χαρά, ικανοποίηση και αισιοδοξία στους πολίτες. Οπότε είναι μάλλον μοιραία η ολοένα και μεγαλύτερη μείωση του ενδιαφέροντος πολλών -και πάντως όχι μόνον αυτών που χαρακτηρίζαμε παλαιότερα ως «λούμπεν»- για τα πολιτικά τεκταινόμενα, όπως και της διάθεσης για κομματική ένταξη και συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες.

Στις εκλογές του 2004, για παράδειγμα, πήγαν στις βουλευτικές κάλπες πάνω από 7,5 εκατομμύρια ψηφοφόροι, ενώ στις εθνικές εκλογές του περυσινού Ιουνίου ο αριθμός των ψηφισάντων υποχώρησε κάτω από τα 5,3 εκατ. Η πρόβλεψη των ειδικών για τις επερχόμενες ευρωεκλογές είναι ακόμη πιο δυσοίωνη και δεν είναι λίγοι όσοι προεξοφλούν ότι τη μεθεπόμενη Κυριακή η συμμετοχή στις κάλπες θα είναι τόσο χαμηλή που ενδεχομένως θα αποτελέσει μια από τις μεγάλες ειδήσεις, αν όχι και τη μεγαλύτερη όλων, της εκλογικής βραδιάς. 

Οι άδειες πλατείες, άλλωστε, στις οποίες μιλούν οι πολιτικοί μας και μάλιστα σε μια περίοδο που, όπως έδειξαν τα ξεσπάσματα πανηγυριού και χαράς για τις αθλητικές επιτυχίες των ομάδων τους, οι Έλληνες δεν διστάζουν να βγουν στους δρόμους, είναι ένας οιωνός που δύσκολα ανατρέπεται στις λίγες μέρες που μας χωρίζουν από τις κάλπες.

Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

Το «στοίχημα» των… 4,5 εκατομμύριων: Πόσοι Έλληνες θα πάνε στην ευρωκάλπη;


Όλες οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος οι οποίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας δίνουν σχεδόν πανομοιότυπα ευρήματα στην πρόθεση ψήφου των επερχόμενων ευρωεκλογών. Λίγο ως πολύ, το ίδιο, κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες, δείχνουν και οι μετρήσεις που παραγγέλλονται από κομματικά επιτελεία και δεν δημοσιοποιούνται. 

Σε αυτό το πλαίσιο, όλες οι σοβαρές εκτιμήσεις τις οποίες κάνουν ανεξάρτητοι αναλυτές συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η Νέα Δημοκρατία θα κόψει πρώτη το νήμα της ευρωκάλπης της 9ης Ιουνίου με ένα παραπάνω από ευδιάκριτο προβάδισμα από το δεύτερο στην κατάταξη κόμμα που σε αυτή τη φάση φαίνεται να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Βέβαια, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι επιμένουν ότι κάθε άλλο παρά έχουν χαθεί οι ελπίδες του ΠΑΣΟΚ να ανακτήσει εκ νέου τη δεύτερη θέση. 

Οι σχεδόν κατά το ήμισυ «νεόκοποι» ψηφοφόροι που προσελκύει η Κουμουνδούρου, αφού το κόμμα του Στέφανου Κασσελάκη δηλώνουν ότι θα ξαναψηφίσει μόνον το 52% από όσους το ψήφισαν πριν από ένα χρόνο, έχουν πολύ μικρότερη βεβαιότητα ψήφου από τους αντίστοιχους της Χαριλάου Τρικούπη. Εκτιμάται, δηλαδή, ότι στο δίλημμα «παραλία ή κάλπη», οι πρώτοι είναι περισσότερο επιρρεπείς στην επιλογή του μπάνιου.

Αμφιβολίες διατυπώνονται επίσης και για το κατά πόσο θα διατηρηθεί μέχρι τέλους η ανοδική ορμή που παρουσίασαν τους τελευταίους μήνες οι σχηματισμοί οι οποίοι βρίσκονται στην απέναντι πλευρά του κοινοβουλευτικού τόξου. 

Η πέραν της ΝΔ Δεξιά θα βγει πιθανότατα ενισχυμένη από τις ευρωεκλογές, όπως προβλέπεται να συμβεί και με τα κόμματα του ιδίου φάσματος στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πλην, όμως, όσο κυλά ο χρόνος και μετριάζεται ο θόρυβος γύρω από τον νόμο για τον γάμο των ομόφυλων, μάλλον περιορίζονται οι διαμαρτυρόμενοι ψηφοφόροι που θα εξαρτήσουν τη στάση τους από τη συγκεκριμένη κυβερνητική πρωτοβουλία και θα κατευθυνθούν στα ακροδεξιά.

Αν και οι δημοσκόποι, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, τις πιο πολλές φορές πετυχαίνουν στις προβλέψεις τους, στις οποίες οδηγούνται με βάση τα στοιχεία της εκλογικής συμπεριφοράς που συλλέγουν με τα ερωτηματολόγια, δεν είναι λίγες οι φορές που πέφτουν θύματα αστοχιών.

Ο κυριότερος από τους λόγους για τους οποίους αστοχούν σχετίζεται με την ποιότητα των δειγμάτων τους, τα οποία, όταν δεν είναι αντιπροσωπευτικά του πραγματικού εκλογικού σώματος, αδυνατούν να εντοπίσουν διάφορους αστάθμητους παράγοντες που μπορούν να ανατρέψουν τις εκτιμήσεις οι οποίες βασίζονται στα δημοσκοπικά δεδομένα.

Στην προκειμένη περίπτωση, τέτοιοι παράγοντες που είναι δύσκολο να σταθμιστούν με μεγάλη ακρίβεια, είναι, για παράδειγμα, το τελικό ποσοστό της συμμετοχής των πολιτών στην εκλογική διαδικασία, όπως και το συναφές ζητούμενο που είναι η βούληση και η προέλευση όσων δεν θα μπουν, εν τέλει, στον… κόπο να πάνε ως την κάλπη.

Ειδικά σε συνθήκη ευρωεκλογών, κατά την οποία τα παραδοσιακά διλήμματα της διακυβέρνησης είναι εκ των πραγμάτων αμβλυμμένα, συγκριτικά τουλάχιστον με τις βουλευτικές κάλπες, καθίστανται ακόμη πιο δυσχερείς οι υπολογισμοί για την επίπτωση που μπορεί να έχει στο εκλογικό αποτέλεσμα η πιθανότητα να ψηφίσουν λιγότεροι από τους μισούς των πάνω από 9,8 εκατ. ψηφοφόρων οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στους ελληνικούς εκλογικούς καταλόγους που δεν φημίζονται, ωστόσο, για την… εγκυρότητά τους και χρήζουν εδώ και χρόνια ουσιαστικής εκκαθάρισης.

Πολύ περισσότερο που η φετινή ευρωκάλπη είναι η πρώτη εδώ και 15 χρόνια που δεν συμπίπτει με άλλη εκλογική διαδικασία και συγκεκριμένα με τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές που το 2014 και το 2019 είχαν γίνει ταυτόχρονα και, ως εκ τούτου, οι χιλιάδες υποψήφιοι για τα αυτοδιοικητικά αξιώματα είχαν σημαντική συμβολή στην προσέλκυση των ψηφοφόρων οι οποίοι, αφού έφθαναν ως τα εκλογικά τμήματα, ψήφιζαν και στις τρεις κάλπες.

Από όλα αυτά, όμως, σημαντικότερο στοιχείο μπορεί να αποδειχθεί η προϊούσα «αποπολιτικοποίηση» της ελληνικής κοινωνίας, που επιδεινώθηκε μετά την επέλαση του Μνημονίου το οποίο οδήγησε στη βίαιη κατάλυση των δεσμών που είχε ένας πολύ μεγάλος αριθμός των Ελλήνων πολιτών με τα παραδοσιακά μεγάλα κόμματα και ανέδειξε νέους σχηματισμούς και μορφώματα που βρήκαν μεν πρόσκαιρο εκλογικό ακροατήριο αλλά δεν απέκτησαν ποτέ ανάλογες κοινωνικές ρίζες.

Την τελευταία εικοσαετία η μείωση των ψηφοφόρων είναι ραγδαία, όπως αποκαλύπτεται από τους απόλυτους αριθμούς με τους ψηφίσαντες οι οποίοι από το ιστορικό υψηλό της συμμετοχής που είχαμε στις βουλευτικές εκλογές του 2004, όταν πήγαν στις κάλπες 7.573.368 ψηφοφόροι, στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση οδηγηθήκαμε στο ιστορικό χαμηλό του περυσινού Ιουνίου οπότε προσήλθαν στις κάλπες 5.273.299 ψηφοφόροι.

Σε διάστημα δύο δεκαετιών, δηλαδή, και παρότι στο ενδιάμεσο μειώθηκε στα 17 έτη το όριο ηλικίας για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, πάνω από 2,3 εκατ. Έλληνες απέστρεψαν το πρόσωπό τους από τις εκλογές, που σημαίνει ότι περίπου ένας στους τρεις συμπολίτες μας θεώρησε ότι δεν έχει ενδιαφέρον για τη ζωή του η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία.

Αν λάβουμε υπόψη και την μάλλον πενιχρή αποδοχή που βρήκε η επιστολική ψήφος, τόσο από τους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό (49.234) όσο και στους κατοίκους του εσωτερικού (153.322) που εκμεταλλεύτηκαν τη δυνατότητα να ψηφίσουν νωρίτερα από τον… καναπέ ή το γραφείο και να πάνε για μπάνιο την ημέρα των εκλογών, τα πράγματα δεν προοιωνίζονται ιδιαιτέρως ευοίωνα για την κάλπη της 9ης Ιουνίου.

Την τελευταία φορά που έγιναν μόνον ευρωεκλογές και ήταν τον Ιούνιο του 2009, η συμμετοχή ήταν στο 52,54% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους και οι ψηφίσαντες είχαν υποχωρήσει στους 5.261.749, ενώ λίγους μήνες αργότερα που έγιναν βουλευτικές εκλογές, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, ανήλθαν στους 7.044.606.

Αν επιβεβαιωθούν οι υπολογισμοί που γίνονται από ορισμένους ειδικούς αλλά και από κομματικά επιτελεία, που λαμβάνουν υπόψη και την τεράστια αποχή των αυτοδιοικητικών εκλογών του περασμένου χρόνου, όταν, για παράδειγμα, στον δεύτερο γύρο για την ανάδειξη του δημάρχου Αθηναίων η συμμετοχή υποχώρησε στο 40,71% από 52,5% που ήταν την πρώτη Κυριακή, τότε το πιθανότερο είναι ότι στις 9 Ιουνίου θα καταρριφθεί κάθε προηγούμενο ρεκόρ εκλογικής αποχής.

Το «στοίχημα», το οποίο, ανεπισήμως τίθεται από τους ιθύνοντες των εκλογών, είναι να πλησιάσουν οι ψηφίσαντες τα 5 εκατ. και πάντως να μην πέσουν κάτω από τα 4,5 εκατ. Το αν θα κερδηθεί ή όχι το «στοίχημα» θα το μάθουμε όταν κλείσουν οι ευρωκάλπες.

Τότε επίσης θα πληροφορηθούμε και το ποιος ή ποιοι θα ευνοηθούν από την πιθανολογούμενη εκτόξευση της αποχής. Και πόσο αυτή θα εκθέσει ή όχι τους δημοσκόπους εφόσον πέσουν έξω στις εκτιμήσεις τους.

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Που θα πάει η αποχή;



            Λίγο τα γραπτά μηνύματα με τις πασχαλινές ευχές των -γνωστών μας ή και, πιο συχνά, αγνώστων- υποψήφιων ευρωβουλευτών που έφθασαν στα κινητά τηλέφωνα μας, λίγο περισσότερο η κινητικότητα που συναντήσαμε όσοι εκδράμαμε τούτες τις μέρες στην ελληνική περιφέρεια από τους πολυπληθείς συμπολίτες μας που διεκδικούν τοπικά αξιώματα, επιτέλους η ατμόσφαιρα άρχισε σε κάτι να θυμίζει ότι διάγουμε προεκλογική περίοδο.
            Δεν ξέρω αν είναι δείγμα… καθυστερημένου «εξευρωπαϊσμού», αφού στην υπόλοιπη ήπειρό μας η συμμετοχή στις ευρωεκλογές ήταν πάντα χαμηλότερη από ό,τι στην Ελλάδα, ή αν πρόκειται απλώς για μια ακόμη από τις πολλές συνέπειες που αφήνει πίσω της η βίαιη μνημονιακή προσαρμογή της τελευταίας τετραετίας, αλλά οι κάλπες του Μαΐου, παρότι μάλιστα είναι διπλές, δεν δείχνουν να… συνεγείρουν τα πλήθη των Ελλήνων, τουλάχιστον με τον τρόπο που ξέραμε την τελευταία τεσσαρακονταετία.
            Μέχρι πρότινος, άλλωστε, αν εξαιρέσει κανείς τους «επαγγελματίες» του είδους, το εν τη ευρεία εννοία πολιτικό προσωπικό και τα διασυνδεμένα με αυτό πρόσωπα, εμάς τους δημοσιογράφους, αλλά και τα κομματικά… τρολ που κάνουν υπερωρίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το ενδιαφέρον αυτού που λέμε «κοινή γνώμη» για τις επικείμενες –κρίσιμες, κατά τα άλλα- εκλογικές αναμετρήσεις, ήταν από περιορισμένο έως πολύ χαμηλό.
            Το που θα οδηγήσει αυτό το χωρίς προηγούμενο κλίμα… πολιτικής (ή μήπως μόνον κομματικής;) απάθειας ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας είναι δύσκολο να το προδικάσει κάποιος. Όπως εξίσου δύσκολη είναι η αποστολή των εμπλεκόμενων στην εκλογική διαδικασία να το ανατρέψουν στις πολύ λίγες εβδομάδες που απομένουν πλέον για το ραντεβού, κατ΄ αρχήν με τις κάλπες της 18ης Μαΐου για τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών και μια εβδομάδα αργότερα, στις 25 Μαΐου, με τις κάλπες του δευτέρου γύρου για τις περιφερειακές και τις δημοτικές αρχές, αλλά και των ευρωεκλογών.
            Η χρονική σύμπτωση, για πρώτη φορά στα εκλογικά χρονικά της χώρας μας, δύο τόσο διαφορετικών αναμετρήσεων, δυσκολεύει έτι περαιτέρω όχι μόνον την πρόγνωση των αποτελεσμάτων που θα προκύψουν από τις συγκεκριμένες κάλπες, αλλά, πολύ περισσότερο, την ανάλυσή τους, κυρίως λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα που, εκ των πραγμάτων αποκτούν ειδικά οι ευρωεκλογές, τις οποίες οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις τις συνδέουν, εμμέσως ή αμέσως, με την κυβερνητική σταθερότητα και τις εν γένει πολιτικές εξελίξεις του προσεχούς διαστήματος.
            Στις τελευταίες εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, όταν και πάλι οι κυρίαρχες δυνάμεις, που τότε αντιπροσώπευαν ένα πολλαπλώς μεγαλύτερο από το σημερινό κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό τμήμα του εκλογικού σώματος, είχαν θέσει αντίστοιχα διλήμματα, κατάφεραν να οδηγήσουν στις κάλπες του Ιουνίου του 2009 μόλις το 50% όσων είχαν δικαίωμα ψήφου.
            Ενάμισι χρόνο αργότερα, στις αυτοδιοικητικές εκλογές που έγιναν, το φθινόπωρο του 2010, ενώ η χώρα είχε μπει στο μνημόνιο, αλλά οι συνέπειες του δεν είχαν φανεί ακόμη σε όλο τους το εύρος, στον πρώτο γύρο, που υπήρχαν μεγαλύτερες δεσμεύσεις σε πρόσωπα που ήταν υποψήφιοι, η αποχή έφθασε στο 40%, αλλά στον δεύτερο γύρο, οπότε είχε κριθεί το ζήτημα της σταυροδοσίας των συμβούλων και κάποιοι υποψήφιοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες είχαν αποκλειστεί από την πρώτη Κυριακή, το ποσοστό όσων δεν πήγαν να ψηφίσουν ξεπέρασε το 55% και σε ορισμένες περιπτώσεις (Αττική και αλλού) προσέγγισε το 60%.
            Τι θα συμβεί αυτή τη φορά; Πόσοι ψηφοφόροι θα πάνε στις κάλπες και κυρίως ποιοι; Θα είναι μόνον οι διασυνδεμένοι –όσοι υπάρχουν ακόμη…- με τα κόμματα ή θα υπάρξει ευρύτερη κινητοποίηση που θα περιορίσει τον αριθμό όσων επιλέξουν να απολαύσουν, ειδικά αν είναι καλός ο καιρός, ένα πρόωρο θερινό κολύμπι; Θα φθάσουν ως την κάλπη μόνον οι διαμαρτυρόμενοι ή θα σηκωθεί από τον καναπέ και η συνήθως «σιωπηλή πλειοψηφία» που θέλει την ευρωπαϊκή Ελλάδα, αλλά θεωρεί «χαλαρή» την ψήφο των ευρωεκλογών;   
            Και το, ίσως, σημαντικότερο ερώτημα για τις 25 Μαΐου είναι το εξής: Τι αντίκτυπο θα έχουν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, στη δεύτερη εκλογική Κυριακή που θα ψηφίζουμε ταυτόχρονα και για τις ευρωεκλογές; Αν, για παράδειγμα, τα κόμματα της συγκυβέρνησης συγκρατήσουν, όπως διαφαίνεται, ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων που έχουν στην Αυτοδιοίκηση, αυτό θα ενισχύσει την «παράσταση νίκης» της ΝΔ, πρωτίστως, και της «Ελιάς», δευτερευόντως, στην ευρωκάλπη ή οι πολίτες θα προσέλθουν στα εκλογικά τμήματα και, για να… εξισορροπήσουν τα πράγματα, θα προτιμήσουν να στηρίξουν τα ευρωψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ και των υπόλοιπων αντιπολιτευόμενων δυνάμεων;
            Τα κρίσιμα αυτά ερωτήματα είναι αδύνατον να απαντηθούν, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, όπως αναγνωρίζουν οι πλέον σοβαροί εκλογικοί αναλυτές, οι οποίοι μελετούν τις έρευνες για τη διάθεση των πολιτών, που -με καταιγιστικό, θα έλεγε κανείς, τρόπο- διεξάγονται το τελευταίο διάστημα και θα συνεχιστούν –χωρίς περιορισμούς, αφού άλλαξε η νομοθεσία- μέχρι την παραμονή της διπλής αναμέτρησης.
            Με λίγα λόγια, ο βασικός «άγνωστος χ» αυτών την εκλογών είναι η αποχή και ποιοι θα την επιλέξουν ως συνειδητή (ή μη) στάση.