Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μετανάστες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μετανάστες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Μήπως να αρχίσει να… βιάζεται ο Κυριάκος;



Για όσους ενδεχομένως δεν το είχαν αντιληφθεί, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης το είπε και ρητά στην τελευταία του συνέντευξη, το βράδυ της περασμένης Τρίτης στον Σκάι, ότι δεν βιάζεται να γίνει πρωθυπουργός.
Θέλετε επειδή διαθέτει αρκετή αυτοπεποίθηση, τέτοια που τον κάνει να έχει πειστεί ότι ο χρόνος είναι με το μέρος του, θέλετε επειδή αποτελεί για εκείνον διδακτικό μάθημα το πάθημα του νυν πρωθυπουργού, ο οποίος στην παθιασμένη πρεμούρα του να βρεθεί μια ώρα αρχύτερα στην εξουσία, είπε και έκανε πράγματα που τώρα δεν τιθασεύονται με καμία δύναμη, η εντύπωση που αποκομίζει όποιος συναντά τον νεοκλεγέντα αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι σπεύδει βραδέως στην πορεία που έχει χαράξει προς την διεκδίκηση της εξουσίας.
Δίχως να δίνει την εντύπωση ότι χάνει χρόνο, οι κινήσεις που κάνει τόσο στην εσωτερική σκακιέρα όσο και ευρύτερα στις σχέσεις του με την κυβέρνηση αλλά και με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, εκπέμπουν έλλειψη άγχους, καθώς και υψηλό βαθμό σιγουριάς που δείχνει εφάμιλλη με εκείνη την οποία εξέφραζε κατά τη μακρά προεκλογική κούρσα για την ηγεσία της ΝΔ όταν, σε πείσμα των προβλέψεων και των εκτιμήσεων, επέμενε ότι θα έκοβε το νήμα αναδεικνυόμενος, όπως και έγινε, νικητής στον δεύτερο γύρο.
Με σαφή πρόθεση να προστατεύσει τη σοβαρότητά του, ο κ. Μητσοτάκης δηλώνει, από τη μια, ότι δεν ζητεί εκλογές και απορρίπτει, από την άλλη, τα σενάρια συγκυβέρνησης που στοίχισαν τόσο πολύ στο κόμμα του στις κάλπες του περασμένου Σεπτεμβρίου όταν εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες οι οποίοι λίγους μήνες νωρίτερα είχαν ψηφίσει τη ΝΔ δεν εύρισκαν λόγο να το ξανακάνουν αφού πρόβαλε στον ορίζοντα ως προτιμότερη λύση η συνεργασία με το μέχρι πρότινος «απόλυτο κακό» όπως ήθελε η προηγούμενη ηγεσία της Κεντροδεξιάς παράταξης να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο πρόεδρος της ΝΔ χαράσσει πλέον σαφείς διαχωριστικές γραμμές, υποστηρίζοντας ότι «δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για συνεργασία ανάμεσα στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ», προσθέτοντας, ίσως και για να τον ακούσουν στην Ευρώπη, ότι το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα «δεν είναι ένα συμβατικό κόμμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας». Παρά ταύτα, όμως, αποφεύγει, προφανώς και λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, να κλείσει ερμητικά την πόρτα μια ενδεχόμενης συνεργασίας.
Έτσι, κρατώντας και ορισμένες πισινές, που δεν θα τον κάνουν να αυτοδιαψευστεί στο μέλλον, δηλώνει: «Δεν μπορώ να προβλέψω τι θα γίνει τους επόμενους μήνες, αλλά με τα σημερινά δεδομένα συνεργασία με τον κ. Τσίπρα δεν είναι εφικτή». Δικαιολογεί την απορριπτική προαίρεσή του με το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχει ο κίνδυνος που υπήρχε πέρυσι τον Ιούλιο», καθώς «τότε δεν ήμασταν σε πρόγραμμα και άρα το Grexit ήταν προ των πυλών». Ταυτοχρόνως, εκφράζει την εκτίμηση ότι «με τα σημερινά δεδομένα δεν υπάρχει κίνδυνος Grexit», αλλά συμπληρώνει: «Δεν είμαι όμως μάντης για να ξέρω τι θα συμβεί μετά από τέσσερις μήνες».
Όσο αλήθεια είναι ότι μόνον μάντεις μπορούν να ξέρουν τι μας περιμένει το επόμενο τετράμηνο, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι δεν χρειάζονται μαντικές ικανότητες για να αντιληφθεί κανείς τα μαύρα σύννεφα που προβάλλουν στον ορίζοντα της χώρας. Σύννεφα, τα οποία οι χειρισμοί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, αντί να τα απομακρύνουν, τα φέρνουν όλο και πιο κοντά.
Δεν είναι μόνον οι δυναμικές κινητοποιήσεις για το Ασφαλιστικό, που από τη μια έχουν τη… συμπαράταξη του ΣΥΡΙΖΑ και από την άλλη δέχονται τις υπονομευτικούς υπαινιγμούς της κυβέρνησης περί… συσχετισμού τους με τις άδειες των καναλιών (!). Είναι, πολύ περισσότερο, τα εφιαλτικά σενάρια της ευρωπαϊκής απομόνωσής μας εξαιτίας του Προσφυγικού που δύσκολα θα την αποφύγουμε μετά την άφρονα απόφαση να γίνουν τα περιβόητα κέντρα καταγραφής (hot spots) σε ελληνικό έδαφος, επειδή ορισμένοι ήθελαν  να «εμπορευτούν» -πολιτικά, αλλά και… οικονομικά!- την αλληλεγγύη προς τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Το «φλερτ με τις πολιτικές αυταπάτες», για το οποίο τόσο παραστατικά και συνάμα απολύτως αφοπλιστικά μίλησε πρόσφατα ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης, είναι, δυστυχώς, ενεργά παρόν και σηματοδοτεί μία προς μία όλες τις κυβερνητικές αποφάσεις.
Την ώρα, άλλωστε, που ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επαναφέρει στο προσκήνιο την πρόταση για προσωρινή έξοδο από την ευρωζώνη, την οποία ήδη από το 2011 είχε διατυπώσει προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο, οι εγχώριοι κυβερνώντες βαυκαλίζονται ότι θα πετύχουν ταχεία ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος και ελάφρυνση του χρέους, με την ψευδαίσθηση ότι θα μπορέσουν να συνεχίσουν το έργο των διορισμών συγγενών και φίλων στο Δημόσιο που είναι το μόνο στο οποίο επιδίδονται με τόση προσήλωση αφότου ήρθαν στην εξουσία.
Επειδή, όμως, οι αυταπάτες δεν διαρκούν αιώνια και οι ψευδαισθήσεις είναι αποδοτικές όταν είσαι στην αντιπολίτευση, άντε και τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης, που είναι «μήνες του μέλιτος», ο ισχυρισμός του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας ότι «η διαφύλαξη της κυβερνητικής σταθερότητας αφορά τον κ. Τσίπρα και τον κ. Καμμένο» θα αποδειχθεί πολύ σύντομα ότι δεν ισχύει.
Γιατί μπορεί να ελπίζει και να εύχεται ο κ. Μητσοτάκης να καταφέρει ο κ. Τσίπρας –με τον κ. Καμμένο ή και με άλλους κυβερνητικούς εταίρους- να περάσει όλους τους εφαρμοστικούς νόμους του τρίτου Μνημονίου για να έρθει εκείνος αργότερα στην εξουσία και να βρει ελεύθερο το πεδίο, δύσκολα θα εκπληρωθούν οι ελπίδες του και ακόμη δυσκολότερα θα εισακουστούν οι ευχές του.
Γι΄ αυτό, καλού-κακού, ας αρχίσει να βιάζεται ο πρόεδρος της ΝΔ. Η ώρα που θα κληθεί να επωμιστεί μέρος ή ίσως και το σύνολο της ευθύνης –αυτό θα εξαρτηθεί από την υπευθυνότητα του νυν πρωθυπουργού- για τη σωτηρία της χώρας δεν φαίνεται ότι θα βραδύνει πολύ.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Οι συμψηφισμοί, τα ανοικτά σύνορα και ο νέος παγκόσμιος χάρτης


            Μπορεί ως φαινόμενο να παρατηρείται και σε άλλες χώρες, καθώς η βλακεία δεν έχει σύνορα, αλλά έχω την αίσθηση ότι η έκταση που παίρνουν στη χώρα μας οι απόπειρες συμψηφισμού των θυμάτων από τα τυφλά τρομοκρατικά χτυπήματα, όπως εκείνο της περασμένης Παρασκευής στο Παρίσι, με τους μετανάστες και πρόσφυγες που θαλασσοπνίγονται στη Μεσόγειο, δεν νομίζω να βρίσκουν πουθενά αλλού τόσο πρόσφορο έδαφος.
            Είναι, δυστυχώς, αρκετοί οι συμπατριώτες μας οι οποίοι, κυρίως μέσα από Διαδίκτυο και το καμουφλάζ της θρασύδειλης ανωνυμίας που προσφέρει, ενίστανται έναντι όλων όσοι εκφράζουμε τη θλίψη και τον αποτροπιασμό μας για την ασύμμετρη απειλή που συνιστούν οι τζιχαντιστές και την τυφλή βία την οποία είναι έτοιμοι να εξαπολύσουν ανά πάσα στιγμή, βάζοντας στο στόχαστρο τις ζωές όλων μας.
            «Όλα έγιναν για να σταματήσουν οι προσφυγικές ροές», διαμαρτύρεται ο ένας. «Δεν είδα την ίδια ευαισθησία όταν βομβαρδίζονταν η Συρία», ασχημονεί ο άλλος. «Γιατί δεν βάλατε στο προφίλ σας και τη σημαία του Λιβάνου, όπως κάνετε τώρα με τη γαλλική;», εγκαλεί ένας τρίτος που διεκδικεί για το εαυτό του τη μοναδικότητα της «ευαισθησίας» για την πρόσφατη πολύνεκρη βομβιστική επίθεση στη Βηρυτό.
Και όλα αυτά συνοδεύονται, συνήθως, από αναρτήσεις φωτογραφιών αρχείου που απεικονίζουν νεκρά προσφυγόπουλα. Με στόχο, άραγε, τι; Να… νοιώσουμε τύψεις και να θρηνήσουμε λιγότερο για τους φοιτητές που έπεσαν νεκροί παρακολουθώντας τη συναυλία στο Μπατακλάν; Τόσο δύσκολο, δηλαδή, είναι να αντιληφθούν ορισμένοι ότι μπορεί κάποιος να θλίβεται και να αγανακτεί για το δράμα των προσφύγων, χωρίς να… επιχαίρει για την τρομοκρατική δράση των φανατικών;
            Είναι διανοητικά ασύλληπτο ότι σε αυτή τη χώρα η οποία, παρά τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει, παραμένει ανοικτή και δημοκρατική, κατοικούν τόσοι τυφλωμένοι από ιδεοληπτικά στερεότυπα –ας θυμηθούμε τους «Δίδυμους Πύργους» της Νέας Υόρκης- άνθρωποι οι οποίοι αντιδρούν τόσο στενόμυαλα και τόσο στενόκαρδα απέναντι στην αποτρόπαια απειλή του τζιχαντισμού, εγκαλώντας την Ευρώπη, την οποία θεωρούν υπαίτια για ό,τι συμβαίνει εντός και εκτός της επικράτειάς της: από τους πνιγμούς στο Ανατολικό Αιγαίο ως την επίθεση των καμικάζι στο Σταντ ντε Φρανς.
Ακόμη πιο εξοργιστικό, όμως, είναι ότι πίσω από αυτές τις δήθεν «ευαισθησίες» υποκρύπτεται ένας μισαλλόδοξος αντιευρωπαϊσμός για χάρη του οποίου αναγνωρίζονται κάθε είδους άλλοθι στους σκοταδιστές που στην πραγματικότητα είναι ένοχοι τόσο για τα τυφλά χτυπήματα του Παρισιού, της Άγκυρας και της Βηρυτού, όσο και για το βίαιο ξεσπίτωμα των Σύρων, των Αφγανών, των Λίβυων, αλλά και των υπολοίπων που εγκαταλείπουν τις εστίες τους για οικονομικούς λόγους, καθώς η δράση όλων αυτών των φανατισμένων αφανίζει τις χώρες αυτές στερώντας τους τη δυνατότητα για ανάπτυξη.    
Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, η Ευρώπη και ο υπόλοιπος πολιτισμένος κόσμος δεν μπορούν να αντιδρούν ως Πόντιοι Πιλάτοι, δηλώνοντας άμοιροι ευθυνών και περιοριζόμενοι μόνον στο να ξαναϋψώνουν τείχη και να κατασκευάζουν νέους φράκτες για να περιορίσουν τις προσφυγικές ροές αλλά και τα μεταναστευτικά ρεύματα που θα εξακολουθήσουν –με ή χωρίς πολέμους- να κινούνται προς την (πλούσια και δημοκρατική) Ευρώπη.
Προς κακοφανισμό, ίσως, πολλών από τους φανατικούς πολέμιους της Ευρώπης και της προοπτικής για μεγαλύτερη εμβάθυνση της ενοποίησής της, η ήπειρος μας αποτελεί τον βασικό προορισμό για εκατομμύρια άμοιρους από την Ασία και την Αφρική, οι οποίοι πιστεύουν ότι εδώ θα βρουν, εκτός από την ελπίδα για οικονομική ευημερία, συνθήκες ελευθερίας και ασφάλειας που –παρά τα στραβά και τα ανάποδα τα οποία μπορεί ο καθένας μας να καταμαρτυρά- μόνον οι ευρωπαϊκές κοινωνίες εξασφαλίζουν. Και αυτό μάλλον είναι εκείνο που περισσότερο από ό,τιδήποτε άλλο τις καθιστά, εκτός από μεταναστευτικό προορισμό, και στόχο των κάθε λογής σκοταδιστών.
Ας το καταλάβουμε, όμως, δεν υπάρχει δυνατότητα να ανοίξουν τα ευρωπαϊκά σύνορα –όπως αφελώς πιστεύουν και αρκετοί που απαρτίζουν την κυβερνητική εξουσία στην Ελλάδα- ώστε να δοθεί η ευκαιρία σε όλους όσοι θέλουν να αναζητήσουν την τύχη τους στην Ευρώπη. Και δεν πρόκειται να υπάρξει. Γιατί, πέραν των άλλων, πολύ σύντομα θα ερήμωναν από τη φυγή ενδεχομένως και του συνόλου του πληθυσμού τους, δεκάδες χώρες της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
Η οργανωμένη διεθνής κοινότητα είναι υποχρεωμένη να μην επαναλάβει τα λάθη του πρόσφατου παρελθόντος και να αναζητήσει λύσεις τέτοιες ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο να συγκεντρωθεί ο μισός πληθυσμός της γης στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Βεβαίως, οι καταδιωκόμενοι από τους πολέμους και οι αιτούντες άσυλο πρέπει να βρουν αρωγή, αλλά δεν είναι υποχρεωτικό κάτι τέτοιο να ισοδυναμεί με δυνατότητα για μόνιμη μετανάστευση.
Είναι, για παράδειγμα, προσφορότερο τα εκατομμύρια των Σύριων που κυνηγημένοι από τους τζιχαντιστές πέρασαν στην Τουρκία, να μείνουν σε καταυλισμούς εκεί, παρά να μεταφερθούν σε καταυλισμούς στην Ευρώπη. Γιατί στην πρώτη περίπτωση μπορεί –με τη συνδρομή της Ευρώπης και της διεθνούς κοινότητας- η πλειονότητά τους κάποια στιγμή να επιστρέψει στη γενέθλια γη. Ενώ, αντιθέτως, αν τους δοθεί «ελευθέρας» για την Ευρώπη, πέρα από τα προβλήματα με τα οποία θα έρθουν αντιμέτωποι στις νέες πατρίδες, οι πιθανότητες επαναπατρισμού τους –όταν αρθούν οι λόγοι της φυγής τους- περιορίζονται σημαντικά.
Πολιτική βούληση θέλει και ανοικτά μυαλά. Αλλά πάνω από όλα διάθεση για αποτελεσματική δράση. Έτσι ώστε να παταχθούν ανελέητα οι τζιχαντιστές οι οποίοι απειλούν να αλλάξουν τον παγκόσμιο χάρτη τόσο δραματικά και τόσο σύντομα όσο δεν κατάφερε, ίσως, κανένα άλλο πολιτικό ή θρησκευτικό κίνημα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ας το έχει υπόψη του ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας καθώς θα ταξιδεύει προς την Άγκυρα…

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Η πίστωση χρόνου δεν είναι επί παντός



           «Τρομοϋστερία» (!) συνιστά, σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Γαβριήλ Σακελλαρίδη, η κριτική που ασκείται για την απολύτως ανεξέλεγκτη δράση που επιδεικνύουν τις τελευταίες εβδομάδες οι λεγόμενοι «αντιεξουσιαστές», οι οποίοι κουνούν απειλητικά το δάκτυλο στην οργανωμένη Πολιτεία και καταλύουν, όπως είναι και ο στόχος τους, κάθε έννοια νομιμότητας, ποτέ με την ολιγόλεπτη εισβολή τους στο προαύλιο του Κοινοβουλίου και πότε με την μονιμότερη κατάληψη πανεπιστημιακών χώρων.
             Είναι απορίας άξιον σε ποιους χώρους ζουν και κινούνται όσοι υπαγόρευσαν στον κ. Σακελλαρίδη το περιεχόμενο μιας τέτοιας ανακοίνωσης, όπως και της αντίστοιχης κυβερνητικής ανακοίνωσης που είχε εκδοθεί λίγες ώρες νωρίτερα και με την οποία επεχειρείτο να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα σε σχέση με τα μεταναστευτικά κύματα τα οποία κατακλύζουν τη χώρα σχεδόν από κάθε γωνιά των συνόρων της και που, όσο και αν το αρνούνται στην κυβέρνηση, δεν είναι παρά αποτέλεσμα της πολιτικής του "ανοίξατε και σας περιμένουμε" που εφαρμόζεται τους τελευταίους δυόμισι μήνες.
             Και στη μια και στην άλλη περίπτωση οι συντάκτες των ανακοινώσεων φαίνεται να μη ζουν και να μην κινούνται μέσα στο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας, η οποία εμφανίζει μεν, στη μέγιστη πλειονότητά της, αξιοθαύμαστη ανοχή απέναντι στη νέα κυβέρνηση σε ό,τι αφορά το μείζον ζήτημα της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και δανειστές της χώρας, πλην, όμως, δεν δείχνει διατεθειμένη να ανεχθεί τα πάντα για πάντα.
             Στα πασχαλινά τραπέζια και στις συνάξεις των γιορτινών αυτών ημερών διάχυτη ήταν η εντύπωση ότι, παρά τις απειλές από το εξωτερικό και τα μαύρα σύννεφα που προβάλλουν στον ορίζοντα και προοιωνίζονται συνέχιση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, των μνημονιακών πολιτικών, σε πολύ κόσμο παραμένει ακόμη ζωντανή η ελπίδα ότι, σε πείσμα όλων όσοι μιλούμε για καθυστέρηση που επιβαρύνει την ήδη δραματική κατάσταση, κάτι καλύτερο μπορεί να προκύψει από τον τρόπο που χειρίζεται τα πράγματα η σημερινή κυβέρνηση.
             Ταλαιπωρημένη, ίσως, από τις πολλές προηγούμενες διαψεύσεις, μεγάλη μερίδα των πολιτών και ανάμεσά τους αρκετοί εξ εκείνων που δεν ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, κάνοντας, μάλλον, την επιθυμία τους πραγματικότητα, επειδή δεν θέλουν άλλες διαψεύσεις, δίνουν, χωρίς να υπεισέρχονται στη λεπτομερή ουσία των όσων διαμείβονται στις διαπραγματεύσεις, αφειδώλευτη πίστωση χρόνου στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και στην κυβέρνησή του, ευχόμενοι, περισσότερο, παρά πιστεύοντες, να πετύχουν εκεί που οι προηγούμενοι απέτυχαν και να καταφέρουν να συνάψουν μια (μαγική;) συμφωνία τέτοια που να τερματίζει την κρίση.
             Όσο ανεκτικοί, όμως, δείχνουν να είναι οι πολίτες στο ζήτημα της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και δανειστές, στο οποίο (θέλουν να) ρίχνουν στην πλευρά των ξένων σχεδόν όλο το βάρος της ευθύνης για την αργοπορία που παρατηρείται, τόσο επιτακτική είναι η απαίτηση που έχουν από τον κ. Τσίπρα και τους υπουργούς του να επιδείξουν ικανότητα διακυβέρνησης και να αντιμετωπίσουν με σχέδιο, αποφασιστικότητα και χωρίς ιδεοληπτικές εμμονές τα καθημερινά προβλήματα που ανακύπτουν.
            Σχεδόν καθολική πεποίθηση αποτελεί ότι η πολιτική των "ανοιχτών συνόρων" για όλους ανεξαιρέτως τους μετανάστες οι οποίοι καταφέρνουν να φθάσουν τα ελληνικά σύνορα και άμα τη αφίξει τους δηλώνουν "πρόσφυγες", δεν μπορεί να αποτελεί την επίσημη θέση της χώρας μας, μόνον και μόνον επειδή έτσι θέλει να πιστεύει μια μερίδα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που συγκυριακά βρέθηκαν στην εξουσία παρότι εκφράζουν μειοψηφικές απόψεις και εκπροσωπούν περιθωριακές ομάδες.
            Όπως συμβαίνει με όλες τις άλλες χώρες του πλανήτη που θεσπίζουν περιορισμούς στους μετανάστες που δέχονται, η Ελλάδα έχει προ πολλού εξαντλήσει τα όρια της και, πάντως, δεν μπορεί να γίνει η χώρα υποδοχής για τους μετανάστες ολόκληρης της υφηλίου για να ικανοποιηθούν κάποιοι ακραία ιδεοληπτικοί που αδυνατούν να αναγνωρίσουν τους πραγματικούς λόγους της πρόσφατης κυβερνητικής αλλαγής και φαντασιώνονται ότι μπορεί να επιβληθούν οι θέσεις και οι απόψεις τους στο σύνολο της κοινωνίας, η οποία έχει εντελώς διαφορετικές απαιτήσεις.
           Το πρόταγμα, άλλωστε, της εμπέδωσης κλίματος ασφάλειας παραμένει ισχυρό για τους περισσότερους πολίτες σε αυτή τη χώρα. Πολίτες που αισθάνονται ότι έχουν κι εκείνοι δικαιώματα σε μια αξιοπρεπή ζωή και δεν μπορεί να αγνοούνται. Πολίτες που δεν τους αγγίζουν ισχυρισμοί για υιοθέτηση, τάχατες, ακροδεξιάς ατζέντας επειδή επιμένουν να υπογραμμίζουν ότι χωρίς ισχυρή αποτρεπτική πολιτική η Ελλάδα είναι αδύνατον να αντιμετωπίσει τα ανεξέλεγκτα μεταναστευτικά κύματα που την περικυκλώνουν.
            Το ίδιο ισχύει και με τους λεγόμενους «αντιεξουσιαστές» και την ακατανόητη παθητικότητα με την οποία υποχρεώνει η κυβέρνηση την Αστυνομία να παρακολουθεί τη δράση τους. Η απάθεια απέναντι στους βανδαλισμούς δεν είναι και δεν μπορεί να είναι το κατάλληλο μέτρο αντίδρασης που μπορεί να επιλέγει μια Πολιτεία που θέλει να είναι ευνομούμενη, να προστατεύει τη δημόσια περιουσία και να εγγυάται την ασφάλεια του κάθε πολίτη.
             Δεν υπάρχει, εξάλλου, προηγούμενο στον σύγχρονο ή στον παλαιότερο κόσμο που οι δυνάμεις του αυταρχισμού και της αυθαιρεσίας να... ανέστειλαν την καταστροφική τους δράση επειδή... κουράστηκαν να καταστρέφουν. Γιατί, άραγε, μπορεί να πιστεύει κάποιος ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο στην Ελλάδα της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ.; Επειδή, ίσως, έγιναν υπουργοί ο Γιάννης Πανούσης και η Τασία Χριστοδουλοπούλου και... υπακούουν στις εντολές του Νίκου Βούτση;
             Σε κάθε περίπτωση, το μόνο βέβαιο είναι ότι, κατά πως δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις (οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, τώρα που βολεύουν δεν αμφισβητούνται...), η ανοχή την οποία, πλειοψηφικά, δείχνουν οι πολίτες απέναντι στην κυβέρνηση για τους χειρισμούς της στο ζήτημα των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, δεν είναι γενικής εφαρμογής και επί παντός. Ας το αντιληφθούν καλά αυτό οι παριστάνοντες τους κυβερνώντες. Και ας αποφασίσουν επιτέλους να κυβερνήσουν. Νισάφι πια με τις ιδεοληψίες...

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Πανάκριβα δίδακτρα για αμφίβολη μάθηση



            Πάνω που ετοιμάζεται κανείς να πάρει βαθιά ανάσα, εκφράζοντας ανακούφιση για τη διαφαινόμενη συνάντηση της νεοφώτιστης κυβέρνησης με την πραγματικότητα, συμβαίνει κάτι και η διάχυτη εντύπωση του αποκαρδιωτικού “δεν μας σώζει τίποτε...” επανέρχεται για να διαλύσει κάθε προσδοκία ότι πλησιάζει το τέλος της ατέρμονης δοκιμασίας που βιώνουμε.
            Εκεί που, εξαντλώντας όλη την καλή προαίρεση, την οποία μπορεί να έχει κάποιος που δεν αρέσκεται στο χοντρό δούλεμα, λες “καινούργιοι είναι, που θα πάει, θα μάθουν...”, διαπιστώνεις αίφνης ότι τα... δίδακτρα που απαιτείται να καταβληθούν είναι πανάκριβα και το αποτέλεσμα της μάθησης προδιαγράφεται ως απολύτως αμφίβολο.  
            Χρειάστηκε, για παράδειγμα, να παρέλθει ένας ολόκληρος μήνας από την περιώνυμη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου και να μεσολαβήσουν δεκάδες ερ(εθ)ιστικές  συνεντεύξεις του υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη σε διεθνή μέσα ενημέρωσης για να αποφασίσει η ελληνική κυβέρνηση να αντιδράσει στον αργό θάνατο στον οποίο με βεβαιότητα οδηγείται η ελληνική οικονομία, εξαιτίας, από τη μια, της δικαιολογημένης φυγής κεφαλαίων από τις εγχώριες τράπεζες και, από την άλλη, της πιστωτικής ασφυξίας που ομοθυμαδόν μας επεφύλαξαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί.
            Γιατί, άραγε, έπρεπε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας να αφήσει όλον αυτόν τον χρόνο να περάσει για να αναλάβει να συντάξει τη λίστα των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων, όπως του υπέδειξε το περίφημο ευρωπαϊκό “διευθυντήριο”, στο οποίο, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, κατέφυγε τις προηγούμενες μέρες; Που πήγαν αλήθεια οι... όρκοι πίστης στην ισοτιμία των ευρωπαϊκών χωρών και στην “Ευρώπη των λαών”; Και με ποιο ηθικό ανάστημα θα διαμαρτυρηθούμε για την μονοκρατορία των Γερμανών όταν στις επόμενες συνεδριάσεις του Eurogroup ή όποιου άλλου ευρωπαϊκού οργάνου οι Έλληνες αντιπρόσωποι θα βρεθούν απομονωμένοι;
            Από τα πολύ μεγάλα, λοιπόν, όπως είναι οι κρίσιμες διαπραγματεύσεις με τους εταίρους και δανειστές της χώρας για την παραμονή της Ελλάδας σε ευρωπαϊκή τροχιά, ως τα σχετικά μικρότερα καθημερινά ζητήματα, η εικόνα του απαράσκευου και αλαζονικού μικρομεγαλισμού που αποπνέει το κυβερνητικό σχήμα είναι, λίγο ως πολύ, ίδια. Το εμβληματικό moto του “πρώτη φορά...” το οποίο με κάθε ευκαιρία προβάλλεται κινδυνεύει να μεταβληθεί στο πιο σύντομο ανέκδοτο της εποχής μας. 
            Επιδερμικά χοντροκομμένοι επικοινωνιακοί χειρισμοί που μαρτυρούν αδιαφορία για την ουσία των πραγμάτων και τις επιπτώσεις από πράξεις, όπως οι απειλές για... κατακλυσμό της Ευρώπης από τζιχαντιστές, αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά μας, ή και παραλείψεις, όπως η εξαγγελθείσα πολιτική έναντι των κάθε είδους ταραξιών που χρειάστηκε να φθάσουν ως την πόρτα του γραφείου και τον περίβολο της οικίας του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα για να επιτραπεί στην Αστυνομία να πράξει το αυτονόητο.
            Επικίνδυνοι πειραματισμοί, αδιανόητες προχειρότητες και ασυγχώρητη έλλειψη επεξεργασμένων θέσεων σε καίρια ζητήματα, όπως είναι η Παιδεία, που ως πρώτο μέλημα επελέγη η... πάταξη της αριστείας, ή το Μεταναστευτικό, όπου κατά απολύτως εξωθεσμικό τρόπο υπαγόρευε πολιτική ένα πρόσωπο, η κυρία Τασία Χριστοδουλοπούλου, που μόλις το περασμένο Σάββατο... κατάφερε να ορκιστεί και ας ελπίσουμε να μην ανατρέψει την ήδη ανατραπείσα πολιτική της, αρχίζοντας να αφήνει και πάλι ασύδοτους τους παράνομους μετανάστες που έχουν αρχίσει ξανά να συλλαμβάνουν οι αστυνομικές αρχές...
            Ας είναι, όμως. Αν επρόκειτο πραγματικά να μάθουν από τις δοκιμές που κάνουν, έστω “στου κασίδη το κεφάλι”, χαλάλι τους, που λέει ο λόγος. Μικρό το κακό, αν έστω και τώρα αντιληφθούν, π.χ., ότι η άρνηση πληρωμής φόρων από έχοντες είναι αντικοινωνική πράξη και το κράτος, αν θέλει να υφίσταται, θα πρέπει να τους στείλει την εφορία, όπως απείλησε η -άκουσον, άκουσον!- κυρία Νάντια Βαλαβάνη του κινήματος “δεν πληρώνω”.
            Ίσως και να μη χάλασε ο κόσμος που τους πήρε δύο μήνες για να ψηφίσουν δύο νομοσχέδια και παρ΄ όλα αυτά το ένα εκ των δύο ψηφίστηκε με κατεπείγουσα διαδικασία, ενώ το περιεχόμενο αμφοτέρων σε τίποτε δεν διέφερε από τις γνωστές “κουρελούδες” του παρελθόντος με τις δεκάδες άσχετες τροπολογίες για τις οποίες τόσος θόρυβος γινόταν τα προηγούμενα χρόνια.
            Θα μπορούσε να δείξει κανείς ανοχή ακόμη και στην... ανυπότακτη αψήφιση των πρωθυπουργικών οδηγιών για τα βουλευτικά αυτοκίνητα, αν ήταν όλα αυτά για να μάθουν οι κυβερνώντες ότι έχουν παρέλθει οι εποχές που εκτόξευαν αντιμνημονιακές φλυαρίες και ορισμένοι έκλειναν -με το αζημίωτο...- μέσα από τα τηλεοπτικά πρωινάδικα εργολαβικά δικαστικής συμπαράστασης στα θύματα του Μνημονίου.   
            Είναι, όμως, έτσι; Μαθαίνουν, όντως, από τα πειράματα στα οποία επιδίδονται; Δεν είμαι βέβαιος. Τα περιβόητα, άλλωστε, non paper, με τα οποία βομβαρδίζεται καθημερινά η κοινή γνώμη, δεν δείχνουν τέτοια πρόθεση. Αντιθέτως, εκπέμπουν μια αυτάρεσκη βεβαιότητα που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για να ελπίσει κανείς ότι δεν έχουμε να κάνουμε με... ανεπίδεκτους μαθήσεως.