Η θητεία της Κατερίνας
Σακελλαροπούλου στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα λήγει στις 13 Μαρτίου 2025,
ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώνονται πέντε χρόνια από την ορκωμοσία και την
ανάληψη των καθηκόντων της.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα
(άρθρο 32), «η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Bουλή γίνεται με
ονομαστική ψηφοφορία και σε ειδική συνεδρίαση, που συγκαλείται από τον Πρόεδρο
της Bουλής έναν τουλάχιστο μήνα πριν λήξει η θητεία του εν ενεργεία Προέδρου της
Δημοκρατίας».
Ορίζεται, με άλλα λόγια,
από τον καταστατικό χάρτη του Πολιτεύματός μας ότι η ψηφοφορία για την εκλογή
του/της επόμενου/ης Αρχηγού του Κράτους πρέπει να γίνει σε συνεδρίαση της
Βουλής η οποία θα διεξαχθεί το αργότερο έως τις 13 του προσεχούς Φεβρουαρίου.
Υπό αυτή τη συνθήκη, το
λογικό είναι οι διαδικασίες για την προεδρική εκλογή να εκκινήσουν το τρίτο
δεκαήμερο του Ιανουαρίου, όπως συνέβη τις περισσότερες φορές κατά το παρελθόν.
Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019 η εκλογή
Προέδρου έπαψε να αποτελεί λόγο -ή και πρόσχημα- για πρόωρη προσφυγή σε
βουλευτικές κάλπες.
Με βάση την ισχύουσα ρύθμιση, γίνονται αλλεπάλληλες ψηφοφορίες που απέχουν μεταξύ τους πέντε ημέρες. Στην πρώτη και στη δεύτερη ψηφοφορία για να εκλεγεί κάποιος υποψήφιος χρειάζεται να συγκεντρώσει 200 ψήφους βουλευτών.
Στην τρίτη ψηφοφορία ο πήχης κατεβαίνει στις 180 ψήφους και εφόσον πάλι δεν τις συγκεντρώσει κανείς, τότε γίνεται τέταρτη ψηφοφορία, στην οποία για την εκλογή απαιτείται να συμπληρωθεί η απόλυτη πλειοψηφία της Βουλής (151 ψήφοι).
Αν και αυτή αποβεί άκαρπη,
ακολουθεί ο πέμπτος και καταληκτικός γύρος ψηφοφορίας, στον οποίο το αξίωμα
αναλαμβάνει όποιος αποσπάσει τη σχετική πλειοψηφία των παρόντων στη διαδικασία
μελών ου Κοινοβουλίου.
Περιέγραψα κάπως αναλυτικά τη διαδικασία για να υποστηρίξω την άποψη ότι ο «συνταγματικός νομοθέτης», όπως συνηθίζουν να λένε οι νομικοί, ήθελε η ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας να γίνεται με ευρύτερη συναίνεση και, για την ακρίβεια, με τη θετική ψήφο βουλευτών οι οποίοι να υπερβαίνουν την κυβερνητική πλειοψηφία και να προέρχονται από περισσότερα κόμματα.
Οι τέσσερις, άλλωστε, πρόεδροι που
εξελέγησαν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες (Στεφανόπουλος, Παπούλιας,
Παυλόπουλος και Σακελλαροπούλου) δεν ήταν μονοκομματικές επιλογές.
Από την άλλη, βεβαίως,
επειδή είχε επανειλημμένα γίνει κατάχρηση της σύνδεσης της απαιτούμενης
αυξημένης πλειοψηφίας με την πρόωρη διάλυση της Βουλής, στην τελευταία
Αναθεώρηση του Συντάγματος απαλείφθηκε η συγκεκριμένη πρόβλεψη. Έτσι, πλέον, η
προεδρική εκλογή δεν αποτελεί αφορμή ή και απειλή για τη διασάλευση της
κυβερνητικής σταθερότητας, αφού το αξίωμα του Προέδρου θα το αναλάβει, εν
τέλει, όποιος πλειοψηφήσει χωρίς να τίθεται όριο για τον αριθμό των βουλευτών
που θα τον ψηφίσουν.
Από μια πρώτη ανάγνωση
μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η συνταγματική αναθεώρηση «λύνει τα χέρια»
της εκάστοτε κυβέρνησης, αφού αφαίρεσε από την αντιπολίτευση τον μοναδικό όπλο
που διέθετε για να προκαλέσει πρόωρες εκλογές. Δεν μπορεί, ωστόσο, να παραβλεφθεί
ότι την ίδια ώρα η νέα ρύθμιση υποχρεώνει τον αρχηγό της κοινοβουλευτικής
πλειοψηφίας να επιλέξει ως υποψήφιο πρόσωπο που να μην είναι στενά συνδεδεμένο
με το κόμμα του.
Η επιλογή την οποία έκανε
ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2020 στο πρόσωπο της Κατερίνας Σακελλαροπούλου ήταν
μια τέτοια περίπτωση και γι΄ αυτό η έως τότε Πρόεδρος του Συμβουλίου της
Επικρατείας εκλέχτηκε από την πρώτη ψηφοφορία με 261 ψήφους βουλευτών της Νέας
Δημοκρατίας (με εξαίρεση τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος απουσίαζε σε οικογενειακό
ταξίδι στο εξωτερικό και σε επιστολή του είχε περιοριστεί να αναφέρει ότι «αν
ήμουν παρών, θα ψήφιζα σύμφωνα με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας»), του
ΣΥΡΙΖΑ και του Κινήματος Αλλαγής.
Είναι άξιο επισήμανσης
ότι η κυρία Σακελλαροπούλου ήταν η μοναδική υποψήφια για το αξίωμα. Το μόνο από
τα κόμματα της αντιπολίτευσης που ανακοίνωσε την πρόθεση να προτείνει άλλη
υποψηφιότητα ήταν το ΜέΡΑ25, που υπέδειξε, δια του αρχηγού του Γιάνη Βαρουφάκη,
τη Μάγδα Φύσσα, τη μητέρα του δολοφονημένου από τη Χρυσή Αυγή ράπερ Παύλου
Φύσσα, πλην, όμως, η ίδια απέρριψε την πρόταση, δηλώνοντας, μάλιστα, ότι δεν
είχε ενημερωθεί.
Στην παρούσα φάση, τη…
δόξα του κ. Βαρουφάκη έδειξαν διάθεση να διεκδικήσουν δύο πολιτικοί από
διαφορετικούς πολιτικούς χώρους που το μόνο που τους συνδέει είναι η εκλογική
περιφέρεια της Μεσσηνίας στην οποία εκλέγονται αμφότεροι. Πρόκειται, αφενός,
για τον πρώην πρωθυπουργό και πρόεδρο της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος πρότεινε
ως υποψήφιο τον Κώστα Καραμανλή, και, αφετέρου, για τον νεόκοπο αρχηγό της της
Νέας Αριστεράς Αλέξη Χαρίτση, ο οποίος υπέδειξε την υποψηφιότητα του προέδρου
της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) Χρήστου Ράμμου. Ο
πρώτος αρνήθηκε την πρόταση, ο δεύτερος δεν είχε προσώρας εκφράσει τη βούλησή
του.
Θεωρητικά και οι δύο
συγκεκριμένες υποψηφιότητες πληρούν τα κριτήρια για την εκλογή στο ύπατο
αξίωμα, αφού καθ’ όλη τη Μεταπολίτευση έχει δημιουργηθεί παράδοση ανάδειξης
απόμαχων από την ενεργό πολιτικό, όπως είναι ο κ. Καραμανλής, καθώς και πρώην
ανώτατων δικαστικών, όπως είναι ο κ. Ράμμος. Πρακτικά, όμως, πρόκειται για
προτάσεις που δεν είναι τίποτε περισσότερο από πολιτικά άστοχες «φωτοβολίδες»
οι οποίες εκτοξεύονται μόνον και μόνον προς άγραν εντυπώσεων.
Είναι νομίζω πέραν πάσης αμφιβολίας ότι και οι δύο υποψηφιότητες δεν έχουν, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, πιθανότητες να ευδοκιμήσουν. Καλώς ή κακώς, τον κ. Καραμανλή είναι μάλλον αδύνατο να τον ψήφιζε κάποιος πέρα από τους βουλευτές της ΝΔ.
Οπότε αν ο
Κυριάκος Μητσοτάκης υιοθετούσε την πρόταση Σαμαρά θα εγκλωβίζονταν σε μια
μονοκομματική επιλογή που για να περάσει θα χρειαζόταν να γίνουν τέσσερις
ψηφοφορίες. Με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο για έναν πρωθυπουργό ο οποίος
διακηρύσσει ότι θέλει να κινείται στο Κέντρο και επιδιώκει τη σύνθεση και τη
συναίνεση.
Η «φαεινή» ιδέα του κ. Χαρίτση είναι ακόμη πιο άστοχη διότι, ακόμη και αν συμφωνούσε μαζί του η υπόλοιπη αντιπολίτευση, η υποψηφιότητα του κ. Ράμμου είναι πλέον ή βέβαιο ότι δεν ψηφιζόταν από βουλευτές της κυβερνητικής παράταξης.
Υπό αυτό το πρίσμα, όχι
μόνον δεν θα είχε την παραμικρή ελπίδα εκλογής ο αξιοσέβαστος πρώην ανώτατος
δικαστής, αλλά μάλλον θα διευκόλυνε όσους στη Νέα Δημοκρατία επιθυμούν να
εκλέξουν «δικό τους Πρόεδρο», αγνοώντας την αντιπολίτευση αλλά και την έμμεση
συνταγματική επιταγή για ευρύτερη συναίνεση.
Αν δεχθούμε ότι ο Αντώνης
Σαμαράς με την πρόταση για τον Κώστα Καραμανλή επεδίωκε να εγκλωβίσει τον
Κυριάκο Μητσοτάκη σε μια δεξιά μονοκομματική επιλογή, το ερώτημα που ανακύπτει
είναι για τη σκοπιμότητα της πρωτοβουλίας του Αλέξη Χαρίτση να ρίξει στην «πολιτική
αγορά» το όνομα του προέδρου της ΑΔΑΕ προτού να ανοίξει τα χαρτιά του ο
πρωθυπουργός και να γίνει γνωστή η πρόταση της πλειοψηφίας.
Είναι αναφαίρετο δικαίωμα
της Νέας Αριστεράς, όπως και όλων των κομμάτων, να ψηφίσουν το πρόσωπο της
αρεσκείας τους για λόγους πολιτικής ουσίας ή απλώς συμβολισμού. Έχει γίνει
αρκετές φορές φορές στο παρελθόν και σίγουρα δεν είναι αυτή η πρώτη φορά που γίνεται
απόπειρα «εργαλειοποίησης» των θεσμικών λειτουργιών της Δημοκρατίας μας. Με
αποκορύφωμα τα παίγνια του 2014 – 2015.
Θα περίμενε, ωστόσο,
κανείς από έναν νεοσύστατο πολιτικό σχηματισμό ο οποίος δείχνει να θέλει να
απογαλακτιστεί από τις αυταπάτες, τις ψευδαισθήσεις και τις φαντασιώσεις της
τσιπρικής περιόδου να πολιτεύεται με μεγαλύτερη ειλικρίνεια και λιγότερες
μικροκομματικές σκοπιμότητες.
Όχι τίποτε άλλο αλλά
ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας, στο πλαίσιο του προσωπικού rebranding που επιχειρεί, φαίνεται
να έχει χαράξει άλλη πορεία, αφήνοντάς τα «ορφανά» του να εκτίθενται και να
εκθέτουν -εν προκειμένω και σοβαρά πρόσωπα, όπως ο κ. Ράμμος…
Σε κάθε περίπτωση, αν, όπως πολλοί πιστεύουν, είναι προβληματικό για το πολίτευμά μας οι περιορισμένες αρμοδιότητες του Ανώτατου Άρχοντα, ο καθένας μπορεί να φανταστεί πόσο χειρότερα θα είναι τα πράγματα αν στο αξίωμα βρεθεί κάποιος/α με μόνο προσόν το κομματικό «διαβατήριο».
Διότι έτσι θα χαθεί και ο συμβολισμός της εθνικής ενότητας που αποτελεί ίσως και τη σπουδαιότερη χρησιμότητα του θεσμού.