Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρέος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρέος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Γιατί όχι διαπραγματευτής για το χρέος ο Δ. Παπαδημούλης;

            Ο Δημήτρης Παπαδημούλης είναι αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και υψηλόβαθμο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ. Συγκεντρώνει, δηλαδή, στο πρόσωπό του δύο ιδιότητες που -τυπικά τουλάχιστον- δίνουν αυξημένο κύρος στον λόγο του. Υπό αυτή την έννοια, οι παρεμβάσεις που κάνει και οι προτάσεις που διατυπώνει, έστω και αν γίνονται μέσω του twitter, το λογικό είναι να αναμένει κανείς ότι είναι προϊόν συλλογικής επεξεργασίας του πολιτικού φορέα στον οποίο ανήκει.
            Ο κ. Παπαδημούλης, ο οποίος εδώ και καιρό εγκαλεί την κυβέρνηση ότι δεν στέργει σε μια συνάντηση ανάμεσα στον πρωθυπουργό και στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έκανε ένα επιπλέον βήμα, προδιαγράφοντας και την ατζέντα μιας πιθανής τέτοιας επαφής, προτείνοντας να περιλαμβάνει απόπειρα συνεννόησης για τρία καίρια ζητήματα: την εκλογή Προέδρου, την απομείωση (sic) του χρέους και τον ορισμό της ημερομηνίας των επόμενων εκλογών.
            Χωρίς, μάλιστα, να περάσει το περιοριστικό όριο των 140 χαρακτήρων που απαιτεί το twitter, το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ εμφάνισε την πρότασή του ως «απάντηση» στην τρόικα που δεν «βιάζεται να γυρίσει και απαιτεί», αποφεύγοντας, έτσι, να δώσει αντιπολιτευτικό «χρώμα» στην παρέμβασή του.
            Υπό κανονικές συνθήκες, λοιπόν, η παρέμβαση του κ. Παπαδημούλη θα έπρεπε να προκαλέσει πολιτικό σεισμό, αφού, ανεξαρτήτως προθέσεων, η πρότασή του αποτελεί πανθομολογουμένως την ενδεδειγμένη λύση για τον «γόρδιο δεσμό» της πολιτικής αβεβαιότητας στην οποία είναι προσδεμένη η χώρα.
Αν, όντως, οι βασικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου, όπως εκφράζονται από τον πρωθυπουργό και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατάφερναν να υπερβούν τα μικροπάθη που τους χωρίζουν και δέχονταν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι, πολλά θα μπορούσαν να αλλάξουν στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό περιβάλλον της χώρας.
Δυστυχώς, όμως, αν εξαιρέσει κανείς το κλισέ για πρόταση – «βόμβα» στο οποίο κατέφυγαν κάποιες πρώτες διαδικτυακές αναρτήσεις, η πρόταση του κ. Παπαδημούλη αντιμετωπίστηκε ως «μη γενόμενη» τόσο από την κυβέρνηση, η οποία αυτάρεσκα πορεύεται «στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα», όσο και από την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία αρκείται στη δημοσκοπική υπεροχή που της εξασφαλίζουν οι ατελείωτες κυβερνητικές γκάφες και περιμένει την εκπλήρωση της θεωρίας του «ώριμου φρούτου», αδιαφορώντας αν αυτό μπορεί να αποδειχθεί… σάπιο.
Η ευθύνη, βεβαίως, ανήκει πρωτίστως στην πλευρά της κυβέρνησης και στον κ. Σαμαρά προσωπικά. Εκείνος είναι που θα περίμενε κανείς να σπεύσει να αδράξει την ευκαιρία που του δίνεται από την πρόταση του κ. Παπαδημούλη και να καλέσει τον κ. Τσίπρα αφενός να συμφωνήσουν στο πρόσωπο το οποίο, συναινετικά, όπως επιβάλει το Σύνταγμα, θα είναι ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και αφετέρου να διαπραγματευθούν από κοινού τη συμφωνία για την αναδιάρθρωση του χρέους. Εφόσον, μάλιστα, διευθετηθούν οι δύο αυτές μείζονες εκκρεμότητες ποιος, αλήθεια, θα είχε αντίρρηση κατόπιν να στηθούν και οι κάλπες;
Ο ΣΥΡΙΖΑ, κακά τα ψέματα, έχει κάνει το τελευταίο διάστημα αρκετά αξιοσημείωτα βήματα προς την κατεύθυνση της συναίνεσης. Και ανεξάρτητα αν τα βλήματα αυτά είναι, όπως ορισμένοι ισχυρίζονται, μέρος ενός νέου επικοινωνιακού σχεδιασμού, η κυβέρνηση δεν μπορεί να μένει προσκολλημένη στο βολικό δόγμα της «ανεύθυνης αντιπολίτευσης», το οποίο, άλλωστε, δεν αποδίδει πλέον.
Πριν από δύο βδομάδες ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ αναγνώρισε την ανάγκη της συνεννόησης για τον επόμενο Πρόεδρο. Και έρχεται τώρα ένα σημαίνον στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ζητήσει το ίδιο για το χρέος, χωρίς, μάλιστα, να απαιτεί να γίνει αυτό μετά τις εκλογές.
Γιατί, αλήθεια δεν καλεί ο κ. Σαμαράς τον κ. Παπαδημούλη στο γραφείο του να τον ορίσει επικεφαλής των διαπραγματεύσεων για το χρέος, δεσμευόμενος ότι μόλις επιτύχει την αναδιάρθρωση –ακόμη καλύτερα αν φθάσει στη διαγραφή που επιμένει το κόμμα του- θα προκηρυχθούν και εκλογές;
Αν η πρόταση του κ. Παπαδημούλη είναι «μπλόφα», εκείνος και το κόμμα του θα εκτεθούν. Αν την εννοεί πραγματικά τόσο το καλύτερο για όλους. Ή, λέτε, ότι όλα αυτά να είναι πολύ καλά για να είναι αληθινά σε μια χώρα που η πολιτική συνεννόηση –ακόμη και στο εσωτερικό των ίδιων των κομμάτων…- είναι «είδος εν ανεπαρκεία»;

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Ο κ. Σόιμπλε και οι τρύπες στο νερό



«Αν το υπουργείο Οικονομικών αποφάσιζε να γεμίσει φιάλες με τραπεζογραμμάτια, να τις θάψει σε κατάλληλο βάθος σε μη χρησιμοποιούμενα ανθρακωρυχεία, τα οποία ύστερα γέμιζε με απορρίμματα των πόλεων και επέτρεπε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τις αρχές της ελεύθερης οικονομίας, να ξεθάψουν πάλι τα τραπεζογραμμάτια (αφού, βεβαίως, αποκτήσουν το δικαίωμα να το κάνουν, υποβάλλοντας προσφορές σε πλειοδοτικό διαγωνισμό), δεν θα υπήρχε πλέον ανεργία», έγραψε πριν από σχεδόν επτά δεκαετίες ο μεγάλος διανοητής της οικονομικής σκέψης Τζον Μέυναρτ Κέινς.
Όπως εξηγούσε στο μνημειώδες έργο του «Γενική Θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος», από το οποίο προέρχεται το συγκεκριμένο απόσπασμα, «με τη συνδρομή των επιπτώσεων» που θα είχε μια τέτοια πρωτοβουλία, «το πραγματικό εισόδημα της κοινωνίας, καθώς επίσης και ο πλούτος της, θα αυξανόταν». Προς άρση δε τυχόν παρεξηγήσεων πρόσθετε πως «θα ήταν, ασφαλώς λογικότερο να ανεγερθούν οικίες και να γίνου ανάλογα έργα». Συμπλήρωνε, όμως, ότι «αν υπάρχουν πολιτικές και πρακτικές δυσκολίες γι΄ αυτό, τα παραπάνω θα ήταν καλύτερα από το τίποτε».
Μου ήρθαν στο νου οι αναφορές αυτές του κορυφαίου οικονομολόγου παρακολουθώντας όλες τις τελευταίες μέρες την πρεμούρα της κυβέρνησης να ψηφιστεί άρον – άρον το περίφημο πολυνομοσχέδιο πριν από την άφιξη στην Αθήνα του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έτσι ώστε την επομένη –καθόλου τυχαία προφανώς- να εκταμιευθεί  το πρώτο μέρος της δόσης που ενέκρινε πρόσφατα το Eurogroup.
Ο κ. Σόιμπλε θα το βρει ψηφισμένο το πολυνομοσχέδιο που επέβαλαν οι επιτετραμμένοι του. Μόνον, όμως, που σε κανένα από τα εκατό και βάλε άρθρα του δεν θα βρει κανείς το πνεύμα του Κέινς και την έμφαση που εκείνος έδινε στη σημασία της απασχόλησης ως βασικού προσδιοριστικού παράγοντα για την αύξηση του εισοδήματος και του πλούτου της κοινωνίας.
Ο Γερμανός υπουργός και οι ομοϊδεάτες του που έχουν το «πάνω χέρι» στην ευρωζώνη υποβάλουν εδώ και τριάμισι χρόνια την ελληνική οικονομία στο ανελέητο σισύφειο μαρτύριο να ανοίγει τρύπες που αντί να αυξάνουν, όπως ήθελε ο Κέινς με το παράδειγμα που επικαλέστηκε, μειώνουν τον πλούτο της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την αδηφάγο ύφεση που καταστρέφει δουλειές, επιχειρήσεις, ζωές.
Την ώρα που η ελληνική οικονομία αργοπεθαίνει από την έλλειψη ρευστότητας, την επενδυτική άπνοια και την υπερφορολόγηση, κυρίαρχο στοιχείο για τη χώρα αναδεικνύεται, εξαιτίας της ιδεοληπτικής εμμονής των δανειστών μας για ανατροπές στο status του ελληνικού δημοσίου, το αν η δημοτική αστυνομία θα αλλάξει όνομα και θα γίνει διοικητική αστυνομία.
Χωρίς διάθεση υπεράσπισης του ελληνικού δημοσίου, ως Έλλην φορολογούμενος πολίτης θυμώνω με την επιμονή αυτή, όπως -πολύ περισσότερο- και με την αποδοχή της από το περιδεές εγχώριο πολιτικό προσωπικό, όταν κανείς δεν εξηγεί ποιο θα είναι το δημοσιονομικό ή άλλο όφελος από οριζόντια μέτρα αυτού του είδους που πίπτουν επί των κεφαλών δικαίων και αδίκων, επιόρκων ή και ευόρκως ασκούντων τα καθήκοντά τους.
Αναρωτιέμαι δε αν από όσους κυβερνητικούς παράγοντες θα έχουν την ευκαιρία να συνομιλήσουν με τον κ. Σόιμπλε θα βρει κάποιος το σθένος να του πει τις άβολες αλήθειες που είναι βέβαιο ότι δεν θέλει να ακούσει ο Γερμανός υπουργός. Όχι δεν αναφέρομαι στα όσα λέγονται για τις πολεμικές επανορθώσεις που η χώρα του δεν έχει πληρώσει στην Ελλάδα από την περίοδο της κατοχής. Εκεί είναι βέβαιο ότι είναι εξοπλισμένος με –διπλωματικά και άλλα- επιχειρήματα και εύκολα θα ξεφύγει.
Εκεί που θεωρώ ότι δεν θα μπορέσει να ξεφύγει εύκολα είναι αν προειδοποιηθεί ότι, όσο μας καταδικάζει να… ανοίγουμε τρύπες στο νερό, αυτό αργά ή γρήγορα θα στραφεί εναντίον της χώρας του και των φορολογουμένων της. Κι αυτό διότι, όσο τα δάνεια που μας χορηγούνται δεν κατευθύνονται στην αύξηση του εγχώριου προϊόντος, δεν υπάρχει περίπτωση να πάρουν πίσω έστω και ένα μέρος του κεφαλαίου τους, κάτι που είναι πολύ πιθανό να συμβεί και… χωρίς να αναλάβει τη διακυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ακόμη και αν ο κ. Σόιμπλε δείξει να το ξέρει και να το έχει υπολογίσει, είναι βέβαιο ότι δεν το ξέρουν και δεν το έχουν υπολογίσει οι Γερμανοί ψηφοφόροι που θα κρίνουν τον ίδιο και την κυβέρνηση του σε δέκα εβδομάδες από σήμερα.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 15.7.2013)

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Οι δόσεις και ο δρόμος προς την ανόρθωση

             Η είδηση για την απόφαση εκταμίευσης από το Eurogroup μιας ακόμη δόσης ύψους 7,2 δισεκατομμυρίων ευρώ μου έφερε κατά νου το… παράπονο του «μοιραίου» προέδρου της Αργεντινής Φερνάντο Ντε λα Ρούα, ο οποίος στο τέλος του 2001 υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το αξίωμά του, αποχωρώντας από το Προεδρικό Μέγαρο με ελικόπτερο, έπειτα από τη στάση πληρωμών που υποχρεώθηκε να κηρύξει, δεσμεύοντας, μάλιστα, τις καταθέσεις των συμπατριωτών του, που μεγάλο μέρος τους εξανεμίστηκαν από τους ασύλληπτους ρυθμούς πληθωρισμού που συνόδευσαν την πολιτική των διαδόχων του.
«Οκτώ δισεκατομμύρια ήταν όλα και όλα όσα ζητούσαμε…», έλεγε «παραπονιάρικα» σε μια πρόσφατη συνέντευξή του (στους Φακέλους του Σκάι) ο πρώην πρόεδρος της μεγάλης αυτής λατινοαμερικανικής χώρας, συγκρίνοντας την άρνηση δανεισμού που αντιμετώπισε τότε η Αργεντινή με το απείρως πιο γενναιόδωρο «πρόγραμμα βοήθειας» που εξασφάλισε δέκα χρόνια αργότερα η Ελλάδα και χάρις στο οποίο εξακολουθεί να στέκεται οικονομικά (έστω και… τρεκλίζοντας) όρθια.
Όσο και αν στη χώρα μας παραμένει άκρως αντιδημοφιλής μια τέτοια παραδοχή, για όποιον δεν αρέσκεται στα στερεότυπα, τις εμμονές και τις δαιμονολογικές αφηγήσεις η σύγκριση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα αντιμετωπίστηκε ως «παιδί ενός ανώτερου Θεού», εξαιτίας της συμμετοχής της στο «κλαμπ της ευρωζώνης».
Ο αντίλογος για το βαρύ κοινωνικό κόστος που μέσω, κυρίως, της ανεργίας κατέβαλε και εξακολουθεί να καταβάλει η ελληνική κοινωνία στο βωμό της ασφυκτικής περιοριστικής πολιτικής που εφαρμόζεται την τελευταία «μνημονιακή» τριετία είναι μεν υπαρκτός, πλην, όμως, για να γίνει βάσιμος χρειάζεται να εξετάσει κανείς τις εναλλακτικές εκδοχές που είχε και έχει μια υπερδανεισμένη χώρα που επί σειρά ετών συσσώρευε ελλείμματα. 
Το καίριο, εξάλλου, ερώτημα που δικαίως τίθεται για το κατά πόσο η διεθνής –κυρίως ευρωπαϊκή- βοήθεια αξιοποιήθηκε επ΄ ωφελεία της αναγκαίας παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας παραμένει εκκρεμές, αλλά για να απαντηθεί χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα έγινε μια αντιπαραγωγική χώρα που το ισοζύγιο των διεθνών της συναλλαγών χειροτέρευε χρόνο με το χρόνο με ρυθμούς αντίστοιχους ή και μεγαλύτερους από εκείνους της δημοσιονομικής εκτροπής.
Γι΄ αυτό και οι δανειακές δόσεις, όσο μεγάλες και αν είναι και βεβαίως απαραίτητες για να συνεχιστεί η στοιχειώδης οικονομική λειτουργία, δεν είναι αυτές με τις οποίες θα κερδηθεί το μεγάλο στοίχημα της αναγκαίας ανόρθωσης της χώρας. Χρειάζονται πολύ περισσότερα και γι΄ αυτό ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς και δύσβατος. 
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 13.5.2013)

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Πόνος, αλλά με… δόσεις ελπίδας


Προσεγγίζοντας τις αποφάσεις του Eurogroup με την ψυχραιμία που απαιτούν οι περιστάσεις και  χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της ανάγκης της μιας πλευράς για πανηγυρισμούς ή της επιμονής άλλων στην καταστροφολογία και στη μόνιμη κινδυνολογία, δύο είναι τα στοιχεία που τις συνθέτουν: πόνος και ελπίδα.
Για όποιον δεν θέλει να έχει αυταπάτες ή να τρέφει ιδεοληπτικές εμμονές, οι αποφάσεις των εταίρων και δανειστών μας για τη μελλοντική χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας δεν είναι μονοσήμαντες και ούτε χωρούν σε απλοϊκά ερμηνευτικά σχήματα περί απόλυτου καλού ή κακού.
Περιέχουν, αναμφισβήτητα, μεγάλες δόσεις κοινωνικού πόνου που θα προκληθεί από τη σιδηρά πειθαρχία που απαιτεί η απαρέγκλιτη εφαρμογή του επώδυνου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής ώστε να επιτευχθούν τα επόμενα  χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα τέτοια που να καθιστούν το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος «βιώσιμο» και άρα αντιμετωπίσιμο.
Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει ότι χωρίς την αλληλεγγύη των εταίρων μας, ο «ξαφνικός θάνατος» με τον οποίον απειλούνταν εδώ και καιρό η ελληνική οικονομία, μπορεί να θεωρείται πλέον ότι ξεπεράστηκε. Οι αποφάσεις, άλλωστε, των Βρυξελλών αυτό που κυρίως έκαναν είναι ότι έστειλαν παντού το πολυσήμαντο μήνυμα πως η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει αναπόσπαστο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Η μέγγενη, ωστόσο, των επώδυνων υφεσιακών μέτρων που καλείται να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση, συνδυάζεται, πλέον, με τις ελπίδες που καλλιεργούν οι «ανάσες» που δίνει το «κοκτέιλ» των μέτρων ενίσχυσης της ρευστότητας που αποφασίστηκαν και δημιουργούν τις συνθήκες για να σταθεροποιηθεί η οικονομία μας και να μπει, επιτέλους, φρένο στη διαρκή αβεβαιότητα και στην περιδίνηση που προκαλεί το «σπιράλ θανάτου» στο οποίο βρισκόμαστε παγιδευμένοι την τελευταία τριετία.         
Ο δρόμος, ωστόσο, που έχει να διανύσει η ελληνική κοινωνία τα επόμενα χρόνια είναι μακρύς και δύσκολος. Είναι δρόμος που δεν στρώθηκε αίφνης με ροδοπέταλα, αλλά μπορεί, εφεξής, να θεωρείται περισσότερο βατός. Εξακολουθεί να είναι δρόμος ανηφορικός, αλλά μοιάζει, πλέον, να μην είναι αδιάβατος.
Στον περίπλοκο κόσμο που ζούμε επικρατεί το σλόγκαν ότι «δεν υπάρχουν δωρεάν γεύματα». Υπό αυτή την έννοια, οι υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας είναι, αναμφίβολα, βαριές και τα καθήκοντα που έχει η σημερινή κυβέρνηση πολύ δύσκολα.
Το κυριότερο, όμως, από τα καθήκοντα αυτά είναι να πείσει την ελληνική κοινωνία, αλλά την διεθνή κοινή γνώμη, ότι θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της. Και θα προχωρήσει, χωρίς περισπασμούς, σε όλες εκείνες τις αποφάσεις που θα εμπεδώνουν από τη μια το αίσθημα δικαιοσύνης στην εφαρμογή των μέτρων και από την άλλη το κλίμα εμπιστοσύνης στις δημιουργικές δυνάμεις της χώρας που είναι η ώρα να βγουν μπροστά και να ηγηθούν της δύσκολης προσπάθειας που ξεκινά για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. 
Εν κατακλείδι, και πέρα από τους αδυσώπητους αριθμούς που συνοδεύουν τις αποφάσεις του Eurogroup, εκείνο που θα κρίνει την αποτελεσματικότητά τους είναι οι δόσεις ελπίδας που θα αισθανθεί η ελληνική κοινωνία ότι μετριάζουν τον αναμφισβήτητο κοινωνικό πόνο.
Και, φυσικά, η προοπτική ότι, προϊόντος του χρόνου, οι θυσίες θα πιάνουν τόπο και ο πόνος θα γίνεται όλο και μικρότερος, μέχρι να ξαναμπούμε στην ανοδική φάση και να επανέλθει η ευημερία, όχι μόνον των αριθμών, αλλά και των ανθρώπων!
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Ο γκρεμός και το ρέμα


Δέος σε καταλαμβάνει διαβάζοντας τα οικονομικά στοιχεία που συνοδεύουν τον προϋπολογισμό για το 2013, που κατατέθηκε στη Βουλή και –εκτός εξαιρετικού απροόπτου- θα ψηφιστεί την Κυριακή από τη Βουλή. Δεν είναι μόνον οι περικοπές δαπανών (ύψους 9,4 δισ. ευρώ) και οι αυξήσεις φόρων (άλλα περίπου 3,1 δισ. ευρώ), όπως προβλέπονται και στο «πακέτο» της συμφωνίας με την τρόικα, που προκαλούν αυτό το συναίσθημα.

Είναι κυρίως η πρόβλεψη για την συνεχιζόμενη –για έκτο συνεχή χρόνο!- ύφεση, που υπολογίζεται ότι θα φθάσει στο 4,5%, μειώνοντας ακόμη περισσότερο την απασχόληση και αυξάνοντας, συνάμα, το ήδη τεράστιο ποσοστό της ανεργίας, αφού θα συνεχίσουν να υποχωρούν οι επενδύσεις, ενώ και η ισχνή αύξηση των εξαγωγών –μόλις κατά 2,6%- δεν είναι ικανή να αλλάξει την κατάσταση.

Την ίδια ώρα, το συνολικό χρέος της χώρας αναμένεται να συνεχίσει την πορεία εκτίναξης: από τα 263 δισ. που ήταν το 2008 και τα 340 δισ. ευρώ που έφθασε φέτος, τον επόμενο χρόνο θα σκαρφαλώσει  στα 346 δισ. ευρώ. Που σημαίνει ότι καθένας μας, συμπεριλαμβανόμενων και  των νεογέννητων, εκτός από τα δικά μας -προσωπικά, οικογενειακά ή επιχειρηματικά- χρέη σε τράπεζες Ταμεία, δημόσιο, κ.λ.π., έχουμε επιπλέον στην πλάτη μας χρέος από τα δανεικά του κράτους από περίπου 32.000 ευρώ κατά κεφαλήν.

Ο συνδυασμός, μάλιστα, του αυξημένου χρέους με το μειωμένο, λόγω της ύφεσης, Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), που το 2008 ήταν 233 δισ. ευρώ και το 2013 θα υποχωρήσει στα 183 δισ. ευρώ, δείχνει ακόμη πιο εκρηκτική την κατάσταση που διαμορφώνεται, καθώς, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, το χρέος –παρά το «κούρεμα» που προηγήθηκε, διαλύοντας τα ασφαλιστικά Ταμεία και τσακίζοντας τους καταθέτες που εμπιστεύθηκαν το ελληνικό δημόσιο- θα διαμορφωθεί τον επόμενο χρόνο στο δυσθεώρητο 189%.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς εξειδικευμένος οικονομολόγος για να αντιληφθεί ότι με ένα τέτοιο χρέος και με μια τέτοια, εν γένει, οικονομική κατάσταση, η χώρα στην οποία ζούμε δεν είναι «βιώσιμη». Η παγίδα στην οποία έχουμε εγκλωβιστεί, πολίτες και Πολιτεία, μοιάζει να είναι αξεπέραστη. Με άλλα λόγια «ο λογαριασμός δεν βγαίνει». Και αυτό αποτελεί κοινή διαπίστωση που κανείς, πλέον, δεν μπορεί να αρνηθεί.

Χωρίς αμφιβολία, ο… γκρεμός που χάσκει μπροστά μας είναι βαθύς. Από την ολοκληρωτική άβυσσο μάς χωρίζει μόλις ένα μικρό βήμα. Το ερώτημα, όμως, που, για πολλαπλή, είν’ αλήθεια, φορά, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ανακύπτει και νομίζω ότι απασχολεί όλους μας τούτη την ώρα είναι: υπό αυτές τις δραματικές συνθήκες, τι κάνουμε;

Μια από τις «συνταγές» που αρκετοί σπεύδουν να υιοθετήσουν είναι να «πέσουμε ηρωικά». Να καταγγείλουμε, δηλαδή, τους πολιτικούς μας, τωρινούς και προγενέστερους, για ανικανότητα αντιμετώπισης των προβλημάτων (που το κάνουμε, ούτως ή άλλως), κατόπιν να τα «σπάσουμε» με τους δανειστές και εταίρους μας, που μας… φόρτωσαν το «μνημόνιο» και να τραβήξουμε μια… ξεγυρισμένη στάση πληρωμών. Να  βουτήξουμε, δηλαδή, στο γκρεμό και… γαία πυρί μιχθήτω.

Πριν, όμως, προχωρήσουμε σε τόσο δραστικές(;) λύσεις, θα πρότεινα να το ξανασκεφθούμε. Ας ρίξουμε, κατ΄ αρχήν, μια ματιά στον περίγυρό μας. Η Γαλλία, χωρίς «μνημόνιο» και με δημόσιο χρέος μόλις 91,3% του ΑΕΠ της, προέβλεψε στο νέο προϋπολογισμό της αυξήσεις στους φόρους κατά 20 δισ. ευρώ, και περικοπή δαπανών κατά 10 δισ. ευρώ. Η Ισπανία, που είναι σε ύφεση, έχει χρέος, όμως, μόλις 87%, αλλά χρόνια ανεργία μεγαλύτερη από τη δική μας, και βρίσκεται με το ένα πόδι μέσα στο μνημόνιο, πήρε, επίσης, πρόσθετα μέτρα 40 δισ. ευρώ.

Θα μπορούσα να συνεχίσω με την Ιταλία, την Κύπρο και άλλες χώρες, οι οποίες έχουν διαφόρων μορφών κυβερνήσεις: δεξιές, σοσιαλιστικές, ακόμη και… κομμουνιστικές (στον Δημήτρη Χριστόφια αναφέρομαι) που, όπως και να το κάνουμε, δεν μπορεί να συνέπεσαν να είναι όλες τόσο… ανίκανες, όσο και οι δικές μας. Χωρίς να απαλλάσσω από τις ευθύνες με τις οποίες βαρύνονται, για πράξεις και παραλείψεις, οι εκάστοτε κυβερνώντες, προφανώς, βλέποντας κανείς όλη την εικόνα, που είναι παρόμοια σε όλο τον ευρωπαϊκό νότο, διαπιστώνει ότι υπάρχει κάτι πιο βαθύ από το εύκολο, αλλά κυρίως αναποτελεσματικό, «ανάθεμα».  

Γι΄ αυτό, έχω την άποψη ότι είναι, μάλλον, προτιμότερο να αποφύγουμε τον γκρεμό. Μου φαίνεται -χωρίς, βεβαίως, να πιστεύω και να υποστηρίζω ότι κι εκεί θα είναι εύκολα τα πράγματα- πως θα ήταν ίσως αποτελεσματικότερο, ακόμη και για τους απελπισμένους ανέργους ή τους καταχρεωμένους συμπολίτες μας, να επιλέξουμε το διπλανό… ρέμα.

Αν προσπαθήσουμε, δηλαδή, να… κολυμπήσουμε μαζί με όλους όσοι βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση με μας, θα είναι, ενδεχομένως, καλύτερα. Θα έχουμε, κατ΄ αρχήν, αποφύγει τον… ηρωικό γκρεμό, από όπου, αφού… πέσουμε, ίσως να είναι ανεπίστρεπτη η πορεία. Και, επιπλέον, θα ελπίζουμε σε ένα «ευρωπαϊκό κύμα» που θα μας κρατήσει έξω από το νερό και κάποια στιγμή μπορεί να μας βγάλει στο απέναντι ξέφωτο.  Τι λέτε; Ποιο είναι προτιμότερο;    

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.
 

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Αναπολώντας την Ελλάδα των Ολυμπιακών


Στην αντίστροφη μέτρηση για την έναρξη της Ολυμπιάδας του Λονδίνου, η μνήμη γυρνά πίσω στους «δικούς μας» Αγώνες, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, στην Ελλάδα του 2004, που ήταν στο επίκεντρο όλου του πλανήτη ως θετικό πρότυπο μικρής χώρας που μπορεί να φέρει σε πέρας μεγάλα εγχειρήματα.
Είμαι από εκείνους που “έζησαν” έντονα την ανάταση στην οποία βρέθηκε η χώρα μας εκείνη την περίοδο, με τους χιλιάδες εθελοντές και όχι μόνο που έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Προμηθεύτηκα έγκαιρα εισιτήρια για να παρακολουθήσω τους Αγώνες και συμμετείχα –συν γυναικί και τέκνοις- στις δύο λαμπαδηδρομίες που έγιναν με την ολυμπιακή φλόγα, τη μια εξ αυτών στη διαδρομή από την Πλαταριά προς τα Σύβοτα.  
Μεταφέροντας, μάλιστα, την εμπειρία μου –που την επανέλαβα και στους Παραολυμπιακούς- έγραφα τότε («Το Βήμα» 10.08.2004) τα εξής: «Κι όταν το βράδυ στο καφενείο του χωριού έρχεσαι αντιμέτωπος με τις γνωστές γκρίνιες για το κόστος των Αγώνων και τη συμβολή του στην ερήμωση της περιφέρειας, διανθισμένες με τοπικά παράπονα, όπως γιατί δεν πέρασε η φλόγα από την ακριτική Σαγιάδα ή το ιστορικό Σούλι, νοιώθεις έντονη την ανάγκη να αλλάξεις το θέμα της συζήτησης».
«Και το κάνεις εύκολα περιγράφοντας ως αυτόπτης την ευλάβεια και το δέος με το οποίο ντόπιοι αλλά και ξένοι παραθεριστές στην παραλία των Συβότων, κρατούσαν στα χέρια τους τη δάδα που ευγενικά σού είχαν ζητήσει να τους επιτρέψεις να φωτογραφηθούν μαζί της», κατέληγα σε εκείνο το κείμενο.
Δεν ξέρω πόσο ακριβώς συνέβαλε η διεξαγωγή των –αναμφισβήτητα- υπερβολικά «πολυτελών» Αγώνων, που οργανώσαμε, στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και στη συνακόλουθη υπερχρέωση του ελληνικού δημοσίου που κατέληξαν στη δεινή οικονομική κρίση που “εγκαταστάθηκε” στη χώρα τέσσερα χρόνια και είναι ακόμη εδώ.
Βλέπετε, από ό,τι γνωρίζω, αναλυτικός οικονομικός απολογισμός για το συνολικό κόστος των Αγώνων δεν έγινε ποτέ, κάτι που δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη όταν αφορά μια χώρα που ακόμη σήμερα δεν είναι απολύτως βέβαιη για τους ποιους, πόσο και γιατί πληρώνει το ελληνικό δημόσιο.
Έχω, ωστόσο, υπόψη μου κάποιους παλαιότερους υπολογισμούς που ήθελαν το κόστος να κυμαίνεται περί τα 10 δισ. δραχμές, ποσό που δεν είναι ευκαταφρόνητο, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογο αν είχαν αξιοποιηθεί όλα τα έργα που έγιναν εξ αφορμής των Αγώνων και ορισμένα από τα οποία παραμένουν ως σήμερα ανεκμετάλλευτα.  
Για να έχουμε μια αίσθηση της τάξης των μεγεθών, επικαλούμαι επίσημα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία την 6ετία 2004-2009, οι κρατικές δαπάνες (χωρίς τους τόκους) αυξήθηκαν 50%, όταν η μέση αύξηση στις συνολικά 27 χώρες της Ε.Ε. ήταν 22%. Ειδικά οι καταναλωτικές δαπάνες του Δημοσίου (σχεδόν το 70% των συνολικών) αυξήθηκαν 41%, όταν στους 27 αυξήθηκαν 20%.
Αντίστοιχα, την ίδια περίοδο, τα κρατικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 25%, ενώ στους 27 μόνο κατά 11%. Κάπως έτσι, στο δημόσιο χρέος προστέθηκαν 116 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να εκτιναχτεί από τα 183 δισ., που ήταν στο τέλος του 2003, στα 300 δισ. ευρώ, στο τέλος του 2009, αυξημένο, δηλαδή, κατά 63%, ενώ στους 27 μόνο 33%.
Άρα, όπως και να το κάνουμε, ακόμη και αν δεν είχαμε οργανώσει τους Ολυμπιακούς, τα πράγματα δεν θα ήταν πολύ διαφορετικά για μας και με αυτές τις επιδόσεις κατά τη μεταολυμπιακή περίοδο δεν βρίσκω πως θα μπορούσαμε να αποφύγουμε τη βαθιά ύφεση, όταν εκείνο που έλειψε τα επόμενα χρόνια ήταν το οικονομικό σχέδιο για την παραγωγική αναδιάρθρωση.
Οκτώ χρόνια μετά, έχω την εντύπωση ότι από εκείνο το μοναδικό επίτευγμα των Ολυμπιακών του 2004, μας έμεινε μόνον η αίσθηση του Έλληνα «καταφερτζή». Και, δυστυχώς, τίποτε άλλο. Αλλά και αυτό, πιστεύω ότι δεν είναι λίγο. Αν, ακόμη και τώρα, πιστέψουμε στις δυνάμεις μας, νομίζω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Και, όπως τότε πήραμε “χρυσό μετάλλιο” στην οργάνωση των Αγώνων, τώρα μπορούμε να διεκδικήσουμε μετάλλιο στην προσπάθεια για ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας μας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.