Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκουρλέτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκουρλέτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Στα σκουπίδια «κάθε λέξη του Συντάγματος»



Αν, βγαίνοντας αυτές τις μέρες από το σπίτι, το γραφείο ή την επιχείρησή σας, βρεθείτε αντιμέτωποι με σωρούς σκουπιδιών, μην βιαστείτε να ψέξετε τους οδοκαθαριστές που απεργούν. Και μην σπεύσετε να στραφείτε κατά των συνδικαλιστικών εκπροσώπων των εργαζομένων στους Δήμους που παρεμποδίζουν την αποκομιδή των απορριμμάτων με αποτέλεσμα να κατακλύζονται οι πόλεις από τη δυσωδία που επικρατεί σε πολλές γειτονιές και που πιθανότατα θα γίνει αφόρητη τις επόμενες ημέρες εφόσον, όπως προβλέπεται, ανέβει το θερμόμετρο.
Ο λόγος που δεν πρέπει να τα βάλετε μαζί τους είναι διότι για πρώτη ίσως φορά από τις δεκάδες κινητοποιήσεις που οργάνωσαν στη διάρκεια των τελευταίων ετών πιέζοντας με τα σκουπίδια για την ικανοποίηση θεμιτών και αθέμιτων αιτημάτων, οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα έχουν το δίκιο με το μέρος τους. Και αυτό καθώς είναι θύματα ακραίας εξαπάτησης από κυβερνητικά στελέχη, όπως ο Πάνος Σκουρλέτης, η Όλγα Γεροβασίλη, ο Χριστόφορος Βερναρδάκης και ο Σωκράτης Φάμελος, οι οποίοι ρητά και κατηγορηματικά είχαν δεσμευθεί ότι δεν θα δίσταζαν να… πετάξουν στα σκουπίδια το Σύνταγμα προκειμένου να πετύχουν τη μονιμοποίηση όλων όσοι έχουν προσληφθεί με συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Είχαν μάλιστα φθάσει προ μηνών στο ακρότατο σημείο να απειλούν τους δημάρχους ότι θα τους επέβαλαν κυρώσεις αν δεν παρέτειναν τις συμβάσεις ή δεν συνέχιζαν να πληρώνουν εκείνους των οποίων έληγαν οι συμβάσεις. Προσπάθησαν ακόμη να επηρεάσουν τη Δικαιοσύνη ώστε να δώσει λύση που καταφανώς ερχόταν σε αντίθεση με τη σαφέστατη συνταγματική πρόβλεψη. Πλην, όμως, και σε αυτή την αναμφισβήτητα σκανδαλώδη υπόθεση, η Δικαιοσύνη στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων κάνοντας το αυτονόητο που ήταν η ορθή ερμηνεία του Συντάγματος.
Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να είναι κανείς συνταγματολόγος ή να έχει ειδικές νομικές γνώσεις για να αναγνωρίσει την απόλυτη σαφήνεια με την οποία ο καταστατικός χάρτης της ελληνικής Πολιτείας, όπως διαμορφώθηκε στην Αναθεώρηση του 2001, απαγορεύει τη μονιμοποίηση όσων προσλαμβάνονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου. Η παράγραφος 8 του άρθρου 103 δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών: «Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού (…) ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου», ορίζεται στη διάταξη που υπερψηφίστηκε από τη συντριπτική πλειονότητα των βουλευτών που θήτευαν εκείνη την περίοδο στο Κοινοβούλιο. Και, για να κλείσει κάθε παράθυρο, αμέσως μετά, προστίθενται τα εξής: «Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου».
Με τον τρόπο αυτό, το –«παλαιό», φυσικά- πολιτικό σύστημα κατάφερε να θεραπεύσει μια χαίνουσα πληγή δεκαετιών που φόρτωνε στο δημόσιο προσωπικό που προσλαμβάνονταν κατά βάση με πελατειακού τύπου μεθοδεύσεις, όπως η πρόσληψη υπαλλήλων για έκτακτες ανάγκες που στη συνέχεια θεωρείτο ότι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Έτσι ώστε να συνεχίζεται ένα αέναο γαϊτανάκι προσλήψεων συμβασιούχων που μετατρεπόταν σε μονίμους για να προσληφθούν κατόπιν στις θέσεις τους άλλοι συμβασιούχοι.
Με «κύκνειο άσμα» το περίφημο «διάταγμα Παυλόπουλου» (Π.Δ. 164/2004), που προώθησε ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης επί κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή, έκλεισαν οι λογαριασμοί του παρελθόντος. Και επί μια δεκαετία ηρέμησαν τα πνεύματα στο πολύπαθο ελληνικό δημόσιο, καθώς από τη μια μονιμοποιήθηκαν όλοι όσοι μέχρι τότε είχαν συμπληρώσει 24μηνη υπηρεσία και αφετέρου απαγορεύθηκε εφεξής η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων αν δεν μεσολαβούσε τουλάχιστον τρίμηνη διακοπή μεταξύ τους.
Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν και πάλι μόλις ήρθαν στην εξουσία οι… σκιτζήδες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ που μπορεί να μην έσκισαν τα Μνημόνια, όπως είχαν υποσχεθεί, κατέβαλαν, ωστόσο, κάθε προσπάθεια για να κουρελιάσουν το Σύνταγμα. Κοροϊδεύοντας τους ανθρώπους που είχαν συμβάσεις σε Δήμους και αλλού, υποσχέθηκαν μονιμοποιήσεις χωρίς όριο και οι οποίες δεν μπορούσαν να γίνουν διότι ήταν καταφανώς αντισυνταγματικές. Έπειτα από δύο χρόνια ψευδιασθήσεων και αυταπάτης, οι ελπίδες που καλλιέργησαν σε χιλιάδες εργαζομένους αποδεικνύεται τώρα ότι ήταν φρούδες. Το πιο εξοργιστικότερο, όμως, είναι, παρά την οργή που διακατέχει τους ανθρώπους που εξαπάτησαν, ξεδιάντροπα συνεχίζουν να τους εξαπατούν.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας την Τετάρτη στο υπουργικό του συμβούλιο, ισχυρίστηκε ότι «η δημιουργία σταθερών και ασφαλών θέσεων εργασίας, αποτελεί την κύρια και απόλυτη προτεραιότητα αυτής της κυβέρνησης». Και, πρόσθεσε ότι, «στο πλαίσιο αυτό, άμεσα με τη συνεργασία των αρμόδιων υπουργείων, πρέπει να βρεθεί και η βέλτιστη λύση στο μεγάλο θέμα των συμβασιούχων του ελληνικού δημοσίου. Ένα θέμα που, όπως γνωρίζετε, δεν δημιουργήθηκε επί των ημερών μας, δημιουργήθηκε πολλά χρόνια πριν και πρέπει να βρεθεί η βέλτιστη λύση,  ώστε να σταματήσει αυτή η απαράδεκτη συνθήκη ομηρείας για χιλιάδες εργαζόμενους που καλύπτουν πάγιες ανάγκες».
Βεβαίως, η αλήθεια (με την οποία, ως γνωστόν, αυτή η κυβέρνηση έχει πάρει διαζύγιο) είναι ότι το πρόβλημα των συμβασιούχων, το οποίο ο πολύς ο κόσμος το μαθαίνει τώρα οι κάδοι ξεχειλίζουν από σκουπίδια, το δημιούργησαν ο κ. Τσίπρας και οι υπουργοί του. Δεν πάει, άλλωστε, πολύς καιρός που προσωπικά ο πρωθυπουργός έδινε στη Θεσσαλονίκη υποσχέσεις για μονιμοποιήσεις. Υποσχέσεις οι οποίες, όπως τόσες και τόσες άλλες, δεν τηρήθηκαν και δεν πρόκειται να τηρηθούν. Γι΄ αυτό και πλέον προσπαθούν να δικαιολογηθούν υποστηρίζοντας πότε πως τάχατες είναι τα συμφέροντα που θέλουν ιδιωτικοποίηση της αποκομιδής των απορριμμάτων που τους εμποδίζουν να παρατείνουν τις συμβάσεις και άλλοτε πως δήθεν προσέκρουσαν στην άρνηση των δανειστών.
Δυστυχώς, τίποτε από αυτά δεν ισχύει. Ούτε οι δανειστές φταίνε, ούτε οι θιασώτες των αποκρατικοποιήσεων. Εκείνο που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι οι άνθρωποι που ανέλαβαν την εξουσία υποσχόμενοι να γίνουν «κάθε λέξη του Συντάγματος», έκαναν και κάνουν τα πάντα για να το παραβιάσουν. Ευτυχώς, όμως, τις πιο πολλές φορές δεν τους περνάει. Ακόμη και αν το τίμημα το πληρώνουν οι πολίτες που, σε αυτή τη φάση, βρίσκονται αντιμέτωποι με τα σκουπίδια τα οποία που αφήνουν αμάζευτα οι εξαπατημένοι οδοκαθαριστές

Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

Οι Επιστήμες σηκώνουν ψηλά τα χέρια



«Φυσικά διαφωνούσαμε, αλλά είναι κάτι που γίνεται στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και την Αμερική. Άρα, μπορούμε να το δούμε ως εκσυγχρονισμό», ήταν τα λόγια με τα οποία ο υπουργός Οικονομίας Δημήτρης Παπαδημητρίου ανακοίνωσε τα ξημερώματα της Τρίτης τη συμφωνία της κυβέρνησης στην απαίτηση της τρόικας να μπορεί να ανοίγουν τα καταστήματα περισσότερες Κυριακές και σε περισσότερες περιοχές.
Η συγκεκριμένη δήλωση του αμερικανοθρεμμένου καθηγητή δεν εξέπληξε πολλούς. Και η πιθανότερη εξήγηση είναι επειδή αποτελεί μάλλον την επιτομή της σχιζοφρενούς κατάστασης που παρακολουθούμε επί δύο και πλέον χρόνια να εκτυλίσσεται στις αποκαλούμενες «διαπραγματεύσεις» που διεξάγονται ανάμεσα στα κυβερνητικά στελέχη και στους εκπροσώπους των εταίρων και δανειστών της χώρας.
Γίναμε επανειλημμένα μάρτυρες πολύμηνων ψευτοηρωισμών για δήθεν «κόκκινες γραμμές» που είναι τάχατες απαραβίαστες. «Ούτε ένα ευρώ», έδωσε τον τόνο ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Επέλεξε μάλιστα να το κάνει με μια επετειακή συνέντευξη την οποία έδωσε στις 25 Ιανουαρίου που έκλεινε δύο χρόνια στη διακυβέρνηση. Ίσως για να… τιμήσει τον -γεμάτο (αυτ)απάτες- τρόπο με τον οποίο ανήλθε στην εξουσία.
Το είπε έτσι απλά και τόσο κατηγορηματικά. Και ας ξέραμε όλοι ότι τα μέτρα των 3,6 δισ. ευρώ που ήθελε το ΔΝΤ ήταν στο τραπέζι. Και ότι η κυβέρνηση θα τα υιοθετούσε μόλις προλειαινόταν το έδαφος στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Ή, μάλλον, όταν ζόριζαν πολύ τα πράγματα και έφτανε η ώρα να αναχωρήσει από την Αθήνα η Ντέλια Βελκουλέσκου αφού προηγουμένως θα υπαγόρευε τους όρους της συμφωνίας. 
Αίφνης, τότε, οι τάχατες σκληροί διαπραγματευτές –Σκουρλέτηδες, Σπίρτζηδες και λοιποί αμύντορες της κλαψουρίζουσας προσκόλλησης στις καρέκλες- ανακαλύπτουν ότι «δεν τρέχει και τίποτε…» με μια ακόμη κωλοτούμπα. Είναι, άλλωστε, τόσο ατέλειωτη η σειρά των υπαναχωρήσεων, που τόσες και τόσες άλλες φορές έχουν κάνει, ώστε μια, δύο ή τρεις επιπλέον δεν κάνουν μεγάλη διαφορά. 
Με χαρακτηριστική ευκολία προσφεύγουν σε ισχυρισμούς ότι όλα αυτά τα οποία ζητούσαν οι δανειστές και εκείνοι –υποτίθεται ότι -  αντιστέκονταν, «δεν είναι παρά ρυθμίσεις και διευθετήσεις που συμβαίνουν και αλλού…». Και το εξοργιστικότερο; Όχι μόνον δεν έχουν δυσκολία να υιοθετήσουν μέτρα, με τα οποία, πάντως, δηλώνουν ότι εξακολουθούν να διαφωνούν, αλλά μπορούν και τα υιοθετούν, παριστάνοντας, μάλιστα, και τους… εκσυγχρονιστές!
Αν και τα πράγματα μοιάζουν, εκ πρώτης, πολύ απλά και η τακτική των κυβερνώντων έχει καταλήξει να είναι αρκετά προβλέψιμη, όλες οι αμέτρητες παλινωδίες που έχουν καταγραφεί από τον Ιανουάριο του 2015, συνιστούν ένα μάλλον πιο σύνθετο φαινόμενο που χρήζει μελέτης από διεπιστημονικές ομάδες ειδικών οι οποίοι θα πρέπει να αναλύσουν τη μάλλον παγκόσμια πρωτοτυπία με την οποία είμαστε αντιμέτωποι οι Έλληνες πολίτες.
Διότι, όσο και αν συμβιβαστεί κανείς με την ιδέα ότι λαϊκιστές πολιτικοί που παριστάνουν τους εκσυγχρονιστές συναντώνται παντού, εκείνο που θα παραμείνει ανυπέρβλητο επίτευγμα της παρέας του κ. Τσίπρα είναι η μοναδική… ικανότητα να έχει πέσει έξω σε όλες τις εκτιμήσεις που έχει κάνει. Και, πολύ περισσότερο, η άνεση με την οποία μπορεί να τις μεταβάλει, ανάλογα με τη συγκυρία.
Ο κατάλογος με τα κρούσματα  δυσαρμονίας λόγων και έργων είναι πολύ μακρύς. Από τις προφητείες για την «Ευρώπη που αλλάζει» έως τις φαντασιώσεις ότι «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν». Από την έκφραση προτίμησης στην επικράτηση του Μάρτιν Σουλτς στη Γερμανία έως το πρόσφατο γλείψιμο στη Μέρκελ και στον Σόιμπλε. Από τους ισχυρισμούς ότι η πάταξη του λαθρεμπορίου στον καπνό και στα καύσιμα αρκούσε για να χρηματοδοτηθεί το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης έως τη νομοθετική διαγραφή προστίμων στην εταιρεία του Ιβάν Σαββίδη. Από τις διαχρονικές καταγγελίες κατά του πελατειακού κράτους έως το βόλεμα σχεδόν κάθε δικού τους παιδιού. 
Τι να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε; Τις παραιτήσεις που θα υπέβαλλαν υπουργοί αν μειωνόταν το αφορολόγητο; Την αύξηση του κατώτατου μισθού που ψηφίστηκε από τη Βουλή και ποτέ δεν εφαρμόστηκε; Τα σκισμένα Μνημόνια ή το καταρρακωμένο δημοψήφισμα; Τη συμμετοχή του κ. Τσίπρα στις συνόδους των σοσιαλδημοκρατών με τους οποίους διαφωνεί; Τις επιθέσεις στο Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής όταν δεν βγάζει εκθέσεις της αρεσκείας τους; Την κατάσταση στη Δικαιοσύνη; Τα όσα συμβαίνουν στο ποδόσφαιρο; Τον τραγέλαφο με τις τηλεοπτικές άδειες; 
Μπορεί η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να μην είναι η πρώτη στην εγχώρια ιστορία που δεν έχει εκπληρώσει τις υποσχέσεις που έδωσε προεκλογικά. Είναι, ωστόσο, η μοναδική, ίσως και στα παγκόσμια χρονικά των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων, που συνεχίζει ακάθεκτη να ασκεί εξουσία υιοθετώντας πολιτικές με τις οποίες σχεδόν στερεότυπα λέει ότι διαφωνεί. 
Γι΄ αυτό και χρειάζονται σοβαρές μελέτες. Εκτός πια και αν ακόμη και οι (συμβατικές, τουλάχιστον) Επιστήμες... σηκώσουν ψηλά τα χέρια. Η Πολιτική Επιστήμη, πάντως, είναι σίγουρα ανεπαρκής για να δώσει εξηγήσεις. Θα χρειαστεί και τη συνδρομή άλλων.

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

«Βοήθα με φτωχέ μου…»



            Να είναι άραγε μια ακόμη επικοινωνιακή πομφόλυγα από αυτές που μας έχουν συνηθίσει να εκστομίζουν με περισσή ευκολία οι κυβερνώντες;  Ή μήπως ανέβλεψαν αίφνης το φως το αληθινό μπροστά στο φάσμα της επερχόμενης εξαΰλωσης του ΣΥΡΙΖΑ που μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τη συντριπτική ήττα που υπέστη το κόμμα Ντάισελμπλουμ στις ολλανδικές εκλογές;
Τα ερωτήματα αφορούν τη συζήτηση περί συναίνεσης που επεχείρησαν να ανοίξουν κυβερνητικά στελέχη, όπως ο άλλοτε επικεφαλής της ΣΥΡΙΖΑϊκής προπαγάνδας και νυν υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης, με την έκφραση απόψεων για υποστήριξη από ευρύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των μέτρων που προτίθεται να πάει η κυβέρνηση στη Βουλή όταν… δεήσει να κλείσει τη διαβόητη δεύτερη αξιολόγηση.
Όπως και να έχει, είναι απορίας άξιο το πόσο καλύτερα θα αισθανθούν οι συμπολίτες μας αν στη νέα μείωση του αφορολογήτου και στο καινούργιο πετσόκομα των συντάξεων, μαζί με τις ψήφους του Μπαλαούρα, του Μανιού, του Κατσίκη και του Παπαχριστόπουλου, προστεθούν και μερικές αντιπολιτευόμενες ή και όλες. Όπως και το τι άλλαξε επειδή την περιβόητη «εφάπαξ… 13η σύνταξη» του περασμένου Δεκεμβρίου, εκτός από τους ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, την ψήφισαν η Χρυσή Αυγή, η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το ΚΚΕ, αλλά όχι η ΝΔ, που είπε «παρών», και το Ποτάμι με την Ένωση Κεντρώων, που απείχαν από την ψηφοφορία.
Εκείνο, όμως, για το οποίο δεν πρέπει να υπάρχουν αμφιβολίες είναι ότι η προσδοκία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να βρεθούν βουλευτές της αντιπολίτευσης οι οποίοι θα υπερψηφίσουν τα επερχόμενα μέτρα, θυμίζει τον εύπορο τύπο που, κατά τη γνωστή λαϊκή παροιμία, ζητούσε τη συνδρομή των οικονομικά αδύναμων συνανθρώπων του, με την έκκληση «βοήθα με φτωχέ μου, να μη σου μοιάσω».
Φαίνεται πως μάλλον παρεξήγησαν τη στάση που τήρησαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης το καλοκαίρι του 2015, όταν μπροστά στον κίνδυνο να βρεθεί η χώρα εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου έδωσαν χωρίς όρους και προϋποθέσεις τη στήριξή τους στο τρίτο και τρισχειρότερο Μνημόνιο που υπέγραψε ο Αλέξης Τσίπρας.
Ηθελημένα ή μη οι κυβερνώντες εμφανίζονται να αγνοούν πόσο διαφορετικές είναι οι πολιτικές συνθήκες. Δείχνουν να μην κατανοούν ότι το τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο που είχε συσσωρεύσει τότε ο κ. Τσίπρας έχει πλέον κατασπαταληθεί. Καθώς οι αυταπάτες που επικαλούνταν αποδείχθηκε ότι δεν ήταν παρά απλά και ξεκάθαρα ψέματα τα οποία πλέον δεν τα ακούνε ούτε εκείνοι που τον πίστεψαν και τον ψήφισαν.
Είχε δεσμευτεί να μην πάει σε εκλογές και πήγε αμέσως μόλις απέσπασε την ψήφο της αντιπολίτευσης. Σα να μην έφθανε αυτό, στη συνέχεια τους εγκαλούσε επειδή ψήφισαν τη συμφωνία που εκείνος είχε συνάψει. Ενώ τους υποδείκνυε, αν όχι ως βασικούς ενόχους, σίγουρα ως συνενόχους για τα μέτρα της σκληρής λιτότητας που ο ίδιος είχε συνομολογήσει. Και τα έκανε ακόμη σκληρότερα με το παιχνίδι των καθυστερήσεων που έπαιξε ακολούθως και το οποίο συνεχίζει να παίζει.
Σε πείσμα, πάντως, των ψευδαισθήσεων που μπορεί να καλλιεργούνται από διάφορους «πονηρούς» στο κυβερνητικό στρατόπεδο ή στις δυνάμεις που, κρυφά ή φανερά, συνοδοιπορούν μαζί τους, αυτή τη φορά δεν πρόκειται να βρεθούν «κορόιδα» που θα γίνουν χορηγοί στην παραμονή στις υπουργικές πολυθρόνες του Σκουρλέτη, του Κουρουμπλή και όλων των υπολοίπων.
Γιατί, κακά τα ψέματα, αυτή η κυβέρνηση μόνον σε κορόιδα μπορεί να βρει συνδρομή. Είναι, άλλωστε, μια κυβέρνηση η οποία ήρθε στην εξουσία καλλιεργώντας μισαλλοδοξία και διχασμό –«ή εμείς ή αυτοί», «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», ήταν τα βασικά προεκλογικά συνθήματα τους. Και το χειρότερο είναι ότι παραμένουν στο ίδιο διχαστικό μοτίβο και αφού κατέκτησαν την εξουσία τους.
Κύριο μέλημα τους, άλλωστε, δεν είναι να επιχειρηματολογήσουν για τα δικά τους –λέμε τώρα…- επιτεύγματα. Μεγαλύτερο ζήλο δείχνουν και εντονότερες προσπάθειες καταβάλλουν για να πείσουν πόσο οι «άλλοι» συμφωνούν με το «κακό» ΔΝΤ, που, την ίδια ώρα, τόσο ο υπουργός Οικονομικών με επιστολές όσο και ο πρωθυπουργός με τηλεφωνήματα στην Κριστίν Λαγκάρντ, εκλιπαρούν να μείνει στο ελληνικό πρόγραμμα και να είναι καλό μαζί τους…
Για όποιον, λοιπόν, δεν τρέφει αυταπάτες, είναι η ίδια η κυβέρνηση που δεν θέλει τη συναίνεση. Δεν τη θέλει διότι στην πραγματικότητα δεν την αντέχει. Είναι μια κυβέρνηση που συγκροτήθηκε με εμφυλιοπολεμικό πνεύμα. Και που μόλις εκλείψει αυτό το πνεύμα θα εκλείψουν και οι λόγοι για τους οποίους κατάφεραν να γίνουν πλειοψηφία ιδέες και πρόσωπα που ήταν επί δεκαετίες στο περιθώριο της πολιτικής ζωής. Και εκεί προώρισται να επιστρέψουν.
Ακόμη και στην περίπτωση που βρισκόταν λίγοι ή περισσότεροι «πτωχοί τω πνεύματι» για να τους συνδράμουν να περάσουν –όπως, όπως- τον κάβο της τρέχουσας αξιολόγησης που έχουν μπροστά τους, ο τελικός προορισμός θα είναι ο ίδιος: η πολιτική χρεωκοπία ως συνέπεια της αλόγιστης κατασπατάλησης του συσσωρευμένου κεφαλαίου.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Οι μονομανίες με τα media και το χρέος



                Αν έφθανε κανείς αυτές τις μέρες στην Ελλάδα από το εξωτερικό και παρακολουθούσε τα θέματα που κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο, θα είχε την αίσθηση ότι όλα τα προβλήματα της χώρας έχουν λυθεί και τα μόνα τα οποία απασχολούν τους πολίτες δεν είναι παρά, στο εσωτερικό μέτωπο, η αδειοδότηση των τηλεοπτικών καναλιών και, στο διεθνές πεδίο, η ρύθμιση του δημοσίου χρέους.
Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μόλις ναυάγησε το σχέδιο που είχε να πάει την Τετάρτη στη Βουλή για να… πανηγυρίσει τη νίκη που ανέμενε ότι θα είχε την προηγουμένη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, μετά την ανατροπή που σημειώθηκε στη δικαστική κρίση επί του νόμου για τις τηλεοπτικές αδειοδοτήσεις, πήρε το κυβερνητικό αεροπλάνο για μια μίνι ευρωπαϊκή τουρνέ με θέμα –τι άλλο;- την πολυθρύλητη δανειακή ελάφρυνση.       
Από τις αρχές του περασμένου καλοκαιριού, οπότε «τσάτρα πάτρα» ψηφίστηκαν οι ρυθμίσεις για το Ασφαλιστικό, οι οποίες, όσο περνά ο καιρός, αποδεικνύεται ότι, εκτός από άδικες, ήταν και ανεπαρκείς για την έκταση του προβλήματος, η επικαιρότητα κατακλύζεται από τις αντιπαραθέσεις για τα κανάλια και το χρέος. Αντιπαραθέσεις οι οποίες επισκιάζουν ο,τιδήποτε άλλο, είτε πρόκειται για τις κάθε είδους εξωτερικές απειλές που διατυπώνονται σε βάρος της χώρας, είτε για το διαρκώς επεκτεινόμενο φαινόμενο της φτωχοποίησης όλο και ευρύτερων τμημάτων του ελληνικού πληθυσμού.
Με τη γνωστή ευκολία που διακρίνει όλες τις πρωτοβουλίες του, οι κυβερνητικοί  επικοινωνιακοί μηχανισμοί ρίχνουν το ανάθεμα στα μέσα ενημέρωσης, τα οποία, ως… «όργανα της διαπλοκής» που είναι, «υπονομεύουν την… εθνοσωτήριο κυβέρνηση», προβάλλοντας μόνον τα αρνητικά και όχι τα θετικά της. Όπως συνέβη, για παράδειγμα, με την Ευρωμεσογειακή Διάσκεψη που συγκλήθηκε τον περασμένο μήνα στην Αθήνα και η περιορισμένη προβολή της οποίας προκάλεσε τη μήνη της κυβερνητικού εκπροσώπου.
                Με την απόσταση των αρκετών εβδομάδων που παρήλθαν έκτοτε, θα είχε ενδιαφέρον να άκουγε κανείς την Όλγα Γεροβασίλη να κάνει έναν μικρό απολογισμό για το τι έχασαν οι Έλληνες πολίτες επειδή δεν διέκοψαν τότε τα κανάλια για να μεταδώσουν απευθείας τις δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα και των προσκεκλημένων του ηγετών από τις γειτονικές –και, κατά κάποιον τρόπο, ομοιοπαθείς- χώρες. Τί διαφορετικό, άραγε, από τη διαρκή ανάγκη για σπάσιμο των «κουμπαράδων» που προορίζονται για τις μελλοντικές γενιές, ώστε να πληρωθούν οι συντάξεις, θα μας επεφύλασσε η μοίρα;
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχε να μπορούσε ν κάποιος να καταμετρήσει τις απεριόριστες εργατοώρες που έχουν αφιερώσει ο ίδιος ο Τσίπρας και ο πολυπληθής περίγυρος του για να προετοιμάσουν το «μαύρο» που, στο όνομα της πάταξης της διαπλοκής, σχεδιάζουν να ρίξουν στα μέσα ενημέρωσης που δεν τους είναι αρεστά. Και να συνέκρινε το άθροισμα του χρόνου με εκείνον που το ίδιο διάστημα αναλώθηκε σε άλλα ζητήματα που επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών, όπως η κατάσταση στην Υγεία και στην Παιδεία ή η χαίνουσα κοινωνική πληγή της Απασχόλησης.
Θα είχε, εξάλλου, μεγάλη αξία να μαθαίναμε τα αποτελέσματα των υποτιθέμενων προσπαθειών που καταβάλλονται από σωρεία κυβερνητικών στελεχών για την προσέλκυση νέων επενδύσεων ή ακόμη και την προώθηση παλαιότερων που είχαν παραλάβει από τους προκατόχους τους. Τι γίνεται, για παράδειγμα, με το Ελληνικό και γιατί δεν ξεκινούν τα έργα; Να είχε, άραγε, ο πρωθυπουργός, ο οποίος φέρεται να έχει αποστηθίσει το ύψος της ετήσιας διαφημιστικής δαπάνης και του ανεξόφλητου χρέους για κάθε μικρή ή μεγαλύτερη επιχείρηση στον τομέα της ενημέρωσης, την απορία ώστε να σηκώσει ένα πρωί το τηλέφωνο και να ρωτήσει τους αρμόδιους συνεργάτες του πότε προβλέπουν να μπει στον χώρο του παλαιού αεροδρομίου η πρώτη μπουλντόζα; Μάλλον όχι. Όλα δείχνουν ότι είναι άλλες οι προτεραιότητες του. Τόσο οι δικές του όσο και των συνεργατών του. Τουλάχιστον αν κρίνει κανείς από τη συχνότητα με την οποία εκδίδουν σωρηδόν non paper για κάθε θέμα που οι ίδιοι κρίνουν ότι έχει σημασία.
Θύματα των ίδιων των ιδεοληπτικών εμμονών που έχουν με τα media και εξηγούν το ιερό μένος με το οποίο καταφέρονται εναντίον τους, έχουν αναγάγει την προσπάθεια καθυπόταξης της ενημέρωσης σε υπέρτατο σκοπό που είναι συνυφασμένος με την παραμονή τους στην εξουσία. Όποιος έχει παρακολουθήσει έστω και μία από τις συνεδριάσεις της διαβόητης Εξεταστικής Επιτροπής για τα δάνεια των μέσων ενημέρωσης, δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία για τις προθέσεις των εμπνευστών της. Η μισαλλόδοξη, άλλωστε, διάθεση, όπως και η εχθροπαθής προκατάληψη, με τις οποίες αντιμετωπίζουν τους εκπροσώπους όποιου μέσου δεν τους λιβανίζει, είναι παροιμιώδεις.
Εξίσου παροιμιώδης μέλλει να αποδειχθεί και η δεύτερη πρωθυπουργική μονομανία που είναι η παθιασμένη ενασχόληση με την «εδώ και τώρα» ρύθμιση του χρέους, η οποία έχει αναχθεί ως μοναδικό και υπέρτατο κινητήριο μοχλό για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Και που ακριβώς για τν χαρακτήρα που της έχει δοθεί, λειτουργεί, εν τέλει, ως τροχοπέδη για την αναγκαία επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας, αφού δεν γίνεται τίποτε όσο καθυστερεί η διευθέτηση της συγκεκριμένης εκκρεμότητας .
Όμως, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, όποια τροπή και αν πάρουν τα πράγματα, οι χειρισμοί της κυβέρνησης υπήρξαν τόσο άθλιοι που τη μόνη κατάληξη την οποία μπορεί να έχουν είναι να φέρνουν όλο και πιο κοντά την κατάρρευσή της. Διότι, αν ρίξει «μαύρο» στα κανάλια, είναι βέβαιο θα τη φάει το «μαύρο σκοτάδι» και γι΄ αυτό επιζητεί συνενόχους στην αντιπολίτευσης ή στη Δικαιοσύνη. Αν πάλι δεν μπορέσει να το επιβάλει, οι μέρες της στην εξουσία είναι μετρημένες. Το ίδιο, πάνω – κάτω, ισχύει και με το χρέος: Αν επιτευχθεί η διευθέτησή του, τότε δεν θα έχει καμία δικαιολογία κανένας Σκουρλέτης να λέει ότι «δεν βγαίνει το πρόγραμμα» για να δικαιολογήσει την αδράνεια του που θα γίνει πασιφανής. Αν πάλι δεν επιτευχθεί, ας αναλογιστεί ο καθένας αν μπορούν να σταθούν στις κυβερνητικές καρέκλες με τη ζημιά που θα έχουν προκαλέσει ως τότε.
Αλλά, σχεδόν πάντα, έτσι συμβαίνει με τους μονομανείς: το πάθος τους αποτελεί και τη μήτρα της καταστροφής τους.