Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τουρκία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τουρκία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Απριλίου 2021

Θα μηνύσει κανείς τον Απόστολο Δοξιάδη;

 

«Συμβολή στην καλλιέργεια μίσους, φανατισμού και τοξικότητας» θεωρεί ο κ. Βαγγέλης Καλπαδάκης, διπλωματικός σύμβουλος του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, τα όσα εις βάρος του κατήγγειλε τις προηγούμενες ημέρες ο γνωστός συγγραφέας κ. Απόστολος Δοξιάδης για τον ρόλο που διαδραμάτισαν στελέχη της προηγούμενης κυβέρνησης στις εκδόσεις αλλά και στις απόπειρες εκδόσεων Τούρκων αντικαθεστωτικών που αναζήτησαν καταφύγιο στη χώρα μας μετά το (υποτιθέμενο) πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 κατά του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Το εντυπωσιακό, ωστόσο, είναι ότι δεν ένοιωσαν την ανάγκη να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη για να προστατεύσουν την τιμή και την υπόληψή τους ούτε ο κ. Καλπαδάκης, ο οποίος την επίμαχη περίοδο συμβίωνε με την τουρκάλα διπλωμάτη Φεϊζά Μπαρουτσού, που υπηρετούσε στην πρεσβεία της Αθήνας όσο ο «καλός της» ήταν το πρώτο διπλωματικό βιολί στο Μέγαρο Μαξίμου, ούτε κανείς από τους τότε υπουργούς (Γιάννης Μουζάλας και Δημήτρης Βίτσας) και τους λοιπούς αξιωματούχους (όπως η απόστρατη αντιστράτηγος της ΕΛΑΣ Ζαχαρούλα Τσιριγώτη ή η πρώην Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου), οι οποίοι ονομαστικά καταγγέλλονται ότι παρέβησαν τα καθήκον τους μόνο και μόνο για να μην εκτεθεί ο Αλέξης Τσίπρας με τις απαράδεκτες δεσμεύσεις που είχε αναλάβει έναντι του Τούρκου Προέδρου.

Ο κ. Δοξιάδης, από την πλευρά του, αρθρογραφώντας στον ιστότοπο «protagon.gr», δεν μασάει τα λόγια του. Μιλάει ευθέως για μια «θλιβερή και ταυτόχρονα εξοργιστική ιστορία» που «έχει στο επίκεντρό της ένα συμβάν και δύο σχέσεις». Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το συμβάν είναι «η ουδέποτε ευθέως διαψευσθείσα υπόσχεση του Τσίπρα στον Ερντογάν, ότι θα επιστρέψει τους οκτώ τούρκους αξιωματικούς που κατέφυγαν στη χώρα μας στις 16 Ιουλίου 2016 με στρατιωτικό ελικόπτερο».

Ενώ οι δύο επίμαχες σχέσεις είναι: αφενός, «η σχέση εμπιστοσύνης του Τσίπρα με τον Βαγγέλη Καλπαδάκη, νεαρό και άπειρο διπλωμάτη που όρισε διευθυντή του Διπλωματικού Γραφείου του Πρωθυπουργού» και, αφετέρου, η «η συμβίωση του Καλπαδάκη με την τουρκάλα διπλωμάτη Φεϊζά Μπαρουτσού, που λίγο αφότου ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές και ο Καλπαδάκης ανέλαβε την υψηλή του θέση, μετετέθη (σύμπτωση;) από το υπουργείο Εξωτερικών στην Άγκυρα, σε ανώτατη θέση στην τουρκική πρεσβεία στην Αθήνα, επισήμως υπεύθυνη για τις πολιτικές υποθέσεις, αλλά και για τις “προσφυγικές ροές”, με τη δεύτερη αρμοδιότητα σύντομα να αποκτά μακάβρια σημασία. Και, βέβαια, φτάνοντας στην Αθήνα, η Μπαρουτσού άρχισε να συζεί με τον εκλεκτό της καρδιάς της».

Ο γνωστός συγγραφέας, ο οποίος ήταν η ψυχή της ομάδας των Ελλήνων πολιτών που έδωσαν σκληρό αγώνα για να μην παραδοθούν σιδηροδέσμιοι οι Τούρκοι αξιωματικοί που κατέφυγαν ικέτες στην Ελλάδα, φέρνει στο φως δύο αποκαλυπτικές συναντήσεις που είχε ο ίδιος την περίοδο που δόθηκαν οι σκληροί δικαστικοί αγώνες για να αποτραπεί η έκδοση των «Οκτώ». Η περιγραφή την οποία κάνει είναι τόσο λεπτομερώς παραστατική που δεν αφήνει περιθώρια για αμφισβήτηση των λεγομένων του. «Ο πρώτος, κάπως ηλικιωμένος, ήταν γλυκύτατος, με κράτησε δύο ώρες στο γραφείο του, προτείνοντάς μου ενδιάμεσα, καφεδάκια, κουλουράκια και μετά ουζάκια και λουκανικάκια, που ευγενώς αρνιόμουν, και δίνοντάς μου χαζοχαρούμενες διαβεβαιώσεις του τύπου “μα ο Αλέξης είναι καλό παιδί, πιστεύει στα ανθρώπινα δικαιώματα”, “αποκλείεται να θέλει να τους εκδώσει”, “αποκλείεται να μίλησε στη Θάνου”, και άλλα τέτοια», γράφει ο κ. Δοξιάδης.

Ο δεύτερος τον οποίο συνάντησε ήταν –οποία… έκπληξη!- ο κ. Καλπαδάκης. «Το κλίμα ήταν εδώ τελείως διαφορετικό. Πάλι τυπικά ευγενικό, αλλά οι ματιές μας τώρα έβγαζαν φωτιές», αναφέρει ο συγγραφέας, προσθέτοντας: «Σε αυτόν διατύπωσα τις προειδοποιήσεις μου όσο γίνεται πιο απόλυτα: “Αν τους δώσετε πίσω, παραβαίνοντας κάθε αρχή ανθρωπισμού, ηθικής και νομιμότητας, σας διαβεβαιώ ότι θα κάνω σκοπό της ζωής μου να σας ξεφτιλίσω σε όλο τον πλανήτη!”». Και συνεχίζει: «Τα λόγια μου ακούγονται ίσως φαιδρά σήμερα –στο κάτω-κάτω, ποιος ήμουν εγώ να απειλώ μια κυβέρνηση με τέτοια τρομερά πράγματα;– αλλά στη στιγμή και στον τόνο που λέγονταν έβλεπα ότι έπιαναν τόπο…».

Η τακτική αυτή του κ. Δοξιάδη υποχρέωσε, όπως ο ίδιος περιγράφει, τον κ. Καλπαδάκη να αλλάξει συμπεριφορά: «…Σε τόνο σχεδόν παρακλητικό, άρχισε να προσπαθεί να με πείσει ότι αν οι Οκτώ δεν εκδίδονταν, “ο Ερντογάν θα θυμώσει πάρα πολύ”. “Ε, ας θυμώσει”, του είπα εγώ. “Δεν είναι έτσι απλό”, συνέχισε, κουνώντας το κεφάλι σοβαρά. “Ο θυμός του θα έχει τρομερές συνέπειες”. Και πες, πες, κατέληξε να μου πει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι αν δεν εκδώσουμε τους Οκτώ θα γίνει πόλεμος. Εγώ έμεινα άφωνος. “Μα το πιστεύετε σοβαρά αυτό;”, ρώτησα. “Ναι, και έχουμε έγκυρες πληροφορίες. Και σας παρακαλώ να το πιστέψετε και εσείς”…», αναφέρει ο συγγραφέας. Και συμπεραίνει ότι «οι έγκυρες πληροφορίες σίγουρα περιλάμβαναν και την κυρία Μπαρουτσού…».

Με τον κ. Δοξιάδη δεν γνωριζόμαστε προσωπικώς. Έχουμε επικοινωνήσει τηλεφωνικώς μία και μόνη φορά όταν στις 12 Ιανουαρίου 2017 δημοσίευσα σε αυτήν εδώ τη στήλη κείμενο υπό τον τίτλο «Αδιανόητο ανοσιούργημα». Ήταν ένα κείμενο που στηριζόταν σε off the record ενημέρωση από εγκυρότατη πηγή, σύμφωνα με την οποία ο Αλέξης Τσίπρας είχε «εκμυστηρευθεί» σε πολιτικό αρχηγό της τότε αντιπολίτευσης την πρόθεσή του «να εκδοθούν τελικώς στην Τουρκία οι έξι  που υπήρξαν αξιωματικοί και να παρασχεθεί άσυλο μόνον στους δύο άλλους που ήταν υπαξιωματικοί». Γι΄  αυτό τον λόγο, μάλιστα, είχε μεθοδευτεί ο διαχωρισμός των υποθέσεων των Οκτώ παρόλο που ήταν πανομοιότυπες.

Στο καταληκτικό υστερόγραφο του κειμένου μου έγραφα τα εξής: «Είναι μάλλον η πρώτη φορά που γράφω ένα κείμενο με την ελπίδα και τη διακαή επιθυμία να διαψευστεί…». Μετέφερα στον κ. Δοξιάδη όσα μου επέτρεπε η δέσμευση του off the record που είχα αναλάβει έναντι της πηγής μου. Και έκτοτε παρακολουθούσα με μεγάλο ενδιαφέρον –και με αγωνία (γιατί να το κρύψω;) που μου προκαλούσαν οι αμφιβολίες αν έπρεπε να μιλήσω πιο ανοικτά- τον μαραθώνιο δικαστικό αγώνα που έδωσαν ο κ. Δοξιάδης και λίγοι ακόμη ενεργοί πολίτες με πραγματικές ευαισθησίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Είναι ίσως περιττό να σημειώσω ότι το νικηφόρο αποτέλεσμα που έφεραν οι τιτάνιες προσπάθειές τους κατά της έκδοσης των Οκτώ με χαροποίησε αφάνταστα, αν και κάποιοι άλλοι πολίτες της γείτονος δεν είχαν την ίσια καλή τύχη, αφού, όπως καταγγέλλεται, παραδόθηκαν παρανόμως στα όργανα του Ερντογάν. Θα με… χαροποιούσε επίσης αν κάποιος από τους ονομαστικά καταγγελλόμενους μήνυε τον κ. Δοξιάδη για να ανοίξει ο φάκελος των παράνομων παραδόσεων. Κάτι τέτοιο, όμως, φαντάζει απίθανο. Και μάλλον θα μείνουμε μόνον με τους ισχυρισμούς του κ. Καλπαδάκη ότι όποιος δεν ενδίδει στους λεονταρισμούς του Σουλτάνου είναι… υπόλογος «για καλλιέργεια μίσους, φανατισμού και τοξικότητας».

Που την έμαθαν, άραγε, αυτή τη… διπλωματική μαεστρία οι θιασώτες του διαβόητου δόγματος της… «good diplomacy»;

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Πόσο «τρελός» είναι ο Ερντογάν;

 Πριν από περίπου δύο δεκαετίες, ο Χρήστος Ζαχαράκις, ένας από τους εμβληματικότερους Έλληνες διπλωμάτες της μεταπολιτευτικής περιόδου που εκείνη την εποχή, εκλεγμένος με τη λίστα της ΝΔ, θήτευε στο Ευρωκοινοβούλιο, άφηνε άφωνη την πολιτικοδημοσιογραφική ομήγυρη που άκουγε την κατηγορηματική εκτίμησή του ότι «στο προβλεπτό μέλλον είναι αναπόφευκτη μια ελληνοτουρκική πολεμική σύγκρουση».

«Δεν μπορώ να προβλέψω αν θα γίνει σε ένα ή δύο χρόνια, σε μια ή δύο δεκαετίες, ούτε πόσο θα διαρκέσει, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα γίνει», επέμενε ο έμπειρος διπλωμάτης απαντώντας στις εύλογες αμφισβητήσεις των συνομιλητών του, καθώς η επίμαχη συζήτηση λάμβανε χώρα σε μια συγκυρία που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονταν στο καλύτερο επίπεδο των πολλών τελευταίων δεκαετιών.

Η επίκληση της θετικής επίπτωσης που έδειχνε ότι είχε τότε στην προσέγγιση των δύο λαών η λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών», την οποία είχε εγκαινιάσει ως υπουργός Εξωτερικών ο Γιώργος Παπανδρέου, ουδόλως μετέβαλε τη βεβαιότητα με την οποία ο Κ. Ζαχαράκις εξέφραζε την άποψή του ότι η Τουρκία δεν είναι μια ευρωπαϊκή χώρα που θα επιδιώξει να επιλύσει ειρηνικά τις διαφορές που πιστεύει ότι έχει με τη Ελλάδα.

Ανίσχυρο επίσης απεδείχθη και το επιχείρημα κάποιων από την ομήγυρη ότι τα πράγματα μπορούσε να τα ανατρέψει η -διαφαινόμενη ακόμη τότε- ανάρρηση στο πολιτικό στερέωμα της γείτονος ενός νέου πολιτικού ηγέτη, του «ήπιου ισλαμιστή», όπως θεωρείτο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ο οποίος (υποτίθεται ότι) ερχόταν για να καταλύσει την παντοκρατορία του βαθέος κεμαλικού κράτους που ελέγχονταν από το πολεμοχαρές στρατιωτικό κατεστημένο της Άγκυρας.

Λίγο ως πολύ, η συνέχεια είναι γνωστή. Οι στρατηγοί της γείτονος οι οποίοι καθαιρούσαν, φυλάκιζαν και ενίοτε κρεμούσαν, όπως έκαναν με τον Αντνάν Μεντερές τη δεκαετία του 50 με πρόσχημα το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Πόλης στα «Σεπτεμβριανά» του 1955, όποιον εκλεγμένο πρωθυπουργό ή άλλο πολιτικό δεν ήταν της αρεσκείας τους, απεδείχθησαν… σκέτες «Αρσακειάδες» στη σύγκριση με τον σκληροτράχηλο ισλαμιστή Ερντογάν.

Από το 2002, οπότε κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές το ισλαμικών καταβολών κόμμα του πρώην δημάρχου Κωνσταντινούπολης, στη γείτονα συντελέστηκαν σεισμικού χαρακτήρα αλλαγές σε όλα τα επίπεδα: στους πολιτικούς και άλλους θεσμούς της χώρας (Στρατός, Δικαιοσύνη, Δημόσια Διοίκηση, Εκπαίδευση, κλπ), στα πρόσωπα που διαδραματίζουν κεντρικούς ρόλους στη χώρα, στην οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, με την ανάδειξη στο προσκήνιο νέων στρωμάτων, καθώς και στην καθημερινότητα των πολιτών, στην οποία τον τόνο δίνει η ευρεία χρήση από τις γυναίκες της απαγορευμένης από την περίοδο του Κεμάλ μαντήλας.

Όλα αυτά τα χρόνια, το μόνο που δεν άλλαξε –ουσιωδώς τουλάχιστον- είναι οι επεκτατικές βλέψεις της Άγκυρας κατά της Ελλάδας. Αντιθέτως, στη διάρκεια της ερντογανικής εξουσίας βιώνουμε την κλιμάκωση των κάθε είδους προκλήσεων σε αέρα και θάλασσα και τη συνεχή αναβάθμιση των απειλών κατά των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας από σχεδόν σύσσωμη την τουρκική πολιτική τάξη.

Από το 1995, άλλωστε, παραμένει αμετάβλητο το διαβόητο casus belli που διεκήρυξε η Εθνοσυνέλευση της γείτονος εξουσιοδοτώντας την κυβέρνηση της Άγκυρας να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών, για την αξίωση της Ελλάδας να υιοθετήσει την πρόβλεψη της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας που επιτρέπει την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια.

Προκλήσεις και προστριβές είχε και άλλες πολλές άλλες φορές στο παρελθόν με τις εξόδους τουρκικών ερευνητικών σκαφών στα νερά του Αιγαίου που στόχο είχαν κυρίως την αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Από το «Χόρα» το 1976 και το «Σισμίκ» το 1987 έως τα τραγικά γεγονότα των Ιμίων το 1996, μια φορά σε κάθε δεκαετία οι Στόλοι των δύο χωρών ήρθαν αντιμέτωποι.

Σε αντίθεση με τη σχετικά σύντομη διάρκεια των προγενέστερων κρίσεων, η πρόσφατη αντιπαράθεση των πολεμικών πλοίων των δύο χωρών που βρίσκεται σε εξέλιξη με τον πολυήμερο πλου του Όρουτς Ρέις σε ελληνικά ύδατα, είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια και, ως εκ τούτου, η πιο απειλητική για την ειρήνη στην περιοχή. Ο Ερντογάν, εξάλλου, δείχνει τέτοια αποθράσυνση όση κανείς προκάτοχός του δεν έχει επιδείξει στο παρελθόν.

Οι παραληρηματικές ομιλίες του και η εν γένει αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά που επιδεικνύει ο Τούρκος Πρόεδρος, ιδίως μετά το 2018 και το υποτιθέμενο «πραξικόπημα» για την ανατροπή του, κάνει πολλούς τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς, να αναρωτιούνται για την ψυχική του κατάσταση. Στο ερώτημα, πάντως, αν είναι… «τρελός» ο Ερντογάν η απάντηση που δίνουν οι σοβαροί αναλυτές είναι μάλλον αρνητική. Άλλωστε, επικαλούμενοι και την «προφητεία» του πολύπειρου Χρήστου Ζαχαράκι πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Τούρκος Πρόεδρος κινείται στα χνάρια των περισσοτέρων προκατόχων του.

Στην πραγματικότητα, άλλωστε, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι παρά ένας μεγαλομανής λαϊκιστής δικτάτορας, ο οποίος, όπως όλοι οι όμοιοι του σε Ανατολή και Δύση, πορεύεται και δρα με γνώμονα το πως θα γίνει αρεστός στην κοινή γνώμη της χώρας του. Η πολύχρονη παραμονή του στην εξουσία τον έχει γεμίσει με αλαζονικό θράσος που τον κάνει να θέλει να ξεπεράσει όλους τους προκατόχους του στην τουρκική ηγεσία. Και για να πετύχει κάτι τέτοιο, είναι ικανός να κάνει τα πάντα.

Ας το έχουμε, λοιπόν, υπόψη σας και εμείς οι πολίτες και η πολιτική μας ηγεσία. Και, γι΄ αυτό, ας επιδείξουμε όλοι μας τη δέουσα ψυχραιμία και αποφασιστικότητα, προετοιμαζόμενοι για όλα τα ενδεχόμενα.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020

Η αριστοτελική «ετερογονία των σκοπών» και ο «χρήσιμος» Ρετζέπ


Το κοντράστ από τις δύο εικόνες των οποίων γίναμε μάρτυρες τις προηγούμενες ημέρες ήταν όντως εντυπωσιακό. Την αδιανόητη επίθεση που δέχθηκαν στελέχη της Αστυνομίας τα οποία κοιμόνταν σε ξενοδοχείο της Χίου την περασμένη Τετάρτη διαδέχθηκε μόλις τρεις μέρες αργότερα η συγκινητική κινητοποίηση των κατοίκων του Έβρου που στάθηκαν στο πλευρό των αστυνομικών και των στρατιωτικών που παρατάχθηκαν στην ελληνοτουρκική μεθόριο για να υπερασπιστούν τα ελληνικά σύνορα.
Ακρίτες οι μεν, ακρίτες και οι δε. Λίγο - πολύ το ίδιο κουρασμένοι όλοι τους από το δυσανάλογο βάρος που επωμίζονται όσοι βρίσκονται στα σύνορα από τις ασταμάτητες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές που συρρέουν στη χώρα μας για περισσότερο από έξι χρόνια. Πάνω - κάτω η ίδια ανασφάλεια κατατρέχει τις τοπικές κοινωνίες τόσο στο Ανατολικό Αιγαίο όσο και στη Θράκη που βλέπουν -απελπισμένους, στην πλειονότητά τους- ανθρώπους να κυκλοφορούν ανάμεσά τους σε πόλεις, χωριά και παραλίες, λες και βρίσκονται σε χώρα που αποτελεί ξέφραγο αμπέλι.
Τι άλλαξε, λοιπόν, και από τις αθλιότητες τις Χίου περάσαμε σχεδόν απνευστί στην έκρηξη αλτρουισμού που παρακολουθήσαμε στις Καστανιές, στις Φέρες ή την Αλεξανδρούπολη; Ποιος, αλήθεια, ήταν εκείνος το οποίο έδωσε το σύνθημα για να εκδηλωθούν τα πρωτοφανή για τη μνημονιακή Ελλάδα κύματα λαϊκής συσπείρωσης και εθνικής ομοψυχίας; Και ποιο… αόρατο χέρι, άραγε, ενορχήστρωσε αυτή τη μεταμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας που άρχισε να ενδιαφέρεται για τα ξεχασμένα σύνορα της πατρίδας;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα έχουν ένα ονοματεπώνυμο. Και αυτό είναι: Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο αμετροεπής Τούρκος «Σουλτάνος» είναι μάλλον πολύ δύσκολο να έχει διαβάσει τον μέγιστο αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο Αριστοτέλη και το πιθανότερο είναι ότι αγνοεί την έννοια «ετερογονία των σκοπών» που πρώτος εισήγαγε στην παγκόσμια διανόηση ο δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ως «ετερογονία των σκοπών» ο Σταγειρίτης που σημάδεψε όσο λίγοι τη διαχρονική φιλοσοφική σκέψη όρισε την κατάσταση εκείνη σύμφωνα με την οποία τα αποτελέσματα που παράγουν οι πράξεις ενός ατόμου ή υποκειμένου είναι αντίθετα από τις αρχικές επιθυμίες και επιδιώξεις του.
Με απλά λόγια, τα γεγονότα των τελευταίων ημερών δείχνουν ξεκάθαρα ότι ο ευρισκόμενος σε ιδιαιτέρως δυσχερή θέση, λόγω των εξελίξεων στη συριακή Ιντλίμπ, Τούρκος Πρόεδρος εκπόνησε και έθεσε σε εφαρμογή σχέδιο με το οποίο ήθελε να αποδείξει ότι η Ελληνική Πολιτεία δεν είναι ένα κανονικό κράτος. Και ότι αρκούσε να μπουν σε μισθωμένα από το τουρκικό κράτος λεωφορεία από την Κωνσταντινούπολη και αλλού μερικές χιλιάδες απελπισμένων και κατευθυνόμενων ομόθρησκων του για να καταλύσουν μια και έξω τα –κακά τα ψέματα!- διάτρητα εδώ και καιρό ελληνοτουρκικά σύνορα.
Σε πείσμα, όμως, τόσο των επιθυμιών όσο και των επιδιώξεων του Ερντογάν, η εξέλιξη των πραγμάτων ήταν απολύτως αντίθετη. Τα σύνορα της Ελλάδας άντεξαν στην «οργανωμένη επίθεση», σύμφωνα με την κυβέρνηση –ή τη «μαζική εισροή», για να χρησιμοποιήσουμε τον ηπιότερο όρο που χρησιμοποίησε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ- που δέχθηκαν από τους «απεσταλμένους» του Τούρκου Προέδρου. Και, αντί να καταλυθούν, όπως προφανώς είκαζε και προσδοκούσε ο «Σουλτάνος», αποδείχθηκαν αδιαπέραστα, χάρις στην κινητοποίηση του Στρατού, της Αστυνομίας αλλά και των πολιτών του Έβρου.
Η αλήθεια είναι ότι η υπερδεκαετής μνημονιακή περιπέτεια της χώρας οδήγησε σε πολλές στρεβλώσεις. Πυροδότησε τον διχασμό της ελληνικής κοινωνίας. Και έκαμψε, σε ένα τουλάχιστον μέρος του πληθυσμού, το αίσθημα του παραδοσιακού και καλώς εννοούμενου πατριωτισμού, σύμφωνα με τον οποίο το να αγαπάς και να προστατεύεις την πατρίδα σου δεν συνεπάγεται ότι την ίδια ώρα μισείς ή θέλεις την καταστροφή των πατρίδων των άλλων ανθρώπων με τους οποίους μοιραζόμαστε αυτόν τον πλανήτη.
Η ασύμμετρη απειλή, ωστόσο, την οποία εξαπέλυσε εναντίον μας ο απελπισμένος από την αποτυχία των σχεδίων του σε Συρία και Λιβύη Τούρκος Προέδρος ήταν τόσο έντονη και από κοινού με την ισχυρή πρόκληση που δέχθηκαν η εθνική αξιοπρέπεια και το φιλότιμο των Ελλήνων, ξύπνησαν αισθήματα τα οποία επί σειρά ετών βρίσκονταν σε ύπνωση. Γι΄ αυτό ίσως θα πρέπει να… ευχαριστήσουμε τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και να εκφράσουμε την ευαρέσκεια μας που, απορροφημένος μάλλον με το να μελετά Κοράνι, δεν βρήκε χρόνο να μελετήσει και να εντρυφήσει στην αριστοτέλεια έννοια της «ετερογονίας των σκοπών».
Ρετζέπ σε ευχαριστούμε, διότι απεδείχθης χρήσιμος. Και ας μας… κρατάς μούτρα και δεν θέλεις να συναντήσεις τον Έλληνα πρωθυπουργό!

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Το συμφέρον… über alles

Επί δεκαετίες ολόκληρες η δημόσια συζήτηση στη χώρα μας για τις διπλωματικές επιλογές μας ήταν –και, εν πολλοίς, παραμένει- εγκλωβισμένη σε παιδαριώδεις μυθολογικές προσεγγίσεις για το ποιος είναι φίλος ή εχθρός είτε πρόκειται για τη γειτονιά μας, είτε ευρύτερα για τη διεθνή σκηνή.
Παρότι από την περίοδο της Ανεξαρτησίας ή και νωρίτερα –ποιος θυμάται τα «Ορλοφικά»;- έχει αποδειχθεί ότι τα ζητήματα αυτά δεν προσεγγίζονται με λογικές άσπρο ή μαύρο, τα πικρά παθήματα που συχνά – πυκνά υπέστημεν ως Έθνος στην πάροδο των αιώνων, εξαιτίας της ευκολοπιστίας, δυστυχώς δεν μας έγιναν μαθήματα.
Ειδικά, από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα όταν, υπό το κράτος του Ψυχρού Πολέμου που επέβαλε τον παγκόσμιο διπολισμό σε ολόκληρο τον πλανήτη, το ελληνικό πολιτικό σύστημα –κυρίαρχο και μη- και, κατ’ επέκταση, οι Έλληνες πολίτες, έσπευδαν να λάβουν θέση υπέρ των μεν ή των δε.
Με επιδερμικά απλουστευτικές αναλύσεις για το «καλό» και το «κακό» και με υιοθέτηση ανυπόστατων κριτήριων του τύπου ότι «ο τάδε ξένος ηγέτης είναι ομοϊδεάτης μας» ή ότι «ο δείνα λαός είναι ομόδοξος και θα μας στηρίξει».
Ήταν σχεδόν επιβεβλημένο να διαλέγουμε στρατόπεδο. Όσοι από παράδοση, ατταβισμό ή επιλογή ήταν «δεξιοί» δεν μπορούσαν παρά να ενστερνίζονται το δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν». Ενώ όσοι δήλωναν «αριστεροί» ήταν υποχρεωτικό να είναι αντιαμερικανοί, εξεγειρόμενοι για τον Πόλεμο του Βιετνάμ αλλά δικαιολογούντες την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στις ανατολικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες ή στο Αφγανιστάν.
Κάπως έτσι, για παράδειγμα, ανδρωθήκαμε πολιτικά δύο, ίσως και τρεις, γενιές Ελλήνων με την εμμονή να τασσόμαστε γενικώς και αορίστως στο πλευρό των Αράβων, αγνοώντας και αυτούς τους ίδιους τους εσωτερικούς τους διχασμούς που τους οδηγούσαν στον αλληλοσκοτωμό. Και αφού οι Άραβες ήταν κατά του Ισραήλ, έπρεπε και εμείς να είμαστε κατά της κρατικής οντότητας την οποία δια πυρός και σιδήρου προσπαθούσαν να στήσουν οι Εβραίοι της Διασποράς.
Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης ζούσε με την αυταπάτη των επενδύσεων που θα έρχονταν από τα αραβικά «πετροδόλλαρα», τα οποία ποτέ δεν τα είδαμε. Έγινε, έτσι, η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ παρόλο που είχε προφανή συμφέροντα, μεταξύ άλλων και σε σχέση με τη διαχείριση των Αγίων Τόπων που βρίσκονται εντός των ορίων του.
Το διπλωματικό κεφάλαιο που χάσαμε όλο το προηγούμενο διάστημα είναι αμφίβολο εάν καταφέραμε να το αναπληρώσουμε από το 2010 που –επί των ημερών του, όσο και αν δεν αρέσει να το παραδέχονται αρκετοί, Γιώργου Παπανδρέου- αποφασίσαμε να αλλάξουμε τη στρατηγική μας και να συσφίξουμε τις σχέσεις μας με το Τελ Αβίβ.
Οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο είναι άκρως διδακτικές. Το κουβάρι των περίπλοκων σχέσεων που διαμορφώνονται στη γειτονιά μας δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχουν ούτε μόνιμοι φίλοι ούτε αιώνιοι εχθροί. Το αμερικανικό διπλωματικό και στρατιωτικό κατεστημένο, που χρόνια τώρα… λατρεύαμε να μισούμε, έχει γίνει ο κύριος εγγυητής για την ασφάλεια των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων που απειλεί η Άγκυρα.
Καλώς ή κακώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αποτελούν αυτή την περίοδο τους πιο θερμούς συμπαραστάτες μας. Και αυτό επειδή η Ελλάδα είναι ο πιο αξιόπιστος σύμμαχός του. Φρόντισε κυρίως προς τούτο η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ η οποία –αφήνοντας μια σημαντική παρακαταθήκη στους διαδόχους της- έδωσε όλα όσα χρειαζόταν η Ουάσιγκτον για να εδραιώσει την παρουσία της στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Στον αντίποδα, οι Ευρωπαίοι, που θεωρητικώς αποτελούμε σάρκα εκ της σαρκός τους και που τόσα κατά καιρούς έχουμε «επενδύσει» σε εκείνους, αποδεικνύονται στις κρίσιμες τούτες ώρες κατώτεροι των περιστάσεων. Με μόνη εμφανή διαφοροποίηση τη στάση των Γάλλων του Εμάνουελ Μακρόν που θα στείλουν να καταπλεύσει στα μέρη της το αεροπλανοφόρο Σαρλ Ντε Γκολ. Διαφοροποίηση για την οποία κάποιοι λένε ότι… είναι με το αζημίωτο αφού έχουμε συνομολογήσει ότι θα παραγγείλουμε γαλλικές φρεγάτες.
Την ίδια στιγμή, το στερεότυπο που ήθελε την κεντροδεξιά καγκελάριο Μέρκελ να στηρίζει τον ομοϊδεάτη της Έλληνα πρωθυπουργό και για τον επιπλέον λόγο ότι «η οικογένεια Μητσοτάκη είχε παραδοσιακά στενούς δεσμούς με τη γερμανική πολιτική τάξη» αποδεικνύεται ότι δεν παρά μια φαντασίωση όλων όσοι αρέσκονται στις εύκολες αναλύσεις.
Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους τα συμφέροντα του Βερολίνου επιβάλουν στην παρούσα συγκυρία να μην έρθει η Άνγκελα Μέρκελ αντιμέτωπη με τον Ερντογάν. Και, ως τούτου, η κάποτε… «ευαίσθητη» καγκελάριος κάνει πια τα στραβά μάτια σε όλα.
Το κάνει στο δράμα των μεταναστών που υποτίθεται παλαιότερα ότι την είχε συγκινήσει. Και το κάνει ακόμη πιο απροκάλυπτα στην προκλητική καταπάτηση του Διεθνούς Δικαίου εκ μέρους της Άγκυρας, εμποδίζοντας την επιβολή κυρώσεων στους θρασείς σφετεριστές των δικαιωμάτων δύο ευρωπαϊκών χωρών, όπως είναι η Ελλάδα και η Κύπρος.
Το συμφέρον, λοιπόν, είναι υπεράνω όλων. «Über alles», όπως εμφαντικά λένε και στη γλώσσα της καγκελαρίου.